,

Το κάλεσμα του Μέντορα

[Σημείωση: Το κείμενο προέκυψε έπειτα από ανάθεση του τραγουδιού «Serpentine Whispers» των HOTH: https://www.youtube.com/watch?v=s8BsorkAHfw&fbclid=IwAR38Dkb9OYwQnQs4FTIOAHTTdW0vE24zfaA6JGFsFnD8K3yFR5hF4aR_5cM.

Εκτός από αυτό, έγραψα και το «Θυσία για τον Μέντορα», που έχει ανέβει ήδη στο Bluez (https://thebluez.gr/%ce%b8%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%bc%ce%ad%ce%bd%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%b1/).]

Ο δεκαπεντάχρονος Χάρης βρήκε το εικονίδιο με τον άντρα με τον λευκό μανδύα στην οθόνη του υπολογιστή και κλίκαρε δύο φορές. Είχε έρθει ξανά στο Internet Cafe της ορεινής κωμόπολης που ζούσε. Αν και οι περισσότεροι νέοι είχαν Διαδίκτυο στο σπίτι τους, το συγκεκριμένο μαγαζί ήταν το μόνο μέρος σε ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων όπου μπορούσαν οι πιτσιρικάδες να βρεθούν και να διασκεδάσουν. Υπήρχε και το γήπεδο ποδοσφαίρου του σχολείου, αλλά έκανε πολύ κρύο και, έτσι κι αλλιώς, τα videogames είχαν περισσότερο ενδιαφέρον για αυτούς.

Το Call of Mentor ήταν ένα από αυτά. Βρισκόταν στην κυκλοφορία μόλις μία εβδομάδα τώρα, αλλά ο Παύλος, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, όντας ο ίδιος gamer, είχε φροντίσει να το «κατεβάσει». Το είχε παίξει, φυσικά, και, όπως και όλοι όσοι το είχαν δοκιμάσει, δεν έφτασε ποτέ στο τέλος του. «Κολλούσε» συνέχεια στην πρώτη πίστα και δεν καταλάβαινε το γιατί. Είχε ψάξει στο Διαδίκτυο για πληροφορίες ή tips, όμως όλα όσα βρήκε κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: δεν μπορούσες να τερματίσεις το παιχνίδι.

Έτσι το παράτησε, αλλά το κράτησε στους υπολογιστές, για τους πελάτες.

Το παιχνίδι, γενικά, είχε τέσσερις πίστες, όπου στην κάθε μία η μορφή με τον λευκό μανδύα στο πάνω αριστερό μέρος της οθόνης (όπως την κοίταζες), ο Μέντορας, σε κατηύθυνε αναλόγως. Στην αρχή, πριν ξεκινήσεις την πρώτη πίστα, σου έλεγε ποιος ήταν (μάγος της κόλασης), τι σκοπό είχε (να κατακτήσει τον κόσμο, για να τον κάνει καλύτερο), την σπουδαιότητα του παίκτη (ή Μαθητή, όπως τον αποκαλούσε) και κάποια πράγματα για τα όντα που «έπρεπε» να αναλάβεις για χάρη του. Έπειτα, ανέφερε το κέρδος που θα είχε ο παίκτης, αν τερμάτιζε το παιχνίδι: δέκα χιλιάδες δολάρια στον νικητή από την εταιρία παραγωγής του παιχνιδιού, δηλαδή στην νεοσύστατη STN Company, όπου έβλεπες τις εγκαταστάσεις της, στο Μέιν των ΗΠΑ.

Μετά από όλα αυτά, και αφού πατούσες το Start, έμπαινες στον κόσμο του Call of Mentor. Στην πρώτη πίστα της περιβόητης Grey Earth.

Εκεί βρισκόταν πλέον και ο Χάρης. Είχε φορέσει τα ακουστικά και κοιτούσε την εικονική πλάση: τον συννεφιασμένο ουρανό, το βουνό στο βάθος, τα χωράφια και το σπίτι με το περιβόλι, μέσα στο οποίο περιπλανιόταν. Περπατούσε ανάμεσα σε ζαρζαβατικά, λαχανικά, δέντρα, λουλούδια και άκουγε τα έντομα που βούιζαν γύρω του, τη στιγμή που στην πάνω γωνία ο Μέντορας ανοιγόκλεινε τα κόκκινα μάτια του.

«Τι πρέπει να κάνω, γαμώτο;» είπε ο Χάρης, για ακόμα μια φορά, και αναστέναξε. Στην πρώτη αυτή πίστα, ο Μέντορας απαιτούσε να ξεριζώσεις όσο πιο πολλή από τη χλωρίδα του περιβολιού. Αλλά πώς; αναρωτιόντουσαν όλοι όσοι είχαν παίξει το Call of Mentor. Δεν μπορούσες να τα πιάσεις ούτε με το ποντίκι του υπολογιστή, ούτε με κάποιο κουμπί του πληκτρολογίου ή με την αφή στα κινητά και τα τάμπλετ.

Δεν άλλαξε κάτι αυτή τη φορά για τον Χάρη. Δε βρήκε τον τρόπο να αρπάξει τα λαχανικά ή κάτι από τα υπόλοιπα φυτά. Γεγονός που τον απογοήτευσε και συνάμα τον θύμωσε πάρα πολύ. Γιατί του θύμισε τις αποτυχίες του στο σχολείο και στις δουλειές του σπιτιού, καθώς και τις επιπλήξεις γονέων και καθηγητών. Και όχι μόνο: κάθε ανώφελη προσπάθεια στο videogame του έφερνε στο νου τις ανούσιες άμυνες που πρόβαλλε στον Κώστα, τον Θύμιο και τον Πέτρο, τα μεγαλύτερα παιδιά που τον εξευτέλιζαν και τον άφηναν απένταρο σχεδόν κάθε μέρα –γεγονός που οδηγούσε σε περισσότερες επιπλήξεις στο σπίτι.

Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του, στο μαγαζί. Παιδιά έπαιζαν ομαδικά ή ατομικά, πίνοντας κόκα κόλα, ενεργειακά ποτά ή καφέ. Ο Παύλος καθόταν πίσω από τον πάγκο και ασχολιόταν με το κινητό του.

Έπειτα, επέστρεψε στην οθόνη του υπολογιστή. Pointless, αποφάσισε ο Χάρης και οδήγησε το ποντίκι προς τον Μέντορα, για να βρει το Exit. Κλίκαρε. Ετοιμάστηκε να πατήσει την τελευταία επιλογή, όταν συνειδητοποίησε κάτι και έστρεψε την εικόνα προς τα πίσω. Προς το σπίτι στο κέντρο του περιβολιού. Το παρατήρησε καλά. Έβαλε το alter ego του στο παιχνίδι να κάνει τον κύκλο του σπιτιού, για να σιγουρευτεί.

What the fuck? αναρωτήθηκε.

Πώς του είχε διαφύγει;

Δεν ήταν ένα τυχαίο οίκημα. Ήταν το σπίτι του Χάρη. Το τελευταίο (ή το πρώτο) που έβλεπες στην μοναδική είσοδο-έξοδο της κωμόπολης. Όλα ήταν εκεί, δεν υπήρχε αμφιβολία: ο κήπος της μητέρας του, το αγροτικό τους, το σπιτάκι του σκύλου, τα χωράφια των κατοίκων πιο πέρα. Ακόμα πιο μακριά, το βουνό. Όλα όσα έβλεπε κάθε μέρα, ήταν εκεί.

Και ξανά, πώς του είχε διαφύγει;

Δεν πρόφτασε να απαντήσει στην ερώτηση, όταν μια άλλη καρφώθηκε στο μυαλό του: πώς γινόταν να βλέπει το σπίτι του στο παιχνίδι;

Αυτή η ερώτηση τον ταλαιπώρησε στη διαδρομή προς το σπίτι και στο σχολείο την επομένη.

Όταν επέστρεψε το μεσημέρι, με μερικά χτυπήματα στο στήθος και τη γεύση από το έδαφος της αυλής στο στόμα του, βρήκε τους γονείς του στο περιβόλι. Τον είδαν και του είπαν να πλησιάσει, κάτι που σήμαινε πως ένας ακόμα γύρος φωνών και απειλών θα ξεκινούσε.

Ευτυχώς, δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά, καθότι οι δικοί του πεινούσαν και μπήκαν στο σπίτι.

Ο Χάρης έμεινε έξω για λίγο. Ανάμεσα στα φυτά και τα λουλούδια. Έκλαιγε. Άκουσε τον πατέρα του να τον διατάζει να πάει για μεσημεριανό.

Ένιωσε το βάρος της τσάντας του να τον τραβάει προς τα κάτω. Φαντάστηκε να την πετάει στη μούρη εκείνων των τριών που τον βασάνιζαν. Πόσο θα πονούσαν, αλήθεια…

«Έλα μέσα, για προσευχή, μικρέ. Και θα τα πούμε μετά τα υπόλοιπα», είπε ο πατέρας του.

Ο Χάρης κοίταξε τα ζαρζαβατικά γύρω του. Θυμήθηκε τους γονείς του να τα περιποιούνται. Τους φερόντουσαν με στοργή.

Σε αυτά. Όχι στον γιο τους.

Ο Χάρης άρπαξε την τσάντα του και την κοπάνησε κάτω. Άκουσε κάτι να σπάει και να χαλάει κάθε ίχνος στοργής. Χαμογέλασε. Πήρε φόρα και τσαλαπάτησε μερικά ακόμα. Ένιωσε όμορφα. Αν δεν ήταν αυτά, ίσως οι γονείς του να ασχολιόντουσαν περισσότερο μαζί του, σωστά;

«Χάρη!»

«Ναι, τώρα», είπε και σήκωσε την τσάντα του και σκούπισε τον ιδρώτα του.

Μπήκε στο σπίτι. Έφαγε με ανανεωμένη την όρεξή του.

Το απόγευμα ξανά στο Internet Cafe. Αποφάσισε να δοκιμάσει μια ακόμα φορά το Call of Mentor. Πέρασε τα εισαγωγικά λόγια και εισήλθε στην πρώτη πίστα.

Μόνο που κάτι είχε αλλάξει. Το περιβόλι είχε φθαρεί άσχημα.

Άκουσε την χαμογελαστή φωνή του Μέντορα να του δίνει τα συγχαρητήριά του. Ο Χάρης χαμογέλασε κι αυτός. Τα είχε καταφέρει! Ήταν έτοιμος για τη δεύτερη πίστα –που ουσιαστικά ήταν η πρώτη, αλλά με πιο κατεστραμμένο το περιβόλι. Αυτή τη φορά, έπρεπε να σκοτώσει όσο περισσότερα έντομα μπορούσε.

Πανεύκολο, σκέφτηκε.

Το επόμενο μεσημέρι, βρήκε φωλιές μυρμηγκιών και κάποια άλλα ζωύφια. Τα ανέλαβε προσωπικά.

Η μητέρα του, όμως, τον είδε και του έβαλε τις φωνές. «Ώστε εσύ μου κατέστρεψες τα φυτά μου! Πώς τόλμησες, π’ ανάθεμά σε! Έλα δω, νεαρέ. Έλα εδώ, για να μάθεις να κάνεις τέτοιο κακό».

Δεν τον πείραξαν οι ξυλιές της. Ούτε του πατέρα του. Νωρίτερα στο σχολείο είχε δοκιμάσει τις αγκωνιές των τριών αγοριών.

Πέρασαν τρεις μέρες για να βρεθεί ξανά στην Grey Earth.

Για την τρίτη πίστα -η οποία ήταν ουσιαστικά όλη η κωμόπολη-, ο χαμογελαστός Μέντορας ήθελε ένα ή περισσότερα κατοικίδια.

Ο Χάρης θυμήθηκε ότι ο Πέτρος είχε ένα σκύλο και πως στο σπίτι η μητέρα είχε ποντικοφάρμακο. Θα ήταν όμως δίκαιο; Δεν του έφταιγε το σκυλί σε κάτι.

Αλλά η φάτσα του Πέτρου… Η λύπη του…

Εξάλλου, είναι ένα σκυλί. Δεν είναι άνθρωπος.

Δεν ήταν εύκολο, αλλά μέσα στην κρύα νύχτα τρύπωσε στην ξένη αυλή, βρήκε το μπολ του σκύλου και το γέμισε με δηλητηριασμένη τροφή. Έφυγε, φορώντας την κουκούλα του μπουφάν του στο κεφάλι του. Οι δικοί του του τα έψαλλαν για τα καλά που είχε γυρίσει στις έντεκα, αλλά ο Χάρης τους απάντησε αντίστοιχα. Έφερε αντίσταση και αυτό το έβρισκε τέλειο.

Όπως τέλεια ήταν και η κλαμένη φάτσα του Πέτρου και το ότι τον άφησαν στην ησυχία του οι τρεις τραμπούκοι.

Όπως τέλειο ήταν και το ότι είχε φτάσει στην τέταρτη και τελευταία πίστα.

Άκουσε την εντολή του Μέντορα, όμως την απέρριψε αμέσως. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν γινόταν να σκοτώσει άνθρωπο. Όχι, με τίποτα. Αυτό παραπήγαινε.

«Ω, τα κατάφερες, ε; Μπράβο!»

Ο Χάρης κοίταξε πίσω του. Ήταν ο Παύλος.

«Ναι, ευχαριστώ», απάντησε, χωρίς ίχνος χαράς.

«Πού είναι αυτό το μέρος; Κάτι μου θυμίζει».

Φυσικά, ηλίθιε, σκέφτηκε ο Χάρης. Αφού είναι η πόλη σου.

Όντως, έτσι ήταν. Η κωμόπολη ήταν και στην τέταρτη πίστα. Μόνο που στην αυλή του εικονικού σπιτιού του Πέτρου υπήρχε ένα νεκρό σκυλί και εμετός από αίμα γύρω του.

Ο Παύλος αναφώνησε από την έκπληξη όταν κατάλαβε τι έβλεπε. «Μα πώς γίνεται αυτό; Συγνώμη λίγο, να δω κάτι, Χάρη».

Έκανε να πάρει το ποντίκι από το χέρι του μικρού, όμως ο Χάρης το έσφιξε. «Θέλω να παίξω», είπε.

«Ναι, απλά να…»

«Πλήρωσα», γύρισε ο Χάρης και κοίταξε κατάματα τον Παύλο, «για να παίξω».

«Έι, για ηρέμησε, εντάξει;»

«Είπα, θέλω να παίξω! Πλήρωσα για να παίξω».

Ο Παύλος αντιλήφθηκε πως οι άλλοι πελάτες τους παρατήρησαν. Τελικά κατένευσε. «Οκέι. Οκέι». Πήγε στον πάγκο του, αφού έριξε μερικές αγριεμένες ματιές στον Χάρη.

Ο νεαρός στράφηκε ξανά προς το παιχνίδι. Τριγύρισε στους άδειους δρόμους της εικονικής κωμόπολης, χωρίς σκοπό. Σκεφτόταν. Είχε φτάσει πολύ κοντά στο να τερματίσει το παιχνίδι. Δεν ήταν κι άσχημα, σωστά; Απ’ όσο ήξερε, άλλοι δεν είχαν φτάσει ούτε καν στη δεύτερη πίστα, κι αυτός πέρασε και την τρίτη.

Και τώρα μου ζητάει… Είναι δυνατόν;

Κοίταξε τον Μέντορα, ο οποίος δεν χαμογελούσε. Περίμενε από τον Μαθητή του να πράξει τα καθέκαστα.

Όμως, αυτά που ζητούσε ήταν υπερβολικά πολλά για τον νεαρό. Ήταν υπερβολικά πολλά για τον οποιονδήποτε, σκέφτηκε ο Χάρης. Να σκοτώσει άνθρωπο; Ποια εταιρεία παιχνιδιών θα ζητούσε κάτι τέτοιο;

«Δεν μπορώ», είπε. «Δεν μπορώ».

Ετοιμαζόταν να βγάλει τα ακουστικά και να πατήσει το Exit, όμως τότε η φωνή του Μέντορα μίλησε ξανά: «Χάρη, σκέψου τα οφέλη. Θα κερδίσεις πολλά λεφτά. Οι γονείς σου θα το εκτιμήσουν πάρα πολύ».

Ο Χάρης κοιτούσε με ανοιχτό στόμα την σκιώδη μορφή. Τον είχε προσφωνήσει με το όνομά του. «Πώς; Πώς γίνεται;…» Δεν ήξερε με ποιον τρόπο να θέσει τις ερωτήσεις του.

«Χάρη, σκέψου. Σκέψου. Τον Πέτρο. Τον Θύμιο. Τον Κώστα. Σκέψου πόσο θα τσαντιστούν αν μάθουν ότι κέρδισες τόσα χρήματα».

Αυτό ήταν αλήθεια. Εκείνοι νόμιζαν ότι είναι καλύτεροί του σε όλα, όμως αυτός θα τους αποδείκνυε το αντίθετο –ήδη είχε κάνει την αρχή, όταν ανέλαβε το σκυλί. Αν κέρδιζε και πολλά χρήματα… Ω ναι, αυτό θα τους καταρράκωνε για τα καλά, και τους τρεις.

«Ή τους δύο».

«Τι;»

Ο Χάρης είδε τον Μέντορα να νεύει. Δεν είχε καταλάβει λάθος. Ήξερε ακριβώς τι εννοούσε η ρομποτική φωνή.

«Χάρη, θυμήσου. Θυμήσου τι έχουν κάνει. Τι σου έχουν κάνει».

Μέρες πέρασαν από τον νου του νεαρού. Μέρες πόνου και εξευτελισμού και ειρωνικών γέλιων.

Αλλά και πάλι… Δεν γίνεται. Δεν γίνεται. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

«Αλλά, Χάρη, δεν θα σταματήσουν. Το ξέρεις ότι δεν θα σταματήσουν. Το ξέρεις, όπως εγώ ξέρω πώς να κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις».

«Όχι!» Ο Χάρης έβγαλε τα ακουστικά του και πάτησε το Exit. Έφυγε γρήγορα, αφού πρώτα πέταξε τα λεφτά στον πάγκο. Δεν είδε τον Παύλο που σηκώθηκε αποφασισμένος και πήγε στον υπολογιστή, που καθόταν εκείνος προ ολίγου.

Στο δείπνο, έφαγε χωρίς να πεινάει πραγματικά. Δεν έδωσε σημασία στους γονείς του που συζητούσαν για την έξαρση ενός παιχνιδιού που είχε οδηγήσει στη βία εκατοντάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Ο ύπνος του εκείνο το βράδυ ήταν γεμάτος με όνειρα της κωμόπολης, όπου επικρατούσε ο θάνατος, ενώ λίγο παραπέρα, μακριά από τη «δράση», η κουκουλωμένη μορφή του Μέντορα έστεκε σαν ένα υπερφυσικό σκιάχτρο, που γελούσε, που χαιρόταν.

Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, ήταν πως ο Χάρης ήταν ο Μέντορας. Κάτω από την κουκούλα, ήταν το δικό του πρόσωπο. Ένας αγνώριστος Χάρης, παγιδευμένος στα ενδύματα ενός δαίμονα.

Ξύπνησε, ουρλιάζοντας. Οι γονείς του έτρεξαν στο δωμάτιό του, έτοιμοι για καβγά. Όμως, το φοβισμένο πρόσωπό του γιου τους τους σταμάτησε. Τον άκουσαν να λέει την ιστορία του και δεν το πίστευαν πως είχε συμβεί και στο γιο τους το κακό.

Την επόμενη μέρα, ο Χάρης έφευγε με τους γονείς του από το σχολείο -όπου πρωτύτερα είχαν μιλήσει στο γραφείο του διευθυντή με τους γονείς των τριών αγοριών. Καθόταν στο πίσω κάθισμα, ήρεμος πλέον, αφού όλες οι πλευρές είχαν συμφωνήσει να μείνουν μακριά από τον Χάρη τα άλλα αγόρια, αλλά και πως ο θάνατος του σκύλου ήταν αποτέλεσμα πλύσης εγκεφάλου από το videogame. Οι γονείς του Χάρη, εμφανώς κουρασμένοι και λυπημένοι, υποσχέθηκαν πως θα τον πήγαιναν σε ψυχολόγο.

Η STN Company απέσυρε τελικά το παιχνίδι δύο μήνες μετά. Οι καταγγελίες εναντίον της ήταν πάρα πολλές και οι δικηγόροι της δεν είχαν καμιά ελπίδα απέναντι στα γεγονότα, στους βασανισμούς και στους θανάτους, που δεν γινόταν να αφήσουν ανεπηρέαστο κανένα δικαστή ή ένορκο.

Ο Χάρης τα έμαθε όλα από τις ειδήσεις, αλλά και από τον ψυχολόγο του, ο οποίος προσπαθούσε να τον βοηθήσει να δεχθεί το γεγονός. Τον θάνατο των γονιών του από τα χέρια του Παύλου. Γιατί, πριν γλιτώσει ο κόσμος από το videogame, ο ιδιοκτήτης του Internet Cafe κατάφερε να μπει στη λίστα όσων τερμάτισαν το Call of Mentor.

Τάκης Κομνηνός

————————————————————

Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr

Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/author/anastkom/

Και εδώ όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/%ce%b7-%ce%b5%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ae-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%8c%ce%bc%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1%cf%82/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading