The Essex Gazette

 (Αρ. Φύλλου 640, 3 Μαρτίου 1897)

 

Τρίτο παιδί χάνεται μυστηριωδώς από το χωριό Μπόρλεϊ!

 

Ανάστατη η τοπική κοινότητα. «Πού είναι η αστυνομία;» αναρωτιούνται οι γονείς. «Ένα κοριτσάκι έχω. Γιατί να επιτρέψει ο καλός Θεός να το χάσω;» λέει η μητέρα. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει! Ποτέ δεν είχαμε προβλήματα με το Μπόρλεϊ» δηλώνει στέλεχος της αστυνομίας, που συμμετέχει ενεργά στην υπόθεση.

Παράλληλα, συνεχίζονται οι έρευνες για τα άλλα δύο παιδιά που αγνοούνται!

(σελ. 3)

 

Μπόρλεϊ, Έσσεξ

Ανταπόκριση

 

Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, η αγωνία και ο τρόμος έχουν φωλιάσει στο χωριό των σχεδόν 390 ψυχών, που κατοικούν εκεί. Μέχρι πρότινος, οι άνθρωποι ζούσαν απλά την βουκολική ζωή που επέλεξαν: φρόντιζαν τα ζωντανά τους και τα χωράφια τους, μεγάλωναν την οικογένειά τους, πήγαιναν στην εκκλησία και διασκέδαζαν στην τοπική παμπ. Ενίοτε, πήγαιναν σε κοντινές πόλεις, όπως το Σάντμπερι και το Χάβερχιλ, κυρίως για εμπορικούς λόγους. Έχοντας μιλήσει με πολλούς από τους κατοίκους, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για φιλήσυχους ανθρώπους, που έχουν όρεξη για ζωή και είναι ευδιάθετοι.

  Όμως, πρόσφατα άλλαξαν οι συνθήκες διαβίωσης στο Μπόρλεϊ. Πλέον, ζουν φοβισμένοι και κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερες κοντινές διαδρομές. Κανείς δεν σκέφτεται να απομακρυνθεί περισσότερο από τα όρια του χωριού, μιας και τα γύρω δάση φαίνονται πιο τρομαχτικά απ’ ό,τι παλιότερα. Η διασκέδαση, δε, αποτελεί παρελθόν, αφού η παμπ ανοίγει μονάχα για λίγες ώρες και ο κόσμος που την επισκέπτεται είναι ελάχιστος και αυτοί που πάνε πίνουν ένα γρήγορο ποτό και φεύγουν τάχιστα, για να επιστρέψουν στην ασφάλεια της κατοικίας τους.

  Όπως σας ενημερώσαμε από την πρώτη στιγμή, η κοινότητα αναστατώθηκε λόγω της εξαφάνισης δύο παιδιών: του εξάχρονου Μάικλ Κέρινγκτον και της πεντάχρονης Μίνα Σαντγουέι. Οι Κέρινγκτον έχασαν τα ίχνη του δεύτερου κατά σειρά γιου τους στις 17 Φεβρουαρίου, ενώ οι Σαντγουέι δεν είδαν ποτέ ξανά το κοριτσάκι τους (το πρώτο από τα τρία τέκνα της οικογένειας) από τις 25 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. Η αστυνομία του Έσσεξ ειδοποιήθηκε ευθύς εξ αρχής για την περίπτωση του μικρού Κέρινγκτον και αργότερα για εκείνη της Μίνα, ενώ δεν έχει σταματήσει τις έρευνες μέχρι και σήμερα, με τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών να βοηθάνε.

   «Έχουμε παιδιά και μπορούμε να καταλάβουμε την αγωνία και γενικά τι περνάνε οι γονείς των παιδιών που έχουν εξαφανιστεί» δηλώνει ένας πατέρας.

  Δυστυχώς, και με το φόβο του για την μοίρα των δύο αγνοούμενων παιδιών, ήρθε να προστεθεί και μια τρίτη τραγωδία. Στις 2 Μαρτίου, την προηγούμενη από την ημέρα έκδοσης του παρόντος φύλλου, η οικογένεια Μπέρταντ δήλωσε πως η μοναδική κόρη τους, η εξάχρονη Εμίλια, έχει χαθεί. Σύμφωνα με τον πατέρα, τον κύριο Όλιβερ Μπέρταντ, τα ξημερώματα της 1ης προς 2α Μαρτίου, νόμισε πως άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και μετά από λίγο να κλείνει, ενώ στο ενδιάμεσο είχε την εντύπωση ότι κάποιος περπατούσε. «Νόμιζα ότι ήταν της φαντασίας μου» δηλώνει ο κύριος Μπέρταντ, σφίγγοντας στο πλευρό του την σύζυγό του. «Είχα πιει δυο ποτήρια κρασί παραπάνω απ’ ό,τι συνηθίζω και έπεσα στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκα σχεδόν αμέσως». «Κι εγώ άκουσα κάτι» δηλώνει με δάκρυα στα μάτια η κυρία Μπέρταντ, «αλλά δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία. Και τώρα το κοριτσάκι μου, η Εμίλια μου, χάθηκε. Ένα κοριτσάκι έχω. Γιατί να επιτρέψει ο καλός Θεός να το χάσω;»

  Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως όλα τα παιδιά εξαφανίστηκαν βραδινές ώρες, όταν το Μπόρλεϊ ησυχάζει και κανείς δεν κυκλοφορεί στους μικρούς χωματένιους δρόμους του. Είναι προφανές, όμως, πως κάποιος κυκλοφορεί, ή κυκλοφόρησε τρεις συγκεκριμένες βραδιές, βρίσκοντας αντίστοιχες ευκαιρίες, να πράξει το πανούργο έργο του.

  Ρωτήσαμε κατοίκους του Μπόρλεϊ, οι οποίοι έσπευσαν αμέσως να παρηγορήσουν τους άτυχους γονείς και να συμμετάσχουν στις έρευνες, τι νομίζουν πως συμβαίνει και αν είδε κάποιος κάτι. Όμως, κανένας δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι μπορεί να απέγιναν τα παιδιά. Το μόνο σίγουρο είναι πως, από  δω κι εμπρός, κανένα παιδί της μικρής αυτής κοινότητας δεν θα κυκλοφορεί μοναχό του, ενώ οι πόρτες και τα παράθυρα θα κλειδώνουν πριν πέσει η νύχτα.

  «Ποιος θα έκανε κακό στα παιδιά μιας κοινότητας σαν τη δική μας;» αναρωτιούνται μερικοί κάτοικοι του Μπόρλεϊ. «Δεν ενοχλούμε κανένα». Είναι ένα εύλογο ερώτημα, αν το καλοσκεφτεί κάποιος. Ποιος θα φερόταν τόσο απάνθρωπα και θα απήγαγε μικρά παιδιά, τα οποία μάλιστα είναι γόνοι οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια για να πληρώσουν τους απαγωγείς, ώστε να αφήσουν σώα τα αγγελούδια τους; Ποιος θα το έκανε;

 

«Πού είναι η αστυνομία;» αναρωτιούνται οι γονείς.

 

Παρότι το αστυνομικό τμήμα του Έσσεξ ερευνά επισταμένα τις τρεις περιπτώσεις, γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τυπικής απόψεως, ωστόσο αποδεικνύεται ότι το προσωπικό του είναι μάλλον ανεπαρκές. Βάσει μαρτυριών από κατοίκους του χωριού, μα και της πόλης του Έσσεξ, φαίνεται ότι οι αστυνομικοί όχι μόνο τα έχουν χαμένα (!) και δεν ξέρουν προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν, αλλά ούτε είναι αρκετοί για να ερευνήσουν όλη την οικεία τους περιοχή. Καταφέραμε να μιλήσουμε με ένα στέλεχος της αστυνομίας, που συμμετέχει ενεργά στην έρευνα και μας δήλωσε χαρακτηριστικά «Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει! Ποτέ δεν είχαμε προβλήματα με το Μπόρλεϊ».

  Η αλήθεια είναι πως, αν κάποιος ψάξει τα αρχεία για το χωριό Μπόρλεϊ, δεν θα βρει κατ’ ουσίαν κανένα αξιοσημείωτο δυσάρεστο συμβάν. Δεν έχει γίνει κάτι που να τραβήξει την προσοχή και να προκαλέσει τέτοιο πανικό. Όχι μέχρι πρόσφατα, δηλαδή. Τα λόγια του αστυνομικού είναι ορθά, από τη μια πλευρά. Αλλά, από την άλλη, επειδή δεν έχει συμβεί κάτι τόσες δεκαετίες, είναι λόγος αυτός για εφησυχασμό; Ο ρόλος της αστυνομίας είναι να προστατεύει τους πολίτες. Οι δικαιολογίες είναι περιττές και μόνο ρίχνουν λάδι στην φωτιά, παρά προσφέρουν κάποια παρηγοριά ή λύτρωση. Εν προκειμένω, τι μπορεί να πει κανείς στους γονείς των εξαφανισμένων παιδιών; Ότι δεν περίμεναν να γίνει κάτι τέτοιο; Ότι τους έπιασαν στα πράσα; Μπορεί μια τέτοια σαθρή δικαιολογία να γαληνέψει τους άτυχους γονείς; Ή μήπως έτσι νιώθουν καλύτερα οι αστυνομικοί;

  Γνώμη μας είναι να αναλάβει την περίπτωση η Νέα Σκότλαντ Γιαρντ, η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου. Ας αφήσουν στην άκρη τις τυπικότητες περί δικαιοδοσίας. Ξέρουμε ότι, περίπου εννιά χρόνια μετά, δεν έχει καταφέρει να βρει τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, αλλά, αλίμονο, αν υπάρχει μια αξιόλογη αστυνομική μονάδα στην Αγγλία, αυτή είναι η Μητροπολιτική Αστυνομία. Πρέπει να αναλάβουν άμεσα τα ηνία. Πριν χαθούν για πάντα τα ίχνη των παιδιών.

  Στο παρόν άρθρο, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο εκλεκτός μας αναγνώστης, επισυνάπτονται φωτογραφίες των αγνοούμενων παιδιών. Προς ενημέρωση απάντων, αναφέρουμε ότι όλα τα παιδιά φορούσαν νυχτικό και τουλάχιστον τα δύο εξ αυτών, ο Μάικλ Κέρινγκτον και η Μίνα Σαντγουέι, είχαν μαζί τους τα αγαπημένα τους κουκλάκια (έναν Άγγλο στρατιώτη του 17ου αιώνα με τη χαρακτηριστική κόκκινη στολή ο Μάικλ και ένα γατάκι η Μίνα).

  Οι γονείς, το χωριό, η αστυνομία και εμείς ζητάμε από όποιον ξέρει κάτι, από όποιον έχει δει κάποιο από τα παιδάκια, να επικοινωνήσει με το αστυνομικό τμήμα του Έσσεξ ή με τα γραφεία της εφημερίδας (τα τηλέφωνα αναφέρονται κάτω από τις φωτογραφίες).

  Εμείς ως εφημερίδα θα συνεχίσουμε να τηρούμε το καθήκον μας και να σας κρατάμε ενήμερους για τις εν λόγω υποθέσεις, ελπίζοντας πως κάποιο από τα ακόλουθα φύλλα μας (ει δυνατόν, το επόμενο) να έχει τα ευχάριστα νέα της εύρεσης των τριών παιδιών.

 

*

 

Βουδαπέστη

Η Έμιλυ ξύπνησε από τις φωνές που ακούγονταν στον πραγματικό κόσμο και όχι από αυτές που έβγαζε η ίδια και η κόρη της στον εφιάλτη της. Ανασηκώθηκε στην καρέκλα, με μάτια μισόκλειστα και μαλλιά ανακατεμένα. Χρειάστηκε μια στιγμή για να θυμηθεί ότι δε βρισκόταν σε ένα φανταστικό χαμόσπιτο, αλλά στο δωμάτιο που νοσηλευόταν η Ορέλια. Έριξε μια βιαστική ματιά πίσω από τον ώμο της, δεν είδε τίποτα, όμως οι φωνές συνεχίζονταν, οπότε σηκώθηκε με κόπο και πήγε ως την πόρτα. Βγήκε ελαφρώς στο διάδρομο. Από το γκρίζο φως που έμπαινε από τα παράθυρα, κατάλαβε ότι η ώρα πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στις δέκα το πρωί με δώδεκα το μεσημέρι –πράγμα που σήμαινε πως κοιμήθηκε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε. Ήξερε ότι θα είχε κινητικότητα το νοσοκομείο, αλλά δεν περίμενε πως θα άρχιζαν κιόλας τα προβλήματα.

Είδε τέσσερις νοσοκόμες και δύο γιατρούς, που προσπαθούσαν να μεταφέρουν ένα παιδί. Ήταν ένα αγόρι κοντά στα δεκαπέντε, πολύ λιγνό για την ηλικία του, με κουρεμένα ξανθά μαλλιά, ντυμένο με το άσπρο νυχτικό του νοσοκομείου. Το παιδί ούρλιαζε και κουνιόταν σαν να ήθελε να πάει απεγνωσμένα στην τουαλέτα και δεν το άφηναν. Προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί από τις λαβές των νοσοκόμων, ενώ εκείνες έκαναν μορφασμούς και έσφιγγαν τα μπράτσα τους. Έδειχναν να δυσκολεύονται να το κρατήσουν, ενώ ήταν πολλές και πιο γεροδεμένες από εκείνο. Οι γιατροί είχαν άλλο ρόλο: ο ένας μιλούσε καθησυχαστικά στο παιδί και ο άλλος μάλλον παρηγορούσε τους γονείς του που ακολουθούσαν πίσω. Απ’ όσο μπόρεσε να δει η Έμιλυ, και από άλλα δωμάτια είχαν εμφανιστεί άτομα που παρακολουθούσαν το σκηνικό. Εκείνη δεν άντεξε πάνω από ένα λεπτό -οι φωνές του μικρού και η σκέψη του τι μπορεί να του συνέβαινε την τρόμαζαν- και επανήλθε κοντά στην κόρη της.

Η Ορέλια είχε ξυπνήσει και παρατηρούσε την μητέρα της. «Τι έγινε, μαμά;»

«Κάποιο παιδάκι, καρδιά μου. Το πάνε για εξετάσεις». Αυτό υπέθετε, δηλαδή.

«Και δεν θέλει;»

Η Έμιλυ ανασήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί να το ξύπνησαν απότομα. Ή μπορεί να το πάνε στον οδοντίατρο του νοσοκομείου». Κοίταξε με νόημα την Ορέλια.

«Α, τότε κι εγώ θα φώναζα έτσι» είπε η μικρή. Όπως τα περισσότερα παιδιά, αν υπήρχε ένας γιατρός που δεν ήθελε να ξαναδεί, αυτός ήταν ο οδοντίατρος της οικογένειας. Πριν ένα χρόνο, είχε χρειαστεί να γίνει μια επέμβαση σε ένα από τα πίσω δόντια της μικρής. Ο γιατρός προσπάθησε εξ αρχής να ηρεμήσει την Ορέλια, λέγοντας της για τα γλυκά που θα μπορούσε να φάει αργότερα και για τις βόλτες που θα την πήγαιναν οι γονείς της και άλλα παρεμφερή, αλλά στο τέλος της ημέρας, λίγο πριν κοιμηθεί, εκείνη είπε στην μητέρα και τον πατέρα της ότι δεν θέλει να ξαναπατήσει σε εκείνο το ιατρείο.

«Είμαι σίγουρη». Η Έμιλυ χαμογέλασε. «Εσύ πώς είσαι;»

«Νιώθω καλά. Ο μπαμπάς έφυγε;»

«Ναι, έτσι πιστεύω, καλή μου». Πήγε κοντά στην κόρη της και παραμέρισε τα μαλλιά της, για να μην καλύπτουν το πρόσωπό της. Είδε με ικανοποίηση πως το χρώμα στο δέρμα της Ορέλια είχε επανέλθει λίγο. «Μήπως θέλεις λίγο νερό; Ή κάτι να φας;»

«Λίγο νερό».

Η Έμιλυ γέμισε το ποτήρι από την κανάτα και το έδωσε στην Ορέλια, που το ήπιε όλο. «Ευχαριστώ, μαμά!»

«Εμένα θα με συγχωρέσεις, δεσποινίς μου» είπε η Έμιλυ «αλλά θα φάω λίγο. Ο μπαμπάς μάς έφερε ωραίες λιχουδιές χθες». Ξετύλιξε ένα στρούντελ με γεύση μήλο και το δάγκωσε. Παρέμενε μαλακό και η γέμιση αυθεντική. «Μμμ, ωραίο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο πατέρας σου δεν θέλει να τρώει στο σπίτι».

«Έλα, βρε μαμά, τώρα! Στον μπαμπά αρέσουν τα φαγητά σου».

«Ε, όταν κάθεται σπίτι, ναι. Αναγκάζεται να τρώει ό,τι φτιάχνω εγώ. Αλλά, όταν πάει για δουλειά, πετάγεται στο εστιατόριο που μας είπε και…»

«Μαμά!»

Η Έμιλυ σήκωσε τα χέρια της. «Καλά, καλά, σταματάω». Πρότεινε το στρούντελ στην Ορέλια. «Θέλεις το υπόλοιπο; Δεν μπορώ να το φάω όλο». Φυσικά και μπορούσε. Αλλά φυσικά και θα έδινε το υπόλοιπο μισό στην μικρή.

Άκουσαν και οι δύο το γουργουρητό από το στομάχι της Ορέλια.

«Δεν θα στενοχωρηθείς, όμως, ε;»

«Όχι, μικρή μου. Έλα, πάρε».

Η Ορέλια άρχισε να τρώει.

Η Έμιλυ βρήκε ευκαιρία, για να σιάξει λίγο τα ρούχα της. Έτριψε την μέση της. Αν συνέχιζε να κοιμάται εκεί, τελικά οι καρέκλες του νοσοκομείου θα την έφταναν σε σημείο να χρησιμοποιήσει μπαστούνι πιο νωρίς από το αναμενόμενο.

Έλα, βλακείες, μάλωσε τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Δεν ήταν εκεί για καλοπέραση ή επειδή της άρεσε το περιβάλλον. Η κόρη της είχε πρόβλημα και οι άνθρωποι που εργάζονταν εδώ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη βοηθήσουν. Οι ασθενείς ήταν οι πρώτοι που έπρεπε να έχουν ό,τι χρειαστούν. Οι συνοδοί, γονείς, παιδιά κλπ, έρχονταν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα, μιας και ήταν ελεύθεροι να πηγαινοέρχονται και να φέρνουν κάποια χρήσιμα αντικείμενα, αν το έκριναν απαραίτητο –όπως φαγητό ή ένα πιο άνετο κάθισμα, λόγου χάρη.

Άλλωστε, συνέχισε τη σκέψη της, εσύ αντέχεις. Δεν σε ενοχλεί η κούραση, περισσότερο απ’ όσο σε ενοχλούν άλλα πράγματα. Αυτό ήταν αλήθεια. Υπήρχαν θέματα που στην καλύτερη την έκαναν να πλήττει και στη χειρότερη να ουρλιάξει. Όπως η πολιτική. Ή…

Ή η δουλειά του Φάμπιαν. Η Έμιλυ σωριάστηκε στην καρέκλα, νιώθοντας τύψεις. Μέχρι πρότινος, δεν ήθελε να μιλάει για ό,τι έκανε στην εργασία του ο άντρας της, γιατί δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον σε αυτή. Όμως, τώρα το μετάνιωνε. Γιατί αυτός είχε αναγκαστεί να φύγει μακριά τους, σε μια προσπάθεια να λύσει μια υπόθεση, σαν άλλος Σέρλοκ Χολμς. Αλλά το πού πήγαινε… Χριστέ μου, αυτό της προκαλούσε την περισσότερη ανατριχίλα. Ο Φάμπιαν πήγαινε στην Τρανσυλβανία. Λίγο έξω από το Μπρασώφ, όπως της είπε. Κάτι της θύμιζε, αν και έπαιρνε όρκο ότι δεν είχε διαβάσει στο Weird Literature ακριβώς για αυτό, αλλά για κάποιο άλλο μέρος με παρόμοια ονομασία. Ένα μέρος όπου συνέβαινε κάτι τρομαχτικό, υπερφυσικό, σύμφωνα με τον συγγραφέα –ποιος το είχε γράψει; ο Τζον Μπάρλοου ή κάποιος άλλος; Η Έμιλυ πίστευε ότι υπάρχουν τέρατα στον πραγματικό κόσμο. Όχι ανθρώπινα ή επικίνδυνα ζώα, αλλά αληθινά θηρία που προέρχονταν από την Κόλαση ή από κάποιο άλλο μέρος σαν την Κόλαση. Ο Φάμπιαν δε δεχόταν την ύπαρξή τους, παρότι είχε την γυναίκα του και έναν παλιό του φίλο να του λένε πως πρέπει να αλλάξει γνώμη και να αρχίσει να βλέπει τον κόσμο αλλιώς.

Πόσο ευχόταν να τον είχε μεταπείσει… Πόσο πολύ ήθελε να τον κάνει να αναθεωρήσει… Πόσο χρειαζόταν να τον έχει δίπλα της, ακόμα κι αν έπρεπε να παρατήσει αυτή την καταραμένη δουλειά…

Πάνω απ’ όλα, όμως, η Έμιλυ ευχόταν να είχε έρθει ο Μαρτίν, για να μιλήσει ή και να συνοδέψει τον Φάμπιαν στην αποστολή του. Αφού δεν μπορούσε να τον αποτρέψει από το να ακολουθεί το μονοπάτι του κατασκόπου, τότε και τι δεν θα έδινε, για να είναι παρών και ο Ολλανδός. Κι αν είχε επιτευχθεί αυτό, ναι, θα πίστευε πως ο Θεός εισακούει όντως τις προσευχές των πιστών Του.

Όμως…

«Μαμά;»

Η Έμιλυ κοίταξε την κόρη της.

«Τον μπαμπά σκέφτεσαι;» ρώτησε η Ορέλια.

Έτριψε τα μάτια της. «Ναι. Τον μπαμπά σκέφτομαι». Γιατί πρέπει να πας; Πες μου. Σε παρακαλώ, του είχε πει. Αγνοούνται άνθρωποι, της είχε απαντήσει. Κάποιοι χωρικοί… πέθαναν. Δεν ξέρουμε πώς και γιατί και ποιος ευθύνεται. Μα ο Φάμπιαν δεν καταλάβαινε τι είχε πει; Πέθαναν και εξαφανίστηκαν άνθρωποι. Σε έναν τόπο που ήταν γνωστός για όλους τους λόγους που έπρεπε να αποφεύγει κάποιος. Τι να το έκανε η Έμιλυ που εκείνος θα είχε μαζί του στρατιώτες; Μήπως αυτοί θα ήξεραν τι επρόκειτο να αντιμετωπίσουν;

Σου το είπα, δεν το θέλω. Αλλά είναι ανάγκη να πάω. Κάποιος πρέπει να παλέψει για αυτούς που χάθηκαν και για τους συγγενείς τους που θα αγωνιούν αιωνίως, αν δεν πάρουν απαντήσεις. Έτσι της είχε δικαιολογήσει την απόφασή του. Μια απόφαση που είχε πάρει χωρίς να την ενημερώσει. Έπρεπε να πάει. Γιατί ποιος άλλος θα το έκανε; Εξαρτάται από εμένα. Πολλοί άνθρωποι περιμένουν να την αναλάβω εγώ ο ίδιος. Αυτό είχε πει στην κόρη τους.

Ανάθεμα, ρε Φάμπιαν! σκέφτηκε τώρα η Έμιλυ. Ήδη της έλειπε. Όταν δούλευε εντός πόλης, δεν την πείραζε ιδιαίτερα. Αλλά τις λίγες φορές που έπρεπε να φύγει, εκείνη αναστατωνόταν. Ήξερε ότι η δουλειά του τον έφερνε αντιμέτωπο με επικίνδυνους ανθρώπους. Αυτό και μόνο αρκούσε, πόσο μάλλον το να φύγει για μακρινά μέρη όπου δεν ήξερε κανέναν και οποιοσδήποτε μπορούσε να είναι εχθρός.

Ναι, αλλά κι εσύ τι είχες πει στην Ορέλια; Ότι ο μπαμπάς «έχει δύσκολο έργο. Πολλές ευθύνες. Αλλά του έχω εμπιστοσύνη. Τον ξέρω. Θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Για όλους μας». Έχεις κι εσύ ευθύνη, κυρία Άσπελ. Τον άφησες να φύγει και έπεισες την κόρη σας να μην προσπαθήσει να τον μεταπείσει.

Και τι μπορούσε να κάνει, δηλαδή; Αν δεν εμπλεκόταν η ίδια, τότε η Ορέλια ενδόμυχα θα πίστευε πως ο Φάμπιαν δεν μπορεί να κάνει το καθήκον του. Ότι είναι πιο ευάλωτος απ’ ό,τι δείχνει. Και ποιος ξέρει, ίσως η μικρή να έφτανε να πιστεύει πως ο πατέρας της πρέπει να παραιτηθεί από τη δουλειά του –κάτι που και η ίδια η Έμιλυ ευχόταν ώρες-ώρες να κάνει. Αλλά αυτό δεν ήταν σωστό. Ο Φάμπιαν ήταν ικανός και έτσι έπρεπε να τον έχουν στο μυαλό τους. Έπρεπε να τον στηρίζουν, όχι να του βάζουν εμπόδια.

Ακόμα κι αν ξέρεις ότι εκεί που πάει καραδοκούν εφιαλτικά όντα;

Η Έμιλυ ξεροκατάπιε και αναζήτησε την κανάτα με το νερό. Το όνειρο που την είχε κρατήσει μακριά από την πραγματικότητα επανήλθε. Αυτή και η Ορέλια ήταν εγκλωβισμένες σε ένα μικρό σπίτι, σε κάποιο χιονισμένο βουνό. Έτρεμαν από το κρύο. Το μέρος ήταν σκοτεινό και μόνο ένα κεράκι που κρατούσε η ίδια τους επέτρεπε να βλέπουν και λίγο να ζεσταίνονται –βασικά, η Ορέλια να ζεσταίνεται, γιατί για αυτήν ανησυχούσε η Έμιλυ, μιας και η κόρη της είχε συχνά κρυολογήματα. Περπατούσαν πάνω στο πέτρινο πάτωμα, με την Έμιλυ να έχει τυλίξει το πανωφόρι της έτσι ώστε να σκεπάζει και την Ορέλια, η οποία βρισκόταν μπροστά της, κολλημένη στο σώμα της. Δεν ήξεραν πού είναι και πού έπρεπε να πάνε. Αναζητούσαν κάποιον άνθρωπο, να τους εξηγήσει.

Κάποια στιγμή, άκουσαν κάποιον να φωνάζει. Σταμάτησαν και αφουγκράστηκαν. Ακούστηκε ξανά. Η Έμιλυ είπε στην Ορέλια να προχωρήσουν, αν και είχε ένα κακό προαίσθημα, καθώς οι φωνές τής φάνηκαν τρομαγμένες.

Βρήκαν μια παλιά ξύλινη πόρτα και η Ορέλια την άνοιξε.

Και τότε ήρθε η σειρά των δύο γυναικών να ουρλιάξουν.

Μπροστά τους, στο κάτασπρο τοπίο, ήταν ο Φάμπιαν, ντυμένος με μπλε στρατιωτικά ρούχα. Κρατούσε ένα τουφέκι, με το οποίο πυροβολούσε ή το χρησιμοποιούσε σαν ρόπαλο. Αλλά ήταν φανερά τραυματισμένος, καθώς το αριστερό του χέρι κρεμόταν άχρηστο. Οι εχθροί του έρχονταν και του επιτίθονταν. Ξανά και ξανά. Δεν ήταν άνθρωποι, αλλά ιπτάμενες σκιώδεις μορφές, ακανόνιστων λοιπών χαρακτηριστικών. Υψώνονταν και έπεφταν. Κάποια έβγαζαν κάτι ήχους σαν στρίγκλισμα, όταν τα πετύχαινε κάποια σφαίρα. Όμως, ήταν ξεκάθαρο ότι απολάμβαναν το παιχνίδι τους. Γυρόφερναν τον Φάμπιαν σαν πτωματοφάγα πτηνά, περιμένοντας τον σίγουρο θάνατο του θύματος τους.

Κι αυτός πάλευε όσο μπορούσε. Πυροβολούσε και χτύπαγε.

Μέχρι που λύγισε τα γόνατα και έπεσε, γιατί οι πληγές του ήταν πολλές και έχανε συνεχώς αίμα. Τότε γύρισε και κοίταξε τις γυναίκες της ζωής του, με μάτια κλαμένα. Τα τέρατα υψώθηκαν μια τελευταία φορά ως τα σύννεφα και έπεσαν για να τον αποτελειώσουν.

Ο Φάμπιαν πρόλαβε να πει Συγνώμη. Νόμιζα ότι θα τα καταφέρω. Λυπάμαι πολύ.

Και τότε ήταν που ξύπνησε η Έμιλυ από τις φωνές του αγοριού και λυτρώθηκε από το να έβλεπε τα φρικιά να κατασπαράζουν τον άντρα της. Δεν θα το άντεχε και ήταν ανάγκη να αντέξει. Για την Ορέλια. Έπρεπε να ξέρει ότι η μητέρα της είναι δίπλα της και είναι δυνατή.

Αλλά λείπει. Ο Φάμπιαν δεν είναι εδώ.

  Ναι, όμως δεν θα αργήσει. Το υποσχέθηκε.

«Το υποσχέθηκε» ψέλλισε η Έμιλυ.

«Ποιος, μαμά;»

Κοίταξε την κόρη της. «Ε;»

«Είπες ότι το υποσχέθηκε. Ποιος;»

«Ο…» Αναστέναξε. «Ο μπαμπάς, καρδιά μου. Νόμιζα… νόμιζα ότι με ρώτησες αν θα αργήσει και σου είπα ότι υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει το συντομότερο». Βλακεία έκανες. Της υπενθύμισες ότι ο πατέρας της έχει φύγει. Αυτό που δεν θέλει, δηλαδή.

Η Ορέλια ένευσε. Αλλά δεν απάντησε.

«Ορέλια».

Η μικρή την κοίταξε.

«Θα έρθει. Να είσαι σίγουρη για αυτό». Όπως είσαι κι εσύ, ε;

«Γιατί το υποσχέθηκε».

«Ακριβώς. Το υποσχέθηκε. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, έτσι δεν είναι;»

«Μαμά;»

Η Έμιλυ ανακάθισε. «Ναι, καρδιά μου;»

«Τι φοβάσαι για τον μπαμπά;»

Δίστασε. Δάγκωσε το κάτω χείλι της. Τι να της έλεγε τώρα;

Η Ορέλια γύρισε πλευρό προς το μέρος της. Έριξε τα μαλλιά της πίσω, για να μην πέφτουν στα μάτια της και κοίταξε την μητέρα της. «Κάτι φοβάσαι, μαμά. Το ξέρω. Μου είπες ότι εμπιστεύεσαι τον μπαμπά, αλλά κάτι σε ανησυχεί. Μην μου πεις ψέματα. Σε παρακαλώ».

«Απλά…» Η Έμιλυ κόμπλαρε και αναθεμάτισε μέσα της.

«Όχι ψέματα, μαμά».

«Είναι που… που πάει μακριά. Σε ένα μέρος, για το οποίο δεν ξέρω πολλά πράγματα και ίσως υπάρχουν κακοί άνθρωποι εκεί». Σου είπε ότι δεν θέλει να της πεις ψέματα. Γιατί της λες;

«Αυτό δεν κάνει ο μπαμπάς; Βρίσκει κακούς ανθρώπους, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, έτσι είναι. Αλλά… Αχ, Ορέλια, δεν ξέρω. Περνάνε τόσα πράγματα από το μυαλό μου. Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Απλά ανησυχώ για τον μπαμπά σου. Δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτόν ή χωρίς εσένα. Αυτό κράτα και μην με πιέζεις άλλο».

Η Ορέλια απάντησε «Εντάξει, μαμά. Εντάξει. Εγώ πάντως πιστεύω ότι ο μπαμπάς θα τα πάει μια χαρά και θα γυρίσει κι εγώ θα γίνω καλά και θα βγω από δω και θα πάμε σπίτι».

Η Έμιλυ σηκώθηκε και αγκάλιασε την κόρη της. Έμειναν για λίγο έτσι, παίρνοντας θάρρος και δύναμη η μία από την άλλη.

Έπειτα, η Ορέλια ρώτησε «Μπορούμε να διαβάσουμε;»

Η Έμιλυ χαμογέλασε. «Σίγουρα». Έπιασε το βιβλίο με τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και το άνοιξε. Χρειάζονταν και οι δύο να ξεχαστούν και τι καλύτερο από ένα βιβλίο ενός καταπληκτικού συγγραφέα!

 

*

 

Στον τοπικό σταθμό του Evidenzbureau στη Βουδαπέστη, οι δύο συνεργάτες του Φάμπιαν, ο Ράινχελ και ο Βολφ, κάθονταν στο γραφείο που μοιράζονταν ως ομάδα, κάπνιζαν, έπιναν λίγο-λίγο τον καφέ τους -το πρωινό γεύμα το είχαν φάει από ώρα- και δεν μιλούσαν. Είχαν μείνει με το καθημερινό ανοιχτόχρωμο κουστούμι που φορούσαν και τα υπηρεσιακά τους πιστόλια. Κοιτούσαν τα χαρτιά που είχαν μπροστά τους, τα οποία δεν είχαν καμία (άμεση) σχέση με την περίπτωση του Μπραν, αλλά με κάποιες υποθέσεις που έψαχνε μόνος του ο ανώτερος τους. Τα είχε βρει ο Ράινχελ στο συρτάρι που ανήκε τυπικά στον Φάμπιαν, καθώς γύρευε ένα μολύβι της προκοπής. Ήταν κάτω από μια στοίβα έγγραφα με διαταγές από τη στρατιωτική ηγεσία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Δεν θα τους έριχνε δεύτερη ματιά, αλλά πρόσεξε δύο πράγματα: μια σελίδα που αφορούσε τον ίδιο τον Ράινχελ και τον Βολφ. Ο Φάμπιαν ανέφερε σε αυτή:

 

Προς τον λοχαγό Βολφ και τον επιλοχία Ράινχελ, του σταθμού του Evidenzbureau στη Βουδαπέστη

  Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι. Σε περίπτωση που ανακαλύψετε αυτές τις σημειώσεις, τότε αυτό σημαίνει πως εγώ δεν είμαι στην πόλη λόγω κάποιας αποστολής ή επειδή έχω μετατεθεί οριστικά. Ή γιατί έχω πεθάνει. Όπως και να έχει, αυτά που θα διαβάσετε θα σας προβληματίσουν και θα αναρωτηθείτε γιατί έκανα ό,τι έκανα. Γνωριζόμαστε χρόνια και σας θεωρώ δικούς μου ανθρώπους. Μην αμφιβάλλετε για αυτό, σας παρακαλώ. Έχω τους λόγους μου που έπραξα τοιουτοτρόπως. Μην θεωρήσετε ότι δεν σας θεωρώ ικανούς. Δεν θα πίστευα ποτέ κάτι τέτοιο για εσάς. Αυτό που ήθελα ήταν πρώτα να σιγουρευτώ και μετά να σας εμπλέξω σε μια σειρά καταστάσεων που θα δυσκολέψουν την ζωή μας, αλλά κυρίως κάποιων άλλων, όπως θα διαπιστώσετε από τα ευρήματά μου.

  Όμως, όταν φτάσετε στο τέλος αυτών των σημειώσεων, θα καταλάβετε πως είχα κι άλλο λόγο για να συνεχίσω τις πράξεις μου. Έναν ευχάριστο λόγο, που αδημονώ να εκπληρωθεί.

  Θα τα συζητήσουμε όλα εν ευθέτω χρόνω, σας το εγγυώμαι. Μελετήστε τις σημειώσεις μου και προετοιμαστείτε όπως αρμόζει σε άντρες του δικού μας κλάδου.

  Σας παρακαλώ και πάλι να κάνετε τα δέοντα και να μην βγάλετε συμπεράσματα που θα καταστρέψουν τη φιλία και τη συνεργασία μας.

Ειλικρινά δικός σας,

Ταγματάρχης Φάμπιαν Άσπελ

 

Η επόμενη σελίδα ήταν γραμμένη σε κώδικα, ένας φαινομενικά τυχαίος συνδυασμός γραμμάτων και αριθμών, που για κάποιον ανίδεο δεν θα σήμαινε τίποτα το ουσιώδες, αλλά για έναν κατάσκοπο σήμαινε τα πάντα. Ο Ράινχελ κοίταξε και τις άλλες και είδε ότι σχεδόν όλες ήταν χειρόγραφες και με την ίδια κρυπτογράφηση. Οι μόνες που ήταν κατανοητές από τον οποιονδήποτε τις έβρισκε ήταν οι τελευταίες σελίδες, οι οποίες αφορούσαν κάποιον αμερικανό Μαξ Κάρτερ, που ήταν αδερφός του Φάμπιαν. Το είπε στον Βολφ, ο οποίος πρώτα ρώτησε «Έχει αδερφό ο Φάμπιαν;» αλλά είχε την γνώμη να ασχοληθούν σε πρώτη φάση με τις κρυπτογραφημένες σημειώσεις, γιατί έμοιαζαν πιο επείγουσες.

Έτσι, κάθισαν δίπλα-δίπλα και ξεκίνησαν να τις μελετούν και να μεταφράζουν σε άλλα χαρτιά όσα είχε ανακαλύψει ο Φάμπιαν. Σύντομα, είχαν μάθει ότι ο διοικητής τους, ο Ορμπάν, και ο λοχαγός που δούλευε στον τηλέγραφο του σταθμού ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες παράνομες δουλειές, από διακίνηση όπλων έως σημαντικών πληροφοριών σε ξένους (κυρίως Γερμανούς και Ιταλούς), με αποκορύφωμα τις μυστικές συνεννοήσεις του Ορμπάν με τον Χάραλαμπ Τζούρτζου. Ο οποίος Τζούρτζου είχε μπει κι αυτός στο στόχαστρο του Φάμπιαν -εντάξει, αυτό δεν ήταν περίεργο.

Η ησυχία στο γραφείο ήταν απόλυτη για πάνω από μία ώρα, από τη στιγμή που βρέθηκαν όλα αυτά και που γράφτηκαν σε απλή καθημερινή γλώσσα. Αν έστηνε αυτί κάποιος, θα μπορούσε να ακούσει τα τσιγάρα να καίγονται.

Δύο ερωτήσεις καρφώθηκαν στο μυαλό των δύο αντρών. Η πρώτη αφορούσε τον προϊστάμενό τους, τον Φάμπιαν. Γιατί δεν μας είπε τίποτα; αναρωτήθηκαν. Αφού υπήρχε μεταξύ τους μεγάλη ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Αυτό είχε ξεκαθαριστεί από τις πρώτες μέρες της συνεργασίας τους. Ο Βολφ και ο Ράινχελ ήταν από τα ελάχιστα άτομα εδώ που εκτιμούσε ο Φάμπιαν, και το ίδιο ίσχυε και για αυτούς προς εκείνον. Τι τους είχε πει χθες, πριν χωρίσουν; Όταν είμαι κοντά σας, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τι θέλω να κάνω. Αλλά, δίχως εσάς… περπατάω στην ομίχλη. Φυσικά, είχε αναφερθεί στην γυναίκα και την κόρη του, αλλά συμπεριέλαβε και τους δύο συνεργάτες του. Ακόμα, τους είχε πει ότι δεν θα τον ακολουθούσαν στο ταξίδι του στο Μπραν, γιατί έπρεπε να μείνουν εδώ, για να συνεχίσουν τις έρευνες, σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά –το οποίο όλοι τους ήξεραν τι σήμαινε, αλλά δεν το σχολίασαν τότε. Ακόμα, είχαν δειπνήσει οικογενειακώς ουκ ολίγες φορές. Για ποιο λόγο, λοιπόν, δεν τους είχε πει κάτι για τις υποψίες του για τον Ορμπάν και τον λοχαγό –για τον Τζούρτζου έκαναν έρευνες, έτσι κι αλλιώς, οπότε γνώριζαν τα περισσότερα. Αλλά για τους άλλους δύο; Που ήταν και συνάδελφοι; Για αυτούς, έπρεπε να ξέρουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ύποπτο.

Αυτό που ήθελα ήταν πρώτα να σιγουρευτώ και μετά να σας εμπλέξω σε μια σειρά καταστάσεων που θα δυσκολέψουν την ζωή μας, αλλά κυρίως κάποιων άλλων, όπως θα διαπιστώσετε από τα ευρήματά μου.. Αυτή ήταν μια δικαιολογία που προσπαθούσαν να δεχτούν οι δύο άντρες. Δεν ήθελαν να πιστέψουν πως τα λόγια του Φάμπιαν περί αμοιβαίας εμπιστοσύνης ήταν ψέματα. Κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε κάθε έννοια συνέχισης της μελλοντικής τους συνεργασίας. Και δεν ήταν πολλοί με τους οποίους μπορούσαν να δουλέψουν μαζί.

Και, δυστυχώς, ο Φάμπιαν έλειπε. Τώρα που έπρεπε να μιλήσουν, να τους εξηγήσει γιατί και πώς, αυτός έλειπε. Και ήταν μία από εκείνες τις ώρες που, όταν θέλεις να σου ερμηνεύσει κάποιος το σκεπτικό μιας πράξης του που φαίνεται αδικαιολόγητη και δείχνει περισσότερο μυστικοπαθής απ’ ό,τι θα έπρεπε κι αυτός δεν είναι παρών και δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας… Αυτές τις ώρες τις μισείς, γιατί το μυαλό μπορεί να ξεστρατίσει και να πλάσει σενάρια καταστροφής, που καταπέφτουν σε θεωρίες συνωμοσίας και υπολείπονται από ρεαλισμό, παρ’ όλ’ αυτά, όμως, εσύ τείνεις να τα πιστέψεις. Γιατί δεν υπάρχει ο αντίλογος.

Ο Φάμπιαν είχε κάνει έρευνες από μόνος του. Χωρίς να πει το παραμικρό στους συνεργάτες του, με τους οποίους μάλιστα είχε φιλική σχέση. Αυτοί ανακάλυψαν τις σημειώσεις του και απογοητεύτηκαν. Ήθελαν μια περαιτέρω αιτιολόγηση, αλλά αυτός δεν ήταν στο γραφείο και δεν θα ήταν για μέρες. Όταν επέστρεφε, όμως, είχαν σκοπό να κάνουν μια πολύ σοβαρή συζήτηση μαζί του.

Η επόμενη ερώτηση που είχε προκύψει ήταν η εξής: Τι σκατά θα κάνουμε με όλες αυτές τις πληροφορίες; Τι τους ανέφερε ο Φάμπιαν; Μελετήστε τις σημειώσεις μου και προετοιμαστείτε όπως αρμόζει σε άντρες του δικού μας κλάδου. Μπορούσαν να κινήσουν τις διαδικασίες για να ανακριθεί ο Ορμπάν και ο λοχαγός. Μία λύση ήταν αυτή. Η μοναδική οδός που αναπόφευκτα θα έπρεπε να διασχίσουν κάποια στιγμή. Οι ημερομηνίες, τα πρόσωπα, τα αντικείμενα που αντάλλαξαν κάτοχο… Τα λόγια που ειπώθηκαν και κάποια από τα οποία τα απέσπασε ο Φάμπιαν από τους ξένους… Όλα αυτά ήταν αρκετά για να ξεκινήσει μια ενδοϋπηρεσιακή έρευνα. Στέλνουν ένα έγγραφο στα κεντρικά, στη Βιέννη, με όλες τις ανακαλύψεις του Φάμπιαν και λαμβάνουν εντολή να ανακρίνουν τον Ορμπάν και τον λοχαγό –κάτι που, ομολογουμένως, θα το ευχαριστιόντουσαν ο Βολφ με τον Ράινχελ. Ή, το πιο πιθανό, να ερχόταν απόσπασμα από τη Βιέννη και θα αναλάμβανε αυτό τα καθέκαστα –πράγμα που θα σήμαινε ότι οι δύο συνεργάτες του Φάμπιαν μπορεί να βρίσκονταν κι αυτοί στο στόχαστρο, αν και δεν θα ήταν από τους πρώτους υπόπτους.

«Τέλεια» σχολίασε με ειρωνεία ο Βολφ. Έπιασε το φλιτζάνι και ήπιε λίγο από τον καφέ του. «Ξέρεις τι έχουμε στα χέρια μας;»

«Ναι, κύριε λοχαγέ» απάντησε ο Ράινχελ, ξεφυσώντας με αγανάκτηση. Έσαξε τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά του και πήρε το βλέμμα του από τον κοντύτερο και λεπτότερο ανώτερό του. Έριξε μια ματιά στα χαρτιά που είχαν βρει και σε αυτά που είχαν γράψει τη μετάφραση των πρώτων. Δεν κοίταξε καθόλου τις στοίβες των εγγράφων που είχαν βρει για το Μπραν, αν και υπήρχαν σε μια άκρη του κάδρου του βλέμματός του. «Ξέρω. Έχουμε αρκετό υλικό για να τινάξουμε τον σταθμό στον αέρα».

«Λείπει και ο προϊστάμενός μας».

«Είναι κι αυτό, ναι».

«Βέβαια, ξέρουμε τι μπορούμε να κάνουμε, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, τυπικά εγώ έχω την ηγεσία της ομάδας, όταν λείπει. Οπότε μπορώ να πω τι θα κάνουμε με όλον αυτό το “δυναμίτη”. Σωστά;»

«Σαφώς».

Έμειναν σιωπηλοί ξανά.

Έπειτα, ο Βολφ αναρωτήθηκε και πάλι: «Γιατί, ρε Φάμπιαν; Γιατί; Γιατί δεν μας είπες τίποτα;»

Ο Ράινχελ δεν απάντησε. Έχει τους λόγους του, σκέφτηκε και προσπάθησε ξανά να το χωνέψει.

Τότε απέξω ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν.

Οι δύο άντρες μάζεψαν τα χαρτιά και τα πέταξαν σε ένα συρτάρι.

Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Ορμπάν. Φαινόταν καλοδιάθετος. Το κεφάλι του -σχεδόν άδειο από κάθε υποψία τρίχας- έμοιαζε να γυαλίζει στο πρωινό φως της συννεφιασμένης Βουδαπέστης. Χαμογελούσε.

Εκείνοι, ως όφειλαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν προσοχή.

«Ανάπαυση».

Υπάκουσαν.

«Πώς τα πάτε, παλικάρια;» τους ρώτησε και ήρθε πιο κοντά τους, κοιτώντας το χώρο του γραφείου, σαν να ήταν υποψήφιος νοικάρης που εξετάζει ένα διαμέρισμα.

«Το παλεύουμε, κύριε συνταγματάρχη» απάντησε ο Βολφ.

«Λοχαγέ Βολφ, τι εντολές σάς άφησε ο ταγματάρχης;»

«Να συνεχίσουμε τις έρευνες στα έγγραφα, κύριε συνταγματάρχη. Θεωρεί ότι ίσως υπάρχει κάτι που μας διέφευγε ως τώρα». Αυτό είχαν συμφωνήσει να λένε με τον Ράινχελ, όταν συναντήθηκαν χθες το βράδυ, μετά την υπηρεσία. Αν τους ρωτούσε κανείς, δηλαδή. Δεν ήθελαν να λένε ότι ο Φάμπιαν ήθελε να συνεχίσουν την έρευνα, σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά στην αποστολή του.

Και όντως, υπάρχει κάτι που μας διέφευγε, σκέφτηκαν ο Βολφ με τον Ράινχελ. Αλλά όχι στα έγγραφα για το Μπραν. Όμως, δεν το ανέφεραν στον διοικητή τους.

«Σαν τι να σας διέφευγε, δηλαδή;»

«Κάποια πληροφορία που θα παρέπεμπε σε πιθανούς υπόπτους, κύριε συνταγματάρχη».

«Όπως;»

«Δεν μας ξεκαθάρισε, κύριε συνταγματάρχη, γιατί ούτε ο ίδιος ήταν σίγουρος, μιας και έχουμε εξετάσει αυτά τα έγγραφα επανειλημμένως και δεν έχουμε ανακαλύψει κάτι».

«Μάλιστα». Ο Ορμπάν σταμάτησε κοντά στο παράθυρο, πίσω από το γραφείο. Στην καρέκλα που έπρεπε να καταλαμβάνει ο ανώτερος αξιωματικός και η οποία τώρα ήταν άδεια. Ο Ορμπάν κάθισε, γεγονός που ενόχλησε τον λοχαγό και τον επιλοχία. «Λοχαγέ, γιατί δεν κάθεσαι εσύ εδώ; Εσύ είσαι επικεφαλής όσο λείπει ο ταγματάρχης, έτσι δεν είναι;»

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη».

«Τότε γιατί κάθεσαι δίπλα-δίπλα με έναν κατώτερο; Μμμ;»

Από το μυαλό των δύο αντρών πέρασε η ίδια ερώτηση: Αλήθεια τώρα; Θα κάνουμε αυτή την κουβέντα; Ο Ράινχελ, δε, ήθελε να τον κοπανήσει. Ποτέ δεν του άρεσε που οι γαλονάδες τον έκαναν στην άκρη, επειδή ήταν υπαξιωματικός. Η γυναίκα του, βέβαια, όπως και ο Βολφ με τον Φάμπιαν, του έλεγε πως δεν υπήρχε λόγος να τσαντίζεται με ηλίθιους.

Ο Βολφ απάντησε «Από συνήθεια, κύριε συνταγματάρχη. Έτσι καθόμαστε τις περισσότερες φορές, επειδή είναι παρών και ο… ο κύριος ταγματάρχης». Παραλίγο να πει ο Φάμπιαν, αλλά το έσωσε.

Ο Ορμπάν δεν έδωσε σημασία στη στιγμιαία παύση της απάντησης του λοχαγού. Αντίθετα, είπε «Αλλά τώρα δεν είναι εδώ ο Άσπελ».

«Όχι, κύριε συνταγματάρχη». Στο μυαλό του, συνέχισε ο ίδιος τη συζήτηση με την ερώτηση Αλήθεια, κύριε συνταγματάρχη, μήπως θα θέλατε να μας μιλήσετε για την συνάντησή σας με δύο Γερμανούς, την προηγούμενη εβδομάδα, στους οποίους δώσατε δέκα τυφέκια Μάνλιντσερ κι εκείνοι σας έδωσαν δύο δεσμίδες χαρτονομίσματα;

«Οπότε θα έρθεις να καθίσεις εδώ, σε αυτή την καρέκλα. Όταν φύγω εγώ, φυσικά. Καλό είναι να τη συνηθίσεις».

Ο Ράινχελ και ο Βολφ πήραν μια έκφραση απορίας, μα και φόβου. Σε περίπτωση που ανακαλύψετε αυτές τις σημειώσεις, έγραφε ο Φάμπιαν, τότε αυτό σημαίνει πως εγώ δεν είμαι στην πόλη λόγω κάποιας αποστολής ή επειδή έχω μετατεθεί οριστικά. Ή γιατί έχω πεθάνει. Πάγωσαν στην θέση τους. Μόνο η καρδιά και τα πνευμόνια τους κινούνταν.

«Κύριε;» ρώτησε ο Βολφ. «Συγνώμη, αλλά δεν κατάλαβα, κύριε συνταγματάρχη».

«Λέω» είπε ο Ορμπάν, σαν να μην συνέβη κάτι ιδιαίτερο, «πρέπει να συνηθίσεις να κάθεσαι και γενικά να συμπεριφέρεσαι σαν επικεφαλής αξιωματικός σε υπηρεσία. Στο γραφείο αυτό, είστε τρία άτομα. Ταγματάρχης, λοχαγός και επιλοχίας. Όταν λείπει αυτός με τον υψηλότερο βαθμό, ο ταγματάρχης Άσπελ εν προκειμένω, απομένουν δύο, εσύ, λοχαγέ, και ο επιλοχίας Ράινχελ. Άρα, τώρα, κουμάντο κάνεις εσύ, ως ανώτερος. Έγινα κατανοητός;»

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη».

«Καλώς». Ο Ορμπάν σηκώθηκε. Δεν έφυγε αμέσως, αλλά ακούμπησε τη μια στοίβα με τα έγγραφα. Ξεφύλλισε μερικές σελίδες, χωρίς να τις διαβάζει. Χαμογέλασε ξανά. «Σας άφησε πολλή δουλειά, ε;»

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη».

«Ανακαλύψατε κάτι;»

«Όχι ακόμα, κύριε συνταγματάρχη».

«Ό,τι καινούριο βρείτε θέλω να μου το πείτε. Αφήνω υπεύθυνο εσένα, λοχαγέ».

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη».

«Μη ξεχνάτε πως όλες οι βάρδιες είναι μέσα. Είμαστε σε κατάσταση επιφυλακής. Θέλω αποτελέσματα. Θετικά. Για εμάς. Για την Αυτοκρατορία μας. Οποιαδήποτε παράβλεψη, οποιοδήποτε λάθος, θα έχει αντίκτυπο σε όλους, αλλά κυρίως στον Άσπελ και σε εσάς τους δύο. Μην το ξεχάσετε ούτε αυτό».

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη».

Ο Ορμπάν πέρασε δίπλα από τους δύο άντρες, αλλά δε βγήκε από το γραφείο. Γύρισε και είπε «Λοχαγέ, σας είπε ο ταγματάρχης ότι, αν αποτύχετε σε αυτή την υπόθεση, πρώτα θα “πέσετε” εσείς; Ε; Σας το είπε; Του τόνισα να σας το ξεκαθαρίσει».

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη, ο ταγματάρχης Άσπελ μάς ενημέρωσε».

«Πολύ καλά. Φροντίστε να μην το ξεχάσετε. Έχετε οικογένεια. Εσύ, Βολφ, αν δεν απατώμαι, έχεις παιδιά. Πόσα είναι, δύο ή τρία;»

«Ένα, κύριε συνταγματάρχη». Για κάποιο λόγο, το ότι έπιασε τον Ορμπάν αδιάβαστο, του έδωσε μια μικρή ικανοποίηση.

«Ένα. Έστω. Δεν θα ήθελες να μεγαλώσει χωρίς τον πατέρα του και στιγματισμένο αιωνίως. Σωστά;»

«Σωστά, κύριε συνταγματάρχη» απάντησε ο Βολφ. Ήταν πιο κοντός και λεπτός από τον Ορμπάν, όμως ένιωθε πως αν είχε λίγο περισσότερο θράσος (και λιγότερους ανθρώπους στην προσωπική του ζωή, που δεν ήθελε να πάθουν κάτι εξαιτίας του), τότε θα του επιτιθόταν.

«Κι εσύ, επιλοχία, έχεις γυναίκα. Νέος εσύ, υποθέτω, νέα κι αυτή. Κρίμα θα ήταν να μείνει ζωντοχήρα. Ή χήρα».

Ο Ράινχελ δεν αποκρίθηκε. Μόνο έσφιξε τις γροθιές του.

«Απάντησε στον ανώτερό σου, επιλοχία».

«Συγνώμη, κύριε συνταγματάρχη, αλλά δεν με ρωτήσατε κάτι».

Ο Ορμπάν δεν μίλησε. Όχι αμέσως. Αντίθετα, πλησίασε τον Ράινχελ. Σήκωσε λίγο το βλέμμα, μιας και ο επιλοχίας ήταν πιο ψηλός. «Στάσου προσοχή» διέταξε.

Ο Ράινχελ υπάκουσε.

«Αν διανοηθείς να μου αντιμιλήσεις ξανά, θα σε διαλύσω, Ράινχελ. Θα σε περάσω στρατοδικείο. Μη μου πας κόντρα εμένα. Κατάλαβες;»

«Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχη».

«ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;»

«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!» αντήχησε η φωνή του Ράινχελ.

Ο Ορμπάν έριξε μια ματιά και στον Βολφ. Μετά, γύρισε και έφυγε.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ έμειναν να κοιτάζουν την κλειστή πόρτα. Συλλογίστηκαν πόσο πολύ ανυπομονούσαν για την ημέρα που ο Ορμπάν θα συλλαμβανόταν. Θα γινόταν σκάνδαλο για τον Στρατό της Αυτοκρατορίας, να υπάρχει διαφθορά μέσα στους κόλπους ενός σταθμού της Αντικατασκοπείας, αλλά ανάθεμα αν δεν θέλανε να δούνε αυτό τον μαλάκα να περνάει στρατοδικείο.

Ο Ράινχελ το είπε στον Βολφ.

Εκείνος κατένευσε. Έπειτα, σχολίασε «Αυτό θα ήθελε και ο Φάμπιαν, σίγουρα. Γι’ αυτό τον συμπεριέλαβε στις έρευνές του».

«Συμφωνώ». Ο επιλοχίας θυμήθηκε τότε τα μη κρυπτογραφημένα χαρτιά του Φάμπιαν. Τις τελευταίες σελίδες. Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε τις σημειώσεις. Κάθισε και τις μελέτησε.

Ο Βολφ έκανε τον γύρο του γραφείου και κάθισε στην θέση του ανωτέρου αξιωματικού σε υπηρεσία. Δεν ήθελε να έρθει ξανά ο Ορμπάν και να τους τα ψάλλει για βλακείες. «Διαβάζεις για τον αδερφό του Φάμπιαν;» ρώτησε.

«Ναι. Είναι ομοσπονδιακός πιστολέρο κάποιας υπηρεσίας Λούκυ Λουκ».

«Πιστολέρο; Αλήθεια;» ρώτησε ο Βολφ με μια δόση ειρωνείας στη φωνή του.

«Ναι, ξέρω πώς φαίνεται. Αλλά έτσι λέει εδώ. Μάλιστα, έχει αστυνομικά καθήκοντα σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ».

«Το έχει το σόι, απ’ ό,τι φαίνεται. Ο Φάμπιαν στρατιωτικός κατάσκοπος, ο αδερφός του πιστολέρο…»

«Πες το ψέματα. Απ’ ό,τι λέει εδώ, οι γονείς του Φάμπιαν είναι οι βιολογικοί γονείς του Μαξ Κάρτερ, αλλά τον έδωσαν στον αδερφό του Αλεξάντερ Άσπελ, του πατέρα του Φάμπιαν, και στην γυναίκα του, επειδή εκείνοι δεν είχαν δικά τους παιδιά. Μάριο και Πωλίν Άσπελ. Έτσι λέγονταν. Έφυγαν για την Αμερική, μαζί με τον Κάρτερ, το 1857». Ο Ράινχελ γύρισε άλλη μια φορά τις σελίδες. «Δεν έζησαν πολύ, όμως. Πέθαναν δύο χρόνια αργότερα. Ο αδερφός του Φάμπιαν πέρασε σε άλλη οικογένεια, μέσω κάποιας εκκλησίας της Νέας Υόρκης -από αυτούς πήρε το επώνυμο- και έπειτα, όταν ήταν δεκάξι χρονών, έγινε ομοσπονδιακός πιστολέρο».

«Νωρίς δεν κατατάχτηκε;»

Ο Ράινχελ απάντησε «Ναι. Αλλά υπάρχει εξήγηση. Η πηγή του Φάμπιαν στην Νέα Υόρκη του είπε πως οι αμερικάνοι γονείς του Κάρτερ δεν του φέρονταν καλά. Τον εκμεταλλεύονταν σε χαμαλοδουλειές και τον είχαν σαν δούλο. Βασικά, αυτές είναι μερικές από τις φήμες που κυκλοφορούσαν για αυτούς. Υπήρχαν και άλλα. Όπως υποψίες για την κυρία Κάρτερ, την κυρία Λάουρα Κάρτερ, και τον ιερέα της ενορίας, ο οποίος μάλλον ήταν ομορφονιός, γιατί υπήρχαν φήμες ότι… εχμ, ότι “εξομολογούσε” και άλλες γυναίκες».

«Τσιλημπούρδιζε ο παπάς, ε; Τρομάρα του».

«Ήταν ομορφονιός, κύριε λοχαγέ. Ίσως ο κύριος Τζέιμς Κάρτερ, αν μπορείς να τον αποκαλέσεις κύριο, να υπολειπόταν σε αυτόν τον τομέα». Ο Ράινχελ χαμογέλασε. «Πάντως, για τον παπά λέγονταν κι άλλα. Ότι έπινε και χαρτόπαιζε με λεφτά που έδιναν οι ενορίτες του για υποτιθέμενες αγαθοεργίες».

«Κανείς δεν είναι άγιος».

«Συμφωνώ και επαυξάνω».

Ο Βολφ είχε την περιέργεια να ρωτήσει «Δεν μου λες, ποια ήταν η πηγή του Φάμπιαν στην Νέα Υόρκη;»

«Δύο πηγές, βασικά. Η μία είναι η αλληλογραφία του πατέρα του Φάμπιαν με τους γονείς του Μαξ, εννοώ τον Μάριο και την Πωλίν. Η δεύτερη πηγή, αυτή που έδωσε τα στοιχεία για τους Κάρτερ κλπ, είναι το Γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών Κρέιν. Το οποίο έχει μόλις τρεις υπαλλήλους, όλοι μέλη της οικογένειας Κρέιν. Πατήρ, υιός και μαμά Κρέιν».

«Οικογενειακή επιχείρηση. Αλλά έκαναν καλή δουλειά, απ’ ό,τι φαίνεται. Δεν ανακάλυψαν και λίγα».

«Ναι, αλλά όχι αμισθί. Από τα υπονοούμενα που καταλαβαίνω, ο Φάμπιαν πρέπει να ξόδεψε πολλά λεφτά».

«Αλίμονο».

«Βολφ, ο Φάμπιαν θέλει πολύ να γνωρίσει τον αδερφό του». Ο Ράινχελ πήγε να αφήσει τα χαρτιά, όταν έφτασε στην τελευταία παράγραφο. Τη διάβασε δύο φορές.

Ο Βολφ κατάλαβε ότι ο συνάδελφός του είχε ανακαλύψει κάτι ακόμα. «Τι έγινε;»

«Ο Φάμπιαν κάλεσε τον Κάρτερ εδώ, στη Βουδαπέστη».

«Τι; Πότε;»

«Του έστειλε γράμμα πριν από ένα χρόνο, στο οποίο του εξηγούσε τι συμβαίνει με την οικογένειά τους. Και τον κάλεσε να έρθει, να γνωριστούν. Να δει ο Κάρτερ και την Έμιλυ και την Ορέλια».

«Μάλιστα. Ο Κάρτερ απάντησε;»

«Όχι. Αλλά ο Φάμπιαν έχει κατά νου τα δρομολόγια των τρένων. Καθημερινές σημειώσεις, από πού έρχονται, τι ώρα φτάνουν στη Βουδαπέστη κλπ. Μιλάμε για εγγραφές σχεδόν ενός χρόνου, Βολφ. Μάλιστα, έχει πει στον σταθμάρχη να τον ειδοποιήσει αν έρθει ο Κάρτερ. Κι έχει ένα δίκιο, εδώ που τα λέμε. Αυτός είναι ο πιο πιθανός τρόπος για να έρθει, από τη στιγμή που θα πιάσει ευρωπαϊκό λιμάνι».

Οι δύο άντρες αντάλλαξαν μια ματιά, αμίλητοι.

Ο Ράινχελ είπε «Και ξέρεις, σταμάτησε να σημειώνει τις δύο τελευταίες μέρες. Από τότε, δηλαδή, που μας ανατέθηκε η υπόθεση του Μπραν».

Ο Βολφ άφησε μερικά λεπτά να περάσουν, χωρίς να πει κάτι. Έπειτα, έσβησε το τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο και άναψε άλλο. Και είπε «Άρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να παρακολουθούμε τα δρομολόγια των τρένων. Να έχουμε τον νου μας μήπως έρθει αυτός ο Κάρτερ στη Βουδαπέστη».

«Μάλλον. Αφού μας άφησε και τις άλλες υποθέσεις…»

Αλλά, αναρωτήθηκαν σιωπηλά, αν έρθει ο Κάρτερ, τι θα του πούμε; Ότι ο Φάμπιαν λείπει και πως έκανε τσάμπα όλο αυτό το ταξίδι;

 

*

 

Κεστχάι, Ουγγαρία

Ήταν, λοιπόν, στην χώρα που σκόπευε να φτάσει, αλλά όχι στην πόλη που έμενε ο Φάμπιαν με την οικογένειά του. Ο Κάρτερ ένιωθε ανακούφιση, γιατί ήξερε ότι το ταξίδι του όδευε προς το τέλος. Μεσημέριαζε, σύμφωνα με ένα ρολόι στο βαγόνι του τρένου –η ώρα ήταν μία παρά δέκα. Από τα λεγόμενα ενός σερβιτόρου, έμαθε ότι θα βρίσκονταν στη Βουδαπέστη κοντά στις τέσσερις -εκτός απροόπτου, φυσικά. Είχε ακόμα λίγη διαδρομή εν όψει.

Δεν τον πείραζε, όμως. Ήθελε τόσο πολύ να βρει επιτέλους δικούς του ανθρώπους, που η κούραση δεν αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα. Άλλωστε, τα ταξίδια δεν του ήταν ποτέ δυσάρεστα. Διέσχιζε τις ΗΠΑ εδώ και χρόνια. Με άλογα και με τρένα. Κι όποτε έπρεπε, σταματούσε. Ή και όποτε είχε ανάγκη από ξεκούραση. Αλλά τις περισσότερες από εκείνες τις φορές δεν είχε κάποιον προσωπικό λόγο για να πάει κάπου. Ήταν η δουλειά του που τον κινητοποιούσε. Η οποία του άρεσε γιατί, ειλικρινά, αυτή ήταν όλη του η ζωή. Κι αυτή η δουλειά τού άρεσε. Έτρεχε και βοηθούσε άλλους ανθρώπους, που δεν τους ήξερε. Αλλά ενδιαφερόταν για αυτούς και, εν τέλει, τους μάθαινε, μιας και οι πιο πολλοί ανταπέδιδαν τη βοήθειά του είτε με χρήματα, είτε με φαγώσιμα, αλλά σίγουρα με χαμόγελο ή και δάκρυα χαράς. Σιγά-σιγά, εντός μίας ημέρας ή και περισσότερων, γνώριζε κάθε τι για αυτούς. Αν υπέβαλλε ποτέ κάποιος τον Κάρτερ σε υπνωτισμό, θα ανακάλυπτε έναν τεράστιο κατάλογο ονομάτων, τοποθεσιών και ιδιαίτερων ανθρώπινων χαρακτηριστικών.

Ο Κάρτερ κοίταξε τον φλιτζάνι μπροστά στο τραπέζι. Είχε τελειώσει τον καφέ του εδώ και ώρα. Αλλά ο σερβιτόρος δεν είχε έρθει και γύρω από τον Κάρτερ είχαν συγκεντρωθεί εφτά άλλοι επιβάτες -τρεις άντρες, δύο γυναίκες και δύο παιδιά-, στριμώχνοντάς τον στο παράθυρο. Θα μπορούσε να ζητήσει να σηκωθεί, αλλά η μία από τις γυναίκες που καθόταν δίπλα του κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό, το οποίο μέχρι πριν λίγο έκλαιγε, προκαλώντας νευρικότητα σε άλλα άτομα στο βαγόνι, και τώρα κοιμόταν κουκουλωμένο, έχοντας τον δεξιό του αντίχειρα στο στόμα. Η μητέρα του, μια ξανθιά γυναίκα κοντά στα σαράντα, είχε γείρει κι αυτή στο κάθισμα και είχε κλείσει τα μάτια της, αφού το δεύτερο παιδί της, που ήταν πέντε χρονών ή κάπου τόσο, το είχε κατά νου ο πατέρας του, ο οποίος βέβαια συνομιλούσε με τον άλλο άντρα που είχε κοντά του, σε μια γλώσσα που έμοιαζε με γερμανικά ή ρώσικα ή κάτι τέτοιο. Ο τελευταίος άντρας και η ηλικιωμένη γυναίκα που είχαν καταλάβει τις θέσεις απέναντι από τον Κάρτερ ήταν κατά κύριο λόγο σιωπηλοί, αλλά και όταν μιλούσαν, πάλι τα έλεγαν χαμηλόφωνα.

Υπήρχε ζέστη στο βαγόνι, η οποία, δυστυχώς, είχε γίνει εντονότερη μετά την τελευταία στάση του τρένου, οπότε και ανέβηκαν και κάθισαν κοντά στον Κάρτερ οι γονείς με τα παιδιά τους. Ευτυχώς, δεν υπήρχαν πολλές συνομιλίες ή φωνές, γιατί ήθελε να μείνει λίγο μόνος στις σκέψεις του. Τα τοπία στον έξω κόσμο εναλλάσσονταν, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής έβλεπε δέντρα ή ένα δυο αγροτόσπιτα ή χωριουδάκια. Τώρα περνούσαν κοντά από μια λίμνη που ονομάζεται Βάλατον, που έμοιαζε λίγο με λιμάνι, αφού στένευε κοντά στην ακτή, αλλά όσο προχωρούσες με το καράβι -ή με τη ματιά σου-, ξάνοιγε σε μια τεράστια γαλάζια αγκαλιά. Γύρω από την λίμνη, υπήρχαν κυρίως χαμηλά δέντρα και πεδιάδες. Απ’ ό,τι κατάλαβε ο Κάρτερ από μια συζήτηση ενός ηλικιωμένου ζεύγους Άγγλων, μέχρι πρόσφατα τα μέρη γύρω και κοντά στην λίμνη δεν τα επισκέπτονταν παρά μόνο αριστοκράτες, ενώ τα τελευταία χρόνια, λόγω και του σιδηροδρομικού δικτύου, μπορούσαν πλέον να έρχονται και άνθρωποι λιγότερο εύποροι, γι’ αυτό και έβλεπε σπίτια και πόλεις –γιατί οι αριστοκράτες έτειναν να μένουν για λίγο καιρό σε ένα μέρος που λεγόταν Κάστρο Κεστχάι Φέστατιτς και μετά έφευγαν, ενώ μέρος του υπόλοιπου κόσμου που ερχόταν εδώ, ο οποίος δεν είχε την πολυτέλεια για συχνές μετακινήσεις, αποφάσιζε να εγκατασταθεί.

Αυτός ήταν ο Παλαιός Κόσμος, λοιπόν, όπως αποκαλούσαν πότε-πότε οι αμερικάνοι την Ευρώπη. Μέχρι τώρα, βέβαια, ο Κάρτερ δεν έβρισκε συγκλονιστικές διαφορές με τα δικά του οικεία κατατόπια, με εξαίρεση τη διαμόρφωση των πόλεων, που έτειναν να είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ -όχι ότι αυτό ήταν κακό, φυσικά- και τη γλώσσα που μιλούσαν οι γύρω του –ή, μάλλον, τις γλώσσες, γιατί δεν ήταν όλες ίδιες, γεγονός που προκαλούσε σύγχυση στον Κάρτερ. Κατά βάση, όμως, το ταξίδι με τα ευρωπαϊκά τρένα ήταν όπως τόσα άλλα που είχε κάνει στην χώρα του.

Α, με μία ακόμα εξαίρεση, σκέφτηκε. Δεν έχω συναντήσει καμιά ομάδα παρανόμων, που να επιτίθεται σε τρένα. Η αλήθεια ήταν πως στις ΗΠΑ, και ειδικά σε σχετικά απομονωμένες περιοχές -και ακόμα πιο ειδικά, στις δυτικές Πολιτείες-, οι ληστές έπεφταν σαν τα τσακάλια στις αμαξοστοιχίες. Ο Κάρτερ είχε κληθεί να αντιμετωπίσει μερικά αντίστοιχα περιστατικά και ήταν πάντοτε θανατηφόρα. Οι τύποι αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ζούσαν μες στην παρανομία και δεν έκαναν εύκολα πίσω, αν δεν έπαιρναν ό,τι ήθελαν. Ο Κάρτερ, από τη μεριά του, δεν είχε σκοπό να επιτρέψει να συμβεί το οποιοδήποτε κακό σε αθώους ανθρώπους. Οπότε η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και κάποιος θα έχανε την ζωή του. Για καλή του τύχη, ο πιστολέρο δεν είχε συναντήσει ακόμα τον φονιά του.

Αλλά αυτό ήταν το ένα πράγμα που ευχαριστούσε τον Θεό που δεν το είχε συναντήσει στην Ευρώπη. Μια αντιπαράθεση με κακοποιούς –και μάλιστα, παρουσία πιθανών παράπλευρων απωλειών. Του έλειπε η δράση, σίγουρα, όμως δεν ξεχνούσε ότι δεν είναι σε υπηρεσία, ενώ οι εντολές του ήταν ξεκάθαρες: δεν έπρεπε να μπλέξει. Αν μη τι άλλο, ο διοικητής του δεν είχε καμιά υποχρέωση να του δώσει άδεια για τόσο πολλές μαζεμένες μέρες, από τη στιγμή που είχαν έλλειψη επαρκούς προσωπικού. Ο Κάρτερ όφειλε να σεβαστεί τη διαταγή του ανωτέρου του.

Όμως, ειλικρινά, αν τύχαινε κάτι… Τι; Θα έκανε τα στραβά μάτια; Μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι, σκεπτόμενος ότι «δεν είναι δικό του πρόβλημα»; Από το ένα περιστατικό που συνέβη στο πλοίο, αποδείχτηκε ότι όχι, δεν θα παρίστανε τον ανήξερο. Τουλάχιστον, όχι σε περιπτώσεις που η απειλή ήταν μικρή και υπήρχε η δυνατότητα να αποφευχθούν τα χειρότερα. Κάποιος/α θα μπορούσε να πει ότι έφταιγε η δουλειά του Κάρτερ, που κατ’ ουσίαν είχε γίνει η ζωή του. Αλλά ο ίδιος προτιμούσε να σκέφτεται ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ότι είναι στον άνθρωπο κι όχι στο επάγγελμά του, αν θα ενδιαφερθεί για τους γύρω του ή όχι. Μπορεί να έκανε λάθος; Μπορεί. Δεν το είχε φιλοσοφήσει πολύ. Αλλά, μέχρι τώρα, το συμπέρασμά του αυτό ήταν.

Ο Κάρτερ χαλάρωσε το πουκάμισό του, ξεκουμπώνοντας δύο κουμπιά. Ένιωθε το ύφασμα να κολλάει στην πλάτη και το στήθος του. Έβγαλε το παγούρι του και ήπιε λίγο από το νερό του. Σκέφτηκε να βγάλει και να στρίψει ένα τσιγάρο και να καπνίσει, όπως έκαναν οι πιο πολλοί επιβάτες, αλλά αφενός το σταχτοδοχείο του τραπεζιού είχε γεμίσει με γόπες και αφετέρου θα του έφερνε περισσότερη δίψα, οπότε το άφησε για την ώρα.

Τότε, καθώς γυρνούσε το βλέμμα του προς το εσωτερικό του βαγονιού, είδε πως το δεύτερο παιδί της οικογένειας τον κοιτούσε. Ήταν ένα αγοράκι, ξανθό όπως η μητέρα του, λιγνό και χαμένο κάτω από βαριά ρούχα. Είχε ανοιχτόχρωμα μάτια. Σκάλιζε την μύτη του με το δεξιό του χέρι.

Ο Κάρτερ συνειδητοποίησε ότι η πρώτη του αντίληψη ήταν ελαφρώς λανθασμένη. Ο μικρός δεν κοιτούσε ακριβώς τον ίδιο, αλλά τις θήκες με τα πιστόλια του. Αναθεμάτισε, μιας και είχε στο μυαλό του να τα έχει συνέχεια κρυμμένα. Έσπευσε να τα καλύψει με το πανωφόρι του.

Το αγόρι δεν σταμάτησε να τον κοιτάζει.

Ο Κάρτερ, αφού σιγουρεύτηκε πως οι άλλοι ενήλικες δεν του έδιναν σημασία, έκανε μια κίνηση προς το αγόρι -έφερε τον δεξιό του δείκτη κοντά στα χείλη του-, ώστε εκείνο να μην μιλήσει.

Αλλά πέτυχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Το αγόρι μίλησε. Πλησίασε τον πατέρα του και του ψιθύρισε κάποια λόγια. Έπειτα, αυτός τα επανέλαβε στον ίδιο τόνο. Το αγόρι τα ξανάπε. Ο πατέρας του είπε κάτι άλλο, σε αυστηρό ύφος. Το αγόρι επέμεινε, αλλά αυτή τη φορά δυνατά και καθαρά. Σε μια διάλεκτο που ο Κάρτερ δεν κατάλαβε, όμως κατάλαβαν οι άλλοι ενήλικες. Ακόμα και η μητέρα του μικρού ξύπνησε –ευτυχώς, όχι και το μωρό. Ο πατέρας και η μητέρα κάτι είπαν στο αγόρι και εκείνο έδειξε τον Κάρτερ και επανέλαβε ό,τι είχε πει νωρίτερα. Οι γονείς στράφηκαν προς τον πιστολέρο. Κάτι του είπαν, που εκείνος δεν κατάλαβε –κι αυτή η δυσκολία κατανόησης μεταξύ του ιδίου και άλλων ανθρώπων είχε αρχίσει να γίνεται πιο συχνή απ’ ό,τι ήθελε και αυτό τον εκνεύριζε, μιας και του υπενθύμιζε την αβεβαιότητα που ένιωθε επειδή ήταν μακριά από τον τόπο του.

«Συγνώμη» είπε «δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε».

Ο πατέρας, κοιτάζοντας τον Κάρτερ, έδειξε το αγόρι και χαμογέλασε και είπε κάτι.

Τώρα είχαν στραφεί και οι άλλοι επιβάτες προς τον πιστολέρο.

Ο Κάρτερ ανασήκωσε τους ώμους του προς τον πατέρα του αγοριού. Έκανε να μιλήσει, αλλά το βρήκε μάταιο και δεν το έκανε.

Το αγόρι είπε κάτι.

Η μητέρα του το μάλωσε.

Ο πατέρας συνέχισε να χαμογελά και να λέει στον Κάρτερ τα δικά του.

Ο Κάρτερ δεν μίλησε.

Ευτυχώς, ο νεαρός που καθόταν απέναντί του είπε «Σας ζητάει συγνώμη». Είχε προφορά σαν αυτή των γονιών του αγοριού, αλλά τα αγγλικά του ήταν επαρκή. «Το παιδί του, λέει, έχει μεγάλη φαντασία και βλέπει ό,τι θέλει. Είναι το… εμ, το titok, το… Το μυστικό του, που το λέει μόνο στους γονείς του».

«Κατάλαβα. Ευχαριστώ». Ο Κάρτερ το σκέφτηκε λίγο. «Πείτε του ότι δεν με πειράζει. Κι εγώ είχα φαντασία όταν ήμουν παιδί».

Ο νεαρός το είπε στον πατέρα, που απάντησε κάτι άλλο.

«Σας ευχαριστεί».

Ο Κάρτερ ένευσε. Όταν είδε πως οι άλλοι ενήλικες γύρισαν στις κουβέντες τους -ή στη σιωπή τους-, ενώ ο μικρός τον παρατηρούσε, επανέλαβε άηχα την λέξη titok. Και το αγόρι έπιασε το νόημα και χαμογέλασε, κάνοντας την κίνηση με τον δείκτη που είχε κάνει ο Κάρτερ πρωτύτερα.

Το περιστατικό έληξε κι έτσι ο πιστολέρο έμεινε να αναρωτιέται τι άλλο τον περίμενε μέχρι τη Βουδαπέστη. Ή και αφού έφτανε. Ήλπιζε, όχι κάτι που θα χρειαζόταν να παραβιάσει εντελώς την υπόσχεσή του προς τον διοικητή του. Δηλαδή, απευχόταν να εμπλακεί σε έντονους διαπληκτισμούς -από αυτούς που τελειώνουν μόνο όταν κάποιος πέσει αιμόφυρτος ή νεκρός- ή, ακόμα χειρότερα, σε μάχες με όπλα. Γιατί να μην πάει απλώς στην πόλη που μένει ο αδερφός του με την οικογένειά του, να τους γνωρίσει, να τα πουν για ώρες, ίσως να κάνουν καμιά βόλτα κλπ; Και μετά, να φύγει και να γυρίσει στην Αμερική σώος, αβλαβής και δίχως να χρειαστεί να πει ψέματα σε κανέναν. Αυτό ήθελε και σε αυτό προσέβλεπε. Ένα ταξίδι χωρίς περαιτέρω παρατράγουδα.

Έτσι ήλπιζε.

Όπως ήλπιζε ότι ο αδερφός του θα ήταν ιδανικός σύζυγος και πατέρας, εκτός από καλός άνθρωπος. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να συναντήσει τον μοναδικό εν ζωή συγγενή του και να ανακαλύψει πως είναι ένα σκουπίδι, όπως ήταν τα μέλη της οικογένειας που μεγάλωσε τον Κάρτερ. Πραγματικά, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η απογοήτευσή του θα ήταν τέτοια, που δεν ήξερε αν θα συγκρατούσε τον εαυτό του από το να πιαστεί στα χέρια με τον Φάμπιαν. Έτσι και τον έβλεπε να χτυπάει ή να βρίζει ή γενικά να συμπεριφέρεται με απαράδεκτο τρόπο στην γυναίκα και την κόρη του, ο Κάρτερ θα παρενέβαινε κι ας συλλαμβανόταν αργότερα. Έκανε τόσο δρόμο, με την αγωνία και την έξαψη να του τρώνε τα σωθικά, για να βρει την οικογένειά του. Και θα έβρισκε ένα τέρας να μοιράζεται το ίδιο αίμα με εκείνον; Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Θα του έδινε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής του.

Στο μήνυμα που είχε λάβει, δε φαινόταν κάτι τέτοιο, αλλά πως ο Φάμπιαν ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος και συναισθηματικός τύπος. Γι’ αυτό ο Κάρτερ πήγαινε να τον βρει. Γιατί δεν του είχε δώσει καμιά άλλη εντύπωση –αφού τότε δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει από την Αμερική για να βρει τον Φάμπιαν και να απογοητευθεί που τόσα χρόνια ευχόταν να βρει τους δικούς του.

Θα είναι όπως τον φαντάζομαι. Ένας αξιόλογος άνθρωπος. Και αυτός και η γυναίκα και η κόρη του. Κι εγώ δεν θα θέλω να φύγω από κοντά τους, αν και δεν θα μπορώ να κάνω αλλιώς. Αυτό σκεφτόταν και περίμενε εναγωνίως να φτάσει στον προορισμό του.

Τότε εμφανίστηκε ο σερβιτόρος και μπόρεσε να παραγγείλει ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ.

 

*

 

Πρεσβυτέριο Μπόρλεϊ, Αγγλία

Ο Τζον Μπάρλοου έλειπε και έτσι η Κόμισσα Ροντίκα Ντραγκίτσι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και καθόταν γυμνή σε μια καρέκλα στο γραφείο του συγγραφέα, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο που μοιράζονταν. Είχε παραμερίσει μερικά έντυπα (όπως η New York Tribune, η LAurore, το Annales de la faculté et des arts και η The Essex Gazette), την γραφομηχανή μάρκας TMachine και το διήγημα που κόντευε να ολοκληρώσει ο Μπάρλοου και πλέον μπροστά της είχε το πιο πρόσφατο φύλλο της εφημερίδας Gazeta Transilvaniei, του Μπρασώφ. Ο Μπάρλοου ήταν συνδρομητής σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά ανά τον κόσμο, κυρίως από χώρες που είχε επισκεφτεί ή που είχαν κάποια σημασία για αυτόν. Εκτός από την Gazeta Transilvaniei, μια άλλη που περίμενε πώς και πώς ήταν η De Telegraaf, μια ολλανδική εφημερίδα, στην οποία έψαχνε κυρίως αναφορές για λογοτεχνικές εκδηλώσεις (όπου συνήθως υπήρχε ένας κατάλογος με τους παρευρισκομένους), αλλά και στις κηδείες. Απ’ ό,τι είχε πει στην Κόμισσα, γύρευε κάποιον Μαρτίν Χόουνεχ, με τον οποίο είχαν ανταλλάξει μερικές «ενδιαφέρουσες κουβέντες», αλλά είχε χάσει τα ίχνη του. Εκείνη, γνωρίζοντας την αγάπη του για το υπερφυσικό, είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της αυτόν τον Χόουνεχ, σαν ένα πιθανό θήραμα που θα έπρεπε να επισκεφτεί μελλοντικά. Κι όχι μόνο αυτόν, μα και άλλους: τον Χένρι Τζέιμς, τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Ρόμπερτ Τσέιμπερς, τον Γ.Γ. Τζέικομπς, τον Αμπρόουζ Μπηρς, τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ… Υπήρχαν πολλοί συγγραφείς που, είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, είχαν ασχοληθεί με το υπερφυσικό και σίγουρα όλοι θα είχαν κάτι χρήσιμο να προσφέρουν στην Κόμισσα, πριν τους σκοτώσει –όχι, δεν θα τους έκανε βρικόλακες, γιατί είχαν τολμήσει να αγγίξουν θέματα που δεν τους αφορούσαν. Ίσως οι γυναίκες συγγραφείς (όπως η Μάρτζορι Μπόουεν και η Φλόρενς Μάρρυατ) να τύγχαναν της εύνοιάς της –μόνο αυτές, όμως. Η Κόμισσα δεν είχε υπ’ όψιν της πόσο είχαν προχωρήσει οι άνθρωποι ως προς την εύρεση της αλήθειας ότι δεν είναι μόνοι τους, αλλά ότι γύρω τους υπάρχει μαγεία. Πίστευε πως η θρησκεία θα είχε εξαλείψει την οποιαδήποτε πρόοδο. Όμως, από τότε που γνώρισε τον Μπάρλοου, ο οποίος της παρουσίασε απλόχερα όλη την γνώση που διέθετε και όση ανακάλυπτε, η Κόμισσα εντυπωσιάστηκε, μα και ανησύχησε συνάμα, καθώς σκεπτόταν ότι τα θηράματα μπορεί κάποια στιγμή να έφταναν σε εκείνη και στους ακολούθους της που ζούσαν στο Μπραν, και τότε σίγουρα θα εξαπέλυαν τους στρατούς τους για να ξεπαστρέψουν τους βρικόλακες. Κι αυτό δεν θα το επέτρεπε. Δεν επέζησε της βάρβαρης ζωής που της προσέφερε ο σύζυγός της, κατά τον γεμάτο ταπείνωση έγγαμο βίο τους, δεν έγινε ένα ανώτερο ον για να διωχθεί -πόσο μάλλον να εξοντωθεί- από κατώτερους της, ούτε δημιούργησε τα αγαπημένα της παιδιά, για να έχουν μια τέτοια μοίρα. Όχι. Αυτοί θα κυριαρχούσαν. Οι βρικόλακες. Και τα θηράματα είτε θα επέλεγαν την αιώνια ζωή, είτε τον οριστικό θάνατο.

Τώρα ήταν μόνη της, ο μοναδικός υπηρέτης που είχε απομείνει δεν έμπαινε εδώ όταν έλειπε ο Μπάρλοου, οπότε η Κόμισσα μπορούσε να διαβάσει και να σκεφτεί. Η αλήθεια ήταν πως το άρθρο που διάβαζε την είχε προβληματίσει.

Ο άντρας που το υπέγραφε αναφερόταν «στην απρόσμενη παρουσία του κλιμακίου του Δέκατου Πέμπτου Ορεινού Πυροβολικού, του Κοινού Στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας εντός του κτιρίου της πολιτοφυλακής», αλλά και για άλλες στρατιωτικές μονάδες που είχαν μοιραστεί σε διάφορα σημεία, όπως το Πουάνα Μπρασώφ. Ο αρθρογράφος αναρωτιόταν «Τι να συμβαίνει άραγε; Γιατί τέτοια κινητικότητα; Τι συμβαίνει με την πολιτοφυλακή και γιατί γίνεται πιο δύσκολη η πρόσβαση στο Μπρασώφ;» Παρακάτω, ανέφερε και άλλες περιοχές που είχαν αποκτήσει έντονη στρατιωτική επιτήρηση, ενώ μέχρι τότε δεν είχαν ή ήταν πολύ πιο μικρή. Παράλληλα, ο άντρας συσχέτιζε την επιχείρηση του Δέκατου Πέμπτου και με την άφιξη χωρικών από το Μπραν.

Η Κόμισσα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με αυτή την εξέλιξη. Είχε πιστέψει ότι τα παιδιά της θα έκαναν καλύτερη δουλειά. Πως δεν θα άφηναν να εκτροχιαστεί η κατάσταση και να ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Όμως, μάλλον έκαναν λάθος. Όλοι τους. Και η ίδια η Κόμισσα. Τα τέκνα της είχαν υποτιμήσει τους κατοίκους του Μπραν και εκείνη είχε υπερεκτιμήσει τις ικανότητες των ακολούθων της. Παρότι ήξερε ότι οι άνθρωποι δεν θα κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια για πολύ καιρό, τελικά η Κόμισσα είχε δεχθεί τις υποσχέσεις της Ρεβέκκα ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα στην αποστολή τους και θα υπέτασσαν το Μπραν ολοκληρωτικά. Αλλά δεν το είχαν καταφέρει. Κάποιοι είχαν γλιτώσει και είχαν μιλήσει και πλέον η Τρανσυλβανία φρουρούνταν.

Όμως, τα μάτια της δεν είχαν αλλάξει στις μαύρες αβύσσους που γίνονταν όταν ήταν αναστατωμένη ή όταν πεινούσε. Ούτε οι κυνόδοντές της είχαν μακρύνει. Γιατί ήξερε ότι οι βασικοί ακόλουθοί της είναι ζωντανοί. Αν είχαν πεθάνει, θα το ήξερε, θα το ένιωθε στα τρίσβαθα της ψυχής της. Μόνο μία είχε πεθάνει, εκείνη η Μαγκνταλένα Μπενγκέσκου, η ερωμένη της Ρεβέκκα, για την οποία, όμως, η Κόμισσα δεν ένιωθε κάτι ιδιαίτερο –σίγουρα, όχι ό,τι αισθανόταν η Ρεβέκκα. Αν είχε χαθεί η Έλενα ή ο Νικολάι ή ο Βασίλι ή και η Ρεβέκκα, τότε η Κόμισσα θα είχε αιματοκυλήσει το Πρεσβυτέριο και την γύρω περιοχή -για αρχή-, αποδεικνύοντας στον Μπάρλοου πόσο ηλίθιος ήταν που την είχε ερωτευτεί και πως δεν είχε καταλάβει το παραμικρό για το ποιόν της, παρά τη φαντασία που διέθετε.

Αν δεν είχαν πεθάνει, λοιπόν, οι ακόλουθοι της, τότε αυτό πρέπει να σήμαινε ότι συνέχιζαν να δρουν στην ευρύτερη περιοχή κοντά στο Μπρασώφ. Ίσως να είχαν προχωρήσει και παραπέρα, σε άλλα μέρη, γιατί οι άνθρωποι είχαν στείλει στρατό σε πολλά. Μπορεί η Ρεβέκκα και οι υπόλοιποι να είχαν κάποιο σχέδιο υπ’ όψιν τους και να συγκέντρωναν το δικό τους στρατό, μυστικά.

Κάτι άλλο που παρατηρούσε η Κόμισσα ήταν πως στο άρθρο δεν υπήρχαν λεπτομέρειες για τους κατοίκους του Μπραν. Ποιοι ήταν, για ποιο λόγο είχαν ξεσπιτωθεί άρον-άρον και πού ακριβώς βρίσκονταν. Αυτό ήταν κάπως περίεργο. Δηλαδή, ο αρθρογράφος γνώριζε κάποια πράγματα, αλλά όχι όλα; Γιατί; Πώς είχε ανακαλύψει ότι αυτοί που είχαν έρθει ήταν από το Μπραν, αλλά δεν έμαθε την αιτία του φευγιού τους; Δεν έβγαζε νόημα αυτό.

Εκτός…

Η Κόμισσα χαμογέλασε. Γιατί θυμήθηκε πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν χωριάτες Τρανσυλβανοί. Και είχαν πάει σε μια πόλη που διοικούνταν από Ούγγρους. Η Κόμισσα, όλα αυτά τα χρόνια που ζούσε απομονωμένη, είχε σκοτώσει μερικούς περαστικούς Ούγγρους, αλλά κάνα δυο από αυτούς, πριν τους αφαιμάξει, είχαν προλάβει να ψελλίσουν ότι δεν πίστεψαν τις φήμες που είχαν ακούσει για το στοιχειωμένο κάστρο του Μπραν. Επίσης, και οι ντόπιοι χωριάτες, μα και οι τσιγγάνοι που περιφέρονταν, πολλοί εκ των οποίων είχαν πέσει θύματα της Κόμισσας, προσπαθούσαν να μη σκέφτονται ότι στα μέρη τους υπήρχε ένα τέρας σαν αυτή. Ακόμα, ήταν γνωστό πως το Μπρασώφ σε ένα μεγάλο βαθμό αποτελούνταν από ανθρώπους διαφόρων χωριών, που είχαν πάει εκεί για να ξεχάσουν και να μην ζουν πια με τον τρόμο του κακού που μπορούσε να τους βρει. Ίσως, λοιπόν, οι κάτοικοι του Μπραν που ήρθαν στην πόλη να μην είπαν τι είχε συμβεί -βασικά, μάλλον είχαν πει ψέματα, ότι άλλοι τους έδιωξαν, κάποιοι κακοί άνθρωποι-, αλλά, όπως και να είχε, οι Ούγγροι στρατιωτικοί αποφάσισαν να πάρουν τα μέτρα τους, οχυρώνοντας την Τρανσυλβανία σαν να ετοιμάζονταν για πόλεμο.

Κάτι που ίσχυε, κατά μία έννοια. Μόνο που δεν ήξεραν ποιος ήταν ο εχθρός. Όπως δεν ήξερε και ο Μπάρλοου τι ον είχε φέρει στο σπίτι του και τι έκανε αυτό το ον στον ίδιο όταν εκείνος κοιμόταν, αλλά και σε άλλους ανθρώπους στη γύρω περιοχή –γιατί ναι, φυσικά και έβγαινε από το Πρεσβυτέριο και έψαχνε για θηράματα, αν και διακριτικά. Είχε βρει τρία παιδιά, μέχρι τώρα, τρία πανέμορφα διαβολάκια με απαλό λευκό δέρμα και παιχνιδιάρικα μάτια, τα οποία τα πήρε από τους γονείς τους (χωρίς αυτοί να το καταλάβουν έγκαιρα) και τα κρατούσε σε μια καταπακτή στο υπόγειο του Πρεσβυτέριου, για την οποία ο Μπάρλοου δεν είχε ιδέα. Είχε γευτεί το αίμα τους και, παρά την ταπεινή καταγωγή τους, όφειλε να παραδεχτεί πως ήταν θεσπέσιο. Τα είχε βρει ξύπνια, να κοιτάνε έξω από το παράθυρο του σπιτιού τους το χωριό που εκείνες τις ώρες έμοιαζε με νεκροταφείο. Τα είχε ξεγελάσει, ένα τη φορά, τάζοντας τους παιχνίδια και μαγεία και εκείνα άνοιξαν την πόρτα τους σε αυτή. Τους τα πρόσφερε αμφότερα: τους έδωσε τα κουκλάκια που είχε παρατήσει κάποια παλιότερη οικογένεια που διέμενε στο Πρεσβυτέριο, ενώ τους έδειξε μερικές από τις υπερφυσικές ικανότητές της, με εκείνα να την κοιτάνε σαν να ήταν ο Θεός. Την ακολούθησαν χωρίς καν να συνειδητοποιούν τι ήταν αυτή και τι σκοπό είχε: να τα κρατήσει, να γευτεί το αίμα τους και να τα μετατρέψει σε υπηκόους της. Οι τοπικές Αρχές έψαχναν για τον υπαίτιο, αλλά δεν έβρισκαν κανέναν. Όπως και οι Οθωμανοί και αργότερα οι Ούγγροι της Τρανσυλβανίας, που δεν ήξεραν γιατί χάνεται κόσμος στα μέρη τους. Η Κόμισσα ήξερε να κυνηγάει και να περνάει απαρατήρητη από το ευρύ κοινό. Αυτό εφάρμοζε τόσα χρόνια, αλλά δίχως το όραμα που της γεννήθηκε μετά την επίσκεψη του Μπάρλοου στο κάστρο της. Πλέον, σκόπευε να καθυποτάξει όλο τον κόσμο, μια σταυροφορία που θα έπαιρνε χρόνια, ίσως αιώνες. Αλλά δεν ανησυχούσε. Ήταν απέθαντη. Είχε στη διάθεσή της όσο χρόνο ήθελε. Τα τέκνα της στην Τρανσυλβανία είχαν αναλάβει την Ανατολική Ευρώπη και εκείνη τη Δυτική. Και οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για το σκοτάδι που τους περίμενε.

Μόνο αυτός ο υπηρέτης με υποπτεύεται, σκεφτόταν κάπου-κάπου. Αλλά δεν ανησυχούσε για αυτόν. Θα τον αναλάμβανε σύντομα. Τον άφηνε να κυκλοφορεί ακόμα για δύο λόγους: πρώτον, της άρεσε που τον έβλεπε να την κοιτά όσο λιγότερο μπορούσε και να ιδρώνει λες και έτρεχε για μίλια όταν ήταν κοντά της ή που μάθαινε από τον Μπάρλοου ότι είναι τρομοκρατημένος. Και δεύτερον, αν τον έβγαζε από τη μέση από τώρα, ίσως η πράξη της να έπειθε τον Μπάρλοου ότι ο υπηρέτης είχε δίκιο για αυτήν, κάτι που ήταν αντίθετο με τον σκοπό της.

«Μα τι ενδιαφέροντα πράγματα μπορούν να ξεκινήσουν από ένα τόσο μικρό χωριό σαν το Μπραν» σχολίασε τώρα η Κόμισσα. Μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Αφορούσε την οικογένεια του Μπραν για την οποία έτρεφε το φοβερό μίσος της. Τους Τσομπάνου. Ήξερε, φυσικά, ότι ο Ντράχοσλαβ Τσομπάνου και ο γιος του είχαν πεθάνει –ο Ντράχοσλαβ, μάλιστα, είχε καταφέρει να πάρει μαζί του στον θάνατο την Μαγκνταλένα. Αλλά αναρωτιόταν αν είχαν άλλα μέλη στην οικογένεια που να έζησαν. Ο γέρος ήταν παντρεμένος και η Κόμισσα υπέθετε ότι και ο γιος θα είχε βρει κάποια άτυχη, η οποία ίσως του είχε κάνει κάνα δυο κουτσούβελα. Μήπως ο γέρος είχε και κάποιον άλλο συγγενή που να τους συνέδεε το ίδιο αίμα; Κι άραγε, όλοι αυτοί να επέζησαν της επίθεσης; Μήπως είχαν ξεφύγει στο Μπρασώφ, μαζί με τους άλλους; Η Κόμισσα ήθελε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος ύπαρξης αυτής της οικογένειας. Ένας δικός τους πρόγονος είχε προδώσει τον έρωτα της Κόμισσας με τον αγαπημένο της στρατιώτη, με αποτέλεσμα αυτός να πεθάνει βάναυσα και εκείνη να μετατραπεί σε ένα τέρας. Φυσικά και θα ήθελε να εξαφανίσει τους Τσομπάνου. Και θα το έκανε. Ήταν από τους πρωταρχικούς σκοπούς της. Ο θάνατος του στρατιώτη της, του Ίλιε, θα δικαιωνόταν έστω και μετά από αιώνες.

Η Κόμισσα σηκώθηκε και επέστρεψε στο κρεβάτι. Ξάπλωσε, κουκουλώθηκε και ετοιμάστηκε να συνδεθεί νοητά με την Ρεβέκκα. Έπρεπε να συζητήσουν για το μέλλον της αποστολής τους στο Μπραν, και όχι μόνο.

 

*

 

Μπρασώφ, Τρανσυλβανία

Στο γραφείο του διοικητή της πολιτοφυλακής, ο Ζαλάν και ο Κέρσεν κάθονταν στις καρέκλες τους, αλλά ένιωθαν σαν να τους είχαν πιάσει κανίβαλοι της Αφρικής και τους σιγόκαιαν στα καζάνια τους, πριν τους φάνε –όπως λέγεται ότι κάνουν. Ο Μίκλος παρέμενε κι αυτός ήσυχος, αλλά ήταν εξίσου ανήσυχος. Δεν υπήρχαν νεώτερα από το απόσπασμα του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού που είχε αναλάβει την προστασία του Πουάνα Μπρασώφ, αλλά αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα κάτι και σίγουρα δεν αποτελούσε αιτία για εφησυχασμό.

Φυσικά, δεν είχαν πιστέψει ούτε κατά διάνοια τα λεγόμενα του μάρτυρα της επίθεσης, ότι αυτός και η παρέα του είχαν υποστεί επίθεση από βρικόλακες. Ακόμα και με τις μαρτυρίες του λοχία Βίντσε και του δεκανέα Φέχερ, που είχαν σκοπιά και είδαν καλύτερα από τους υπόλοιπους «δύο σκιές, με κάτασπρα χέρια, χλομό πρόσωπο και μάτια σαν σφαίρες και μαύρα μαλλιά», όπως ανέφεραν. Η μία από τις δύο σκιές είχε αρπάξει έναν άλλο άντρα, ο οποίος δε βρέθηκε στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν το πρωί. Αλλά βρέθηκαν ίχνη από αίμα. Λίγα και διάσπαρτα, αλλά ευδιάκριτα στο χιόνι. Γεγονός, όμως, που και πάλι δεν αποδείκνυε την παλαβή άποψη ότι οι υπαίτιοι ήταν βρικόλακες.

Όταν αποχώρισε ο αρχιλοχίας που τους ενημέρωσε για τα καθέκαστα, ο Κέρσεν είχε διερωτηθεί «Γιατί να επιτέθηκαν το βράδυ;»

Ο Ζαλάν, όμως, είχε σπεύσει να πει «Τι μ’ αυτό; Οι καλύτερες ώρες για να κάνεις εγκληματικές πράξεις είναι οι νυχτερινές ώρες. Λιγότεροι μάρτυρες, καλύτερη κάλυψη από το περιβάλλον κλπ. Μην σκοτίζεσαι, δεν αρκεί αυτό για να δεχθούμε την γνώμη ενός  αγράμματου χωριάτη». Αλλά αναρωτιόταν αν είχε δίκιο. Από τη μια το Μπραν και οι σφαγές που έγιναν εκεί, από την άλλη ο εφιάλτης που είχε δει ο ίδιος ο Ζαλάν πρόσφατα με κάτι επικίνδυνες μαυροντυμένες μορφές… Τώρα αυτή η επίθεση. Και κανένας ύποπτος -η πιθανότητα να φταίνε κάτοικοι του Μπραν για όσα είχαν γίνει αποκλείστηκε όταν σφαγιάστηκαν οι πολιτοφύλακες.

Συν το ότι μου έχουν μπαστακωθεί ο Κέρσεν με τους νταγλαράδες του, σκέφτηκε. Και μην ξεχνάμε ότι μας έρχονται κι άλλοι νοματαίοι από τη Βουδαπέστη, με επικεφαλή έναν Αυστριακό κατάσκοπο.

Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτά. Ο ίδιος ο Πίντερ Ζαλάν, αντιστράτηγος της Ουγγρικής πολιτοφυλακής, με υπηρεσία πάνω από σαράντα χρόνια σε διάφορα τμήματα της επικράτειας, θα περνούσε από στρατοδικείο. Μόλις ξεμπέρδευαν από την υπόθεση του Μπραν, η καριέρα του θα τελείωνε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο για έναν πατριώτη πολιτοφύλακα: ατιμωτική απόταξη και λειψή σύνταξη. Ή θα τελείωνε με τον χείριστο τρόπο: ατιμωτική απόταξη, εκτέλεση και ούτε δείγμα σύνταξης για την χηρεύσασα γυναίκα του –η οποία, όπως και τα παιδιά του, αναπόφευκτα θα στιγματίζονταν και θα περιθωριοποιούνταν.

Εκτός αν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα ο τρόπος που είχε σκεφτεί για τον εαυτό του και τον Κέρσεν, ούτως ώστε να γλιτώσουν περαιτέρω κατακραυγή. Όμως, αυτή η ιδέα του είχε να κάνει με όσα προηγήθηκαν όχι μόνο των χθεσινοβραδινών γεγονότων, αλλά και της επικείμενης άφιξης του αποσπάσματος από τη Βουδαπέστη. Τώρα, τα πράγματα περιπλέκονταν κι άλλο κι ένας θεός ξέρει τι θα γινόταν με το που άρχιζε να χώνει τη μύτη του ο Αυστριακός, ο Άσπελ. Βάσει των όσων του είπε ο Κέρσεν, ο εν λόγω κατάσκοπος πρέπει να ήταν ζόρικος. Καλός στη δουλειά του –μάλλον. Επίσης, ίσως ήταν υποστηρικτής της ένωσης της Αυστρίας και της Ουγγαρίας. Αλλά είχε αναγνωρίσει και την αξία της πρωτοβουλίας του Ζαλάν για στρατιωτική προστασία των παρακείμενων στο Μπραν περιοχών. Δηλαδή, ήταν και δίκαιος.

Συν ότι δεν τα πάει καλά με τον Κέρσεν. Αυτό ήταν το καλύτερο χαρτί του Ζαλάν και δεν σκόπευε να το ξεχάσει. Θα το θυμόταν μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν θα πέσει μονάχα ο ίδιος. Θα έπαιρνε μαζί του στην Κόλαση και τον γαμημένο τον Κέρσεν, να τα πίνουν και να μαρτυρούν από τον Σατανά και τους διαόλους του. Δεν θα άφηνε να τη βγάλει καθαρή ο καριόλης που του έφαγε την θέση –να, τώρα κάθεται πίσω από το γραφείο μου, γαμώτο!– και έβαλε να «συλλάβουν» μέσα στο γραφείο του Ζαλάν τον Μίκλος. Αυτά δεν περνάνε έτσι, ατιμώρητα. Ας πήγαινε να γαμηθεί το Μπραν και οι γέροι και τα παιδιά που έφυγαν από εκεί και έμεναν στο Μπρασώφ ή όπου στο δαίμονα κατέληξαν. Ο Κέρσεν θα ξηλωνόταν και θα είχε την ίδια μοίρα με τον αντιστράτηγο.

Για κάποιο λόγο, του ερχόταν να γελάσει. Τέτοιο μπέρδεμα δεν το περίμενε. Η μόνη του απορία τώρα ήταν ως πού θα έφτανε η κατάσταση, πόσο θα εκτροχιαζόταν.

«Οπότε» ακούστηκε η φωνή του Κέρσεν «τι κάνουμε;» Από τότε που ανακοινώθηκε ότι ερχόταν ο Φάμπιαν Άσπελ, και μάλιστα με εξουσιοδότηση να πράξει κατά το δοκούν, ο αντισυνταγματάρχης είχε πεσμένο ηθικό και ολοένα αυξανόταν η ανησυχία του. Τον πρώτο γύρο αντιπαραθέσεων τον είχε κερδίσει ο Κέρσεν, αλλά τι θα συνέβαινε στον δεύτερο;

«Περιμένουμε» απάντησε ο Ζαλάν, ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Οι φρουρές μας κάνουν τη δουλειά τους. Το απόσπασμα θα καταφτάσει σε λίγες ώρες. Από κει και μετά, η ευθύνη θα είναι του Αυστριακού Φάμπιαν Άσπελ. Ολοκληρωτικά. Με τις ευλογίες του Αυτοκράτορα και των πρωθυπουργών των χωρών μας. Θα έρθει εδώ και θα του παραδώσουμε τη διοίκηση της πολιτοφυλακής και του Δέκατου Πέμπτου. Μπορεί να θελήσει και τις γυναίκες μας. Τη δική σου, βασικά, γιατί δεν νομίζω να θέλει τη δική μου. Εκτός αν του αρέσουν οι γριές». Ο Ζαλάν γέλασε.

«Το διασκεδάζεις, βλέπω» σχολίασε ο Κέρσεν και φρόντισε ώστε να φανεί ο εκνευρισμός του. «Μήπως ξεχνάς ότι εσύ είσαι ο πρώτος που θα φάει σκατά; Άσε που αν το κρίνει ο Άσπελ θα σε σύρουν στη φυλακή μια ώρα αρχύτερα».

«Μπορεί. Μπορεί. Αλλά τι θες να κάνω, Κέρσεν; Ε; Τι μπορώ να κάνω; Το θέμα ήταν να μην ξεφύγουν τα πράγματα. Αλλά ξέφυγαν. Πολύ. Αποδειχτήκαμε ανεπαρκείς στη δουλειά μας».

«Ε! Μίλα για τον εαυτό σου, Ζαλάν. Εσύ τα σκάτωσες».

Ο Ζαλάν κούνησε το κεφάλι του. «Κι όμως, πλέον έχεις κι εσύ ευθύνη. Χθες σκοτώθηκε σίγουρα ένας άνθρωπος και αγνοούνται κι άλλοι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του μάρτυρα. Και αυτά συνέβησαν κοντά στο οδόφραγμα που έστησαν τα παλικάρια σου. Χάθηκαν άνθρωποι την ώρα που άντρες του Δέκατου Πέμπτου φυλούσαν το Πουάνα Μπρασώφ. Μην νομίζεις ότι ο Άσπελ θα το αγνοήσει αυτό».

Ο Κέρσεν δεν απάντησε αμέσως. Παρατήρησε τον Ζαλάν. Μετά πρόσεξε ότι ο Μίκλος χαμογελούσε. «Πέρνα έξω, συνταγματάρχη» διέταξε.

«Μάλιστα, κύριε διοικητά» απάντησε ο Μίκλος και σηκώθηκε. Χαιρέτισε στρατιωτικά και, χωρίς να σταματήσει να χαμογελά, στράφηκε προς την πόρτα.

«Περίμενε. Φώναξέ μου τον λοχαγό Ματέ».

Ο Μίκλος το έκανε και ο αξιωματικός εμφανίστηκε στην πόρτα.

«Λοχαγέ» είπε ο Κέρσεν «οδήγησε τον συνταγματάρχη Μίκλος στα κρατητήρια, για απαράδεκτη συμπεριφορά προς τον ανώτερό του».

«Τι;» έκανε ο Μίκλος και κοίταξε αποσβολωμένος τον Κέρσεν. «Αυτό είναι άδικο. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Κύριε αντιστράτηγε, σας παρακαλώ…»

«Άσε τα σάπια, Μίκλος. Ματέ, πάρ’ τον από δω».

«Μάλιστα, κύριε διοικητά». Ο Ματέ φώναξε δύο φαντάρους και μαζί απομάκρυναν τον Μίκλος, κλείνοντας πίσω την πόρτα.

«Τι νομίζεις ότι κατάφερες τώρα;» ρώτησε ο Ζαλάν.

«Απαλλάχτηκα από έναν μαλάκα. Αυτό κατάφερα. Μου μένει άλλος ένας. Μαντεύεις ποιος;»

Ο Ζαλάν δεν απάντησε. Άναψε τσιγάρο και κάπνισε. Το ίδιο έκανε και ο Κέρσεν.

Για λίγο, έπεσε σιωπή.

«Για να πω την αλήθεια» είπε κάποια στιγμή ο Ζαλάν «ούτε εγώ τον πάω. Ο Μίκλος είναι ένας χοντρός γραφειοκράτης, που έχει την τύχη να φοράει στολή». Δεν κοιτούσε τον Κέρσεν, αλλά είχε καρφώσει το βλέμμα του στον απέναντι τοίχο. Άραγε, η γυναίκα μου θα διαβάζει ποίηση και μετά την κηδεία μου; αναρωτήθηκε. Ναι, απάντησε μετά, σίγουρα.

«Αν τον αντιπαθείς, γιατί τον κρατάς;»

«Δεν έχω και πολλές επιλογές από ικανούς αξιωματικούς. Άσε που δεν ενοχλεί. Του δίνεις φαΐ και κάθεται στη γωνιά του». Ο Ζαλάν γέλασε ξανά. «Σαν καλό υπάκουο σκυλί».

«Αυτό να λέγεται».

«Μμμ».

«Την έχουμε γαμήσει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Κέρσεν, φυσώντας τον καπνό από τα πνευμόνια του.

«Μμμ. Άσχημα. Πολύ άσχημα».

«Θα μας κρεμάσει ο Άσπελ».

«Ίσως. Ανάλογα με το πώς θα του φανούμε, υποθέτω».

«Εμένα με έχει άχτι, ο μαλάκας. Ήλπιζα πως τον είχα ξεφορτωθεί και ότι δεν θα τον έβλεπα ποτέ ξανά».

Ο Ζαλάν ένευσε. Ένιωθε μια κάποια ικανοποίηση, αν και έδειχνε χαμένος. Ο Κέρσεν παρασυρόταν στο παιχνίδι του. Νόμιζε ότι ο αντιστράτηγος είχε την ίδια πεσμένη διάθεση και ότι τώρα σκεφτόταν τα μελλούμενα με αγανάκτηση και φόβο. Αλλά έκανε λάθος. Ο Ζαλάν είχε αρχίσει να δέχεται την μοίρα του. Αυτό που είπε νωρίτερα το εννοούσε. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση για τον εαυτό του. Όχι σε βαθμό που να σώσει την καριέρα του. Μπορεί να γλίτωνε τον θάνατο από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά τη δουλειά του θα την έχανε. Δεν έβρισκε νόημα στο να λιποψυχεί. Απλά έδειχνε στον Κέρσεν ότι είχε καταπέσει, έτσι ώστε να την πάθει και ο άλλος. Αν παρίστανε τον βαρύμαγκα και πως όλα θα πήγαιναν καλά, μπορεί ο Κέρσεν να σκεφτόταν ότι ο Ζαλάν κάτι ετοίμαζε. Όμως, με το να προβάλλει τον ηττημένο κατάφερνε τον διοικητή του Δέκατου Πέμπτου να χαλαρώσει τις άμυνες του.

Θα μετανιώσουν όλοι που τα έβαλαν μαζί μου, σκέφτηκε ο Ζαλάν. Οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί, το Evidenzbureau, ο Αυτοκράτορας… Όλοι. Θα μείνουν οι μονάδες της Τρανσυλβανίας χωρίς διοίκηση. Να δω τότε τι θα κάνουν. Θα τρέχουν και δεν θα φτάνουν. Κι ο Άσπελ θα την πάθει. Θα πάρει στον λαιμό του μια ολόκληρη επικράτεια. Συν τις οικογένειές μας, που θα δυστυχήσουν. Κι αυτός θα έχει ευθύνη. Και η δική του οικογένεια θα δυστυχήσει. Μέσα του, η ικανοποίηση εντάθηκε. Θα ήταν μια πικρή νίκη για αυτόν, αλλά θα ήταν νίκη. Αφού η χώρα του είχε σκοπό να του συμπεριφερθεί λες και ήταν του πεταματού, τότε και αυτός θα φρόντιζε οι συνέπειες να έχουν αντίκτυπο και σε άλλα εσωτερικά μέτωπα.

Ο Κέρσεν ξεφύσησε. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι. Έρχονται, σκέφτηκε. Ούγγροι ορειβάτες τυφεκιοφόροι. Αλλά όχι μόνο αυτοί. Όχι. Μαζί τους έρχεται και ο Φάμπιαν Άσπελ. Ως ανώτερός δικός τους, αλλά και δικός μου. Έρχεται. Για τον δεύτερο γύρο. Κι εγώ έχω λερωμένη τη φωλιά μου. Κι αν το ανακαλύψει… Γαμώτο.

 

*

 

Βουδαπέστη

Η ώρα ήταν τρεις και μισή και αυτό ο Τζούρτζου το ήξερε χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει κάποιο ρολόι ή να ρωτήσει άλλους. Έξω από το γραφείο του στην πρεσβεία, άκουγε κουρασμένες και βαριεστημένες φωνές, καρέκλες που μετακινούνταν, πόδια που περπατούσαν και χαρτιά που τακτοποιούνταν. Χαμογέλασε. Το προσωπικό, αποτελούμενο σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από άντρες, ετοιμαζόταν να αποχωρήσει μετά από ώρες καθισιού και ελάχιστης εργασίας. Πραγματικά, μερικές φορές ο Τζούρτζου αναρωτιόταν γιατί υπήρχαν τέτοιες υπηρεσίες, αφού τις περισσότερες μέρες δεν έκαναν τίποτα. Δεν υπήρχαν καθημερινά παράπονα ή άλλες υποθέσεις κατοίκων που έμεναν σε Αυστροουγγρικό έδαφος, αλλά κατάγονταν από τη Βλαχία και τη Μολδαβία, οπότε οι γραφειοκράτες της πρεσβείας -που δεν υπήρχε περίπτωση να εφεύρουν ή να ψάξουν κάποια επίσημη ασχολία- κάθονταν και μιλούσαν μεταξύ τους, κουτσομπόλευαν, έτρωγαν, έπιναν καφέ… Και το κράτος τούς πλήρωνε κανονικότατα, σαν να ήταν μάχιμοι στρατιώτες. Τον Τζούρτζου τον ενοχλούσε λίγο αυτή η πολιτική, γιατί δεν του άρεσε να σκέφτεται τον εαυτό του ως έναν απλό χαρτογιακά-στρατιώτη, που κάνει ό,τι τον διατάζουν. Αλλά, πάλι, ο ρόλος του ήταν πιο σημαντικός από των περισσοτέρων εδώ μέσα: αυτός είχε την αρμοδιότητα του συμβούλου σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης –ήτοι πολέμου. Ήταν μια θέση που την είχε κερδίσει με το σπαθί του. Συγκεκριμένα, με εκείνο το σπαθί που είχε κρεμάσει σε μια αστραφτερή θήκη στο δωμάτιό του στο διαμέρισμα που του είχε δώσει η πρεσβεία εδώ στη Βουδαπέστη, το οποίο το χρησιμοποίησε όταν έμαθε ότι υπήρχε κι άλλος που είχε κάνει αίτηση για αυτήν την θέση. Ο τύπος, ένας τυχάρπαστος μορφωμένος κάτοικος του Βουκουρεστίου, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο κέντρο της πόλης. Νεκρός και βιασμένος. Ή βιασμένος και νεκρός –η αστυνομία δεν ήξερε τι από τα δύο έγινε πρώτο. Κανείς δεν υποπτεύθηκε τον Τζούρτζου τότε, ούτε ποτέ άλλοτε, καθότι έλειπαν αντικείμενα από τον ανάστατο χώρο και όλοι υποπτεύθηκαν πως κάποιος διεστραμμένος διαρρήκτης είχε κάνει τη δουλειά. Δεν έκαναν λάθος, όντως ο Τζούρτζου είχε βασανίσει εκείνον τον άντρα, παίρνοντας του μάλιστα την αντρική τιμή με την λαβή του σπαθιού. Αλλά δεν τους συνέδεε κάτι ουσιώδες, πέραν εκείνης της αίτησης, οπότε οι υποψίες δεν βάρυναν τον Τζούρτζου ούτε για ένα λεπτό –το ίδιο ίσχυε και για τις τύψεις. Πέντε χρόνια μετά και αμέτρητες ώρες που δεν έλεγαν να κυλήσουν, η πλήξη ήταν ο μοναδικός δολοφόνος που έφτανε κοντά στο να σκοτώσει τον Χάραλαμπ Τζούρτζου. Αλλά και πάλι, δεν θα άλλαζε την θέση του, παρά μόνο με μια ανώτερη –όπως αυτή ενός υπουργού, ας πούμε. Του επέτρεπε να είναι κοντά σε μια χώρα από την οποία εποφθαλμιούσε να πάρει εδάφη της, έχοντας ένα τυπικό πόστο και ταυτόχρονα να πληρώνεται. Ήταν σαν να είχε παίξει σε ένα τυχερό παιχνίδι και να είχε ξεβρακώσει τους αντιπάλους του.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του. Άφησε τα πράγματα ως είχαν. Όπως έκανε ανέκαθεν αυτά τα πέντε χρόνια, μιας και δεν είχε (ακόμα) δικές του υποθέσεις να τακτοποιήσει. Είχε χαρτιά και στιλό και μολύβια και γενικά ό,τι θα χρειαζόταν, αν τύχαινε κάτι, αλλά τα είχε παρατημένα στα συρτάρια του γραφείου. Ο χώρος, αν και πιο μικρός από ένα σαλόνι φτηνού διαμερίσματος, ήταν επιμελώς καθαρός. Ούτε σκόνη, ούτε ψίχουλα από φαγητό, ούτε έντομα να κυκλοφορούν. Τίποτα. Διαταγή του ίδιου του πρέσβη: όσοι κατείχαν σημαντική θέση θα έπρεπε να εργάζονται σε ευπρεπώς τακτοποιημένο χώρο. Όχι ότι η υπόλοιπη πρεσβεία θύμιζε πορνείο, αλλά οι άλλοι υπάλληλοι δεν τραβούσαν το βλέμμα του διοικητή τους τόσο συχνά όσο ο Τζούρτζου ή κάποιος από την κατασκοπευτική δύναμη που φιλοξενούνταν εκεί.

Πριν φύγει, όπως έκανε κάθε φορά, ο Τζούρτζου έριξε μια ματιά στον χάρτη της Ευρώπης που είχε κρεμάσει σε έναν τοίχο. Ήταν μια σχεδόν καταναγκαστική κίνηση, που προέκυπτε από έναν ψυχαναγκασμό του: να επεκταθούν τα σύνορα της χώρας του σε όλη την ήπειρο. Ή όσο πιο πολύ ήταν εφικτό. Μια ιδέα που, απ’ ό,τι μάθαινε εκ των έσω, δεν ήταν στα άμεσα σχέδια της κυβέρνησης, γεγονός που τον εκνεύριζε, γιατί σκεφτόταν ότι ήταν υπόλογος σε φοβητσιάρηδες πολιτικάντηδες. Αν ήταν ο ίδιος στην εξουσία, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία θα γινόταν ένα κρατίδιο μέσα σε ένα μήνα.

Όμως, μετά τα τελευταία μαντάτα, πίστευε πως τα πράγματα θα άλλαζαν. Ο εχθρός είχε βρει τον μπελά του εντός των προσωρινών εδαφών του. Και μάλιστα, από μια απειλή που δεν μπορούσε κανένας υπαλληλάκος να την υποψιαστεί. Ή, μάλλον, που κανένας υπαλληλάκος δεν ήθελε να τη δεχτεί. Στην Τρανσυλβανία υπήρχαν βρικόλακες. Βρικόλακες. Ο Τζούρτζου θα έπρεπε να τρομάζει με αυτή την ιδέα, όπως υπέθετε ότι θα είχαν φοβηθεί οι κάτοικοι του Μπραν που είδαν τις παλιές δεισιδαιμονίες να γίνονται πραγματικότητα. Ή όπως θα ανακάλυπτε ο γαμημένος ο Φάμπιαν Άσπελ, αλλά τότε θα ήταν πολύ αργά –αν δεν τον «έτρωγαν» νωρίτερα οι Ούγγροι στρατιωτικοί, δηλαδή. Ο μόνος άνθρωπος που προκαλούσε νευρικότητα στον Τζούρτζου είχε μπλέξει σε μια κατάσταση που δεν καταλάβαινε και δεν θα καταλάβαινε έγκαιρα –ίσως ακόμα και στα τελευταία του, καθώς θα ψυχορραγούσε, να απαρνιόταν ότι πέθαινε από ένα νεκροζώντανο τέρας. Ο Τζούρτζου, από τότε που έμαθε από τους πρώην ουσάρους ότι υπήρχαν οι νοσφεράτου, φαντασιωνόταν διάφορες εκδοχές του τι θα έκαναν στον Άσπελ. Θα τον τσάκιζαν; Θα του έσπαγαν κάθε κόκαλο του κορμιού του; Θα τον ξεκοίλιαζαν; Θα του έπιναν όλο το αίμα -όπως φημολογείται ότι κάνουν- και μετά θα τον πετούσαν στο δάσος για να τον φάνε τα θηρία; Βλέποντας τον χάρτη, και συγκεκριμένα την τοποθεσία του Μπραν, ο Τζούρτζου «μεταφερόταν» σε εκείνο το χωριό και «έβλεπε» το απόσπασμα να συναπαντά τους βρικόλακες και τον Άσπελ να τα έχει χαμένα, να τρομάζει, να γουρλώνει τα μάτια του και να τρέμει, νιώθοντας το κρύο του Μπραν να γίνεται χειρότερο. Έπειτα, τα τέρατα επιτίθενται. Οι Ούγγροι σκοτώνονται -μια ακόμα ευχάριστη είδηση, ο στρατός του εχθρού έχασε λίγους άντρες του. Ο Άσπελ τρέχει να ξεφύγει, ουρλιάζοντας. Όχι, σκέφτηκε ο Τζούρτζου, ας του δώσουμε μια στιγμή θάρρους. Οπότε ο Αυστριακός πυροβολεί με το όπλο του. Πετυχαίνει μερικούς βρικόλακες, αλλά δεν τους σκοτώνει –αν ισχύουν οι μύθοι για αυτούς. Όταν τελειώνουν τα πυρομαχικά, βγάζει το σπαθί του. Τραυματίζει κάνα δυο. Τρεις, το πολύ. Αλλά τον περικυκλώνουν και «παίζουν» μαζί του. Τον χτυπάνε στο πρόσωπο, στο σώμα. Στα χέρια και στα πόδια. Χάνει το σπαθί του. Πέφτει. Και μετά, του ορμάνε όλα τα φρικιά. Και τέλος, ο Φάμπιαν Άσπελ.

Ό,τι και να πάθαινε, ο Άσπελ δεν θα γυρνούσε ζωντανός από την Τρανσυλβανία. Αυτό ήταν σίγουρο. Είτε από χέρια ανθρώπων, είτε από δόντια δαιμόνων, θα σκοτωνόταν και ένα πρόβλημα επιτέλους θα λυνόταν. Ο Τζούρτζου θα το διάβαζε στις εφημερίδες. Θα το άκουγε στην πόλη. Όσο και να θέλανε, δεν θα μπορούσαν να το κρατήσουν κρυφό. Πολλοί νεκροί, πολλοί εξαφανισμένοι. Πολλοί οι συγγενείς που θα έκαναν σαματά, αν δεν τους έλεγαν τι απέγιναν οι δικοί τους. Ή και να τους έλεγαν, πάλι θα διαμαρτύρονταν και θα φώναζαν και γενικά θα προκαλούσαν προβλήματα. Κι άλλα προβλήματα για την Αυτοκρατορία. Εσωτερικά. Σαν αρρώστια που ξεκινούσε από τα σωθικά και απλωνόταν σε όλο το σώμα, μαζί με ό,τι άλλο το ταλαιπωρούσε.

Θα ήταν μια ευτυχισμένη μέρα, αναμφίβολα.

Κι αν τον μετέπεισε η κυράτσα του; Αυτό ήταν κάτι που είχε σκεφτεί ο Τζούρτζου. Ήξερε ότι η γυναίκα του Άσπελ ασχολιόταν με ιστορίες για φανταστικά τέρατα. Μάλιστα, είχε κοροϊδέψει τον Αυστριακό για τις επιλογές της, ένεκα που υπέθετε ότι αυτός δεν θα πίστευε σε τέτοια πράγματα –άλλωστε, τι φαντασία να έχει ένας μπράβος με λίγη εξουσία, όπως ήταν ο Άσπελ; Αλλά, έπειτα από τα όσα έμαθε, του πέρασε από το μυαλό μήπως εκείνη μπόρεσε να αλλάξει τις πεποιθήσεις του Άσπελ και έτσι εκείνος να προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσει τα φρικιά. Υπήρχε αυτή η περίπτωση; Ο Τζούρτζου σκεφτόταν πως μπορεί και να υπήρχε. Αν μη τι άλλο, σκεφτόταν, ίσως η κυρία Άσπελ να χρησιμοποιούσε το καλύτερο όπλο που έχουν οι γυναίκες για να κάνουν τους μαλάκες να σέρνονται σαν τα πεινασμένα σκυλιά. Θα πέταγε τα ρούχα της, θα άνοιγε τα πόδια της και ό,τι και να έλεγε στον άντρα της αυτός θα ξερογλειφόταν τόσο πολύ, που θα πίστευε τα πάντα.

Σίγουρα υπήρχε τέτοια περίπτωση.

Κι αν δεν τα κατάφερε; Τότε ο Τζούρτζου θα έπρεπε να φροντίσει ώστε να μην τα καταφέρει ακόμα και τώρα. Αν υπολόγιζε σωστά, το απόσπασμα δεν θα έφτανε νωρίτερα από το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Υπήρχε χρόνος, λοιπόν, για να ανταλλάξουν γράμματα ο Άσπελ με την κυράτσα του. Αν εκείνη επέμενε στην θεωρία της, τελικά αυτός μπορεί να τη δεχόταν. Ειδικά, αν άκουγε και τους χωριάτες που επέζησαν, οι οποίοι ήδη υποστήριζαν ότι το χωριό τους υπέστη επίθεση από βρικόλακες… Συν το τοπίο, που, δεδομένων των περιστάσεων, θα έμοιαζε απειλητικό…

Όχι, όχι. Όχι. Δεν έπρεπε να φτάσει ο Άσπελ να πιστεύει ότι έχει να κάνει με βρικόλακες. Έπρεπε να συνεχίσει να νομίζει ότι κάποιοι άνθρωποι, στρατός ίσως, είχαν εμπλακεί και έκαναν όλες αυτές τις βιαιότητες. Μόνο έτσι θα την πάθαινε ολοκληρωτικά. Γιατί δεν θα προλάβαινε να προετοιμαστεί και θα ήταν εκτεθειμένος. Ανίκανος να αντισταθεί, όσους στρατιώτες και να είχε μαζί του –γιατί κι εκείνοι δεν θα πίστευαν στην ύπαρξη βρικολάκων.

Άρα;…

Ο Τζούρτζου ήξερε τι έπρεπε να κάνει όταν βγήκε από την πρεσβεία, συνοδευόμενος από τους μπράβους του. Έπρεπε να επισκεφτεί την κυρία Άσπελ. Έπρεπε να τη βρει και να την βγάλει από τη μέση. Την ίδια ή και την κόρη του Άσπελ –την οποία, βέβαια, θα προτιμούσε να την αναλάβει και με άλλον τρόπο, όμως και μια απλή σφαίρα στο κεφάλι θα έκανε τη δουλειά.

Και τότε, σκέφτηκε ο Τζούρτζου, να δεις τι θα πάθει ο μαλάκας, όταν του πουν τα νέα. Θα πάει να πέσει από κάνα γκρεμό των Καρπαθίων.

«Πού πάμε, κύριε;» ρώτησε ένας εκ των μπράβων.

«Στο νοσοκομείο. Έχω μια σημαντική αποστολή» απάντησε ο Τζούρτζου. «Δεν έχει αλλάξει κάτι, σωστά;»

«Σωστά, κύριε. Η κυράτσα και το αρρωστιάρικο είναι μόνες. Δηλαδή, δεν τις επισκέφτηκε κανείς. Μόνο το προσωπικό πηγαινοέρχεται».

«Δεν μας απασχολούν οι νοσοκόμες και τα γιατρουδάκια».

«Σωστά, κύριε».

 

Αν και ο τοπικός σταθμός του Evidenzbureau βρισκόταν σε κατάσταση επιφυλακής, πράγμα που συνήθως σήμαινε ελαχιστοποίηση αδειών και υπερωρίες για όλους, ο Βολφ και ο Ράινχελ μπόρεσαν να φύγουν νωρίς, πριν τις τέσσερις, για να βρίσκονται στον Ανατολικό Σιδηροδρομικό Σταθμό της πόλης. Ο Βολφ ανήγγειλε στον Ορμπάν ότι αυτός και ο Ράινχελ θα πήγαιναν για φαγητό. Ο Ράινχελ περίμενε στο γραφείο, σε περίπτωση που ο διοικητής τους αρνιόταν, κοιτώντας το ρολόι του και αναλογιζόμενος ότι μπορεί να έχαναν την άφιξη του τρένου αν αργούσαν κι άλλο. Ή αν δεν πήγαιναν καθόλου. Είχαν μάθει από τον επιλοχία στην είσοδο για την ώρα άφιξης ενός τρένου από το Γκραζ –ήταν μια από τις υποχρεώσεις του να ξέρει τα δρομολόγια. Αφού δεν είχαν λάβει κάποια επιστολή από τον σταθμάρχη, υπέθεταν πως ο Κάρτερ δεν είχε έρθει. Επίσης, ήταν και μια ευκαιρία να βγουν από το κτίριο, μετά από ώρες καθισιού, που κοιτούσαν ξανά τα έγγραφα του Μπραν, χωρίς να καταλήγουν σε κάποιο καινούριο συμπέρασμα. Ο Ορμπάν δεν είχε πρόβλημα τελικά, αρκεί να μην καθυστερούσαν περισσότερο από τρεις ώρες. Ο Βολφ το υποσχέθηκε και ρώτησε αν υπήρχαν νεώτερα από την αποστολή. Υπήρχαν: το μήνυμα είχε σταλεί από το Σόλνοκ και έλεγε ότι δεν είχε προκύψει κανένα πρόβλημα και πως θα συνέχιζαν ως τα σύνορα, που, όταν τα περνούσαν, θα έστελναν την επόμενη ειδοποίηση. Δεν υπήρχαν περαιτέρω εντολές για τους συνεργάτες του Φάμπιαν, αλλά ζητούσε να μεταφέρουν στην οικογένειά του πως είναι καλά και να δώσουν τις θερμότερες ευχές του, ενώ ζητούσε να του πουν τα δικά τους νέα.

Οι συνεργάτες του Φάμπιαν έφυγαν σκεπτόμενοι πως η άδεια τούς είχε δοθεί «κάπως εύκολα», αλλά το άφησαν πίσω τους -μαντεύοντας ορθά ότι ο Ορμπάν απλώς ήθελε να τους ξεφορτωθεί για λίγο-, γιατί ο επικεφαλής του γραφείου τους τους είχε αφήσει μια αποστολή, που ήταν μεν προσωπική, αλλά ουσιώδης για εκείνον.

Ήξεραν, φυσικά, ότι δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως ο Κάρτερ θα ερχόταν με αυτό το τρένο. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν. Κι αν δεν τον έβρισκαν, τότε θα φρόντιζαν ώστε ο σταθμάρχης να συνεχίσει να έχει υπ’ όψιν του την παραγγελία του Φάμπιαν και να στείλει ειδοποίηση όταν και αν έφτανε ποτέ ο Αμερικάνος.

Άρχισαν να διασχίζουν αμίλητοι την Κις Ντιόφα, περνώντας τους άλλους διαβάτες, τις άμαξες και τα μαγαζιά που έκλειναν. Υπό απλές συνθήκες, θα πήγαιναν ευθεία, αλλά ο Ράινχελ πρότεινε να κάνουν έναν τυπικό έλεγχο. Έτσι, φτάνοντας στην κάθετη οδό Ντομπ, έστριψαν δεξιά, συνέχισαν να την περπατάνε και έπειτα στράφηκαν προς την Καζίντσι. Κοιτούσαν γύρω τους και έλεγχαν για τυχόν «περίεργες» συμπεριφορές –όπως το να στρίβουν τα ίδια άτομα στους ίδιους με εκείνους δρόμους. Αυτό που πήγαιναν να κάνουν δεν σχετιζόταν με την υπηρεσία, ούτε ακριβώς με το διάλειμμα που δικαιούνταν και κατά το οποίο θα έπρεπε να πάνε για φαγητό σε κοντινό μέρος, ούτως ώστε να μπορέσουν να έρθουν γρήγορα πίσω. Άρα, ο Βολφ είχε πει ψέματα στον Ορμπάν. Η παρατυπία τους δεν ήταν η χειρότερη δυνατή που θα μπορούσαν να πράξουν -αυτή την είχε κάνει ο Ορμπάν-, αλλά σίγουρα θα τους προκαλούσε προβλήματα, αν τους ανακάλυπταν. Όμως, διαπίστωσαν πως δεν παρακολουθούνταν. Έτσι, σε λίγα λεπτά βρίσκονταν στην λεωφόρο Ράκοτσι και μπόρεσαν να χαλαρώσουν και να ανάψουν τσιγάρο. Η κίνηση εκεί ήταν τρεις φορές περισσότερη, μιας και σε αυτή υπήρχε η Ακαδημία Θεάτρου, το παρεκκλήσι του Αγίου Ροχ, εστιατόρια και άλλα μαγαζιά. Και, φυσικά, ο σιδηρόδρομος.

«Ειλικρινά» πετάχτηκε ο Ράινχελ κάποτε «τι θα του πούμε;» Ανασήκωσε τους ώμους του και κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, μορφάζοντας από απορία. «Αν ήμουν στην θέση του, δεν θα ήθελα να έχω κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω πως ο αδερφός που ήρθα για να γνωρίσω έχει φύγει, έστω και στα πλαίσια μιας στρατιωτικής αποστολής».

Ο Βολφ απάντησε «Θα του πούμε την αλήθεια. Από την στιγμή που δεχτήκαμε να εμπλακούμε σε αυτή την ιστορία, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».

«Ναι, αλλά… Ω, δεν ξέρω». Ο Ράινχελ, καθώς περνούσαν έξω από μια παμπ, έριξε μια κλεφτή ματιά. Είδε μισοσκόταδο και πολλή πελατεία. Αλλά είδε και τον εαυτό του και τον Βολφ να καθρεφτίζονται, δύο συνηθισμένοι άντρες κουκουλωμένοι με βαρύ πανωφόρι και καπέλο, κατάλληλα ντυμένοι δηλαδή για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Αυτή την όψη είχαν και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που κανείς δεν νοιαζόταν για αυτούς. Πιθανότατα, ούτε ο Κάρτερ θα τους ξεχώριζε μέσα στο πλήθος και με την αναμπουμπούλα που επικρατούσε κάθε φορά κατά την άφιξη ενός τρένου.

«Μην σκοτίζεσαι. Αν μοιάζει έστω και λίγο με τον Φάμπιαν, τότε θα συνεννοηθούμε μαζί του». Τότε ήταν που σκέφτηκε και πρόλαβε τον συνάδελφό του, πριν πει την ίδια ερώτηση «Αλήθεια, λες να μοιάζουν και εμφανισιακά;»

Ο Ράινχελ το σκέφτηκε. Έφερε στον νου του την οικογένειά του. «Λίγο, υποθέτω» απάντησε. «Κι εγώ μοιάζω με τα αδέρφια μου, αν και μας ξεχωρίζεις με άνεση». Χαμογέλασε. «Ειδικά, αν με συγκρίνεις με τις αδερφές μου».

«Είμαι σίγουρος. Θα είναι πιο όμορφες από εσένα».

«Πολύ αστείο, κύριε λοχαγέ».

«Αυτό έλεγες και στη βασική εκπαίδευση όταν λέγανε μαλακίες οι ανώτεροι;»

«Όχι. Το ήθελα το κεφάλι μου. Και το θέλω ακόμα».

«Ακόμα και αν σκέφτεται βλακείες;»

«Ναι. Αλλά μην το πεις παραέξω».

«Γιατί;»

«Μην ξεχνάς με ποιους δουλεύω. Θα μας βγάλουν το όνομα».

«Σωστό». Ο Βολφ γέλασε. «Τέλος πάντων. Φαντάζομαι, θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε τον κύριο Μαξ Κάρτερ. Αν χρειαστεί, όμως, θα σε σηκώσω στους ώμους μου και θα αρχίσεις να τον φωνάζεις».

Ο Ράινχελ κοίταξε τον κοντύτερό του και πιο ελαφρύ λοχαγό και χαμογέλασε. Έπειτα, αναστενάζοντας, επανέφερε στην συζήτηση το θέμα που είχε προκύψει με την ανακάλυψη των ερευνών που έκανε ο Φάμπιαν μυστικά. «Ελπίζω, πάντως, να μην είναι το ίδιο κρυψίνους με τον Φάμπιαν». Ήταν αναπόφευκτο, όπως το έβλεπε, από δω και πέρα να γυρνάνε συχνά πυκνά σε αυτή την κουβέντα.

Ο Βολφ άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα, πριν πει «Θα δούμε».

Συνέχισαν για λίγο, καπνίζοντας, χωρίς να μιλάνε.

Κάποτε, ο Ράινχελ ρώτησε «Γιατί ο Φάμπιαν ζήτησε από τον αδερφό του να μην του γράψει ότι θα έρθει; Και πότε θα έρθει; Μου φαίνεται πολύ περίεργο».

Ο Βολφ προσπάθησε να θυμηθεί τι ανέφερε το γράμμα. «Του έλεγε, όμως, ότι αν δεν έρθει, τότε να στείλει γράμμα».

«Σωστά».

«Επίσης, του έδινε την οδό που μένει. Οπότε, ακόμα και αν ερχόταν ο Κάρτερ και ο σταθμάρχης δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, ο Αμερικάνος θα ήξερε πού περίπου να πάει».

«Ναι. Αλλά και πάλι, εγώ θα ήθελα να με ειδοποιήσει, είτε ερχόταν, είτε όχι».

Ο Βολφ ανασήκωσε τους ώμους και ξεφύσησε. «Τι να σου πω. Τις τελευταίες μέρες, έχουν γίνει πολλά παράξενα. Και όλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχετίζονται με τον Φάμπιαν. Αν πίστευα στη μοίρα, θα έλεγα ότι κάπου οδηγούν, σε κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά δεν το πιστεύω». Για την ακρίβεια, ο Βολφ δεν ήθελε να πιστέψει, γιατί μέσα του είχε κακό προαίσθημα για όλα αυτά που ζούσαν από τότε που ξεκίνησε αυτή η υπόθεση με το Μπραν. Συμπαθούσε πολύ τον Φάμπιαν και δεν θα άντεχε αν του συνέβαινε κάτι. Γι’ αυτό ήθελε και επέμεινε να τον συνοδέψουν μαζί με τον Ράινχελ, για να είναι κοντά του και να τον κρατήσουν ασφαλή. Όπως θα έκανε και εκείνος για αυτούς. Με τα χρόνια, είχαν αναπτύξει μια περισσότερο φιλική, παρά τυπική συναδερφική σχέση. Έβγαιναν, έπιναν, έτρωγαν οικογενειακά. Μιλούσαν αγνοώντας τον στρατιωτικό τους βαθμό. Έβλεπαν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον άνθρωπο και όχι τον στρατιώτη.

Όμως, πρόσφατα άλλαξαν κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες. Ο Φάμπιαν τούς διέταξε να μην πάνε μαζί του στο Μπραν και τους κρατούσε μυστικά, τα οποία δεν είχαν να κάνουν με την οικογένειά του -με εξαίρεση την περίπτωση του Αμερικάνου-, αλλά με τη δουλειά και την Αυτοκρατορία. Ήταν επικίνδυνα μυστικά. Πώς το είχε κάνει αυτό; Δεν μπορεί να μη σκέφτηκε τις πιθανές συνέπειες, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και τα συναισθήματα των συνεργατών του προς αυτόν.

Ο Βολφ δεν ήξερε τι να υποθέσει, αλλά περίμενε από τον Φάμπιαν να ζητήσει συγνώμη και να την εννοεί.

Αν επιστρέψει. Αυτή η σκέψη τον τυραννούσε και του προκαλούσε περισσότερη νευρικότητα και από το ενδεχόμενο να περάσει από στρατοδικείο. Η γυναίκα του ανέκαθεν του έλεγε να μην σκέφτεται αρνητικά και να έχει πίστη στον Θεό, όπως του είχαν μάθει οι γονείς του και όπως συνέχιζε να πράττει μαζί της. Αλλά, διάβολε, δεν ήταν εύκολο. Η όλη κατάσταση με το Μπραν και τους αχρείους που προκαλούσαν τόσο πόνο και κακό δεν άφηνε σε χλωρό κλαρί τον λοχαγό. Του τριβέλιζε την ψυχή.

Το ίδιο ίσχυε και για τον επιλοχία Ράινχελ. Αν και νεώτερος σε ηλικία και στο επάγγελμα από τον Βολφ, σκεφτόταν με παρόμοιο τρόπο, τουλάχιστον για την παρούσα υπόθεση και τον Φάμπιαν. Ανησυχούσε και αυτός. Ο ταγματάρχης είτε ήξερε κάτι, είτε το υποψιαζόταν. Κάτι δυσοίωνο. Και δεν τους το είχε πει, όχι ανοιχτά και ξεκάθαρα -όπως δεν τους είχε πει για τις άλλες μυστικές έρευνές του. Αλλά ένα από τα τελευταία λόγια του είχε καρφωθεί στο μυαλό του και δεν μπορούσε να το βγάλει. Εσύ και ο Ράινχελ θα μείνετε στον τοπικό σταθμό. Σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, να μπορέσετε να περατώσετε την υπόθεση. Αυτό είχε πει. Και αυτό ξεπερνούσε κάθε άλλη σκέψη. Γιατί ο Φάμπιαν ήταν μακριά και εκείνοι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι, αν τους χρειαζόταν. Αν τους χρειάζονταν οι δικοί τους, θα έτρεχαν στο λεπτό και πιθανώς θα προλάβαιναν. Αν προέκυπτε κάποια άλλη επείγουσα υπόθεση για τον τοπικό σταθμό, θα ήταν εκεί για να συμβάλλουν στις έρευνες. Αλλά δεν μπορούσαν να πάνε έγκαιρα στο Μπραν. Όχι χωρίς άδεια. Όχι δίχως να προδώσουν την εμπιστοσύνη του Φάμπιαν ότι θα έκαναν ό,τι έπρεπε να κάνουν –για το Evidenzbureau, το Μπραν και την οικογένειά του. Κι αυτό δεν θα το έκαναν, ασχέτως με το αν εκείνος…

Βασικά, ό,τι και να είχε κάνει ο Φάμπιαν, παρέμενε ένας δικός τους άνθρωπος, για τον οποίο πάντα θα νοιάζονταν. Πάντα. Κι αφού αυτός τους ήθελε εδώ, εδώ θα έμεναν. Όχι επειδή τους είχε διατάξει, αλλά γιατί κάτι ήξερε και σκεφτόταν διαφορετικά από τους ίδιους. Κάτι ήξερε. Ή και κάτι ήθελε να καλύψει και να προλάβει. Και εμπιστευόταν μονάχα αυτούς, τον Βολφ και τον Ράινχελ, πάνω από κάθε άλλον συνάδελφο τους. Το είχε πει και ο ίδιος: Θέλω να ξέρω ότι υπάρχουν εδώ τουλάχιστον δύο άτομα που μπορώ να εμπιστευτώ. Λίγους ανθρώπους έχω στην ζωή μου, Ράινχελ. Την γυναίκα μου, την κόρη μου, εσένα και τον Βολφ. Ο τοπικός σταθμός θα σας χρειαστεί περισσότερο από μένα. Το ίδιο και η Έμιλυ με την Ορέλια. Θέλω να τις προσέχετε, όσο θα λείπω.

Αυτό θα έκαναν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πίστευαν στον Φάμπιαν σαν οξυδερκή και καλοπροαίρετο άνθρωπο, αλλά και στην ακεραιότητά του σαν στρατιωτικό. Έκανε ό,τι θεωρούσε καλύτερο. Οι αποφάσεις του κάπου αποσκοπούσαν. Αποκλείεται να ήταν τυχαίες ή (εντελώς) λανθασμένες. Ακόμα και ο χειρισμός της υπόθεσης του Μπραν, που κάποιος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει αποτυχημένο, ήταν ο καλύτερος δυνατός και ο πιο λογικός με βάση τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους –και με βάση τα στοιχεία που δεν είχαν, όπως το ποιοι ήταν υπαίτιοι για την καταστροφή του χωριού, τις σφαγές και την παράδοξη αφέλεια του να αφήσουν να φύγουν κάποιοι κάτοικοι στο Μπρασώφ.

«Αυτές τις δύσκολες ώρες» είπε ο Βολφ, βγάζοντας και τον Ράινχελ από τους λογισμούς του, «πρέπει να είμαστε ενωμένοι και να μη χάσουμε την πίστη και την ελπίδα μας. Ο Φάμπιαν πάει για να ξεδιαλύνει την υπόθεση. Κι εμείς θα κάνουμε ό,τι μας ζήτησε, γιατί τον εμπιστευόμαστε».

Ο Ράινχελ συμφώνησε. Μάλιστα, έκανε μία ακόμα διαπίστωση. Είπε «Το ότι μας θέλει εδώ βγάζει νόημα μετά την αποκάλυψη για το ότι ο Ορμπάν είναι μπλεγμένος με τον Τζούρτζου και διάφορες παράνομες πράξεις».

«Σωστά. Γιατί αν ξέραμε από πιο πριν…»

«Τότε είναι που θα τον πιέζαμε πολύ περισσότερο στο να τον συνοδεύσουμε κατά την αποστολή στο Μπραν. Ειδικά, από τη στιγμή που ο Ορμπάν άλλαξε την μονάδα που θα προήλαυνε ως το Μπραν με μια άλλη, δικής του προτίμησης».

Ο Βολφ κατένευσε. «Κι έτσι, δεν θα έμενε κανένα έμπιστο άτομο πίσω».

«Με εξαίρεση τον επιλοχία στην είσοδο. Που, όμως, δεν ξέρουμε με σιγουριά ότι θα ήταν μαζί μας σε αυτό, ούτε πώς θα αντιδρούσε γενικότερα, άπαξ και μάθαινε για τα καμώματα του διοικητή του».

«Ακριβώς. Οπότε συνεχίζουμε και αναμένουμε εντολές».

«Εκτός αν προκύψει κάτι εδώ πέρα».

Έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, στις τέσσερις και δέκα, τη στιγμή που ακουγόταν η σειρήνα του τρένου που ετοιμαζόταν να σταματήσει. Οι δύο κατάσκοποι χωρίστηκαν και στάθηκαν ανάμεσα σε άλλους, για να μπορούν να έχουν καλύτερη εικόνα των ανθρώπων που θα κατέβαιναν. Είδαν πολύ κόσμο να έχει καταλάβει την αποβάθρα, με τους σηματωρούς και τον σταθμάρχη να στέκονται κοντά στις ράγες. Οι περισσότεροι άνθρωποι συνομιλούσαν και έδειχναν ευδιάθετοι, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που φαίνονταν προβληματισμένοι. Παιδιά προσπαθούσαν να απεμπλακούν από τον ζυγό των γονιών τους, αλλά τα πιο πολλά αποτύγχαναν –και, κρίνοντας από τις θυμωμένες ματιές των μεγάλων, οι κατάσκοποι τα καταλάβαιναν και με το παραπάνω. Δύο πολιτοφύλακες περιπολούσαν, κουβεντιάζοντας κι αυτοί. Η οχλοβοή ήταν ενοχλητική, ως συνήθως, αν και αναμενόμενη.

Η αμαξοστοιχία τελικά ακινητοποιήθηκε.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ γυρνούσαν το κεφάλι αριστερά και δεξιά.

Όμως, οι άντρες που εμφανίζονταν στις πόρτες δεν έμοιαζαν ούτε κατά διάνοια στον Φάμπιαν. Άλλοι ήταν πολύ κοντοί, άλλοι πολύ παχουλοί, άλλοι μαυρομάλληδες, άλλοι νεαροί. Οι περισσότεροι συνοδεύονταν από κάποια κυρία ή και παιδιά. Στο γράμμα του ο Φάμπιαν δεν έκανε λόγο για παιδιά ή γενικά για την οικογένεια του Κάρτερ, με εξαίρεση τους γονείς του και την συγγένεια με τον ίδιο τον ταγματάρχη. Από αυτά που είχαν διαβάσει -κυρίως, το ότι ο Φάμπιαν έλεγε στον Κάρτερ πως ξέρει ότι ο τελευταίος μπορεί να κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι-, ο Βολφ και ο Ράινχελ είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος που περίμεναν ήταν ανύπαντρος και άτεκνος. Αλλά, καθώς έβλεπαν όλες εκείνες τις οικογένειες, σκέφτονταν ότι μπορεί και να έκαναν λάθος και να τους ξέφευγε, χωρίς να τον δουν –το οποίο πρόβλημα, όμως, πίστευαν ότι θα το έλυνε ο σταθμάρχης, επειδή ο Φάμπιαν του είχε αφήσει εκείνη την παραγγελία.

Επίσης, υπήρχε η πιθανότητα να μην ερχόταν με αυτό το τρένο. Ή με οποιοδήποτε άλλο τρένο.

Αλλά τότε ήταν που ο Ράινχελ πρώτα και μετά ο Βολφ εντόπισαν τον μοναδικό ψηλόλιγνο τύπο που φορούσε καουμπόικο καπέλο. Κατέβηκε πίσω από μια τετραμελή οικογένεια, με το τσιγάρο στο στόμα. Έριξε κι αυτός μια δυο ματιές και έστριψε δεξιά, προς τη μεριά του Βολφ.

Οι δύο συνεργάτες του Φάμπιαν άρχισαν να συγκλίνουν, για να συναπαντηθούν με τον Αμερικάνο.

Ο Βολφ, όντας πιο κοντός του Ράινχελ αλλά πιο κοντά στον Κάρτερ, είδε που τον σταμάτησε ο σταθμάρχης και κάτι του είπε και ο άλλος του απάντησε. Ευτυχώς, σκέφτηκε, γιατί έτσι θα κέρδιζαν χρόνο από το να τον κυνηγάνε μέσα στο πλήθος. Όταν έφτασε τους δύο άντρες, είπε στα αγγλικά «Με συγχωρείτε».

Ο Κάρτερ στράφηκε και γύρισε κατευθείαν προς τα κάτω, συνηθισμένος καθώς ήταν στο ότι ξεπερνούσε σε ύψος τους περισσότερους ανθρώπους. «Παρακαλώ;»

Σίγουρα, έχουν το ίδιο ξύπνιο βλέμμα, σκέφτηκε ο Βολφ. Το ίδιο ύψος. Είναι και οι δύο λευκοί σαν τους περισσότερους κατοίκους της Κεντρικής Ευρώπης.

«Ποιος είστε;» ρώτησε ο σταθμάρχης.

«Θίοντορ Βολφ» απάντησε, δείχνοντας την ταυτότητά του. «Συνάδελφος του Φάμπιαν Άσπελ».

«Σας έστειλε ο κύριος Άσπελ;»

«Ναι. Αναλαμβάνουμε εμείς». Έδειξε τον Ράινχελ, που στο μεταξύ τους είχε φτάσει από την αντίθετη πλευρά. «Εκ μέρους του Φάμπιαν, ευχαριστούμε για την συνεργασία σας».

«Δική μου η ευχαρίστηση». Ο σταθμάρχης γύρισε προς τον Κάρτερ. «Κύριε Κάρτερ, και πάλι καλώς ορίσατε στη Βουδαπέστη!»

«Σας ευχαριστώ, κύριε».

Ο σταθμάρχης απομακρύνθηκε.

Ο Κάρτερ κοίταξε πρώτα τον Βολφ και μετά τον Ράινχελ. «Δουλεύετε με τον Φάμπιαν, είπατε;»

«Ναι» απάντησε ο Βολφ και άπλωσε το χέρι του. «Καλώς ήρθατε, κύριε Κάρτερ!»

«Καλώς σας βρήκα». Ο Κάρτερ χαιρέτισε και τον Ράινχελ, που συστήθηκε κι αυτός.

«Είχατε καλό ταξίδι;» ρώτησε ο επιλοχίας.

«Γενικά, ναι. Αλλά πολύ κουραστικό».

«Λογικό. Έρχεστε από την άλλη άκρη του κόσμου».

«Ακριβώς. Επίσης, ειδικά από τότε που έφτασα σε ευρωπαϊκό έδαφος, δυσκολεύομαι με τις συνδιαλλαγές μου».

«Το καταλαβαίνουμε. Δεν μιλάνε όλοι αγγλικά».

Ο Κάρτερ κοίταξε για μια στιγμή γύρω του. «Ο Φάμπιαν δεν έχει έρθει, ε;»

Ο Ράινχελ και ο Βολφ αντάλλαξαν μια ματιά.

«Όχι» απάντησε ο λοχαγός. «Δυστυχώς, έπρεπε να φύγει εσπευσμένα για την Τρανσυλβανία».

«Έφυγε;»

«Ναι. Η δουλειά μας απαιτεί τέτοιες μετακινήσεις».

«Αλήθεια, με τι ασχολείται; Δεν μου το ανέφερε στο γράμμα του».

«Είναι αξιωματικός του στρατού» απάντησε ο Ράινχελ.

«Ας προχωρήσουμε» πρότεινε ο Βολφ. «Τι λέτε;»

«Ναι, σίγουρα».

Άρχισαν να περπατάνε και να απομακρύνονται από τους άλλους. Σύντομα, βρέθηκαν ξανά στην λεωφόρο Ράκοτσι.

«Είπατε ότι έφυγε» είπε ο Κάρτερ. «Για την;…»

«Τρανσυλβανία. Ανήκει στα εδάφη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας».

«Μάλιστα. Είναι μακρινό ταξίδι;»

«Αρκετά. Αλλά ούτε κατά διάνοια όσο αυτό που κάνατε εσείς».

Ο Κάρτερ είπε «Παρακαλώ, ας μιλάμε στον ενικό, εντάξει;»

«Εντάξει. Να σε αποκαλούμε Μαξ; Ή Κάρτερ;»

«Όπως θέλετε. Εγώ πώς θα σας αποκαλώ;»

«Βολφ».

«Ράινχελ».

«Καλώς». Ο Κάρτερ καθάρισε τον λαιμό του. «Μπορώ να ρωτήσω για ποιο λόγο έφυγε; Ελπίζω να μην ήρθα εν καιρώ πολέμου. Ξέρετε, είμαι ομοσπονδιακός πιστολέρο στην Αμερική και έχω εντολές να μην μπλέξω».

Ο Ράινχελ χαμογέλασε και απάντησε «Όχι, δεν έχουμε πόλεμο. Μην ανησυχείς. Απλά προέκυψε μια υπόθεση, που έπρεπε να ερευνήσει επί τόπου. Εμείς μείναμε πίσω, σε περίπτωση που προκύψει κάτι άλλο».

«Κατάλαβα».

Συνέχισαν να περπατάνε.

«Οπότε τι ακριβώς κάνει ένας ομοσπονδιακός πιστολέρο;» ρώτησε ο Βολφ. «Έχει διαφορά από έναν “τυπικό” αστυνομικό;»

«Ναι και όχι. Ο “τυπικός” αστυνομικός, όπως λες, είναι υπεύθυνος για μια συγκεκριμένη και σχετικά μικρή έκταση. Η δικαιοδοσία του αρχίζει και σταματάει ανάλογα στο τμήμα που είναι τοποθετημένος. Για παράδειγμα, ένας αστυνομικός του Μανχάταν δεν μπορεί να επέμβει σε ένα περιστατικό του Μπρούκλιν, παρότι και τα δύο είναι αμερικανικά εδάφη και μάλιστα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ο ομοσπονδιακός πιστολέρο, αντίθετα, έχει στη δικαιοδοσία του όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Μπορεί να πάει οπουδήποτε και να επέμβει. Εγώ αυτό κάνω. Γυρίζω κάθε Πολιτεία και, αν χρειαστούν τις υπηρεσίες μου, είμαι σε θέση να τις παρέχω». Το σκέφτηκε κι άλλο και πρόσθεσε «Κατά μία έννοια, είμαι σαν εσάς. Στρατιωτικός. Αλλά και αστυνομικός».

Ο Ράινχελ είπε «Οφείλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι, Μαξ».

«Ναι, παρακαλώ».

«Θέλουμε ειλικρινή απάντηση, για να μην έρθουμε σε δύσκολη θέση».

«Εντάξει».

«Οπλοφορείς;» Και ο Βολφ και ο Ράινχελ είχαν προσέξει ότι το δερμάτινο πανωφόρι του φούσκωνε ύποπτα σε δύο σημεία στα πλαϊνά.

«Ναι. Έχω μαζί μου τα υπηρεσιακά μου εξάσφαιρα». Ο Κάρτερ συνέχισε να περπατάει. Αλλά κοίταξε τους δύο κατασκόπους φευγαλέα. «Είναι πρόβλημα αυτό;»

«Κανονικά, ναι» απάντησε ο Βολφ. «Δεν επιτρέπεται σε πολίτες να οπλοφορούν. Κι εδώ θεωρείσαι πολίτης».

Ο Κάρτερ ένευσε, δείχνοντας ότι καταλαβαίνει. Είπε «Από την εμπειρία μου, όμως, μπορώ να πω πως τα όπλα είναι χρήσιμα μερικές φορές. Αλλά όχι πάντα. Βασικά, εξαρτάται ποιος τα κουβαλάει. Στις ΗΠΑ, πάντως, επιτρέπονται».

«Εδώ, όμως, υπάρχουν άλλοι νόμοι. Θα πρέπει να σε ρωτήσω αν σκοπεύεις να τα χρησιμοποιήσεις εναντίον πολιτών, στρατιωτικού προσωπικού ή άλλων Αρχών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας».

Υπό άλλες συνθήκες, θα του φαινόταν γελοίο να του κάνουν τέτοιες ερωτήσεις. Αλλά, αν είχε μάθει κάτι από το μέχρι τώρα ταξίδι του, ήταν πως σε σχεδόν κάθε βήμα του του γινόταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν στην Αμερική. «Όχι, δεν έχω τέτοιο σκοπό. Έχω έρθει να γνωρίσω τον αδερφό μου και την οικογένειά του. Ακόμα, μην ξεχνάτε πως είπα ότι έχω εντολές να μείνω μακριά από ταραχές κλπ». Ο Κάρτερ πέταξε την καύτρα του τσιγάρου του. «Μην ανησυχείτε, κύριοι, δεν θα σας προκαλέσω προβλήματα».

«Το ελπίζουμε» είπε ο Βολφ. «Επίσης, ελπίζουμε να καταλαβαίνεις γιατί σε ρωτήσαμε για τα όπλα».

«Ναι, μη φοβάστε, δεν παρεξηγήθηκα». Μόρφασε. «Να σας πω, η αλήθεια είναι πως πεινάω. Έχουμε περάσει μερικά εστιατόρια. Μπορούμε να σταματήσουμε σε κάποιο;»

Ο Ράινχελ έλεγξε το ρολόι του. Πέντε παρά είκοσι. Ο Ορμπάν τούς είχε δώσει προθεσμία τριών ωρών. Είχαν συμπληρώσει τη μία από αυτές. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας» είπε. «Σύντομα, θα πρέπει να γυρίσουμε στην υπηρεσία».

«Είναι μακριά η υπηρεσία σας;»

«Όχι πολύ. Αλλά πρέπει να σε καθοδηγήσουμε. Δεν μπορούμε να σε αφήσουμε έτσι».

«Μην τύχει και καμιά αναποδιά και ξεφύγουν τα πράγματα, ε;»

«Και για αυτό, ναι» απάντησε με αγανάκτηση ο Βολφ. «Αλλά σου είπα…»

«Πλάκα κάνω, ηρεμήστε». Ο Κάρτερ σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του. Εκ πρώτης όψεως, η Βουδαπέστη τού άρεσε. Φαινόταν μεγάλη πόλη, αναπτυγμένη. Πολλοί από τους κατοίκους της φορούσαν περίεργες ενδυμασίες: φαρδιά παντελόνια και περίεργα καπέλα οι άντρες και μακριά φορέματα με διάφορα σχέδια πάνω τους οι γυναίκες. Κάποιοι τον κοιτούσαν, απορημένοι με την εμφάνισή του. Είδε τις περιπολίες των αστυνομικών, που έδειχναν χαλαροί, κάτι που ίσως σήμαινε ότι δεν υπήρχαν συχνά προβλήματα. «Ωραία, οπότε πού καταλήγουμε;» Παρατήρησε τους άλλους δύο. Δεν ήταν ντυμένοι σαν στρατιωτικοί, αυτό το είχε προσέξει εξ αρχής. Ίσως είχαν κάποια άλλη αρμοδιότητα, που σχετιζόταν με τον στρατό, και για την οποία δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν πολλά. Αλλά φαίνονταν τίμιοι άνθρωποι.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ αλληλοκοιτάχτηκαν ξανά. Τι θα έκανε ο Φάμπιαν, αν ήταν στην θέση τους; διερωτήθηκαν.

Η απάντηση ήταν προφανής και υπήρχε στις σημειώσεις που είχαν βρει. Όμως, προέκυπτε πάλι ένα πρόβλημα, όχι τόσο πρακτικό, όσο συναισθηματικό. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν η μόνη λύση που μπόρεσαν να σκεφτούν και η οποία να τους γλίτωνε χρόνο και κόπο.

«Κοίτα» είπε ο Ράινχελ «μιας και λείπει ο Φάμπιαν, θα σε πάμε να γνωρίσεις την γυναίκα και την κόρη του. Και μετά, βλέπουμε».

«Εντάξει. Ξέρουν για εμένα;»

Άλλη μια ερώτηση που ο Φάμπιαν δεν τους είχε απαντήσει.

«Δεν το ξέρουμε» απάντησε ο Βολφ. «Αλλά δεν έχεις να ανησυχείς για κάτι ως προς αυτό. Θα χαρούν να σε γνωρίσουν. Είναι αξιαγάπητες και οι δύο».

«Πολύ χαίρομαι για αυτό. Μένουν εδώ κοντά;»

«Όχι, το διαμέρισμα της οικογένειας Άσπελ είναι στην αντίθετη πλευρά. Αλλά εδώ και λίγες μέρες ο Φάμπιαν και η Έμιλυ -έτσι λένε την σύζυγο- έχουν την κόρη τους σε ένα νοσοκομείο. Η Ορέλια ταλαιπωρείται από πνευμονία».

Ο Κάρτερ ένιωσε την καρδιά του να χάνει τον ρυθμό της. «Αλήθεια; Θεέ μου! Ελπίζω να μην είναι σοβαρή η κατάστασή της». Μετά, σκέφτηκε ότι μάλλον είπε βλακεία. Αν δεν ήταν σοβαρά, θα την είχαν στο νοσοκομείο; Επίσης, σκέφτηκε ότι αυτός πρέπει να ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Φάμπιαν τού έγραψε ότι δεν μπορούσε να πάει στην Αμερική και όχι η «φύση της δουλειάς του».

Ο Βολφ απάντησε «Θα δείξει. Όλοι μας ευχόμαστε για το καλύτερο. Την συμπαθούμε, την μικρή. Ο Φάμπιαν τής έχει μεγάλη αδυναμία. Όπως και η Έμιλυ, φυσικά».

«Για να πούμε την αλήθεια» είπε ο Ράινχελ, καθώς σήκωνε το χέρι και έκανε νόημα σε έναν αμαξά να σταματήσει, «οι συγκυρίες δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Ήρθες σε δύσκολη περίοδο για τον Φάμπιαν. Αλλά, αν θες την γνώμη μου, πιστεύω ότι η επίσκεψή σου θα κάνει καλό στην Έμιλυ και στην Ορέλια. Και ο Φάμπιαν, όταν του πούμε ότι έφτασες, θα χαρεί πολύ και θα αδημονεί να επιστρέψει».

«Το πιστεύεις, όντως;»

«Φυσικά».

«Και εγώ το ίδιο» είπε ο Βολφ. «Φαίνεσαι καλός άνθρωπος».

«Κι εσείς. Ομολογώ ότι ο Φάμπιαν είναι τυχερός που σας έχει για συναδέλφους του».

Οι τρεις άντρες επιβιβάστηκαν και ο Βολφ έδωσε τη διεύθυνση στον αμαξά. Μέχρι να φτάσουν, οι κατάσκοποι είπαν στον Κάρτερ ότι δεν ήταν σίγουροι αν θα ερχόταν με αυτό το τρένο ή με οποιοδήποτε άλλο -αυτός τους εξήγησε γιατί είχε αργήσει να το λάβει και να ανταποκριθεί-, ενώ μετά τον ρωτούσαν για την κατάσταση στην Αμερική, και κυρίως αν ήταν αλήθεια ότι στην Άγρια Δύση ποτέ κανένας δεν μπορούσε να κοιμάται ήσυχος, λόγω των ληστών που λυμαίνονταν την περιοχή –κι αλήθεια, πόσο μεγάλη περιοχή ήταν η Άγρια Δύση;

 

Ο Τζούρτζου και οι δύο μπράβοι του έφτασαν στο νοσοκομείο, όπου η άμαξα σταμάτησε κοντά στην σιδερένια πύλη. Κατέβηκαν οι δύο εκ των τριών αντρών, αφήνοντας τον οδηγό να περιμένει με τα γκέμια και το καμουτσίκι ανά χείρας.  Βρήκαν τον άλλο μπράβο, αυτόν που είχε αναλάβει να παρακολουθεί τις κυράτσες του Άσπελ. Ο τύπος, ψηλός με μουστάκι, ντυμένος με αδιάφορο γκρι κουστούμι, κάπνιζε και καθόταν σε ένα σκαλί της εισόδου/εξόδου με μια εφημερίδα στα γόνατά του. Μόλις είδε τον ανώτερό του, σηκώθηκε και στάθηκε ακίνητος. Άλλοι άνθρωποι -επισκέπτες, συνοδοί ή και προσωπικό του νοσοκομείου- τον περιτριγύριζαν, όμως αυτός δεν τους έδινε καμιά σημασία -όπως και εκείνοι σε αυτόν.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Τζούρτζου.

«Δεν υπάρχουν νεώτερα, κύριε» απάντησε ο τύπος. «Η πουτάνα είναι με το κουτσούβελο της και κλαίνε την μοίρα τους. Δεν τους επισκέφτηκε κανείς. Εκτός από τον Μολνάρ και μια νοσοκόμα, δηλαδή».

«Εσύ ήσουν όλη την ώρα εδώ;»

«Όχι, κύριε, ανέβηκα μερικές φορές, για να ελέγξω. Και να ρωτήσω τον γνωστό μας για την κατάσταση της κόρης». Στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, δούλευε ένας συγκεκριμένος γιατρός που ήταν γέννημα θρέμμα της Μολδαβίας και, φυσικά, όταν ήρθε στη Βουδαπέστη έπρεπε να περάσει από την πρεσβεία. Ο Τζούρτζου φρόντισε ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες πιο γρήγορα από το αναμενόμενο και με δυο τρία κεράσματα τον είχε του χεριού του. Ποτέ δεν ήξερε πότε θα του ήταν χρήσιμος ένας γιατρός.

«Δεν ψόφησε η μικρή, ε;»

«Όχι, κύριε. Απ’ ό,τι έμαθα, μάλλον θα τη γλιτώσει».

«Όχι από εμάς». Ο Τζούρτζου ένευσε. «Μείνε εδώ και έχε τον νου σου» διέταξε. Έπειτα, πέταξε το τσιγάρο του και κίνησε για την πόρτα, ακολουθούμενος από τον άλλο μπράβο.

 

Η Ορέλια είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι, ξύπνια, και κοίταζε προς το παράθυρο. Η μαμά της είχε βγει στο διάδρομο και τα έλεγε με την μητέρα εκείνου του αγοριού που είχε αναστατωθεί το πρωί. Η Ορέλια άκουγε όσα έλεγαν, αλλά, από ένα σημείο και μετά, στράφηκε στις σκέψεις της. Της έλειπε ο μπαμπάς. Όπως και στην μαμά. Αλλά η μαμά ανησυχούσε πολύ περισσότερο απ’ όσο έλεγε. Η Ορέλια το είχε καταλάβει, όμως δεν πίεζε την μαμά, γιατί δεν ήθελε να της κάνει κακό. Αρκετό κακό είχε κάνει και στους δύο γονείς της που αρρώσταινε τόσο συχνά. Ο μπαμπάς είχε προσπαθήσει να την ηρεμήσει, λέγοντάς της ότι έφευγε για δουλειά και ότι εκείνη καθόλου δεν έφταιγε, όμως η Ορέλια πίστευε πως ο μπαμπάς είχε κουραστεί να κοιμάται εδώ και να τρέχει από το γραφείο στο διαμέρισμα και μετά εδώ και το πρωί πάλι στο γραφείο, κι άντε πάλι από την αρχή. Κι η μαμά είχε κουραστεί, άσχετα αν χαμογελούσε και αν προσπαθούσε να ξεχαστεί με τα παραμύθια του κυρίου Άντερσεν.

Τους είχε κουράσει η Ορέλια και η κακιά αρρώστια που είχε. Γιατί να μην ήταν σαν τα άλλα παιδάκια, που τα έβλεπε συχνά από το παράθυρο του διαμερίσματος να παίζουν έξω, στο δρόμο; Γιατί να μην πήγαινε σχολείο συνέχεια -κι ας μην της άρεσε, επειδή οι δάσκαλοι φώναζαν και χτυπούσαν όποιο παιδί δεν καθόταν ήσυχο ή όποιο δεν είχε διαβάσει-, αντί να μένει στο κρεβάτι, να βήχει, να φταρνίζεται και να μην μπορεί ώρες-ώρες να αναπνεύσει; Γιατί; Θα ήταν τόσο χαρούμενοι οι γονείς της. Κι ο μπαμπάς δεν θα έφευγε. Κι η μαμά δεν θα ανησυχούσε για τον μπαμπά.

Αλήθεια, γιατί φοβάται τόσο πολύ;

Είχε πει στην Ορέλια ότι ο μπαμπάς θα πάει μακριά, για να βρει κακούς ανθρώπους. Δεν είχε πει κάτι πιο συγκεκριμένο, όμως. Αλλά κάτι σκεφτόταν. Κάτι είχε στο μυαλό της. Κάτι ήξερε. Όμως, δεν το είχε πει στην μικρή Ορέλια και δεν θα το έλεγε. Όπως συμβαίνει συχνά με τους μεγάλους. Ξέρουν πράγματα, αλλά δεν τα λένε στα παιδιά, γιατί «δεν πρέπει», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πολλές φορές, η μαμά και ο μπαμπάς περίμεναν να πάει η Ορέλια για ύπνο και μετά συζητούσαν –ως τότε έλεγαν άσχετα πράγματα ή ό,τι αφορούσε την κόρη τους. Αλλά εκείνη πεταγόταν από το κρεβάτι της πότε-πότε, περπατούσε ξυπόλυτη, έφτανε ως την πόρτα του δωματίου της και έστηνε αυτί. Δεν καταλάβαινε όσα άκουγε, όμως καταλάβαινε τι ένιωθαν οι γονείς της για αυτά. Κάτι για την «πρόοδο της Αυτοκρατορίας» έλεγαν, για «φόρους», «στρατοδικείο», για «τον μαλάκα τον Ορμπάν». Και άλλα περίεργα. Ήταν ανήσυχοι, ειδικά ο μπαμπάς –αν και, για τον τελευταίο, τον Ορμπάν, ακουγόταν περισσότερο εκνευρισμένος, παρά ανήσυχος. Αυτός ήταν που μιλούσε την περισσότερη ώρα. Η μαμά άκουγε, αν και, από ένα σημείο και μετά, η Ορέλια αντιλαμβανόταν πως η μαμά βαριόταν και έλεγε άλλα, τα οποία η Ορέλια τα καταλάβαινε καλύτερα, γιατί ήταν για ιστορίες σαν αυτές που είχε γράψει ο κύριος Άντερσεν, μόνο που τις συγκεκριμένες τις είχε γράψει η μαμά, η οποία ήταν χαρούμενη για αυτές, αν και ο μπαμπάς αντιδρούσε παράξενα, λες και φοβόταν όσα έγραφε η μαμά. Και δεν είχε πολύ άδικο: όντως, αυτά που διάβαζε η μαμά ήταν κάπως τρομακτικά, αλλά και ενδιαφέροντα, με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Ορέλια. Την έκαναν να θέλει να μπει στην ζωή των ανθρώπων που κινδύνευαν στις ιστορίες αυτές και να τους σώσει από τα τέρατα που τους απειλούσαν. Να τους φωνάξει, να τους πει να τρέξουν μακριά. Όσο μπορούσε, δηλαδή, γιατί όποτε δοκίμαζε να υψώσει τη φωνή της, την πονούσε ο λαιμός της.

Η Ορέλια επέστρεφε τάχιστα στο κρεβάτι της, όταν καταλάβαινε ότι σηκώνονταν για να πάνε στο δικό τους, μιας και ήξερε ότι ένας από τους δύο θα ήλεγχε ξανά αν εκείνη κοιμόταν. Και δεν έφευγε, αν δεν ερχόταν πάνω από το προσκεφάλι της, σκύβοντας και δίνοντας της ένα απαλό φιλί στο μάγουλο, το οποίο, με κάποιον μαγικό τρόπο, την έκανε να χαλαρώνει και να αποκοιμιέται, χωρίς να προλαβαίνει να το συνειδητοποιήσει. Ίσως επειδή ήταν τόσο ωραίο να νιώθει πως οι γονείς της είναι εκεί για την ίδια.

Ο μπαμπάς, όμως, δεν ήταν πια εδώ. Και η μαμά φοβόταν για τον μπαμπά. Κανείς από τους δύο δεν είχε πει στην Ορέλια τι πραγματικά συνέβαινε. Γιατί, άραγε; Ίσως γιατί δεν ήθελαν να φοβηθεί και αυτή; Αλλά τι να φοβηθεί; Τι μπορεί να υπήρχε εκεί που πήγαινε ο μπαμπάς; Κακοί άνθρωποι. Ο μπαμπάς κυνηγάει κακούς ανθρώπους. Σωστά. Οπότε γιατί δεν της το είπαν;

Μπαμπάς: Θα πρέπει να λείψω για μερικές μέρες. Μου έτυχε μια δουλειά, εκτός πόλης, και πρέπει να πάω.

  Ορέλια: Για πόσες μέρες;

  Μπαμπάς: Ε… δεν ξέρω. Πέντε. Έξι, ίσως.

Τι το τόσο φοβερό μπορούσε να γίνει σε πέντε με έξι ημέρες;

Μπαμπάς: Δεν θα αργήσω, καρδιά μου. Το είπα και στην μαμά. Είναι κάτι που πρέπει να κάνω, αλλά θα το κάνω όσο πιο σύντομα μπορώ. Και μετά, θα είμαι ξανά πίσω, μαζί σας. Η δουλειά… είναι σημαντικό να πάω και να την κάνω. Εξαρτάται από εμένα. Πολλοί άνθρωποι περιμένουν να την αναλάβω εγώ ο ίδιος.

Μαμά: Του έχω εμπιστοσύνη. Τον ξέρω. Θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Για εσένα. Για τον δόκτωρ Μολνάρ. Για τους συναδέλφους του. Για τη χώρα του. Για εμένα. Για όλους μας. Ίσως χρειαστεί να πάρει κάποιες αποφάσεις που άλλοι δεν θα τις αναλάμβαναν ποτέ, αλλά πάντα θα έχει στο νου του το γενικό καλό.

Επίσης, η Μαμά: Είναι που… που πάει μακριά. Σε ένα μέρος, για το οποίο δεν ξέρω πολλά πράγματα και ίσως υπάρχουν κακοί άνθρωποι εκεί.

Τι δεν της έλεγαν; Τι μπορούσε, άραγε, να καταλάβει από αυτά που της είχαν πει; Ότι κάτι άλλο τους φόβιζε. Κάτι που ήταν εκεί που πήγαινε ο μπαμπάς. Εντάξει. Αλλά τι να ήταν αυτό;

Κακοί άνθρωποι.

Κακοί.

  Σαν αυτούς που, σύμφωνα με την μαμά, έκαναν εγκλήματα στις ιστορίες του κυρίου Κόναν Ντόιλ και τους έψαχνε και τους έβρισκε ο Σέρλοκ Χολμς με τον φίλο του το δόκτορα Ουότσον;

Ή μήπως σαν τη «Βασίλισσα του Χιονιού» και τον άγγελο στα «Κόκκινα Παπούτσια»;

Η Ορέλια δεν ήξερε τι να πιστέψει. Το μόνο που μπορούσε να δεχθεί ήταν πως ο μπαμπάς θα τα κατάφερνε. Το είχε υποσχεθεί: θα γυρνούσε και όλοι μαζί θα επέστρεφαν στο σπίτι. Κι ο μπαμπάς τηρούσε τις υποσχέσεις του: έφερνε τα παιχνίδια που υποσχόταν, διάβαζε στην Ορέλια τις αγαπημένες της ιστορίες και κάθε μέρα ήταν παρών για εκείνη και την μαμά. Και να έλειπε για λίγες μέρες, τι πείραζε; Θα ερχόταν ξανά και θα ήταν μαζί. Ίσως τελικά η μαμά να φοβόταν πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε.

Η Ορέλια γύρισε για να πιάσει το ποτήρι με το νερό.

Τότε ήταν που ακούστηκαν οι φωνές.

 

Ο Τζούρτζου περίμενε ότι, από τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει να πηγαίνουν όλα όπως τα ήθελε με την υπόθεση του Μπραν και τον αφανισμό του Άσπελ, δεν θα συνέβαινε κάτι που θα του χαλούσε τα σχέδια. Και σίγουρα δε φανταζόταν ότι ένα ατυχές και απρόβλεπτο γεγονός θα τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή πάνω του.

Καθώς προχωρούσαν και κόντευαν να φτάσουν στον όροφο που ήταν το δωμάτιο της κόρης του Άσπελ, ο μπράβος πίσω του είχε τη φαεινή ιδέα να χαμογελάσει πονηρά σε μια γυναίκα, η οποία στεκόταν μαζί με τον άντρα της έξω από έναν θάλαμο. Ο Τζούρτζου δεν θα το πρόσεχε ποτέ του, όμως ο προσβεβλημένος άντρας φώναξε «Έι, εσύ! Σταμάτα». Τότε γύρισε και είδε έναν παχουλό τύπο να έχει υψώσει τη γροθιά του προς το μέρος τους και να κοιτάει τον μπράβο θυμωμένος.

Ο Τζούρτζου αναγκάστηκε να σταματήσει. «Τι έγινε;» ρώτησε.

Ο μπράβος δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς ο άλλος πλησίασε. «Πώς τόλμησες να ριχτείς στην γυναίκα μου, παλιο-αλήτη;» φώναξε, δημιουργώντας αντίλαλο.

«Χοντρέ, μαζέψου» είπε ο μπράβος, που στάθηκε με τα χέρια του να κρέμονται δήθεν χαλαρά. «Βγάλε το σκασμό, μην σε σαπίσω και σε βάλω να μείνεις κι εσύ εδώ μέσα».

«Αντί να ζητάς συγνώμη, τολμάς να με προσβάλεις κι άλλο; Δεν έχεις τιμή εσύ;» Τώρα ο τύπος στεκόταν μόλις ένα μέτρο μακριά και είχε στρέψει το κεφάλι του ψηλά, μιας και ήταν πιο κοντός από τον μπράβο. «Κι όχι μόνο με προσβάλεις, αλλά με απειλείς κιόλας!»

Η γυναίκα του άντρα, θιγμένη κι αυτή από τον Βλάχο, προσπάθησε να σταματήσει τον σύζυγό της: «Σε παρακαλώ, Γκέζα, άστο. Δεν αξίζει να ασχοληθείς».

Όμως, πριν συνειδητοποιήσουν τι θα έκανε, ο άντρας όρμησε με τα χέρια απλωμένα, έπεσε πάνω στον σωματοφύλακα και τον έριξε στον τοίχο. Αμέσως, άρχισε να τον γρονθοκοπεί.

«Σταμάτα!» φώναξε ο Τζούρτζου. «Σταμάτα! Ήταν μια παρεξήγηση».

Ο άλλος, όμως, δεν υπάκουσε, παρά συνέχισε να μάχεται και να λέει τα δικά του.

Τώρα κι άλλοι άνθρωποι εμφανίζονταν από γειτονικά δωμάτια και παρακολουθούσαν τη σύρραξη, που πλέον έγερνε υπέρ του: κατάφερε να αρπάξει τον λαιμό του άντρα και να τον κλοτσήσει στα αχαμνά. Εκείνος έκανε πίσω βογκώντας. Ο μπράβος, όμως, δεν έμεινε εκεί, παρά του έβαλε τρικλοποδιά και έπειτα άρχισε να τον πνίγει, ενώ ο άντρας γούρλωνε τα μάτια του και προσπαθούσε μάταια να γλιτώσει.

Ο Τζούρτζου ήταν έξω φρενών. Έπιασε από τον γιακά τον σωματοφύλακά του, διατάζοντας τον να αφήσει τον άλλο. «Με ακούς; Σήκω. Τώρα» είπε και μετά ψιθύρισε «Αλλιώς θα σε στείλω πίσω. Νεκρό».

Ο μπράβος χαλάρωσε την λαβή του και κοίταξε το αφεντικό του. Στα μάτια του, υπήρχε θυμός, ενώ το πρόσωπό του είχε έναν μώλωπα και τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα.

Εκείνη τη στιγμή, επενέβησαν και από το προσωπικό του νοσοκομείου: δύο γιγαντόσωμοι νοσοκόμοι, μαζί με δύο γιατρούς ήρθαν και χώρισαν τους αντιπάλους.

«Αρκετά!» είπε ο ένας εκ των γιατρών, ο πιο μεγάλος σε ηλικία. «Δεν ντρέπεστε, μεγάλοι άντρες, να τσακώνεστε σαν σχολιαρόπαιδα; Και μάλιστα, μέσα σε ένα νοσοκομείο; Δε σέβεστε τους ασθενείς;»

«Μας συγχωρείτε» ξεκίνησε ο Τζούρτζου με το πιο συγκαταβατικό του ύφος «αλλά έγινε παρεξήγηση». Αναζήτησε με το βλέμμα του τον γνωστό του γιατρό, αλλά δεν τον είδε πουθενά. «Πάμε απλώς να επισκεφτούμε μια γνωστή μας, που νοσηλεύεται εδώ». Γύρισε προς τον πεσμένο άντρα, τον οποίο εξέταζε τώρα ο άλλος γιατρός. «Κύριε, ζητάμε συγνώμη». Έπειτα, γύρισε προς τον σωματοφύλακα. Του έκανε νόημα να απολογηθεί και αυτός.

Ο άντρας μόρφασε από νεύρα, αλλά τελικά είπε «Συγνώμη».

«Όχι, φεύγετε» είπε ο μεσήλικας γιατρός που τους είχε ψέξει. «Να έρθετε άλλη φορά, που θα έχετε σκεφτεί πώς πρέπει να συμπεριφέρεστε».

Δεν μας απασχολούν οι νοσοκόμες και τα γιατρουδάκια. Έτσι είχε πει νωρίτερα. Όμως, να που τα έβρισκε σκούρα με έναν γιατρουδάκο. «Τι; Όχι. Λυπάμαι, αλλά πρέπει να τη δούμε την γνωστή μας» είπε ο Τζούρτζου. «Μπορεί να μην έχουμε άλλη ευκαιρία. Απ’ ό,τι μάθαμε, δεν είναι καλά».

Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του και σήκωσε το χέρι του, για να σταματήσει τον Τζούρτζου. «Αυτό να το σκεφτόσασταν προτού ο φίλος ή γνωστός σας από εδώ παραστήσει πως βρίσκεται στο ρινγκ. Φύγετε. Αλλιώς θα καλέσω την πολιτοφυλακή, να σας διώξει».

Ο Τζούρτζου αντιλήφθηκε ότι ο σωματοφύλακας δίπλα του πήγαινε να βγάλει το πιστόλι του, αλλά τον σταμάτησε. Πήγε να πει κάτι, όμως τότε εμφανίστηκε ο μπράβος που είχε αφήσει απέξω.

«Πρόβλημα» είπε ο τύπος και έδειξε με το κεφάλι του προς το παράθυρο. «Επισκέψεις».

Ο Τζούρτζου έπιασε το νόημα και αναθεμάτισε. Η ευκαιρία «να τα πει» και ίσως να ξεκάνει την κυράτσα του Άσπελ ή και την κόρη τους είχε πάει χαμένη. Χωρίς να πει κάτι άλλο, έφυγε μαζί με τους σωματοφύλακές του.

Βγαίνοντας από άλλη πόρτα, έριξε μια ματιά προς την κύρια είσοδο/έξοδο. Είδε τους δύο συναδέλφους του Άσπελ. Μαζί τους ήταν και ένας τρίτος άντρας, ψηλός, αλλά λεπτός, ντυμένος με ένα περίεργο καπέλο και μακρύ δερμάτινο πανωφόρι, και στα χέρια του κρατούσε λουλούδια. Συζητούσαν και φαίνονταν ευδιάθετοι.

«Εσύ» είπε στον ένα μπράβο. «Μείνε και μάθε ό,τι μπορείς για αυτόν τον άντρα που συνοδεύει τους μαλάκες του Άσπελ».

«Μάλιστα, κύριε».

Έπειτα, ο Τζούρτζου με τον άλλο επιβιβάστηκαν στην άμαξα που τους περίμενε και έφυγαν.

Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, ο μπράβος που είχε παρεκτραπεί καθόταν σαν παιδί που το έχουν μαλώσει, αμίλητος, χωρίς καν να ανάψει τσιγάρο. Ευχόμενος να μην τον ξαποστείλει ο Τζούρτζου.

 

Η Έμιλυ και η μητέρα του αγοριού από το διπλανό δωμάτιο είχαν σταματήσει την κουβέντα και, όπως και άλλοι συνοδοί, κοιτούσαν προς την κατεύθυνση των σκαλοπατιών που συνέδεαν αυτόν τον όροφο με τον προηγούμενο. Είχαν απορημένο  και ανήσυχο ύφος, καθότι είχαν ακούσει τις εξοργισμένες κραυγές κάποιου άντρα που απευθυνόταν σε έναν άλλο, και, ειλικρινά, το τελευταίο που ήθελαν ήταν να αναστατωθούν κι άλλο -είτε οι ίδιοι, είτε και οι συγγενείς τους, που νοσηλεύονταν-, αλλά και το ότι μπορεί να γινόταν κανένα φονικό.

Με το που εμφανίστηκε μια νοσοκόμα, κάποιοι συνοδοί άρχισαν να τη βομβαρδίζουν με ερωτήσεις και παρατηρήσεις: «Τι είναι αυτά τα πράγματα;» «Γιατί τα επιτρέπετε;» «Γιατί δε φωνάζετε την πολιτοφυλακή;» «Ο πατέρας μου έχει πρόβλημα με την καρδιά του, δεν γίνεται να αναστατώνεται με το παραμικρό!» «Η γυναίκα μου είναι έγκυος, θέλετε να πάθει τίποτα το παιδάκι μας;» «Ανεπίτρεπτο!» «Κάποιοι πρέπει να λογοδοτήσουν!» «Ελπίζω να τους συνέλαβαν τους ταραξίες, έτσι;»

«Σας παρακαλώ» είπε αγανακτισμένη. «Ηρεμήστε, το περιστατικό τελείωσε. Δεν έχετε να ανησυχείτε για τίποτα. Γυρίστε στους αγαπημένους σας, που σας χρειάζονται και αφήστε και εμάς να κάνουμε τη δουλειά μας. Σας παρακαλώ».

Ευτυχώς για εκείνη, υποχώρησαν και την άφησαν να αρχίσει τους ελέγχους από θάλαμο σε θάλαμο.

Η μητέρα του αγοριού είπε στην Έμιλυ πως θα πήγαινε να δει τον γιο της, μην τυχόν και τον είχαν ξυπνήσει.

«Εντάξει, καλή μου. Τα λέμε αργότερα».

Επέστρεψε και αυτή στο δωμάτιο της Ορέλια.

«Τι έγινε, μαμά; Τι ήταν αυτές οι φωνές;» ρώτησε η μικρή, αφήνοντας το ποτήρι της.

«Δεν είμαι σίγουρη, Ορέλια. Κάποιοι άντρες τσακώθηκαν μεταξύ τους, μάλλον». Η Έμιλυ χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της. «Μην σκοτίζεσαι, όμως. Τέλειωσε. Πώς νιώθεις εσύ;»

«Καλά είμαι, μαμά».

«Ωραία. Αυτό με νοιάζει». Η Έμιλυ πήγε να καθίσει στην καρέκλα, όταν άκουσε μια γνώριμη αντρική φωνή.

«Έμιλυ;»

Η Έμιλυ γύρισε. Είδε τρεις άντρες να στέκουν στο διάδρομο. Τους δύο τούς ήξερε. Ήταν ο λοχαγός Βολφ και ο επιλοχίας Ράινχελ, συνάδελφοι του Φάμπιαν. Από τους πιο αγαπητούς της ανθρώπους στη Βουδαπέστη, και γενικότερα.

Αλλά τι δουλειά έχουν εδώ; αναρωτήθηκε.

«Θίοντορ. Τζόνας» είπε με χαμόγελο απορίας. Και μετά στην κόρη της: «Ορέλια, θυμάσαι τους φίλους και συνεργάτες του μπαμπά;»

«Ναι. Γεια σας» είπε η μικρή.

Οι δύο άντρες τής χαμογέλασαν.

Η Έμιλυ τους πλησίασε, για να μην ακούσει η Ορέλια. «Γιατί είστε εδώ;» ρώτησε. «Δεν θα έπρεπε να είστε μαζί με τον Φάμπιαν;»

Εκείνοι αλληλοκοιτάχτηκαν. Εν τέλει, ο Βολφ είπε «Ο Φάμπιαν μάς διέταξε να μείνουμε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, Έμιλυ. Συγνώμη».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο; Είστε ομάδα. Μαζί δουλεύετε».

«Υπάρχει λόγος, Έμιλυ» απάντησε ο Ράινχελ. Ο διοικητής του σταθμού μας έχει πάρε δώσε με πιθανούς εχθρούς και είναι μάλλον προδότης, σκέφτηκε. Επίσης, ο Φάμπιαν μάς θέλει στη Βουδαπέστη σε περίπτωση που κάτι πάει πολύ στραβά, ήτοι σε περίπτωση που χάσουμε τα ίχνη του. Ή αν σκοτωθεί. Αλλά δεν της είπε τίποτα από αυτά. Αντίθετα, συνέχισε «Πίστεψέ με, υπάρχει. Ούτε εμείς το ξέραμε μέχρι σήμερα, αλλά το μάθαμε και δεν το πιστεύαμε. Ο Φάμπιαν ήξερε τι έκανε».

«Μάλιστα. Ήξερε τι έκανε». Η Έμιλυ αναστέναξε, καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να συγχυστεί περισσότερο. «Ελάτε, μην στέκεστε έξω».

«Μήπως ενοχλούμε;» ρώτησε ο Βολφ.

«Καθόλου, Θίοντορ. Ελάτε».

Οι συνάδελφοι του Φάμπιαν μπήκαν στο δωμάτιο, ακολουθούμενοι από τον τρίτο άντρα. Η Έμιλυ τον παρατήρησε. Της φάνηκε αόριστα γνωστός. Ψηλός, πιο αδύνατος από το αναμενόμενο, με κοντά ξανθά μαλλιά και καστανά μάτια. Λευκός σαν τον μέσο κάτοικο της Αυστρίας. Αν και δε φαινόταν πολύ γεροδεμένος, ωστόσο απέπνεε τον αέρα ενός σκληροτράχηλου άντρα.

«Μήπως είχατε νεώτερα από τον Φάμπιαν;» ρώτησε η Έμιλυ.

«Ναι, είναι καλά. Συνεχίζουν χωρίς προβλήματα» απάντησε ο Βολφ. «Μας είπε να σας στείλουμε τις θερμότερες ευχές του. Επίσης, θα ήθελε να μάθει για τα δικά σας νέα».

«Μια χαρά είμαστε εμείς. Να έρθει γρήγορα. Αυτό να του πείτε».

«Εντάξει, Έμιλυ».

Η Έμιλυ, δείχνοντας τον νεοφερμένο, ρώτησε «Ο κύριος;»

«Ο κύριος» είπε ο Ράινχελ «λέγεται Μαξ Κάρτερ. Έφτασε σήμερα από την Αμερική. Είναι… είναι αδερφός του Φάμπιαν».

«Τι;» ρώτησε η Έμιλυ και έμεινε ασάλευτη.

Ο Κάρτερ άπλωσε το χέρι του. «Μαξ Κάρτερ, κυρία μου» είπε, ξέροντας ότι εκείνη μιλούσε και την αγγλική. «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω».

Η Έμιλυ έπιασε το χέρι του Κάρτερ. «Είστε… είστε στ’ αλήθεια αδερφός του Φάμπιαν;»

Ο Κάρτερ έβγαλε το γράμμα που είχε λάβει και της το πρόσφερε. «Σύμφωνα με αυτά που μου έγραψε, ναι, είμαστε αδέρφια. Κι εγώ εκπλήσσομαι. Αλλά και χαίρομαι».

Η Έμιλυ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και διάβασε τις αράδες που ήταν ξεκάθαρα γραμμένες με το γραφικό χαρακτήρα του άντρα της. Κάλυψε το στόμα της, νιώθοντας μεγάλη συγκίνηση. «Ω Θεέ μου» σχολίασε, στο τέλος. Έπειτα, γύρισε προς την Ορέλια. «Δες, καρδιά μου. Ο κύριος είναι όντως αδερφός του μπαμπά».

Η μικρή πήρε το γράμμα και άρχισε να το διαβάζει. Οι γονείς της είχαν φροντίσει ώστε ένα από τα βασικά μαθήματά της να είναι η γνώση των αγγλικών, μιας και μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει κανείς σχεδόν σε κάθε χώρα.

Στο μεταξύ, η Έμιλυ σηκώθηκε ξανά. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε, κύριε Κάρτερ, πόσο πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ο Φάμπιαν δεν μου είχε πει κάτι. Και, γνωρίζοντάς τον, καταλαβαίνω γιατί. Του αρέσουν οι εκπλήξεις».

«Αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε και εμείς» σχολίασε χαμογελαστός ο Βολφ.

Ο Ράινχελ απλά κατένευσε. Αλλά είχε κατά νου ό,τι και ο λοχαγός: από τη μια, όλες τις φορές εκείνες που ο Φάμπιαν επέλεγε να εμφανίζεται στους υπόπτους χωρίς να το περιμένουν. Και από την άλλη, το ότι δεν είχε μιλήσει για τις έρευνες που έκανε και τις κρατούσε μυστικές.

Ο Κάρτερ πλησίασε την Έμιλυ και της προσέφερε τα λουλούδια. «Για εσάς και την μικρή δεσποινίδα». Κοίταξε την κόρη των Άσπελ και άπλωσε το χέρι του. «Εσύ πρέπει να είσαι η Ορέλια, σωστά;»

«Μάλιστα» απάντησε εκείνη και τον χαιρέτισε, κοιτώντας τον στα μάτια. «Δηλαδή, εσείς είστε θείος μου;»

«Εμ, ναι. Έτσι νομίζω».

«Μοιάζετε στον μπαμπά μου, αν και ο μπαμπάς είναι πιο… εμ, πιο παχουλός».

«Ορέλια!» είπε η Έμιλυ. «Τι είναι αυτά που λες στον κύριο Κάρτερ!»

Ο Κάρτερ γέλασε. «Κανένα πρόβλημα».

«Για να λέμε του στραβού το δίκιο, Έμιλυ» είπε ο Βολφ «έχει ένα δίκιο η Ορέλια».

«Θίοντορ! Δεν θέλω να μιλάτε έτσι για τον κύριο Κάρτερ. Ούτε για τον Φάμπιαν» είπε η Έμιλυ, αλλά ήταν φανερό πως δεν είχε θιχτεί. Της άρεσε το ανάλαφρο κλίμα που είχαν φέρει οι τρεις άντρες στον θάλαμο, και προσπαθούσε να το συνεχίσει. Σπάνιζαν αυτές οι στιγμές και ήθελε, όταν τις είχαν, να τις κρατήσουν όσο περισσότερο γίνεται. «Μιας και το έφερε, όμως, η κουβέντα, να πω ότι σας θεωρώ υπεύθυνους εσάς τους δύο που ο Φάμπιαν έχει παχύνει».

Ο Ράινχελ ρώτησε «Εμάς; Γιατί;»

«Μας έφερε εδώ κάτι νοστιμότατα στρούντελ από ένα εστιατόριο που βρίσκεται κοντά στο γραφείο σας».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Κι όχι μόνο αυτό» συνέχισε η Έμιλυ «αλλά δεν τρώει και τα δικά μου φαγητά όσο παλιότερα. Ξέρετε γιατί».

«Μα…»

«Μην πάτε να με κοροϊδέψετε εμένα, κύριοι» είπε η Έμιλυ, δείχνοντάς τους. «Σας πρόδωσε ο κύριος Άσπελ. Όπως και τον εαυτό του».

«Ναι, αλλά…» έκανε να πει ο Ράινχελ.

Η Έμιλυ σήκωσε το χέρι της. «Έννοια σας και θα τα πούμε άλλη στιγμή. Όταν θα είμαστε όλοι μαζί». Γύρισε προς τον Κάρτερ. «Συγνώμη για αυτό, κύριε Κάρτερ, αλλά έπρεπε να επιπλήξω λίγο τους κυρίους».

«Καταλαβαίνω» αρκέστηκε να πει ο Κάρτερ.

«Τέλος πάντων». Η Έμιλυ ρώτησε «Έχετε φάει, κύριε Κάρτερ; Έχετε πιει καφέ ή τσάι ή ό,τι πίνετε συνήθως στην Αμερική;»

Τώρα τι υποτίθεται ότι έπρεπε να πει; Ψέματα ή αλήθεια; Μόλις είχε γνωρίσει την οικογένεια του Φάμπιαν και θα άρχιζε να λέει ότι πεινάει, λες και είναι μικρό παιδί; Όμως, δεν θα ένιωθε καλά αν ξεκινούσε το χτίσιμο της φιλίας με ψέματα, οπότε είπε «Από καφέ, δεν έχω παράπονο. Αλλά η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να γευματίσω».

Η Έμιλυ γύρισε προς τους συναδέλφους του Φάμπιαν. Αυτοί περίμεναν πως θα συνέχιζε να τους επιπλήττει, αλλά εκείνη ρώτησε «Κύριοι, θα συνοδεύσετε τον κύριο Κάρτερ σε ένα κοντινό εστιατόριο;»

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας, Έμιλυ» είπε ο Βολφ. «Είναι πέντε και είκοσι. Στις επτά παρά είκοσι πρέπει να είμαστε στο γραφείο».

«Δεν σταματήσαμε σε εστιατόριο, γιατί κρίναμε ότι θα ήταν καλύτερο να γνωρίσει εσάς πρώτα και μετά να φροντίσουμε για ένα γεύμα. Επίσης, νομίζω πως θα ήταν άδικο να κάτσουμε για φαγητό και να κοιτάμε συνέχεια το ρολόι».

«Κατάλαβα». Το σκέφτηκε για λίγο. «Τότε προτείνω να πάει ένας από εσάς να πάρει φαγητό στον κύριο Κάρτερ και να το φέρει εδώ». Γύρισε προς τον Κάρτερ. «Αν δεν έχετε αντίρρηση να φάτε εδώ, δηλαδή».

Ο Κάρτερ κούνησε το κεφάλι του. «Κανένα πρόβλημα, κυρία μου». Κοίταξε την Ορέλια. «Μήπως θα ήθελε κάτι και η δεσποινίς;»

Η Έμιλυ ένευσε απηυδισμένη με τον εαυτό της που δεν το είχε σκεφτεί και κοίταξε την κόρη της. «Όντως, καρδιά μου, θα ήθελες κάτι να σου φέρουν να φας;»

«Όχι, μαμά, ευχαριστώ» απάντησε εκείνη και στράφηκε προς τον Αμερικάνο. «Θέλω τόσο πολύ να μιλήσουμε με τον κύριο Μαξ, που δεν πεινάω».

«Εντάξει».

Ο Κάρτερ έψαξε τις τσέπες του, για να βρει τα χρήματα. «Δεν ξέρω, πόσα χρήματα χρειάζονται;…»

«Ω, σας παρακαλώ, κύριε Κάρτερ» τον διέκοψε η Έμιλυ. «Δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσω να πληρώσετε εσείς».

Ο Κάρτερ την κοίταξε. «Μα εγώ…»

«Όχι, ούτε λέξη». Η Έμιλυ έβγαλε ένα ποσό και το έδωσε στον Βολφ. «Δεν ξέρω ποιος από τους δύο θα το αναλάβει, αλλά όποιος πάει να φροντίσει να φέρει κάτι εκλεκτό. Αλλιώς θα έχει σοβαρό πρόβλημα».

Ο Βολφ αντάλλαξε μια ματιά με τον Ράινχελ. Και μετά, του έδωσε τα χρήματα. «Άκουσες την κυρία. Μην την απογοητεύσεις».

Ο Ράινχελ πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Βολφ τον πρόλαβε «Μίλησε ο λοχαγός σου, στραβάδι. Έφυγες».

Ο Κάρτερ δεν χρειαζόταν να δει στη συνέχεια τους δύο άντρες να γελάνε. Ήξερε τη στιχομυθία από την δική του πείρα –είχε συνεργαστεί με στρατιωτικούς και αστυνομικούς, ενώ και στη δική του υπηρεσία υπήρχαν αντίστοιχες συμπεριφορές. Οι υπαξιωματικοί και οι αξιωματικοί έλεγαν τέτοιες χαζομάρες στα πλαίσια της καλής συνεργασίας και κυρίως της φιλίας.

Ο Ράινχελ αποχώρισε.

«Ωραία» σχολίασε η Έμιλυ. Έδειξε την καρέκλα στον Κάρτερ. «Παρακαλώ, καθίστε. Θέλω να ακούσω όσα έχετε να μας πείτε για την Αμερική». Πριν ο Κάρτερ πει κάτι, τον ρώτησε (συνεχίζοντας να του δείχνει να κάτσει) «Αλήθεια, τι δουλειά κάνετε; Είστε καουμπόης;»

Ο Κάρτερ κάθισε. «Όχι, κυρία μου. Είμαι ομοσπονδιακός πιστολέρο». Έβγαλε το σήμα του και της το έδωσε.

Η Έμιλυ σήκωσε τα φρύδια της και περιεργάστηκε το μικρό αντικείμενο. «Αλήθεια;»

«Μάλιστα. Πηγαίνω σε όλες τις Πολιτείες και όπου με χρειάζονται βοηθάω».

«Τι υπηρεσίες προσφέρετε, δηλαδή;»

«Ένοπλη συνοδεία καραβανιών ή τρένων, ας πούμε, προστασία ανθρώπων που απειλούνται, συνδρομή προς τις τοπικές Αρχές για σύλληψη υπόπτων ή έρευνα ανευρέσεως αγνοουμένων. Τέτοια πράγματα».

«Κατάλαβα» είπε η Έμιλυ, παρατηρώντας το. Αν και δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις διωκτικές Αρχές, τούτο το μαραφέτι την έκανε να αισθάνεται σαν να είχε κάποια μεγάλη δύναμη. Ήταν σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρον από το τυπικό έγγραφο- ταυτότητα που κουβαλούσε ο Φάμπιαν. Εδώ έβλεπες έναν άντρα χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που μπορούσες όμως να τον φανταστείς ως έναν μυθικό ήρωα, αντί για τη στυγνή, ρεαλιστική φωτογραφία του κυρίου Άσπελ, που όσο όμορφος και να ήταν, δεν σου άφηνε πολλά περιθώρια για να πλάσεις ιστορίες. Ή, τουλάχιστον, αυτό πίστευε η Έμιλυ –το είχε πει και στον Φάμπιαν, ο οποίος την κοίταξε τότε σαν να ήταν ύποπτη και ετοιμαζόταν να την ανακρίνει.

«Μαμά, να το δω κι εγώ;» Κι όταν η Έμιλυ έδωσε το σήμα στην Ορέλια, εκείνη είπε στον Κάρτερ «Πολύ ωραίο!»

«Ευχαριστώ, δεσποινίς Ορέλια!»

Η Ορέλια του το επέστρεψε. «Κυνηγάτε κακούς, κύριε Κάρτερ;»

«Όποτε χρειαστεί, ναι».

«Το ίδιο κάνει και ο μπαμπάς μου. Έτσι δεν είναι, μαμά;»

«Μμμ; Ναι, έτσι είναι, καρδιά μου». Η Έμιλυ κοίταξε ξανά τον Κάρτερ, πριν γυρίσει στις σκέψεις της. «Έτσι είναι».

«Δυστυχώς, Ορέλια» είπε ο Βολφ «υπάρχουν παντού κακοί άνθρωποι. Μαξ, μου επιτρέπεις;» ρώτησε τον Αμερικάνο, ζητώντας το σήμα του. Κι όταν το είδε: «Ο κύριος εδώ είσαι εσύ;»

«Όχι, είναι ο Λούκυ Λουκ. Έτσι λέγεται και η υπηρεσία μου».

«Ναι, θυμάμαι που το διαβάσαμε με τον Ράινχελ στις σημειώσεις του Φάμπιαν. Λούκυ Λουκ». Ο Βολφ του το επέστρεψε. «Ποιος είναι αυτός;»

«Ένας θρυλικός πιστολέρο, που πυροβολούσε πιο γρήγορα και από την σκιά του».

Ο Βολφ χαμογέλασε. «Τι έκανε, λέει;»

«Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, κύριε Κάρτερ» σχολίασε η Έμιλυ.

«Και πολύ ψεύτικο» σχολίασε ο Βολφ, χωρίς να θέλει να την θίξει. «Συγνώμη, Έμιλυ, συγνώμη, Μαξ, αλλά κανένας δεν μπορεί να πυροβολήσει τόσο γρήγορα».

Ο Κάρτερ έσπευσε να πει «Πρόκειται για θρύλο. Ο οποίος άρεσε πολύ στον Αβραάμ Λίνκολν, που έφτιαξε την υπηρεσία προς τιμήν του». Παρέλειψε να αποκαλύψει τι συνέβη στην περίπτωση της υπόθεσης Λία Ο’ Κόνορ. Δεν ήθελε να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις.

«Μην είσαι τόσο πεζός, Θίοντορ» είπε η Έμιλυ. «Άσε τη φαντασία σου λίγο ελεύθερη». Το ίδιο έλεγε και στον Φάμπιαν, ενίοτε. Αλλά από τον σύζυγό της ζητούσε να διευρύνει τη φαντασία του και στον ερωτικό τομέα.

Ο Βολφ ανταπάντησε «Για να είμαι ειλικρινής, αυτό μου είναι δύσκολο, Έμιλυ. Δεν έχω διαβάσει όσο εσύ».

«Τέλος πάντων. Για πόσο καιρό, θα μείνετε μαζί μας, κύριε Κάρτερ;» ρώτησε η Έμιλυ.

Ο Κάρτερ ξεφύσησε. «Δεν ξέρω. Ήλπιζα πως θα βρω αμέσως τον Φάμπιαν και θα μπορούσαμε να τα πούμε για μία εβδομάδα, το πολύ».

«Αυτό δεν είναι καλό» είπε η Ορέλια. «Ο μπαμπάς υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει σε πέντε με έξι μέρες».

Ο Βολφ και η Έμιλυ αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Τότε μάλλον ατύχησα» είπε ο Κάρτερ. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Όμως, γνώρισα εσάς και ίσως προλάβω να δω τον Φάμπιαν έστω και για λίγες ώρες, ε;»

«Ναι» απάντησε ο Βολφ. «Έστω κι αυτό».

Η Έμιλυ δεν είπε κάτι άλλο σχετικό, παρά άλλαξε κουβέντα επίτηδες. Γιατί κάτι είχε περάσει από το μυαλό της. Και είχε στρατοπεδεύσει για τα καλά στον νου της.

Μετά από δέκα λεπτά, ήρθε και ο Ράινχελ με μια σακούλα. Έδωσε το φαγητό στον Κάρτερ και τα ρέστα στην Έμιλυ, ενώ ζήτησε από τον Βολφ να πηγαίνουν σιγά-σιγά, ώστε να αφήσουν και λίγο μόνους τους τρεις συγγενείς. «Θα τα ξαναπούμε, όμως» υποσχέθηκε «να είστε σίγουροι».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ χαιρέτισαν τον Κάρτερ και τις δύο Άσπελ και έφυγαν.

Όταν βγήκαν έξω, ο Ράινχελ είπε «Συνειδητοποίησα κάτι. Τόσο καιρό, ο Φάμπιαν παρακολουθούσε τα δρομολόγια των τρένων, είτε από απόσταση, είτε πηγαίνοντας εκεί. Με το που προέκυψε η υπόθεση του Μπραν, όμως, σταμάτησε. Σήμερα το πρωί έφυγε, για να διαλευκάνει την υπόθεση. Σήμερα βρήκαμε εμείς οι δύο τις σημειώσεις του και σήμερα πήγαμε στον σταθμό και σήμερα ήρθε ο Κάρτερ. Όχι όλο αυτόν τον καιρό που τον περίμενε ο Φάμπιαν, αλλά σήμερα που έφυγε».

Ο Βολφ σταμάτησε και τον κοίταξε. Θυμήθηκε πως ο Κάρτερ τούς είχε πει νωρίτερα ότι το γράμμα άργησε να φτάσει στα χέρια του, λόγω θαλασσοταραχών που συνάντησε το καράβι που το μετέφερε. Μόνο να μην είχε τύχει αυτό… Και η υπόθεση του Μπραν, τόσους μήνες αργότερα… Σφύριξε μέσα από τα δόντια του. «Γαμώτο. Μεγάλη ατυχία» σχολίασε.

«Πάρα πολύ μεγάλη ατυχία, κύριε λοχαγέ. Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ την αγωνία του Φάμπιαν και το πόσο ήθελε να συναντήσει τον Κάρτερ. Ούτε τη δυσαρέσκειά του που αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη, πριν ειδωθούν».

Τότε είδαν μια άμαξα να πλησιάζει και τη σταμάτησαν, για να πάνε στην υπηρεσία τους.

 

Ο μπράβος του Τζούρτζου τούς είδε από την κρυψώνα του. Έφυγαν οι δύο, έμεινε ο ένας, σκέφτηκε. Άραγε, τι να σημαίνει αυτό; Μήπως έφεραν κανέναν μαλάκα για να καλοπερνάει η κυράτσα, όσο θα λείπει ο δικός της;

Γέλασε. Αλλά απέκλεισε την σκέψη. Κάτι άλλο ήταν ο καινούριος τύπος. Τι ακριβώς, δεν ήξερε. Αλλά θα το μάθαινε. Και θα το έλεγε στον Τζούρτζου.

 

*

 

Κοντά στα σύνορα Ουγγαρίας-Τρανσυλβανίας

Είχε νυχτώσει εδώ και δύο ώρες -τώρα ήταν δέκα το βράδυ- και το κρύο είχε γίνει χειρότερο απ’ ό,τι σε όλη την προηγούμενη διαδρομή. Το απόσπασμα, όμως, συνέχιζε την πορεία του στον χωματόδρομο, με τα δάση να αντικαθίστανται πού και πού από κάποιον μικρό οικισμό ή και μεγαλύτερες κατοικημένες περιοχές, όπου οι άνθρωποι, όσοι κυκλοφορούσαν, σταματούσαν ό,τι έκαναν και κοιτούσαν τους στρατιωτικούς σαν να ήταν ακόλουθοι κάποιου ηγέτη. Πλέον, πλησίαζαν το Άρταντ, που απείχε ελάχιστα από τα σύνορα. Προπορεύονταν λίγα μέτρα πιο μπροστά από τους υπόλοιπους ένας λοχίας και ένας δεκανέας, μαζί με το ένα εκ των σκυλιών, που περπατούσε ανάμεσα στα άλογα τους, για την περίπτωση που θα έπεφταν σε ενέδρα ή που γενικά θα έβρισκαν μπελάδες. (Όχι ότι περίμεναν κάτι τέτοιο, δηλαδή -και ήλπιζαν να μην έχουν ξεφύγει τόσο πολύ τα πράγματα, γιατί τότε η Αυτοκρατορία θα είχε πολύ σοβαρότερα προβλήματα απ’ ό,τι θα ήθελαν οι ιθύνοντες της-, αλλά καλό ήταν να πάρουν κάποια μέτρα προστασίας, από αυτά που είχαν μάθει όλοι τους, είτε κατά την εκπαίδευση, είτε και σε πραγματικές συνθήκες μάχης.) Ακολουθούσαν ο Φάμπιαν, ο λοχαγός Σούκε, ο υπολοχαγός, οι δύο δεκανείς, το δεύτερο σκυλί και οι έφιπποι φαντάροι. Δεν είχαν μαζί τους κάποια άμαξα για μεταφορά κρατουμένων, γιατί δεν θα υπήρχαν κρατούμενοι. Τουλάχιστον, όχι στο Μπραν. Θα υπήρχαν είτε αθώοι, είτε ένοχοι. Οι μεν θα αφήνονταν ελεύθεροι ή και θα βοηθιούνταν από το απόσπασμα σε ό,τι χρειάζονταν και οι δε θα ανακρίνονταν -αν ήταν εφικτό- και θα εκτελούνταν. Ήταν μια σκέψη του Φάμπιαν, που δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν, για να μην μεταπεισθεί από κανέναν. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε περίεργα με αυτή του την απόφαση, δεν του άρεσαν οι εκτελέσεις ανθρώπων, ακόμα και αν είχαν καταδικαστεί από αρμόδια δικαστική αρχή, όμως οι αδιανόητες βαναυσότητες που υπέστησαν οι κάτοικοι του Μπραν τον είχαν θυμώσει πολύ και δεν είχε σκοπό να αφήσει ατιμώρητους τους υπαίτιους. Θα τους αφάνιζε ή θα πέθαινε προσπαθώντας το. Δεν ήταν μονάχα το πατριωτικό του αίσθημα, μα και το ανθρώπινο και το δίκαιο. Υπήρχαν όρια και όποιοι τα καταπατούσαν θα έπρεπε να έχουν την ανάλογη τιμωρία.

Όσον αφορούσε τους ανθρώπους των στρατιωτικών μονάδων της Τρανσυλβανίας, και δη του Μπρασώφ, αυτούς θα τους αντιμετώπιζε ως όφειλε: με αυστηρότητα, αλλά χωρίς να αδικήσει κάποιον –ή αυτό θα προσπαθούσε. Ναι, είχαν παρθεί λανθασμένες αποφάσεις, που αύξησαν τις δυσάρεστες εξελίξεις, αντί να τις μειώσουν. Ίσως ακόμα να συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, ίσως όχι. Όπως και να είχε, ο Φάμπιαν θα έβλεπε, θα ανέκρινε και θα προχωρούσε στις προβλεπόμενες ενέργειες, δίχως να αφήσει τα αισθήματά του να πάρουν τα ηνία –αν και θα ήθελε να αναμετρηθεί με τον αντισυνταγματάρχη Κέρσεν και να του ξεπληρώσει κάτι χρωστούμενα από την υπόθεση με τον δραπέτη. Όσοι από τους εκεί ανώτερους αξιωματούχους είχαν αναμειχθεί στην περίπτωση του Μπραν, όπως ο αντιστράτηγος Ζαλάν, θα περιορίζονταν προσωρινά στο Μπρασώφ, μέχρι νεωτέρας. Ή, αν χρειαζόταν, θα τους έβαζαν στη φυλακή, πάλι ώσπου να λυθεί το πρόβλημα στο Μπραν, οπότε και θα αναλάμβανε το στρατοδικείο.

  Το οποίο στρατοδικείο, σκεφτόταν, μπορεί να ζητήσει και από εμένα εξηγήσεις. Βασικά, όπως το έβλεπε, θα κατέθετε και ο ίδιος για ό,τι είχε συμβεί. Ήταν ο αρμόδιος στρατιωτικός για την υπόθεση. Και είχε κάνει κι αυτός λανθασμένες εκτιμήσεις. Θα τον καλούσαν και αυτόν να απολογηθεί. Αν επιστρέψω ζωντανός, δηλαδή.

Λάθη. Είχαν κάνει σημαντικά λάθη. Ο Φάμπιαν αναρωτιόταν γιατί. Ήταν μια υπόθεση που θα μπορούσαν να την είχαν επιλύσει πιο άμεσα. Θα μπορούσαν να είχαν στείλει κατευθείαν μια μεγάλη μονάδα, που θα διέλυε τους εχθρούς και οι απώλειες για την Αυτοκρατορία θα ήταν μικρότερες. Ούτε σφαγές, ούτε ανακρίσεις, ούτε στρατοδικεία… Γιατί δεν το είχαν κάνει εξ αρχής αυτό; Γιατί δεν είχαν πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα, γαμώτο;

Διάφορες φράσεις από το παρελθόν ήρθαν στο μυαλό του. Πρώτα, από το μήνυμα του Μαρτίν: Αλήθειες της ζωής. Ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα, μα και κατάρες. Και τι άλλο του είχε πει; Αν θες την προσωπική μου γνώμη, φίλτατε, υπάρχει μαγεία εκεί έξω. Αληθινή μαγεία. Έπειτα, ήταν και αυτά που είχε πει ο πατέρας του: Τα φαντάσματα υπάρχουν, Φάμπιαν Άκουσε τα βήματά τους. Θυμήσου τα λόγια τους. Ερμήνευσε τις προθέσεις τους. Μην τα αγνοήσεις, Φάμπιαν. Τέλος, θυμήθηκε τα γραπτά της Έμιλυ και πόσο εκείνη πίστευε σε υπερφυσικά όντα, αλλά και στο ότι ο Μαρτίν ήξερε.

Ο Μαρτίν Χόουνεχ. Πού να ήταν τώρα; Πού είχε εξαφανιστεί; Ο Φάμπιαν τον αναζητούσε για χρόνια, μέχρι που τα παράτησε. Είχε βρει, μάλιστα, ακόμα και τους συγγενείς του. Και τότε διαπίστωσε ότι ο φίλος του είχε δίκιο σε ένα πράγμα: οι «δικοί του» δεν τον συμπαθούσαν καθόλου. Τα αδέρφια του Μαρτίν μόνο που δεν κάλεσαν την αστυνομία για να μαζέψει τον Φάμπιαν. Δεν ήθελαν να θυμούνται τον Μαρτίν και σίγουρα δεν θα βοηθούσαν ένα φίλο του. Δεν ήθελαν άλλες σχέσεις με τον πανύψηλο συγγενή τους. Ούτε με τον ίδιο «τον τρελό» (έτσι τον είχαν αποκαλέσει), ούτε με την Μαρλούς, την μητέρα του, η οποία βρισκόταν σε έναν οίκο ευγηρίας και πάλευε με μια αρρώστια που κατέστρεφε την μνήμη της, την έκανε κατατονική και την ανάγκαζε να χρειάζεται διαρκή φροντίδα και παρακολούθηση. Ο Φάμπιαν, που ήταν τότε στο Άμστερνταμ στα πλαίσια μιας αποστολής για την ανάπτυξη συνεργασίας και συναδέλφωσης με την Αντικατασκοπεία της Ολλανδίας, είχε ανακαλύψει το μέρος που ήταν η κυρία Χόουνεχ και είχε ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την γραμματεία, αλλά όχι μόνο δεν του έδωσαν, μα και δεν τον άφησαν να τη δει, επικαλούμενοι την επιθυμία των συγγενών της (να μην έχει επισκέψεις) και την ανάγκη της για ανάπαυση. Ο Φάμπιαν δεν είχε πιέσει περισσότερο, καθότι ήταν στην πόλη για υπηρεσία και οποιοδήποτε περιστατικό θα έφερνε σε αμηχανία (μπορεί και ρήξη) την επικοινωνία των υπηρεσιών, και έτσι έφυγε, χωρίς να περιμένει ότι δεν θα έβρισκε ποτέ ξανά τον Μαρτίν.

Από τότε που του ανατέθηκε η αποστολή του Μπραν, ο νους του πήγαινε στον Μαρτίν πολύ πιο συχνά από ό,τι τον προηγούμενο καιρό. Όμως, όσο ωραία κι αν τα έλεγε ο φίλος του, ο Φάμπιαν δεν μπορούσε να πιστέψει στην ύπαρξη υπερφυσικών όντων, τα οποία μάλιστα είναι και αιμοβόρα. Απλά, δεν γινόταν να τα αποδεχτεί. Να έφταιγε που δεν είχε δει ποτέ του στην πραγματική ζωή (και όχι στα όνειρά του) ένα τέτοιο πλάσμα; Μπορεί. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κατά βάθος, ο Φάμπιαν απευχόταν να υπάρχουν λυκάνθρωποι ή μέγαιρες ή μάγισσες ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο. Γιατί δεν θα ήξερε πώς να τα αντιμετωπίσει και ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους ήταν λίγος, αφού έπρεπε να περιορίσουν το Κακό, για να μειωθούν οι απώλειες για την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Το τελευταίο που ήθελε ο Φάμπιαν ήταν να μετατραπεί το στρατιωτικό του απόσπασμα σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή της Ιεράς Εξέτασης.

Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε πως και ο Μαρτίν του είχε αναφέρει κάτι για μια δική του ομάδα. Ναι, είχε δυο φίλους του, με τους οποίους έψαχναν για υπερφυσικά όντα, κυρίως στην Ευρώπη. Ο Φάμπιαν τον είχε ρωτήσει αν βρήκαν ποτέ κάτι και ο Μαρτίν είχε επιβεβαιώσει ότι είχαν ανακαλύψει κάτι περίεργα φώτα στον ουρανό του Στόουνχεντζ, στην Αγγλία. Τα οποία κινούνταν άτακτα και ήταν πολύ μεγάλα, ενώ φαίνονταν να βγαίνουν από κάτι στρογγυλά πράγματα. Ο Φάμπιαν είχε προτείνει σαν εξήγηση το ότι ίσως ήταν αερόστατα, με κάποιο είδος λάμπας μεγάλης ισχύος, αλλά ο Μαρτίν ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για ταξιδευτές από άλλους πλανήτες. Σε εκείνη τη συνάντηση, ο Μαρτίν τού είχε μιλήσει λίγο και για τον πατέρα του, τον Ίζακ Χόουνεχ, καπετάνιο της σκούνας Μαύρος Αχάτης, ενός πειρατικού πλοίου που κάποτε ανήκε στο Ναυτικό της Ολλανδίας, αλλά ο Ίζακ και οι ναύτες του αυτομόλησαν όταν, σύμφωνα με τα όσα είχε πει ο πατέρας στον υιό Χόουνεχ, βρήκαν ένα σεντούκι γεμάτο από πολύτιμα πετράδια. Για χρόνια μετά, ο Ίζακ ερχόταν στα μουλωχτά για λίγες μέρες, να δει τα παιδιά και την γυναίκα του, φέρνοντας κειμήλια από διάφορα μέρη του κόσμου που είχε πάει και είχε κουρσέψει. Πολλά από αυτά ήταν θρησκευτικά σύμβολα, όπως αγαλματίδια και περιδέραια -μάλιστα, ένα εξ αυτών η Μαρλούς Χόουνεχ το φορούσε συνέχεια στο λαιμό της, για προστασία από κακά δαιμόνια της Αφρικής-, ενώ άλλα ήταν χρυσά νομίσματα με σφραγίδες από ευρωπαϊκά έθνη που είχαν κατακτήσει τις εν λόγω περιοχές. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν ότι απλά μπήκε στην παρανομία, αλλά ότι, από ένα σημείο και μετά, όταν ο Μαρτίν ήταν δεκατεσσάρων χρονών, χάθηκαν γενικώς τα ίχνη του Ίζακ και του πληρώματος του Μαύρου Αχάτη. Ούτε η Μαρλούς γνώριζε πού είχε πάει ο άντρας της, και αυτό ήταν κάτι που αποτέλεσε καίριο πλήγμα για την ψυχική της κατάσταση. Ήταν φανερό (από το πόσο εκνευρισμό έβγαζε η φωνή του και το ότι σχεδόν κόντευε να σπάσει το ποτήρι στα χέρια του) πως ο Μαρτίν δεν ήθελε να μιλάει για τον πατέρα του, αφού δεν τον συγχώρησε ποτέ που εξαφανίστηκε έτσι. Ο Φάμπιαν είχε αντιπροτείνει σαν ιδέα ότι ο Ίζακ θα γύρεψε άλλους θησαυρούς, που ίσως σχετίζονταν με το υπερφυσικό. Και τότε, σαν να του ήρθε αναλαμπή του Μαρτίν, άρχισε ένας νέος γύρος ιδεών και απόψεων του Ολλανδού περί παραφυσικού (για λυκανθρώπους, για μάγισσες, για αδιανόητες δυνάμεις που υπάρχουν σε συγκεκριμένα δάση της Ευρώπης…), όπου ο Φάμπιαν ελάχιστα μπορούσε να προσφέρει, μιας και του φαίνονταν εξωφρενικά όλα αυτά.

Αλλά οι μάρτυρες ανέφεραν ότι στο Μπραν υπάρχουν βρικόλακες, θυμήθηκε.

Θα δούμε, αποφάσισε μετά. Θα δούμε και θα πράξουμε αναλόγως. Κι ο Θεός μαζί μας.

Είχαν κάνει νωρίτερα μία στάση μισής ώρας στο Κάρτσαγκ, για να ξεκουραστούν, να ξαλαφρώσουν, να φάνε και να πιουν λίγο νερό. Τα σκυλιά γυροβόλαγαν και μύριζαν το έδαφος, ενώ τα άλογα βοσκούσαν. Κάποια στιγμή που ο Φάμπιαν στεκόταν μόνος του λίγο παράμερα, σκεπτόμενος του τι θα έβρισκαν στο Μπρασώφ -αλλά κυρίως του τι θα αντιμετώπιζαν στο Μπραν-, γνώρισε τον ένα από τους δύο δεκανείς. Ο άντρας ήταν λίγο πάνω από είκοσι χρονών, μαυρομάλλης, φρεσκοξυρισμένος, λεπτοκαμωμένος -φαινόταν να επιπλέει μέσα στη στολή του-, πιο κοντός από τον Φάμπιαν, με πιο σκούρο δέρμα από τους περισσότερους συμπατριώτες του. Είχε ευχάριστη όψη, σχεδόν παιδική. Βάρεσε προσοχή, όταν πλησίασε, και περίμενε την άδεια του Φάμπιαν.

«Ανάπαυση, δεκανέα» του είπε εκείνος.

«Δεκανέας Ίλις Μάρτσελ, κύριε ταγματάρχη. Επιτρέπετε; Διατάξτε». Είχε δυνατή φωνή, που δυσκολευόσουν να τη συνδυάσεις με το γενικότερο παρουσιαστικό του.

Ο Φάμπιαν ανταπέδωσε το χαιρετισμό. «Ναι. Σε ακούω, Ίλις».

«Θα ήθελα να σας ρωτήσω… Από αυτά που μας είπατε στο στρατόπεδο, κατάλαβα ότι ξέρετε πως υπάρχουν εχθροί, αλλά δεν είπατε ποιοι είναι».

«Όντως, δεν το είπα». Ο Φάμπιαν στράφηκε εντελώς προς την πλευρά του Ίλις. «Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πολλά για αυτούς. Σίγουρα, όχι την ταυτότητά τους και ποιον υπακούνε».

«Μάλιστα. Επιτρέπετε ξανά, κύριε ταγματάρχη; Διατάξτε».

«Συνέχισε».

«Μάλιστα. Άρα, δηλαδή, δεν ξέρετε καθόλου ποιοι είναι;»

Ο Φάμπιαν πρόσεξε ότι ο Ίλις ήταν λίγο αγχωμένος. «Έχω κάποιες υποψίες, αλλά προτιμώ να μιλήσω πρώτα με τους μάρτυρες, τους κατοίκους του Μπραν που πήγαν στο Μπρασώφ. Ίσως αυτοί μπορέσουν να λύσουν κάποιες ή και όλες τις απορίες μας». Πριν ο Ίλις συνεχίσει, του είπε «Αν θες να ρωτήσεις κάτι άλλο, απλά πες το. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια απλή κουβέντα, χωρίς διαταγές κλπ, ναι;»

«Μάλιστα, κύριε». Ο Ίλις έβγαλε για μια στιγμή το στρατιωτικό καπέλο του και έξυσε το κεφάλι του. «Είναι περίεργη περίπτωση, κύριε, δεν είναι;»

«Είναι, ναι. Με την κακή έννοια». Ο Φάμπιαν κοίταξε γύρω του, βρήκε δύο μεγάλες πέτρες που δεν είχαν καθίσει άλλοι. «Έλα, να κάτσουμε λίγο».

Τότε ο λοχαγός Σούκε άφησε στην άκρη το γεύμα του, πετάχτηκε όρθιος και ήρθε κοντά στους δύο άντρες. «Κύριε ταγματάρχη, μήπως σας ενοχλεί ο δεκανέας;» ρώτησε, κοιτώντας αυστηρά τον Ίλις, ο οποίος έσπευσε να φορέσει ξανά το καπέλο του.

«Όχι, λοχαγέ. Συνέχισε το φαγητό σου. Πριν φύγουμε, θέλω να σιγουρευτείς ότι όλοι οι άντρες έχουν γευματίσει».

«Μάλιστα, κύριε». Ο Σούκε ακούστηκε λίγο χολωμένος, αλλά αποχώρισε.

Ο Φάμπιαν γύρισε χαμογελαστός προς τον δεκανέα, ο οποίος είχε βγάλει το Μάνλιντσερ από τον ώμο του και το ακουμπούσε δίπλα του. Έβγαλε τα τσιγάρα του και πρότεινε στον άλλο.

«Όχι, ευχαριστώ, κύριε. Δεν καπνίζω». Έβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού του ένα τυλιγμένο κομμάτι από κάποιο αρτοσκεύασμα. «Θα φάω, αν δεν έχετε αντίρρηση».

«Καμιά αντίρρηση». Ο Φάμπιαν άναψε το τσιγάρο και πήρε μια ρουφηξιά. «Έχεις οικογένεια, Ίλις;» ρώτησε.

«Εννοείτε, γυναίκα και παιδιά; Όχι, κύριε. Ζω με τους γονείς και τις αδερφές μου, που είναι μικρότερες από εμένα και περιμένουν να μεγαλώσουν κι άλλο για να παντρευτούν. Εσείς, κύριε;»

«Είμαι παντρεμένος και έχω μια κόρη. Ομολογώ ότι ήδη μου λείπουν».

Ο Ίλις ένευσε. «Ζουν μαζί σας, στη Βουδαπέστη;»

«Ναι. Η γυναίκα μου είναι κι αυτή από την Αυστρία, αλλά μένουμε σε ένα διαμέρισμα στη Βουδαπέστη, απ’ όταν μετατέθηκα. Αλλά τις άφησα στο νοσοκομείο. Η κόρη μου είναι άρρωστη».

«Ω Θεέ μου! Κι εσείς φύγατε. Λυπάμαι, κύριε. Ελπίζω να πάνε όλα καλά».

«Κι εγώ το ελπίζω, Ίλις. Ευχαριστώ! Εσύ από πού είσαι;»

«Στη Βουδαπέστη γεννήθηκα, κύριε, αλλά οι γονείς μου κατάγονται από το Βάατς. Ξέρετε πού είναι;»

«Ναι, κοντά είκοσι μίλια απόσταση από την πρωτεύουσα, στην ανατολική όχθη του Δούναβη. Στον πόλεμο του ’48-’49, οι συμπατριώτες σου νίκησαν και έδιωξαν τους δικούς μου –και με το δίκιο τους, θαρρώ, αν σκεφτούμε ότι ο τωρινός Αυτοκράτορας παρανόμησε εις βάρος της Ουγγαρίας». Ο Φάμπιαν κούνησε αόριστα το χέρι του. «Ας μην πιάσουμε, όμως, τα πολιτικά».

«Παρόμοια πράγματα μού έλεγε και ο παππούς μου, κύριε. Λίγο καιρό μετά, ήρθε στην πόλη, μαζί με την γιαγιά μου. Στη Βουδαπέστη γεννήθηκαν και οι γονείς μου».

«Μάλιστα. Πώς και αποφάσισαν να φύγουν;»

Ο Ίλις κατάπιε μια μπουκιά και καθάρισε τον λαιμό του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στους άλλους στρατιωτικούς και, αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν είχε την προσοχή του στραμμένη προς τον ίδιο και τον Φάμπιαν, ψιθύρισε «Ίσως προσέξατε ότι έχω και τσιγγάνικη καταγωγή, κύριε».

«Κάτι κατάλαβα, ναι».

Ο Ίλις συνέχισε «Η γιαγιά μου πάντα έλεγε ότι για πολλά, πολλά χρόνια ήμαστε γνήσιοι Μαγυάροι από το Έγκερ, Ούγγροι μέχρι το μεδούλι, αλλά πως κάποια στιγμή, κάποιος παλιός συγγενής αγάπησε μια τσιγγάνα και τον αγάπησε κι αυτή και, επειδή ήξεραν τι μοίρα τους περίμενε αν έμεναν στον τόπο τους, κλέφτηκαν και πήγαν στο Βάατς. Κι εκεί μεγάλωσαν όλες οι επόμενες γενιές των Ίλις, ώσπου ο παππούς και η γιαγιά μου έφυγαν για τη Βουδαπέστη πριν καμιά σαρανταριά χρόνια». Ο Μάρτσελ Ίλις κούνησε το κεφάλι του. «Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για το παρελθόν της οικογένειάς μου».

«Είμαι σίγουρος. Να τις θυμάσαι, δεκανέα. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, το παρελθόν υπήρξε και ενίοτε επανέρχεται στο παρόν. Δεν είναι σώφρον να ξεχνάμε, αν και πολλές φορές δεν έχουμε άλλη επιλογή».

«Όντως, έχετε δίκιο, κύριε. Πάντως, αν επιτρέπετε, μιλάτε πολύ καλά ουγγρικά, κύριε ταγματάρχη. Αν δεν ήξερα ότι είστε Αυστριακός, και αν δεν μοιάζατε κιόλας, με το που θα σας γνώριζα και θα σας άκουγα να μιλάτε, θα πίστευα ότι είστε Ούγγρος».

Ο Φάμπιαν χαμογέλασε. «Αλήθεια;»

«Ναι, κύριε». Ο Ίλις φάνηκε να το σκέφτεται και πρόσθεσε «Όχι ότι είναι κακό που είστε Αυστριακός, δεν εννοούσα κάτι τέτοιο, συμπαθάτε με. Απλά αυτή την εντύπωση μού δώσατε και ομολογώ ότι δεν περίμενα να μιλάτε τόσο καλά τη γλώσσα».

Ο Φάμπιαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι χρήσιμο να μπορώ να συνεννοούμαι με τους ανθρώπους στην περιοχή που δουλεύω».

«Πολύ σωστό, κύριε. Πόσες γλώσσες μιλάτε;»

«Τέσσερις: Αυστρο-Βαυαρικά, λίγα γαλλικά, αρκετά καλά αγγλικά και ουγγρικά».

Ο Ίλις σφύριξε εντυπωσιασμένος. «Φοβερό, κύριε».

«Φταίει η δουλειά. Αν και οφείλω να παραδεχτώ ότι νιώθω ωραία όταν μπορώ να συζητήσω με άλλους, ανεξαρτήτου χώρας καταγωγής κλπ».

«Έχετε ταξιδέψει σε πολλές χώρες, κύριε ταγματάρχη;»

«Όχι, δεν θα το έλεγα. Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να σου πω σε ποιες άλλες έχω πάει. Καταλαβαίνεις, νομίζω».

«Ω ναι, κύριε, φυσικά. Φυσικά. Ζητώ συγνώμη. Ξεπέρασα τα όρια».

«Όλα καλά, δεκανέα». Ο Φάμπιαν ρώτησε «Τι λες, θα ακολουθήσεις καριέρα στρατιωτικού μετά την θητεία σου;»

Ο Ίλις έφαγε λίγο ακόμα από το γεύμα του, μέχρι να απαντήσει. «Δεν είμαι σίγουρος, κύριε. Εσείς τι προτείνετε;»

«Ξέρεις να κάνεις κάποια άλλη δουλειά;»

«Μάλιστα. Ο πατέρας μου με έμαθε να φτιάχνω χαλασμένα παπούτσια, ενώ γνωρίζω και κάτι λίγα από ζώα, ξέρετε, πρόβατα κλπ. Αλλά δεν ξέρω αν μου αρέσουν αυτές οι δουλειές περισσότερο από τον στρατό».

Ο Φάμπιαν τον παρατήρησε και είδε ότι ο νεαρός τον κοιτούσε σχεδόν όπως θα κοιτούσε ένας μαθητής τον δάσκαλό του. Ήταν κάπως ωραίο αυτό για τον Φάμπιαν. Ένας διαφορετικός ρόλος από αυτόν του στυγνού καραβανά –αν και οι περισσότεροι δάσκαλοι που είχε γνωρίσει έμοιαζαν με δύστροπους αξιωματικούς. Σκέφτηκε τι θα μπορούσε να πει στον Ίλις. Σίγουρα υπήρχαν τα καλά και τα κακά της στρατιωτικής ζωής, αλλά το ίδιο ίσχυε και για την πολιτική. Έπειτα, ήταν και το άλλο που είχε πει ο δεκανέας, ότι είχε μικρότερες αδερφές, που όφειλε να τις φροντίσει και να τις βοηθήσει να αποκατασταθούν και ο στρατός προσέφερε ένα σίγουρο εισόδημα, ενώ μια δουλειά σαν του παπουτσή ή του βοσκού δεν θα απέφερε πολλά. Από την άλλη, ο στρατός ενείχε πάντα κινδύνους για την ζωή. «Δύσκολη απόφαση» σχολίασε. Έσβησε το τσιγάρο του και άναψε άλλο. «Αν με ρώταγες όταν ήμουν στην ηλικία σου, θα σου έλεγα χωρίς δισταγμό να ενταχθείς μόνιμα στον στρατό. Αλλά τώρα… Έχω αμφιβολίες».

«Επειδή φύγατε μακριά από την οικογένειά σας;»

«Ναι». Και όχι μόνο, σκέφτηκε. Είναι και το ποιους θα αντιμετωπίσουμε στο Μπραν. Ποιους και τι θα αντιμετωπίσουμε. «Είναι επίπονο και για εμένα, μα και για εκείνες. Όμως, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ακόμα και αν αποφάσιζα να παραιτηθώ, έπρεπε να συμμετάσχω σε αυτή την τελευταία μου αποστολή».

«Αλήθεια; Γιατί, κύριε;»

«Γιατί φέρω ευθύνη για τον θάνατο ορισμένων εκ των νεκρών, αλλά και για την κωλυσιεργία ως προς τη διαχείριση της υπόθεσης. Αυτό είναι κάτι που το μαθαίνεις συχνά με το δύσκολο τρόπο, δεκανέα Ίλις. Σε τούτη τη δουλειά, έχεις τεράστιες ευθύνες. Πρέπει να προσέχεις τι λες, τι σκέφτεσαι, τι κάνεις, τα πάντα. Κι αν πάρεις λάθος αποφάσεις, θα πρέπει να πληρώσεις το τίμημα». Το οποίο, δυστυχώς, θα έχει επιπτώσεις και στους δικούς σου ανθρώπους, συνέχισε τον συλλογισμό του και ο νους του πήγε ξανά στις γυναίκες της ζωής του. Τι θα έκαναν αν αυτός;…

Χριστέ μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω.

Ο Ίλις ένευσε, αλλά δεν μίλησε.

Ο Φάμπιαν υπέθετε ότι έμμεσα τον κατηύθυνε προς την επιλογή της πολιτικής ζωής. Δεν ήξερε αν θα ήταν η σωστή για τον δεκανέα, αλλά ειλικρινά το ήλπιζε. Δεν θα ήθελε να σκέφτεται ότι καταδίκασε και αυτόν τον νεαρό.

Δεν είπαν πολλά ακόμα, γιατί η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγουν. Έκτοτε το απόσπασμα δεν σταμάτησε ξανά, ενώ οι δύο άντρες «χάθηκαν» και πάλι λόγω διαφοράς στρατιωτικού βαθμού.

Όταν η ώρα πήγε έντεκα και δέκα, πέρασαν τα σύνορα και βρέθηκαν και επισήμως στα Εδάφη του Στέμματος του Σαιντ Στεφάν. Στην Τρανσυλβανία. Εκεί έδωσαν το δεύτερο μήνυμα ότι η αποστολή συνεχιζόταν χωρίς προβλήματα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έκαναν ο Φάμπιαν και ο Σούκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, θα έφταναν στο Μπρασώφ το μεσημέρι της επομένης.

 

*

 

Βουδαπέστη

«Ωχ, πέρασε η ώρα» ψιθύρισε η Έμιλυ στον Κάρτερ. Στέκονταν έξω από το μισοσκότεινο δωμάτιο της Ορέλια, την οποία είχαν αφήσει να κοιμηθεί. «Θα θες να ξεκουραστείς, ε;»

«Ναι, είμαι κομμάτια». Το πώς είχαν περάσει πάνω από τρεις ώρες, δεν το είχαν καταλάβει. Είχαν τόσα να πουν. Οι Άσπελ είχαν μάθει ότι ο Κάρτερ δεν είχε δική του οικογένεια και αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος που ανταποκρίθηκε αμέσως με το που έλαβε το γράμμα του Φάμπιαν –ο άλλος ήταν επειδή του φάνηκε ότι ο Φάμπιαν είναι καλός άνθρωπος. Ήθελε να μάθει ποιος είναι και από πού κατάγεται, γιατί δεν του άρεσε καθόλου να σκέφτεται ότι η μοναδική του οικογένεια ήταν οι Κάρτερ, που του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν δούλος τους. Έμαθαν, επίσης, διάφορα πράγματα για τις Πολιτείες, όπως το πού έκανε περισσότερο κρύο ή ζέστη, ποιες θεωρούνταν οι πιο ασφαλείς, τι πραγματικά εστί Άγρια Δύση, τι συνέπειες είχε ο Εμφύλιος, ποια πόλη είχε τα καλύτερα μπαρ κ.ά. Η Έμιλυ τον είχε ρωτήσει κάποια στιγμή για τους Ινδιάνους και αν ήταν κανίβαλοι, όπως είχε διαβάσει σε μια ιστορία. Ο Κάρτερ της είπε πως, όποιος είχε γράψει αυτή την ιστορία, τότε ή δεν ήξερε το παραμικρό για τους Ινδιάνους ή ήξερε, αλλά για κάποιον λόγο είχε επιλέξει να τους δυσφημήσει. «Δεν είναι κακοί» τόνισε. «Η γη ήταν δική τους, πριν την πάρουμε οι λευκοί. Προφανώς και θα προσπαθούσαν να την πάρουν πίσω. Αλλά αυτό που θέλω να κρατήσετε είναι κάτι που χρειάστηκε να μάθω με τον δύσκολο τρόπο: τους Ινδιάνους τους χρειαζόμαστε. Χωρίς τη βοήθειά τους, δεν θα τα κατάφερνα στην πιο τρομακτική υπόθεση που ανέλαβα ποτέ. Κι αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ και πάντα θα τους τιμώ».

Είχαν πει και άλλα. Η Έμιλυ μίλησε για τον γάμο της με τον Φάμπιαν, για τις δυσκολίες του βίου με έναν στρατιωτικό. Για το ότι η Ορέλια αρρώσταινε συχνά. Για τα δικά της ενδιαφέροντα –ο Κάρτερ απόρησε που της άρεσαν οι ιστορίες τρόμου. Για την ζωή στη Βουδαπέστη κλπ.

Δύο φορές, πέρασε ο δόκτωρ Μολνάρ και έλεγξε την κατάσταση της υγείας της Ορέλια. Χάρηκε και αυτός για τον Κάρτερ.

Κάποια στιγμή, ήρθαν και ο Βολφ με τον Ράινχελ, αλλά δεν έμειναν παρά λίγα λεπτά, γιατί έπρεπε να την επομένη να σηκωθούν πρωί-πρωί, ως συνήθως.

Τώρα, ο Αμερικάνος ρώτησε «Ξέρεις κάνα καλό πανδοχείο, για να μείνω; Αλλά να μην είναι πολύ ακριβό και να δέχεται αμερικάνικα δολάρια…» Σταμάτησε και χαμογέλασε. «Ζητάω πολλά, ε;»

«Όχι. Όμως, δεν θα πας σε κανένα πανδοχείο. Θα πας στο διαμέρισμά μας». Η Έμιλυ έβγαλε το κλειδί και του το έδωσε. «Είναι στην συμβολή των οδών Ρόζα και Ντοχάνι, στο Ερζιβετβάρος. Τρίτος όροφος. Πήγαινε να ξεκουραστείς και θα… θα τα πούμε το πρωί».

«Τι; Δεν χρειάζεται, Έμιλυ». Στις ώρες που είχαν περάσει, επέλεξαν να αφήσουν τον πληθυντικό και τις αχρείαστες τυπικότητες. «Αλήθεια, δεν έχω πρόβλημα».

«Όχι. Επιμένω. Θα πας στο διαμέρισμα. Να ξέρεις, υπάρχει και κοινόχρηστο μπάνιο στον όροφο».

«Εντάξει. Εσύ θα μείνεις εδώ;»

«Ναι. Πάντα μένει κάποιος εδώ. Είτε εγώ, είτε ο Φάμπιαν». Γύρισε προς το δωμάτιο της Ορέλια. «Αλλά μιας και αυτός λείπει…» σχολίασε σχεδόν ψιθυρίζοντας.

Ο Κάρτερ ένευσε. «Εντάξει». Έκανε να φύγει, αλλά σταμάτησε. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Εδώ και ώρες. Κάτι συνέβαινε στην Έμιλυ. Αναρωτιόταν αν θα ξεπερνούσε τα εσκαμμένα, σε περίπτωση που την ρωτούσε. Μήπως ήταν πολύ νωρίς;…

«Ανησυχώ για αυτόν».

Γύρισε ξανά προς το μέρος της. Την κοίταξε.

Του ανταπέδωσε το βλέμμα. Το δικό της, όμως, ήταν έτοιμο να λυγίσει. «Εκεί που πάει… Υπάρχουν φήμες».

«Για την Τρανσυλβανία;»

Η Έμιλυ ένευσε.

«Τι φήμες;»

Η Έμιλυ κούνησε το κεφάλι της. «Θα με περάσεις για τρελή».

«Αυτό δεν θα το έκανα ποτέ, Έμιλυ. Πες μου, σε παρακαλώ, τι φήμες υπάρχουν για την Τρανσυλβανία;»

Η Έμιλυ δεν μίλησε αμέσως.

Κι όταν είπε τι πραγματικά την ανησυχούσε, δεν ήξερε ότι η Ορέλια το άκουσε –όπως συνήθιζε με τους γονείς της, έτσι και τώρα δεν ήθελε να κοιμηθεί αμέσως· ένας λόγος, όμως, ήταν και η ιδιαίτερη προφορά που είχε ο Κάρτερ, που της άρεσε σε βαθμό που να σκέφτεται να του ζητήσει να της διαβάσει κάποιο παραμύθι.

«Έχω διαβάσει ότι υπάρχουν τέρατα εκεί, Μαξ. Βρικόλακες. Στην αρχή, όταν μου το είπε ο Φάμπιαν, δεν θυμόμουν ακριβώς τι είχα διαβάσει για εκείνο το μέρος. Αλλά το έφερα πολλές φορές στο μυαλό μου. Και εντέλει, θυμήθηκα. Είχα διαβάσει ότι εκεί υπάρχουν βρικόλακες. Νεκροζώντανα τέρατα που ψάχνουν για αίμα. Και φοβάμαι ότι ο Φάμπιαν πάει να τα γυρέψει, χωρίς να το ξέρει. Δε δέχεται την ύπαρξη υπερφυσικών όντων. Όπως και οι συνάδελφοί του. Θα νομίζει ότι φταίνε απλοί άνθρωποι, στρατιώτες ξένης χώρας κλπ. Ενώ άλλοι έχουν προκαλέσει τα δεινά που μου είπε. Άλλα τέρατα».

Ο Κάρτερ έμεινε ακίνητος. Έκανε να βγάλει τσιγάρο, αλλά το μετάνιωσε. Ώστε και εδώ έχουν τέτοια προβλήματα, σκέφτηκε. Κι απόρησε με τον εαυτό του. Αυτός ειδικά δεν έπρεπε να παραξενεύεται όταν άκουγε για την ύπαρξη δαιμονικών όντων. Ο Κάρτερ έσφιξε τις γροθιές του. Έβρισε μέσα του. Γιατί τώρα… τώρα απειλούνταν ο αδερφός του, γαμώτο… Τον οποίο ακόμα δεν είχε γνωρίσει, παρότι είχε κάνει τόσο πολύ δρόμο για αυτόν.

«Θεέ μου, Μαξ» συνέχισε η Έμιλυ. Κοιτούσε αλλού τώρα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Έχω γράψει και εγώ ιστορίες με βρικόλακες. Μου άρεσαν σαν κακοί σε εκείνες τις ιστορίες που διάβασα και ζήλεψα, υποθέτω… Θεέ μου!»

Ο Κάρτερ δεν μίλησε. Άφησε να περάσουν ένα δυο λεπτά. Προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του.

«Μαξ;»

Ήξερε τι θα του έλεγε.

«Ξέρω ότι δεν έχω δικαίωμα να στο ζητήσω. Αλλά οι συνάδελφοι του Φάμπιαν έμειναν εδώ και δεν νιώθω καθόλου καλά με αυτό. Εκείνος τους το είπε, επειδή “κάτι ήξερε”. Όμως, Θεέ μου! Είναι μόνος εκεί πέρα. Μαζί με άλλους στρατιώτες, ναι, αλλά εγώ εμπιστεύομαι μόνο τον άντρα μου, τον Θίοντορ, τον Τζόνας και… τώρα εσένα».

Ο Κάρτερ ένευσε.

«Ίσως… εσύ;…»

«Εντάξει, Έμιλυ» απάντησε. «Θα πάω στην Τρανσυλβανία». Ήξερε ότι είχε υποσχεθεί στον διοικητή του και στους συναδέλφους του Φάμπιαν πως δεν θα προκαλούσε προβλήματα και γενικά δεν θα έμπλεκε σε καταστάσεις που δεν τον αφορούσαν σαν εργαζόμενο σε διωκτική Αρχή, γιατί δεν ήταν στην περιοχή δικαιοδοσίας του. Από την στιγμή που έφυγε από τις ΗΠΑ, ήταν πολίτης, όχι ομοσπονδιακός πιστολέρο. Του το είχε τονίσει και ο λοχαγός Βολφ.

Αλλά οι συγκυρίες είχαν αλλάξει. Πλέον, το πρόβλημα είχε γίνει προσωπικό. Ο αδερφός του κινδύνευε και, απ’ ό,τι έλεγε η Έμιλυ, η απειλή ήταν πολύ χειρότερη από αυτή που αναζητούσε ο Φάμπιαν. Δεν γινόταν να το αγνοήσει αυτό ο Κάρτερ. Και δεν θα το αγνοούσε. Ούτε θα έκανε τα στραβά μάτια στο ότι μια τόσο καλή γυναίκα θα έμενε χωρίς τον σύζυγό της και ένα τόσο αξιαγάπητο κοριτσάκι θα έμενε δίχως τον πατέρα του. Ειδικά, μάλιστα, από τη στιγμή που ο Κάρτερ συνδεόταν μαζί τους και, ναι, ήταν και δική του οικογένεια.

Θα πήγαινε στην Τρανσυλβανία, όπως είχε πάει πριν από καιρό στην πόλη της Λία Ο’ Κόνορ και είχε αντιμετωπίσει το Κακό που φώλιαζε εκεί. Κι αν υπήρχαν όντως αυτά τα τέρατα, οι βρικόλακες, τότε θα έφερνε την Άγρια Δύση στα δικά τους χωράφια.

«Πριν φύγω» συνέχισε «θα χρειαστώ λίγη βοήθεια. Από εσένα και από τους συναδέλφους του Φάμπιαν».

«Εντάξει, Μαξ» του είπε εκείνη, χαμογελώντας με ελπίδα. «Ναι, εννοείται. Ό,τι χρειαστείς».

«Έμιλυ, μπορεί να μην θέλουν να πάω. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό το ενδεχόμενο. Μου ξεκαθάρισαν από την αρχή ότι εδώ θεωρούμαι πολίτης κι όχι ομοσπονδιακός πιστολέρο».

Η Έμιλυ τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. «Έλα το πρωί εδώ. Θα τους ενημερώσω εγώ. Θα δούμε τι θα τους πούμε. Το πρωί θα μου πεις και τι θέλεις από εμένα».

Ο Κάρτερ ένευσε. «Καλώς. Χαιρέτισε ξανά την Ορέλια από μέρους. Καλό βράδυ, Έμιλυ».

«Καλό βράδυ και καλή ξεκούραση, Μαξ» του είπε. Και, βλέποντάς τον να απομακρύνεται, ψιθύρισε «Καλώς όρισες στη Βουδαπέστη, πιστολέρο».

 

*

 

Συνεχίζεται…

 

—————————————————————————————————–

 

[Προτείνεται στον/στην αναγνώστη/-στρια, σε περίπτωση που δεν το έχει κάνει, να διαβάσει το μακροσκελές διήγημα «Στην πόλη της Λία Ο’ Κόνορ (https://thebluez.gr/%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%cf%8c%ce%bb%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%ce%af%ce%b1-%ce%bf-%ce%ba%cf%8c%ce%bd%ce%bf%cf%81-1/), που δημοσιεύτηκε σε κεφάλαια, και μετά να συνεχίσει στο επόμενο κεφάλαιο της «Εντολής της Κόμισσας». Με αυτόν τον τρόπο, θα βοηθηθεί να γνωρίσει καλύτερα τον Μαξ Κάρτερ.]

 

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Στο κείμενο αξιοποιούνται ιστορικά στοιχεία και πραγματικές τοποθεσίες, αλλά αυτό γίνεται κατά τρόπο μυθιστορηματικό.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: