Προηγούμενο

 

Οι πρώτες εβδομάδες πέρασαν γρήγορα αν και ένιωθε περίεργα μουδιασμένη, εκτός τόπου. Από το γαλανό του Αιγαίου με το εκτυφλωτικό φως είχε επιστρέψει στο μουντό γκρι, γεμάτο εκνευριστικούς θορύβους Λονδίνο με τη μυρωδιά του καυσαερίου και του εμετού να πλανιέται στον αέρα, που μέχρι τότε δεν είχε προσέξει. Προσπαθούσε να αντλήσει δύναμη από τα μικρά πράγματα γύρω της, μα αυτό ξαφνικά της φαινόταν πολύ δύσκολο, οπότε έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, στο σπίτι γυρνούσε τόσο πτώμα που απλά έπεφτε για ύπνο, σ ΄έναν ύπνο δίχως όνειρα.
Η παρουσίαση πήγε πολύ καλά κι εκείνη την ημέρα ενέδωσε να βγει με ποτό με τον Μαρκ, καθώς ήθελε με κάποιον να μοιραστεί τη χαρά της, αν και δεν ένιωθε πια τόσο σίγουρη ότι υπήρχε κάτι να γιορτάσει. Εκείνος την υποδέχτηκε μ ΄ένα πλατύ χαμόγελο στο μικρό εστιατόριο με τα βιομηχανικά τουβλάκια στο τοίχο και τα ψάθινα φωτιστικά που ήταν το στέκι τους. Υπήρξε πολύ διακριτικός και σύντομα συζητούσαν όπως παλιά παρά την αρχική της αμηχανία. Την επομένη ξαναβγήκαν για να γιορτάσουν την προαγωγή της και ήταν όλα όπως πρώτα. Για λίγο αναρωτήθηκε αν πραγματικά προτιμούσε αυτή τη ζωή, αλλά απόδιωξε τη σκέψη γρήγορα.
Μια Παρασκευή βράδυ λίγες ΄βδομάδες μετά μπήκε όλο φούρια στο γραφείο της αφήνοντας ένα πάκο με χαρτιά που είχε πάρει από το αρχείο με σκοπό να περάσει το Σαββατοκύριακο της μελετώντας το. Στο κινητό της αναβόσβηνε το λαμπάκι, το κοίταξε εκνευρισμένη. Πέντε κλήσεις από την Ευθαλία και δύο από τον Μαρκ. Ουφ, ξεφύσηξε εκνευρισμένη και την ώρα που ετοιμαζόταν να το αφήσει αυτό κουδούνισε.
«Allo» είπε δυνατά φανερά εκνευρισμένη.
«Καλησπέρα, μωρό μου» της είπε ζωηρά η φωνή του Φαέθωνος.
«Καλησπέρα» κατάφερε να τραυλίσει εκείνη, έπειτα από μια μεγάλη παύση
«Πού βρίσκεσαι;»
«Στη δουλειά…» είπε με μια αδιόρατη διακύμανση στη φωνή η Δανάη ψάχνοντας κάπου να στηριχτεί, ενώ ένιωθε την καρδιά της να φτεροκοπά έτοιμη να ξεχυθεί έξω από το στήθος της. Άκουσε το υποτιμητικό του γρύλισμα και τον φαντάστηκε να μορφάζει αστεία.
«Που είναι η δουλειά;» τη ρώτησε σε τυπικό τόνο.
Η Δανάη κατάφερε με τα χίλια ζόρια να ψελλίσει την οδό φανερά μπερδεμένη.
«Ραντεβού σε είκοσι λεπτά στην είσοδο» της είπε απότομα ο Φαέθων με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις.
«Μα»
«Μη με αναγκάσεις ν ΄ανέβω πάνω!» της είπε με τόνο προειδοποιητικό και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Δανάη σωριάστηκε στην καρέκλα της και κοίταξε το πακέτο με τα χαρτιά στο γραφείο της, έπειτα το βλέμμα της έπεσε πάνω στην αντανάκλαση της στη μαύρη οθόνη του υπολογιστή της. Τα μαλλιά της ήταν φριζαρισμένα και πιασμένα σε έναν αυστηρό κότσο, κάτω από τα μάτια της υπήρχαν σακούλες… Μην αντέχοντας να βλέπει την αντανάκλαση της πάτησε εκνευρισμένη ένα πλήκτρο και η οθόνη γέμισε χρώματα. Πέρασε τα δάχτυλα της πάνω από τα μαλλιά της, σηκώθηκε απότομα και έτρεξε στο μπάνιο.
«Είκοσι λεπτά! Τι προλαβαίνω να φτιάξω σε είκοσι λεπτά; Έχω τα χάλια μου!», ούρλιαξε απελπισμένη βλέποντας το είδωλό της στο καθρέφτη. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας πίσω της και εμφανίστηκε η Εύη που της έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω.
«Πολλά», είπε δυναμικά και βγήκε. Η Δανάη έβρεξε το πρόσωπο της και τα μαλλιά της και προσπαθούσε να τα στρώσει την ώρα που η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μπήκε η Εύη σεινάμενη κουνάμενη κουβαλώντας μια βαλιτσούλα, την οποία ακούμπησε δίπλα της στο γρανιτένιο πάγκο του νιπτήρα. Η Δανάη την κοίταζε έκπληκτη. Η Εύη, χωρίς να της δίνει σημασία, άρχισε ν ‘αδειάζει το περιεχόμενο της βαλίτσας πάνω στον πάγκο, καλλυντικά, ρούχα, σεσουάρ χτένες…
«Τι θα βάλεις;» τη ρώτησε ζωηρά.
«Αυτά», απάντησε ξερά η Δανάη δείχνοντας το καλοραμμένο αυστηρό κοστούμι με το φαρδύ λευκό πουκάμισο για να λάβει το υποτιμητικό βλέμμα της.
«Ραντεβού δε θα πας;»
«Δεν ξέρω, μάλλον. Δηλαδή ίσως…» τραύλισε η Δανάη που ακόμη προσπαθούσε να επεξεργαστεί την ερώτηση. Θεωρούνταν ραντεβού; Τι δουλειά είχε ο Φαέθων στην Αγγλία; Η απάντηση της Δανάης ήταν σα να ‘βάλε φωτιά στην Εύη. Έβγαλε ένα μίντι κομψό, μαύρο φόρεμα και της το δώσε, ενώ ξεκίνησε να τη σπρώχνει προς τις τουαλέτες. Ήρθε γι ‘αυτήν; αναρωτιούνταν εκείνη την ώρα η Δανάη, ή μήπως για την Εύη; σκέφτηκε ρίχνοντας ένα υποψιάρικο βλέμμα στην Εύη.
«Ντύσου!» της είπε εκείνη κοφτά, τόσο που της θύμισε τη Χρύσα. Η Δανάη κοντοστάθηκε αναποφάσιστη, εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό της, η Χρύσα, ο Στέφανος, ο Φαέθων κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. Πόσο της είχαν λείψει όλοι, πόσο της είχε λείψει εκείνος…
«Άντε! Μπες ν ‘αλλάξεις! Ο χρόνος περνάει!» φώναξε αυταρχικά τώρα η Εύη και της έκλεισε την πόρτα. Η Δανάη άλλαξε βιαστικά και βγήκε προσπαθώντας να καλύψει το στήθος της τραβώντας το ύφασμα προς τα πάνω, μάταια. Η Εύη την έστησε μπροστά στον καθρέφτη, με γρήγορες κινήσεις άρχισε να της χτενίζει τα μαλλιά και να τα φορμάρει με το σεσουάρ.
«Ευτυχώς είσαι ξυρισμένη! Βάλε άρωμα και αποσμητικό και να, πάρε να πλύνεις τα δόντια σου!» της είπε δίνοντας της ένα τσαντάκι με είδη μιας χρήσης, ενώ ταυτόχρονα της έριχνε λακ. Ύστερα άρχισε να τη βάφει «Πάντα έχω μαζί μου το τσαντάκι με τα είδη μιας χρήσης, πολύ χρήσιμα αν ξενοκοιμηθώ» Η Δανάη απέφυγε να την κοιτάξει και δάγκωσε τα χείλη της να μην απαντήσει.
«Μη δαγκώνεις τα χείλη σου! Ωραία, έτοιμη!». είπε σε θριαμβευτικό τόνο η Εύη κρατώντας το κραγιόν. Η Δανάη κοίταξε την αντανάκλαση της και ψέλλισε ένα θερμό «Ευχαριστώ».
«Τίποτα. Α ξεχάσαμε τα παπούτσια! Τι νούμερο φοράς;»
«Τριάντα εννιά»,
«Τέλεια! Και εγώ!», ξεφώνισε με ενθουσιασμό η Εύη και έβγαλε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες. Η Δανάη τις κοίταξε έντρομη
«Δε νομίζω…»
«Δεν είσαι με τα καλά σου που θα πας με αυτά και τέτοιο φόρεμα, μπρος βάλτα!» Η Δανάη τις φόρεσε απρόθυμα και προσπάθησε να ισορροπήσει «Μέχρι να κατέβεις, θα τις έχεις συνηθίσει! Πάμε θα αργήσεις!», είπε σπρώχνοντας τη.
«Το διασκεδάζεις;» τη ρώτησε πικρόχολα η Δανάη
«Πολύ!» απάντησε η Εύη ζωηρά. Δε νομίζω να διασκέδαζες αν ήξερες με ποιον θα βγω ή ξέρεις; σκέφτηκε η Δανάη με καχυποψία.
«Το ξέρεις ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα και θα ζητήσω την απόλυση σου…» της είπε η Δανάη με μισόκλειστα μάτια.
«Το ξέρω… ότι δε θα το κάνεις…» της είπε η Εύη με αυθάδικη σιγουριά και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα και να τα ρίχνει μέσα στη βαλιτσούλα. Η Δανάη ανέστρεψε το βλέμμα της εκνευρισμένη, καθώς προχωρούσε προς το παλτό της που κρεμόταν στο γραφείο της, το πήρε και περπάτησε επιφυλακτικά, μέχρι το ασανσέρ. Όταν μπήκε κούμπωσε ως απάνω το μάλλινο, μαύρο παλτό της και έδεσε σφιχτά τη ζώνη του. Διέσχισε με προσποιητή αυτοπεποίθηση την ευρύχωρη είσοδο του κτιρίου με τους ροζ γρανίτες και κατευθύνθηκε προς τη γυάλινη πόρτα. Ο παγωμένος αέρας τη χτύπησε στο πρόσωπο κάνοντας τη να ριγήσει. Κοίταξε τον καθαρό σκούρο μπλε ουρανό, μόνο ένα μικρό, γκρίζο συννεφάκι φαινόταν να αργοσέρνεται δυτικά.
«Απ ΄ότι φαίνεται δε θα βρέξει!» ακούστηκε η φωνή του πίσω της κάνοντας τη να τρεκλίσει ελαφρά, ενώ η καρδιά της κόντεψε να πεταχτεί έξω από το στήθος της. Πήρε μια κοφτή ανάσα, κύρτωσε τα χείλη της σ ΄ένα ψεύτικο χαμόγελο και γύρισε αργά. Γαμώτο, ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε μόλις τον είδε, είναι τόσο όμορφος! Φορούσε μαύρα ρούχα, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει λίγο και τούφες ανέμιζαν χάρις το παγωμένο αεράκι, ενώ το φως της εισόδου τους έδινε το χρώμα του παλιού μπρούτζου, συγκρατήθηκε για να μην τις χαϊδέψει και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι χαρίζοντάς του ένα λαμπερό χαμόγελο. Εκείνος την πλησίασε με σκοτεινά μάτια, η Δανάη κάτι πήγε να πει, αλλά ο Φαέθων πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Όταν επιτέλους την άφησε η Δανάη ένιωθε πολύ αμήχανη. Τι σήμαινε όλο αυτό; Τι γύρευε εκεί; Γιατί συμπεριφέρονταν σαν να αποχαιρετήθηκαν μόλις χθες; Σαν να μην τελείωσαν όλα; Ο Φαέθων διέκοψε τις σκέψεις και τη ρώτησε με βαθιά φωνή «Πού προτείνεις να πάμε, μωρό μου; Πεινάω σα λύκος!». Η Δανάη απέρριψε την ιδέα να πάνε στο μικρό εστιατόριο απέναντι από τη δουλειά, παρ΄ όλο που ήταν Παρασκευή βράδυ, μπορεί να συναντούσαν κάποιο συνάδελφο της. Έτσι του πρότεινε ένα άλλο μερικά τετράγωνα πιο πέρα που συνήθιζε να πηγαίνει με τον Μαρκ. Ξεκίνησαν και στα μισά αναθεμάτιζε από μέσα της, ήδη, τις ψηλοτάκουνες γόβες. Ευτυχώς στηριζόταν στον Φαέθωνα, ο οποίος περπατούσε πιο αργά απ ΄ότι συνήθως.
«Δεν περίμενα να φοράς γόβες στη δουλειά!» παρατήρησε εκείνος και η Δανάη του χάρισε ένα μυστηριώδες χαμόγελο.
«Λοιπόν, πώς και από τα μέρη μας;» τον ρώτησε όσο πιο ουδέτερα μπορούσε.
«Α Έχω κάτι δουλειές. Ένα ανταλλακτικό να πάρω, προτού ξεκινήσω το γύρο»
«Βρήκες πλήρωμα;»
«Α ναι, δύο καλούς φίλους μου, νομίζω ότι θα τα πάμε καλά. Δεν είναι εύκολο να ΄σαι περιορισμένος σε τόσο μικρό χώρο με κάποιον που δεν ταιριάζεις». Η Δανάη συμφώνησε και άρχισαν να μιλάνε για τη Χρύσα και τους άλλους. Εν τω μεταξύ είχαν φτάσει στο μικρό εστιατόριο με τη μίνιμαλ διακόσμηση και ετοιμάζονταν να καθίσουν σ ‘ένα τραπεζάκι με θέα στο δρόμο. Η Δανάη ξεκούμπωσε το παλτό της κι ένιωσε τα βλέμματα να καρφώνονται πάνω της και τα μάγουλα της να φλογίζονται. Ο Φαέθων της έσυρε την καρέκλα για να καθίσει κι έπειτα κάθισε απέναντί της με μάτια που πετούσαν σπίθες, φανερά νευρικός, ενώ το βλέμμα του διέτρεξε γρήγορα τον χώρο και τα βλέμματα των θαμώνων κάνοντας τον να συννεφιάσει περισσότερο. Ο νεαρός σερβιτόρος ήρθε με ταχύ βήμα και κάθισε από πάνω τους. Ο Φαέθων τον ξεφορτώθηκε ρίχνοντας του μια δολοφονική ματιά.
«Και σε ποιο λιμάνι είπες ότι θα πιάσετε στις Ηνωμένες Πολιτείες;» τον ρώτησε η Δανάη προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο και μην παίρνοντας απάντηση τον κοίταξε πάνω από το κατάλογο. «Τι έγινε;»
«Έτσι κυκλοφορείς στο γραφείο εσύ;» είπε με σφιγμένα δόντια ο Φαέθων και το κορμί του έστεκε στητό γεμάτο ένταση.
«Μόνο τις Παρασκευές», απάντησε με ειρωνικό τόνο η Δανάη μειδιώντας προκλητικά αφήνοντας το κατάλογο κάτω και κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. Ο Φαέθων πήγε κάτι να πει, αλλά τελικά το ξανασκέφτηκε και σήκωσε το κατάλογο φανερά συγχυσμένος να τον μελετήσει, πράγμα που έκανε και η Δανάη. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. ’Έδωσαν τη παραγγελία και ο Φαέθων κοίταξε σκυθρωπός το νεαρό καθώς έφευγε.
«Έρχεσαι συχνά εδώ;»
«Ναι ερχόμαστε συχνά με τον…» έκοψε την κουβέντα της στη μέση βλέποντας τη γραμμή στο μέτωπό του να βαθαίνει απειλητική. Χαμογέλασε αθώα και επέστρεψε στην ερώτησή της. «Λοιπόν σε ποιο λιμάνι θα πιάσετε στις Ηνωμένες Πολιτείες;» Ο Φαέθων άρχισε να της εξηγεί το πρόγραμμα τους, στην αρχή απρόθυμα, αλλά σιγά σιγά με μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί είχαν και οι δυο χαλαρώσει και συζητάγανε όπως παλιά, σα να μην πέρασε μια μέρα. Άφησαν το μικρό εστιατόριο και πήραν ταξί για το σπίτι της.

Η Δανάη άκουσε την πόρτα να κλείνει και άνοιξε τα μάτια της ξανακλείνοντάς τα αμέσως, καθώς τυφλώθηκε από το γκρίζο φως που διαχέονταν από το μεγάλο παράθυρο με τις λευκές διάφανες κουρτίνες. Έφυγε, σκέφτηκε και αυτή η λέξη έμοιαζε σα να ΄χει τόση δύναμη που μπορούσε να της ξεσκίσει τα σωθικά.
«Έφυγε», μονολόγησε και άρχισε να χτυπά το μαξιλάρι της με τη μανία μικρού παιδιού που χτυπιέται πάνω από το σπασμένο του παιχνίδι. Ξαφνικά ανακάθισε, έστρωσε τα μαλλιά της και σηκώθηκε, άρχισε να γυρνά τα λιγοστά λιτά επιπλωμένα δωμάτια ψάχνοντας τον, τέλος κάθισε ξέπνοη στον γκρι καναπέ.
«Έφυγε», μονολόγησε πάλι και τύλιξε τα πόδια της με τα μπράτσα της. Η καρδιά της βούλιαξε κι ένας κόμπος την έπνιγε.
«Καλύτερα, καλύτερα», είπε σιγανά «Καλύτερα», επανέλαβε και έσφιξε τα πόδια της τόσο που πόνεσε, ενώ λικνιζόταν σα μωρό που το κουνά η μάνα του για να ηρεμήσει. Πόση ώρα πέρασε έτσι; Ξάφνου βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν και κλειδί να γυρνά στην κλειδαριά. Η Δανάη έτρεξε σαν αστραπή στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα, ενώ έγειρε πάνω της ανακουφισμένη. Ο Φαέθων της φώναξε «Ξύπνησες, μωρό μου; Έφερα πρωινό!» Η Δανάη ετοιμάστηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βγήκε φορώντας το πιο αδιάφορο ύφος που μπορούσε και μόνο τα εσώρουχα της
«Καλημέρα!» της είπε ζωηρά ο Φαέθων «Έφερα κρουασάν που σ΄ αρέσουν και χυμό, παρεμπιπτόντως το ψυγείο σου είναι τελείως άδειο και τα ντουλάπια σου…» της έριξε μια εξεταστική ματιά από πάνω μέχρι κάτω.
«Έχεις αδυνατίσει… Δεν τρως;» της είπε δηκτικά ανασηκώνοντας το φρύδι του. Η Δανάη έκανε έναν αδιάφορο μορφασμό και ανασήκωσε τους ώμους της καθώς καθόταν. Η μυρωδιά από τα κρουασάν κόντευαν να της σπάσουν τη μύτη και το στομάχι της γουργούρισε συμφωνώντας. Η Δανάη του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο, πριν αρχίσει να τρώει με λαιμαργία.
Πέρασαν τις υπόλοιπες δυο μέρες με το ν ΄αποφεύγουν να συζητήσουν οτιδήποτε πέρα από ουδέτερα ανούσια θέματα, ενώ έκαναν έρωτα συνέχεια. Τη Δευτέρα η Δανάη ετοιμάστηκε για να πάει στη δουλειά απρόθυμα και αυτός της είπε ότι είχε μια δουλειά και έπρεπε να βγει, θα τα έλεγαν το βράδυ. Φιλήθηκαν θερμά και η Δανάη κατέβηκε χοροπηδητά σχεδόν τα σκαλάκια και απομακρύνθηκε λικνίζοντας τους γοφούς της. Στο γραφείο τους περιμένει μια μεγάλη έκπληξη, σκέφτηκε γελώντας από μέσα της, τόσα χρόνια εκεί ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε με φόρεμα. Φθάνοντας στη γωνία η Δανάη ένιωσε τρομερή αδιαθεσία γύρισε και τον είδε να τη χαιρετά από το παράθυρο, τον χαιρέτησε και αυτή και έστριψε απότομα και κατευθύνθηκε προς έναν απόμερο κάδο και άρχισε να ξερνάει.
Το βράδυ εκείνο ο Φαέθων δε γύρισε. Μάταια τον περίμενε η Δανάη έχοντας φτιάξει ένα χρονοβόρο δείπνο. Τα παράτησε όλα ανέγγιχτα και πήγε για ύπνο με το στομάχι της δεμένο κόμπο. Το επόμενο απόγευμα, στη δουλειά, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό της, “Έπρεπε να γυρίσω επειγόντως στο Πόρτο. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σε ειδοποιήσω νωρίτερα. Αντίο, ως την επόμενη φορά. Να με θυμάσαι…” “Θα σε θυμάμαι. Αντίο, αυτή τη φορά όμως, για πάντα…”, του απάντησε συγκρατώντας τα δάκρυα της και ξανάπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.

Ένα βράδυ φόρεσε το φόρεμα της Εύης που της το ΄χε χαρίσει, όπως και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια και μπήκε νιώθοντας τρομερά νευρική στο μοντέρνο εστιατόριο. Ένα καναπεδάκι διέτρεχε τον κρεμ τοίχο πίσω από τα λιτά τραπέζια που από πάνω τους κρεμόταν μεγάλα, παράξενα φωτιστικά. Ο Μαρκ είχε καθίσει σ ΄ένα απόμερο τραπέζι στη γωνία και έδειχνε πολύ χαρούμενος που την είδε αν και τη χαιρέτησε συγκρατημένα. Όλο το βράδυ δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της, ενώ κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων. Τον ευγνωμονούσε για το γεγονός ότι τόσο καιρό δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στα γεγονότα του καλοκαιριού και ένιωθε πια ότι ήταν καιρός να προχωρήσουν παρακάτω. Σήμερα είχε έρθει αποφασισμένη, θα τον καλούσε στο σπίτι της. Παρόλα αυτά μη βρίσκοντας κουράγιο να το κάνει, συμφώνησε να συνεχίσουν με ποτό και πήγαν σε μια κοντινή παμπ. Ο χώρος ήταν ζεστός, με πορφυρό χρώμα στους τοίχους κι ένα τεράστιο καρυδένιο μπαρ με σκαλίσματα να καταλαμβάνει το κέντρο του. Κάθισαν σε δύο δερμάτινα σκαμπό, όταν είδε από την άλλη άκρη του μπαρ να τη χαιρετά η γυναικολόγος της. Η Δανάη της ανταπέδωσε το χαιρετισμό και τότε έντρομη την είδε να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος της. Ευτυχώς εκείνη την ώρα ο Μαρκ σηκώθηκε και αυτός για να πάει στην τουαλέτα περνώντας από δίπλα της. Η εντυπωσιακή πενηντάρα με τα ξανθά μαλλιά χτενισμένα στην τρίχα κι ένα κατακόκκινο κραγιόν τη χαιρέτησε με ιδιαίτερη θέρμη.
«Δανάη, χρυσή μου, τι κάνεις; Μπράβο όμως εξαιρετική επιλογή!», είπε γνέφοντας προς τα εκεί απ ΄όπου είχε πάει ο Μαρκ.
«Επιτέλους σε βλέπω με αυτόν το κούκλο! Το πάτε σοβαρά; Ελπίζω να παίρνετε προφυλάξεις!» Της είπε γέρνοντας στ ΄αυτί της και μετά έβαλε στα γέλια.
«Να έρθεις τουλάχιστον να κάνουμε τον ετήσιο έλεγχο καλή μου. Μην τον ξεχνάς η πρόληψη είναι σημαντική!». Η Δανάη συμφώνησε ζαλισμένη μόνο και μόνο για να την ξεφορτωθεί και τότε η γιατρός έβγαλε την ηλεκτρονική της ατζέντα από την τσάντα της «Κάτσε να το κλείσουμε από τώρα, γιατί σε ξέρω! Θα το αμελήσεις! Αν δεν σε παίρνε η Τζίνα κάθε φορά ξεχνούσες την ένεση σου. Ξέρεις η Τζίνα έφυγε εδώ και τρεις τέσσερις μήνες; Για πες Πέμπτη, στις έξι σε βολεύει;», είπε και την κοίταξε στα μάτια. Η Δανάη όμως είχε χλωμιάσει και κρατήθηκε να μη σωριαστεί, ενώ η ανάσα της είχε γίνει γρήγορη. Τρεις τέσσερις μήνες που δεν είχε κάνει την αντισυλληπτική ένεση!
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε πιάνοντας το καρπό της, ψηλαφώντας σφυγμό της που παλλόταν σα τρελός.
«Τρεις, με τέσσερις μήνες;» ψέλλισε η Δανάη και δάγκωσε το χείλι της. Εν τω μεταξύ Ο Μαρκ είχε πλησιάσει.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε κι εκείνος με τη σειρά του βλέποντας τη χλωμή. Η Δανάη του έγνεψε καταφατικά και έριξε ένα πλάγιο, προειδοποιητικό βλέμμα στη γιατρό της. Εκείνη της χαμογέλασε καθησυχαστικά και συστήθηκε χειρονομώντας ζωηρά ως φίλη της, ύστερα τους αποχαιρέτησε μάλλον απότομα. Την είδε να απομακρύνεται με το κομψό κολλητό φόρεμα της περπατώντας προκλητικά και τ ΄αυτιά της βούιζαν Ο Μαρκ της μιλούσε αλλά δεν άκουγε λέξη. Τινάχτηκε πάνω μουρμούρισε κάτι για την τουαλέτα και όρμησε προς τα εκεί. Έριξε νερό στο πρόσωπο της και προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της.
«Βλακείες!» φώναξε δυνατά κοιτώντας τις σταγόνες που κύλαγαν στο πρόσωπό απέναντι της, η μάσκαρα είχε τρέξει και έμοιαζε σα κλόουν. Μια κοπέλα βγήκε από την τουαλέτα και της χαμογέλασε αχνά. Η Δανάη τράβηξε το κινητό της από την τσάντα της, δεν υπήρχε περίπτωση ν ‘αντέξει μέχρι την επόμενη Πέμπτη χωρίς να ξέρει. Η φωνή της γιατρού ακούστηκε σιγανή και επιφυλακτική.
«Εντάξει, αγαπητή μου, ηρέμησε, καταλαβαίνω. Αύριο θα κατέβω στο ιατρείο, γιατί θα έρθει ο τεχνικός, έλα να σε εξετάσω, μέχρι τότε ηρέμησε και προσπάθησε ν ‘απολαύσεις τη βραδιά σου, καληνύχτα».
«Να απολαύσω τη βραδιά μου!» κάγχασε η Δανάη και άρχισε να καθαρίζετε νευρικά γδέρνοντας σχεδόν το πρόσωπο της με το σκληρό χαρτί για τα χέρια, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να ηρεμήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε. Ο Μαρκ την περίμενε ανήσυχος, εκείνη όμως του χαμογέλασε γλυκά και κάθισε, το ποτό της δεν το ξανάγγιξε και μόλις ο Μαρκ τελείωσε το δικό του, του είπε ότι ένιωθε κουρασμένη και ήθελε να φύγει. Δεν έφερε αντιρρήσεις, ως συνήθως και τη συνόδευσε ως το σπίτι της, όπου τον αποχαιρέτησε με μια ζεστή αγκαλιά. Κλεμμένη ζεστασιά, σκέφτηκε η Δανάη ανεβαίνοντας βιαστικά τα σκαλάκια ως την πόρτα της.
Στο σπίτι ετοιμάστηκε μηχανικά λες και το μυαλό της απεργούσε, αρνιόταν πεισματικά να κωδικοποιήσει οποιαδήποτε πληροφορία, να συσχετίσει, να οραματιστεί να συλλογιστεί, να αισθανθεί. Ξάπλωσε κοιτώντας το ταβάνι και όταν μπήκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μέσα γύρισε στο πλάι και κοιτούσε τους δείκτες του ρολογιού καθώς οι σκιές που είχαν εισβάλει στο δωμάτιο της με το πρώτο φως κινούνταν απειλητικές γύρω της. Δύο ώρες πριν το ραντεβού είχε ντυθεί και στηθεί στη στάση απέναντι από το ιατρείο κοιτώντας σαν υπνωτισμένη τη μεγάλη μπλε πόρτα. Κόσμος ερχόταν και έφευγε, γέροι, νέοι, καλοντυμένοι και κακοντυμένοι, μανάδες με μωρά, καριερίστες, ερωτευμένοι, όλοι φαντάσματα που την περιτριγύριζαν. Είδε τη γιατρό να στρίβει από τη γωνία και να μπαίνει και ξεχύθηκε πίσω της. Εκείνη την κοίταξε έκπληκτη και έπειτα κούνησε το κεφάλι της.
«Κάθισε, μέχρι να ετοιμαστώ» της είπε γλυκά και την άφησε στην αίθουσα αναμονής. Δεν ξέρει πόση ώρα πέρασε, όμως απροσδόκητα όλα έμοιαζαν ξεκάθαρα σ ‘εκείνον τον αποστειρωμένο χώρο με τις φωτογραφίες μωρών που άλλες φορές έβρισκε κακόγουστες, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε και τι έπρεπε να κάνει και όταν είδε τη μικρή κουκίδα στην οθόνη σιγουρεύτηκε. Η γιατρός την κοίταξε ερευνητικά κι έπειτα ένα συνωμοτικό χαμόγελο κύρτωσε τα χείλη της.
«Πάμε, θα σου πω τι ραντεβού πρέπει να κλείσεις και τι εξετάσεις πρέπει να κάνεις!». Όταν η Δανάη βγήκε από τη μεγάλη μπλε πόρτα ένιωθε απίστευτη χαρά και βεβαιότητα. Επέστρεψε στο σπίτι της, αφού έκανε μια στάση για να ψωνίσει, τώρα έπρεπε να τρώει υγιεινά και συχνά. Τακτοποίησε τα πάντα στα ράφια και μετά κάθισε στο μικρό γκρι καναπέ της. Το βλέμμα της έπεσε σ΄ένα λεκέ στην αριστερή γωνία. Τον είχε κάνει ο Φαέθων καθώς… Έπρεπε να του το πει; αναρωτήθηκε. Δεν είχε σημασία, εκείνη θα ΄χε ένα κομμάτι του για πάντα. Θα ΄ταν πάλι ολόκληρη. Έμεινε ώρες εκεί με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο μπράτσο του καναπέ, κοιτώντας το λεκέ και με τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: