,

Η τυχερή

«Έσκισε πάλι ο δικός σου! Το καλύτερο παιδί πήρες! Τυχερή!» είπε προσπαθώντας μάταια να καλύψει τη ζήλεια της η Αλεξία και άρχισε πάλι να πληκτρολογεί χτυπώντας τα πλήκτρα με μανία με τα μακριά καλοακονισμένα νύχια της.

«Ναι, πολύ τυχερή!» συμφώνησε κι η Μαρία τραβώντας μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο της κι αφήνοντας αργά αργά τον καπνό προς τη μεριά της Δέσποινας. Η Δέσποινα έπνιξε ένα βηχαλάκι και της έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα, το οποίο δε φάνηκε να πτοεί καθόλου τη Μαρία. Σταμάτησε να γράφει και κοίταξε εξεταστικά τις δύο συναδέλφους και υποτιθέμενες φίλες της. Η Αλεξία, με το άψογα μακιγιαρισμένο πρόσωπο και μαλλί κομμωτηρίου, φορούσε ένα επαγγελματικό λευκό ταγιέρ, που αγκάλιαζε το γεμάτο προκλητικές καμπύλες ψιλόλιγνο κορμί της. Πριν λίγες μέρες είχε κλείσει τα τριάντα τρία και μέτραγε ήδη δύο γάμους και τρεις αρραβώνες. Ο καινούργιος της “έρωτας” ήταν ένας ανοικτοχέρης κοντόχοντρος πενηνταπεντάχρονος μεγαλοεργολάβος, ο οποίος την επιδείκνυε παντού ως τρόπαιο. Η Αλεξία ήταν πεπεισμένη, με το φτωχό μυαλό της, πως πριν περάσουν τρεις μήνες θα τον κατάφερνε να την παντρευτεί. Η Δέσποινα είχε βαρεθεί να προσπαθεί να την κατεβάσει από το ροζ συννεφάκι της, ιδίως έπειτα από τη σύντομη γνωριμία της μαζί του, όπου είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι ο τύπος ήταν ολοφάνερα γύπας, αν και περισσότερο παρέπεμπε σε καραφλοκόρακα. Ο “βουβουνάκος” την είχε κοιτάξει μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση και ηδυπάθεια κι αμέσως μετά το βλέμμα του, σα σαΐτα καρφώθηκε στο ντεκολτέ της χωρίς καμία προσπάθεια συγκάλυψης. Η Δέσποινα με δυσκολία είχε συγκρατήσει τον εμετό της, όταν το παχουλό καταϊδρωμένο χέρι του χούφτιασε το δικό της για να τη χαιρετήσει.

Από την άλλη μεριά, η Μαρία ήταν το ακριβώς αντίθετο της Αλεξίας. Κοντόχοντρη, απεριποίητη, με θολό αχτένιστο μαλλί, απεριποίητα κιτρινισμένα νύχια και παρδαλά αταίριαστα, μα ακριβά ρούχα. Γελούσε σπάνια, προσπαθώντας να κρύψει τα κατακίτρινα και γεμάτα μαύρα στίγματα δόντια της και κάπνιζε αρειμανίως. Βρισκόταν μόνιμα σε ένταση χωρίς κανένα προφανή λόγο και ήταν πάντα έτοιμη για καυγά, μα ήταν και το μόνο άτομο που μπορούσες να εμπιστευτείς ότι ποτέ δε θα σε κρέμαγε και θα ήταν πάντα δίπλα σου αν χρειαζόσουν κάτι. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είχε βγει ραντεβού μ’ έναν μαλακοπίτουρα, όπως τον αποκάλεσε, σαραντάχρονο που ζούσε ακόμα με τη μαμά του. Βέβαια κι η ίδια ζούσε ακόμα με τη μαμά της και καμιά εικοσαριά γάτες, αλλά αυτή δεν ήταν κολλημένη, διαλαλούσε με κάθε ευκαιρία ή έτσι ήθελε να πιστεύει. 

«Να σας κάνω μια ερώτηση;» είπε με μαλακή, μα γεμάτη ένταση φωνή, η Δέσποινα. Οι δύο γυναίκες την κοίταξαν βαριεστημένα και έγνεψαν άηχα θετικά.

«Εγώ δεν είμαι καλή;» τις ρώτησε κοιτώντας πότε τη μια και πότε την άλλη. Τα δάκτυλα της Αλεξίας πληκτρολόγησαν ασυναίσθητα τον αέρα, ενώ η Μαρία έφερε το τσιγάρο στο στόμα και ξέχασε να τραβήξει ρουφηξιά. Οι δυο γυναίκες κόλλησαν, παρόλο που ήταν πάντα ετοιμόλογες. Πρώτη φορά τις έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση. Στήλωσε το βλέμμα της στην Αλεξία, αυτή που θεωρούσε πιο αγαθιάρα. 

«Ε ναι φυσικά κι είσαι…» τραύλισε εκείνη κι απέφυγε το βλέμμα της.

«Ναι καλή είσαι κι εσύ» συμφώνησε με τη βραχνή φωνή της Μαρία.

«Σκέτο καλή;» επέμενε η Δέσποινα

«Τι θες να πεις;» έκανε ενοχλημένη η Μαρία.

«Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι τόσα χρόνια που σας ξέρω, δεν έχετε πει για μένα μια καλή κουβέντα. Μπορεί κάποιες φορές να πείτε, “α ωραία μπλούζα, ωραία σκουλαρίκια”, αλλά ως εκεί. Αντιθέτως πάντα λέτε “Τι καλό παιδί ο Σωτήρης, τι προκομμένος, πόσο τυχερή είμαι… Δηλαδή αυτός δεν είναι τυχερός; Εγώ δεν είμαι καλή; Δεν είμαι καλός άνθρωπος; Δεν είμαι καλή νοικοκυρά, σύζυγος, φίλη;»

«Μα τι σ’ έπιασε βρε παιδί μου τώρα;» προσπάθησε να την κόψει η Μαρία και πάτησε νευρικά το τσιγάρο της στο τασάκι. «Κι εσύ καλή είσαι, απλά δεν το λέμε μπροστά σου! Μα πώς να το κάνουμε είναι σπάνιο να βρεις “καλό παιδί”. Να είναι πρόθυμος πάντα να βοηθήσει, να έχει χιούμορ, να είναι δυναμικός κι αποφασιστικός, να κάνει ένα σωρό δουλειές του σπιτιού, σεξ συχνά πυκνά, εσύ τα λες…»

«Εγώ τα λέω», συμφώνησε ψιθυριστά ριγώντας κι ανασηκώθηκε.

«Ενώ για μια γυναίκα δεν είναι κάτι περίεργο. Είναι ο ρόλος της…», συνέχισε τη σκέψη της η Μαρία.

«Ναι είναι ο ρόλος της», υπερθεμάτισε κι η Αλεξία.

«Η γυναίκα είναι συνηθισμένο να είναι νοικοκυρά, ήπια, δοτική, υπομονετική και να κάνει υποχωρήσεις, να κοιτά το σπίτι της και τα παιδιά της, δεν είναι κάτι περίεργο, ούτε κάτι που χρειάζεται βραβείο, είναι σαν, σαν… είναι de facto».

«Ναι, αυτό το ντε φάτο», συμφώνησε η Αλεξία.

Η Δέσποινα πήρε να μαζεύει τα πράγματα της νευρικά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε σαν κυνηγημένη στο στενό διάδρομο. Μια πόρτα μισάνοιξε στα δεξιά και ένας ηλικιωμένος άντρας μισοβγήκε στο διάδρομο.

«Α να η Δέσποινα! Έλα, έλα Δέσποινα, δε μας έχει αφήσει γυναίκα για γυναίκα ο δικός σου!» της φώναξε. Η Δέσποινα δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να περάσει από μπροστά του για να φύγει. Καθώς πλησίαζε, η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Μερικοί συνάδελφοι ήταν μαζεμένοι στο γραφείο, κάθονταν χαλαροί στις πολυτελείς δερμάτινες πολυθρόνες και τους καναπέδες, ανάμεσα τους κι ο Σωτήρης ο οποίος είχε μισοκαθίσει στα γόνατα μιας καλοφτιαγμένης πενηντάρας ζωντοχήρας. Την κοίταξε μ’ ένα αθώο ύφος και χαμογέλασε πλατιά.

«Η γυναίκα μου δεν έχει τέτοια κολλήματα!» είπε με ανάλαφρο τόνο κι η κουβέντα ξανάρχισε πιο έντονη. Η Δέσποινα έγνεψε θετικά υποταγμένα κι απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μη φανεί η ταραχή που της προκάλεσε η εικόνα. 

Όχι, δεν έχει τέτοια κολλήματα. Ή μήπως έχει; Παραδόξως δεν ήταν η εικόνα του άντρα της με την καλοφτιαγμένη γυναίκα που έκαναν την καρδιά της να κλωτσήσει, μα το ολοκαίνουριο γραφείο, τα έργα τέχνης στον τοίχο, το μικρό μπαρ και το σαλόνι. Ίσως γιατί μέσα της βαθιά, ζήλευε. Κι όμως, η ζήλεια ήταν η σωστή λέξη κι ας την απωθούσε στα απύθμενα σκοτάδια του μυαλού της. Ζήλευε κι είχε κάθε λόγο να ζηλεύει. Ζήλευε γιατί το δικό της γραφείο ήταν το ένα δέκατο σε μέγεθος, με κιτρινισμένους ρυπαρούς τοίχους, που κοιτούσε σ’ ένα βρωμερό φωταγωγό και δούλευαν εκεί τρία άτομα. Ζήλευε γιατί αυτό το γραφείο το ευάερο, ευήλιο θα μπορούσε να ήταν δικό της. Θα μπορούσε αν δεν ακολουθούσε το όνειρο του Σωτήρη, αλλά το δικό της. Μα τι έπαθες; Μάλωσε τον εαυτό της. Μην είσαι ανόητη! Δεν μπορεί να μετανιώνεις για ό,τι πιο όμορφο έχεις αποκτήσει, μια οικογένεια… Κι όμως ήταν κάτι τέτοιες μέρες που δεν μπορούσε να μην το σκέφτεται. Τι θα είχε συμβεί αν δε γνώριζε στη σχολή τον Σωτήρη; Τι θα είχε συμβεί αν δεν δεχόταν να κάνουν νωρίς οικογένεια; Τι θα είχε συμβεί αν είχε επιμείνει να πάρει το πτυχίο της, αντί να βρει δουλειά για να μπορέσει να πάρει αυτός το δικό του, αν δεν τον είχε στηρίξει με τη δουλειά της για να κάνει το μεταπτυχιακό του και το διδακτορικό του, ή αν δεν ξενυχτούσε να του φτιάχνει τις παρουσιάσεις του, όπως τη σημερινή για την οποία αυτός πήρε, ως συνήθως, όλα τα εύσημα;

Κατέβηκε και στάθηκε για λίγο στο κεφαλόσκαλο της εισόδου της εταιρείας. Προσπάθησε να μπλοκάρει το μυαλό της να μη σκέφτεται, μα ‘κείνο βυθιζόταν ήδη αργά, μα σταθερά μέσα στ’ ακύμαντα νερά της θλίψης. Ένιωθε να καταποντίζεται και ν’ ασφυκτιά κάτω από την μάσκα της αταραξίας. Πήρε μια βαθιά ανάσα, μα της φάνηκε ελλιπής. Άμα ήταν η μάνα της εκεί, θα έλεγε πως είναι μάτι και θ’ άρχιζε να τη σταυρώνει. Μα μάτι δεν ήταν, το ήξερε καλά. Τελευταία ένιωθε όλο και πιο συχνά αυτό το αίσθημα ασφυξίας κι όσο κι αν προσπαθούσε να τα βάλει κάτω με τη λογική, δεν μπορούσε να το αποτρέψει. 

Έριξε μια ματιά στον έρημο δρόμο γύρω της. Το αυτοκίνητό τους βρισκόταν παρκαρισμένο μερικά μέτρα πιο κάτω. Εκείνη όμως δεν οδηγούσε πια. Του Σωτήρη δεν του άρεσε να είναι συνοδηγός κι εκείνης δεν της άρεσε να τον έχει συνοδηγό. Κάθε φορά που οδηγούσε εκείνη, ο Σωτήρης ξεκινούσε τις υποδείξεις “Μην πατάς συμπλέκτη, άλλαξε ταχύτητα, πιο σιγά, πιο δεξιά, πιο αριστερά…” στο τέλος σταμάτησε να οδηγεί. Καλύτερα… προσπάθησε να πείσει ακόμα μια φορά τον εαυτό, με κουράζει η οδήγηση…

Προχωρούσε με βήμα ανοιχτό προς την κοντινότερη στάση λεωφορείου, όταν χτύπησε το κινητό της. Το ψάρεψε μέσα από την τσάντα της κι απάντησε ανόρεχτα.

«Πού είσαι;», τη ρώτησε ο Σωτήρης.

«Φεύγω», μια μικρή παύση ακολούθησε.

«Πού πας;»

«Σπίτι, δεν αισθάνομαι καλά».

«Τι έχεις;», τη ρώτησε σαστισμένος ο Σωτήρης. Τι έχω; αναρωτήθηκε η Δέσποινα

«Δεν ξέρω, δεν αισθάνομαι καλά». 

«Πώς θα γυρίσεις;»

«Θα πάρω λεωφορείο…»

«Αποκλείεται! Αφού δεν αισθάνεσαι καλά. Περίμενε με, έρχομαι να σε πάω».

«Δε χρειάζεται έφτασα ήδη στη στάση και…»

«Μα αφού δεν είσαι καλά, δε σ’ αφήνω, έρχομαι!»

«Καλά» συμφώνησε παραδομένα η Δέσποινα. «Θα σε περιμένω στη στάση» του είπε, μα ο Σωτήρης ήδη έλεγε στους υπόλοιπους «Παιδιά πρέπει να φύγω, η Δέσποινα δεν αισθάνεται καλά, άμα…»

«Τι τυχερή είναι που σ’ έχει…» ακούστηκε από το βάθος η φωνή της ζωντοχήρας όσο ‘κείνος έδινε οδηγίες κι η Δέσποινα το έκλεισε εκνευρισμένη.

Κοίταξε τον εαυτό της στο τζάμι που πίσω του φώλιαζε μια αφίσα με μια ημίγυμνη κοπέλα που διαφήμιζε ένα άρωμα. Μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακή σαν την Αλεξία, μα σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη, αν και ήταν κάπως ατημέλητη και ταλαιπωρημένη. Τα μαλλιά της χρειάζονταν κόψιμο και τα νύχια της, που ήταν καταφαγωμένα, ένα καλό μανικιούρ. Τράβηξε το μανίκι να κρύψει τα κόκκινα φολιδωτά σημάδια στα χέρια της κι αντιστάθηκε σθεναρά στην έντονη διάθεση να τα ξύσει. Το αίσθημα ότι πνίγεται επέστρεψε δριμύτερο. Τι έχει; Τι της έφταιγε; Όλα μια χαρά δεν πάνε στη ζωή της; Έχει ένα όμορφο σπίτι, μια δουλειά, δύο πανέμορφα κοριτσάκια, έναν άνθρωπο που τη νοιάζεται. Έχουν δίκιο, είναι τυχερή. Μήπως νιώθει έτσι γιατί φοβάται μην τα χάσει όλα αυτά; Αυτό θα είναι! Φοβάται ότι η τύχη της θα στερέψει. Ένα κοφτό κορνάρισμα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Η Δέσποινα μπήκε στο αμάξι και ο Σωτήρης την κοίταξε εξεταστικά. 

«Πώς είσαι;» τη ρώτησε ήπια. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και δεν απάντησε. Μόνο έμεινε αμίλητη να κοιτά το δρόμο. Πώς είναι; Πάλι νιώθει αυτό το αίσθημα να την κυκλώνει, να την τραβά στα σκοτάδια. Ξαφνιασμένη τινάχτηκε από κορναρίσματα και το ξέσπασμα του Σωτήρη δίπλα της που έβριζε χυδαία μια γυναίκα οδηγό. Η Δέσποινα ζάρωσε στη θέση της. Το μισούσε όταν συνέβαινε αυτό. Μισούσε αυτά τα ξαφνικά βίαια ξεσπάσματα, μισούσε τους καυγάδες και τους διαπληκτισμούς γενικά, την αποσυντόνιζαν, την τρόμαζαν, την τάραζαν και γι’ αυτό το λόγο απέφευγε να ασχολείται ή να κάνει οτιδήποτε μπορούσε να τη φέρει σε προστριβή με τους άλλους και ιδίως με τον Σωτήρη. 

Ο Σωτήρης την άφησε στο σπίτι και πήγε στο σούπερ μάρκετ. “Ο καλός σύζυγος αν μη τι άλλο πρέπει να είναι και κουβαλητής”, σκέφτηκε με μια δόση ειρωνείας η Δέσποινα. Εκείνη είχε από καιρό σταματήσει να πηγαίνει. Την εκνεύριζε πια η διαδικασία, μα και το να τον βλέπει να κάνει μούτρα κάθε φορά που έβλεπε τις αγορές της, μιας κι η  Δέσποινα δεν καθόταν να συγκρίνει με τις ώρες τιμές και γραμμάρια, έπαιρνε αυτά που της άρεσαν και όχι αυτά που ήταν πιο οικονομικά. Καλύτερα σκέφτηκε, με κουράζουν τα ψώνια…

Ξεκίνησε να κάνει τη διαδικασία μαγειρέματος. Μαγείρευε σπάνια και ίσως γι’ αυτό το λόγο το έβλεπε ευχάριστο, σε σχέση με τις συναδέλφους της. Έκοβε τα λαχανικά με επιδεξιότητα και τα στοίβαζε σε βουναλάκια, όταν μπήκε ο Σωτήρης κουβαλώντας τα πράγματα. Μπαίνοντας είδε ένα μικρό κουκλάκι των κοριτσιών κάτω από την τραπεζαρία. 

«Αμάν πια! Τι στο καλό κάνει στο πάτωμα αυτό; Δεν είναι κατάσταση αυτή! Αχούρι είναι εδώ μέσα!» φώναξε φανερά εκνευρισμένος και ξεφύσησε υποτιμητικά.

Η Δέσποινα έριξε μια ματιά στο τακτοποιημένο σαλόνι που άστραφτε από πάστρα και στην μικρή πεντακάθαρη κουζίνα της, προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο του εκνευρισμού, όταν εντόπισε το μικρό κουκλάκι.

«Δεν το είδα» ψέλλισε και το κορμί της σφίχτηκε γεμάτο ένταση. Μα η διάθεση του Σωτήρη άλλαξε ξαφνικά, την πλησίασε άφησε τις σακούλες και τη φίλησε. 

«Είσαι καλύτερα;» τη ρώτησε πιο ήπια τώρα κι εκείνη του έγνεψε θετικά.  

«Πολύ λάδι έριξες…» της είπε ανασηκώνοντας το καπάκι της κατσαρόλας. 

«Καλό είναι» απάντησε σε ήπιο τόνο εκείνη.

«Να ρίξεις ντοματοπελτέ, να πάρεις το κουτάλι…»

«Ξέρω να το κάνω!» τον έκοψε στριφνά η Δέσποινα «Μα προτιμώ να βάλω φρέσκια ντομάτα». 

«Ναι, μα…» ξεκίνησε ένα μικρό λογύδριο για τη σωστή, κατ’ αυτόν, παρασκευή του φαγητού ο Σωτήρης κι η Δέσποινα του έριξε ένα άγριο βλέμμα.

«Θέλεις να το κάνω εγώ;» τη ρώτησε στο τέλος

«Δε θέλω, αλλά μόλις θυμήθηκα για ποιο λόγο δε μαγειρεύω όταν είσαι εδώ…» του είπε και προσπάθησε να τον αγνοήσει. Να το πάλι αυτό το αίσθημα. Ένας αόρατος βρόγχος έχει τυλιχτεί σφιχτά γύρω από το λαιμό της και δεν την αφήνει να πάρει ανάσα. Πνίγεται! Μα τι στο καλό της συμβαίνει; Όλα είναι μια χαρά στη ζωή της. Είναι τόσο τυχερή που έχει το Σωτήρη, που τη νοιάζεται, την προσέχει, τη βοηθά με το σπίτι και τα παιδιά. Εντάξει μπορεί να έχει άποψη για όλα και τα θέλει όλα να γίνονται με το δικό του τρόπο, μα είναι αυτός λόγος για να χαλιέται αυτή; Μα τι άλλο θέλει πια; Είναι τυχερή! 

«Είσαι τυχερή, τυχερή!» μουρμούρισε και τελικά παρέδωσε την κουτάλα στον Σωτήρη και πήγε να ξανακαθαρίσει, το πεντακάθαρο αχούρι…

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: