, ,

Η αναχώρηση ΙΙ – Η Επιστροφή

Το πρώτο μέρος 

Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός της κάνοντας ταχυδακτυλουργικά αφού κρατούσε στα χέρια δύο μεγάλες χαρτοσακούλες με τρόφιμα  και συγχρόνως ακροβατούσε στις ψηλοτάκουνες γόβες της. Τα κατάφερε όμως. Κι αυτό όπως και πολλά άλλα. Μπήκε στο σκοτεινό διαμέρισμα κι ανατρίχιασε απ’ το κρύο. Εδώ μέσα έκανε πιο πολύ κρύο απ’ ότι έξω.  Τέλη Μαρτίου και ακόμη χιονισμένη ήταν η Φρανκφούρτη. Άφησε όπως – όπως τις σακούλες στο τραπέζι κι άναψε γρήγορα την κεντρική θέρμανση. Πηγαίνοντας στο δωμάτιό της να αλλάξει έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη που κάλυπτε ένα μέρος του τοίχου από πάνω ως κάτω. Ο καθρέφτης αυτός υποτίθεται ότι ήταν ένα τρικ για να φαίνεται μεγαλύτερος ο χώρος, γιατί το διαμέρισμα ήταν μικρό. Βλακείες, αυτό ήταν η δικαιολογία. Στην πραγματικότητα ο καθρέφτης ήταν ο ψυχοθεραπευτής της, η επιβεβαίωσή της, η αυτοπεποίθησή της. Το alter ego της.

Το διαμέρισμα πράγματι δεν ήταν μεγάλο, αλλά για ένα άτομο ήταν μια χαρά. Δεν χρειαζόταν κανένα καθρέφτη για να φαίνεται μεγαλύτερο αφού έτσι κι αλλιώς είχε ελάχιστα έπιπλα. Ένα διπλό κρεβάτι στο μοναδικό υπνοδωμάτιο, με ένα τραπεζάκι δίπλα του που εκτελούσε χρέη κομοδίνου. Ευτυχώς δηλαδή που υπήρχαν οι εντοιχισμένες ντουλάπες. Ακόμη καλύτερα δε, που στο μπάνιο, πάνω απ’ τον νιπτήρα υπήρχε ένα ράφι και έβαζε εκεί τα καλλυντικά της. Το άλλο δωμάτιο ήταν και το υπόλοιπο διαμέρισμά της. Η μία πλευρά ήταν η κουζίνα. Ένας πάγκος δηλαδή που κοβόταν σε δυο – τρία σημεία για το ψυγείο, την κουζίνα και τον νεροχύτη. Και από πάνω μια σειρά ντουλάπια. Ο απέναντι τοίχος είχε το μεγάλο παράθυρο. Αριστερά ήταν ο καθρέφτης που λέγαμε και δεξιά μια σειρά ράφια με βιβλία. Οι άλλοι δυο τοίχοι είχαν ο ένας την πόρτα της εισόδου και ο άλλος την πόρτα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο και στο μπάνιο. Στη μέση ένα στρογγυλό τραπέζι με τρεις καρέκλες.  Και σε μια γωνία μια μπερζέρα. Τίποτα άλλο! Δεν υπήρχαν πίνακες, δεν υπήρχαν διακοσμητικά, βάζα με ή χωρίς λουλούδια, φυτά, φωτογραφίες. Τίποτα. Μοναδικό αντικείμενο πάνω στο τραπέζι ο υπολογιστής της. Και το διαμέρισμα βέβαια φαινόταν άδειο και κρύο. Ήταν άδειο και κρύο. Απρόσωπο! Γιατί έτσι της άρεσε. Γιατί αυτή ήταν η επιλογή της. Πάνε κάμποσα χρόνια που είχε κόψει δεσμούς απ’ όλους και όλα. Από τότε που έμαθε να μην δένεται ούτε με ανθρώπους ούτε με αντικείμενα. Από τότε που καθόταν στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης, 18χρονο κορίτσι, σφίγγοντας νευρικά στα χέρια ένα βιβλίο και ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Κάμποσα χρόνια. Από τότε που κοπήκανε όλα τα νήματα και οι κλωστές. Κάμποσα χρόνια. Δεκαπέντε για την ακρίβεια.

Μελέτησε τον εαυτό της στο καθρέφτη ενδελεχώς. Αυτή η διαδικασία ήταν καθημερινή και κρατούσε 5-6 λεπτά, μετά πήγε στο υπνοδωμάτιο και έβγαλε τα ψηλοτάκουνα απ’ τα πόδια της. Έβγαλε τα ρούχα της και τα κρέμασε προσεκτικά στο χερούλι της ντουλάπας. Έβαλε μια ζεστή φόρμα και χοντρές κάλτσες στα πόδια. Σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά σ’ ένα πρόχειρο κότσο και πήγε στη κουζίνα να τακτοποιήσει τα ψώνια και να ζεστάνει ένα έτοιμο φαγητό για να φάει. Ξανάριξε μια ματιά στον καθρέφτη καθώς περνούσε κι έκανε μια γκριμάτσα. «Πού να μ’ έβλεπαν έτσι οι μεγαλοδιευθυντάδες», σκέφτηκε. Ήταν τελειομανής και λεπτολόγος. Και αυτό ξεκινούσε απ’ την εμφάνισή της και κατέληγε στη δουλειά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μόνο με αυτό τον τρόπο κατάφερε να φτάσει απ’ το παιδί για όλες τις δουλειές ένα βήμα πριν την χρυσή προαγωγή που θα της έδινε την θέση της γενικής διευθύντριας  στο μεγαλύτερο υποκατάστημα της εταιρείας. Ένα βήμα πριν και ο άλλος υποψήφιος έπρεπε να εξαλειφθεί. Ήθελε να χαλαρώσει λίγο για να ξανασκεφτεί τα τελευταία στάδια του σχεδίου της. Δεν έπρεπε να πάει τίποτα λάθος. Όλα ήταν προγραμματισμένα να συμβούν με μαθηματική ακρίβεια. Προγραμματισμένα. Άλλη μια λέξη κλειδί.

Μόλις έφτασε στη Γερμανία, 15 χρόνια πριν, πήγε κατ’ ευθείαν σε μια συντοπίτισσά της στο Μόναχο. Της είχε δώσει την διεύθυνση κρυφά η μάνα της πριν φύγει. Έξι μήνες κάθισε εκεί. Μετά έφυγε. Σ’ αυτούς τους έξι μήνες, έπιασε μια προσωρινή δουλειά, σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο, σαν σερβιτόρα και πήγε και σχολείο για να μάθει τη γλώσσα. Όταν μάζεψε αρκετά χρήματα έφυγε απ’ την πατριώτισσα, την κυρά Θεοδώρα, Ντόρα πλέον, που την φιλοξενούσε και νοίκιασε ένα διαμερισματάκι. Στην αρχή ήταν με συγκάτοικο, μια κοπέλα απ’ την Τουρκία και μετά μόνη της. Με την κυρά Θεοδώρα έχει ελάχιστες επαφές πλέον. Τα στοιχειώδη. Δυο – τρεις φορές τον χρόνο κι έτσι μαθαίνει θέλοντας και μη και τα νέα απ’ την οικογένειά της στο χωριό. Σ’ ένα χρόνο έμαθε την γλώσσα και βρήκε καλύτερη δουλειά σ’ ένα κατάστημα ρούχων, με καλύτερα λεφτά. Με μεγάλη οικονομία και πρόγραμμα, πήγε σε σχολή γραμματέων και μετά έκανε σεμινάρια μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων. Μόνη της βρήκε αυτή τη δουλειά, μια μεγάλη επιχείρηση ηλεκτρικών ειδών με πολλά υποκαταστήματα όχι μόνο στην Γερμανία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μόνη της και με τον τσαμπουκά της. Και το Μόναχο έγινε Φρανκφούρτη. Και δούλεψε πολύ. Και όταν χρειάστηκε πήρε εύστοχες πρωτοβουλίες. Και σιγά – σιγά ανέβηκε στην ιεραρχία. Και όταν χρειάστηκε έκανε και υποχωρήσεις. Γιατί όλα δεν γίνονται με τον σταυρό στο χέρι. Και θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να εξασφαλίσει την πολυπόθητη προαγωγή. Η θέση είναι δική της. Δεν θα επιτρέψει να την πάρει άλλος.

Η ζωή της είναι ασκητική. Δεν έχει φίλους. Γιατί αν έχεις φίλους πρέπει να νοιάζεσαι. Και εκείνη δεν θέλει να νοιάζεται. Και δεν νοιάζεται. Ούτε για άνθρωπο, ούτε για ζώο. Φρόντισε ο κακοποιητικός πατέρας της να της εξαφανίσει ό,τι καλό και αγνό είχε στην ψυχή της. Κι αυτή έπρεπε να επιβιώσει. Έμαθε λοιπόν να επιβιώνει. Οι σχέσεις της με τους άντρες είναι βραχύβιες. Εξυπηρετούν μόνο τις βιολογικές και σεξουαλικές της ανάγκες. Τίποτα παραπάνω. Κανένας δεν κατάφερε να σπάσει τον πάγο μέσα της. Έτσι κι αλλιώς δεν δίνει την ευκαιρία σε κανένα. Δεν θέλει σχέσεις, δεν θέλει συντροφιά, δεν θέλει την αγάπη. Το μόνο που θέλει είναι να έχει την τσέπη της γεμάτη για να είναι αυτάρκης. Δεν έχει ανάγκη κανένα. Γι’ αυτό αδιαφορεί στα σχόλια και την κριτική των άλλων όταν την λένε σκύλα και παγόβουνο. Γι’ αυτήν οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι τίτλοι τιμής. Μόχθησε πολύ για να τους κερδίσει. Έμαθε πολύ νωρίς, σε τρυφερή ηλικία, ότι δεν έπρεπε να αφήσει κανένα να την υποτάξει, να την χειραγωγήσει, να την χρησιμοποιήσει. Αντίθετα, εκείνη θα κυριαρχούσε με κάθε κόστος. Ο δικός της τρόπος ζωής.

Αφού ζεστάθηκε λίγο, κι έφαγε το άνοστο “πλαστικό” φαγητό της, κάθισε στον υπολογιστή της. Έφερε στην οθόνη το επίμαχο βίντεο. Το βίντεο του “βιασμού” της απ’ τον καθόλα ευυπόληπτο συνάδελφο και οικογενειάρχη. Του “βιασμού” απ’ τον ανταγωνιστή της. Στην πραγματικότητα εκείνη του την είχε πέσει, ένα μήνα πριν, ένα βράδυ που αφού είχαν φύγει όλοι, είχαν ξεμείνει οι δυο τους στο γραφείο να δουλέψουν ένα πρότζεκτ. Αφού έφερε τον άνθρωπο στο αμήν με τα τσαλίμια της, μετά και καλά του έκανε την δύσκολη. Είχε φροντίσει προηγουμένως να αφήσει το κινητό της ανοιχτό στην βιντεοσκόπηση. Το βίντεο δεν ήταν όλο καθαρό, αλλά ο ήχος ήταν ξεκάθαρος. Και το νόημα επίσης ξεκάθαρο. Έκοψε και έραψε το βίντεο όπως βόλευε και το αποτέλεσμα ήταν να φαίνεται η όλη φάση σαν βιασμός. Τώρα δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει παρά να το στείλει σε 2-3 άτομα, κατά προτίμηση υψηλόβαθμες γυναίκες. Ας είναι καλά η τεχνολογία. Τα πάντα κάνεις με ένα υπολογιστή πλέον. Χαλάλι οι μήνες προετοιμασίας. Χαλάλι που ανέχθηκε το βδελυρό σώμα του Γερμαναρά επάνω της και μέσα της. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για εκείνη, στρωμένος με ροδοπέταλα.

Μόλις πάτησε και την τελευταία “αποστολή” χτύπησε το κινητό της. Κοίταξε ενοχλημένη την οθόνη του. Η κυρία Ντόρα. Τι να θέλει πάλι αυτή; Τα Χριστούγεννα δεν μιλήσαμε;

«Έλα κορίτσι μου! Δυστυχώς, δεν έχω καλά νέα!»

«Τι συμβαίνει;»

«Ο πατέρας σου… Ο πατέρας σου, πέθανε!».

«…»

«Κορίτσι μου, μ’ ακούς;»

«Ναι, κυρά Ντόρα! Τι θέλεις να πω; Πως λυπήθηκα; Πως στενοχωρήθηκα; Πως θα τα βάψω μαύρα; Εσύ γνωρίζεις. Τι περίμενες δηλαδή;»

«Ναι, παιδί μου γνωρίζω. Αλλά ό,τι και να ήτανε, πατέρας σου ήτανε. Πρέπει να τον συγχωρέσεις πια!»

«Πλάκα μου κάνεις!»

«Πρέπει παιδί μου! Για να σταματήσεις να βασανίζεσαι κι εσύ!»

«Σου φαίνομαι για βασανισμένη κυρά Ντόρα μας; Τελικά λες ωραία αστεία! Μπα σε καλό σου, με διασκέδασες πάλι!».

«Κι όμως παιδί μου! Ξέρω τι λέω και δεν στο λέω από κακό. Σε νοιάζομαι…»

«Άσε μας κυρά Ντόρα τώρα! Με νοιάζεσαι! Χα! Πού ήσασταν όλοι αυτοί που με νοιάζεστε όταν σας είχα ανάγκη; Τώρα δεν σας έχω ανάγκη. Κανένα δεν έχω ανάγκη!»

«Μη μιλάς έτσι παιδί μου! Δεν είναι σωστό. Άντε, άσε την οργή σου στην άκρη και βγάλε εισιτήρια να πας στο χωριό! Να δεις και την μάνα σου την καημένη! Την αδελφή σου! Να γνωρίσεις τα ανίψια σου! Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Έλα παιδί μου, σε παρακαλώ!»

«Ξέρεις τι μου ζητάς; Το ακατόρθωτο! Και να ήθελα να πάω, που δεν θέλω, αυτή την εποχή γίνονται ανακατατάξεις στη δουλειά μου και δεν μπορώ να φύγω. Λυπάμαι!»

«Τι να σου πω κορίτσι μου! Εσύ ξέρεις. Αυτή τη δόλια την μάνα σου σκέφτομαι. Τέλος πάντων, ξανασκέψου το πάντως!»

Χαιρετήθηκαν αμήχανα και έκλεισαν το τηλέφωνο.

Τι ήταν αυτό πάλι; Τώρα; Ήταν ανάγκη τώρα; Την στιγμή του θριάμβου της; Αυτός ο ακατανόμαστος πάλι μπροστά της βρέθηκε την πιο ακατάλληλη ώρα. Ακόμα και με τον θάνατό του της δημιουργεί πρόβλημα. Και όχι ότι σκέφτεται να επιστρέψει, αλλά να που της ξαναζωντάνεψε το παρελθόν. Που απ’ ότι φαίνεται την στοιχειώνει ακόμη. «Στην κόλαση να πάει για το κακό που έκανε, ο παλιάνθρωπος, που είχε το θράσος να τιτλοφορείται πατέρας. Στην κόλαση!».

Το κινητό της άρχισε να στέλνει ηχητικές ειδοποιήσεις. Έριξε μια βιαστική ματιά. Οι πρώτες αντιδράσεις στο βίντεο που έστειλε. Ξαφνικά ένιωσε κουρασμένη, εξαντλημένη. Κοίταξε για λίγα λεπτά το κινητό που συνέχιζε να λαμβάνει μηνύματα, χωρίς να ανοίξει κανένα. Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό της. «Τον μαλάκα! Τη χειρότερη στιγμή διάλεξε!». Ή μήπως όχι; Δεν θα ‘ταν κακή ιδέα, να την κοπανήσει, αφού έριξε την βόμβα της και να αποφύγει τα ωστικά κύματα. Τις ερωτήσεις και τις εξηγήσεις. Έτσι κι αλλιώς για λίγες μέρες θα ήταν, το πολύ μια εβδομάδα. Και η δικαιολογία της καλή. Ο θάνατος του πατέρα της. Κοίτα να δεις που ο μαλάκας μπορεί να της βγει χρήσιμος με τον θάνατό του. Εδώ που τα λέμε μόνο με τον θάνατό του θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος.

*****

Ήταν νωρίς το απόγευμα που μπήκε στο χωριό με μια νοικιασμένη Μερσεντές απ’ το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Στο πίσω κάθισμα μια μικρή βαλιτσούλα. Πάρκαρε έξω απ’ το πατρικό της και βγήκε ισιώνοντας το κομψό μαύρο ταγιέρ της με τις κόκκινες λεπτομέρειες. Τα τακούνια της χώθηκαν στο υγρό χώμα γεμίζοντάς τα λάσπες. Τα κοίταξε μειδιώντας σπίτι μου, σπιτάκι μου σκέφτηκε να ξερες πόσο δεν μου έχεις λείψει! Η πόρτα του πατρικού της άνοιξε και μια μαυροφορεμένη φιγούρα ξεπρόβαλλε στο άνοιγμα. Η μάνα της. Πώς μάζεψε έτσι; Ένα κουβαράκι έγινε. Μια μουτζουρίτσα. Καμιά απ’ τις δυο δεν μίλησε. Τα μάτια της γηραιότερης άρχισαν τρέχουν ποτάμι. Τα μάτια της νεότερης υπεροπτικά και στεγνά. Η μάνα της άνοιξε τα χέρια να την αγκαλιάσει. Η ίδια προχώρησε, την απέφυγε και μπήκε μέσα. Το σπίτι είχε την ίδια μυρωδιά όπως τότε. Προσπάθησε να την αγνοήσει. Η μάνα της την ακολούθησε μουδιασμένη, με βλέμμα παραπονεμένο. Προσπάθησε να την αγνοήσει. Αλλά δεν γινόταν.

«Κοίτα, είμαι κουρασμένη. Θα μιλήσουμε αύριο, μεθαύριο. Και δεν θέλω επισκέψεις και φασαρίες. Ήρθα για πολύ λίγες μέρες και θέλω λίγο να ξεκουραστώ. Θα μιλήσουμε στο υπόσχομαι!»

«Μα έχουμε πένθος, τι επισκέψεις λες; Μόνο η αδελφή σου έρχεται με τα παιδιά. Κανείς άλλος! Λες κι είχα ποτέ φίλες!»

«Ωραία! Από αύριο όμως! Πάω να φέρω την βαλίτσα μου και να ξαπλώσω».

«Μια στιγμή κόρη μου!»

Με την λέξη «κόρη», τινάχτηκε.

«Μια στιγμή! Σε 3 μέρες είναι τα εννιάμερα του πατέρα σου, θα ‘ρθεις φαντάζομαι στο νεκροταφείο!»

Το βλέμμα της αγρίεψε, πήρε μια βαθιά αναπνοή και είπε μέσα απ’ τα δόντια της, «αύριο μάνα, αύριο».

Τις επόμενες μέρες μίλησαν. Δηλαδή εκείνη μιλούσε και πυροβολούσε την αδύναμη μάνα που αντιδρούσε ελάχιστα. Το βασικό πρόβλημα με την μάνα της ήταν ότι ουδέποτε όρθωσε το ανάστημά της στον κέρβερο και ότι δεν προστάτεψε τα κορίτσια της, ως όφειλε, από την κακοποιητική συμπεριφορά του. Οι αδύναμες δικαιολογίες της μάνας όχι μόνο δεν έβρισκαν κατανόηση από μέρους της, αλλά την εκνεύριζαν περισσότερο. Έτσι η μάνα σταμάτησε να μιλάει και δεχόταν τα βέλη της κόρης της με στωικότητα. Ήρθε και η αδελφή της, γνώρισε και τα πιτσιρίκια. Δεν αγκάλιασε κανένα. Δεν είχε φέρει ούτε μια σοκολάτα να τους δώσει. Και με την αδελφή της ήταν ψυχρή και απόμακρη. Δεν είχαν κανένα κοινό πλέον.

Στα εννιάμερα πήγε. Ήταν μαζεμένοι καμιά δεκαριά χωριανοί. Για δες! σκέφτηκε να που υπάρχουν και κάποιοι που τους λείπει! Μετά το πέρας της μικρής σεμνής τελετής και αφού μοίρασε το στάρι η μάνα και άρχισαν να φεύγουν ένας – ένας, εκείνη παρέμεινε. Εκεί. Μόνη πάνω απ’ το νιόσκαφτο μνήμα.

«Οι δυο μας τώρα! Εσύ εκεί κι εγώ εδώ. Να δούμε τώρα ποιος μπορεί να διώξει ποιόν!». Έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. Υπήρχε μια απόκοσμη ησυχία, μόνο το θρόισμα των φύλλων ακούγονταν. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και αισθάνθηκε στο πρόσωπό της τις πρώτες ψιχάλες. Ακούμπησε το ένα πόδι της πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα με περιφρόνηση, μάζεψε όσο σάλιο μπορούσε στο στόμα της και έφτυσε το μνήμα με όλη την δύναμη που είχε.

«Αι σιχτίρ μαλάκα, ούτε το σάλιο μου δεν αξίζεις!»

Έκανε μεταβολή και προχώρησε προς την έξοδο του νεκροταφείου με βιαστικά και σίγουρα βήματα. Τα χρωστούμενα πληρώθηκαν σκέφτηκε. Λίγο πριν την αυλόπορτα την περίμενε ένας άντρας. Έκανε να τον προσπεράσει, αλλά την φώναξε με το όνομά της. Γύρισε ξαφνιασμένη και τον κοίταξε στην αρχή με απορία. Γρήγορα θυμήθηκε, δεν είχε αλλάξει δα και τόσο πολύ.

«Συγγνώμη κύριε, δεν σας γνωρίζω»

«Μα είμαι ο…»

«Λυπάμαι, δεν σας θυμάμαι» και συνέχισε την πορεία της προς την έξοδο.

Καθισμένη για άλλη μια φορά στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου Θεσσαλονίκης, διάβαζε τα μέιλ της στο κινητό της και χαμογελούσε. Ο ανταγωνιστής είχε απολυθεί και τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι τον έδιωξε και η γυναίκα του. Την διαβεβαίωναν ανεπίσημα ότι η προαγωγή ήταν δικιά της και ότι την περίμεναν πίσω για να γίνουν και οι επίσημες ενέργειες χωρίς αποφάσεις κανενός διοικητικού συμβουλίου και χωρίς περαιτέρω αξιολογήσεις, αφού δεν υπήρχε πια αντίπαλος. Ήταν πλέον ικανοποιημένη, πλήρης. Μόνο να, ένα μικρό αγκαθάκι. Τις δυο τελευταίες μέρες που έμεινε στο πατρικό της, η μάνα προσπαθούσε να μοιράσει την περιουσία στα δυο κορίτσια της. Αυτή δεν δέχτηκε τίποτε. Δεν ήθελε τίποτα απ’ αυτόν. Ας τα έπαιρνε όλα η αδελφή της. Τι την ένοιαζε; Μήπως θα ξαναγυρνούσε; Η μάνα της τέλος της ανακοίνωσε ότι θα της γράψει το σπίτι και όταν πεθάνει η ίδια ας το κάνει ότι θέλει. Να το νοικιάσει, να το πουλήσει, να του βάλει φωτιά να το κάψει. Οι τελευταίες όμως λέξεις της μάνας της την τάραξαν. «Και μην νομίζεις. Ίδια είσαι σαν κι αυτόν! Όλα του τα ‘χεις πάρει. Ίδια!». «Μην το ξαναπείς αυτό μάνα! Ακούς;» και για πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό τα μάτια της έτσουξαν.

«ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΠΤΗΣΗΣ 362 ΓΙΑ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΜΕ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΤΗΝ
ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΛΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ Α»

Σηκώθηκε ζωηρά και προχώρησε προς την έξοδο Α, θάβοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της τις ανοησίες της μάνας της και φέρνοντας στην επιφάνεια το πάρτι που θα γινόταν στην εταιρεία για την προαγωγή της, έκανε μια μικρή πιρουέτα λίγο πριν περάσει την έξοδο Α.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading