,

Το απέναντι σπίτι

Η νύχτα εκείνη ήταν περίεργη. Επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία και στον ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο. Το σκούρο μπλε χρώμα του ουρανού, μαζί με το ασυνήθιστα φωτεινό φεγγάρι, έριχναν ένα παράξενο φως στα κάγκελα των μπαλκονιών των απέναντι σπιτιών, το οποίο αντανακλούσε απευθείας μέσα στο σπίτι μου. Περίεργο.

 

Τράβηξα κι άλλο τις κουρτίνες μου για να παρατηρήσω από το μικρό μου μπαλκονάκι τα άστρα. Μα αντί για άστρα, αντίκρισα έναν άδειο ουρανό. Μόνο απέραντο, βαθύ και σκοτεινό μπλε κι ένα τεράστιο μισό φεγγάρι, να στέκει κάπου στη μέση.

 

Παραξενεμένος, έστρεψα το βλέμμα μου στο παράθυρο απέναντι. Ένα μικρό φως ήταν αναμμένο μέσα στο σπίτι, τίποτα παραπάνω. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως όλα τα υπόλοιπα σπίτια ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Όχι το συνηθισμένο σκοτάδι, όταν κλείνουμε τα φώτα και τραβάμε τις κουρτίνες, αλλά, σαν να είχε ρουφήξει κάποιος τη ζωή από τις οικίες, μαζί με το φως τους. Στρέφοντας το βλέμμα μου στο ημιφωτισμένο σπίτι, μια σκιά φάνηκε στην άκρη του παραθύρου. Τουλάχιστον υπάρχει μια ένδειξη ζωής. Έριξα μια τελευταία ματιά και τράβηξα τις κουρτίνες μου να κλείσουν.

 

Το φως έγινε εκτυφλωτικό, τόσο εκτυφλωτικό που με ενοχλούσε ακόμα και με τις κουρτίνες κλειστές. Ανοίγοντάς τες για ακόμη μια φορά, τα μάτια μου έκλεισαν με βία από το κάψιμο. Το φεγγάρι φαινόταν σαν να είχε πάρει φωτιά. Το φως που εξέπεμπε ήταν απίστευτα φωτεινό, κάτασπρο, και θόλωνε στο περίγραμμα. Ένιωσα μια περίεργη έλξη, σαν να έπρεπε να συνεχίσω να κοιτάω.

 

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε με  εμένα να κρατάω μια μεριά της κουρτίνας, τα μάτια μου κολλημένα στο φεγγάρι και το στόμα μου ανοιχτό από έκπληξη. Το φως όλο και δυνάμωνε, κάνοντας τον ουρανό τριγύρω σχεδόν αδιάκριτο. Ξαφνικά, μερικά άστρα ξεπήδησαν από το πουθενά. Μερικά που έγιναν πολλά, πολλά που έγιναν περισσότερα, μέχρι που στο τέλος όλος ο ουρανός ήταν ένα κάτασπρο λαμπερό τοπίο.

 

Μία κραυγή με συνέφερε από το σοκ. Το σπίτι απέναντι. Η σκιά πλέον απλωνόταν από το κάτω μέρος της μπαλκονόπορτας μέχρι το πιο ψηλό σημείο της. Στα χέρια της κρατούσε μια γυναίκα από τον λαιμό και την εκσφενδόνιζε δεξιά και αριστερά. Εκείνη ούρλιαζε και πάλευε, μέχρι που λιποθύμησε. Έμεινα άναυδος να κοιτάζω την σκηνή να διαδραματίζεται, ανήμπορος να κουνηθώ, φοβισμένος. Η σκιά άνοιξε τα χέρια της, αφήνοντας τη γυναίκα να πέσει στο πάτωμα. Ύστερα απομακρύνθηκε με αργές κινήσεις, μέχρι που δεν την έβλεπα πια.

 

Τότε ήταν που ο ουρανός ξεκίνησε να σκουραίνει και πάλι. Τα άστρα όσο μυστηριωδώς εμφανίστηκαν, άλλο τόσο εξαφανίστηκαν, μεμιάς. Σαν κάποιος να έκλεισε διακόπτη. Το φεγγάρι επανήλθε στο φυσιολογικό αρρωστιάρικο χρώμα του κι εγώ… Κλείστηκα για άλλη μια φορά στο σπίτι μου, σφαλίζοντας τα παντζούρια και κλειδώνοντας την πόρτα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: