,

Ο Βρικόλακας του Αργύρη

Η ώρα ήταν εννιά μετά μεσημβρίας, όταν η νοσοκόμα Φωτεινή Ξανθιώτου, υπεύθυνη για τους τροφίμους του πρώτου ορόφου του γηροκομείου Αθηνά Ηλιάδη, που βρισκόταν στην Τρίπολη, ήρθε στην τραπεζαρία για να παραλάβει τον εναπομείναντα ηλικιωμένο και να τον επιστρέψει στο κρεβάτι του. Στον χώρο, που μύριζε σούπα με βραστό κοτόπουλο και λαχανικά, κυκλοφορούσαν μονάχα οι τραπεζοκόμοι που μάζευαν τους δίσκους με τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια.

Ο ηλικιωμένος με το μαύρο, μακρυμάνικο πουκάμισο και το φθαρμένο τζιν παντελόνι λεγόταν Αργύρης Γεωργίου και ήταν εβδομήντα πέντε χρονών. Είχε ελάχιστα άσπρα μαλλιά, που δεν τα έφτιαχνε σε χωρίστρα προς τα πίσω, όπως κάποτε, αλλά απλά τα άφηνε στη μοίρα τους. Το γαλάζιο των ματιών του είχε ξεθωριάσει κι αυτό, όπως τα αγαπημένα του παντελόνια, τα μόνα που καταδεχόταν να φορέσει από τότε που το Αλτσχάιμερ άρχισε να δουλεύει εις βάρος του εγκεφάλου του.

Ο Αργύρης ήταν πάντα από τους τελευταίους που έφευγαν από την τραπεζαρία. Με τους άλλους απλά τύχαινε κάποιοι να μένουν λίγο παραπάνω, εφόσον οι περισσότεροι από τους συνολικά σαράντα εννιά τροφίμους χρειάζονταν βοήθεια για τις μετακινήσεις τους, τη στιγμή που στη νυχτερινή βάρδια συνήθως ήταν επί ποδός εφτά άτομα από το νοσηλευτικό προσωπικό, οπότε έπρεπε να κάνουν συχνές διαδρομές, μέχρι να είναι όλοι οι τρόφιμοι στα κρεβάτια τους πριν τις εννιά και μισή. Τους μετέφεραν με τη σειρά, ανάλογα τον όροφο, ξεκινώντας από τον πρώτο. Ο Αργύρης, όμως, επιδίωκε να φεύγει τελευταίος και το προσωπικό δεν είχε θέμα με αυτό, εφόσον δεν επηρέαζε σημαντικά την ομαλή λειτουργία του οίκου ευγηρίας.

«Έτοιμος, κύριε Αργύρη;» ρώτησε η Φωτεινή.

Ο Αργύρης κατένευσε.

Η νοσοκόμα έπιασε τα χερούλια το αναπηρικό αμαξίδιο και έριξε μια ματιά στο δίσκο του ηλικιωμένου. Ο Αργύρης είχε φάει μόνο από τη σούπα και λίγη σαλάτα. Το κρέας ήταν ανέγγιχτο. «Δεν είχατε πολλή όρεξη σήμερα, ε;»

Ο Αργύρης δεν αποκρίθηκε. Είχε τα χέρια του ακουμπισμένα στα γόνατά του, με τα βλέφαρά του να σαλεύουν αργά. Αλλά όταν η Φωτεινή έκανε να τσουλήσει το αμαξίδιο στους ήσυχους διαδρόμους του γηροκομείου, εκείνος αντέδρασε: έπιασε τις ρόδες και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

Έρχεται για μένα, σκέφτηκε. Έρχεται.

«Θα φάτε καλύτερα το πρωί», είπε η Φωτεινή. «Θα έρθουν και τα παιδιά και τα εγγόνια σας, να σας δουν».

Ο Αργύρης χαλάρωσε στο άκουσμα της τελευταίας φράσης. Άφησε τις ρόδες και δεν έφερε άλλη αντίσταση. Τα παιδιά και τα εγγονάκια μου θα έρθουν για μένα. Κανείς άλλος. Δεν είναι 1949.

Έφτασαν στο ασανσέρ σε δευτερόλεπτα. Δευτερόλεπτα που ο Αργύρης, μέχρι πριν τέσσερις εβδομάδες -οπότε και αποκόπηκε άλλη μια πτυχή της λογικής σκέψης και της μνήμης του-, ευχόταν να κρατούσαν χρόνια. Τώρα πια ένιωθε πολύ άβολα όταν καταλάβαινε ότι θα τον πάνε στο δωμάτιο για να (έρθει ο Βρικόλακας) κοιμηθεί.

Μέσα σε ένα λεπτό τον είχαν καθίσει στο κρεβάτι του, σε έναν θάλαμο τεσσάρων ατόμων -οι άλλοι τρεις τρόφιμοι ήδη κοιμούνταν-, του έβαζαν τον καθετήρα και του έδιναν τα φάρμακά του, ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα χάπι για να τον χαλαρώνει. Ο Αργύρης και πάλι αντέδρασε, αλλά όχι επειδή ήξερε τι του έδιναν και τι σκοπό επιτελούσε το κάθε σκεύασμα. Η άρνησή του, να κρατάει μακριά του τα χέρια της Φωτεινής όσο πιο δυνατά μπορούσε, οφειλόταν ξανά στο ένστικτο που τον προειδοποιούσε για τον επερχόμενο ύπνο του. Βαστούσε τους καρπούς της νοσοκόμας, κοιτώντας την στα μάτια και με το στόμα του να τρέμει. Το ύφος του ήταν πιότερο παρακλητικό, παρά εκνευρισμένο.

Η Φωτεινή ήταν το τελευταίο άτομο από το προσωπικό που θυμόταν ακόμα ο Αργύρης. Τα παιδιά του τον έφεραν το 2009, μην μπορώντας πια να τον φροντίζουν. Μέχρι το 2011 ο Αργύρης αποκαλούσε την Φωτεινή με το όνομά της. Μπορεί από τότε να σταμάτησε να τη φωνάζει έτσι, αλλά σίγουρα την αναγνώριζε πολύ περισσότερο από τους άλλους εργαζόμενους.

Η Φωτεινή δεν έχασε την ψυχραιμία της. Ίσα-ίσα, χαμογέλασε και είπε: «Κύριε Αργύρη, πρέπει να είστε ξεκούραστος το πρωί. Θα σας ντύσουμε και θα σας φροντίσουμε, για να είστε έτοιμος να δείτε τα παιδιά σας. Τον Νίκο και την Σταματίνα. Και τα εγγόνια σας. Θέλετε να είστε όμορφος για αυτούς, δεν θέλετε;».

Ο Αργύρης ένιωθε μπερδεμένος όταν άκουγε να του λένε για τα παιδιά και τα εγγόνια του, ενώ παράλληλα αγωνιζόταν να αποφύγει την επίδραση της ησυχίας του μισοσκότεινου δωματίου, της αναπνοής των άλλων τριών τροφίμων, της εγγενούς κούρασης λόγω ηλικίας και της επίδρασης των φαρμάκων. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Κοίταξε τους λευκούς τοίχους, τα κομοδίνα, τα αμαξίδια, τα κρεβάτια και τους κατόχους τους. Την ανοιχτή πόρτα με το χαμηλωμένο φως. Τη Φωτεινή, μια γυναίκα τριάντα εννιά χρονών, με βαμμένα ξανθά μαλλιά και κόκκινο κραγιόν, που φορούσε άσπρη στολή και κρατούσε στο ένα χέρι τα χάπια και στο άλλο ένα ποτήρι νερό.

Σε δευτερόλεπτα όμως, οι εικόνες άλλαξαν, άλλα πρόσωπα ήρθαν στο νοητικό πεδίο του: ο γιος και η κόρη του και οι σύζυγοί τους και τα εγγόνια του. Οι ελάχιστοι ήχοι του περιβάλλοντος γύρω του αντικαταστάθηκαν με τα παιδικά χαμόγελα και λόγια όπως «Μπαμπά, χαίρομαι που σε βλέπω» και «Παππού, θα δώσω πανελλήνιες» και «Ναι, αγάπη μου, ο μπαμπάς σου τα καταφέρνει».

Και κάτι (ένα διαβολικό πρόσωπο που διψούσε για αίμα) πήγε να παρεμβληθεί, κάτι πολύ, πολύ παλιό, κάτι που δεν ήθελε να θυμάται. Κάτι δυσοίωνο. Αλλά αυτή η θύμηση δεν υπερκέρασε τις πάλαι ποτέ χαρμόσυνες στιγμές της ζωής του. Όχι, έμεινε πίσω, έξω από το σκηνικό. Μακριά από το τώρα και το ευχάριστο χθες.

Για λίγο, ένιωθε ωραία. Σαν καλλιτέχνης που αναγνωρίζεται δημοσίως το έργο του.

Ο Αργύρης ξέσφιξε τα δάχτυλά του από τα χέρια της Φωτεινής και εκείνη του είπε, «Σας ευχαριστώ». Ο ηλικιωμένος ήπιε τα χάπια με το νερό και η Φωτεινή ένευσε ικανοποιημένη. «Θα σας δω το πρωί, κύριε Αργύρη. Πριν φύγω, θα έρθω να σας ετοιμάσω για τους δικούς σας». Τον καληνύχτισε και έφυγε, όταν αυτός έκλεισε τα μάτια του.

Και εκείνη η παμπάλαια θύμηση επέστρεψε ξανά, για να συνεχιστεί από εκεί που είχε σταματήσει πριν από ένα μήνα.

*

Ο Αργύρης ήταν και πάλι στη διεφθαρμένη εκδοχή του σπιτιού όπου είχε περάσει περίπου τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του. Ήταν ένα παλιό οίκημα σε έναν παράδρομο της κωμόπολης του Λεβιδίου. Εκτός από το ισόγειο, είχε δύο ορόφους με ισάριθμα υπνοδωμάτια, ένα μπάνιο σε κάθε όροφο και μεγάλη αυλή. Είχε χτιστεί δέκα χρόνια πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για το νιόπαντρο τότε ζευγάρι των γονιών του Αργύρη, του Θωμά και της Σταματίνας. Τότε το σκεπτικό ήταν πως θα έκαναν πολλά παιδιά, το λιγότερο τέσσερα, οπότε θα χρειάζονταν και μεγάλο σπίτι.

Στα επόμενα εφτά χρόνια, απέκτησαν δύο παιδιά, κάτι που αρχικά τους στενοχώρησε, ειδικά τον πατέρα του Αργύρη, αλλά δεν θα τα παρατούσαν. Ο Θωμάς βέβαια έλειψε κατά τα δύο πρώτα χρόνια του Πολέμου και όταν γύρισε, τραυματισμένος στο στήθος, δεν άργησαν να συνεχίσουν τις προσπάθειες, με τον Αργύρη να έρχεται ένα δεκεμβριάτικο βράδυ του 1944. Ήταν η τελευταία γέννα στην οικογένεια.

Ο πατέρας του είχε επηρεαστεί από τον Πόλεμο και αυτό το παραδέχονταν όλοι. Η καθοριστική χρονιά ήταν το 1949 και συγκεκριμένα οι πρώτοι επτά μήνες, οπότε και εκτροχιάστηκε πλήρως η κατάσταση. Μέχρι τότε, όσοι ήξεραν τον Θωμά «μπορούσαν» να δικαιολογήσουν τα ξεσπάσματά του: τις φωνές, τις βρισιές και τα «όχι-και-τόσο-σοβαρά» χτυπήματα στα παιδιά και ενίοτε στην Σταματίνα. Αλλά ο πατέρας του Αργύρη και των αδερφών του δεν έμεινε σε αυτά. Από ένα σημείο και μετά, όταν ο νεότερος γιος του δεν είχε κλείσει καν τα πέντε, δεν του αρκούσαν όσα έκανε. Δεν του αρκούσαν καθόλου.

Ο Αργύρης τώρα έκλαιγε, όπως κάθε φορά που κοιμόταν και ερχόταν εδώ. Μέχρι το 2007, μπορούσε να θυμάται πού ήταν και μπορούσε να σκέφτεται γιατί έβλεπε αυτό τον εφιάλτη: λόγω του πατέρα του και των όσων έκανε στον ίδιο, αλλά κυριότερα στα αδέρφια του και στην μητέρα του.

Όμως, όχι πια. Τώρα του ήταν ένα άγνωστο σκοτεινό κάστρο, σαν αυτό που είχε δει σε μια παλιά ταινία φρίκης με βαμπίρ, όπου πρωταγωνιστούσε ο Κρίστοφερ Λη, που είχε πάει μαζί με τη γυναίκα του να δούνε ένα Σάββατο βράδυ –εκείνη είχε προτείνει αυτή την ταινία, αγνοώντας για την επίδρασή της στους εφιάλτες του Αργύρη. Αυτό το μέρος ήταν κρύο, με δαυλούς στους τοίχους, με αράχνες στις γωνίες και υγρασία που έκανε τα κόκαλά του να διαμαρτύρονται. Κρύο, σκέφτηκε και παραξενεύτηκε. Εγώ είμαι συνηθισμένος στο κρύο. Μεγάλωσα σε ορεινό μέρος. Ακόμα και τον Μάη φορούσαμε χειμωνιάτικα ρούχα. Γιατί το νιώθω τόσο πολύ, λοιπόν;

Ο Αργύρης έκλαιγε από πόνο και αδυναμία και τρόμο. Το πετρώδες πάτωμα, πάνω στο οποίο κυλούσε και τραμπαλιζόταν το αμαξίδιο, λερωνόταν με αίματα από τις ανοιχτές πληγές στα χέρια του Αργύρη. Στους καρπούς του είχαν καρφωθεί σιδερένιες αλυσίδες που τον τραβούσαν στο σκοτάδι που απλωνόταν στο βάθος του διαδρόμου. Η παγωμένη ατμόσφαιρα ανατρίχιαζε το δέρμα του, έκανε τα καρφιά να ξύνουν τα αποδυναμωμένα οστά του ηλικιωμένου και  το αίμα να αφήνει λεπτά πορφυρά χνάρια σαν λεπτοκαμωμένα, αλλά πολύ μακρόστενα, φίδια.

Τι τραβούσε το καρότσι προς το σκοτάδι, ο Αργύρης δεν ήξερε, όπως δεν ήξερε και δεν μπορούσε να θυμηθεί γενικά ό,τι σχετιζόταν με τον εφιάλτη του. Όπως και στον ξύπνιο του, το μόνο που γνώριζε με βεβαιότητα, το μόνο που ενεργοποιούσε τα ψήγματα ενστίκτου που είχαν απομείνει, ήταν η σωματική και η ψυχολογική βία που υπήρχε σε τούτο το μέρος. Το πόσο πληγωνόταν και το πόσο αδυνατούσε να θυμηθεί ή να δει κάτι καλό, κάτι που να τον κάνει να χαρεί. Δεν υπήρχε τίποτα θετικό σε όλη αυτή την κατάσταση.

Δεν ήξερε, αλλά θυμόταν ένα πρόσωπο. Ένα λευκό αντρικό πρόσωπο με πρόωρα γκριζαρισμένα μαλλιά και δόντια σαρκοφάγου ζώου.

Πέρασε έξω από ανοιχτές πόρτες και στράφηκε προς αυτές, αλλά δεν κατάφερε να δει τι υπήρχε μέσα τους, γιατί δεν υπήρχε κανένα φως εκεί. Για κάποιο λόγο, αυτό τον έκανε να ευχαριστήσει τον Θεό. Ήταν λιγότερο από πέντε χρονών όταν ξεκίνησε να βλέπει αυτόν τον παρατεταμένο εφιάλτη -που από τα μέσα του ’80 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Αργύρης τον είχε παρομοιάσει στο μυαλό του με «τηλεοπτική σειρά τρόμου, όπου δεν ξέρεις ποτέ πότε θα προβληθεί το επόμενο επεισόδιο, αλλά που, ειλικρινά, δεν θέλεις να δεις το επόμενο επεισόδιο». Είχαν περάσει μόλις δύο μέρες από όταν η τότε χωροφυλακή του Λεβιδίου και η πυροσβεστική έσπευσαν στο καιόμενο αρχοντικό και κατάφεραν να περισώσουν τον Αργύρη. Για το καλό της πνευματικής κατάστασης των ένστολων αντρών, δεν είχαν βρει όλα τα πτώματα. Βρήκαν μόνο τη σωρό της μητέρας του Αργύρη και του Θωμά, που είχαν καεί ολοσχερώς. Οι χώροι του σπιτιού ήταν μαυρισμένοι και ετοιμόρροποι και μύριζαν καμένη σάρκα. Αλλά, συνολικά, η κατάσταση δεν ήταν τόσο άσχημη όσο αν έβρισκαν και τα βαριά πληγωμένα κορμιά των άλλων δύο παιδιών.

Το μόνο που αντιλήφθηκε ο Αργύρης από εκείνα τα δωμάτια ήταν η αποφορά και τα στιγμιαία παιδικά κλάματα. Μια φωνούλα και μετά μια ακόμα, αόριστα οικείες και οι δύο, συνοδευόμενες όμως από μια οσμή που δικαιολογούσε την απότομη διακοπή τους.

Τι συνέβη σ’ αυτά τα παιδιά, Θεέ μου; αναρωτήθηκε, αν και είχε την αίσθηση πως γνώριζε την απάντηση.

Ξαφνικά, ο Αργύρης ούρλιαξε και γύρισε προς τα εμπρός, όταν οι ρόδες του καροτσιού χτύπησαν σε κάτι και οι αλυσίδες έτριξαν κάτω από το δέρμα των κατάλευκων χεριών του. Είδε τα σκαλοπάτια και κατάλαβε τι θα ακολουθούσε: ό,τι τον τραβούσε θα τον έσερνε στο επόμενο επίπεδο. Θα ήθελε να σφίξει τις γροθιές του, αλλά οι φλέβες και οι αρτηρίες στα πάνω άκρα του δε δέχονταν καμιά εντολή. Το μόνο που αποδείκνυε ότι τα χέρια δεν είχαν καταστραφεί ανεπανόρθωτα ήταν τα ελαφρώς παραμορφωμένα δάχτυλα που τρεμόπαιζαν, σαν να έψαχναν να βρουν τις σωστές νότες σε ένα αόρατο πιάνο.

Το καρότσι ζορίστηκε, παραλίγο να αναποδογυρίσει, αλλά εν τέλει οι μπροστινές ρόδες βρέθηκαν στο πρώτο σκαλοπάτι και μετά στο δεύτερο, με τις πίσω να ακολουθούν όπως-όπως.

Τρίτο σκαλοπάτι. Τέταρτο. Πέμπτο. Έκτο. Οι δαυλοί εμφανίζονταν από το πουθενά, άναβαν σαν να τους φυσούσε ένα τέρας. Το πεδίο διευρυνόταν στο διάβα του, αλλά αν ο Αργύρης κοιτούσε πίσω του, θα διαπίστωνε ότι όλα είχαν σκοτεινιάσει, πως όσα είχε δει και ακούσει, εξαφανίστηκαν. Αλλά ο Αργύρης δεν επρόκειτο να κάνει κάτι τέτοιο. Και να το επιδίωκε, δεν θα το κατάφερνε. Η μοίρα του ήταν να πάει μπροστά και αυτός ήταν πολύ αδύναμος για να την απαρνηθεί.

Βρέθηκε στο πρώτο πάτωμα, με τις πίσω ρόδες να δυσκολεύονται πολύ, σαν κάποιος να ήθελε να αποτρέψει αυτό το μαρτύριο, σαν να μην του άρεσε αυτό το επεισόδιο και είχε αρπάξει τα χερούλια του αμαξιδίου και το τραβούσε προς το δικό του μέρος. Όχι, όχι κάποιος, αλλά κάποια, ναι, η χαμογελαστή νοσοκόμα. Μόνο αυτή θα ήθελε να με σώσει. Μόνο αυτή.

Οι αιχμές όμως που είχαν μπηχτεί στη σάρκα του και που κουδούνιζαν, γιατί το ον που τις κρατούσε τις τραβούσε και τις άφηνε συνέχεια, κόντεψαν να ξεριζώσουν τα χέρια του, με αποτέλεσμα ο Αργύρης να εύχεται να συνεχίσει το αμαξίδιο την διεστραμμένη πορεία του.

Όποιο και να ήταν το κώλυμα, ξεπεράστηκε -οδυνηρά, όμως, αφού το τελευταίο και καθοριστικό τράβηγμα από το σκοτάδι έκανε τον Αργύρη να γουρλώσει τα μάτια του και να βγάλει μια βραχνιασμένη κραυγή, σαν επιθανάτιο ρόγχο άγριου ζώου-, το αμαξίδιο ήρθε σε ευθεία και συνέχισε να τσουλάει άγαρμπα στο διάδρομο. Υπήρχαν κι άλλες πόρτες δεξιά και αριστερά, αλλά αυτές ήταν κλειστές. Ο Αργύρης τούς έριξε μονάχα μια ματιά και έπειτα κατέβασε το κεφάλι του. Έβλεπε την μπλούζα και το παντελόνι της πιτζάμας του να ποτίζονται με δάκρυα, ιδρώτα και σάλια. Ήθελε να κλείσει εντελώς τα μάτια του και ως δια μαγείας να χαθεί από εδώ, να βρεθεί κάπου όπου θα νιώθει ασφαλής και δεν θα τον πονάνε.

Αλλά φευ, δεν το κατάφερε. Γιατί τότε ήταν που άρχισε να ακούει τα παρακλητικά αναφιλητά μιας γυναίκας. Άκουγε τη φωνή της, που δεν κατόρθωνε να αρθρώσει μια ολόκληρη πρόταση, επειδή έσπαγε. Διακοπτόταν από τις ακανόνιστες ανάσες της -δύο και τρεις εισπνοές και μετά εκπνοή. Ήταν γνωστή φωνή, όπως οι φωνές εκείνων των παιδιών στα κάτω δωμάτια.

Ο Αργύρης έκλεισε τα βλέφαρά του και τα έσφιξε. Ζήτησε βοήθεια από τον Θεό. Βοήθεια και δύναμη για να αντέξει (τον άντρα με το χλωμό πρόσωπο) αυτό που ερχόταν. Αυτό το οποίο πλησίαζε. Είχε παρακαλέσει ξανά για έλεος. Όταν ξεκίνησε αυτό το μαρτύριο στο κάτω πάτωμα, στα δωμάτια των αδερφών του.

Όταν σήκωσε λίγο το κεφάλι του, είδε μια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Μισάνοιχτη, με λίγο φως. Σαν την πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του τότε, όταν ο ίδιος ήταν παιδάκι και ήθελε να του πει η μαμά ένα παραμύθι και την αναζήτησε και τη βρήκε. Μαμά; είχε πει νυσταγμένα. Μαμά; Μανούλα;

«Μαμά», είπε τώρα. Οι αλυσίδες που τον τραβούσαν έβγαιναν από εκείνη τη μισάνοιχτη πόρτα. Ο πόνος αυξανόταν, πολλαπλασιαζόταν όσο πλησίαζε, γιατί η μνήμη του επανέφερε όσα είχε δει και ακούσει στα μικράτα του. Το ίδιο είχε συμβεί και με τα αδέρφια του: με τα αληθινά γεγονότα και έπειτα με τα αντίστοιχα επεισόδια του εφιάλτη του.

«Σε παρακαλώ… Θωμά, σε… παρακαλώ… Σε… παρακαλώ…» έλεγε η Σταματίνα.

Παρακαλούσε να μην το ζήσει. Παρακαλούσε τον Ύψιστο να μην αναγκαστεί να ξαναδεί την μητέρα του να βασανίζεται. Δοκίμασε να πιάσει τις αλυσίδες και να ανακόψει την πορεία του αμαξιδίου, αλλά δεν το κατάφερε. Έκανε να γυρίσει και να δει την χαμογελαστή νοσοκόμα (πώς τη λένε; την ξέρω, αλλά… πώς τη λένε;) να βαστάει τα χερούλια, όπως σχεδόν πίστεψε και νωρίτερα, και να προσπαθεί να τον σώσει. Αλλά τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε. Κατά βάθος, το ήξερε. Τίποτα και κανείς δεν θα τον έσωζε. Ήταν μόνος του. Έρμαιο του (Βρικόλακα) βασανιστή του.

Καθώς πλησίαζε, διέκρινε ένα κλειστό παράθυρο, την κουρτίνα, ένα μικρό κομοδίνο, ένα πεταμένο νυχτικό και… Και τις σκιές που κινούνταν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας όρθιος και ο άλλος καθισμένος σε μια καρέκλα. Ο πρώτος έκανε διάφορες κινήσεις προς τη δεύτερη φιγούρα.

«Όχι. Σε παρακαλώ, Θωμά. Σε…»

Χρατς!

Ήταν σαν να σπας το κέλυφος ενός σαλιγκαριού. Ήταν ο ίδιος ήχος που θυμόταν ο Αργύρης από εκείνες τις βραδιές του 1949. Η παλάμη του πατέρα του που κατέβαινε στο μάγουλο της μητέρας του. Μια κίνηση όχι ιδιαίτερα γρήγορη, η Σταματίνα την έβλεπε να έρχεται και είχε το χρόνο να αμυνθεί ή να φύγει, αλλά δεν το είχε κάνει. Μπορούσε, μπορούσε, αλλά δεν το είχε κάνει. Είχε προτιμήσει να υπομείνει τις βαναυσότητες του άντρα της, μήπως και άφηνε ήσυχα τα παιδιά –αυτό, δηλαδή, πίστευε ο Αργύρης. Ο Θωμάς την χτυπούσε και μετά έπαιρνε τα σύνεργά του: τα τσιγάρα του, το ξυράφι του, τα σχοινιά του.

Πολλοί είχαν δει τις μελανιές και άλλα σημάδια στο πρόσωπο και στα χέρια της Σταματίνας και των δύο αδελφών του Αργύρη. Εξίσου πολλοί είδαν τον Θωμά να εξευτελίζει επανειλημμένως την γυναίκα του και να την κοιτάζει σαν σκυλί που έχει λύσσα. Αλλά κανείς δεν ρώτησε. Και η Σταματίνα με τα παιδιά δεν είπαν. Χρειάστηκε μια πυρκαγιά για να κληθούν οι Αρχές, μα και τότε ήταν αργά.

Οι αλυσίδες τρίφτηκαν πάνω στην ξύλινη πόρτα για τρία δευτερόλεπτα, οπότε και η πόρτα άνοιξε εντελώς και το αμαξίδιο βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν όπως την θυμόταν: ευρύχωρη, με άνετο κρεβάτι και βαριά κλινοσκεπάσματα και φωτιζόταν από μια λάμπα πετρελαίου. Μια μπαλκονόπορτα.

Αυτό που δεν ταίριαζε ήταν ο ψηλός άντρας που στεκόταν στην μια άκρη του χώρου. Είχε πολύ λευκό πρόσωπο, σαν να είχε χάσει τη ζωτικότητά του ο οργανισμός του και κοντά γκριζαρισμένα μαλλιά. Τα μάτια του ήταν δύο μαύρες σφαίρες, χωρίς ασπράδι. Το χαμόγελό του, κατεργάρικο με τη χείριστη δυνατή έννοια και πλαισιωμένο με λευκά μυτερά δόντια. Φορούσε μαύρο κοστούμι και κάπα και κρατούσε τις αλυσίδες με χέρια που μπορούσαν να κομματιάσουν ανθρώπινο κρανίο.

Ήταν ο Βρικόλακας και ήταν σχεδόν ευτυχισμένος. Κοίταξε για λίγο τον Αργύρη. Σήκωσε τις αλυσίδες. Οι αιχμές τους έσκαψαν κάτω από το δέρμα του ηλικιωμένου. Ο Αργύρης άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν και τη φωνή του να βγει δυνατή μέσα στο  δωμάτιο. Ο Βρικόλακας έπαιξε με τις αλυσίδες, κουνώντας τες πέρα δώθε και τα χέρια του Αργύρη ακολούθησαν πιστά, σαν να του ανήκαν ολοκληρωτικά.

«Σε παρακαλώ», είπε ο Αργύρης, νιώθοντας το κρύο να παρακμάζει το σώμα του και τότε άκουσε και τη φωνή της μητέρας του να επαναλαμβάνει την παράκληση. Η φωνή της δεν είχε χάσει την αγνότητα και την ομορφιά που τη συνόδευε όταν απήγγειλε παραμύθια στα παιδιά ή όταν τους έλεγε τι να κάνουν και τι να προσέχουν. Όμως, είχε χάσει τη ζωντάνια της, την ενεργητικότητά της. Τα αναφιλητά της ακούγονταν καθαρά πλέον και ήταν παντελώς αδύνατο να τα αγνοήσει ο Αργύρης.

Δεν ήθελε να στραφεί. Δεν ήθελε να δει. Αλλά ο Βρικόλακας τον ανάγκασε: έδωσε ώθηση προς τα δεξιά και το αμαξίδιο γύρισε και ο Αργύρης βρέθηκε να κοιτάζει τους γονείς του.

«Θεέ μου! Ω Θεέ μου!».

Ο Θωμάς είχε το αναμμένο τσιγάρο στο στόμα του και το σχοινί τυλιγμένο στο λαιμό της ημίγυμνης συζύγου του. Η πλάτη της Σταματίνας ήταν διάστικτη από κόκκινες και μπλαβιασμένες χαρακιές και από μικρές καψαλισμένες κουκίδες. Τούφες μαλλιών είχαν πέσει στο πάτωμα γύρω από την καρέκλα. Αίμα είχε διαποτίσει το εσώρουχο της γυναίκας, το κάθισμα και το πάτωμα. Η Σταματίνα κοιτούσε τον Θωμά. Εκείνος είχε σμιγμένα φρύδια, ανακατωμένα και λαδωμένα μαλλιά και φορούσε τσαλακωμένα ρούχα. Τα μάτια του έμοιαζαν υπνωτισμένα, ενώ το δέρμα του γυάλιζε από τον ιδρώτα.

«Μαμά», ψέλλισε ο Αργύρης. «Μαμά».

Ο Θωμάς έβαλε το δεξί του χέρι στην τσέπη και έβγαλε το ξυράφι του. Η λεπίδα ήταν λεπτή και σίγουρα πολύ κοφτερή. Ο Αργύρης, πριν από την σταδιακή κατάπτωση της πνευματικής κατάστασης του Θωμά, είχε δει δυο τρεις φορές τον πατέρα του να ξυρίζει τα γένια του μπροστά στον καθρέφτη. Του είχε φανεί βαρετό το όλο πράγμα, ότι δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Αλλά μετά από τα βράδια που ο Θωμάς επισκεπτόταν τα δωμάτια των αδερφών του και μετά από το σκηνικό με την μητέρα του, μίσησε αυτό το «κακό μαχαίρι» σε βαθμό που χρειάστηκε να πάει στο στρατό για να σκεφτεί και να ξυρίσει το μούσι του –και τότε ακόμα του πήρε περίπου μιάμιση ώρα, γιατί φανταζόταν να γίνεται ξαφνικά το χέρι του χλωμό και να κόβει τις τρίχες και το δέρμα όσο πιο βαθιά μπορούσε κι έτσι σταμάταγε για λίγο και ξεκινούσε όταν σιγουρευόταν πως δεν θα συνέβαινε τίποτα τέτοιο.

«Θωμά, σταμάτα. Δεν… δεν θα… αντέξω άλλο».

Ο Θωμάς κοίταξε το ξυράφι, σαν μαθητής που κοιτάζει το δάσκαλο και προσπαθεί να θυμηθεί τι πρέπει να πει.

«Θωμά…»

Ο Θωμάς τράβηξε απότομα το σχοινί και το σώμα της μητέρας του έπεσε μπροστά. Το άλλο χέρι του κινήθηκε και χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Αργύρη. Η Σταματίνα ούρλιαξε και το σώμα της τραντάχτηκε και δευτερόλεπτα μετά αίματα κύλησαν στην καρέκλα, στο πάτωμα, στα πασούμια του πατέρα του Αργύρη και στα γυμνά πόδια της Σταματίνας.

“Σταμάτα!» φώναξε ο Αργύρης. «Σταμάτα, για όνομα του Θεού!»

Ο Θωμάς δεν υπάκουσε. Έμεινε στην ίδια θέση: με μισολυγισμένα πόδια, το χέρι με το ξυράφι του κάπου στο σώμα της γυναίκας του και το βλέμμα του ουσιαστικά απαθές.

Απρίλης, θυμήθηκε ο Αργύρης. Είναι ξανά Απρίλης του 1949. Προσπάθησε να κινηθεί, να σταματήσει τον πατέρα του. Προσπάθησε να κάνει ό,τι δεν έκανε τότε, αλλά ο Βρικόλακας δεν τον άφησε. Αντίθετα, ο ηλικιωμένος είδε με αυξανόμενο τρόμο το τέρας να περπατάει, να διασχίζει το δωμάτιο και να έρχεται και να στέκεται δίπλα στον πατέρα του.

«Τι κάνεις; Μην την ακουμπάς! Φύγε από κοντά της! Φύγε από τη μητέρα μου!» είπε ο Αργύρης.

Ο Βρικόλακας χαμογέλασε και χάιδεψε μερικές τούφες από τα μαλλιά της Σταματίνας.

«Φύγε από κοντά της!»

Ο Αργύρης δοκίμασε να τσουλήσει το αμαξίδιο. Τράβηξε τις αλυσίδες, αγνόησε τον πόνο, έπιασε τις κρύες ρόδες και έβαλε όση δύναμη είχε.

Και τα κατάφερε. Κινήθηκε προς τους γονείς του. Κινήθηκε άτσαλα και γρήγορα. «Φύγε! Φύγετε και οι δύο! Αφήστε την, τέρατα!». Ο Αργύρης έσπρωξε το αμαξίδιο, θέλοντας να σώσει την Σταματίνα, όπως ήθελε να σώσει τα αδέρφια του τις προηγούμενες νύχτες που είχε δει τι τους έκανε ο πατέρας του.

Όχι, θυμήθηκε. Όχι μόνο ο πατέρας μου, αλλά και…

Και τότε είδε τον Θωμά να έχει ενδυθεί την κάπα και να έχει δόντια μυτερά σαν καρφιά. Ήταν ένα. Ο Βρικόλακας και ο πατέρας του Αργύρη ήταν ένα ολοκληρωμένο διαβολικό Ον.

Πού είναι; αναρωτήθηκε. Πού είναι οι Αρχές για να επέμβουν;

Όχι, όχι οι Αρχές, αλλά εκείνη. Πού είναι εκείνη για να τους σταματήσει; Η… εκείνη η γυναίκα με τη λευκή στολή… Αυτή που μου συμπαραστέκεται και με φροντίζει. Η… Η…

«Πού είσαι;» την κάλεσε. «Χρειάζομαι βοήθεια».

Δεν πήρε απάντηση. Γιατί δεν ήταν εκεί μαζί του. Όπως και τις νύχτες του 1949, όπως και τις νύχτες που το Ον ερχόταν για να κατασπαράξει τα αδέρφια και τη μητέρα του, ξανά και ξανά, μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του και τον ανάγκαζε να δει το αποτρόπαιο θέαμα, ο Αργύρης έπρεπε να το αντιμετωπίσει μόνος του. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Είδε τοίχους και έπιπλα, αλλά καμιά γυναίκα. Καμιά γυναίκα, εκτός από την…

Ω Θεέ μου, η μητέρα μου!

Το Ον έσκυψε με το ανοιχτό του στόμα πάνω από τη Σταματίνα, σηκώνοντας στο ένα χέρι το αναμμένο τσιγάρο και στο άλλο το ξυράφι, και ο Αργύρης για άλλη μια φορά δεν έσωσε την μητέρα του, ούτε τον εαυτό του.

Καθώς έβλεπε τι έκανε το Ον στην μητέρα του, ο Αργύρης ήξερε πως για τους επόμενους τρεις μήνες, οπότε και θα έκλεινε ο Κύκλος των Επτά Μηνών, θα περιπλανιόταν ξανά σε αυτό το καταραμένο μέρος.

*

Και ενώ ο Αργύρης ζούσε στον εφιάλτη του και έβγαζε άναρθρους ήχους στο δωμάτιο του γηροκομείου, το Αλτσχάιμερ, ο Βρικόλακάς του, απενεργοποίησε ένα ακόμα κύτταρο και μια ακόμα γνώση χάθηκε για πάντα.

*

Το πρωί η Φωτεινή ήρθε μαζί με έναν άλλο νοσοκόμο. Είχε στην αγκαλιά της καθαρά ρούχα για τον Αργύρη και στο πρόσωπό της ένα κουρασμένο, αλλά ελπιδοφόρο χαμόγελο.

Ο Αργύρης, που είχε ξυπνήσει στις εφτά και κοιτούσε το ταβάνι με δακρυσμένα μάτια, είδε την γυναίκα με τη λευκή στολή που τον καλημέρισε και τον ρώτησε: «Γιατί μου κλάψατε, τι έγινε;» ενώ τον μετέφεραν στο μπάνιο.

Ο Αργύρης αγχώθηκε και προσπάθησε να τη διώξει από κοντά του. Δεν του άρεσε να τον αγγίζουν, ούτε αυτή, ούτε ο άλλος ο νεαρός. Δεν ένιωθε άνετα μαζί τους, να τον γδύνουν μέσα σε τούτο το μέρος. Ειδικά με αυτή τη γυναίκα, είχε τσαντιστεί πολύ. Καμιά δεν έπρεπε να τον αγγίζει έτσι μετά τον θάνατο της μαμάς, μόνο η Αγγελική. Τι δουλειά είχαν δύο άγνωστοι να του φέρονται έτσι;

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading