Αγαπητές μου Έμιλυ και Ορέλια,

Αγαπητοί μου Μαξ, Θίοντορ, Τζόνας, Μαρτίν,

 

Αν διαβάζετε αυτό το γράμμα, τότε εγώ είμαι νεκρός. Πέθανα κατά την αποστολή που είχα, μαζί με τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους. Πέθανα στο Μπραν. Πολέμησα τέρατα. Βρικόλακες. Το ξέρω ότι υπάρχουν. Αναγκάστηκα να σκοτώσω μία εξ αυτών, την ηλικιωμένη σύζυγο του πρώην ιερέα του Μπραν (και νυν προδότη, καθώς οι βρικόλακες τον χρησιμοποίησαν σαν κατάσκοπο εναντίον μας), την Ντανιέλα Οσμοκέσκου. Δεν μου ήταν δύσκολο στην αρχή, αλλά έγινε όταν εκείνη, για πολύ λίγο, μεταμορφώθηκε ξανά σε άνθρωπο, σε αυτή που ήταν, σε αυτή που έπρεπε να είναι.

  Ξέρω ότι στους περισσότερους από εσάς έδωσα μια συγκεκριμένη υπόσχεση, ότι θα επιστρέψω ζωντανός. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Δεν γνωρίζω το πώς, όμως τελικά δεν τα κατάφερα. Λυπάμαι. Μόνο αυτό μπορώ να σας πω. Λυπάμαι πολύ. Ελπίζω να με συγχωρήσετε. Αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, χριστιανική μετά θάνατον ζωή και όχι αυτή η κατάρα των βρικολάκων, τότε θα ξέρω ότι με συγχωρείτε και αυτό το χρειάζομαι.

  Λυπάμαι. Λυπάμαι πάρα πολύ που παρενέβην την υπόσχεση που σας έδωσα. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα.

  Έμιλυ, αγαπημένη μου σύζυγε, ήσουν πάντα δίπλα μου. Με στήριζες. Μου χάρισες μια υπέροχη κόρη. Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να γράψω, για να σε ευχαριστήσω για τα υπέροχα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Ό,τι δυσκολίες και να περνούσα, ήξερα ότι τελικά θα επιστρέψω στο σπίτι και θα είσαι εκεί, για εμένα, και θα με βοηθήσεις να αγαλλιάσω. Ακόμα και όταν μου διάβαζες τις φοβερές ιστορίες που τόσο σου αρέσουν και εμένα πάντα μου προκαλούσαν τρόμο, πάντα μέσα μου ένιωθα καλά, γιατί ήμαστε μαζί. Σε αγαπώ, Έμιλυ. Ποτέ δεν σταμάτησα να σε αγαπώ.

  Μονάκριβή μου Ορέλια, είσαι δυνατό παιδί, κι ως προς αυτό μην αμφιβάλλεις. Όλοι έχουμε αδυναμίες. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις στην ζωή σου. Εγώ σε αγαπούσα και σε αγαπώ. Ποτέ δεν απογοητεύτηκα από εσένα και ποτέ δεν σταμάτησα να ελπίζω ότι θα γίνεις μια δυνατή γυναίκα. Θα τα καταφέρεις, Ορέλια. Μεγάλωσες με μια μητέρα που σου διαβάζει ωραίες ιστορίες και με έναν πατέρα που ήθελε το καλό της οικογένειάς του και της χώρας του. Μέσα σου, έχεις φαντασία και δυναμισμό. Μπορεί να μην το ξέρεις ακόμα, αλλά τελικά θα δεις ότι έτσι είναι.

  Μαξ, τελικά ήρθες. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα το έκανες, αλλά ήρθες. Σε ευχαριστώ για αυτό, σε ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανες να πραγματοποιήσεις αυτό το τεράστιο ταξίδι και να έρθεις στο πλάι μου, για να παλέψουμε μαζί. Πολεμήσαμε μαζί, Μαξ. Συνέβη. Μπορεί εγώ να μην τα κατάφερα, μα ελπίζω εσύ να ζεις και να ευημερήσεις. Ελπίζω να παραμείνεις στην ζωή της Έμιλυ και της Ορέλια. Θα μου άρεσε πολύ αυτό, αγαπημένε μου αδερφέ.

  Θίοντορ και Τζόνας, θα μου λείψετε πολύ, και εσείς και οι οικογένειές σας. Αντέξαμε πολλά στη δουλειά μας. Συναντήσαμε ένα σωρό ανθρώπους που είναι επικίνδυνοι. Κάποιους τους πιάσαμε, άλλοι είναι ακόμα εκεί έξω. Τους ξέρετε. Και ξέρετε τι πρέπει να κάνετε. Τι θα έκανα κι εγώ, αν ήμουν μαζί σας. Και θα είμαι. Κατά κάποιον τρόπο, πάντα θα είμαι μαζί σας. Ήσαστε κι εσείς δίπλα μου και σας ευχαριστώ για όλα.

  Μαρτίν, αν τελικά μάθεις για το Μπραν και για εμένα, είμαι σίγουρος ότι θα καταφέρεις ό,τι απέτυχα εγώ να κάνω. Έχεις τη φαντασία που λείπει σε εμένα και τον διπλάσιο δυναμισμό από αυτόν που έχω εγώ. Οι βρικόλακες και όποιοι άλλοι δαίμονες βρεθούν στο δρόμο σου, θα πάψουν να υπάρχουν. Ναι, πλέον ξέρω ότι είχες δίκιο σε όλα όσα μου είπες. Κι εγώ φέρθηκα ανόητα, γιατί δεν σε άκουσα. Αλλά εσύ θα κάνεις αυτό για το οποίο μου υποσχέθηκες κάποτε. «Αλίμονο σε αυτά τα επικίνδυνα πράγματα», έτσι μου είχες υποσχεθεί. Μπορείς και θα το κάνεις, δεν αμφιβάλλω καθόλου για αυτό. Θα μου λείψεις, αγαπητέ μου φίλε.

  Όμως, είναι ώρα να σταματήσω, γιατί θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλές σελίδες ακόμα. Αλλά οι στρατιώτες με χρειάζονται. Κάτι θα συμβεί. Θα έρθουν για εμάς. Το ξέρω. Το νιώθω. Μα ορκίζομαι ότι, άμα είναι να πέσω, θα πέσω μαχόμενος. Δεν είμαι δειλός. Μπορεί να απέτυχα να σταματήσω το Κακό και να πέθαναν τόσοι άνθρωποι, αλλά θα μείνω και θα παλέψω.

  Αυτό σας το υπόσχομαι.

  Και, εφόσον διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ξέρετε ότι το έκανα.

  Αντίο, καλοί μου. Σας εύχομαι κάθε ευτυχία.

 

 

Ειλικρινά δικός σας,

Ταγματάρχης Φάμπιαν Άσπελ

Μπραν, 5 Μαρτίου 1897

6 Μαρτίου 1897 μ.Χ.

Μπρασώφ

Σύμφωνα με το ρολόι του αντισυνταγματάρχη Πωλ Κέρσεν, η ώρα ήταν μία παρά είκοσι. Έκανε κρύο, ως συνήθως, ενώ ο ουρανός ήταν σκοτεινός και οι κολόνες με τα φανάρια προσέφεραν ικανοποιητικό φως στους λίγους διαβάτες και στις άμαξες, μα και στους στρατιωτικούς. Το όμορφο πάρκο του Τσέντρουλ Τσιβίκ φωτιζόταν αρκετά ικανοποιητικά, ώστε να μπορεί κανείς να το διασχίσει με ασφάλεια. Βέβαια, ο Κέρσεν είχε σκεφτεί κάποια στιγμή πως, αν εισέβαλλε ποτέ κάποιος εχθρικός στρατός στο Μπρασώφ, τότε τα δέντρα, τα λουλούδια και το χορτάρι, που ήταν πυκνά τόπους-τόπους, θα μπορούσαν να παρέχουν κάλυψη στους άντρες, ώστε να πολιορκήσουν το κτίριο της πολιτοφυλακής με καλές πιθανότητες επιτυχίας.

Θεός φυλάξοι!

Έξω από το κτίριο και τον περιβάλλοντα χώρο της πολιτοφυλακής, ο Κέρσεν κοιτούσε τώρα τον ανθυπασπιστή που θα διοικούσε τους είκοσι πέντε έφιππους στρατιώτες και ένα από τα κανόνια του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού που είχαν συγκεντρωθεί, για να σταλούν στο Μπραν, σε περίπτωση που δεν λάβαιναν κάποια νεώτερη ενημέρωση. Μία ώρα πριν, είχε δώσει εντολή στον λοχαγό Όρσος Ματέ να φύγει για το στρατόπεδό τους και να μαζέψει έναν ουλαμό αντρών. Ο Κέρσεν είχε πει στον Ματέ να διαλέξει από τους παραμένοντες, από αυτούς που δεν είχαν υπηρεσία, αλλά που έμεναν εντός της μονάδας –κυρίως, γιατί ήταν μακριά από το σπίτι τους. «Θα είναι πιο ξεκούραστοι» δικαιολόγησε τη διαταγή του, αν και δεν χρειαζόταν. Αν δεν έφταναν τουλάχιστον τους είκοσι, τότε ο Ματέ, μαζί με τον ανθυπασπιστή που θα διοικούσε τον ουλαμό, θα έπρεπε να βρουν όσους η υπηρεσία τους είχε μόλις ξεκινήσει και να ξυπνήσουν μερικούς άλλους, για να τους αντικαταστήσουν. Ωστόσο, δε χρειάστηκε κάτι τέτοιο: ήταν πολλοί αυτοί που δεν έφευγαν σχεδόν καθόλου από το στρατόπεδο, πέραν από όταν τους δίνονταν κάποιες ολιγόωρες άδειες και μπορούσαν να πάνε στο Μπρασώφ, για να διασκεδάσουν και να επιστρέψουν αργότερα. Όσον αφορά το κανόνι, θα έστελναν ένα από τα πιο σύγχρονα, ένα βαρύ οβιδοβόλο πεδίου του 1894. Εκτός αν ο Φάμπιαν ζητούσε περισσότερα.

Ο Φάμπιαν είχε πει στον Κέρσεν ότι η διαταγή περί συνδρομής στρατιωτικής βοήθειας από το Δέκατο Πέμπτο σε περίπτωση ανάγκης δεν είχε αλλάξει, από τότε που ήρθε στο Μπρασώφ το τηλεγράφημα για το απόσπασμα της Βουδαπέστης που θα έφτανε στην Τρανσυλβανία. Έπρεπε να συνδράμουν με όχι λιγότερους από είκοσι στρατιώτες. Θα στείλεις τουλάχιστον είκοσι άνδρες. Όχι λιγότερους. Ίσως περισσότερους, αλλά για κανένα λόγο πιο λίγους. Αυτό δεν αλλάζει, έτσι του είχε πει ο Φάμπιαν, το βράδυ που έφτασε το απόσπασμα. Λίγες ώρες πριν την επόμενη συνάντησή τους. Και τις δύο φορές που είχαν συγκεντρωθεί στο γραφείο του Ζαλάν ο Φάμπιαν και ο Κέρσεν είχαν τσακωθεί –την πρώτη, μάλιστα, ο ταγματάρχης είχε σχεδόν συλλάβει τον δεύτερο. Παραλίγο, και τη δεύτερη φορά, όπου τότε είχε και τον Ζαλάν στο στόχαστρό του. Εν τέλει, απέφυγαν τα χειρότερα και χώρισαν σαν συνεργάτες και όχι σαν εχθροί, κι αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ο Κέρσεν είχε σκοπό να πραγματοποιήσει τη διαταγή και να στείλει τον ουλαμό προτού περάσει κατά πολύ το διάστημα των έξι ωρών. Με το που θα κοιτούσε το ρολόι του και η ώρα πήγαινε μία τα ξημερώματα και δεν εμφανιζόταν κανένας ορειβάτης τυφεκιοφόρος ή ο πολιτοφύλακας που συνόδευε το απόσπασμα, για να πει ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, ή κάτι αντίστοιχο, τότε ο Κέρσεν θα έλεγε στον ανθυπασπιστή του να ξεκινήσουν. Θα μπορούσε να καθυστερήσει κι άλλο και θα δικαιολογούνταν αργότερα, όμως δεν θα το έκανε. Ο Φάμπιαν δεν ήταν κακός τύπος, αλλά ένας γνήσιος Αυστριακός πατριώτης. Οποιαδήποτε διαφωνία έχουμε την παραμερίζουμε. Πρέπει να είμαστε μαζί σε αυτή την υπόθεση. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία μας κινδυνεύει και εμείς οφείλουμε να την υπερασπιστούμε. Με οποιοδήποτε κόστος, τους είχε πει. Ο Κέρσεν, όπως και ο Ζαλάν, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα των όσων ειπώθηκαν αρχικά και όσων θα γίνονταν μετά την επίλυση της υπόθεσης του Μπραν, ο Φάμπιαν Άσπελ δεν ήταν εχθρός τους.

Και αυτοί που είναι εχθροί μας θα μετανιώσουν την ώρα και την στιγμή που τα έβαλαν μαζί μας, σκεφτόταν ο Κέρσεν, καθώς το κρύο της Τρανσυλβανίας πάλευε να λυγίσει την θέληση του ιδίου και των λοιπών αντρών, χωρίς όμως να τα καταφέρνει, καθότι όλοι ήταν έτοιμοι για μάχη. Κι όχι μόνο επειδή τους το είχαν επιβάλλει, αλλά γιατί πάνω απ’ όλα ήθελαν να πολεμήσουν για να ελευθερώσουν την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Ο εχθρός είχε έρθει κοντά τους, μέσα στα εδάφη τους. Και να μην ήταν όλοι τους Ούγγροι ή Τρανσυλβανοί, αυτό δεν άλλαζε ότι ήταν φρουροί και της περιοχής που απειλούνταν και οι κάτοικοι και πολιτοφύλακες της οποίας ήδη είχαν απειληθεί –και σκοτωθεί ή εξαφανιστεί. Οι εν λόγω στρατιώτες θα ήταν αυτοί που θα σταματούσαν την επέλασή του, μαζί με όποιους άλλους συναδέλφους τους θα στέλνονταν στο Μπραν, και φυσικά μαζί με το απόσπασμα που είχε πάει εκεί πριν από μερικές ώρες.

«Αντισυνταγματάρχη, νομίζω πως δε χρειάζεται να καθυστερείς άλλο».

Ο Κέρσεν στράφηκε προς τα αριστερά του. Δεν είχε αντιληφθεί τον Ζαλάν που βγήκε από το κτίριο και στάθηκε δίπλα του. Ολόκληρος αντιστράτηγος και βρίσκεται επί ποδός τέτοια ώρα, συλλογίστηκε. Ό,τι γνώμη και να είχε για τον αντιστράτηγο, όφειλε να του αναγνωρίσει πως δεν εγκατέλειπε την υπηρεσία του, αν και θα το μπορούσε, αφήνοντας κάποιον άλλο να μείνει στο πόστο του –πιθανώς, αυτόν τον χοντρό γραφειοκράτη, τον Μίκλος.

«Δεν θα έρθει κανείς» συνέχισε ο Ζαλάν, καθώς άναβε ένα τσιγάρο. Μάζεψε τον καπνό στα πνευμόνια του, τον άφησε να κυκλοφορήσει μέσα τους και μετά τον εξέπνευσε. Έβηξε, νιώθοντας την αναπνοή του να κόβεται για μια δυο στιγμές. Φανταζόταν ότι κάπως έτσι θα ένιωθαν πολλοί ετοιμοθάνατοι. Ίσως αυτοί που τους έπνιγαν. Βέβαια, αυτοί θα πάλευαν να ανασάνουν, σε αντίθεση με αυτόν που απλά ενοχλήθηκε.

Εδώ και λίγη ώρα, από τότε που ο Κέρσεν βγήκε για να συναντήσει τους άντρες του και να τους ανακοινώσει τις εντολές τους, ο Ζαλάν είχε αρχίσει να πιστεύει πως τελικά έκανε λάθος για άλλη μια φορά. Ήταν περισσότερο μια αίσθηση, που βασιζόταν σε παλαιότερη γνώση, παρά οτιδήποτε άλλο. Το είχε σκεφτεί και νωρίτερα, όταν ο Ίλις αποχώρισε από το γραφείο. Έπρεπε να είχαν στείλει άντρες πολύ πριν περάσουν οι έξι ώρες. Με το που είδαν τον δεκανέα, ο οποίος τους ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα για τα ευρήματα του αποσπάσματος, ο Ζαλάν έπρεπε να καταλάβει ότι τα πράγματα ήταν άσχημα και να πει στον Κέρσεν να στείλει τους άντρες του. Ο ίδιος ο αντιστράτηγος είχε κάνει ήδη μια φορά το λάθος να μην αντιδράσει έγκαιρα: τότε που τα αδέρφια Βλαντιμιρέσκου τον είχαν θερμοπαρακαλέσει να κάνει κάτι. Κινδυνεύουν, είχε πει η Στεφανία Βλαντιμιρέσκου. Όλοι τους. Κύριε αντιστράτηγε, σας εκλιπαρώ, στείλτε μερικούς από τους άντρες σας. Σας εκλιπαρώ. Θα τους επιτεθούν. Δεν ξέρουμε πότε, αλλά θα το κάνουν. Το έχουν ξανακάνει και χάθηκαν άνθρωποι από το Μπραν. Αυτά είχε πει. Και πόσο δίκιο είχε…

Ο Ζαλάν δεν θα το έλεγε στον Κέρσεν, αλλά πλέον ήταν σίγουρος ότι τα πράγματα στο Μπραν και πάλι θα είχαν πάει κατά διαβόλου. Αν ο ταγματάρχης Άσπελ και οι υπόλοιποι του αποσπάσματος είχαν βρει κάτι ή κάποιον, θα είχαν ήδη ενημερώσει. Όπως έκαναν αφού βρήκαν τις άμαξες και το κοριτσάκι των τσιγγάνων. Αλλά έκτοτε δεν είχαν στείλει κανέναν. Μόνο δυσοίωνο θα μπορούσε να είναι αυτό. Έτσι αποδείκνυε η εμπειρία που είχαν αποκτήσει με την υπόθεση του Μπραν.

Ο Κέρσεν είδε πως πίσω από τον Ζαλάν υπήρχαν δέκα έφιπποι άντρες του. «Αυτοί πού θα πάνε;» ρώτησε.

«Να μαζέψουν ό,τι απέμεινε από τους τσιγγάνους».

«Τώρα; Νόμιζα ότι είπες πως δεν υπάρχει λόγος βιασύνης».

«Όντως, το είπα. Αλλά άλλαξα γνώμη. Οι δικοί μου θα συνοδεύσουν τους στρατιώτες σου μέχρι το σημείο που ανέφερε ο ταγματάρχης στο γράμμα του. Μετά, θα γυρίσουν πίσω». Αναστέναξε. «Άντε, πες στους δικούς σου να φύγουν, αντισυνταγματάρχη. Τώρα». Μήπως και προλάβουν να σώσουν κάποιον, σκέφτηκε.

Και ο Κέρσεν αυτό έκανε. Έδωσε εντολή να φύγουν. Πριν το ρολόι του δείξει μία τα ξημερώματα.

Το ίδιο έκανε και ο Ζαλάν.

*

Μπραν

Ο πιστολέρο και ο Σέκερες ήταν έτοιμοι να μπουν στο σπίτι, όταν ο πρώτος, γυρνώντας το κεφάλι του αριστερά, βρήκε το υπηρεσιακό πιστόλι και το σπαθί του Φάμπιαν, πεταμένα έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Πλησίασε, γονάτισε, με το πανωφόρι του να σέρνεται στο χιονισμένο και ματωμένο έδαφος, τα πήρε στα χέρια του και τότε, καθώς οι γροθιές του τυλίγονταν γύρω από την παγωμένη λαβή του κάθε όπλου, δημιουργώντας του μια άσχημη διαίσθηση, ο Κάρτερ ήρθε μπροστά. Έγινε ξανά θνητός, με το πνεύμα του θρυλικού πιστολέρο να αφήνει -προς το παρόν- το σώμα του.

Αν με χρειαστείς, είπε στον Κάρτερ πριν φύγει, επικαλέσου με και θα έρθω να σε βοηθήσω.

Ο Αμερικάνος δεν απάντησε. Γιατί ένιωθε ένα κενό μέσα του. Ανησυχούσε πολύ για την μοίρα του αδερφού του. Το ότι είχε βρει τα όπλα του πεταμένα, ξεχασμένα, σχεδόν του προκαλούσε πονοκέφαλο. Θυμήθηκε που, ενώ το σώμα του είχε κυριαρχηθεί από τον θρυλικό πιστολέρο και είχε απέναντί του δεκάδες βρικόλακες, είχε ακούσει το παράθυρο που έσπασε και έπειτα τον Φάμπιαν που τον πλησίασε και μίλησαν. Ο αδερφός του κάτι είχε καταλάβει για το ποιος ήταν αυτός που μιλούσε μέσω του Κάρτερ, αλλά, πριν προλάβουν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση, χώρισαν, με τον πιστολέρο να επιτίθεται στους βρικόλακες και τον Φάμπιαν να υπόσχεται ότι θα πάει στον πρώτο όροφο, για να βοηθήσει τους εκεί στρατιώτες. Ο Κάρτερ θυμήθηκε ότι ο Φάμπιαν, καθώς του έλεγε ποιος θα πάει πού, γέμιζε την καραμπίνα και τα δύο πιστόλια ΛεΜατ. Το οποίο σήμαινε ότι είχε παρατήσει τα άλλα όπλα του, τα υπηρεσιακά -δεν είχε χρόνο για αυτά.

Και τώρα; Πού είναι; Στον πρώτο όροφο;

Ο πιστολέρο είχε σκεφτεί να φωνάξει το όνομα του αδερφού του, αλλά μια μικρή σουβλιά ανησυχίας τρυπούσε την καρδιά του. Ένας φόβος πιο ισχυρός και από αυτόν που είχε αισθανθεί όταν συγκεντρώνονταν απέναντί του οι βρικόλακες. Ήταν η πιθανότητα να μην πάρει απάντηση στο κάλεσμά του. Να φωνάζει και να μην γίνεται τίποτα. Να μην εμφανιστεί ποτέ ο Φάμπιαν στο μπαλκόνι ή στο ισόγειο και να πει, Ναι, εδώ είμαι, Μαξ. Είμαι καλά. Εσύ;

Ήταν η πιθανότητα να αποδειχθεί ότι αθέτησε την υπόσχεσή του (να προστατέψει τον Φάμπιαν και να εξασφαλίσει ότι αυτός θα γυρίσει στη Βουδαπέστη ζωντανός) που τον τρομοκρατούσε.

«Κύριε;» ρώτησε ο δεκανέας, ο οποίος δεν είχε κρεμάσει το όπλο του, παρά το είχε γεμίσει με σφαίρες και έριχνε ανήσυχες ματιές τριγύρω, στο ανοιχτό σπίτι των Τσομπάνου και στον ερεβώδη κεντρικό δρόμο του Μπραν, ενός χωριού που είχε μετατραπεί σε Κόλαση επί της Γης. Απέφευγε, ωστόσο, να κοιτάζει κάτω, στα πόδια του. Δεν μπορούσε να βλέπει τον νεκρό ορειβάτη τυφεκιοφόρο που το ακίνητο σώμα του έφραζε την είσοδο/έξοδο. Όπως και σε άλλα πτώματα στρατιωτικών, που κείτονταν στον δρόμο, είχε δει και σε αυτό την ανοιχτή πληγή στον λαιμό και το κόκκινο αίμα που είχε νοτίσει το δέρμα του σαγονιού και το πανωφόρι. Του Σέκερες του προκαλούσε ναυτία αυτό το θέαμα, το στομάχι του ανακατευόταν, γιατί οι περισσότεροι νεκροί ήταν άντρες πιο νέοι από τον ίδιο, κάποιοι δεν πρέπει καν να είχαν ολοκληρώσει τα είκοσι τους χρόνια. Όλοι, ή έστω οι περισσότεροι, σίγουρα είχαν δικούς τους ανθρώπους και οι οποίοι τους περίμεναν να γυρίσουν. Και τώρα… ξανά… όπως και με τους πολιτοφύλακες…

Χριστέ μου, αναρωτιόταν ο Σέκερες. Γιατί; Γιατί έπρεπε να έρθουν έτσι τα πράγματα;

Σκέφτηκε την γυναίκα του. Σκέφτηκε τα έξι παιδιά του. Δεν τους είχε αποχαιρετίσει, όχι σαν να έφευγε για δεύτερη φορά για το Μπραν δηλαδή. Είχε φιλήσει τα παιδιά στο μάγουλο και την σύζυγό του στο στόμα, αλλά όπως έκανε κάθε μέρα, με την υπόσχεση πως μετά τη βάρδιά του θα επέστρεφε κοντά τους. Πόσο ανόητος είχε φανεί… Θα μπορούσε να είχε πεθάνει και ο ίδιος.

«Έρχομαι» φώναξε ο Κάρτερ και αναστέναξε, κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια του. Έπειτα, από συνήθεια, έλεγξε αν το πιστόλι Γκάσερ είχε σφαίρες -δεν είχε- και το έβαλε στην τσέπη του. Ύστερα, είδε ότι η λεπίδα του σπαθιού ήταν λερωμένη από αίματα. Την καθάρισε στο χιόνι. Αμφότερα τα όπλα, θα τα επέστρεφε στον αδερφό του. Αν τον βρω, σκέφτηκε δυσοίωνα.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή, αφήνοντας τον κρύο αέρα της Τρανσυλβανίας να παγώσει και να ζωηρέψει τα πνευμόνια του, και σηκώθηκε. Έκανε μεταβολή και, κρατώντας το σπαθί με την λεπίδα προς το έδαφος, πλησίασε τον Σέκερες. Είδε πως ο δεκανέας είχε χλομιάσει. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά.

Ο Σέκερες τον κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν νομίζω, κύριε» απάντησε. «Εγώ… σκέφτομαι». Ο Σέκερες προσπαθούσε να σκεφτεί τι να πει στα αγγλικά στον Κάρτερ. Χωρίς να κοιτάζει, έδειξε τον νεκρό ορειβάτη τυφεκιοφόρο που είχε πεθάνει στην πόρτα του σπιτιού. «Σκέφτομαι ότι ήμουν νεκρός. Σκέφτομαι δικούς του ανθρώπους. Και δικούς μου».

Ο Κάρτερ ένευσε. Άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε τον αριστερό ώμο του Σέκερες. «Καταλαβαίνω. Αλλά ζεις. Όπως ζω και εγώ. Και πρέπει να συνεχίσουμε. Πρέπει να δούμε αν ζουν και άλλοι. Ναι;»

Ο Σέκερες άνοιξε τα μάτια του. Ο πιο ψηλός, αλλά και πιο λεπτός, άντρας που είχε εμπρός του τον κοιτούσε καλοσυνάτα. Αν και δεν ήξερε κατ’ ουσίαν τίποτα για αυτόν, πέραν από το ότι λεγόταν Μαξ Κάρτερ, ήταν Αμερικάνος πιστολέρο και ήταν αδερφός του ταγματάρχη -το είχε μάθει από έναν από τους δύο στρατιώτες που φυλούσαν τα άλογα, όσο οι υπόλοιποι ερευνούσαν το Μπραν, και από τον λοχαγό, αλλά θα το καταλάβαινε και ο ίδιος πως αυτοί οι δύο είναι συγγενείς, γιατί μοιάζανε πολύ εμφανισιακά-, ωστόσο τον έκανε να νιώθει ασφαλής. Έβγαζε ένα δυναμισμό και μια ειλικρίνεια που ενέπνεε σιγουριά στον δεκανέα. Δεν τον είχε δει εν δράσει κατά τη διάρκεια της μάχης, αλλά αφενός είχε δει πόσο γρήγορα πυροβόλησε εκείνη την γυναίκα στον ναό και αφετέρου, αν έκρινε από το ότι είχε επιζήσει και δεν είχε τραυματιστεί, τότε κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτός ο Μαξ Κάρτερ πρέπει να ήταν καλός πιστολέρο. Σίγουρα, είχε βοηθήσει πολύ το απόσπασμα. Αποκλείεται να μην είχε συμμετάσχει στην μάχη. Δεν ήταν δειλός. Και μόνο να τον κοιτούσε κάποιος, θα το καταλάβαινε αυτό. Επίσης, αν ίσχυε κάτι που είχε πει ο λοχαγός, ότι ο Μαξ Κάρτερ είχε έρθει από την Αμερική μόνο και μόνο για να γνωρίσει τον αδερφό του -γιατί δεν είχαν ιδωθεί ποτέ πριν-, και, παρά το ότι ο ταγματάρχης ήταν σε στρατιωτική αποστολή ο Αμερικάνος δέχτηκε να έρθει κοντά του… Ε, αυτό κι αν αποδείκνυε ότι είναι δυναμικός άνθρωπος.

Ο Σέκερες χαιρόταν πολύ που δεν είχε απομείνει μοναχός του, και ακόμα περισσότερο που είχε για υποστήριξη αυτόν τον Αμερικάνο –ακόμα και αν δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν τόσο καλά όσο θα ήθελαν.

Οπότε το πάλεψε, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει και να πει «Ναι, κύριε».

«Ωραία. Πάμε» του είπε.

Αλλά ο Σέκερες τον σταμάτησε. «Κύριε, μήπως πρέπει να έχετε το όπλο σας… εμ… Ξέρετε;…» Έδειξε το Μάνλιντσερ που κρατούσε.

«Όχι, δε χρειάζεται. Όπως σου είπα, έφυγαν. Και μπορείς να με λες Κάρτερ».

«Εντάξει, Κάρτερ. Εγώ είμαι ο Σέκερες» είπε ο δεκανέας και αντάλλαξαν χειραψία.

Έπειτα, ο Κάρτερ πέρασε ξανά το κατώφλι του σπιτιού, προσέχοντας να μην πατήσει πάνω στο πτώμα του ορειβάτη τυφεκιοφόρου –τον ίδιο σεβασμό επέδειξε και ο Σέκερες.

Στην κουζίνα, δεν υπήρχε κάτι που να τράβηξε την προσοχή τους. Μόνο τα σπασμένα κομμάτια ξύλου και το σκισμένο ύφασμα που κάλυπταν το παράθυρο. Και λίγα αίματα: στην γωνία που είχαν σωριάσει τον Οσμοκέσκου και κοντά στο παράθυρο. Η ποσότητα στη δεύτερη περίπτωση ήταν πολύ λιγότερη, δυο τρεις κόκκινες σταγόνες, αλλά ο Κάρτερ ήξερε ότι αυτό το αίμα ήταν του Φάμπιαν. Είσαι καλά; τον είχε ρωτήσει, γιατί άκουσε το σαματά από την πτώση του αδερφού του, και ο Φάμπιαν είχε απαντήσει Ναι, γενικά ναι. Και μετά, χώρισαν, για άλλη μια φορά, για να αντιμετωπίσουν τα τέρατα και να βοηθήσουν όσους ανθρώπους μπορούσαν.

Ο παπάς; αναρωτήθηκε ο Κάρτερ, κοιτώντας πάλι την άδεια γωνία της κουζίνας. Γιατί δεν είναι εδώ; Βρήκε ευκαιρία και έφυγε; Ο Κάρτερ θυμόταν που, όταν άδειασαν τα εξάσφαιρά του και οπισθοχώρησε για να τα γεμίσει, είχε ακούσει τι φώναξε ο παπάς (Αφέντρα μου, μπείτε ελεύθερα) και έπειτα ο Φάμπιαν τον πυροβόλησε. Ο Κάρτερ είχε δει τη σκηνή από την πόρτα. Έπειτα, δεν ασχολήθηκε ξανά με τον Οσμοκέσκου, καθότι είχε πιστέψει ότι πέθανε. Να έγινε σκόνη; Αμφέβαλλε ως προς αυτό. Δεν είχε τα χαρακτηριστικά των βρικολάκων (αρρωστημένο, χλομό δέρμα, σκοτεινά μάτια, υπερφυσική δύναμη). Κάτι άλλο είχε συμβεί εδώ. Δεν ήξερε τι, όμως θα το μάθαινε.

Ο Κάρτερ κοίταξε πάλι το αίμα που λογικά ήταν του Φάμπιαν, αλλά πήρε γρήγορα τα μάτια του από το δεύτερο σημάδι που είχε παρατήσει ο αδερφός του -το πρώτο ήταν τα υπηρεσιακά του όπλα- γύρισε προς την ανοιχτή πόρτα που χώριζε την κουζίνα από το σαλόνι.

Συνέχισαν.

Ο Σέκερες είδε τα πτώματα των ορειβατών τυφεκιοφόρων που κείτονταν στο σαλόνι και απέστρεψε το βλέμμα του, ακολουθώντας τον Κάρτερ, ο οποίος δεν κοίταξε παρά μια στιγμή όλη κι όλη τον χώρο. Ο Σέκερες υπέθεσε ότι ο πιστολέρο είχε βρεθεί ξανά εδώ, ίσως και να είχε πολεμήσει μαζί με αυτούς τους άνδρες. Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος που δεν έριξε άλλη ματιά, ούτε φάνηκε να διστάζει ή να δυσανασχετεί πολύ, παρά προχώρησε προς τις σκάλες.

«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο δεκανέας.

«Πώς ξέρω τι;» ρώτησε ο Κάρτερ, συνεχίζοντας να περπατάει.

«Ότι έφυγαν. Τα τέρατα».

«Τα είδα να φεύγουν. Όσα έζησαν, δηλαδή».

«Όλα; Τα είδες όλα να φεύγουν;»

Ο Κάρτερ σταμάτησε στο τρίτο σκαλοπάτι. Γύρισε και κοίταξε τον Σέκερες. «Είδα να φεύγουν πολλά από αυτά. Υποθέτω ότι έφυγαν και τα υπόλοιπα. Άλλωστε, γιατί να μείνουν κάποια; Αφού είδαν ότι χάνουν και κάποια άλλα φεύγουν;»

Ο Σέκερες ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν κατάλαβε κάθε τι που είπε ο Κάρτερ, αλλά αντιλαμβανόταν τι εννοούσε. «Απλά… φοβάμαι. Μπορεί να… εμ… να βρούμε κάποια. Εδώ». Και μόνο η ιδέα τον τρόμαζε. Γιατί θυμόταν εκείνο το χαμόγελο της γυναίκας που είχε σκοτώσει τον λοχαγό Σούκε. Ο Σέκερες την είχε χτυπήσει πολλές φορές και με όλη του τη δύναμη, όμως αυτή έδειχνε σαν να μην της είχε προκαλέσει καμιά σοβαρή πληγή. Στάθηκε απέναντί του, άνοιξε την αγκαλιά της και του χαμογέλασε. Τότε, όντας έτοιμος να της επιτεθεί, με κάποιο διεστραμμένο τρόπο, στο μυαλό του Σέκερες ήρθε η εικόνα της γυναίκας του. Ο παραλληλισμός δεν ήταν τόσο λανθασμένος, γιατί η γυναίκα του δεκανέα είχε σταθεί με παρόμοιο τρόπο κάποιες φορές, ειδικά στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, όταν ήταν και οι δύο πολύ νεώτεροι και οι ορμές της εφηβείας όχι απλά δεν είχαν σβήσει, αλλά έγιναν πιο ισχυρές, γιατί είχαν ενωθεί με τα ιερά δεσμά του γάμου, υπό τις ευλογίες του Θεού, και ένιωθαν ότι είχαν όλη την ζωή μπροστά τους. Το να βλέπει την μαυροντυμένη δαιμόνισσα που ήθελε να τον σκοτώσει και ήθελε και αυτός να τη σκοτώσει, και να νομίζει έστω και στο ελάχιστο ότι αυτή έμοιαζε με την γυναίκα του, σε συνδυασμό με τους νεκρούς/εξαφανισμένους πολιτοφύλακες και τα όσα γίνονταν αυτή την νύχτα, ήταν κάτι που τότε συντάραξε τον Σέκερες και τον έκανε να θέλει να την εξαφανίσει. Όμως, πριν το προσπαθήσει, του επιτέθηκε ένας άλλος βρικόλακας, πάλεψαν και ο Σέκερες, ενώ τον σκότωσε, ωστόσο από ένα χτύπημα στο κεφάλι έμεινε αναίσθητος.

Ήξερε πλέον ότι οι βρικόλακες δεν είναι πανίσχυροι, αλλά αυτός δεν ήθελε να βρεθεί ξανά αντιμέτωπος μαζί τους. Τουλάχιστον, όχι ακόμα, όχι πριν έρθουν ενισχύσεις.

«Δεν έχει μείνει κανένα τέρας εδώ» είπε ο Κάρτερ. «Αλλά και να έχει μείνει κάποιο, τότε θα το σκοτώσουμε». Έδειξε με την λεπίδα το πυροβόλο όπλο του δεκανέα. «Εγώ έχω το σπαθί, εσύ το Μάνλιντσερ. Αρκούν. Εντάξει, Σέκερες;»

Ο άλλος, που κοιτούσε από χαμηλά τον Κάρτερ, ένευσε. Είχε πειστεί ξανά από την τόλμη του Αμερικάνου, ότι, προς το παρόν, δεν είχαν να φοβηθούν κάτι. Όχι κάποιον βρικόλακα, δηλαδή.

Συνέχισαν να ανεβαίνουν ως τον πρώτο όροφο.

Ο Κάρτερ κοίταξε γρήγορα στο δωμάτιο που βρήκε στα αριστερά του και, εφόσον ήταν άδειο, διέσχισαν το διάδρομο. Ο Σέκερες δίστασε ξανά μπρος στην θέα των νεκρών στρατιωτικών και της λίμνης αίματος που είχε απλωθεί από κάτω τους. Μάλιστα, το ότι το ένα πτώμα είχε δύο τρύπες για μάτια και το άλλο, το πιο ογκώδες από τα δύο, είχε μια τεράστια τρύπα στο στήθος και ένα ροδοκόκκινο αντικείμενο πάνω του, το οποίο πρέπει να ήταν η καρδιά του, τον έκανε να σταματήσει, να γυρίσει και να κάνει τελικά εμετό πάνω στο χαλί.

Ο Κάρτερ του είπε να περιμένει εκεί, ενώ ο ίδιος έψαξε τα υπόλοιπα δωμάτια. Φυσικά, είδε τον νεκρό παπά, το σώμα του οποίου είχε εννιά τρύπες από σφαίρες πιστολιού, ενώ και ο λαιμός του είχε δύο μικρές τρύπες. Δεν μπήκε στον κόπο να σιγουρευτεί αν είναι νεκρός ο Οσμοκέσκου, δε χρειαζόταν. Ούτε τους άλλους δύο τους έλεγξε. Δεν θα μπορούσαν να είχαν επιβιώσει από τέτοιες πληγές.

Όμως, πού είναι η τρύπα από την καραμπίνα; συλλογίστηκε. Ο Κάρτερ ήταν σίγουρος ότι ο Φάμπιαν είχε πυροβολήσει τον πρώην παπά -είχε ακούσει τον πυροβολισμό-, πριν βγει από την κουζίνα, για να πολεμήσει και αυτός τους βρικόλακες.

Ή μήπως δεν είχε πυροβολήσει τον Οσμοκέσκου, αλλά κάποιο τέρας; Κάποιον βρικόλακα;

Δεν ήξερε. Όμως, ο πρώην παπάς σίγουρα δεν ήταν βρικόλακας, σκέφτηκε ενώ στεκόταν κοντά στο κατεστραμμένο παράθυρο, με το κρύο να εισέρχεται με μικρές ριπές και να αγγίζει το πανωφόρι του. Παραδίπλα από τον Οσμοκέσκου, ήταν πεσμένο ένα Μάνλιντσερ. Αλλά όχι μόνο: ο Κάρτερ βρήκε και έναν σουγιά και ένα πιστόλι ΛεΜατ. Για το τελευταίο ήταν σίγουρος ότι ανήκει στον Φάμπιαν. Για τον σουγιά, όχι, αλλά έκρινε πως το πιο πιθανό είναι να ήταν του Φάμπιαν και αυτός –αν δεν ήταν δικός του, γιατί να βρισκόταν δίπλα στο πιστόλι; Τυχαία;

Δεν το σκέφτηκε παραπάνω, παρά τα μάζεψε και αυτά και σηκώθηκε. Δεν γύρισε αμέσως προς το τελευταίο δωμάτιο, γιατί ήδη με την άκρη του ματιού του είχε εντοπίσει ακίνητα ανθρώπινα σώματα. Ο φόβος του επέστρεψε. Πήρε ένα από τα φανάρια που είχαν αφήσει οι στρατιώτες στο διάδρομο και το οποίο φαινόταν άθικτο, περπάτησε ως το σπασμένο παράθυρο και έριξε μια ματιά έξω. Πέραν από τα σύνορα του μπαλκονιού, δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο. Το ίδιο το μπαλκόνι, δε, με εξαίρεση μικρά κομμάτια γυαλιού, ήταν άδειο.

Επέστρεψε μέσα και άφησε το φανάρι κάτω. Είδε τον Σέκερες να ακουμπάει με την πλάτη στον τοίχο του διαδρόμου, λίγα εκατοστά μακριά από μια λιμνούλα από το φαγητό που μέχρι πριν λίγο ήταν στο στομάχι του, αλλά που η φρίκη των νεκρών συντρόφων του τον είχε λυγίσει, αναγκάζοντάς τον να το ξεφορτωθεί. Είχε βγάλει το κράνος του και είχε αφήσει το Μάνλιντσερ στο δάπεδο, με το κεφάλι κρεμασμένο και το πρόσωπο κρυμμένο στις χούφτες του. Το μανίκι του αριστερού του χεριού ήταν λερωμένο από κάτι υγρό, ίσως με αυτό να είχε σκουπίσει το στόμα του μετά που έκανε εμετό. Το σώμα του τρανταζόταν από λυγμούς. Ο Σέκερες έκλαιγε. Και ο Κάρτερ είχε κι αυτός την παρόρμηση να αφεθεί στον πόνο του.

Αλλά μπορεί να ζει.

  Πρέπει να ξέρω. Πρέπει. Έχω ανάγκη να ξέρω.

Στραβοκατάπιε, με τον ξεραμένο λαιμό του να τον καίει.

Πρέπει να μάθω.

Και τότε, γύρισε προς το παιδικό δωμάτιο.

Δύο αναμμένα φανάρια. Δύο νεκροί ορειβάτες τυφεκιοφόροι. Αίματα. Σπασμένο παράθυρο. Άθικτα κρεβάτια. Μια παιδική κούκλα στο πάτωμα. Κάτω από τα κρεβάτια, δε φαινόταν κανείς. Το δεύτερο ΛεΜατ, παρατημένο. Αλλά πουθενά ο Φάμπιαν.

Ο Κάρτερ ένιωσε σαν να είχε παγώσει ολόκληρος από το κρύο. Σαν να είχε μουδιάσει. Για μια στιγμή, πίστεψε ότι, αν προσπαθούσε να κουνήσει τα χέρια ή τα πόδια του, δεν θα τα κατάφερνε. Τα μάτια του, όμως, έλεγχαν ξανά και ξανά τον μικρό χώρο, αναζητώντας τον ψηλό και γεροδεμένο αδερφό του, αλλά δίχως να τον εντοπίζουν. Αισθανόταν την καρδιά του να χτυπάει στο στήθος του, σαν να τον χτυπούσε στον ώμο ένα παιδί που ήθελε τη βοήθειά του.

Πού είναι ο Φάμπιαν; Εδώ έπρεπε να είναι. Αυτό σκεφτόταν και αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει γιατί δεν τον έβλεπε. Εφόσον δεν ήταν πουθενά στο υπόλοιπο σπίτι, πού αλλού θα μπορούσε να είναι;

Έξω; Να βγήκε έξω; Προς τα πού, όμως; Ο Κάρτερ ήταν σίγουρος ότι ο Φάμπιαν δεν είχε βρεθεί στον κεντρικό δρόμο του Μπραν, γιατί εκεί είχε καταλήξει και ο ίδιος. Θα τον είχε δει.

Να είναι στην πίσω πλευρά του σπιτιού; Προς το σαλόνι; Ή κάπου στα πλάγια; Στην μια πλευρά, από εκεί όπου ο Κάρτερ (όντας ενωμένος με τον θρυλικό πιστολέρο) είχε οδηγήσει τους βρικόλακες προς τον κεντρικό δρόμο σφάζοντάς τους, ο Φάμπιαν δεν μπορεί να ήταν, για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί να ήταν στον κεντρικό δρόμο: θα είχαν ιδωθεί. Αλλά μπορεί να ήταν στον πίσω δρόμο ή στην άλλη πλάγια πλευρά. Μπορεί…

Τότε ο Κάρτερ πρόσεξε κάτι πολύ μικρά λευκά κομμάτια χαρτιού να προεξέχουν κάτω από ένα από τα παιδικά κρεβάτια. Κοντά στο πιστόλι ΛεΜατ και στους δύο νεκρούς ορειβάτες τυφεκιοφόρους. Ίσα που φαίνονταν, για αυτό δεν τα είχε εντοπίσει με την πρώτη γρήγορη ματιά. Αλλά αυτά ήταν εκεί και έμοιαζαν τελείως παράταιρα με τον χώρο, κυρίως με το πώς είχε καταλήξει να χρησιμοποιηθεί αυτός ο χώρος (να γίνει ένα μικρό πεδίο μιας αιματηρής μάχης).

Γιατί να είναι εκεί αυτά τα χαρτιά, όμως; αναρωτήθηκε. Θα μπορούσαν να είναι εντελώς ασήμαντα; Δεν το πίστευε. Ή δεν ήθελε να το πιστέψει. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να ανακαλύψει πού ήταν ο Φάμπιαν, αν ήταν καλά, που θα θεωρούσε κάθε στοιχείο ως χρήσιμο.

Ο Κάρτερ βρήκε το κουράγιο και απεγκλωβίστηκε από τον φόβο του, γιατί μια ελπίδα είχε γεννηθεί μέσα του. Πήρε ξανά στα χέρια το φανάρι που είχε αφήσει και πήγε ως το παιδικό κρεβάτι, έσκυψε, μάζεψε τα φύλλα χαρτιού, κάθισε στο μαλακό στρώμα, άφησε το σπαθί δίπλα του και ακούμπησε το φανάρι πάνω στα γόνατά του. Αλλά δε διάβασε ακόμα, καθότι είχε παρατηρήσει άλλη μια λεπτομέρεια. Άφησε τα χαρτιά στο κρεβάτι και έσκυψε και έπιασε τον ξύλινο σταυρό που είχε δει να κρατά ο Φάμπιαν πριν ξεκινήσει η μάχη. Το ιερό αντικείμενο κολλούσε στη χούφτα του πιστολέρο. Το κοίταξε καλά-καλά και τότε συνειδητοποίησε πως ήταν υγραμένο. Σαν να το είχε βουτήξει κάποιος σε μέλι ή κάτι τέτοιο –όχι νερό, όμως. Το έφερε στην μύτη του. Μύριζε τσιγάρο, ίδιας ποιότητας με αυτά που κάπνιζε ο Φάμπιαν.

Ο Κάρτερ κοίταξε τον Εσταυρωμένο Ιησού. «Πού είναι ο αδερφός μου;» ρώτησε.

Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα. Αφού δεν πήρε απάντηση, έβαλε τον σταυρό σε μια από τις δικές του τσέπες και πήρε τα χαρτιά ξανά στα χέρια του. Έφερε την πρώτη σελίδα στο φως και διάβασε όσα είχε να πει ο Φάμπιαν στον ίδιο και σε όσους αγαπούσε.

Όταν ο Σέκερες μπόρεσε να κουνηθεί από την θέση του, αδύναμος και με την δίψα να τον τυραννάει, με το Μάνλιντσερ στο χέρι και το στραβοφορεμένο κράνος στο κεφάλι να τον βαραίνουν, έσπευσε με βαριά βήματα ως το τελευταίο δωμάτιο και βρήκε τον πιστολέρο να έχει προσηλωθεί στην ανάγνωση. Προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά ο Κάρτερ δεν του αποκρίθηκε, κι έτσι ο Σέκερες κάθισε στο άλλο κρεβάτι και άναψε τσιγάρο. Αρχικά, ο καπνός τον ενόχλησε σε βαθμό που να νιώθει το στομάχι του να διαμαρτύρεται, αλλά συνήλθε γρήγορα. Είχε σκεφτεί να βγει έξω, για να αφήσει τον Κάρτερ ήσυχο, όμως ακόμα φοβόταν μην τυχόν συναντούσε κάποιο τέρας.

*

Πρεσβυτέριο Μπόρλεϊ – Κάστρο του Μπραν

Ο Μπάρλοου ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αλλά δεν κοιμόταν. Είχε ανοιχτά τα μάτια του και τα κεριά αναμμένα στο κηροπήγιο στο κομοδίνο δίπλα από την Ροντίκα. Είχε γυρίσει πλευρό, για να την κοιτάζει. Εκείνη κοιμόταν. Ή έτσι έδειχνε. Πάντως, είχε κλειστά τα μάτια της. Αλλά είχε σμίξει τα φρύδια της και έμοιαζε εκνευρισμένη ή απορημένη. Σαν να έβλεπε ένα περίεργο όνειρο. Δεν την είχε δει να έχει αυτή την έκφραση, τουλάχιστον όχι όταν έπεφταν για ύπνο. Όμως, γενικά δεν είχε παρατηρήσει πώς αυτή κοιμόταν, καθότι συνήθως ο ίδιος αποκοιμιόταν πρώτος. Αλλά δεν είχε και λόγο για να καθίσει να αγναντέψει την αγαπημένη του Ροντίκα. Δηλαδή, ναι, ήταν ρομαντικός άνθρωπος και στην αρχή της σχέσης τους, όταν ήρθαν στην Αγγλία, της έπαιρνε λουλούδια, την πήγαινε στην όπερα. Έβγαιναν για φαγητό ή για έναν βραδινό περίπατο κοντά στον ποταμό Μέρσεϋ (πριν μετακομίσουν στο Μπόρλεϊ, έμειναν για ένα διάστημα στο πατρικό σπίτι του συγγραφέα, που βρισκόταν στο Φέρφιλντ του Λίβερπουλ). Όταν έκαναν έρωτα, ο Μπάρλοου δεν ήταν τόσο αχόρταγος, όσο είχε καταντήσει με τα χρόνια –αλλά ως προς αυτό, έφταιγε το ότι μεγάλωνε και οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν σιγά-σιγά, όχι ότι ο ίδιος ήθελε να δείχνει σαν μανιασμένο ζώο. Και όταν ήρθαν στο Μπόρλεϊ, για να προλάβουν την ευκαιρία -έτσι το είχε δει ο συγγραφέας, που του άρεσαν οι θρύλοι του κάθε τόπου, αλλά και γιατί ο εκδότης των penny dreadful ιστοριών δεν ήθελε να συνεργαστεί με τον Μπάρλοου, ο οποίος θεωρούσε ότι τα διηγήματά του άξιζαν περισσότερα από μία πένα- να πάρουν το Πρεσβυτέριο και να μείνουν σε αυτό, πάλι ο Μπάρλοου ούτε την αγνοούσε, ούτε την ενοχλούσε που ήθελε να μένει στο κρεβάτι την ημέρα, παρά, με το που γύριζε σπίτι από το περιοδικό, κατευθείαν την αναζητούσε, για να τη φιλήσει και να περάσει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε μαζί της. Και η ίδια ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του…

Ή μήπως δεν ήταν; Μήπως συνέβαινε κάτι άλλο με την Ροντίκα; Μήπως οι υπηρέτες που είχαν και τους εγκατέλειψαν είχαν κάποιο δίκιο για αυτήν; Και η εξαφάνιση του τελευταίου εξ αυτών ήταν πολύ… αλλόκοτη.

Αυτά σκεφτόταν τώρα ο Τζον Μπάρλοου, συγγραφέας και εκδότης του Weird Literature -τα τεύχη του οποίου, αν και πιο ακριβά από τα penny dreadful, είχαν μεγαλύτερη απήχηση από αυτά-, καθώς κοιτούσε την κοιμισμένη Ροντίκα Ντραγκίτσι.

Ντραγκίτσι, σκέφτηκε για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Όπως λέμε Ντράκουλ. Ή Δράκουλα. Βλαντ Γ’ Τσέπες. Ο Παλουκωτής. Ένας άνθρωπος που είχε υπάρξει ηγεμόνας (βοεβόδας) της Βλαχίας στους πολέμους με τους Οθωμανούς και είχε γίνει γνωστός για τις φρικαλεότητες που έπραττε εις βάρος των εχθρών του. Αυτός και ο αδερφός του, ο Ράντου, είχαν παραδοθεί στους Οθωμανούς, για να εξασφαλίσουν την πίστη του πατέρα τους, Βλαντ Β’ Ντράκουλ. Έζησαν φυλακισμένοι για χρόνια. Ακολούθησαν ένα σωρό πολιτικές συγκρούσεις και αλλαγές στη Βλαχία, όπου μπλέχτηκαν και άλλες χώρες (όπως η Ουγγαρία και η Μολδαβία). Σκότωσε χιλιάδες Οθωμανούς και Βουλγάρους κάπου το 1461 ή 1462. Ο τότε Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του, για να αντικαταστήσει τον Βλαντ με τον αδερφό του τον Ράντου, στον οποίο κατέφευγαν όλο και περισσότεροι Βλάχοι. Ο Βλαντ ζήτησε βοήθεια από τον Βασιλιά της Ουγγαρίας, αλλά εκείνος όχι μόνο αρνήθηκε, μα τον φυλάκισε κιόλας…

  Ήταν πολυτάραχη η ζωή του Δράκουλα, αλλά οι πολιτικές λεπτομέρειες δεν ενδιέφεραν τον Μπάρλοου. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν το ότι ο ίδιος ο Βλαντ είχε άλλους συγγενείς (δύο παιδιά και έναν μακρινό θείο, τον Γκριγκόρε-Ντάνιελ Ντράκουλ) και είχε υπογράψει επιστολές ως Δράκουλας, που σημαίνει γιος του Δράκου ή γιος του διαβόλου, ενώ οι φήμες για όσα έκανε είχαν διασταυρωθεί από διάφορους χρονικογράφους, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να περιείχαν κάποια ψήγματα αλήθειας –όπως ότι είχε καταντήσει ένα ανθρώπινο τέρας.

Ο Μπάρλοου θυμήθηκε ότι είχε ακούσει για κάποιον συγγενή αυτού του Δράκουλα που υποτίθεται ότι ζούσε ακόμα στην Τρανσυλβανία. Το είχε ακούσει και σε μια από τις λογοτεχνικές βραδιές που οργανώνονταν στο Λονδίνο, όπου είχαν ως θέμα την επιστροφή των νεκρών στην Τέχνη. Εκεί, ένας ψηλός μουστακαλής Ιρλανδός συνάδελφός του είχε αναφέρει πως υπήρχαν φήμες για κάποιον ζώντα απόγονο του Βλάχου πρίγκιπα, Βλαντ Δράκουλα. Ότι αυτό το πρόσωπο ζούσε σε ένα απομονωμένο κάστρο στα Καρπάθια, στην Τρανσυλβανία. Σε ένα χωριό που οι ντόπιοι αποκαλούν Μπραν. Ο Μπάρλοου είχε ρωτήσει τον Ιρλανδό αν ήξερε περισσότερα, όμως αυτός, έχοντας πιει πολύ ουίσκι, άρχισε να μιλάει για αρρώστιες και για το παρελθόν της οικογένειάς του και το πόσο συχνά αρρώσταινε όταν ήταν μικρός, κι έτσι ο Μπάρλοου τον άφησε και αποφάσισε να κάνει ο ίδιος τις έρευνές του. Βρήκε σχετικά βιβλία, όπου γινόταν φανερό ότι άξιζε να ασχοληθεί με τον Δράκουλα. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε, ήταν να βρει τον απόγονό του, πιθανώς κάποιον από την γενιά του κόμη Γκριγκόρε Ντράκουλ και της συζύγου του, Ροντίκα Ντραγκίτσι.

Ποιος θα του το έλεγε ότι θα έβρισκε μία αρκετά νέα γυναίκα που την είχαν ονομάσει Ροντίκα! Αυτές οι παραδόσεις… Μερικές φορές, προσφέρουν λίγο ανόητα αποτελέσματα. Όπως αυτή η σύμπτωση με το όνομα εκείνης της Κόμισσας του 16ου αιώνα και αυτής της γυναίκας του 19ου. Ο Μπάρλοου είχε φανταστεί και γελάσει, αναλογιζόμενος ότι όλοι οι απόγονοι των Ντράκουλ θα χρησιμοποιούσαν συνέχεια τα ίδια ονόματα: Γκριγκόρε για τα αγόρια, Ροντίκα για τα κορίτσια, ίσως προσθέτοντας και κάποιο δεύτερο σε κάποιο παιδί –όπως είχε γίνει με τον θείο του Δράκουλα, τον Γκριγκόρε-Ντάνιελ. Η Ροντίκα του δεν είχε εκτιμήσει το αστείο του, ίσως για αυτή δεν είχε πιει μπράντι (ή οποιοδήποτε άλλο αλκοολούχο ποτό) ούτε εκείνο το βράδυ. Αντίθετα, τον κοίταξε κάπως εκνευρισμένη, κάτι που ο Μπάρλοου δεν είχε συνειδητοποιήσει αμέσως -ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί-, όμως το σκέφτηκε λίγες μέρες αργότερα –και χαμογέλασε πάλι που η αγαπημένη του είχε θιχτεί με το αθώο του αστείο.

Η αγαπημένη μου Ροντίκα, σκέφτηκε τώρα. Αγαπημένη. Ήταν, ναι. Την αγαπούσε. Το πάθος που της προσέφερε δεν ήταν ψεύτικο. Ίσως δεν είχε πια τον ίδιο δυναμισμό όπως κάποτε, αλλά ως προς αυτό δεν έφταιγε ο ίδιος, παρά η θνητή του φύση. Όμως, μπορεί με τα χρόνια το σώμα του να μαράζωνε, αλλά τα συναισθήματά του δεν είχαν επηρεαστεί στο ελάχιστο. Λάτρευε να βρίσκεται κοντά στην Ροντίκα περισσότερο και από το να γράφει για φανταστικά τέρατα που κυνηγούσαν αδύναμους ανθρώπους. Περισσότερο και από το να ακούει λαογραφικές ιστορίες από ντόπιους της εκάστοτε περιοχής που επισκεπτόταν, καθώς αναζητούσε νέους, άγνωστους μύθους. Την αγαπούσε, ναι. Το χαμόγελό της, που τον ερέθιζε πιότερο και από το να τη βλέπει γυμνή… Η μελωδική φωνή της, πιο καταπραϋντική από το καλύτερο γιατρικό… Το αδύνατο κορμί της, τόσο λευκό όσο να το είχε φτιάξει ο Θεός από γάλα… Το στόμα της, που μοίραζε γλυκά φιλιά, που… που…

Ο Μπάρλοου σταμάτησε την ονειροπόληση των τρυφερών στιγμών που είχε ζήσει με την Ροντίκα, γιατί μια αναλαμπή έφεξε στο μυαλό του. Δεν ήξερε από πού προήλθε ή γιατί, αλλά ήταν έντονη. Δυνατή. Σαν χτύπημα στο κεφάλι από κλομπ εξαγριωμένου αστυνομικού. Ένα μυρμήγκιασμα ανατρίχιασε το δέρμα του λαιμού του. Ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι του. Τα χέρια και τα πόδια του σαν να παρέλυσαν. Αισθάνθηκε να παγώνει κάτω από τα σκεπάσματα.

Τα φιλιά της… Τόσο επίμονα στον λαιμό του.

Οι υπηρέτες τον προειδοποιούσαν.

Τα δόντια της… Έγδαραν, έσκαβαν το δέρμα του.

Όλοι τον εγκατέλειψαν.

Ένας στιγμιαίος πόνος… Το κορμί του ικανοποιούνταν και έπειτα έπεφτε αδύναμο σε λήθαργο, ενώ δύο βελόνες έμεναν καρφωμένες στον λαιμό του.

Το γράμμα του τελευταίου υπηρέτη, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.

  Σε ενδιαφέρει τόσο πολύ αυτός, λοιπόν, που, αντί να μιλάμε, αντί να αγαπιόμαστε, καθόμαστε εδώ λες και είμαστε γέροι;

Τζον. Καλέ μου. Γιατί με κοιτάς έτσι, καλέ μου Τζον; Δεν μου αρέσει το ύφος σου. Έλα εδώ. Έλα σε εμένα, Τζον.

Τα παιδιά που είχαν εξαφανιστεί από το Μπόρλεϊ.

  Τζον.

Ο υπηρέτης, που δεν ήξερε να γράφει, αλλά είχε αφήσει ένα γράμμα για εκείνον.

  Τζον.

  Ντράκουλ – Ντραγκίτσι.

  Έλα, Τζον.

Γιος του διαβόλου – Κόρη του διαβόλου.

Έλα σε εμένα.

Κόμισσα Ροντίκα στο κάστρο του Μπραν τον 16ο αιώνα – Ροντίκα στο κάστρο του Μπραν τον 19ο αιώνα.

  Καλέ μου.

«Ω Θεέ μου» ψέλλισε σαν παιδάκι ο Μπάρλοου και έτριψε τον λαιμό του. Και τα δάχτυλά του άγγιξαν τις δύο μικρές τρύπες που του είχε προκαλέσει η Κόμισσα από την πρώτη νύχτα της γνωριμίας τους και που χρησιμοποιούσε για να πίνει το αίμα του. «Μα πώς;… Τόσα χρόνια; Πώς φάνηκα τόσο ανόητος;»

Στο μεταξύ, καθώς ο συγγραφέας συνδύαζε στο μυαλό του παλιότερα συμβάντα που είχε λησμονήσει με τα τωρινά γεγονότα, η Κόμισσα είχε αρπάξει την Ρεβέκκα από την πραγματικότητα και την έφερε στον ονειρικό κόσμο που είχε πλάσει, για να επικοινωνούν και να σμίγουν. Όμως, αυτή η φορά δεν θα ήταν σαν τις άλλες.

Το δωμάτιο είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια στην κλίνη που μοιραζόταν κάποτε η Ροντίκα με τον Γκριγκόρε, αλλά σε ένα από τα κελάρια του κάστρου. Σε αυτό στο οποίο ήταν τα φέρετρα όπου κοιμούνταν οι ανώτεροι βρικόλακες. Ένα σκοτεινό μέρος, που θα χρειαζόταν δύο φανάρια για να αποκαλυφτεί, γεμάτο υγρασία και μόνο μια παλιά σιδερένια πόρτα για διέξοδο. Ένας χώρος που μύριζε αποφορά από τα νεκροζώντανα σώματα των βρικολάκων, αλλά κυρίως από τα πτώματα που είχαν σαπίσει εκεί μέσα και πλέον υπήρχαν μόνο οι σκελετοί τους. Ήταν μερικά από τα πρώτα θύματα των βρικολάκων, λίγο μετά που έφυγε η Κόμισσα και πριν ξεκινήσουν να εφαρμόζουν την εντολή της, όταν ακόμα έπιαναν τυχαίους περαστικούς από το δρόμο ανάμεσα στο Πουάνα Μπρασώφ και το Μπραν. Τότε ακόμα έπαιζαν με τα θύματά τους, πριν τα αφαιμάξουν. Τα άφηναν να τρέχουν στους διαδρόμους του κάστρου, ενώ οι ίδιοι γίνονταν νυχτερίδες και τα ακολουθούσαν πετώντας μέσα, αλλά και έξω, παρακολουθώντας τα από τα μονίμως ανοιχτά παράθυρα. Κάνα δυο είχαν φτάσει όχι μόνο κοντά στην κεντρική πύλη του κάστρου, αλλά την είχαν ανοίξει κιόλας, μόνο και μόνο για να βρουν τον Νικολάι και την Ρεβέκκα να τους περιμένουν. Συχνά, τους έπαιρνε όλη νύχτα, μέχρι να τελειώσουν μαζί τους, για αυτό και δεν τα πετούσαν στο δάσος, αλλά τα σκότωναν και τα παράταγαν στο κελάρι, σε μια γωνιά μακριά από τα μαύρα, ξύλινα φέρετρα. Δεν τους ενοχλούσε η μυρωδιά, παρά έμεναν και κοιτούσαν με ενδιαφέρον πώς ξέφτιζε το δέρμα, πώς έχανε κάθε πρότερη ομορφιά του, ενώ κάποια έντομα έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και έπαιρναν από ένα κομματάκι από ένα πόδι ή την κοιλιά ή ένα μάτι.

Τις άλλες φορές, η μετάβαση από τον πραγματικό κόσμο στον ονειρικό γινόταν ξαφνικά, με τη Ρεβέκκα να πέφτει λιπόθυμη και να ξυπνάει στο όμορφο δωμάτιο της Κόμισσας, ένας χτύπος της καρδιάς λιγότερος τη μια στιγμή και γαλήνη και πόθος την επόμενη.

Αλλά τώρα, ήταν αλλιώς και η Ρεβέκκα το κατάλαβε πριν καν βρεθεί στο κελάρι. Ήταν όρθιοι στην τραπεζαρία μαζί με τους άλλους εναπομείναντες ανώτερους, τον Νικολάι και την Ραλούκα. Οι κατώτεροι είχαν πάει στο μπουντρούμι του κάστρου, την μοναδική υπόγεια φυλακή του, για να κοιμηθούν στο βρόμικο, πετρώδες πάτωμα, αλλά όχι ο ένας πάνω στον άλλο, όπως τις προηγούμενες νύχτες, όχι. Είχαν χάσει πολλούς δικούς τους, οπότε ο χώρος, που ήταν σαφώς μικρότερος από το κελάρι των ανωτέρων, δεν θα γέμιζε –επίσης, σε αυτό κάποτε είχε φυλακιστεί ο αγαπημένος στρατιώτης της Ροντίκα, ο Ίλιε Στάνκου. Αλλά αυτό δεν παρηγορούσε τους ανωτέρους. Το αντίθετο, ήταν μια μεγάλη ήττα για τα τέκνα της Κόμισσας και για την ίδια. Κι αυτό συζητούσαν οι ανώτεροι, με τη Ρεβέκκα και τον Νικολάι να τσακώνονται (η μεν ήθελε να συνεχίσουν την σταυροφορία της αφέντρας τους και ο δε να τη σταματήσουν), ενώ η Ραλούκα, εν αντιθέσει με τις άλλες ερωμένες της Ρεβέκκα, προσπαθούσε να είναι ανάμεσα στους δύο και να μην τους αφήσει να αλληλοσκοτωθούν.

«Έχουμε χάσει τόσους κατώτερους, Ρεβέκκα» έλεγε ο Νικολάι. «Ούτε οι μισοί δεν μας έμειναν. Και χάσαμε και τον Βασίλι, έναν από εμάς, έναν από τους πρώτους. Έναν από τους εκλεκτούς της Κόμισσας. Τον έσφαξε εκείνος ο Αμερικάνος πιστολέρο, όπως τον αποκαλείς. Όπως και πολλούς άλλους. Και εσύ σκέφτεσαι να προχωρήσουμε σαν να μη συνέβη τίποτα; Δεν το βλέπεις ότι θα ήταν τρέλα αν συνεχίζαμε;»

Η Ρεβέκκα κοιτούσε με μίσος τον Νικολάι. Γιατί ήξερε ότι αυτός είχε φτάσει κοντά στο να γίνει ένας ακόμα αχρείος άντρας, που θα διέφθειρε αθώες κοπέλες. Τα ήξερε τα καμώματά του, τα είχε δει μέσω της Κόμισσας. Το χειρότερο ήταν ότι οι κοπέλες της Κλουζ Ναπόκα (από όπου καταγόταν ο Νικολάι) τον θέλανε. Δυστυχώς, ο Νικολάι ήταν όμορφος, ποθητός. Ένα άθλιο πλάσμα, που μόνο η επιείκεια της Κόμισσας μπορούσε να τον σώσει από την καταστροφή –και αυτό συνέβη, όταν τον έκανε βρικόλακα, και μάλιστα ανώτερο. Αλλά η Ρεβέκκα τον αντιπαθούσε, όπως αντιπαθούσε κάθε άντρα. Είπε «Πρώτον, ο Βασίλι δεν ήταν από τους εκλεκτούς της εξαίρετης Κόμισσας. Δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ, όπως δεν είσαι κι εσύ, Νικολάι. Δούλοι είστε. Και δεύτερον, όπως σας είπα όταν σας έσωσα από τον Αμερικάνο, έχω ένα σχέδιο που θα επιφέρει την καταστροφή των θνητών».

Ο Νικολάι μόρφασε με ειρωνεία. «Είδαμε τι καταστροφή επέφερε και το προηγούμενο σχέδιό σου, με τον παπά. Ή μάλλον, σε ποιους. Σε εμάς. Εμείς χάσαμε, Ρεβέκκα, όχι οι θνητοί. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμα;»

Η Ρεβέκκα εμφάνισε τα δόντια της, ενώ τα μάτια της έγιναν δυο μαύρες σφαίρες. Γρύλισε προς τον Νικολάι. «Πώς τολμάς να με αμφισβητείς, αχρείε βιαστή;»

Ο Νικολάι δεν έδωσε σημασία στην προσβολή, παρά συνέχισε όπως πριν. «Εμείς είμαστε ανώτεροι από τους θνητούς. Δεν θα έπρεπε να έχουμε τόσες πολλές απώλειες. Αντίθετα, θα έπρεπε να τους σφάξουμε. Ίσως να χάναμε πέντε ή έξι δικούς μας. Μέχρι εκεί, όμως. Αλλά καταλήξαμε και να χάσουμε δεκάδες και να τραπούμε σε φυγή, ενώ είχαν μείνει μόνο δύο ζωντανοί θνητοί». Έδειξε με τον δεξιό του δείκτη τη Ρεβέκκα. «Όλα αυτά χάρη στο πολύτιμο σχέδιό σου, μεγαλειοτάτη».

Η Ρεβέκκα άπλωσε τα χέρια της και του όρμησε. Όμως, η Ραλούκα την συγκράτησε, μπαίνοντας ως εμπόδιο μπροστά της και τυλίγοντας τα χέρια γύρω από την μέση της. «Όχι, καλή μου. Όχι, δεν πρέπει» της είπε. «Πρέπει να είμαστε μαζί τώρα».

Ο Νικολάι, που κατά βάθος συμφωνούσε με την Ραλούκα, χαμογέλασε χαιρέκακα.

Τότε, λίγο πριν η Ρεβέκκα κάνει πίσω, ήταν που μεταφέρθηκε στον κόσμο της Κόμισσας. Πρώτα, ένιωσε να την πιάνουν πισθάγκωνα με ένα χέρι, ενώ ένα άλλο χάραζε μια τομή στην πλάτη της και άνοιγε την πληγή, για να αδράξει την καρδιά της. Πρόλαβε μόνο να βγάλει έναν τελευταίο ρόγχο, τα μάτια της γύρισαν, τα βλέφαρα σφάλισαν, οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Και έπεσε…

Ξύπνησε σε ένα γνωστό της μέρος, που όμως τώρα έμοιαζε απειλητικό. Σε αυτό το υπόγειο δωμάτιο -που κάποτε, στις δόξες του, ήταν ένα κελάρι για κρασιά και άλλα ποτά όπως το Țuică (κονιάκ δαμάσκηνου), αλλά που από τότε που η Ροντίκα έγινε βρικόλακας και σκότωσε την οικογένειά της άδειασε όλο το χώρο και έβαλε εκεί μέσα ένα φέρετρο για την ίδια· αργότερα, όταν αποφάσισε ότι θέλει και άλλα όντα σαν εκείνη, πρόσθεσε τα υπόλοιπα-, το οποίο δεν θα έπρεπε να της προκαλεί καμιά ανατριχίλα ή να της ξυπνάει κάποιον εσώτερο φόβο της, σε αυτό το χώρο άνοιξε τα μάτια της και η παγωνιά την τύλιξε. Το πάτωμα έμοιαζε να έχει φτιαχτεί από χιόνι, ενώ ο κλειδαμπαρωμένος, μουχλιασμένος αέρας έξυνε το δέρμα του προσώπου και των χεριών της, λες και στα κύματά του πετούσαν στιλέτα. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, ένα αχανές τίποτα, κι ήταν αδιαπέραστο ακόμα και για τη Ρεβέκκα, που, κι ας ήταν βρικόλακας (και μάλιστα, ανώτερη), δεν μπορούσε να δει.

Ένιωσε θνητή. Ευάλωτη. Όπως τότε που ζούσε στο Σιμπίου και ήταν μια αδύναμη κοπέλα, έρμαιο των ορέξεων των αντρών. Εφιαλτικές μνήμες επανήλθαν στο μυαλό της και ξάφνου το σκοτάδι γύρω της απέκτησε υπόσταση: οι παλάμες της ακουμπούσαν σε χώμα, γύρω υπήρχαν πετρόχτιστα σπίτια, το φεγγάρι και τα αστέρια φαίνονταν πεντακάθαρα στον ουρανό και εκείνη ήταν ντυμένη με μακριά κόκκινη φούστα, λευκή πουκαμίσα, γιλέκο, πανωφόρι από προβιά, παπούτσια με χαμηλό τακούνι και μαντήλι στο κεφάλι.

Όχι, είπε. Όχι, όχι, δεν μπορεί! Δεν μπορεί να είμαι ξανά εδώ!

Κι όμως, ήταν. Σε ένα σκοτεινό χωματόδρομο του Σιμπίου. Σε ένα απομονωμένο μέρος. Μια κρύα βραδιά που δεν θα έπρεπε να κυκλοφορεί μόνη της, όπως είχε τονίσει τόσες φορές η μητέρα της στην ίδια και τις αδερφές της. Αλλά η Ρεβέκκα είχε παρακούσει τη συμβουλή της. Δεν άντεχε εκείνο το σπίτι. Ήταν τόσο μίζερο. Όλοι όσοι ζούσαν σε αυτό. Πρώτος απ’ όλους ο πατέρας της, τον οποίο αντιπαθούσε πάρα πολύ. Την αηδίαζε. Μπεκρόπινε και χτυπούσε τις γυναίκες. Βρομούσε όταν ερχόταν από τα χωράφια. Έπιανε την μητέρα και την θώπευε σαν να ήταν αρνί που το ελέγχει αν είναι κατάλληλο για σφάξιμο. Η Ρεβέκκα δεν ήθελε να ζει εκεί μέσα, γιατί καμιά τους δεν έκανε κάτι, για να τον διώξουν και να γλιτώσουν. Ήταν σίγουρη πως αυτός έφταιγε για τα χάλια τους. Όσο έλειπε, αυτή και οι αδερφές της χαμογελούσαν και έπαιζαν, ενώ βοηθούσαν την μητέρα, η οποία κι αυτή συμμετείχε συχνά στη χαρά τους.

Η Ρεβέκκα είχε βγει εκείνο το βράδυ, γιατί άκουγε τον πατέρα της, που μούγκριζε, και το κρεβάτι των γονιών της, που έτριζε. Δεν το άντεχε. Δεν άντεχε να είναι αυτός χαρούμενος ή ικανοποιημένος.

Έφυγε, λοιπόν. Ντύθηκε γρήγορα και αθόρυβα και έφυγε. Ήθελε απλώς να λησμονήσει αυτούς τους ήχους. Να ξεχάσει τους άντρες.

Θα πήγαινε έξω από το Σιμπίου, προς το χωριό Χάμπα. Δεν θα έφτανε ως εκεί, γιατί χρειαζόταν γαϊδούρι, αλλά απλά θα ακολουθούσε τον χωματόδρομο που διάβαινε κάθετα το καλύβι που έμεναν και σε λίγο θα βρισκόταν έξω από την πόλη, ανάμεσα στα δέντρα του δάσους.

Όχι!

Ήταν εκεί, ξανά. Και δεν ήταν μόνη της. Από παλιά, ένιωθε αλλόκοτα διασχίζοντας το Σιμπίου, λόγω των σπιτιών που στη σκεπή τους είχαν μάτια. Ήταν μια τακτική που κανείς δε φαινόταν να ξέρει ακριβώς γιατί εφαρμόστηκε, αλλά πράγματι σε πολλά σπίτια είχαν καλλιτεχνηθεί σχήματα που αναπαριστούσαν μισόκλειστα μάτια, με τα βλέφαρα να είναι τα κόκκινα κεραμίδια και την μαύρη κόρη να θυμίζει παράθυρο. Κάποιοι έλεγαν ότι τα μάτια φτιάχτηκαν επίτηδες για να τρομάζουν τους ανθρώπους, αλλά η μητέρα της Ρεβέκκα είχε πει ότι δεν ήταν ακριβώς παράθυρα, ούτε ότι είχαν φτιαχτεί για το κακό των ανθρώπων. Κατά την άποψή της, το κάθε μάτι στη σκεπή ήταν μια τρύπα που βοηθούσε στον εξαερισμό της εκάστοτε σοφίτας. Αλλά παρέμενε ένα παράξενο και, για ένα μικρό παιδί, ένα τρομακτικό θέαμα. Να βγαίνει στην αγορά και να σκέφτεται ότι πάνω από το κεφάλι του υπάρχουν τρία, τέσσερα, μπορεί και έξι μάτια; Ήταν σαν το κάθε σπίτι να είναι ζωντανό και να παρακολουθεί τους ανθρώπους. Ποιος είχε αυτή την ιδέα, κανείς δεν ήξερε. Πάντως, αυτό το φαινόμενο ολοένα και εξαπλωνόταν, όλο και πιο πολλά νέα σπίτια αποκτούσαν τα δικά τους μάτια.

Όμως, η περιοχή που έμενε τότε η οικογένεια της Ρεβέκκα ήταν από τις πιο φτωχές, ούτε καν ο ποταμός Τσίμπιν (που διέσχιζε μεγάλο μέρος της πόλης) δεν έφτανε ως τα μέρη τους, κι εκεί δεν υπήρχαν οικήματα που να μπορούν οι ιδιοκτήτες τους να πληρώσουν για τέτοιου είδους επισκευές. Εκεί, όλα τα σπίτια ήταν καλύβια χωρίς σοφίτα, που είχαν σοβαρότερα προβλήματα από τον εξαερισμό: ρωγμές στους τοίχους, ποντίκια να κυκλοφορούν κάτω από τα κρεβάτια, συνωστισμός των μελών της οικογένειας, ελάχιστο φαγητό… Κανείς από τους γείτονες της Ρεβέκκα δεν είχε τη διάθεση ή τα χρήματα για να βελτιώσει το σπίτι του με οποιονδήποτε τρόπο.

Τρεις φιγούρες εμφανίστηκαν από ένα στενό. Είχαν φωνή βαριά και φορούσαν παντελόνι. Ο ένας κρατούσε ένα μπουκάλι, που το έδινε και στους άλλους δύο. Τραγουδούσαν για κάποιον βοσκό που είχε συναντήσει μια βοσκοπούλα και δεν ήξερε πώς να της εκφράσει τον έρωτά του.

Αυτοί, όμως, με το που είδαν τη Ρεβέκκα, ήξεραν πώς να της εκφράσουν αυτό που ήθελαν. Εκείνη προσπάθησε να τους διαφύγει, αλλά τα παπούτσια της δεν ήταν κατάλληλα για να τρέξει και σύντομα βρέθηκε στο χώμα. Στην θέση που ήταν και τώρα.

Εκείνοι ήρθαν από πάνω της. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο κάποιου εξ αυτών. Ήταν σαν να είχαν ρίξει πάνω τους κάποιο μαύρο μαντήλι. Αλλά δεν είχε σημασία κιόλας. Ήταν άντρες. Μεθυσμένοι. Άθλια ζώα. Κι αυτή ήταν στο έλεός τους.

Ο ένας, αυτός που στεκόταν στην μέση, έσκυψε προς το μέρος της…

Η Ρεβέκκα προσπάθησε να καλύψει το πρόσωπό της με τα χέρια της, όπως είχε κάνει τότε, αλλά δεν μπόρεσε. Είχε παραλύσει. Ούτε να σκύψει δεν μπορούσε. Ούτε να κλείσει τα μάτια της.

Το σώμα του κύρτωνε. Η μέση του λύγιζε. Το πρόσωπό του πλησίαζε. Η ανάσα του μύριζε κρασί.

Γιατί; Γιατί; Φύγε! Φύγετε! ΦΥΓΕΤΕ! ούρλιαξε. ΦΥΓΕΤΕ, ΑΧΡΕΙΟΙ!

Ετοιμάστηκε για το φιλί που θα της έδινε ο άντρας.

Τότε ήταν που μια πόρτα άνοιξε στον νυχτερινό, έναστρο ουρανό. Μια σκάλα εμφανίστηκε. Ένα φως. Μια σκιά με μακριά φούστα και ένα κηροπήγιο κατέβαινε προς την Γη. Προς τη Ρεβέκκα. Τα τακούνια της χτυπούσαν στα πέτρινα σκαλοπάτια, αναγγέλλοντας κάθε στιγμή που πλησίαζε.

Κατέβαινε από τον ουρανό. Σαν άγγελος.

Κόμισσα μου, είπε η Ρεβέκκα και χαμογέλασε.

Αντίθετα με την πρώτη φορά που βρέθηκε σε αυτή την θέση, δεν έδωσε σημασία στη γλώσσα του άντρα που έγλειψε το μάγουλό της.

Γιατί, όπως και τότε, οι τύραννοί της χάθηκαν χάρη στην Κόμισσα πριν καν απογυμνώσουν τη Ρεβέκκα. Τότε, βέβαια, η Κόμισσα τούς είχε σκοτώσει, ρημάζοντας το κορμί καθενός εξ αυτών με τα χέρια της –τον ένα τον είχε αποκεφαλίσει, του δεύτερου του είχε ξεριζώσει τα χέρια και τα πόδια και από τον τρίτο είχε βγάλει όλα τα όργανα από την κοιλιά του. Τώρα, απλά εξαϋλώθηκαν με το που έφτασε κοντά τους. Γεγονός που η Ρεβέκκα θεωρούσε ότι θα έπρεπε να συμβαίνει όποτε η Κόμισσα πλησίαζε κάποιον θνητό: αυτός θα έπρεπε να σταματήσει να υπάρχει, γιατί δεν ήταν άξιος να είναι κοντά της.

Η ομίχλη που δημιούργησαν τα νεκρά σώματα διαλύθηκε γρήγορα και η Ρεβέκκα λύγισε τα πόδια της και, αδιαφορώντας για τη φούστα και τις κάλτσες που φορούσε και που η μητέρα της έλεγε ανέκαθεν πως δεν πρέπει να τις λερώνει χωρίς λόγο, έμεινε γονατιστή, με το κεφάλι σκυμμένο και τα βλέφαρα σφαλισμένα. Αλλά αδημονούσε για ένα άγγιγμα από την εξαίρετη Κόμισσα. Δε σκεφτόταν πλέον ότι είχε βρεθεί σε έναν πολύ ζωντανό εφιάλτη και γιατί βρέθηκε εκεί. Ήδη το κορμί της ανατρίχιαζε με την υποψία του σώματος της Κόμισσας που ερχόταν.

Η Ρεβέκκα χαμογελούσε. Δεν θυμόταν ούτε τον τσακωμό της με τον Νικολάι.

Το φως από τα κεριά του κηροπηγίου έπεσε πάνω της. Σε αντίθεση με τον ήλιο, αυτό και το άντεχε και το αποζητούσε, γιατί προερχόταν από τα χέρια της Κόμισσας. Οτιδήποτε βαστούσε εκείνη, ήταν ευπρόσδεκτο.

«Κοίταξέ με, Ρεβέκκα» είπε η Κόμισσα.

Το χαμόγελο της Ρεβέκκα χάθηκε. Άνοιξε τα μάτια της, αλλά δεν ήξερε αν θέλει πραγματικά να αντικρίσει την αφέντρα της. Η φωνή της Κόμισσας ήταν συριστική. Θυμωμένη. Η Ρεβέκκα ευχόταν να ξυπνήσει από τον λήθαργό της, προτού ζήσει όσα θα επακολουθούσαν.

«Είπα, κοίταξέ με».

Σήκωσε το κεφάλι της. Αν και ένιωθε μικρή και αδύναμη απέναντι στην Κόμισσα, δεν μπόρεσε να αντισταθεί από το να θαυμάσει τα υπέροχα ρούχα της και την κορμοστασιά της. Ανέκαθεν θεωρούσε την αφέντρα της ως την πιο όμορφη γυναίκα που είχε υπάρξει ποτέ.

Όμως, ανέκαθεν απευχόταν να τη δει θυμωμένη. Και τώρα, κοιτάζοντας με ανοιχτό στόμα το πρόσωπο της Κόμισσας, οι φόβοι της επιβεβαιώνονταν.

Δεν υπήρχε πρόσωπο. Υπήρχε μόνο το σκοτάδι. Το φως των κεριών αναδείκνυε το υπόλοιπο ντυμένο σώμα, αλλά ουσιαστικά έφτανε ως τους ώμους. Η Ρεβέκκα δεν έβλεπε τίποτα πάνω ή πίσω από το κεφάλι της αφέντρας της, ούτε το στόμα ή τα μαλλιά της Κόμισσας, μήτε το πρόσωπό της. Αλλά έβλεπε τα σκοτεινά μάτια της και το δέρμα γύρω από αυτά. Ήταν στραμμένα προς τα κάτω, προς τη Ρεβέκκα. Ήταν αμέτρητες φορές πιο τρομακτικά από τα μάτια των σπιτιών του Σιμπίου.

«Ρεβέκκα» ακούστηκε η ίδια φωνή. Η Ρεβέκκα νόμισε ότι ακούγεται από όλες τις γωνίες του κελαριού. Το ότι δεν μπορούσε να δει τα χείλη της Κόμισσας δημιουργούσε την αίσθηση ότι ο υπόγειος αυτός χώρος μιλούσε εξ ονόματός της.

Η Ρεβέκκα αναρωτήθηκε με θλίψη αν είχε εκπέσει τόσο πολύ στα μάτια της εξαίρετης Κόμισσας, ώστε εκείνη δεν ήθελε καν να της μιλάει η ίδια.

Όμως, και προτού το συνειδητοποιήσει, το ελεύθερο χέρι της Κόμισσας τη γράπωσε από τον λαιμό και την σήκωσε από το δάπεδο προς το ταβάνι. Τα πόδια της Ρεβέκκα βρέθηκαν στον αέρα. Η γροθιά σφίχτηκε και η Ρεβέκκα έγινε πάλι θνητή. Για μια στιγμή, νόμισε ότι την είχαν κρεμάσει από το κλαδί ενός δέντρου και την είχαν αφήσει να πνιγεί μοναχή της. Τα μάτια της γούρλωσαν, ενώ έβγαζε άναρθρους υγρούς ήχους, προσπαθώντας να αναπνεύσει –γιατί τα πνευμόνια της είχαν αφυπνιστεί από την επαναφορά της σε θνητή και αποζητούσαν λίγο αέρα. Τα μαλλιά της άγγιζαν το δυνατό χέρι της Κόμισσας. Η Ρεβέκκα προσπάθησε να μιλήσει, να απολογηθεί, αλλά δεν το μπόρεσε. Δοκίμασε να σηκώσει τα χέρια της και να πιάσει τη γροθιά της Κόμισσας, απαλά, ίσα-ίσα για να ζητήσει έλεος, όμως δεν το μπόρεσε ούτε αυτό. Ωστόσο, δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τις μαύρες σφαίρες που ήταν τα μάτια της αφέντρας της.

«Με απογοήτευσες, Ρεβέκκα» είπε η τόσο γνώριμη και ταυτόχρονα τόσο τρομακτική φωνή. «Έπρεπε να πνίξετε στο αίμα τους πολεμιστές του Μπραν. Έπρεπε να μην αφήσετε κανέναν τους ζωντανό. Έπρεπε να προετοιμάζεστε για την επέλασή σας στο Μπρασώφ. Αλλά σας κατατρόπωσαν. Σας έσφαξαν Σας νίκησαν! ΟΙ ΘΝΗΤΟΙ ΣΑΣ ΝΙΚΗΣΑΝ!»

Η Ρεβέκκα δεν πρόσεξε την κίνηση της Κόμισσας, που έφερε πίσω το χέρι και μετά απότομα μπροστά, παρά ένιωσε να ξετυλίγεται το κουβάρι από τον λαιμό της. Ένιωσε να αναπνέει για λίγο. Όμως, την ίδια στιγμή, βρέθηκε να πετάει προς μια γωνιά του κελαριού. Πριν αισθανθεί τον πόνο στην πλάτη και το κεφάλι της, είχε καταλάβει ότι θα χτυπούσε πάνω σε έναν τοίχο. Ζαλίστηκε και έπεσε στο έδαφος. Την πόνεσε κι άλλο το κορμί της, καθώς σε μερικά σημεία της κοιλιάς και των ποδιών της το ύφασμα των ρούχων της σκίστηκε και κόκαλα νεκρών θνητών την πλήγιασαν. Τα μάτια της δάκρυσαν. Ούρλιαξε, αλλά δεν υπήρξε ούτε η κραυγή, ούτε αντίλαλος. Ήταν σαν να μην είχε βγάλει άχνα.

«Δεν θέλω να ακούσω τη φωνή σου, Ρεβέκκα» είπε η Κόμισσα, ενώ το τέκνο της πάλευε να αφαιρέσει από το σώμα του τα ανθρώπινα καρφιά.

Η Ρεβέκκα, χάρη στο φως των κεριών, μπορούσε να βλέπει τα κόκαλα από τα πλευρά και από τα πόδια των σκελετών που είχαν μπηχτεί στο κορμί της. Αίμα λίμναζε γύρω της. Τα χέρια της βάφονταν κι αυτά κόκκινα. Αλλά εκείνη δεν ήθελε να τα φέρει στο στόμα της, για να πιει, ούτε καν μύριζε το αίμα όπως παλιά. Δεν ήταν βρικόλακας. Δεν ήταν ένα ανώτερο ον. Είχε χάσει τις δυνάμεις της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αφαιρέσει τις σφήνες που την είχαν διαπεράσει. Και να πονάει. Και να κλαίει, όπως τότε που παραλίγο να τη βιάσουν εκείνοι οι μεθυσμένοι.

«Φοβήθηκες, Ρεβέκκα. Φοβήθηκες τους θνητούς. Ένας από αυτούς κόντεψε να σε σκοτώσει. Ένας άλλος σκότωσε πολλούς βρικόλακες. Ό,τι χτίσατε καταστράφηκε. Ο στρατός που ετοιμάζατε δεν υπάρχει πια. Και ευθύνεσαι εσύ περισσότερο από τους άλλους, Ρεβέκκα. Με απογοήτευσες. ΠΩΣ ΤΟΛΜΗΣΕΣ!»

Η Ρεβέκκα αποτόλμησε ένα βλέμμα προς την Κόμισσα.

Αλλά δεν την είδε, γιατί τα κεριά έσβησαν.

*

Δρόμος ανάμεσα στο Μπρασώφ και το Μπραν – Μπραν

Το απόσπασμα των δέκα αντρών της πολιτοφυλακής αποχωρίστηκε από αυτό του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος γύρω στις δύο τα ξημερώματα, όταν ο υπαξιωματικός που το καθοδηγούσε εντόπισε τα απομεινάρια που είχαν αφήσει οι εξαφανισμένοι τσιγγάνοι -με δυσκολία μεν, λόγω της πυκνής νύχτας, αλλά τα βρήκε γιατί τα σχήματα των κάρων ξεχώριζαν. Ο άντρας έδωσε εντολή στους δικούς του να απλωθούν προσεκτικά, με τα όπλα ανά χείρας, και συνεννοήθηκε με τον ανθυπασπιστή του Ορεινού Πυροβολικού, ευχήθηκαν καλή τύχη ο ένας στον άλλο, και οι μεν πολιτοφύλακες άρχισαν να μαζεύουν ό,τι έβρισκαν και ο ουλαμός συνέχισε την πορεία του.

Όμως, ο σαρανταπεντάρης ανθυπασπιστής Τσανάντ Άπροντ διέταξε να πάνε πιο γρήγορα, γιατί δεν του άρεσαν καθόλου όσα είχε δει. Ήξερε, βέβαια, για μια απειλή που υπήρχε στο Μπραν, για τη διαταγή να καλυφτούν όλες οι παρακείμενες σε αυτό περιοχές με στρατιώτες, για τους εξαφανισμένους/νεκρούς πολιτοφύλακες του Μπρασώφ, για τους χωρικούς που είχαν φύγει και για αυτούς που αγνοούνταν, αλλά και ότι δεν είχε φτάσει καμία νεώτερη ενημέρωση από το απόσπασμα που είχε έρθει στο Μπραν από τη Βουδαπέστη. Του είχε πει και ο αντισυνταγματάρχης πως η απειλή ήταν άγνωστη, κάτι που σε έναν πόλεμο είναι από τις χειρότερες καταστάσεις (η άγνοια για το ποιόν του εχθρού σου ισοδυναμούσε σχεδόν πάντα με ήττα). Συν ότι τέτοια ώρα ο Άπροντ θα έπρεπε να κοιμάται, γιατί δεν είχε υπηρεσία, όπως και οι περισσότεροι του ουλαμού. Με όλα αυτά στο μυαλό του σκεφτόταν ένα πράγμα: Θεέ μου, μην φτάσουμε αργά. Δεν είχε γνωρίσει κανέναν από τους αφιχθέντες στρατιωτικούς, ούτε καν τον ταγματάρχη που τους διοικούσε, αλλά, από όσα είχε ακούσει από τον λοχαγό Ματέ, αυτός και ο Κέρσεν γνωρίζονταν από παλιά και είχαν κάποια έχθρα μεταξύ τους, όμως την είχαν ξεπεράσει για χάρη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.

«Για χάρη του Μπραν» είχε τονίσει ο Ματέ. «Γιατί αυτός ο τύπος, ο Φάμπιαν Άσπελ, σκέφτεται πολύ τους κατοίκους του Μπραν και πόσο κουρασμένοι και λυπημένοι είναι». Αυτά τα είχε πει με κάποια δόση ειρωνείας, γεγονός που ο αγουροξυπνημένος Άπροντ το περίμενε, ένεκα του ότι ήξερε πάνω από τρία χρόνια τον Ματέ και τι πίστευε για τους Τρανσυλβανούς: με απλά λόγια, δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για αυτούς. Ήταν από τους πρώτους αξιωματικούς που συμφώνησαν αμέσως με τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Κέρσεν, ότι η υπόθεση του Μπραν δεν αφορούσε το Δέκατο Πέμπτο, κι ας ήταν μονάδα του Κοινού Στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, άρα θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει που πολίτες της ζητούσαν τη βοήθειά τους. Ο Άπροντ, φυσικά, δεν είχε αντιταχθεί στους ανωτέρους του, γιατί θα έβρισκε τον μπελά του, αλλά σίγουρα διαφωνούσε με τη στάση τους. Ο ίδιος καταγόταν από την ουγγρική πόλη Σεκεσφεχερβάρ, περίπου σαράντα μίλια μακριά από τη Βουδαπέστη. Ήταν πρώην πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ουγγαρίας κατά τον Μεσαίωνα, αλλά πλέον μια αγροτική περιοχή που προσπαθούσε να αποκτήσει ξανά την πρότερη δόξα της, είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια πιστών Καθολικών (όπου, μεταξύ άλλων, είχε μάθει και ότι πρέπει να κρατάει κλειστό το στόμα του «όταν μιλούν οι μεγάλοι») και είχε αποφασίσει να ενταχθεί στον στρατό για να υπερασπιστεί την χώρα του. Σωματικά, ήταν δυνατός άντρας, ψηλός, με λίγα μαύρα μαλλιά (που θα τα έχανε και αυτά, όπως είχε χάσει ο πατέρας του τα δικά του, και ο παππούς του πριν από αυτόν κλπ), φρεσκοξυρισμένος και με γκρίζα μάτια. Αλλά ήταν αγχώδης άνθρωπος, που έκανε πίσω πιο εύκολα απ’ ό,τι θα ήθελε. Δεν είχε αποκτήσει δική του οικογένεια, αν και το επιθυμούσε πολύ. Απλώς, πάντα δυσκολευόταν στο να πλησιάσει μια γυναίκα που του άρεσε, κάτι που τον έκανε να νιώθει μειονεκτικά απέναντι ακόμα και σε κατώτερούς του στρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν σύζυγο και παιδί ή παιδιά ή έστω μια ερωμένη. Πάνω σε κουβέντες με φαντάρους ή βαθμοφόρους, όλο έλεγε ότι κάτι θα κάνει (για να παραστήσει και λίγο τον καμπόσο), υποσχόταν και στα γράμματα που έστελνε στους γονείς του ότι «το πάλευε», αλλά δεν είχε προχωρήσει ούτε βήμα –ως προς αυτό, βέβαια, μπορεί να έφταιγε και η πίεση των γονιών του ότι δεν πρέπει να μπλέξει με Τρανσυλβανή, αλλά με μια γνήσια Καθολική από την Ουγγαρία. Ο Άπροντ, μιας και τους αγαπούσε πολύ, τους το είχε υποσχεθεί –και, όπως και άλλες αντίστοιχες φορές στο παρελθόν, το μετάνιωνε, χωρίς ωστόσο να αλλάζει πορεία. Κι έτσι, έμενε σχεδόν μονίμως στο στρατόπεδο, να τρώει ό,τι φαγητό έφτιαχναν στο μαγειρείο, να κοιμάται σε όποιο άδειο και άβολο κρεβάτι έβρισκε και να μιλάει με φαντάρους που αδημονούσαν να ολοκληρώσουν την τριετή θητεία τους, ενώ πολλοί συνάδελφοί του έβγαιναν για να συναντήσουν την οικογένειά τους. Οι μόνες φορές που ο ίδιος έφευγε ήταν για να πάει είτε στην τοπική ρωμαιοκαθολική εκκλησία, είτε σε ένα από τα πορνεία του Μπρασώφ, αυτό που προτιμούσαν οι βαθμοφόροι του Δέκατου Πέμπτου και της πολιτοφυλακής. Ήξερε ότι αμάρτανε, αλλά διάβολε, υπήρχαν φορές που ήθελε να πάει με γυναίκα –ειδικά, μετά από μια κουραστική μέρα με ασκήσεις. Στο κάτω-κάτω, ήταν άντρας, είχε ανάγκες. Όσο αξιολύπητος και να γινόταν στα μάτια των συναδέλφων του, όσο χάλια και αν ένιωθε που πρόδιδε τις διδαχές των γονιών του και του πάστορα της ενορίας του, παρέμενε ένας κοινός θνητός, που ακόμα είχε ορμές… και με τρία τέσσερα ποτήρια ντόπια φθηνή βότκα, ξεπερνούσε κάθε πνευματική δυσκολία. Ίσως ο Θεός να τον καταλάβαινε, σκεφτόταν ενίοτε.

Όμως, προς το παρόν, όλα αυτά τα είχε αφήσει πίσω του, όπως είχαν αφήσει πίσω τα δικά τους προβλήματα οι φαντάροι που διοικούσε. Πήγαιναν στο Μπραν, να συνδράμουν το απόσπασμα που είχε έρθει από τη Βουδαπέστη. Πίστευε ότι έχουν μια δύσκολη αποστολή να φέρουν εις πέρας. Ό,τι και αν έλεγε ο Ματέ, το πρόβλημα που υπήρχε στο Μπραν έπρεπε να επιλυθεί. Και ναι, ο Άπροντ συμφωνούσε με τον ταγματάρχη Άσπελ, ότι οι κάτοικοι του χωριού έπρεπε να δικαιωθούν για όσα δεινά είχαν αντιμετωπίσει. Τι θα γινόταν αν οι εχθροί, αντί για το Μπραν, επιτίθονταν στο Σεκεσφεχερβάρ; Αυτόν τον τρόπο σκέψης τον είχε κληρονομήσει από την μάνα του, η οποία στα νιάτα της είχε εργαστεί εθελοντικά ως νοσοκόμα, υπό την καθοδήγηση της Σουζάνα Κόσουτ, της γυναίκας που είχε διοριστεί ως προϊσταμένη νοσοκόμα σε όλα τα νοσοκομεία της υπαίθρου. Η μητέρα του Άπροντ έλεγε ανέκαθεν στον μοναχογιό της ότι πρέπει να βλέπει τα προβλήματα των ανθρώπων που φροντίζει σαν να είναι δικά του, λες και αυτοί οι άνθρωποι να είναι οικείοι του. Εκείνη φρόντιζε τους ασθενείς, κυρίως τους τραυματίες πολέμου, αντιμετωπίζοντάς τους σαν αδέρφια της ή σαν γονείς της. «Και εσύ Τσανάντ, ως στρατιωτικός» του είχε πει όταν τον αποχαιρέτισε για να πάει ο Άπροντ να εκπαιδευτεί για υπαξιωματικός «οφείλεις να σκέφτεσαι τους πολίτες της Αυστροουγγαρίας ως συγγενείς σου. Πρέπει να ενδιαφέρεσαι για αυτούς».

Ο Άπροντ τής το είχε υποσχεθεί.

Κι αυτό θα έκανε και τώρα. Μαζί με όλους αυτούς τους στρατιώτες που του είχαν αναθέσει. Μαζί με το απόσπασμα από τη Βουδαπέστη –ή όσους είχαν μείνει. Μαζί με όσους άλλους πατριώτες θα έρχονταν ως επιπλέον ενισχύσεις. Θα απελευθέρωναν το Μπραν ή θα πέθαιναν προσπαθώντας το.

Αλλά όταν έφτασαν στο Μπραν, στις τρεις παρά είκοσι τα ξημερώματα, όλοι οι άντρες κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Το μέρος φαινόταν θεοσκότεινο απ’ άκρη σ’ άκρη και οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονταν ήταν ο αέρας και τα φύλλα που θρόιζαν και κάποια παντζούρια σπιτιών που χτυπούσαν στον τοίχο του εκάστοτε σπιτιού. Τίποτα από αυτά δεν θα τον ανησυχούσε πολύ, όμως, αν έβλεπε περιπολίες στρατιωτών. Δύο ή τρεις άντρες της Αυστροουγγαρίας να κυκλοφορούν με φανάρια στο ύψος του προσώπου και Μάνλιντσερ να κρέμονται στον ώμο. Δε χρειάζονταν περισσότεροι για την κάθε τρίωρη ή δίωρη βάρδια, γιατί το μέρος ήταν πολύ μικρό –το παρακείμενο δάσος δεν θα το έλεγχαν βραδιάτικα, προφανώς. Θα έπρεπε να πηγαίνουν από τον ένα δρόμο στον άλλο, να ελέγχουν εξωτερικά τα άδεια οικήματα (αυτά στα οποία δεν θα ξεκουράζονταν οι συνάδελφοί τους, δηλαδή), να ψάχνουν για ύποπτες πατημασιές ή συνομιλίες που δε δικαιολογούνταν (που δεν προέρχονταν από δικούς τους, δηλαδή). Θεωρητικά, απλή δουλειά, αν και κουραστική εν μέσω μιας κρύας βραδιάς. Όμως, πολύ ουσιώδης όταν είχες να κάνεις έναν εχθρικό στρατό να κρύβεται κάπου εδώ κοντά.

Ωστόσο, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Ή, αν υπήρχε, τότε το απόσπασμα του Δέκατου Πέμπτου δεν τον έβλεπε.

Ό,τι και να ίσχυε δεν ήταν καλό.

Τον έζωσαν τα φίδια τον Άπροντ και έτσι διέταξε τους άντρες του να βγάλουν τα όπλα τους και να είναι έτοιμοι για μάχη. Έπειτα, κατέβηκαν από τα άλογα και είπε σε πέντε στρατιώτες να μείνουν και να προσέχουν αυτά και το κανόνι, ενώ, αν έρχονταν αντιμέτωποι με κάποιον εχθρό ή γενικά αν παρατηρούσαν κάτι περίεργο (κάποια κίνηση στο δάσος, ας πούμε), έπρεπε να ρίξουν στον αέρα. Οι άντρες συμφώνησαν και απλώθηκαν γύρω από τα άλογα και το κανόνι, έτσι ώστε ένας να στέκεται με πρόσωπο προς τον κεντρικό δρόμο του χωριού, ένας να καλύπτει την αριστερή πλευρά, άλλος ένας τη δεξιά και δύο την πίσω.

Ο Άπροντ σκέφτηκε να χωρίσει τους υπόλοιπους σε τρεις ομάδες των έξι ατόμων, για να κερδίσουν χρόνο με τις έρευνες, αλλά αποφάσισε πως δεν θα το έκανε. Δεν ήξερε τι να περιμένει, δεν ήξερε τι θα συναντούσαν –ή ποιους θα συναντούσαν. Δεν υπήρχε νεώτερη ενημέρωση. Οπότε όλα ήταν δυνατά. Και αυτό του ενέτεινε το άγχος. Όπως έβλεπε το έρημο Μπραν, που ήταν γεμάτο σκοτάδι και ακαθόριστα σχήματα, θυμήθηκε ότι είχαν ακουστεί φήμες για αυτό. Ότι το είχαν κυριεύσει τέρατα. Βρικόλακες, ένας από τους πιο γνωστούς μύθους της Τρανσυλβανίας, αλλά και της Ουγγαρίας –λεγόταν ότι η κόμισσα Μπάθορι μάλλον ήταν βρικόλακας, γιατί έκανε μπάνιο μέσα σε αίμα παρθένων. Από τότε που έφτασε στο Μπρασώφ, οχτώ χρόνια πριν, όντας αρχιλοχίας ακόμα, άρχισε να ακούει για τους βρικόλακες. Ότι είναι νεκροί που βγαίνουν από το φέρετρό τους, κυκλοφορούν την νύχτα και όποιον άτυχο βρίσκουν στο διάβα τους του πίνουν το αίμα, για να επιστρέψουν στον τάφο τους πριν την αυγή. Ο Άπροντ είχε ακούσει για τέρατα και σαν παιδί. Η μητέρα του, όταν αυτός δεν έτρωγε το Zöldségleves του (σούπα με λαχανικά όπως μπιζέλια, καρότα, γογγύλια και μαϊντανό) ή όταν αργούσε να ετοιμαστεί για την εκκλησία, του έλεγε πως το βράδυ που θα έπεφτε για ύπνο θα έβγαινε κάτω από το κρεβάτι του ο Ουρντούγκ, που «ήταν» τρομακτικός δαίμονας με κέρατα, οπλές αλόγου για χέρια και πόδια και μια μακριά ουρά, και θα τον έπαιρνε από το ζεστό κρεβάτι του και θα τον πήγαινε στην Κόλαση, όπου θα τον έριχνε σε ένα από τα καζάνια του Διαβόλου και θα τον έκαιγε. Από την πρώτη στιγμή που άκουσε για αυτόν τον δαίμονα, ο Άπροντ έβλεπε εφιάλτες και έτσι συμμορφωνόταν. Ως τα δεκατρία του, όμως (οπότε πίστευε πως μπορούσε να διώξει με μπουνιές και κλοτσιές τον Ουρντούγκ). Έπειτα και μέχρι να πάει στο στρατό, αρκούσε μια απαγόρευση εξόδου με τους φίλους του, για να κάνει ό,τι ήθελαν οι δικοί του. Όμως, από τότε που αποφάσισε να στρατευθεί μόνιμα, οπότε και τον μετέθεταν σε όποιο στρατόπεδο υπήρχε ανάγκη για κάποιον υπαξιωματικό, απομακρύνθηκε από τις δεισιδαιμονίες των γονιών του –αλλά και από την θρησκεία, αν και κατ’ ουσίαν παρέμενε πιστός. Πάντως, δεν είχε ακούσει ξανά για τέρατα σαν τον Ουρντούγκ ή, αν άκουγε κάτι σχετικό από κάποιον φαντάρο, συνήθως χαμογελούσε χωρίς να σκοτίζεται.

Αλλά τώρα, για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, το Μπραν ξύπνησε μέσα του το φόβο για το υπερφυσικό τέρας που καραδοκούσε στις σκιές. Ήταν κάτι που μισούσε και που τον έκανε συχνά να μαλώνει με την μητέρα του, γιατί ποτέ του δεν κατάλαβε πώς μια τόσο καλή χριστιανή, που είχε φροντίσει εκατοντάδες αρρώστους και τραυματίες, θα τρομοκρατούσε το παιδί της. Η ίδια τού έλεγε ότι όταν έκανε τα δικά του παιδιά θα καταλάβαινε, αλλά ο Άπροντ δεν θα ήθελε να φοβερίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί του –αν αποκτούσε ποτέ, δηλαδή. Καλύτερα να του φώναζε μονάχα ή έστω να μην το άφηνε να βγει από το δωμάτιό του, αν όντως είχε κάνει κάτι κακό.

Ο Άπροντ διέτρεξε με τα γκρίζα μάτια του το τοπίο. Είχε το Μάνλιντσερ στο ένα χέρι και το αναμμένο φανάρι του στο άλλο. Είχε την παρόρμηση να φέξει προς το Μπραν, αναζητώντας (τον Ουρντούγκ) χωρικούς και πολιτοφύλακες (και ορειβάτες τυφεκιοφόρους;) που θα έπρεπε να είναι νεκροί, αλλά που αντίθετα κυκλοφορούσαν σε τούτο το στοιχειωμένο μέρος, αναζητώντας ανθρώπινο αίμα.

«Κύριε ανθυπασπιστά;» ρώτησε ένας από τους στρατιώτες που στέκονταν πίσω του. «Τι θα κάνουμε;»

Ο Άπροντ έφερε το πρόσωπο του Ιησού στο νοητό οπτικό του πεδίο και η ομίχλη των φρικιών διαλύθηκε στη στιγμή. Ένιωσε το βάρος του όπλου στα χέρια του και την στολή που φορούσε να τον καλύπτει σαν πανοπλία. Δεν υπήρχαν τέρατα. Δεν είχε δει ποτέ του κανένα. Ο Ουρντούγκ ήταν ένα τρομακτικό παραμύθι. Όλα αυτά ήταν τρομακτικά παραμύθια και τίποτα περισσότερο. Τούτο το χωριό είχε υποστεί φρικαλεότητες που προέρχονταν από ζωντανό ανθρώπινο χέρι και όχι από κάποια απέθαντα όντα. Γιατί δεν υπήρχαν απέθαντα όντα.

Γύρισε προς τους φαντάρους. «Ακολουθήστε με» είπε με αποφασιστικότητα και κίνησε για τον κεντρικό δρόμο του Μπραν, με τους περισσότερους στρατιώτες να περπατούν πίσω του και κάποιους δίπλα του.

Δέκα λεπτά μετά, και αφού έψαξαν κάθε σπιθαμή του δρόμου, βρήκαν το μεγάλο σπίτι των Τσομπάνου… και τα πτώματα των ορειβατών τυφεκιοφόρων. Τα είχαν δει από νωρίτερα, αλλά ο Άπροντ έκρινε ότι, εφόσον οι άντρες ήταν ακίνητοι στο έδαφος, δεν υπήρχε βιασύνη για αυτούς, όμως έπρεπε να ελέγξουν το καφενείο, την εκκλησία και φυσικά τα σπίτια –που αποδείχτηκαν όλα άδεια, αν και πολλά από αυτά είχαν καεί. Ωστόσο, ο Άπροντ, με το που είδε από απόσταση τις ένστολες φιγούρες, αλλά και το κόκκινο χιόνι που τις περιέβαλλε, αναθεμάτισε, γιατί ήξερε ότι είχαν έρθει αργά.

Φτάνοντας πάνω από τους πρώτους νεκρούς, ο Άπροντ έσκυψε, άφησε το φανάρι του στο έδαφος και έλεγξε αν έχει σφυγμό ένας από αυτούς, ενώ διέταξε δύο φαντάρους να κάνουν το ίδιο με άλλους. Βρήκε τον λαιμό του αποθανόντα σκισμένο με μια βαθιά χαρακιά, ενώ το αίμα που είχε νοτίσει το παγωμένο δέρμα είχε κρυσταλλωθεί σαν να ήταν νερό. Ο πεσμένος άντρας, που δεν θα ήταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών, δεν είχε σφυγμό, όπως το περίμενε ο Άπροντ.

Οι άλλοι δύο φαντάροι του Δέκατου Πέμπτου επιβεβαίωσαν ότι όσους έλεγχαν είναι σίγουρα νεκροί.

«Θεέ μου» ψέλλισε ο Άπροντ, που ακόμα δεν είχε σηκωθεί όρθιος. Έβγαλε το κράνος του, έτριψε τα μάτια του και, αναστενάζοντας, κοίταξε τριγύρω. Το βλέμμα του πέρασε από τα σκοτεινά κτίρια στα πτώματα, στον κήπο του μεγάλου σπιτιού, στην ανοιχτή είσοδο (που κι εκεί είχε νεκρούς) και στον πρώτο όροφο. Όπως διαπίστωνε, ήταν το μόνο κτίσμα στο Μπραν που είχε φως στο εσωτερικό του.

Άραγε, θα είναι κανείς ζωντανός εκεί μέσα ή θα βρούμε μόνο πεθαμένους; αναρωτήθηκε.

«Τι συνέβη εδώ, κύριε ανθυπασπιστά;» ρώτησε σοκαρισμένος ένας στρατιώτης που στεκόταν δίπλα του. Έδειξε με το Μάνλιντσερ τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους. «Πότε έγιναν όλα αυτά; Πριν λίγες ώρες ήρθε εδώ το απόσπασμα».

Ο Άπροντ σηκώθηκε και φόρεσε το κράνος του ξανά. «Απ’ ό,τι φαίνεται, στρατιώτη» είπε «έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ ισχυρό και αμείλικτο εχθρό». Γύρισε προς τους άλλους. Ανέθεσε σε δέκα από αυτούς να πάνε στους άλλους δύο δρόμους και να ψάξουν για επιζώντες ή νεκρούς ή οποιοδήποτε στοιχείο θα βοηθούσε τις έρευνες. Αν έβρισκαν εχθρούς, τότε…

«Δεν υπάρχει λόγος να κουράζεστε, κύριε» ακούστηκε κάποιος πίσω από τον Άπροντ, ο οποίος γύρισε απότομα δεξιά, αλλά δίχως να υψώσει το όπλο του, αφενός γιατί κανένας από τους στρατιώτες του -που σίγουρα είχαν δει τον άντρα, γιατί στέκονταν με πρόσωπο προς το μεγάλο σπίτι- δεν το είχε κάνει και αφετέρου γιατί ο άντρας είχε μιλήσει στα ουγγρικά.

Και πράγματι, είδε πως από τον κήπο τούς πλησίαζε ένας ένστολος που ανήκε στις τάξεις της πολιτοφυλακής. Ο άντρας φαινόταν ταλαιπωρημένος, η στολή του ήταν τσαλακωμένη και στο κούτελο είχε ένα καρούμπαλο. Το χειρότερο, όμως, για τον Άπροντ είναι που ο πολιτοφύλακας δε φορούσε το κράνος του, ούτε κρατούσε το Μάνλιντσερ του, αλλά τα κρατούσε με τα χέρια του, σαν να ήταν γιατρός που κουβαλούσε τα σύνεργά του καθώς περιφερόταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου που δούλευε. Ο Άπροντ θυμόταν που ο Κέρσεν τού είχε πει πως μαζί με το απόσπασμα των ορειβατών τυφεκιοφόρων είχε έρθει και ένας δεκανέας πολιτοφύλακας ονόματι Σέκερες. Αλλά ήταν να έρθει και κάποιος άλλος, κάποιος Άγγλος πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, που λεγόταν Τζον Χίθροου, ο οποίος θα μετέφερε κάποια σημαντικά έγγραφα στον ταγματάρχη Άσπελ. Απ’ όσο έβλεπε, κανένας από τους νεκρούς δε φορούσε πολιτικά ρούχα.

Ο Σέκερες έφτασε κοντά στον Άπροντ. «Εσείς είστε επικεφαλής, σωστά;» ρώτησε ξεψυχισμένα, κοιτώντας τον κατάματα.

«Σωστά. Ανθυπασπιστής Τσανάντ Άπροντ, του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού. Είσαι ο δεκανέας Σέκερες, της πολιτοφυλακής του Μπρασώφ;»

Ο Σέκερες ένευσε. Κοίταξε τους άλλους στρατιώτες. Λίγοι είναι, σκέφτηκε.

Ο Άπροντ πήγε να τον ρωτήσει γιατί δεν παρουσιαζόταν ως όφειλε, όμως έκρινε ότι ο δεκανέας είχε ζήσει μια πολύ άσχημη βραδιά, για να του την κάνει χειρότερη ένας άλλος στρατιωτικός της Αυτοκρατορίας. Οπότε ρώτησε «Τι στο διάβολο έγινε εδώ πέρα, Σέκερες;»

«Σφαγή, ανθυπασπιστά. Μας επιτέθηκαν και αμυνθήκαμε, αλλά ουσιαστικά αποδεκατιστήκαμε». Έδειξε προς το σπίτι με το όπλο που το κρατούσε στο δεξί του χέρι. «Είναι κι άλλοι νεκροί εκεί μέσα. Όλοι οι ορειβάτες τυφεκιοφόροι πέθαναν. Όλοι εκτός από αυτόν που έφυγε νωρίτερα, δηλαδή, για να μεταφέρει στο Μπρασώφ το κοριτσάκι που βρήκαμε και δεν γύρισε».

«Όλοι; Και ο ταγματάρχης;»

«Δεν ξέρουμε πού είναι ο ταγματάρχης Άσπελ. Ψάξαμε, μα δεν τον βρήκαμε».

«Χριστέ μου!» φώναξε ο Άπροντ και σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα, για να σκεφτεί όσα άκουσε. Έπειτα, ρώτησε «Ποιοι σας επιτέθηκαν; Πόσοι ήταν; Τι όπλα κουβαλούσαν;»

Ο Σέκερες έκανε να του απαντήσει, να του πει όλη την αλήθεια, αλλά τότε ένας στρατιώτης φώναξε «Ακίνητος!» και όπλισε, κάτι που έκαναν και οι άλλοι. Όλοι τους σήκωσαν τα Μάνλιντσερ προς το σπίτι και τον δεύτερο άνθρωπο που βγήκε από αυτό. Με τη διαφορά, όμως, ότι ο συγκεκριμένος φορούσε ένα μακρύ δερμάτινο πανωφόρι και ένα περίεργο στρογγυλό καπέλο, ήταν ψηλός και αδύνατος. Ο άγνωστος στάθηκε σε ένα σημείο του κήπου, κοιτώντας τους στρατιώτες και καπνίζοντας το τσιγάρο που είχε στο στόμα του.

«Όχι, είναι εντάξει» είπε ο Σέκερες. «Κατεβάστε τα όπλα. Δεν είναι εχθρός».

Ο Άπροντ ρώτησε «Είναι ο Άγγλος καθηγητής; Ο Χίθροου;»

«Ναι, αυτός είναι». Λίγο πριν βγει έξω, ο Σέκερες είχε ακούσει τον Κάρτερ να του εξηγεί τι θα έλεγαν στο απόσπασμα που θα ερχόταν. Ψέματα ή μισές αλήθειες, ουσιαστικά. Και το πρώτο ψέμα που θα έλεγαν αφορούσε στην ταυτότητα του Κάρτερ. Δεν του άρεσε του Σέκερες, αλλά ήταν τόσο αποπροσανατολισμένος που δεν είχε το κουράγιο να επιβληθεί του Κάρτερ, παρότι τυπικά μπορούσε ακόμα και να τον συλλάβει –κάτι που, φυσικά, δεν είχε σκεφτεί καν.

«Κατεβάστε τα όπλα» διέταξε ο Άπροντ και οι άντρες του υπάκουσαν. Θυμήθηκε τα ιδιαίτερα μαθήματα που είχε κάνει όντας παιδί και είπε στα αγγλικά «Μπορείτε να πλησιάσετε, κύριε καθηγητά».

Ο Κάρτερ προχώρησε με αργά και σταθερά βήματα και έφτασε τον Σέκερες και τον Άπροντ. «Γεια σας» είπε, αφού έβγαλε το τσιγάρο και έδωσε το ελεύθερο χέρι του στον ένστολο. «Καθηγητής Τζον Χίθροου, από την Αγγλία».

«Ανθυπασπιστής Τσανάντ Άπροντ, του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού, του Κοινού Στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας» είπε ο Άπροντ, με χαμόγελο. Η μητέρα του ήθελε ο γιος της να είναι υπόδειγμα. Μεταξύ άλλων, έπρεπε και να είναι ευγενής προς τους ξένους, ειδικά προς αυτούς που είχαν ένα τόσο σπουδαίο πόστο όπως του δασκάλου ή του γιατρού. Είναι άνθρωποι σπουδαγμένοι, Τσανάντ. Έχουν γνώσεις και οι μεν τις μοιράζουν στα παιδιά και οι δε βοηθάνε να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Πρέπει να τους σεβόμαστε. «Χάρηκα για την γνωριμία, κύριε καθηγητά. Αν και θα προτιμούσα να γνωριστούμε υπό καλύτερες συνθήκες».

«Κι εγώ, κύριε ανθυπασπιστά» είπε ο Κάρτερ. «Δυστυχώς, όμως, οι περιστάσεις είναι πολύ… δυσάρεστες».

«Ναι, είναι, κύριε. Μου είπε ο δεκανέας ότι σας επιτέθηκαν, πως ο ταγματάρχης Άσπελ αγνοείται, ενώ οι εχθροί σκότωσαν όλους τους άλλους, εκτός από εσάς τους δύο. Κάτι που δεν καταλαβαίνω, για να είμαι ειλικρινής. Γιατί να σας αφήσουν ζωντανούς και μάλιστα δίχως να σας τραυματίσουν πολύ ή ακόμα και να σας σκοτώσουν;»

«Είχαν κι αυτοί πολλές απώλειες, κύριε ανθυπασπιστά» απάντησε ο Κάρτερ. «Πολύ περισσότερες απ’ όσες περίμεναν. Νόμιζαν ότι θα μας εξόντωναν όλους, αλλά έκαναν λάθος. Τους αντιμετωπίσαμε επάξια, θα έλεγα, αν σκεφτούμε ότι ήταν περισσότεροι από εμάς».

Ο Άπροντ ρώτησε «Πολεμήσατε και εσείς, κύριε καθηγητά;»

«Ναι, καθώς υπήρξα κι εγώ στρατιώτης κάποτε. Άλλωστε, δεν γινόταν να μείνω αμέτοχος, ενώ γύρω μου γινόταν μια τόσο φοβερή μάχη. Προσπάθησα να βοηθήσω και εγώ τον φίλο μου τον ταγματάρχη Άσπελ και τους άντρες του».

«Κατάλαβα. Πολύ ευγενικό και ηρωικό από μέρους σας, κύριε. Εκ μέρους του Κοινού Στρατού, σας ευχαριστούμε για ό,τι κάνατε. Δεν είχατε καμιά υποχρέωση να συμμετέχετε και να ρισκάρετε την ζωή σας, όμως εσείς το πράξατε».

Ο Κάρτερ χαμογέλασε, αλλά σφιγμένα, χωρίς να νιώθει χαρά. Έβγαλε το καπέλο του και είπε με ειλικρίνεια «Μακάρι να είχα κάνει περισσότερα, κύριε ανθυπασπιστά, και να μη θρηνούσαμε τόσους νεκρούς».

Ο Άπροντ, που ήδη συμπαθούσε πολύ τον ξένο, έσπευσε να πει «Ω, μα τι λέτε, κύριε καθηγητά. Φερθήκατε με αδιανόητη γενναιότητα, σε έναν πόλεμο που δεν συμμετέχει η χώρα σας. Ήδη κάνατε πάρα πολλά, και μόνο ευγνώμονες μπορούμε να είμαστε για εσάς, κύριε».

Ο Κάρτερ δεν μίλησε.

«Κύριε καθηγητά» είπε ο Άπροντ «με όλο το σεβασμό, θα σας πρότεινα να επιστρέψετε στην Αγγλία ή έστω να πάτε προσωρινά στο Μπρασώφ. Θα στείλω δύο άντρες εκεί, να μεταφέρουν ένα μήνυμα με όσα είδαμε και μάθαμε στον αντιστράτηγο Ζαλάν και στον αντισυνταγματάρχη Κέρσεν, τους διοικητές της πολιτοφυλακής και του Δέκατου Πέμπτου, δηλαδή. Οι άντρες μου θα σας μεταφέρουν με ασφάλεια στο Μπρασώφ, σας το εγγυώμαι. Αυτή θα είναι η βασική τους προτεραιότητα. Η ασφάλειά σας. Δεν υπάρχει λόγος να ρισκάρετε κι άλλο την ζωή σας».

«Κύριε ανθυπασπιστά» είπε ο Κάρτερ, πετώντας το αποτσίγαρό του, «θέλω να μείνω. Ο ταγματάρχης Άσπελ… είναι… φίλος μου». Παραλίγο να πει ήταν αδερφός μου. «Γνωριζόμαστε χρόνια. Θα ήταν τουλάχιστον δειλία από μέρους μου, να μην πω προδοσία, αν έφευγα, χωρίς να σας βοηθήσω. Δεν έχω υποχωρήσει ποτέ μπροστά στον κίνδυνο του πολέμου και δεν σκοπεύω να το κάνω τώρα, που αγνοείται ένας από τους καλύτερους φίλους που είχα ποτέ».

Ο Άπροντ θαύμαζε τον άλλο, γιατί δεν είχε συναντήσει ξανά πολίτη που να είναι τόσο θαρραλέος –ειδικά, χωρίς λίγη βοήθεια από κρασί ή μπίρα. Όμως, όφειλε να προσπαθήσει να τον μεταπείσει. «Είστε σίγουρος, κύριε; Σας το επαναλαμβάνω, δεν θα σας θεωρήσουμε δειλό ή οτιδήποτε άλλο. Ούτε καν ο ταγματάρχης δεν θα σκεφτεί έτσι για εσάς. Απ’ ό,τι ξέρω, είναι εξαίρετος άνθρωπος και σίγουρα θα δείξει κατανόηση, αν θελήσετε να αποχωρίσετε».

Ο Κάρτερ χαμογέλασε ξανά. «Ευγενικό εκ μέρους σας, ανθυπασπιστά, αλλά επιμένω».

Ο Άπροντ έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο, περιμένοντας μήπως ο άλλος αλλάξει γνώμη. Όμως, βλέποντάς τον να στέκεται ευθυτενής και καθόλου πρόθυμος να κάνει πίσω, γεγονός που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον θαυμασμό του για τον ξένο, κατένευσε και είπε «Εντάξει, κύριε. Όπως επιθυμείτε».

«Ευχαριστώ, κύριε ανθυπασπιστά».

Ο Άπροντ στράφηκε προς τον Σέκερες. «Δεκανέα, μπορείς τώρα να απαντήσεις στις ερωτήσεις που σου έκανα πριν; Ποιοι, πόσοι και με τι όπλα σας επιτέθηκαν;»

Ο Σέκερες ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν ή πόσοι. Περισσότεροι από εμάς, σίγουρα» απάντησε.

«Επίσης, δε φορούσαν κάποια στολή, κύριε ανθυπασπιστά» είπε ο Κάρτερ. «Ήταν ντυμένοι με μαύρα ρούχα. Ούτε κρατούσαν σημαία μαζί τους. Δεν μπορούμε να πούμε ποιοι ήταν. Όσο για τα όπλα τους, είχαν αυτό εδώ το κάρο με το μπαρούτι και τους δαυλούς» έδειξε το παρατημένο μέσο μεταφοράς που κάποτε ανήκε στην οικογένεια Μπενγκέσκου, «και, το ξέρω ότι θα σας φανεί περίεργο, αλλά δεν είχαν τίποτα άλλο, παρά μόνο μαχαίρια και σπαθιά».

«Μόνο μαχαίρια και σπαθιά;» επανέλαβε άναυδος ο Άπροντ και έμεινε με ανοιχτό στόμα. Κοιτούσε μια τον Σέκερες και μια τον Κάρτερ. «Μα τότε πώς;… Πώς κατάφεραν να σκοτώσουν τόσους πολλούς οπλισμένους στρατιώτες; Όσοι και να ήταν, δηλαδή, εσείς είχατε πυροβόλα. Και σκυλιά. Θα έπρεπε εσείς να τους είχατε αφανίσει και όχι εκείνοι εσάς».

«Ήταν πονηροί, κύριε ανθυπασπιστά» απάντησε ο Κάρτερ. «Μας επιτέθηκαν πριν καν να το συνειδητοποιήσουμε. Μην ξεχνάτε ότι αυτοί είχαν προηγηθεί, είχαν έρθει στο Μπραν νωρίτερα από εμάς. Πρόλαβαν να το γνωρίσουν, να βρουν τις σωστές κρυψώνες, τα κατάλληλα παρατηρητήρια. Από πού θα φαίνονταν όταν θα έρχονταν. Και τα λοιπά». Δεν ένιωθε τύψεις που έλεγε ψέματα. Έπραττε ό,τι χρειαζόταν, για να κερδίσει χρόνο, ώστε να έρθει η κατάλληλη βοήθεια. Ο Μαρτίν. Αυτόν είχαν υποδείξει η Έμιλυ και ο Φάμπιαν ως τον πλέον αρμόδιο για αυτή την υπόθεση και ο Κάρτερ θα εμπιστευόταν το ένστικτό τους. Γιατί, όπως το έβλεπε ο πιστολέρο, μπορεί ο Φάμπιαν να έκανε σημαντικά λάθη, αλλά αυτά οφείλονταν στο ότι δεν είχε πιστέψει εξ αρχής ή έστω έγκαιρα ότι είχαν να κάνουν με βρικόλακες. Όταν πίστεψε, όταν κατάλαβε το μεγαλύτερο λάθος του δηλαδή, τότε αποφάσισε πως έπρεπε να καλέσει επιπλέον βοήθεια, καταλήγοντας στον μοναδικό άνθρωπο που ήξερε πολλά πράγματα για το υπερφυσικό. Κι εφόσον δεν ήταν εδώ, για να τον περιμένει, είχε αναλάβει αυτό το καθήκον ο Κάρτερ. Όσον αφορά τους στρατιωτικούς, δε, αυτοί θα είχαν άλλη δουλειά, να φυλάνε τα μετόπισθεν, που ήταν σημαντική και αυτή. Γιατί ναι, ο Κάρτερ είχε σκεφτεί να πουν στους στρατιωτικούς να φέρουν κι άλλους, εκατοντάδες, και να επιτεθούν στο κάστρο, αλλά τι θα τους έλεγαν ακριβώς; Ότι είχαν να αντιμετωπίσουν βρικόλακες; Ποιος θα τους πίστευε, και ειδικά τον Κάρτερ που ήταν και ξένος και αφορμή έψαχναν να τον διώξουν; Το λάθος του Φάμπιαν δεν ήταν τόσο άκαιρο, όσο είχε πιστέψει προς το τέλος ο ίδιος. Ήταν απολύτως λογικό. Ο κόσμος προσπαθούσε να αφήσει πίσω του τις δεισιδαιμονίες, να απεγκλωβιστεί από τους παράλογους φόβους. Ο Φάμπιαν ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, που είχε τύχει να αναλάβει μια αποστολή που αποδείκνυε πως δεν ήταν αδικαιολόγητες όλες οι ανησυχίες των γερόντων. Πολύ απλά, κάποια τέρατα υπήρχαν. Όμως, δεν θα πείθονταν όλοι για αυτή την αλήθεια, παρεκτός αν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτά –αλλά τότε θα ήταν αργά για αυτούς.

«Και πάλι, όμως» συνέχισε ο Άπροντ «πόσο να σας αιφνιδιάσουν; Δεν είχατε περιπόλους; Κάποιους να φυλάνε σκοπιά; Αυτοί δεν είδαν τίποτα; Τα σκυλιά δεν σας προειδοποίησαν;»

«Είχαμε περιπόλους και πράγματι τα σκυλιά εντόπισαν τους εχθρούς, αλλά δυστυχώς αυτοί φάνηκαν ικανότεροι».

«Αυτό είναι τεράστια δυσφήμιση για την Αυτοκρατορία. Πέραν των απωλειών, εννοώ, που είναι το πιο δυσάρεστο γεγονός». Ο Άπροντ κατέβασε το κεφάλι και έβγαλε το κράνος του και έτριψε τα λίγα μαύρα μαλλιά που του είχαν μείνει. «Θεέ μου, τι θα κάνουμε τώρα;» Κοίταξε τον Σέκερες και μετά τον Κάρτερ. «Δηλαδή, δεν ακούσατε ούτε καν τι έλεγαν; Δεν καταλάβατε τι γλώσσα μιλούσαν;»

Ο Σέκερες γύρισε αλλού, ανασηκώνοντας τους ώμους του.

Ο Κάρτερ απάντησε «Ήμασταν πολύ αναστατωμένοι, για να δώσουμε σημασία σε αυτό, κύριε ανθυπασπιστά. Από παντού, ακούγονταν σφαγές, πυροβολισμοί (από όσους από εμάς δεν είχαμε σκοτωθεί ακόμα) και κραυγές. Έπρεπε να ανασυνταχτούμε. Υποθέτω ότι το καταλαβαίνετε και ο ίδιος».

Ο Άπροντ ένευσε παραιτημένος. «Ναι, ναι, καταλαβαίνω… Άλλωστε, αν μιλούσαν ουγγρικά ή ρουμανικά, θα το ξέρατε. Οι στρατιωτικοί, εννοώ, όχι εσείς, κύριε Χίθροου. Εκτός αν μιλάτε ουγγρικά ή ρουμανικά, δεν ξέρω». Ξεφύσησε, βάζοντας ξανά το κράνος του. «Όπως είπα, πρέπει να στείλουμε μήνυμα στο Μπρασώφ. Πρέπει να μας στείλουν στρατιώτες. Πολλούς στρατιώτες. Μια μοίρα, τριακόσιους άντρες, συν πέντε ή έξι κανόνια, για να διαλύσουμε τις γραμμές τους. Μπορεί να ρίξουμε και κάποια σπίτια του χωριού, αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα, θα χτίσουν ξανά, όταν θα έχουμε ξεμπερδέψει με τους εχθρούς…»

Όσο ο Άπροντ εξιστορούσε τον συλλογισμό του, ο Κάρτερ, που περίμενε τέτοια αντίδραση, ετοιμαζόταν να τον διακόψει. Κοίταξε τον Σέκερες και μετά τους στρατιώτες πίσω από τον Άπροντ. Έδειχναν ετοιμοπόλεμοι, αλλά κι αυτοί θα λιγοψυχούσαν μπροστά στην θέα των βρικολάκων. Και ο ίδιος είχε συγκλονιστεί, κι αν δεν ήταν ο θρυλικός πιστολέρο να αναλάβει τα ηνία, σίγουρα θα είχε πεθάνει ή θα τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο και αυτόν. Ή χειρότερα, θα τον είχαν κάνει βρικόλακα. Δεν μπορούσε να βασιστεί πάνω τους, περισσότερο από το να φροντίσουν να μην απλωθεί το Κακό σε όλη την Τρανσυλβανία. Ρώτησε «Κύριε ανθυπασπιστά, μπορώ να προτείνω κάτι;»

Ο Άπροντ σταμάτησε πριν σηκώσει τα χέρια του και δείξει πού θα έστηναν τα κανόνια. «Ναι, φυσικά» απάντησε.

«Στείλτε τους δύο στρατιώτες, με ένα σημείωμα. Πείτε τι βρήκατε και ότι χρειαζόμαστε ενισχύσεις άμεσα. Αλλά σκεφτείτε το εξής: δεν ξέρουμε πού πήγαν οι εχθροί. Θα αναγκαστούμε να ψάξουμε όλο το Μπραν και το δάσος, και μπορεί να μη βρούμε κανέναν ή κάποιο στοιχείο για το πού έχουν στρατοπεδεύσει».

«Άλλος ένας λόγος για να μας στείλουν πολλούς άντρες. Όσο περισσότεροι, τόσο μεγαλύτερη έκταση θα μπορέσουμε να καλύψουμε, έτσι δεν είναι;»

Ο Κάρτερ δεν μπορούσε να απαντήσει οτιδήποτε άλλο, παρά να συμφωνήσει, γιατί αλλιώς θα κινούσε υποψίες. «Έτσι είναι». Έβγαλε τσιγάρο και άρχισε να το στρίβει. «Ωραία, ας γίνει όπως το σκεφτήκατε». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να καθυστερήσει την άφιξη επιπλέον στρατιωτικών, ούτε να εμποδίσει τις έρευνες που θα ακολουθούσαν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει έναν τρόπο ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε έρευνα στο κάστρο, προτού έρθει ο Μαρτίν. Μια άφιξη που ήλπιζε να συντομευθεί, γιατί ήδη από το ξημέρωμα, το κάστρο θα φαινόταν.

Καθώς άναβε το τσιγάρο του και έβλεπε τον Άπροντ να βγάζει ένα χαρτί και μολύβι και να πηγαίνει μέσα στο μεγάλο σπίτι, ακολουθούμενος από δύο φαντάρους, ο Κάρτερ διερωτήθηκε αν το να υποσκάψει τις προσπάθειες των στρατιωτικών είναι η σωστή απόφαση. Θα ήταν ανέντιμο από μέρους του. Αυτοί ήθελαν να λύσουν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα της χώρας τους, όπως όφειλαν. Κάτι που θα ήθελε και ο ίδιος αν ήταν στην θέση τους. Και σίγουρα, δεν θα του άρεσε καθόλου αν ανακάλυπτε ότι κάποιος ξένος περιέπλεκε τα πράγματα εις βάρος της χώρας του. Μήπως ήταν κι αυτός ένας εχθρός τελικά; Ένας κατάσκοπος, ίσως; Κάπως έτσι θα τον αντιμετώπιζαν, αν μάθαιναν την αλήθεια. Και ή που θα τον έδιωχναν κακήν κακώς από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία ή θα τον φυλάκιζαν ή θα τον σκότωναν.

Κι αν ανακάλυπταν ότι υπάρχουν βρικόλακες; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη; Μήπως θα καταλάβαιναν γιατί έκανε ό,τι έκανε;

Ο Κάρτερ αμφέβαλλε για αυτό. Αν ήταν στην θέση τους, δεν θα πίστευε ούτε λέξη περί βρικολάκων.

Τότε είδε τον Σέκερες να τον πλησιάζει. Ο δεκανέας στάθηκε δίπλα του και ψιθύρισε «Όταν έρθουν με τα κανόνια, θα πάμε στο κάστρο. Θα το… εμ… θα το ρίξουμε. Θα θάψουμε τους βρικόλακες».

Ο Κάρτερ σκέφτηκε κάτι, μια λύση για να μην επιτεθούν άμεσα. «Και ο ταγματάρχης; Θα πεθάνει μαζί τους» είπε περισσότερο στον εαυτό του, παρά στον Σέκερες.

«Δεν ξέρουμε αν τον έχουν» επέμεινε ο δεκανέας. «Ή αν είναι ζωντανός».

Ο Κάρτερ κοίταξε τον κοντύτερό του Σέκερες. Φαινόταν ότι είχε ανακάμψει μετά τις ανακοινώσεις του Άπροντ. Ότι είχε αποκτήσει ξανά την επιθυμία του για μάχη. Είχε φορέσει ακόμα και το κράνος του, δείχνοντας ότι είχε αναλάβει και πάλι υπηρεσία. «Μπορεί και να είναι, όμως. Αν είναι νεκρός, γιατί να τον πάρουν μαζί τους;»

Ο Σέκερες μόρφασε. Δεν ήξερε τι να πει.

«Αλλά, όπως και να έχει» συνέχισε ο Κάρτερ «ποιος θα πάρει αυτό το ρίσκο, δεκανέα; Εσύ; Εγώ; Ποιος; Ποιος θα καταδικάσει σε βέβαιο θάνατο έναν αξιωματικό της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας; Γιατί σκέψου και κάτι άλλο: ακόμα και να ρίξουμε το κάστρο, όπως είπες, ποιος μας εγγυάται ότι οι βρικόλακες θα πεθάνουν οριστικά; Είδαμε και οι δύο ότι, ενώ μοιάζουν με ανθρώπους, δεν σκοτώνονται τόσο εύκολα όσο οι άνθρωποι. Μπορεί να πέσουν δεκάδες πέτρες πάνω τους, μπορεί να θαφτούν στα συντρίμμια, αλλά δεν θα είμαστε σίγουροι ότι θα εξαϋλωθούν κιόλας».

«Θα ψάξουμε. Θα σηκώσουμε κάθε πέτρα. Αν ζουν ακόμα, θα τους σκοτώσουμε».

«Κι αν δεν είναι όλοι εκεί, στο κάστρο; Ή αν μας διαφύγουν κάποιοι;»

Ο Σέκερες έσαξε απότομα το κράνος του, φανερά εκνευρισμένος. «Και τι θες να πεις με όλα αυτά; Τι θες να κάνουμε, δηλαδή;»

«Σου είπα πριν βγεις έξω τι θα κάνουμε. Θα περιμένουμε τον άνθρωπο που υποδεικνύει ο ταγματάρχης. Σε… πόσο, μια δυο μέρες θα έρθει. Θα το φροντίσουν οι συνάδελφοί του στη Βουδαπέστη. Και τότε, ναι, θα τα σφάξουμε τα φρικιά, δεκανέα. Θα αποδώσουμε τη δικαιοσύνη που οφείλουμε στους νεκρούς και στους ταλαιπωρημένους χωρικούς και συγγενείς όσων χάθηκαν».

Ο Σέκερες είχε μάθει για το περιεχόμενο των χαρτιών που βρήκε ο Κάρτερ και τα οποία τα είχε γράψει ο Φάμπιαν. Αρχικά, βέβαια, είχε αφήσει τον πιστολέρο να θρηνήσει, με το κεφάλι σκυφτό και το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από την αυτοσχέδια μάσκα της αριστερής γροθιάς του, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε πάνω στο γόνατό του τις σημειώσεις. Ο Σέκερες είχε νιώσει οίκτο για τον Κάρτερ και φυσικά είχε στενοχωρηθεί που ο ταγματάρχης ήταν νεκρός, αλλά έπειτα ο Κάρτερ είχε πει πως ίσως και να ήταν ζωντανός, γιατί δεν τον βρήκαν πουθενά. Μπορεί ο Φάμπιαν να ήταν σοβαρά τραυματισμένος, αλλά να τον κρατούσαν εν ζωή, για να απειλήσουν τους στρατιωτικούς. Αλλιώς γιατί να τον πήραν μαζί τους; Ουσιαστικά, ο Κάρτερ τού είχε πει ό,τι του είπε και τώρα, ότι πρέπει να θεωρήσουν πως ο Φάμπιαν ζει και να πάνε να τον σώσουν. Αλλά πρώτα, θα έπρεπε να περιμένουν τον Μαρτίν, γιατί ο Φάμπιαν θεωρούσε πως αυτός είναι ο πιο κατάλληλος για να βοηθήσει στο να ξεπαστρέψουν τα τέρατα. Το μόνο που είχε αφήσει εκτός ο Κάρτερ ήταν ότι στο γράμμα του ο Φάμπιαν δεν ανέφερε ότι ο Μαρτίν θα ερχόταν σίγουρα. Παρουσίασε την άφιξη του Ολλανδού ως δεδομένη, για να πείσει τον δεκανέα όσο το δυνατόν περισσότερο -γιατί, όπως το έβλεπε, δεν θα τα κατάφερνε εντελώς. Ο Σέκερες είχε ζητήσει να μάθει περισσότερα για αυτόν τον άντρα και ο Κάρτερ τού είπε όσα ήξερε, μα ο δεκανέας δεν εντυπωσιάστηκε. Πίστευε πως οι στρατιωτικές ενισχύσεις που θα έρχονταν ήταν πολύ πιο αρμόδιες από έναν τυχαίο Ολλανδό, όσο μεγαλόσωμος και αν είναι.

Αυτό επανέλαβε και τώρα στον Κάρτερ. Ένευσε, καθάρισε τον λαιμό του, έσαξε το κράνος του και, χειρονομώντας, είπε «Θα έχουμε εκατοντάδες άντρες. Πάνοπλους. Θα έχουμε κανόνια. Δεν θες να ρίξουμε το κάστρο με τη μία; Εντάξει. Σπάμε την πόρτα, μπαίνουμε, ψάχνουμε, βρίσκουμε τον ταγματάρχη, σκοτώνουμε και όποιο φρικιό βρούμε, βγαίνουμε και το πυροβολικό καταστρέφει το κάστρο. Τι λες για αυτό;»

Ο Κάρτερ απάντησε «Λέω πως δεν είναι καλή ιδέα. Χρειαζόμαστε κάποιον πιο ειδικό από εμάς. Έχουμε να κάνουμε με βρικόλακες, δεκανέα, όχι με έναν τυπικό στρατό».

«Όμως, πεθαίνουν. Το είπες και μόνος σου, είχαν πολλές… εμ… áldozatok… απώλειες. Και έφυγαν γρήγορα. Άρα, μας φοβούνται». Χαμογέλασε. «Δεν είναι τόσο επικίνδυνα φρικιά».

Τον θρυλικό πιστολέρο φοβούνται, σκέφτηκε ο Κάρτερ, όχι εσένα και εμένα. Αλλά δεν το είπε. «Ήρθαν εδώ και μας αποδεκάτισαν. Και τους είχαμε στήσει ενέδρα. Σκέψου τι θα γίνει αν πάμε εμείς σε εκείνους, στο μέρος όπου έχουν ζήσει πολλά χρόνια, ίσως αιώνες. Και εμείς κάτι ξέραμε για το Μπραν, πριν έρθουμε. Για το κάστρο, όμως, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Ή κάνω λάθος;»

Ο Σέκερες πήγε να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε. Το μόνο που μπόρεσε  να απαντήσει ήταν «Δεν ξέρω τι γνωρίζουν στο… εμ… στο minisztérium».

«Εννοείς, στο υπουργείο;»

«Ναι. Ή στο Evidenzbureau. Εγώ δεν ξέρω τίποτα για το κάστρο. Μόνο ότι με τρομάζει. Από την πρώτη στιγμή που το είδα, τότε που ήρθα μαζί με τους…» Αναστέναξε στην θύμηση των νεκρών/εξαφανισμένων συναδέλφων του. «Με τους άλλους πολιτοφύλακες. Από τότε κάτι δεν μου άρεσε σε αυτό». Έσκυψε το κεφάλι. «Αλλά δεν με άκουσαν».

Ο Κάρτερ, και να ήθελε να εκνευριστεί με τον Σέκερες, δεν μπορούσε. Βλέποντας τον σε αυτή την κατάσταση, και ενθυμούμενος όσα του είχε πει ο Φάμπιαν για αυτόν (ότι είχε τύψεις που επέζησε, ενώ οι συνάδελφοί του πέθαναν ή εξαφανίστηκαν), τον λυπήθηκε. Ο ίδιος ο Κάρτερ δεν είχε βιώσει κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν. Δεν είχε χάσει άλλους συναδέλφους του, τους οποίους να γνώριζε και να ενδιαφερόταν για αυτούς όπως νοιαζόταν ο Σέκερες για εκείνους τους άτυχους πολιτοφύλακες. Οι πιστολέρο δούλευαν μοναχοί τους ή συνεργάζονταν με τις Αρχές της εκάστοτε Πολιτείας ή Κομητείας, χωρίς όμως να δημιουργούν δεσμούς μαζί τους. Έπρεπε απλά να κάνουν τη δουλειά (να συλλάβουν κάποιους, να συνοδέψουν ένα τρένο κλπ). Τίποτα άλλο.

Αυτές τις ώρες, όμως, και έχοντας πολεμήσει με ανθρώπους που όχι απλά δεν ήξερε, αλλά που ήταν κυριολεκτικά ξένοι για τον ίδιο, ο Κάρτερ είχε «δεθεί» με τους φαντάρους και τους αξιωματικούς τους. Τον πονούσε που πέθαναν τόσοι πολεμιστές. Περισσότερο, φυσικά, ενδιαφερόταν για την μοίρα του Φάμπιαν, αλλά πλέον ήθελε εκδίκηση και για όσους άλλους χάθηκαν σε αυτή τη μάχη. Γιατί αυτή η μάχη δεν αφορούσε μονάχα το Μπραν ή την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, μα ολάκερη την ανθρωπότητα.

Άπλωσε το χέρι και έπιασε απαλά τον ώμο του Σέκερες. Είπε «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, δεκανέα. Μπορεί να μην είχα γνωρίσει τους συναδέλφους σου, αλλά πολέμησα πριν λίγες ώρες δίπλα σε εσένα και στους υπόλοιπους στρατιωτικούς. Με νοιάζει που πέθαναν και θέλω να δικαιώσω την ψυχή καθενός εξ αυτών. Αλλά, αν πάμε εκεί πάνω χωρίς κατάλληλη προετοιμασία και δίχως κάποιον να μας καθοδηγεί, φοβάμαι ότι θα έχουμε κι άλλες, πολλές απώλειες. Και δεν θα ήθελα κάτι τέτοιο. Είμαι σίγουρος ότι ούτε εσύ θα το ήθελες, έτσι δεν είναι;»

Ο Σέκερες ένευσε, χωρίς να μιλήσει ή να κοιτάξει τον Κάρτερ.

«Δεκανέα, έχεις πάει ποτέ σε κάστρο;»

Ο Σέκερες κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά.

«Ούτε εγώ. Ούτε έχω διαβάσει για αυτά. Μόνο ότι υπάρχουν πολλά στην Ευρώπη και πως χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στις μάχες τα παλαιότερα χρόνια».

Ο Σέκερες αναστέναξε ξανά.

Ο πιστολέρο θυμήθηκε κάτι ακόμα, για να ενισχύσει την άποψή του. «Πριν κάνα χρόνο, βρέθηκα σε μια πόλη του Τέξας. Ανακάλυψα ότι οι Αρχές του τόπου είχαν εξαφανιστεί και πως την απάντηση θα την έβρισκα σε ένα συγκεκριμένο σπίτι, το οποίο όμως είχε κακή φήμη. Πήγα σε αυτό. Μόνος. Ήταν ένα σκοτεινό μέρος. Ένα στοιχειωμένο μέρος. Είχε δαίμονες, φριχτά όντα, που παραλίγο να με σκοτώσουν».

Ο Σέκερες σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε με ανοιχτό το στόμα τον Κάρτερ. «Δηλαδή, έχεις ξανασυναντήσει τέρατα;»

«Ναι».

«Χριστέ μου! Είναι παντού».

«Μάλλον. Αυτό πιστεύω, δηλαδή. Απλά, δεν είναι όλα τα τέρατα βρικόλακες. Τέλος πάντων. Πέραν από τους άλλους δαίμονες, εμφανίστηκε ένας ακόμα. Ένα πολύ ισχυρό ον, που τα όπλα ενός θνητού δεν του έκαναν τίποτα. Για να λυθεί το πρόβλημα, χρειάστηκα βοήθεια. Δεν ήμουν ο κατάλληλος για να αντιμετωπίσω την κατάσταση, καταλαβαίνεις; Αν ήμουν μόνος μου, δεν θα κατάφερνα τίποτα περισσότερο, παρά να πεθάνω».

«Ποιος σε βοήθησε;»

«Μια γυναίκα με τη σοφία της, αλλά και κάποιοι υπερφυσικοί πολεμιστές. Τους οποίους δεν θα μπορούσα να φέρω σε εκείνη την πόλη, αν δεν μου έλεγε η γυναίκα τι να κάνω και τι να πω». Ο Κάρτερ συνέχισε «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»

Ο Σέκερες είπε πως όχι ακριβώς.

«Αν ένα στοιχειωμένο σπίτι είναι επικίνδυνο, σκέψου πόσο πιο επικίνδυνο θα είναι ένα στοιχειωμένο κάστρο, που είναι πολύ μεγαλύτερο. Σκέψου το».

Ο Σέκερες το σκέφτηκε (Μεγαλύτερο μέρος, περισσότερες παγίδες…), κι όσο κι αν ήθελε να επαναστατήσει, όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Κάρτερ είχε δίκιο. Το σκεπτικό του ήταν σωστό. Δεν είχαν εμπειρία από μάχες σε κάστρα, πόσω μάλλον σε στοιχειωμένα κάστρα. Ίσως τελικά έπρεπε να περιμένουν να έρθει αυτός ο Ολλανδός. Για να τον αναφέρει και ο ταγματάρχης, πρέπει να ήταν καλός με αυτά τα πράγματα.

Εκείνη τη στιγμή, βγήκαν από το σπίτι των Τσομπάνου ο ανθυπασπιστής και οι φαντάροι, οι οποίοι συνέχισαν να περπατούν, διασχίζοντας στον κεντρικό δρόμο, περνώντας ανάμεσα από τους συναδέλφους του.

«Θα πάνε στο Μπρασώφ» ανακοίνωσε ο Άπροντ στον Κάρτερ και τον Σέκερες. «Τα νέα που θα φέρουν δεν θα αρέσουν καθόλου στους διοικητές μας». Κοίταξε τους άλλους δύο. Έδειξε το σπίτι και είπε «Θεέ μου, σωστό σφαγείο είναι εκεί μέσα».

«Δυστυχώς, έγινε σκληρή μάχη, ανθυπασπιστά» συμφώνησε ο Κάρτερ.

«Το φαντάζομαι. Αλλά έχω μια απορία, στον πρώτο όροφο βρήκαμε το πτώμα ενός παπά. Κάποιος τον πυροβόλησε εννιά φορές. Με πιστόλι. Αν οι κακούργοι χρησιμοποιούσαν μόνο μαχαίρια και σπαθιά, τότε πρέπει να τον πυροβόλησε κάποιος δικός μας, σωστά;»

«Σωστά».

«Αλλά αυτός ήταν ορθόδοξος παπάς. Πρέπει να ήταν ο ιερέας του Μπραν».

«Ήταν, ναι». Ο Κάρτερ σήκωσε το χέρι και πρόλαβε τον Άπροντ. «Να σας εξηγήσω, ο συγκεκριμένος ήταν διεφθαρμένος παπάς. Είχε ταχθεί με τους εχθρούς μας. Κατασκόπευε το Μπραν και τους έλεγε ποιος έρχεται, πού μένει… Τα πάντα. Ο ταγματάρχης Άσπελ τον ανέκρινε και ο παπάς τα παραδέχτηκε όλα. Τώρα, ποιος τον σκότωσε… Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας το πω αυτό, κύριε ανθυπασπιστά. Δεν ήμουν μπροστά στο συμβάν. Είχα αναλάβει να σκοτώσω τους εχθρούς που έμπαιναν στο σπίτι».

«Το κάθαρμα!» σχολίασε ο Άπροντ.

«Ήταν μεγάλο κάθαρμα, όντως. Αν τον βλέπατε πώς μιλούσε για τους εχθρούς μας, πόσο πολύ τους υποστήριζε, θα θέλατε να τον σφάξετε εσείς ο ίδιος».

«Δεν αμφιβάλλω καθόλου. Αλλά γιατί να του αδειάσει κάποιος εννιά σφαίρες; Δεν αρκούσαν δύο ή τρεις; Ήταν και ηλικιωμένος, θα έπρεπε να είχε ψοφήσει με μία σφαίρα, ίσως».

Ο Κάρτερ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν μπορώ να σας απαντήσω με σιγουριά, ανθυπασπιστά. Αυτό που πρόσεξα, όμως, είναι ότι μιλούσε με πάθος για τους “δικούς του”, για τους εχθρούς μας. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήθελε να γίνει γνήσιο μέλος της ομάδας τους και όχι απλά ένας κατάσκοπος. Οπότε μήπως, παρά το σοβαρό τραύμα του, έσφιξε τα δόντια, σηκώθηκε και επιτέθηκε σε κάποιον δικό μας, αναγκάζοντάς τον να του ρίξει;» Να είχε βλάψει άραγε ο παπάς τον Φάμπιαν; Την τελευταία φορά που τον είδε ο Κάρτερ, ο Οσμοκέσκου ήταν πεσμένος στην κουζίνα, λιπόθυμος. Και είχε ακούσει τον δυνατό πυροβολισμό, έπαιρνε όρκο για αυτό. Ήταν σίγουρος ότι ο Φάμπιαν είχε ρίξει στον Οσμοκέσκου με την καραμπίνα. Αλλά από κει και πέρα, δεν ήξερε τι έγινε –πώς εξαφανίστηκε το τραύμα από την καραμπίνα ή πώς βρέθηκε στον πρώτο όροφο. Πάντως, ο διεφθαρμένος ηλικιωμένος είχε βρει τη μοίρα που του άξιζε.

«Θα μπορούσε να έχει γίνει έτσι, φαντάζομαι» απάντησε ο Άπροντ. Κοίταξε τους φαντάρους του, που περίμεναν πιο πέρα, συζητώντας μεταξύ τους. «Λοιπόν. Μέχρι να έρθουν απαντήσεις από το Μπρασώφ, προτείνω να καταλύσουμε σε κάποιο σπίτι. Ίσως σε αυτό, που είναι και μεγάλο. Αλλά έχει πολλούς νεκρούς. Θα ήταν βλασφημία. Οπότε…»

«Υπάρχουν σπίτια που δεν έχουν καταστραφεί, κύριε ανθυπασπιστά» είπε ο Κάρτερ. «Ούτε έχουν νεκρούς. Μπορούμε να χωριστούμε και να κοιμηθούμε σε αυτά. Με σκοπιές, φυσικά».

«Φυσικά, ναι. Ωραία, ας γίνει έτσι. Και το πρωί, συνάντηση στις επτά, έξω από την εκκλησία».

Ο Άπροντ έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να βρουν πέντε σπίτια, που ήταν σε καλή κατάσταση και να μείνουν ανά πέντε στο καθένα, με κάποιο εξ αυτών να φιλοξενεί τους Σέκερες και Κάρτερ, ενώ σε ένα άλλο θα κοιμόταν και ο ίδιος ο Άπροντ.

Η ώρα ήταν τρεις και μισή τα ξημερώματα.

*

Βουδαπέστη

Η Έμιλυ καθόταν σε μια καρέκλα στην κουζίνα και κάπνιζε. Είχε αφήσει τα ξανθά μαλλιά της λυτά, να πέφτουν ανάκατα πάνω στους ώμους και τον πλεχτό γκρι μανδύα που είχε απλώσει πάνω στο λευκό νυχτικό της. Στο τραπέζι μπροστά της, είχε ένα κηροπήγιο με τρία αναμμένα κεριά, τα χαρτιά με την ιστορία που είχε γράψει, το μολύβι της, ένα σταχτοδοχείο (που μιάμιση ώρα πριν ήταν καθαρό αλλά πλέον είχε δύο αποτσίγαρα) και ένα φλιτζάνι μαύρο τσάι χωρίς ζάχαρη. Το δέρμα γύρω από τα μάτια της φαινόταν σαν να είχε μπλαβιάσει, λόγω του ότι δεν είχε κοιμηθεί (καλά) ούτε σήμερα, αλλά και γιατί είχε κλάψει πριν λίγη ώρα. Τα χέρια της ήταν μουδιασμένα ή αυτή την αίσθηση είχε εκείνη, αν και μονάχα στο πίσω μέρος του μυαλού της.

Κάτι είχε συμβεί. Το είχε νιώσει και η ίδια, μα και η Ορέλια. Είχαν ξυπνήσει με έναν πόνο στο στήθος και με την σκέψη τους να τυραννάει μια σατανική ερώτηση, μήπως έπαθε κάτι κακό ο Φάμπιαν. Είχαν κοιτάξει η μία την άλλη, με τα πρώτα δάκρυα να κυλάνε και την αναπνοή να γίνεται ακανόνιστη, ενώ μέσα τους απλωνόταν μια βασανιστική ψυχρότητα, ένα κενό. Η Έμιλυ είχε παρομοιάσει στο μυαλό της αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή με την εικόνα που θα είχε ένα άδειο ανθρώπινο σώμα, ένα σώμα που το είχαν ταριχεύσει, όπως κάνανε με τους φαραώ της Αιγύπτου. Η Έμιλυ είχε διαβάσει δύο σχετικά διηγήματα φρίκης στο Weird Literature. Δεν ήξερε αν είναι αλήθεια όλα όσα περιέγραφε ο κύριος Μπάρλοου σε εκείνες τις ιστορίες (ότι έβγαζαν όλα τα όργανα από το κορμί εκτός από την καρδιά, ότι αφαιρούσαν τον εγκέφαλο από την μύτη, ότι έριχναν κάποια έλαια για να ξυπνήσει ο νεκρός και να διατηρηθεί στην άλλη ζωή, ότι τους κάλυπταν ολόκληρους με επιδέσμους…), αλλά, καθώς αγκάλιαζε την κόρη της, αισθάνθηκε πως το δικό της κορμί είχε υποστεί κάτι αντίστοιχο. Και δεν της άρεσε καθόλου. Το ότι μπορεί να ένιωθε έτσι και η κόρη της την τάραζε ακόμα περισσότερο.

Η Ορέλια, μετά από πολλή ώρα όπου ρωτούσε την μητέρα της αν είναι καλά ο μπαμπάς και αν θα γυρίσει μαζί με τον θείο Μαξ, είχε καταφέρει να κοιμηθεί ξανά. Η Έμιλυ την άφησε στο μαξιλάρι και έμεινε για λίγο μαζί της, χωρίς να σφαλίσει τα δικά της μάτια και να ξεκουραστεί. Όταν κατάλαβε ότι δεν θα κοιμόταν, παραμέρισε τα σκεπάσματα, φόρεσε τα πασούμια της, σηκώθηκε, άναψε τα κεριά, πήρε τα χαρτιά και το μολύβι της και πήγε στην κουζίνα. Όσο περπατούσε στον σκοτεινό διάδρομο του διαμερίσματος, περνώντας έξω από το άδειο παιδικό δωμάτιο, δεν μπορούσε να μη φανταστεί ένα σωρό ιστορίες που και είχε γράψει η ίδια, μα που και είχε διαβάσει στο περιοδικό του κυρίου Μπάρλοου: αυτές με τα στοιχειωμένα σπίτια και τους μαραζωμένους ιδιοκτήτες τους που είτε περιφέρονταν μέσα τους ενώ η ζωή τους καταστρεφόταν, είτε ήταν οι ίδιοι τα φαντάσματα που τρομοκρατούσαν τους νέους ενοίκους. Αυτά τα διηγήματα διήγειραν τη φαντασία της, της προκαλούσαν έντονα συναισθήματα, την έκαναν να θέλει να βιώσει στην πραγματικότητα μια τέτοια εμπειρία και όχι απλώς να την σκαρφίζεται η ίδια ή κάποιος άλλος συγγραφέας. Μερικές φορές, από την αρχή της σχέσης της με τον Φάμπιαν, ξυπνούσε αργά τη νύχτα και κοιτούσε γύρω της μήπως υπάρχει κάποια οπτασία, μήπως ακούσει βήματα ή το κλάμα κάποιου φαντάσματος που δεν μπορούσε να φύγει μακριά από τους ζώντες. Η Έμιλυ χαμογελούσε εκείνες τις φορές, ειδικά όταν φυσούσε δυνατά ή όταν έτριζε το πάτωμα ή κάποιο έπιπλο. Είχε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι καμιά από αυτές τις φορές δεν συνέβαινε ό,τι εκείνη ήθελε, αλλά απλά οι παλιές κατασκευές (κτίρια ή έπιπλα) έβγαζαν τέτοιους ήχους. Όμως, ποτέ της δεν έπαψε να ελπίζει. Ούτε καν όταν απέκτησαν την Ορέλια, παρότι είχε σκεφτεί ότι η μικρή μπορεί να φοβόταν σαν τον πατέρα της αν εμφανιζόταν κάποιο φάντασμα.

Αλλά σήμερα, δεν ήθελε να συμβεί τίποτα τέτοιο. Δεν ήθελε φαντάσματα, δαίμονες, μούμιες που ζωντάνευαν μετά από αιώνες ή οποιοδήποτε άλλο μοχθηρό τέρας είχε γεννήσει η ανθρώπινη φαντασία. Δεν ήθελε ούτε να τα συλλογιέται, αν και αυτό έμοιαζε μάλλον αδύνατο, καθότι είχε συνηθίσει ακόμα και στις δύσκολες στιγμές να πλάθει ιστορίες τρόμου ή να θυμάται κάποιες που είχε διαβάσει. Ήταν αναπόφευκτο, όπως το να τσακώνεται με την μάνα της που δεν ήθελε τον Φάμπιαν για σύζυγο της Έμιλυ.

Πόσο πολύ θα ήθελε να μάθει ότι ο Φάμπιαν πέθανε…

«Για όνομα του Θεού!» είπε η Έμιλυ στον εαυτό της, απηυδισμένη με την ίδια της τη σκέψη. Τι ήταν αυτό που είχε σκεφτεί; Τι μεγάλη κακία ήταν αυτή! Η μητέρα της μπορεί να μην συμπαθούσε τον Φάμπιαν και να θεωρούσε πως η κόρη της είχε κάνει λανθασμένη επιλογή συζύγου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να πάθει κάτι κακό. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.

Η Έμιλυ ανακάτωσε κι άλλο τα μαλλιά της. Ήπιε λίγο από το τσάι της και πήρε το τσιγάρο από το σταχτοδοχείο. Ρούφηξε το τσιγάρο της και το άφησε ξανά. Ήξερε ότι δεν σκέφτεται καθαρά. Και πώς θα μπορούσε, μετά από ένα τέτοιο απότομο ξύπνημα, που προερχόταν από μια φρικιαστική αίσθηση απώλειας

Όμως, δεν έπρεπε να ενδώσει. Δεν έπρεπε να χάσει την ελπίδα της. Άλλωστε, μπορεί να είχε κάνει λάθος. Μπορεί απλά να έφταιγε που δεν είχε κοντά της τον Φάμπιαν. Μπορεί να έφταιγαν οι ιστορίες που είχε διαβάσει για την Τρανσυλβανία και την είχαν κάνει να πιστεύει πως είναι στυγνές αλήθειες και όχι μυθοπλασία. Μπορεί να έφταιγε ακόμα και ο Μαρτίν, που δεν τον είχε γνωρίσει, αλλά που εκείνη τον είχε σχεδόν θεοποιήσει στο μυαλό της.

Ο οποίος είχε στείλει σαν δώρο στον Φάμπιαν ένα αντίτυπο της Καρμίλα, μιας ιστορίας τρόμου με βαμπίρ, σκέφτηκε η Έμιλυ, παίρνοντας ξανά το τσιγάρο της. Και ο Φάμπιαν έμπλεξε σε μια υπόθεση που τοποθετείται σε ένα μέρος που φημίζεται για τα βαμπίρ. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο αυτό.

Κούνησε το κεφάλι της. Μπορεί και να ήταν τυχαίο. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που ο Μαρτίν τούς έστειλε το βιβλίο. Ναι, πιθανότατα ήταν μια διαβολική σύμπτωση.  Η Έμιλυ αναστέναξε και έσβησε το τσιγάρο της. Δε χρειάζεται να ψάχνω περίπλοκες εξηγήσεις. Μερικές φορές, απλά συμβαίνει κάτι, που δεν σχετίζεται με προηγούμενα γεγονότα.

Αυτή η ιδέα, όμως, δεν της άρεσε. Ίσως να έφταιγε που δεν της άρεσαν και πολύ οι ιστορίες τρόμου που προσπαθούσαν να εξηγήσουν «τα ανεξήγητα»: τη φύση των τεράτων ή των πραγμάτων που ζωντάνευαν, γιατί κάτι συνέβαινε σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και όχι σε οποιονδήποτε άλλο, πώς κάποιος είχε επιβιώσει από τόσες κακουχίες και έβρισκε στο διάβα του έναν χαιρέκακο δαίμονα κλπ. Η Έμιλυ, όταν διάβαζε αυτά τα διηγήματα, ένιωθε ότι ο εκάστοτε συγγραφέας είχε κοπιάσει υπερβολικά, για να ικανοποιήσει την περιέργεια των αναγνωστών του, δίνοντας σημασία σε σημεία που η ίδια τουλάχιστον δεν τα θεωρούσε τόσο πολύ ουσιώδη και την έκαναν να πλήττει. Πιο πολύ, την ενδιέφερε τι συμβαίνει, παρά το γιατί, και αυτή την μέθοδο εφάρμοζε στις δικές της ιστορίες. Έτσι κι αλλιώς, πώς θα μπορούσε να εξηγήσει, λόγου χάρη, γιατί υπάρχουν βρικόλακες; Πώς γίνεται να υπάρχουν, εφόσον οι άνθρωποι, άπαξ και σταματήσει η καρδιά τους, πεθαίνουν;

«Δεν νοιάζεσαι για αυτό» είπε στην άδεια κουζίνα γύρω της, σαν να περίμενε να της απαντήσει κάποια οπτασία. Το βλέμμα της είχε μείνει στάσιμο στο διάδρομο, που στο βάθος του φαινόταν η κρεβατοκάμαρα την οποία μοιραζόταν με τον άντρα της πριν αυτός φύγει για το Μπραν.

Το Μπραν. Όσο περισσότερο το έφερνε στο μυαλό της, τόσο πιο πολύ το μισούσε. Εξαιτίας του είχε φύγει ο Φάμπιαν. Αν δεν ήταν αυτό και τα απαίσια φρικιά που κατοικούσαν στο δάσος του ή σε κάποιο παμπάλαιο σπίτι, ο άντρας της δεν θα είχε αναγκαστεί να αποχωριστεί την ίδια και την Ορέλια. Θα ήταν ακόμα κοντά τους. Θα ήταν ακόμα…

Ζωντανός.

«Όχι!» φώναξε και έκρυψε το πρόσωπό της στις χούφτες της. «Όχι, είναι ζωντανός. Είναι! Πρέπει να είναι ζωντανός, που να πάρει! Πρέπει!» Άρχισε και πάλι να κλαίει, με τα δάκρυά της είτε απλά να μουσκεύουν τις γροθιές της, είτε να ξεγλιστράνε και να καταλήγουν να πέφτουν από το πιγούνι της στο τραπέζι. «Αλλιώς πώς θα… πώς θα ζήσουμε εμείς; Πώς θα θέλω εγώ να ζήσω; Πώς θα μεγαλώσω σωστά την Ορέλια, χωρίς τον Φάμπιαν; Χριστέ μου… Σε παρακαλώ, ας είναι καλά. Ας είναι ασφαλής. Σε παρακαλώ».

«Μαμά;»

Η Έμιλυ έκανε να σκουπίσει τα μάτια της, αλλά το μετάνιωσε. Τι νόημα είχε, αφού και η Ορέλια είχε νιώσει ό,τι και εκείνη. Και μέχρι πότε θα της έκρυβε τις ανησυχίες της;

Σήκωσε το κεφάλι της.

Η Ορέλια περπατούσε προς το μέρος της, ξυπόλητη και δίχως κάποιο φουλάρι να καλύπτει το νυχτικό της. Έφτασε κοντά στην μητέρα της και την ρώτησε «Γιατί φώναζες, μαμά;»

Η Έμιλυ την κοίταξε. Τα μάτια της κόρης της έδειχναν ότι ήταν αγουροξυπνημένη, αλλά ήρεμη. Το πρόσωπό της ήταν ροδαλό, γεμάτο ζωή. Τα δικά της ξανθά μαλλιά απλωμένα γύρω από το κεφάλι και τον λαιμό της, ίσια, σαν να τα είχε χτενίσει πριν λίγο. Ήταν πανέμορφη.

«Μονολογούσα» απάντησε η Έμιλυ. «Για τον μπαμπά σου. Μου λείπει πολύ. Ανησυχώ για αυτόν. Φοβάμαι… Εγώ…»

Η Ορέλια ένευσε. Δεν απάντησε, παρά άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε την μητέρα της. Για πρώτη φορά, ήταν εκείνη που την παρηγορούσε. Και η Έμιλυ πρώτα ξέσπασε σε νέα αναφιλητά και σταδιακά ένιωσε να παίρνει δύναμη από την κόρη της, αγνοώντας τον δυναμισμό που είχε αρχίσει να αποκτά η Ορέλια, εν αντιθέσει με την ίδια που ολοένα και κατέπεφτε.

*

 

Μπρασώφ

Στις έξι και μισή τα ξημερώματα, έφτασαν στην πόλη οι δύο στρατιώτες. Αγνόησαν εντελώς τους περαστικούς που τους κοιτούσαν με περιέργεια και, φωνάζοντας, άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στα κάρα και τους πεζούς, που έσπευδαν να κάνουν στην άκρη, μην τυχόν και τους χτυπήσει κάποιο από τα άλογα ή μην τους συλλάβει η πολιτοφυλακή, άντρες της οποίας περιπολούσαν στους δρόμους του Μπρασώφ.

Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, είχαν φτάσει στο κτίριο της πολιτοφυλακής, άφηναν τα άλογά τους και έσπευδαν στους ήσυχους ακόμα διαδρόμους για το γραφείο του διοικητή. Βρήκαν τον Κέρσεν και έναν άλλο παχουλό πολιτοφύλακα, τον Μίκλος, να συζητάνε. Ο Ζαλάν θα ερχόταν αργότερα. Είχε φύγει γύρω στις δύο τα ξημερώματα, με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε πριν τις οκτώ. Αλλά, όταν ο Κέρσεν και ο Μίκλος διάβασαν το γράμμα του ανθυπασπιστού Άπροντ, όπου είχε υπογραμμίσει τις φράσεις «απόσπασμα ορειβατών τυφεκιοφόρων εκ Βουδαπέστης αποδεκατισμένο… «όλοι νεκροί, ακόμα και τα σκυλιάο ταγματάρχης Φάμπιαν Άσπελ αγνοείται… «ζητούμε άμεσα ενισχύσεις μίας τουλάχιστον μοίρας, αλλά και άμαξες περισυλλογής των νεκρών», αποφάσισαν πως έπρεπε να φέρουν στο κτίριο και τον Ζαλάν.

«Τα πράγματα γίνονται ολοένα και χειρότερα, να πάρει η οργή» σχολίασε ο Κέρσεν, κοιτώντας τη μισή σελίδα που είχε σημειώσει ο Άπροντ. Πλέον, δεν είχε αμφιβολία ότι είχαν να κάνουν με έναν εξαιρετικά πανούργο και ικανότατο εχθρό. Για να είχε καταφέρει να βγάλει εκτός τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους και να είχε πιάσει αιχμάλωτο τον Φάμπιαν, τότε πρέπει να είχαν πολύ περισσότερους άντρες, με εξαιρετική εκπαίδευση για μάχη σε ορεινό πεδίο, κάτι που σήμαινε πως από την μεριά της Αυστροουγγαρίας έπρεπε να αναθεωρήσουν όσα ήξεραν ως τότε.

Όπως είπε ο Ζαλάν, όταν ήρθε γύρω στις επτά και δέκα έχοντας βάλει στραβά την στολή του και με έναν πονοκέφαλο να του τριβελίζει το μυαλό, «Πρέπει να αναβαθμίσουμε την κατάσταση επιφυλακής σε επίπεδο πολέμου». Όσο κι αν φαινόταν ένας ταλαιπωρημένος γέρος, που προσπαθούσε μάταια να παραστήσει τον αποφασιστικό ηγέτη, κανείς μέσα στο γραφείο δεν τον αμφισβήτησε. Αλλά και όταν βγήκε από το γραφείο, μία ώρα μετά και έχοντας στείλει τηλεγραφήματα προς πάσα σχετική υπηρεσία (Επιτελεία, Evidenzbureau, άλλα στρατόπεδα της Τρανσυλβανίας κλπ), με τον Μίκλος να στέκεται δίπλα του, οι πολιτοφύλακές του τον κοιτούσαν με σεβασμό και ούρλιαξαν «ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ!» όταν τους είπε ότι, μέχρι να λυθεί το πρόβλημα που είχε προκύψει στο Μπραν, κανείς δεν θα ξεκουραζόταν για πάνω από πέντε ώρες την ημέρα. «Το Δέκατο Πέμπτο» εξήγησε ο Ζαλάν «θα αποχωρίσει από τους κεντρικούς δρόμους του Μπρασώφ, ώστε να φυλάξει τις πιθανές εισόδους της πόλης: Πουάνα Μπρασώφ (που ήδη φυλάσσεται), το Κρίστιαν, το Γκιμπάβ κλπ. Αν χρειαστούν ενισχύσεις, θα τις παρέχουμε εμείς, καθότι το Δέκατο Πέμπτο θα αναλάβει να στείλει μια μοίρα στο Μπραν. Στο μεταξύ, έχουμε ενημερώσει τα κεντρικά, την Αντικατασκοπεία και κάθε στρατιωτική Αρχή που προστατεύει τα Εδάφη του Στέμματος του Σαιντ Στεφάν. Είμαστε σε πόλεμο, κύριοι. Οι εχθροί μας είναι πολύ πιο ισχυροί απ’ όσο περιμέναμε και πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε αναλόγως. ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ;»

«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ!» απάντησαν οι πολιτοφύλακες.

Ο Ζαλάν τούς φώναξε κι άλλες εντολές και αντίστοιχες ερωτήσεις με την ίδια ένταση και του απάντησαν με το ίδιο πάθος. Στις ταραγμένες σκέψεις του, μεταξύ υποχρεώσεων και στρατιωτικών σχεδίων, γυρόφερνε ακόμα η ιδέα του τι θα επερχόταν μετά το Μπραν. Όταν θα τέλειωναν όλα και θα έπρεπε να αποδοθούν ευθύνες. Όλη η καριέρα του θα κατέρρεε, πιθανώς και η ζωή του. Έπρεπε να κάνει τη διαθήκη του πιο νωρίς απ’ όσο υπολόγιζε. Ήταν μια δυσάρεστη συνειδητοποίηση, αλλά όφειλε για μία φορά να κάνει κάτι σωστά και έγκαιρα.

Ο Μίκλος έδωσε εντολή και οι κατώτεροι πολιτοφύλακες διαλύθηκαν, για να αρματωθούν και να βγουν για περιπολία. Έπειτα, ο συνταγματάρχης γύρισε προς τον αντιστράτηγο. «Διαταγές, κύριε;»

Ο Ζαλάν τον κοίταξε και ένιωσε αναγούλα, αλλά όχι από φόβο –αυτό έλειπε, να φοβάμαι τον χοντρο-Μίκλος!-, παρά από αηδία. Θα τη βρούμε την άκρη. Να είσαι σίγουρος. Έτσι δεν του είχε πει στις 28 Φεβρουαρίου; Έξι μέρες πριν; Τότε που είχαν δει τους χωριάτες που ήρθαν από το Μπραν και κατέκλυσαν το κτίριο της πολιτοφυλακής και είχαν ακούσει όσα τρελά είχαν να πουν αυτοί οι ταλαίπωροι; Και ειδικά, εκείνα τα παιδιά, οι Βλαντιμιρέσκου; Τότε που ο ίδιος ο Ζαλάν και ο Μίκλος (και ο Κέρσεν με τους δικούς του αξιωματικούς) ήταν σίγουροι ότι η υπόθεση του Μπραν θα είναι απλή –και η οποία σίγουρα δεν σχετιζόταν με βρικόλακες; Τότε δεν ήταν που ο Ζαλάν είχε δει στον ύπνο του να τον κυνηγάνε κάτι μαυροντυμένες μορφές; Ναι, τότε. Τώρα, καθώς παρατηρούσε τον ευτραφή συνταγματάρχη, ήταν σαν να έβλεπε στο πρόσωπό του όλα τα λάθη που είχαν κάνει όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά όλοι οι αξιωματικοί της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας που είχαν υπάρξει ποτέ. Του φαινόταν ότι ο Μίκλος αντικατόπτριζε κάθε βλακεία που είχε κάνει οποιοσδήποτε ένστολος, ακόμα και τις πιο ανούσιες, όπως το να πέσει ο δίσκος με το γεύμα από έναν φαντάρο. Τα γουρουνίσια μάτια του Μίκλος, το πόσο γελοίος έμοιαζε μέσα στη στολή που ασφυκτιούσε από το βάρος του, το ότι έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ακουστεί πιο δυναμικός απ’ ό,τι ήταν… Η ίδια η ύπαρξή του… Όλα τού έφταιγαν. Όλα όσα είχε και όλα όσα αντιπροσώπευε αυτός ο χοντρός μπάσταρδος ενοχλούσαν τον Ζαλάν.

«Τι “διαταγές”, συνταγματάρχη;» είπε τσαντισμένος. «Δεν κατάλαβες τίποτα απ’ όσα είπα; Όλοι έξω από εδώ. Συμπεριλαμβανομένων και των ανώτερων αξιωματικών. Μόνο οι απολύτως απαραίτητοι θα μείνουν στο κτίριο της πολιτοφυλακής. Εμπρός, φύγε. Πήγαινε να κάνεις λίγη ουσιώδη δουλειά». Φύγε, γιατί δεν μπορώ να σε βλέπω, παλιομάλακα! σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε.

«Μ-μάλιστα, κύριε» είπε ο Μίκλος και πήγε να πάρει κι αυτός ένα Μάνλιντσερ, διερωτώμενος τι στο καλό θα έκανε, αφού είχε χρόνια ολόκληρα να τρέχει από δω κι από κει, στα πλαίσια ασκήσεων. Μόνο που τώρα δεν κάνουμε καμιά άσκηση. Έχουμε πόλεμο, σκέφτηκε και, περιμένοντας στη σειρά να του δώσουν ένα όπλο, άρχισε να χλομιάζει. Όταν, δε, κράτησε το τυφέκιο, έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα να κοιτάζει τους φαντάρους που εφοδίαζαν τους άλλους, σαν να ήταν φαντάσματα –κάτι που θα σχολιαζόταν για πολλές μέρες, με τους κατώτερούς του να γελάνε εις βάρος του, μιας και στο παρελθόν πολλούς από αυτούς τους είχε κατσαδιάσει ή και τους είχε επιβάλει κράτηση εντός του κτιρίου για μια, δυο ή και περισσότερες μέρες.

Αυτό που είχε κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση στον Ζαλάν (αλλά και στον Κέρσεν) ήταν το ότι οι εχθροί επιτίθονταν με μαχαίρια και σπαθιά και όχι με πυροβόλα όπλα. Ήταν κάτι που δεν το καταλάβαινε. Γιατί είχαν μόνο λεπίδες και καθόλου πιστόλια ή τυφέκια ή μουσκέτα; Και πώς κατάφερναν να αποδεκατίζουν κάθε στρατιωτική μονάδα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, που ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένη;

Αλλά, από την άλλη, αυτοί οι άγνωστοι αχρείοι δεν είχαν μόνο σπαθιά και μαχαίρια, μα και μπαρούτι, με το οποίο είχαν πυρπολήσει τα κτίρια του Μπραν, όπως και μερικούς ανθρώπους. Τι παράξενη τακτική ήταν αυτή; Ο Ζαλάν, καθώς επέστρεφε στο γραφείο του, σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Κι αυτό δεν ωφελούσε καθόλου τις Αρχές της Αυτοκρατορίας. Το μόνο που ήλπιζε να γίνει ήταν να τους ξεπαστρέψουν οι άντρες του Κέρσεν μαζί με τα κανόνια τους.

Κάτι ακόμα που είχε προβληματίσει αμφότερους τους διοικητές ήταν ότι ο παπάς του Μπραν είχε γίνει κατάσκοπος των εχθρών. Σύμφωνα με το γράμμα του ανθυπασπιστού, αυτός ο γέρος ιερέας είχε προδώσει το απόσπασμα, συμβάλλοντας καθοριστικά στον αποδεκατισμό του. Ο ίδιος ο Οσμοκέσκου; είχε αναρωτηθεί ο Ζαλάν, όταν διάβασε το γράμμα. Μα αυτός είχε στείλει δύο γράμματα στις Αρχές του Μπρασώφ, για να μας ενημερώσει για το πρόβλημα στο Μπραν. Πώς ήταν δυνατό να… να προδώσει τους συγχωριανούς του και τους στρατιωτικούς της Αυτοκρατορίας; Μια υπόθεση που είχε κάνει ο Ζαλάν ήταν το ότι ίσως ο Οσμοκέσκου να είχε εξαναγκαστεί να γίνει προδότης. Ίσως τον είχαν πιάσει, όταν κατέστρεψαν το Μπραν, και με την απειλή όπλου τον υποχρέωσαν να κατασκοπεύσει για αυτούς. Ίσως να είχαν γίνει έτσι τα πράγματα.

Πάνω στο γραφείο του, πέραν του γράμματος του Άπροντ, υπήρχε και μια αναφορά όλων όσων είχαν βρεθεί στον τσιγγάνικο καταυλισμό. Ό,τι είχαν μαζέψει από τα απομεινάρια του, το παράτησαν σε μια αποθήκη. Τα άλογα που είχαν σφαχτεί τα έθαψαν στο δάσος που τα βρήκαν. Η υπόθεση και αυτών των εξαφανισμένων ανθρώπων προστέθηκε σε αυτή των αγνοούμενων κατοίκων του Μπραν, των πολιτοφυλάκων και πλέον του ταγματάρχη Άσπελ.

Περισυλλογή των νεκρών, σκέφτηκε. Θα τους φέρουμε εδώ, στο Μπρασώφ; Για να τους παραδώσουμε στους συγγενείς τους; Αλλά έτσι θα αρχίσουν οι ερωτήσεις και οι απαιτήσεις και από τους πολίτες. Και δεν έχουμε καιρό για ένα ακόμα μπλέξιμο.

Ο Ζαλάν θα το σκεφτόταν αργότερα. Πήρε το χαρτί και το έβαλε σε ένα συρτάρι. Έπειτα, άναψε τσιγάρο, κάπνισε λίγο και βγήκε, για να πάει στο μαγειρείο, να πάρει ένα φλιτζάνι καφέ.

Στο μεταξύ, ως τις έντεκα, ο Κέρσεν είχε συγκεντρώσει μια μοίρα τριακοσίων αντρών και αντίστοιχου αριθμού αλόγων, που μαζί τους θα έπαιρναν έξι κανόνια και πέντε άμαξες. Οι διαταγές του ήταν συγκεκριμένες: οχυρώστε το Μπραν, φέρτε τους νεκρούς στο Μπρασώφ, βρείτε μαζί με τους άλλους συναδέλφους σας τους εχθρούς, σκοτώστε τους όλους και φέρτε πίσω τον ταγματάρχη Άσπελ, νεκρό ή ζωντανό. Έδωσε λεπτομέρειες της επιχείρησης στους βαθμοφόρους και τους είπε να φύγουν.

*

Μπραν

Η νύχτα είχε περάσει χωρίς να γίνει κάποια άλλη σύγκρουση. Όπως το περίμενε ο Κάρτερ, δηλαδή, ο οποίος όλο το βράδυ ίσα που έκλεινε τα μάτια του. Είχε λαγοκοιμηθεί σε ένα από τα πιο απομακρυσμένα (και άθικτα) σπίτια, με τον Σέκερες και πέντε άλλους στρατιώτες να αναπαύονται επίσης εκεί μέσα. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα αρκετά φαρδύ και μαλακό κρεβάτι, το οποίο όμως δεν είχε φτιαχτεί για έναν ψηλό άνθρωπο, με αποτέλεσμα να περισσεύουν οι μπότες του, με το καπέλο αφημένο πάνω στην κουβέρτα που σκέπαζε το στήθος του. Το σπαθί του Φάμπιαν το είχε δίπλα στο κρεβάτι, ακουμπισμένο στον τοίχο. Το είχε βάλει σε μια άδεια θήκη που βρήκε στον κεντρικό χιονισμένο δρόμο του Μπραν –με ειρωνεία, υπέθεσε ότι δεν θα έλειπε σε κανέναν αυτή η θήκη. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν προερχόταν από τον αέρα που έμπαινε από τις χαραμάδες του πετρόχτιστου σπιτιού, ο οποίος ήχος θύμιζε άνθρωπο που φυσούσε (λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι χρειαζόταν) με το στόμα του για να παγώσει τη σούπα στο κουτάλι του. Φυσικά, χτυπούσε και η καμπάνα ανά μισή ώρα, κάτι που στην αρχή δεν άρεσε πολύ στους άλλους στρατιωτικούς: τους προκαλούσε νευρικότητα, γιατί νόμιζαν ότι κάτι θα γίνει, όπως συνέβαινε στις στρατιωτικές ασκήσεις και στις μάχες –σταδιακά, όμως, συνήθισαν.

Του Κάρτερ δεν του ερχόταν ύπνος όχι γιατί σκεφτόταν μήπως έρθουν τα φρικιά, αφού ήταν σίγουρος πως δεν θα έρχονταν, αλλά επειδή συλλογιζόταν τι να είχε απογίνει ο Φάμπιαν και πόσο πολύ είχε αποτύχει ο ίδιος να προστατέψει τον αδερφό του. Όσο για τους βρικόλακες, αυτοί ό,τι είχαν να κάνουν για εκείνη τη βραδιά το έκαναν, αν και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν επρόκειτο να επιτεθούν ξανά τόσο σύντομα. Ο Κάρτερ πίστευε πως τα τέρατα, πριν έρθουν στο Μπραν, θα ήταν σίγουρα για την νίκη τους, οπότε, όταν οι άνθρωποι τα αντιμετώπισαν με τόλμη και καταφέρνοντάς τους σημαντικά πλήγματα, εκείνα πρέπει να αποδιοργανώθηκαν. Κάτι που σήμαινε ότι είχαν περισσότερη νόηση απ’ όση είχε υποθέσει. Δεν ήταν μονάχα άβουλα όντα, που ήθελαν απλά να τραφούν. Τουλάχιστον, όχι όλα. Κάποια παρέμεναν κατά ένα μέρος ανθρώπινα. Εκείνη η Ρεβέκκα, για παράδειγμα, που πρέπει να ήταν η αρχηγός τους. Μιλούσε σαν άνθρωπος. Ή εκείνος που είχε πεθάνει από τα χέρια του θρυλικού πιστολέρο μέσα στο σπίτι, τότε που ο Κάρτερ είχε συναντήσει για τελευταία φορά τον αδερφό του.

Σέκερες: Δεν είναι τόσο επικίνδυνα.

Μακάρι να ήταν έτσι, σκέφτηκε κάποια στιγμή ο πιστολέρο, πριν αφήσει πίσω του τους βρικόλακες, για να εστιάσει στον Φάμπιαν. Και να κλάψει. Μόνος του, σε εκείνο το μικρό, σαν κελί, δωμάτιο, ο Κάρτερ άφησε τα δάκρυά του να κυλήσουν από τα ανοιχτά μάτια του στο μαξιλάρι. Δεν ήταν κάτι που έκανε συχνά, και νωρίτερα, όταν διάβαζε το γράμμα, είχε καταφέρει να συγκρατηθεί, μα τώρα, εν μέσω αυτού του ήσυχου δειλινού που χανόταν σιγά-σιγά, σαν σκόνη που την τινάζεις από τα ρούχα σου και εξαφανίζεται στον αέρα, ο Κάρτερ δεν μπορούσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι δεν είχε κοντά του τον Φάμπιαν. Για όνομα του Θεού, όλη του την ζωή έψαχνε όποιον συγγενή του ζούσε και, πάνω που τον βρήκε, έχοντας κάνει ένα τεράστιο ταξίδι… τον έχασε. Τον έχασε. Τόσος κόπος, τόση προσμονή… Όταν τον αγκάλιασε… Όταν διαπίστωσε ότι καλά έκανε να πιστεύει πως ο αδερφός του είναι ένας καλός άνθρωπος… Πώς να μην λυπηθεί; Άνθρωπος ήταν κι αυτός. Του έλειπε ο αδερφός του. Το αίμα του.

Το αίμα μου, συλλογίστηκε με μια μεταλλική γεύση να γδέρνει το στόμα του. Τι ειρωνεία κι αυτή: να χάσω τον Φάμπιαν από τέρατα που διψάνε για αίμα. Κάποιος, ο ίδιος πιθανότατα που ελέγχει ό,τι γίνεται στον κόσμο, είχε μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ.

Ο Κάρτερ, καθώς έκανε αυτή τη σύνδεση, γύρισε τα μάτια του προς τα αριστερά του, προς ένα χαμηλό ξύλινο έπιπλο που στηριζόταν σε δύο πόδια. Αν και δεν έβλεπε καθαρά, γιατί είχε σβήσει το φανάρι που του έδωσαν, ήξερε πως εκεί, πίσω από το φανάρι, υπήρχε ένας ξύλινος σταυρός, ο οποίος ακουμπούσε στον τοίχο. Πάνω του, ήταν σκαλισμένη η μορφή του Χριστού. Ήταν πιο μεγάλος από αυτόν που είχε ο Φάμπιαν μαζί του. Αντίστοιχα αντικείμενα υπήρχαν σε όλους τους χώρους του σπιτιού και, όπως υποψιαζόταν, σε κάθε σπίτι. Οι χωρικοί ήταν πιστοί χριστιανοί, κάτι που δεν ήταν πρωτόγνωρο για τον πιστολέρο, αφού και στην Αμερική, όσο πιο πολύ απομακρυνόσουν από τις μεγάλες πόλεις -που και σε αυτές υπήρχαν, βέβαια-, τόσο περισσότερους καθολικούς ή προτεστάντες ή άλλους χριστιανούς συναντούσες –ή και όχι μόνο χριστιανούς.

«Εσύ αποφασίζεις;» ρώτησε τον ξύλινο Ιησού. «Εσύ κάνεις κουμάντο; Εσύ είχες τη φαεινή ιδέα να υπάρχουν βρικόλακες και να είναι αυτοί που θα έπαιρναν μακριά μου τον Φάμπιαν; Μακριά από την γυναίκα και από την κόρη του;»

Δεν πήρε απάντηση.

Όπως το περίμενε, δηλαδή. Το είχε μάθει εδώ και χρόνια, πως ο Θεός δεν απαντούσε στις εκκλήσεις των πιστών Του. Τουλάχιστον, όχι με λόγια, αν και ο Κάρτερ αμφέβαλλε και για τα θαυμαστά γεγονότα που οι άνθρωποι έτειναν να τα σκέφτονται ως θεϊκή παρέμβαση. Περισσότερο σαν τυχαία περιστατικά, τα είχε στο μυαλό του, που ίσως συνδυάζονταν με κάποιες έξυπνες αποφάσεις από διάφορους εμπλεκόμενους ανθρώπους. Όπως και πολλοί άλλοι που είχε συναντήσει και του είπαν ότι δεν πιστεύουν, έτσι και ο ίδιος έκανε την ίδια ερώτηση πρώτα στον εαυτό του και έπειτα σε όποιον προσπαθούσε να τον μεταπείσει: Πού είναι ο Θεός όταν πεθαίνει κόσμος από χέρι ανθρώπου ή από αρρώστιες; Ό,τι κι αν του είχαν πει (Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου… Μόνο ο Θεός ξέρει… Μπορεί να μην πίστευαν αληθινά και να τους τιμώρησε… Ίσως έσωσε αυτούς τους ανθρώπους από χειρότερο θάνατο…), ο Κάρτερ το άκουγε μεν, αλλά χωρίς να το δέχεται, δε. Δεν τον έπειθαν τέτοιες δικαιολογίες. Δηλαδή, αν ο ίδιος έβλεπε ένα παιδί που αργοπέθαινε από δίψα, δεν θα του έδινε νερό, «για να το γλιτώσει από χειρότερο θάνατο»; Ή, αν άκουγε μια γυναίκα να φωνάζει ότι την κλέβουν, εκείνος δεν θα έσπευδε, γιατί ο Κάρτερ «ήξερε» πως ο κλέφτης θα πιανόταν κάποια στιγμή αργότερα;

Αφού ο Ιησούς παρέμεινε αμίλητος, ο Κάρτερ απέστρεψε το βλέμμα του προς το σκοτεινό ταβάνι. Σκέφτηκε την Έμιλυ και την Ορέλια. Θυμήθηκε την υπόσχεση που τους είχε δώσει. Θυμήθηκε ειδικά την ελπίδα στα μάτια της μικρής, που ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, τυραννισμένη από μια καταραμένη αρρώστια και από την αγωνία της να δει ξανά τον πατέρα της. Φέρτε πίσω τον μπαμπά μου. Σας παρακαλώ! του είχε πει. Θα το κάνω, Ορέλια, της είχε απαντήσει. Και έπειτα, η Έμιλυ τού είχε πει Φέρε πίσω τον Φάμπιαν, Μαξ. Ελάτε μαζί, για να περάσουμε οικογενειακά όσες μέρες μπορέσεις να μείνεις. Και είχε υποσχεθεί και σ’ αυτή ότι θα έφερνε πίσω τον Φάμπιαν. Το ίδιο είχε πει και στον Ράινχελ (Μαξ, φέρε πίσω τον Φάμπιαν, εντάξει;) και στον Βολφ: Αυτό σκοπεύω να κάνω.

Είχε δώσει υποσχέσεις που αθέτησε. Άνθρωποι που είχε γνωρίσει για λίγο και τους συμπάθησε, άνθρωποι που τον εμπιστεύτηκαν με κίνδυνο όχι μόνο τη δουλειά τους, μα και την ίδια τους την ζωή, περίμεναν από εκείνον να φέρει εις πέρας μια πολύ δύσκολη αποστολή, που ο ίδιος είχε πει ότι θα την κατάφερνε. Είχε φανεί υπερόπτης. Μέγα λάθος, όπως διαπίστωσε. Ένα λάθος που δεν ήξερε αν μπορούσε να ανατρέψει. Δεν ήξερε αν μπορούσε να βρει τον Φάμπιαν και, κυρίως, αν ο Φάμπιαν ήταν ζωντανός.

«Είναι» ψέλλισε στο άδειο δωμάτιο γύρω του. «Πρέπει να είναι ζωντανός. Αλλιώς γιατί να τον πάρουν μαζί τους;» Ό,τι είχε πει στον Σέκερες, το ίδιο επαναλάμβανε στον εαυτό του. Όμως, σκεφτόταν πως ίσως οι βρικόλακες μπλοφάρουν. Ίσως πήραν τον νεκρό Φάμπιαν, για να φέρουν τους ανθρώπους στο κάστρο και εκεί να τους σκοτώσουν πιο εύκολα. Ίσως η πιθανότητα να είναι ζωντανός ο Φάμπιαν να ήταν το δόλωμα, που θα τραβούσε τον Κάρτερ και τους άλλους σε μια θανατηφόρα παγίδα. Αν ήταν σωστή η σκέψη του πιστολέρο, ότι κάποιοι από τους βρικόλακες έχουν ανθρώπινη νόηση, γιατί να μην έχουν και την ανθρώπινη πονηριά; Άλλωστε, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά ήταν αχώριστα, δεν μπορούσες να έχεις το ένα χωρίς το άλλο.

«Ας έχουν ό,τι θέλουν» είπε και έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του, όπου ακούμπησε τον μικρό σταυρό που είχε πάρει από εκείνο το παιδικό δωμάτιο. Το έσφιξε στη χούφτα του, σαν να ήθελε να το σπάσει. «Εγώ θα βρω τον Φάμπιαν και αλίμονο σε όποιον προσπαθήσει να με σταματήσει».

Και με αυτή την σκέψη, μπόρεσε να κλείσει ξανά τα μάτια του για τις υπόλοιπες τρεις ώρες.

Σηκώθηκε όταν άκουσε τους άλλους να μιλάνε μεταξύ τους. Είχε ακούσει και το χτύπημα στην πόρτα της κουζίνας και κάποιον που κάτι είπε, αλλά ο ίδιος δεν κατάλαβε, όπως δεν καταλάβαινε όσα έλεγαν οι άλλοι. Υπέθεσε, όμως, ότι θα είχε πάει επτά παρά δέκα ή κάπου εκεί. Άφησε παράμερα την κουβέρτα, πάτησε γερά στο πάτωμα και έστρωσε το κρεβάτι. Φόρεσε το δερμάτινο πανωφόρι και το καπέλο του. Καθώς έσκυψε να πάρει το φανάρι, έριξε άλλη μια ματιά στον ξύλινο σταυρό. Αυτή τη φορά, δεν είπε ούτε σκέφτηκε κάτι, όχι ξεκάθαρα δηλαδή, γιατί από το ύφος του (δεν ήταν τσαντισμένος, αλλά σοβαρός και προσηλωμένος στον Ιησού), θα μπορούσε κανείς να καταλάβει την απογοήτευση του πιστολέρο… αλλά και μια ελπίδα που υπέβοσκε.

Βρήκε τον Σέκερες να είναι ακόμα καθισμένος σε ένα από τα άλλα τρία κρεβάτια. Δεν είχε φορέσει το κράνος του, ούτε είχε σιάξει τη στολή του. Είχε το κεφάλι του κατεβασμένο, ενώ οι άλλοι στρατιώτες ήδη έβγαιναν από το σπίτι. Ο Κάρτερ τούς χαιρέτισε με ένα νεύμα και ένα «Γεια», στα αγγλικά. Εκείνοι του ανταπέδωσαν με την ίδια εγκαρδιότητα, λέγοντάς του «Szia», που, όπως του υπενθύμισε ο Σέκερες, σήμαινε «Γεια».

«Αν ήταν εδώ η Ορέλια, θα γελούσε ξανά με το πόσο κακός μαθητής είμαι» απάντησε ο Κάρτερ, που στάθηκε στην πόρτα του δωματίου.

Ο Σέκερες τον κοίταξε. «Η Ορέλια;»

«Η κόρη του ταγματάρχη Άσπελ. Μαζί με την μητέρα της, προσπάθησαν να μου μάθουν μερικές ουγγρικές φράσεις. Δεν τα πήγα πολύ καλά και την έκανα να γελάει». Έβγαλε ένα χαρτί. «Έχω γράψει μερικές εδώ, αλλά δεν τις έχω μελετήσει». Έψαξε και πράγματι βρήκε το Szia και την ερμηνεία του. «Nem vagyok az ellenséged» είπε μια άλλη φράση.

«Όντως, δεν είσαι εχθρός μας» είπε ο Σέκερες, που χασμουρήθηκε.

Ο Κάρτερ κοίταξε εν τάχει όλες τις φράσεις. Αλλά επειδή ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει να τις αποστηθίσει, έβαλε πάλι το χαρτί στην τσέπη του. Αν το χρειαζόταν, υποσχέθηκε στον εαυτό του, θα το έβγαζε, για να πει ό,τι ήθελε. Στράφηκε προς τον Σέκερες. «Αν κατάλαβα σωστά, ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα, για να μας ξυπνήσουν».

«Σωστά».

«Μήπως να μην τους δώσουμε κι άλλο λόγο, για να έρθουν εδώ;»

Ο Σέκερες ένευσε και σηκώθηκε, αλλά αργά-αργά, σαν να είχαν μουδιάσει τα πόδια του και τα δοκίμαζε πρώτα.

«Είσαι καλά, δεκανέα;» ρώτησε ο Κάρτερ.

Ο Σέκερες κάτι είπε στα ουγγρικά, κουνώντας το χέρι του σαν να τίναζε από πάνω του μυρμήγκια ή μέλισσες.

Ο Κάρτερ χαμογέλασε. «Και αυτό σημαίνει;…»

«Δεν είμαι καλά, αλλά πρέπει να είμαι» απάντησε ο Σέκερες, αφού έτριψε τα μάτια του και ρούφηξε την μύτη του.

«Όλοι μας έτσι είμαστε. Έτσι είναι ο πόλεμος».

Βγήκαν από το σπίτι και τότε μόνο ο Σέκερες φόρεσε το κράνος του. Είδαν το χιόνι που έπεφτε και αναθεμάτισαν, καθότι άρχισε να σχηματίζεται και ομίχλη. Θα τους δυσκόλευε σε ό,τι είχαν να κάνουν, ειδικά αν χρειαζόταν να φύγουν από το Μπραν.

Όμως, υπήρχε κινητικότητα τριγύρω: στρατιώτες έβγαιναν από σπίτια και έτρεχαν με τα όπλα ανά χείρας προς τη μεριά της εκκλησίας, όπου βρισκόταν ο Άπροντ και το κανόνι που είχε φέρει το απόσπασμα. Αριστερά τους, εκεί που ξεκινούσε ο κεντρικός δρόμος του Μπραν, στέκονταν τέσσερις στρατιώτες με τα Μάνλιντσερ στον ώμο και τα φανάρια να είναι αναμμένα, εκ των οποίων οι δύο κοιτούσαν προς την εκκλησία και οι άλλοι προς το δάσος και το μονοπάτι που έπρεπε να διασχίσει κανείς για να φτάσει στο χωριό. Εκεί όπου είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά ο Φάμπιαν και ο Κάρτερ. Όπως ήξερε, γίνονταν περιπολίες τεσσάρων αντρών ανά μία ώρα. Αυτό θα το είχαν κάνει και οι άντρες που διοικούσε ο Φάμπιαν, αλλά είχε τόσο κακό προαίσθημα ότι κάτι θα γινόταν, που αποφάσισε να στήσει παγίδα, παρά να εγκαθιδρύσει μια πιο «τυπική στρατιωτική βάση» στο Μπραν.

Θα το είχε κάνει, σκέφτηκε ο Κάρτερ, βγάζοντας ένα τσιγάρο από την τσέπη του. Αν είχε δεύτερη ευκαιρία. Κούμπωσε το πανωφόρι του ως το λαιμό. Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο αέρας το έκανε χειρότερο. Ακόμα, ήταν αρκετά σκοτεινά, αφού δεν είχε βγει ο ήλιος. «Πάμε;» ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση από τον Σέκερες, ο οποίος τον ακολούθησε.

Αφού χαιρετήθηκαν με τον Άπροντ και συζήτησαν τι να κάνουν μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις, ο Σέκερες ρώτησε κάτι: τι θα έκαναν με τους νεκρούς; «Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε στο σπίτι που τους βάλαμε» σχολίασε, με πικρία, ενθυμούμενος πώς, μετά την εντολή του ταγματάρχη Άσπελ, μάζεψαν τα κορμιά των συναδέλφων του. Αλλά πλέον, είχαν και άλλους νεκρούς. «Ούτε τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους, ούτε…». Αναστέναξε. «Ούτε τους πολιτοφύλακες».

Ο Κάρτερ ένευσε. Είπε στον Άπροντ «Έχει δίκιο, ανθυπασπιστά. Κάτι πρέπει να κάνουμε με αυτούς». Σκέφτηκε κάτι και πρότεινε «Θα μπορούσαμε να τους θάψουμε στο Μπραν, ένεκα που σκοτώθηκαν εδώ; Νομίζω, θα ήταν τιμητικό, μιας και αυτό είναι το πεδίο μάχης που “έπεσαν στο καθήκον”».

«Όχι, όχι» είπε ο Άπροντ. «Όχι. Θα τους στείλουμε στο Μπρασώφ. Το σκέφτηκα χθες και ενημέρωσα τους διοικητές με το γράμμα μου. Σίγουρα, θα στείλουν μερικές άμαξες. Οι σοροί θα επιστραφούν στους οικείους τους. Πρέπει να ξέρουν τι απέγιναν οι αγαπημένοι τους». Πρόσθεσε «Είμαι σίγουρος ότι οι διοικητές θα αποφασίσουν σωστά. Είναι δική τους ευθύνη. Δική μας είναι να…»

«Θα αποφασίσουν σωστά, όμως;» ρώτησε ο Σέκερες, θυμωμένος. «Εσείς, κύριε ανθυπασπιστά, σωστά το είπατε ότι οι οικείοι θα θέλουν να μάθουν τι συνέβη στους δικούς τους. Θα θέλουν να τους αποχαιρετίσουν. Αλλά, μέχρι τώρα, δεν είδα κανέναν να συγκινείται. Ούτε καν τον ταγματάρχη Άσπελ». Κοίταξε τον Κάρτερ, ο οποίος τον παρατηρούσε καπνίζοντας. «Κι αυτός έκανε ό,τι έκαναν ο Ζαλάν και ο Κέρσεν: τίποτα. Μέχρι να “λυθεί η υπόθεση”, για να μην αναστατωθεί ο κόσμος, να μην το μάθουν οι εχθροί μας “και το εκμεταλλευτούν”…»

«Δεκανέα!» φώναξε ο Άπροντ. «Σε επαναφέρω στην τάξη. Μιλάς σε ανώτερό σου. Αναφέρεσαι σε ανώτερούς σου αξιωματικούς. Μίλα με σεβασμό, αλλιώς θα υποστείς τις συνέπειες».

Ο Σέκερες, που ακόμα έβραζε μέσα του, είπε «Λέω την αλήθεια». Και σταμάτησε.

«Δεν έχει σημασία» του είπε ο Άπροντ, δείχνοντάς τον. «Είσαι στρατιωτικός. Πολιτοφύλακας. Οφείλεις να σέβεσαι τους ανωτέρους σου. Χθες δεν σου είπα κάτι που δεν παρουσιάστηκες σωστά εμπρός μου. Αλλά δεν θα ανεχτώ τέτοια αναίδεια από μέρους σου ή από οποιονδήποτε άλλο». Κοίταξε τους άλλους στρατιώτες. «Αυτό ισχύει για όλους. Θα σέβεστε τους συναδέλφους σας και ειδικά τους ανωτέρους σας. Καταλαβαίνω ότι η κατάσταση είναι δύσκολη για όλους μας, αλλά αυτό δε δικαιολογεί την έλλειψη σεβασμού προς τον βαθμό του κάθε ένστολου και προς την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Απαιτώ από όλους σας να φέρεστε όπως εκπαιδευτήκατε. Διαφορετικά, θα υπάρξουν οι ανάλογες συνέπειες. Κατανοητόν;»

«Μάλιστα, κύριε» του απάντησαν.

«ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΝ;»

«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ!»

«ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΝ;»

«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ!»

«Ωραία». Γύρισε πάλι προς τον Κάρτερ. «Συγνώμη για αυτό, κύριε καθηγητά» είπε με σφιγμένο χαμόγελο. «Μερικές φορές, πρέπει να επαναλαμβάνουμε κάποια μαθήματα που θεωρούμε ότι δόθηκαν στη βασική εκπαίδευση. Αν και δεν θα έπρεπε να χρειάζονται τέτοιες επαναλήψεις».

«Καταλαβαίνω, κύριε ανθυπασπιστά. Έχω υπάρξει στρατιωτικός. Ξέρω από αυτά. Στα πεδία των μαχών, πάντα υπάρχει μια… ένταση, μια ανησυχία. Αλλά δεν αδικώ το δεκανέα. Έχασε συναδέλφους του, φίλους του. Θέλει να τους αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές».

Ο Άπροντ το σκέφτηκε. «Κι εγώ το καταλαβαίνω αυτό, καθηγητά. Αλλά στο στρατό, όπως θα θυμάστε, ισχύουν κάποιοι κανόνες. Και πρέπει να εφαρμόζονται, αλλιώς θα αποδιοργανωθεί το στράτευμα και θα μας διαλύσουν οι εχθροί». Σταμάτησε, καθώς συνειδητοποίησε τι είχε πει. Ήδη είχαν διαλυθεί δύο αποσπάσματα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Για αυτά μιλούσαν. Για τους ένστολους που τα απάρτιζαν και που είχαν πεθάνει.

Ο Άπροντ αναθεμάτισε μέσα του. Πήρε μια δυο ανάσες. Κοίταξε τον Σέκερες. «Μην ανησυχείς, δεκανέα. Οι παλιοί σύντροφοί σου θα τιμηθούν. Όπως και οι ορειβάτες τυφεκιοφόροι». Ήξερε την γνώμη πολλών αντρών του Δέκατου Πέμπτου για την υπόθεση του Μπραν και για τους χωρικούς, αλλά υπέθετε ότι δεν θα σκέφτονταν τοιουτοτρόπως και για τους στρατιωτικούς. Ήταν συνάδελφοι. Όφειλαν να τους σεβαστούν. Βέβαια, και τους χωρικούς έπρεπε να σεβαστούν, αλλά… Απλά, ήλπιζε ότι, μετά τα τελευταία, θα έχουν αλλάξει γνώμη για πολλά.

«Οπότε» είπε ο Κάρτερ «να μαζέψουμε τους νεκρούς σε ένα μέρος κοντά στο δρόμο που οδηγεί στο Μπρασώφ; Μιας και περιμένουμε τις ενισχύσεις, εννοώ, και για να μην καθόμαστε».

Ο Άπροντ ένευσε. «Ναι, ναι, ας το κάνουμε. Να μην πάει χαμένη η μέρα».

Έτσι, αφού έφαγαν από ό,τι κουβαλούσε ο καθένας μαζί του, έπιασαν δουλειά: εκτός από δέκα στρατιώτες που φυλούσαν σε όλο το μήκος του κεντρικού δρόμου μην επιτεθεί κανείς, όλοι οι άλλοι, ανά δύο, μετέφεραν τις σορούς. Ήταν μια επίπονη διαδικασία, που προκαλούσε στους περισσότερους πρώτα λύπη και μετά ανατριχίλα, καθότι δεν είχαν αναγκαστεί να κάνουν ποτέ πριν κάτι παρόμοιο. Κάποιοι από τους νεώτερους φαντάρους, μετά βίας συγκρατήθηκαν, να μην κάνουν εμετό και να μην λιποθυμήσουν, αλλά ζήτησαν από τον ανθυπασπιστή τους άδεια, για να ξεκουράζονται μετά από κάθε διαδρομή.

Η έντονη αποφορά κάποιων πτωμάτων… Η χλομή και αιματοβαμμένη όψη τους… Το άδειο βλέμμα όσων είχαν ανοιχτά τα μάτια τη στιγμή που ξεψύχησαν… Το βάρος του κάθε κορμιού… Όλα αυτά ενέτειναν τα ρίγη που προκαλούσε το κρύο στους στρατιώτες του Δέκατου Πέμπτου. Ακόμα και ο Άπροντ με τον Σέκερες σκέφτονταν ότι δεν θα άντεχαν για πολύ και ευχαριστούσαν τον Θεό που δεν θα χρειαζόταν να συνεχίσουν για ώρες. Ειδικά ο Σέκερες, τη μία φορά που βάσταξε μαζί με έναν άλλο στρατιώτη έναν πολιτοφύλακα που είχε καεί, έκανε τιτάνια προσπάθεια να μην χάσει την ισορροπία του και να μην λιποθυμήσει, η οποία συνεχίστηκε και όταν είδε και τους άλλους πολιτοφύλακες να στοιβάζονται με τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους. Μόνο ο Θεός ήξερε πώς τα άντεξε όλα αυτά.

Ο Κάρτερ, από την άλλη, κράτησε μια πιο παθητική στάση. Πέραν του ότι είχε ξανακάνει αυτή τη δουλειά στις ΗΠΑ, τον απασχολούσαν άλλα θέματα: η μοίρα του Φάμπιαν, ο ερχομός του Μαρτίν και η οριστική θανάτωση των βρικολάκων. Έπρεπε να εστιάσει σε αυτούς και όχι να αφεθεί στην λύπη του για τους νεκρούς –γιατί ναι, και ο ίδιος ένιωθε άσχημα για όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους που είχαν πεθάνει από τα φρικιά. Αλλά ήθελε να έχει στη σκέψη του μόνο την αποστολή. Βοηθούσε στην προσεκτική μεταφορά των νεκρών, όμως θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο να σταθεί στο πλευρό των ζωντανών.

*

Βουδαπέστη

«… Το απόσπασμα των ορειβατών τυφεκιοφόρων υπέστη συντριπτική ήττα… Όλοι οι άντρες νεκροί… Όμως, ο ταγματάρχης Φάμπιαν Άσπελ, του σταθμού του Evidenzbureau με έδρα τη Βουδαπέστη, διοικητής της ανωτέρω στρατιωτικής μονάδας τριάντα αντρών και δύο εκπαιδευμένων σκυλιών του ουγγρικού στρατού, αγνοείται…»

Ο Ορμπάν είχε διαβάσει πέντε φορές το μήνυμα που ήρθε από το Μπρασώφ. Αρχικά, είχε χαρεί, αφού αυτό που ήθελε ήταν να χαθεί για πάντα ο Άσπελ. Είχε σκεφτεί να σπεύσει να ενημερώσει και τον Τζούρτζου, που κι αυτός θα πετούσε τη σκούφια του με το που μάθαινε τα νέα.

Αλλά, σταδιακά, κατά την τρίτη ανάγνωση, προβληματίστηκε και έμεινε στο γραφείο του, να καπνίζει, να πίνει καφέ και να μελετά το τηλεγράφημα ξανά και ξανά, λες και επρόκειτο να αλλάξει κάτι με κάθε επόμενη ανάγνωση, όπως το να διαπιστώσει ότι τελικά δεν είχε διαβάσει σωστά, γιατί, αντί να γράφει ο ταγματάρχης Άσπελ αγνοείται, έγραφε είναι επίσης νεκρός. Όμως, φυσικά, δεν έγινε κάτι τέτοιο. Το οποίο… τι ακριβώς σήμαινε; Ότι οι εχθροί είχαν σκοτώσει όλους τους άλλους, εκτός από τον Άσπελ; Γιατί;

  Για να τον έχουν ως αιχμάλωτο, υπέθετε. Για να μας πιέσουν να τους δώσουμε ό,τι θέλουν. Ήταν μια βάσιμη σκέψη. Οι τύποι προφανώς δεν ήταν τυχαίοι ληστές. Είχαν σχέδιο. Επιτίθονταν με πονηριά. Είχαν νικήσει δύο στρατιωτικά αποσπάσματα της Αυτοκρατορίας. Και μάλιστα, τα διέλυσαν με υπερβάλλοντα ζήλο, σφάζοντας τους άντρες σαν γουρούνια. Παρότι χρησιμοποιούσαν μαχαίρια και σπαθιά, ενώ οι στρατιώτες και οι πολιτοφύλακες είχαν Μάνλιντσερ και πιστόλια. Το οποίο γεγονός (ότι οι εχθροί δεν είχαν πυροβόλα) ήταν εξίσου παράξενο με τη σφαγή των χωριατών και την επίθεση στους τσιγγάνους. Γιατί να τα κάνουν όλα αυτά; Και αν ήθελαν κάτι από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, γιατί δεν είχαν στείλει κάποιον αγγελιαφόρο ή έστω να άφηναν κάποιο μήνυμα στο Μπραν; Και στην τελική, ποιοι στον διάβολο νόμιζαν ότι είναι αυτοί οι αχρείοι;

Βλάχοι, θυμήθηκε ο Ορμπάν το τηλεγράφημα του Άσπελ που είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα και αναφερόταν στον κατεστραμμένο καταυλισμό των τσιγγάνων στο δρόμο ανάμεσα στο Μπρασώφ και το Μπραν. Το κορίτσι αναγνώρισε την γλώσσα που μιλούσαν αυτοί που επιτέθηκαν στους δικούς της και είναι σίγουρη ότι πρόκειται για Βλάχους. Ίδιος τρόπος δράσης με το Μπραν, είχε γράψει, αναφερόμενος στην μοναδική επιζήσασα και ό,τι αυτή είπε. Αλλά εκείνος ο κρετίνος, ο Βολφ, είχε πει πως Για την ακρίβεια, και σύμφωνα με το κορίτσι, ξέρουμε ποιοι επιτέθηκαν σε αυτούς τους τσιγγάνους, κύριε. Ο κύριος ταγματάρχης υποθέτει ότι είναι οι ίδιοι που επιτέθηκαν στο Μπραν. Ο Ορμπάν δεν το είχε πιστέψει ιδιαίτερα, κυρίως επειδή δεν ήθελε να είναι μπλεγμένος ο Τζούρτζου. Εκτός από άλλες συνδιαλλαγές, παράνομες για τον Ορμπάν όσο και ένας φόνος, μαζί είχαν σκεφτεί έναν τρόπο να ξεφορτωθούν τον Άσπελ χωρίς να κινήσουν υποψίες (τον Σούκε). Δεν είχαν πάει τα πράγματα όπως τα ήθελαν, αλλά μπορεί και να είχε γίνει η δουλειά από άλλους. Γιατί μια άλλη σκέψη του Ορμπάν ήταν το ότι αυτοί οι άγνωστοι εχθροί ίσως είχαν σκοτώσει τον Άσπελ, αλλά μάζεψαν το πτώμα του, για να νομίζουν οι της Αυτοκρατορίας ότι μπορεί να τον κρατάνε ζωντανό. Κι αυτό θα ωφελούσε τον Ορμπάν και τον Τζούρτζου. Αλλά, όπως το έβλεπε, δεν έπρεπε να επαναπαυτούν μονάχα σε αυτή την εκδοχή. Ειδικά ο ίδιος ο Ορμπάν, που είχε τις αμφιβολίες του για τον Τζούρτζου (μήπως ήξερε ποιοι είναι οι εχθροί ή, ακόμα χειρότερα, μήπως ο ίδιος κινεί τα νήματα).

Ύστερα, συνειδητοποίησε κάτι άλλο: Όλοι οι άντρες νεκροί. (Όλοι εκτός από τον Άσπελ.) Άρα, και ο Σούκε είναι νεκρός. Αυτό δεν το είχε διανοηθεί ως τώρα. Δεν περίμενε να πάθει κάτι ο Σούκε ή οποιοσδήποτε άλλος ορειβάτης τυφεκιοφόρος. Κυρίως, επειδή δεν νοιαζόταν για κανέναν άλλο, πέραν του Άσπελ. Όμως, τον Ίμρε τον ήξερε εδώ και χρόνια. Δεν ήταν στενοί φίλοι, βέβαια, αλλά και πάλι, ήταν Ούγγροι στρατιωτικοί με παρόμοιες πεποιθήσεις (αμφότεροι ήταν κατά της ένωσης της Ουγγαρίας και της Αυστρίας και μισούσαν τους επαναστάτες). Γνωρίζονταν και ενίοτε συναντιόντουσαν, για να συζητήσουν και να πιουν. Ο Ορμπάν δεν ήθελε να πάθει κάτι ο Ίμρε, αυτό ήταν σίγουρο. Είχε ελπίσει ότι ο λοχαγός θα ξέκανε τον Άσπελ και τους εχθρούς που υπήρχαν στο Μπραν. Δεν είχε σκεφτεί την πιθανότητα να πεθάνει ο Ίμρε. Και μάλιστα, εξαιτίας μου, σκέφτηκε. Ο ίδιος ο Ορμπάν είχε παρέμβει για να συνοδέψουν τον Άσπελ οι ορειβάτες τυφεκιοφόροι και όχι οι ουσάροι που ήθελε ο ταγματάρχης. Είχε μιλήσει με τον συνταγματάρχη Φάρκας και τον έπεισε να δώσει μια διμοιρία στρατιωτών του, συμπεριλαμβανομένου του Σούκε.

Και όλοι τους είναι νεκροί. Όλοι εκτός του μαλάκα του Άσπελ. Τουλάχιστον, μέχρι να μάθουμε νεώτερα. Ο Ορμπάν αναρωτήθηκε αν αυτή η δική του παρέμβαση μπορεί να είχε επιπτώσεις εις βάρος του. Ποιοι ήξεραν ότι είχε αλλάξει την μονάδα που θα διοικούσε ο Άσπελ; Ο ίδιος ο ταγματάρχης, προφανώς, οι (νεκροί) ορειβάτες τυφεκιοφόροι που τον ακολούθησαν, ο Φάρκας, ίσως και ο Βολφ με τον Ράινχελ. Και ο Τζούρτζου, φυσικά, που είχε συναντήσει τον Σούκε το βράδυ πριν αποχωρήσει το απόσπασμα από τη Βουδαπέστη, όπου, μαζί και με τον Ορμπάν, προσπάθησαν να πείσουν τον λοχαγό να ξεκάνει τον Άσπελ. Όπως το έβλεπε ο Ορμπάν, μόνο οι Βολφ και Ράινχελ ήταν πιθανό να μιλήσουν, αν γίνονταν ανακρίσεις –που, κατά πάσα πιθανότητα, θα γίνονταν. Αλλά ο ίδιος είχε αιτιολόγηση για την απόφασή του: την ίδια που είχε πει και στον Άσπελ, ότι είναι προτιμότερο να αποδυναμώσουν μια μακρινή από το Μπραν μονάδα παρά μια κοντινή. Το Μπραντ, όμως, από το οποίο θα προέρχονταν οι ουσάροι που ήθελε ο Άσπελ δεν ήταν και τόσο κοντά στο Μπραν. Ανάμεσά τους υπήρχαν το Σιμπίου, το Ντέβα, το Φαγκαράς, η Άλμπα Ιούλια, συν ένα σωρό χωριά. Το Μπραν απείχε κάπου διακόσια μίλια από το Μπραντ.

Όπως το έβλεπε, ο Ορμπάν δεν πίστευε ότι θα μπλέξει λόγω της αλλαγής στην μονάδα που συνόδευσε τον Άσπελ. Ο ίδιος θα παρουσίαζε το υποτιθέμενο σκεπτικό του, το οποίο θα το υποστήριζε και ο Φάρκας, γιατί ο Ορμπάν τού είχε πει τον λόγο που πρότεινε να πάνε οι ορειβάτες τυφεκιοφόροι μαζί με τον Άσπελ. Αν δεν μίλαγε ο Τζούρτζου, οι ανακριτές που θα έρχονταν δεν θα υποψιάζονταν το παραμικρό –και ήξερε ότι ο Βλάχος δεν θα έλεγε ούτε κουβέντα, ούτε καν θα τους πλησίαζε.

Μήπως, όμως, τον πλησιάσουν εκείνοι; Επειδή ο Άσπελ υποθέτει στο τηλεγράφημά του ότι οι Βλάχοι είναι οι ένοχοι; Αυτό θα έπρεπε να το συζητήσουν με τον Τζούρτζου.

Έσβησε το τσιγάρο του και άναψε άλλο. Ήπιε και λίγο από τον καφέ του. Κάτι άλλο που τον είχε προβληματίσει ήταν η παρουσία ενός Άγγλου καθηγητή ονόματι Τζον Χίθροου. Ποιος ήταν αυτός; Και τι δουλειά είχε στο Μπραν; Και πώς βρέθηκε εκεί; Και γιατί; Αν καταλάβαινε καλά από τα όσα είχαν γράψει για αυτόν (ο καθηγητής παρείχε σημαντικές πληροφορίες για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Μπραν, μεταξύ του αποσπάσματος από τη Βουδαπέστη και του εχθρικού στρατού, ενώ συμμετείχε και ο ίδιος ενεργά στην μάχη), ο Χίθροου δεν ήταν εχθρός. Όμως, αυτό δεν σήμαινε πως μπορούσε να είναι σε μια εμπόλεμη περιοχή, και μάλιστα σε ξένη χώρα. Και πώς βρέθηκε τόσο βολικά στο Μπραν αυτή την εποχή;

Μπορεί να είναι επισκέπτης. Αυτή ήταν μια εκδοχή που εν μέρει έπειθε τον Ορμπάν. Είχε ακούσει ότι σε εκείνα τα μέρη πήγαιναν συχνά ξένοι επισκέπτες. Μια μικρή περιοχή, το Πουάνα Μπρασώφ, είχε αναδειχθεί πολύ από την τοπική εφημερίδα. Σίγουρα, θα είχαν μάθει για αυτό και στο εξωτερικό. Ακόμα και στην Αγγλία. Οπότε θα μπορούσε ο Χίθροου να έχει πάρει άδεια από το πανεπιστήμιό του και να βρέθηκε εκεί κοντά στο Μπραν και… να «συμμετείχε ενεργά στην μάχη»… καθότι έτυχε ο ίδιος να είναι γνώστης της τέχνης του πολέμου…

Οι Άγγλοι έχουν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία; Ο Ορμπάν ήταν σχεδόν σίγουρος πως ναι. Απ’ όσο θυμόταν, και ένας άλλος Άγγλος καθηγητής, ο Πίτερ Πέρλμαν, γνωστός του Evidenzbureau, είχε υπάρξει στρατιωτικός, και μάλιστα αξιωματικός. Ο Άσπελ τον είχε γνωρίσει και τον ανέφερε όταν ήρθε από ένα ταξίδι του στην Αγγλία. Και… και…

Ο Ορμπάν ανακάθισε στην καρέκλα του. Άφησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο και κοίταξε για έκτη φορά το τηλεγράφημα. «Τζον Χίθροου» διάβασε. Μετά, ψέλλισε «Καθηγητής πανεπιστημίου. Πίτερ Πέρλμαν, επίσης καθηγητής πανεπιστημίου. Και οι δύο από την Αγγλία. Ο ένας είναι γνωστός του Άσπελ. Ο άλλος βρέθηκε στο Μπραν, όπου έχει πάει ο Άσπελ». Μια σκέψη γυρόφερνε στο μυαλό του και τον ενοχλούσε, σαν σφήκα που έχει μπει στο σπίτι και πετάει από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του και κίνησε προς την πόρτα. Βγήκε από το γραφείο, αφήνοντας το τσιγάρο του να σιγοκαίγεται. Έπρεπε να μάθει περισσότερα για αυτόν τον «Χίθροου», όπως έπρεπε να σκοτώνει την σφήκα όποτε εισέβαλλε στο σπιτικό του.

Δεν κοίταξε καν προς τα άλλα γραφεία με τις κλειστές πόρτες ή προς την είσοδο, όπου ο επιλοχίας που εμπιστευόταν ο Φάμπιαν είχε ένα περίλυπο ύφος, γιατί είχε μάθει ότι ο ταγματάρχης αγνοείτο.

Άνοιξε την πόρτα της ομάδας που είχε συγκροτήσει ο Φάμπιαν και είδε τους Βολφ και Ράινχελ να κάθονται στις θέσεις τους (ήτοι τον λοχαγό Βολφ στην καρέκλα του ανώτερου αξιωματικού και τον επιλοχία Ράινχελ σε μια από τις άλλες δύο). Κάτι συζητούσαν και κάπνιζαν, ενώ μπροστά τους είχαν και τα φλιτζάνια του καφέ τους. Σταμάτησαν με το που είδαν τον Ορμπάν να μπαίνει και να κλείνει την πόρτα.

Σηκώθηκαν και οι δύο και στάθηκαν προσοχή.

«Ανάπαυση. Καθίστε» είπε ο Ορμπάν, που έκατσε κι αυτός σε μια καρέκλα, αλλά, προς έκπληξη των άλλων δύο, όχι σε εκείνη του Βολφ, παρά στην τρίτη που έμενε κενή λόγω της απουσίας του Φάμπιαν. «Λοιπόν» συνέχισε, εμφανίζοντας το μήνυμα που τους είχε σταλεί. Κοιτούσε μια τον ένα και μια τον άλλο. «Ήρθε αυτό το τηλεγράφημα πριν από λίγη ώρα. Από την πολιτοφυλακή του Μπρασώφ. Τα νέα είναι πολύ άσχημα, κύριοι. Το απόσπασμα των ορειβατών τυφεκιοφόρων όχι μόνο απέτυχε στην αποστολή του, αλλά αποδεκατίστηκε. Είναι όλοι νεκροί. Όλοι, εκτός από τον ταγματάρχη Άσπελ, ο οποίος αγνοείται».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ άφησαν τα τσιγάρα τους και αλληλοκοιτάχτηκαν άναυδοι.

«Κύριε, είστε σίγουρος;» ρώτησε ο Βολφ με βραχνιασμένη φωνή, ενώ ο Ράινχελ έκρυψε το πρόσωπό του στις χούφτες του.

«Ναι, δυστυχώς, λοχαγέ, αυτή είναι η αλήθεια» απάντησε ο Ορμπάν, νεύοντας και αναστενάζοντας δήθεν λυπημένα. Του έδωσε το τηλεγράφημα. Καθώς οι άλλοι διάβαζαν το τηλεγράφημα -ο Βολφ το κρατούσε στην μέση του γραφείου, για να το βλέπει και ο Ράινχελ-, συνέχισε «Δείτε και μόνοι σας. Άντρες του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού, του Κοινού Στρατού, με έδρα το Μπρασώφ, πήγαν στο Μπραν και βρήκαν μόνο δύο επιζώντες. Ό,τι άλλο βρήκαν δεν είναι παρά καμένα σπίτια και σφαγμένα πτώματα».

Ο Βολφ άφησε το τηλεγράφημα στο γραφείο και έγειρε πίσω στην καρέκλα, ρίχνοντας το κεφάλι και κλείνοντας τα μάτια του, ενώ ο Ράινχελ ακούμπησε με τον δεξιό αγκώνα του στο γραφείο και στήριξε το κεφάλι του, ξεφυσώντας. Και συνέχισαν να παριστάνουν ότι άκουγαν πρώτη φορά για όλα αυτά.

Γιατί ήξεραν. Είχαν διαβάσει πριν από τον μαλάκα όσα ανέφερε το Μπρασώφ. Το ίδιο ίσχυε και για τον επιλοχία στην είσοδο του τοπικού σταθμού. Κι αυτός είχε μάθει πριν από τον διοικητή του τα καθέκαστα. Ο λοχαγός που χειριζόταν τον τηλέγραφο, με το που έφτασε το μήνυμα, σηκώθηκε να το πάει στον Ορμπάν, αλλά έπεσε πάνω στους Βολφ και Ράινχελ, οι οποίοι πρώτα τον ανάγκασαν να τους δώσει το τηλεγράφημα και έπειτα του είπαν να μην τολμήσει να πει στον συνταγματάρχη ή σε οποιονδήποτε άλλο το παραμικρό, γιατί θα το μετάνιωνε. Ο τύπος, όσο κι αν δεν το ήθελε, καθότι μισούσε τους Αυστριακούς, υπάκουσε, γιατί τον είχαν σπρώξει ξανά μέσα στον χώρο του τηλέγραφου και έκλεισαν την πόρτα και, μέχρι να τον αφήσουν ελεύθερο, τον είχαν βάλει να κάτσει στην θέση του και να μη μιλάει. Αν ήταν μόνος του ο Βολφ, μπορεί και να έφερνε αντίρρηση (άλλωστε, είχαν τον ίδιο βαθμό), όμως η παρουσία του ψηλού Ράινχελ έκανε τον λοχαγό να υποχωρήσει, γιατί κατάλαβε πως, αν δεν συνεργαζόταν, θα τον περιλάβαιναν. Όταν βγήκαν από το γραφείο, προβληματισμένοι και στενοχωρημένοι για την τύχη όχι μόνο του Φάμπιαν αλλά όλων των στρατιωτών και της Τρανσυλβανίας γενικά, βρήκαν τον επιλοχία που φυλούσε την είσοδο να τους περιμένει με αγωνία, και του μετέφεραν τα νέα, κάνοντας και την δική του καρδιά να παγώσει.

Είχαν μπει στο γραφείο τους και έκατσαν με αργές κινήσεις, διερωτώμενοι πώς είχαν ξεφύγει τόσο πολύ τα πράγματα. Όλοι οι στρατιωτικοί νεκροί. Κανείς δεν ήξερε πού είναι ο Φάμπιαν. Πόσο χειρότερη θα μπορούσε να είναι η κατάσταση στο Μπραν, μόνο να φανταστούν μπορούσαν.

Είχαν απορήσει, φυσικά, με κάποιες λεπτομέρειες που έδωσε το απόσπασμα του Δέκατου Πέμπτου, όπως το ότι είχαν επιβιώσει δύο άτομα (ένας πολιτοφύλακας και ο «καθηγητής Χίθροου») και, κυρίως, το γεγονός πως οι εχθροί είχαν χρησιμοποιήσει μόνο σπαθιά και μαχαίρια –το κάρο με το μπαρούτι και τους δαυλούς τούς μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Πώς γινόταν να είχαν καταφέρει τέτοιο πλήγμα στο απόσπασμα των ορειβατών τυφεκιοφόρων αν δεν είχαν πυροβόλα όπλα; Πόσο πονηροί, πόσο πιο ικανοί από τους στρατιωτικούς της Αυστροουγγαρίας μπορεί να ήταν;

Μια ακόμα ερώτηση προέκυψε αναπόφευκτα: Τι θα πούμε στην Έμιλυ και την Ορέλια, που περιμένουν πώς και πώς να μάθουν τι κάνει ο Φάμπιαν; Δεν ήθελαν να μεταφέρουν οι ίδιοι στις δύο γυναίκες τόσο δυσάρεστα μαντάτα. Είχαν ελπίσει ότι δεν θα χρειαζόταν ποτέ να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Αν και είχαν σκεφτεί ότι μπορεί ο Φάμπιαν… Δηλαδή, και ο ίδιος το είχε υπονοήσει (Σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, είχε πει)… Για αυτό και τους είχε ζητήσει να προσέχουν την Έμιλυ και την Ορέλια. Για αυτό τούς ήθελε να μείνουν πίσω. Θα μείνετε στον τοπικό σταθμό, να μπορέσετε να περατώσετε την υπόθεση. Θέλω να ξέρω ότι υπάρχουν εδώ τουλάχιστον δύο άτομα που μπορώ να εμπιστευτώ. Τρεις, συμπεριλαμβάνοντας και τον επιλοχία στην είσοδο. Εκείνοι, όμως, δεν ήθελαν να το πιστέψουν.

Άλλες έγνοιες, σχετικές με την εν λόγω υπόθεση (ερωτήσεις που θα προέκυπταν, ανακρίσεις από ανωτέρους, έρευνα για τους πρώην ουσάρους που είχαν σκοτωθεί στη Βουδαπέστη κλπ), τριγυρνούσαν κι αυτές στο μυαλό του Βολφ και του Ράινχελ.

Αλλά, προτού χρειαστεί να σκεφτούν διεξοδικά τι θα έκαναν με όλα αυτά και λίγα λεπτά πριν την εισβολή του Ορμπάν, ο Βολφ είπε ότι έπρεπε να παραμείνουν στο σχέδιο που είχαν καθώς έφευγαν από το διαμέρισμα των Άσπελ την προηγούμενη νύχτα και ενώ έρχονταν σήμερα στον τοπικό σταθμό: έπρεπε να πάνε στην Ολλανδία. Έπρεπε να βρουν τον Χόουνεχ. Κάτι που σήμαινε πως έπρεπε να πείσουν τον μαλάκα, να τους δώσει την άδειά του για αυτό το ταξίδι. Όλα τα άλλα θα τα συζητούσαν εν ευθέτω χρόνω. Προς το παρόν, ήταν ανάγκη να τρέξουν για χάρη του Φάμπιαν.

«Εγώ θέλω να ξέρω κάτι ακόμα» είπε ο Ορμπάν, βγάζοντάς τους από τις σκέψεις τους. «Ίσως έχετε κάποια ιδέα, που εμένα μου διέφυγε. Στο τηλεγράφημα, αναφέρεται κάποιος Τζον Χίθροου. Άγγλος. Καθηγητής πανεπιστημίου. Είναι ο ένας από τους δύο επιζώντες. Μήπως ξέρετε ποιος είναι και τι δουλειά είχε στο Μπραν; Στο τηλεγράφημα, λέει ότι “παρείχε σημαντικές πληροφορίες” και πως “συμμετείχε ενεργά στην μάχη”».

Το ήξεραν ότι θα έφτανε και αυτή η στιγμή. Μετά από λίγα λεπτά που διάβασαν το τηλεγράφημα, το κατάλαβαν. Αφού η υπόθεση ξέφυγε, εφόσον το απόσπασμα είχε αποτύχει να επιλύσει το πρόβλημα, οι νεκροί στρατιωτικοί της Αυστροουγγαρίας αυξήθηκαν κι άλλο και ένας αξιωματικός αγνοείτο, τότε όλοι θα μάθαιναν για τον Κάρτερ, κάτι που επίσης είχαν ελπίσει ότι δεν θα συμβεί όταν έδωσαν την άδειά τους στον πιστολέρο.

Όμως, δεν κατηγόρησαν ούτε την Έμιλυ, ούτε τον Κάρτερ, παρά τον εαυτό τους. Έπρεπε να είχαν βρει καλύτερο σχέδιο, για την παρουσία του στο Μπραν. Αλλά όλα έγιναν τόσο γρήγορα και η αγωνία για την τύχη του Φάμπιαν ήταν τόσο έντονη, που έπρεπε να βιαστούν. Και, όπως είχε σχολιάσει λυπημένος ο Ράινχελ, «τουλάχιστον, γνωρίστηκαν. Ο Φάμπιαν και ο Μαξ. Πρόλαβαν και γνωρίστηκαν. Έστω και για λίγες ώρες. Αυτό το καταφέραμε –όλοι μας».

«Σκέφτηκα» συνέχισε ο Ορμπάν, παρατηρώντας την αντίδραση των άλλων δύο, «αν και είναι κάπως υπερβολικό, ότι ο Χίθροου είναι ο Πίτερ Πέρλμαν, αυτός ο καθηγητής που είχε γνωρίσει ο ταγματάρχης όταν πήγε στην Αγγλία. Αλλά γιατί να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο; Και γιατί να μην έχω ενημερωθεί εγώ ότι ήρθε για την υπόθεση του Μπραν; Αν ήρθε για αυτό, δηλαδή». Ρώτησε «Θα μου το λέγατε, δεν θα μου το λέγατε;»

Δεν του απάντησαν.

Αλλά τον κοιτούσαν πολύ πιο επίμονα απ’ ό,τι θα έπρεπε, δεδομένου ότι ο Ορμπάν ήταν ανώτερός τους. Τον κοιτούσαν σαν να προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον εαυτό τους, ώστε να μην σκοτώσουν τον συνταγματάρχη. Τον κοιτούσαν σαν… σαν…

Σαν να ξέρουν, σκέφτηκε ο Ορμπάν. Σαν να ξέρουν κάτι που δεν θα έπρεπε να μάθουν ποτέ. Είχε την παράλογη αίσθηση ότι ο Βολφ και ο Ράινχελ θα τον άρπαζαν και θα τον σκότωναν εδώ, μέσα στον τοπικό σταθμό. Έκανε να σηκωθεί, αλλά, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς την πόρτα του γραφείου, που απείχε κάνα εξάρι βήματα, συνειδητοποίησε πως δεν θα προλάβαινε να την ανοίξει και να βγει. Ο Ράινχελ, όπως ήταν και ψηλός και καθόταν ακριβώς δίπλα του, θα τον έπιανε προτού κάνει μισό βήμα. Ήταν και πιο νέος από τον Ορμπάν, και πιο δυνατός σωματικά, οπότε θα μπορούσε να τον καθηλώσει στο πάτωμα και ο Βολφ θα έσπευδε να τον βοηθήσει. Θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν και να φύγουν αθόρυβα. Θα μπορούσαν ακόμα και να τρέξουν ως το σπίτι του ο καθένας, να πάρουν τα πράγματά τους και την οικογένειά τους και να φύγουν από τη χώρα, από την Αυστροουγγαρία γενικά.

Τι μαλακίες κάθομαι και σκέφτομαι; Είμαι ανώτερός τους, να πάρει ο διάολος! Είμαι… είμαι…

Αλλά το πώς τον παρατηρούσαν εκείνοι… Το πώς κάθονταν, λες και θα πετάγονταν όρθιοι στη στιγμή… Το πώς τους είχε μιλήσει τις προηγούμενες μέρες και το ότι προφανώς θα είχαν τσαντιστεί μαζί του…

Αυτόν το χώρο ανέκαθεν τον απέφευγε ο Ορμπάν λόγω του Άσπελ, αλλά ποτέ δεν τον θεώρησε επικίνδυνο. Τώρα, όμως, ένιωθε σαν να ήταν κελί φυλακής και εκείνος κρατούμενος των δύο ανακριτών που κάθονταν γύρω του. Ο Ορμπάν άρχισε να ιδρώνει, γιατί του φαινόταν ότι ζούσε ό,τι θα επερχόταν αν μάθαιναν τα κεντρικά για τις παρανομίες του. Φαντάστηκε τον Ράινχελ να του ρίχνει μια γροθιά στο πρόσωπο και να του διαλύει την μύτη πάνω από το στραβοξυρισμένο μουστάκι του. Έπειτα, ο Βολφ θα…

«Με όλο τον σεβασμό, κύριε» είπε ο Βολφ, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του, «έχουμε να σας ανακοινώσουμε ένα πιο επείγον ζήτημα που προέκυψε». Άνοιξε ένα από τα συρτάρια και έβγαλε ένα χαρτί και το έτεινε στον Ορμπάν. «Βρήκαμε αυτές τις σημειώσεις του ταγματάρχη Άσπελ, για έναν πιθανό μάρτυρα. Εγώ και ο επιλοχίας Ράινχελ θα πρέπει να πάμε στο Άμστερνταμ».

Ο Ορμπάν έσμιξε τα φρύδια του, με απορία. «Τι;» ρώτησε ψιθυριστά. «Αμ… Άμστερνταμ; Εσείς;»

«Ναι, κύριε. Εγώ και ο επιλοχίας Ράινχελ».

«Γιατί; Τι είναι;…» Καθάρισε τη φωνή του. Κοιτούσε μόνο τον Βολφ, που ήταν πιο κοντός και από τον ίδιο. «Τι είναι στο Άμστερνταμ, λοχαγέ;»

«Αυτό σας είπα, κύριε. Είναι ένας μάρτυρας. Κάποιος που ίσως μας βοηθήσει με την υπόθεση του Μπραν».

«Πώς να βοηθήσει; Ποιος είναι, πώς τον λένε;»

Ο Ορμπάν έπιασε με την άκρη του ματιού του μια κίνηση του Ράινχελ: ο επιλοχίας είχε λυγίσει τα πόδια του και έκανε να σηκωθεί. Πρέπει να ξέρουν, σκέφτηκε. Γαμώτο, κάτι ξέρουν! Για τον Τζούρτζου και εμένα. Μάλλον, μας έχουν δει. Μπορεί να με έχουν δει να δίνω όπλα στους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Και δεν με φοβούνται πια. Γιατί μπορούν να με καρφώσουν στα κεντρικά. «Ξέρετε» είπε, υψώνοντας το δεξί του χέρι, «σας εμπιστεύομαι. Απόλυτα. Να πάτε στο Άμστερνταμ. Πότε πρέπει να φύγετε;»

«Άμεσα. Σήμερα. Θα πάρουμε το πρώτο τρένο που θα βρούμε» απάντησε ο Βολφ.

«Έτσι κι αλλιώς, εδώ δεν…» πήγε να πει ο Ράινχελ, αλλά σταμάτησε.

Ο Ορμπάν μόλις είχε βγάλει ένα βογκητό. Είχε παγώσει στην θέση του και κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια τον Ράινχελ.

Ο Βολφ ρώτησε «Κύριε; Είστε καλά;»

Ο Ορμπάν συνέχισε να κοιτάζει τον επιλοχία, χωρίς να απαντήσει. Σταγόνες ιδρώτα έρεαν από το μέτωπό του προς το πιγούνι του. Το πουκάμισό του κολλούσε πάνω στο σώμα του.

Ξέρουν! ΞΕΡΟΥΝ!

Πριν μιλήσει κάποιος από τους συνεργάτες του Φάμπιαν, ο Ορμπάν πετάχτηκε όρθιος και κίνησε προς την πόρτα και την άνοιξε. «Πηγαίνετε στο Άμστερνταμ» είπε και γύρισε προς τον κεντρικό διάδρομο.

«Κύριε, θα χρειαστούμε την άδειά σας εγγράφως» είπε ο Βολφ. Σήκωσε τα απαραίτητα χαρτιά, για να τα δείξει στον Ορμπάν. «Τα έχουμε συμπληρώσει, αλλά θα πρέπει να τα υπογράψετε».

Ο Ορμπάν δεν ήθελε να επιστρέψει εκεί μέσα, όχι με αυτούς τους δύο παρόντες. Αλλά σκέφτηκε ότι, αν άφηνε την πόρτα ανοιχτή, δεν θα έκαναν κάτι εναντίον του, γιατί θα τους άκουγαν από τα άλλα γραφεία. Έτσι, προχώρησε ως το γραφείο, πήρε τα χαρτιά και μια πένα που του έδωσε ο Βολφ και τα υπόγραψε εν τάχει. Ύστερα, βγήκε σχεδόν τρέχοντας και έκλεισε την πόρτα. Μόνο όταν μπήκε στο δικό του γραφείο, μπόρεσε να αναπνεύσει ξανά.

«Όπως το υπέθεσες» είπε ο Βολφ, κοιτώντας τον Ράινχελ. «Φοβήθηκε. Μας φοβήθηκε. Γιατί έχει κάτι να κρύψει. Έχει λερωμένη τη φωλιά του».

Ο Ράινχελ ένευσε και άναψε τσιγάρο. Νωρίτερα, πριν την συνάντηση με τον Ορμπάν, είχε προτείνει να του φερθούν σαν να ήταν ύποπτος -«Που είναι», είχε τονίσει. «Έτσι, θα καταλάβει ότι ξέρουμε για τα χουνέρια του. Για τα συναπαντήματά του με τον Τζούρτζου και με όλους τους άλλους. Άλλωστε, μετά από την τελευταία αποτυχία στο Μπραν, φτάνουμε στο τέλος, όπου, μεταξύ άλλων, θα αρχίσουν οι ερωτήσεις από πάνω. Δεν υπάρχει λόγος να τον ανεχτούμε κι άλλο».

Ο Βολφ είχε συμφωνήσει. Η κατάσταση κορυφωνόταν. Σύντομα, οι ανώτεροι θα έπαιρναν τον έλεγχο και θα επέβαλλαν την κυριαρχία τους. Εφόσον, δεν είχε βρεθεί άλλη λύση από τους άμεσα εμπλεκόμενους στρατιωτικούς, θα αναλάμβαναν τα κεντρικά τη γενική διαχείριση της υπόθεσης. Κάτι που σήμαινε πως θα ζητούσαν και εξηγήσεις. Οι αποκαλύψεις που θα ακολουθούσαν θα ήταν συντριπτικές για τους αξιωματικούς που είχαν δουλέψει στην υπόθεση, για το Evidenzbureau και για τη Διοίκηση γενικά. Αναπόφευκτα, θα έπεφτε και ο Ορμπάν, ό,τι κι αν έλεγε. Και είχε πει πολλά. Και είχε κάνει ακόμα περισσότερα. Πολλές παραβάσεις. Είχε διαπράξει προδοσία κατά της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Και όχι μία φορά.

Αρκετά, λοιπόν, με την αυταρχική συμπεριφορά του.

«Έχει λερωμένη τη φωλιά του» συμφώνησε τώρα ο Ράινχελ. Πήρε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του. «Όπως λέρωνε τα παντελόνια του όταν ήταν μικρός».

Ο Βολφ γέλασε, αν και, όπως ο συνάδελφός του, ήξερε πως και οι ίδιοι θα είχαν να αντιμετωπίσουν τους ανωτέρους που θα ξεψάχνιζαν την υπόθεση.

Στο στρατόπεδο των ορειβατών τυφεκιοφόρων, επικρατούσε υποβόσκουσα ένταση, με την ρουτίνα ωστόσο να μην έχει διαταραχθεί σημαντικά, αφού οι φαντάροι έκαναν τις δουλειές και τις ασκήσεις που έπρεπε, και οι σκοπιές παρέμεναν στο πόστο τους και άλλαζαν ως συνήθως. Όμως, ήταν φανερό ότι κάτι είχε επηρεάσει τους στρατιωτικούς, και όχι μόνο τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς, μα και τους στρατεύσιμους. Οι χώροι, αν και ίδιοι και απαράλλαχτοι, έμοιαζαν άδειοι, παρόλο που έλειπε ένα πολύ μικρό μέρος των αντρών που έμεναν και εργάζονταν εντός του. Όλοι κοιτούσαν προς την πύλη, περιμένοντας να εμφανιστεί ο λοχαγός Σούκε και οι λοιποί συνάδελφοί τους. Πολλοί φαντάροι νόμιζαν ότι θα πεταχτεί κάποιος συνάδελφός τους από κάποια γωνία και θα τους τρομάξει και έπειτα θα αγκαλιαστούν που συναπαντήθηκαν ξανά. Αλλά οι ώρες περνούσαν και δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σταδιακά, άρχισαν να μην έχουν διάθεση για αστεία, ούτε είχαν γευματίσει (και ούτε θα γευμάτιζαν για τις επόμενες μέρες) με όρεξη. Τα καθήκοντά τους στα μαγειρεία, στον καθαρισμό των όπλων και των χώρων, στην εκπαίδευση κλπ τα έκαναν εντελώς τυπικά, ενώ παλιότερα συνήθιζαν να μιλάνε αναμεταξύ τους, χάζευαν λιγάκι καπνίζοντας, να αστειεύονται ακόμα και με τους βαθμοφόρους…

Αλλά όχι σήμερα.

Τα νέα είχαν διαδοθεί από νωρίς. Οι συνάδελφοί τους ήταν νεκροί και τα ίχνη του επικεφαλής ταγματάρχη είχαν χαθεί. Όπως στέκονταν όλοι τους στοιχισμένοι ανά διμοιρία, αντάλλαξαν βλέμματα και κουβέντες με τον διπλανό τους, μέχρι ο διοικητής τους, ο συνταγματάρχης Ζόμπορ Φάρκας να επιβάλλει ησυχία, φωνάζοντάς τους, σαν να ήταν ακόμα νεοσύλλεκτοι. Δεν ήταν πια ήρεμος ή χαμογελαστός, όπως όταν συνάντησε τον Φάμπιαν την ημέρα που είχε έρθει εδώ για να φύγει με το απόσπασμα. Μέχρι χθες, πολλοί κατώτεροί του τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του, επειδή έμοιαζε περισσότερο με ιδιοκτήτη καφενείου ή εστιατορίου, παρά με στρατιωτικό, έτσι παχουλός που ήταν. Τα κοντά μαύρα μαλλιά του και τα ξυρισμένα γένια του δεν ήταν αρκετά για να εμπνέουν σεβασμό στους υφισταμένους του. Απλά τον υπάκουαν, γιατί αλλιώς θα τιμωρούνταν. Μέχρι εκεί. Όμως, το ότι ο Φάρκας είχε βλέψεις για να ελιχθεί στην ιεραρχία του Ουγγρικού στρατού και να φτάσει να γίνει το πιο υψηλόβαθμο στέλεχος του Βασιλικού Υπουργείου Άμυνας της Ουγγαρίας -ήτοι, να γίνει υπουργός ο ίδιος-, γεγονός που το γνώριζαν όλοι, τους φαινόταν λογικό και σίγουρα θα του ταίριαζε να κάθεται μόνιμα πίσω από ένα γραφείο και να δίνει εντολές, όταν θα ξέκλεβε χρόνο από τις συναντήσεις του με άλλους πολιτικούς, όπου θα έπιναν καφέ και θα έτρωγαν πλουσιοπάροχα από ακριβές πιατέλες.

Όμως, σήμερα είχαν ανάγκη τον Φάρκας. Κι αυτός, όντας συγκλονισμένος από το πόσο λάθος είχε εκτιμήσει την υπόθεση του Μπραν, ήταν εκεί. Όχι στο γραφείο του, αλλά έξω, μαζί με τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς. Πήγαινε σε όλους τους χώρους. Έδινε εντολές. Έδειχνε σε στρατιώτες πώς έπρεπε να σημαδεύουν. Έκανε ό,τι μπορούσε, καθώς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως είχε χάσει είκοσι εννέα άντρες και δύο σκυλιά.

Αλλά δεν ήμουν εγώ που τους διοικούσε, σκεφτόταν και κάπως ηρεμούσε. Αυτός ο Άσπελ πρέπει να ήταν τελείως άχρηστος τελικά.

Διάφορες κουβέντες του προς τον ταγματάρχη περνούσαν από το μυαλό του: Ελάτε τώρα. Το Μπραν δεν θα πάει πουθενά. Και δύο μέρες μετά να φεύγατε, πάλι εκεί θα το βρίσκατε… Δεν νομίζω ότι είναι τόσο φοβερά τα πράγματα. Είμαι σίγουρος πως όποιοι κι αν είναι αυτοί οι εχθροί, με το που θα καταλάβουν ότι ήρθαν στο Μπραν Ούγγροι ορειβάτες τυφεκιοφόροι, θα φοβηθούν. Μπορεί και να παραδοθούν αμαχητί… Εγώ δεν ανησυχώ. Η μονάδα μου αποτελείται από ικανότατους άντρες. Είμαι σίγουρος πως και, υπό τη δική σας καθοδήγηση, κύριε Άσπελ, όλη η αποστολή θα στεφθεί με την μέγιστη δυνατή επιτυχία.

Όπως το έβλεπε, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληγε. Ο Άσπελ έφταιγε. Αυτός έπρεπε να κάνει σωστή εκτίμηση της κατάστασης και διαχείριση του αποσπάσματος. Αυτός όφειλε να οδηγήσει τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους στην νίκη. Οι άντρες του Φάρκας ήταν εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Ήταν σίγουρος πως, αν το γενικό πρόσταγμα το είχε ο Σούκε, το απόσπασμα θα είχε εξουδετερώσει τους εχθρούς. Σίγουρα πράματα.

Και εγώ τον καλόπιασα. Πόσο ηλίθιος ήμουν!

Κάτι άλλο που προβλημάτισε τον Φάρκας σε σχέση με την ήττα στο Μπραν ήταν η επιθυμία του να ανελιχθεί. Άραγε, πώς θα επηρέαζε ο χαμός των αντρών του το όραμά του; Μπορεί να είχε χαθεί η ευκαιρία; Ή μήπως θα έφτανε στο Κάστρο της Βούδας, στο νότιο τμήμα της Ντις, εκεί όπου στεγαζόταν το υπουργείο;

Δεν ήξερε. Αλλά ίσως και να τα κατάφερνε τελικά. Μπορεί, άθελά του, αυτός ο Άσπελ να του έκανε καλό. Κρίμα, βέβαια, που έπρεπε να χαθούν τόσοι ορειβάτες τυφεκιοφόροι, αλλά έτσι ήταν η στρατιωτική ζωή. Και αυτό το ήξεραν όλοι οι ένστολοι, μα και οι πολιτικοί ηγέτες.

Ο Φάρκας, αντίθετα από τους άλλους υφισταμένους του, άρχισε να ξεπερνά την ψυχρολουσία κατά το μεσημέρι. Η προοπτική να μπορέσει να χρησιμοποιήσει την θυσία των στρατιωτικών του στην μάχη του Μπραν για το δικό του όφελος τού αναπτέρωσε το ηθικό. Ωστόσο, παρέμεινε εκτός γραφείου, «για να δώσει το καλό παράδειγμα».

*

Μπραν

«Έρχονται στρατιώτες» ανήγγειλε ένας από τους φαντάρους που κάλυπταν το δρόμο από τον οποίο είχαν έρθει πριν λίγες ώρες. «Δικοί μας, του Δέκατου Πέμπτου» τόνισε, αναγνωρίζοντας τη στολή που φορούσε ο προπορευόμενος αξιωματικός και όσοι τον ακολουθούσαν.

Ο Άπροντ έσπευσε να τους προϋπαντήσει, ενώ ο Κάρτερ και ο Σέκερες, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, έμειναν στις θέσεις τους. Παρατηρούσαν τους έφιππους άντρες που απλώνονταν στο δρόμο μπροστά τους, ενώ τα άλογα χλιμίντριζαν. Σύντομα, εμφανίστηκαν και οι άμαξες και τα κανόνια που έφερναν μαζί τους.

Ήρθε το ιππικό, σκέφτηκε ο Κάρτερ. Και ήταν μεγάλη η δύναμη του «ιππικού». Δε χωρούσαν να παραταχθούν όλοι σε αυτόν τον δρόμο και οι περισσότεροι αναγκαστικά πήγαν στις τρεις κάθετες οδούς του Μπραν. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Άπροντ είχε πείσει τους ανωτέρους του να στείλουν κοντά τριακόσιους στρατιώτες.

Αν τους είχαμε όλους αυτούς την ώρα της μάχης, μπορεί και να είχαμε ξεμπερδέψει με τα τέρατα. Και μπορεί ο Φάμπιαν να ήταν ζωντανός. Ήταν μια σκέψη που τον έκανε να αναστενάξει. Οι στρατιώτες του Φάμπιαν δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα. Οι βρικόλακες ήταν-δεν ήταν εκατό όλοι κι όλοι. Και ήδη είχαν πάρα πολλές απώλειες, παρά τον μικρό αριθμό των υπερασπιστών του Μπραν. Όπως το έβλεπε ο Κάρτερ, δεν χρειάζονταν επιπλέον τριακόσιοι άντρες. Άλλοι είκοσι ή τριάντα, μια δεύτερη διμοιρία δηλαδή, θα επαρκούσαν. Θα τα είχαν σφάξει όλα τα φρικιά. Και έπειτα, το μόνο που θα έμενε ήταν να καταστρέψουν το κάστρο με κανόνια σαν αυτά που ο Κάρτερ έβλεπε τώρα να παρατάσσονται απέναντί του.

Μόνο αν είχαν λίγους περισσότερους στρατιώτες μαζί τους. Λίγους…

Φάμπιαν: Δυσκολευτήκαμε να δεχτούμε την πιθανότητα να υπάρχουν πράγματι βρικόλακες. Δηλαδή, ναι, εγώ το είχα υπ’ όψιν μου ότι υπάρχουν, όμως ήλπιζα μέσα στην ψυχή μου ότι θα αποδειχτεί πως δεν υπάρχουν.

Ο Κάρτερ είχε αποφασίσει ότι ο αδερφός του ναι, είχε ευθύνη για όσα δεινά κατέτρωγαν το Μπραν (και όχι μόνο), αλλά όχι τόσο μεγάλη όσο του είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Φάμπιαν. Κάθε στρατιωτικός ή αστυνομικός διοικητής θα είχε ενεργήσει με παρόμοιο σκεπτικό, εφόσον δεν ήξερε πολλά για την περίπτωση που είχε αναλάβει. Μάλιστα, ο Φάμπιαν είχε έρθει στο Μπραν, ενώ πολλοί άλλοι που είχε γνωρίσει ο Κάρτερ και οι οποίοι είχαν την ίδια εξουσία δεν θα το έκαναν αυτό, παρά μόνο όταν θα άρχιζαν να σκέφτονται ότι η θέση τους κινδύνευε. Αντίθετα, ο Φάμπιαν δεν έδειχνε να είναι άνθρωπος που νοιάζεται για να μη χάσει το βαθμό του, τόσο πολύ μάλιστα που να αδιαφορεί για τις ανθρώπινες απώλειες που είχε η χώρα του. Ο Φάμπιαν είχε έρθει εδώ. Και είχε πολεμήσει. Ό,τι λάθη και να του προσήπταν αργότερα, τουλάχιστον θα του αναγνώριζαν πως πάλεψε ο ίδιος να τα διορθώσει.

  Κάτι θα συμβεί. Θα έρθουν για εμάς… Μα ορκίζομαι ότι, άμα είναι να πέσω, θα πέσω μαχόμενος. Δεν είμαι δειλός. Μπορεί να απέτυχα να σταματήσω το Κακό και να πέθαναν τόσοι άνθρωποι, αλλά θα μείνω και θα παλέψω.

  Αυτό σας το υπόσχομαι.

Το είχε πει και το έκανε πράξη.

Όμως, ο Κάρτερ αμφέβαλλε αν και κατά πόσο θα το έβλεπαν έτσι οι υπόλοιποι, μετά τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ειδικά, οι πολίτες και ακόμα ειδικότερα οι κάτοικοι του Μπραν που είχαν επιβιώσει, αλλά έχασαν δικούς τους εξαιτίας της ανεπάρκειας των Αρχών. Πιθανώς, θα έβλεπαν τον Φάμπιαν σαν τον κύριο υπεύθυνο για το ότι οι εχθροί κατάφεραν τόσα πολλά πλήγματα στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Δεν είχαν πεθάνει μονάχα χωρικοί, μα και στρατιωτικοί. Το ζήτημα είχε ξεφύγει από τα στενά όρια του Μπραν. Αφορούσε πλέον όλη την Αυτοκρατορία. Και όχι μόνο, αλλά αυτό, αν ήταν τυχεροί, θα φρόντιζαν να μην μαθευτεί. Να μη χρειαστεί να μαθευτεί. Αν σταματούσαν τους βρικόλακες προτού εξαπλωθούν, τότε ο υπόλοιπος κόσμος, οι άλλες χώρες της Ευρώπης αρχικά και μετέπειτα κάθε άλλης ηπείρου, δεν θα ήξεραν τι όντα αντιμετώπισαν οι υπερασπιστές του Μπραν. Δεν θα ήταν ανάγκη να μάθουν. Ο Κάρτερ, πάντως, δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει το παραμικρό, όπως δεν είπε ποτέ επίσημα τι είχε δει στη Silent Desert. Αν επιβίωνε, θα ακολουθούσε τη γραμμή που θα ήθελαν οι Αρχές της Αυστροουγγαρίας. Άλλωστε, αυτό έπραττε ανέκαθεν και στην Αμερική.

Εκτός αν διαφωνήσω μαζί τους, αναλογίστηκε. Όπως αν αποφασίσουν να σπιλώσουν την μνήμη του Φάμπιαν.

«Μπορούμε να πάμε στο κάστρο και να το καταστρέψουμε» είπε ο Σέκερες.

Ο Κάρτερ τον κοίταξε. Ο δεκανέας κοιτούσε τους αφιχθέντες. Τους κοιτούσε με δέος. Διέτρεχε με τα μάτια του όλο το απόσπασμα, όλη την μοίρα. Γυρνούσε προς τους δρόμους και φανταζόταν όσους περίμεναν εκεί. Χαμογελούσε. Φαινόταν σχεδόν ευτυχισμένος. «Δες όλους αυτούς» ψιθύρισε. «Δες τους. Είναι πολλοί! Ξέρεις τι μπορούν να κάνουν; Κοίτα τα κανόνια που έφεραν. Κοίτα τα. Σκέψου… Απλά, σκέψου…»

«Ξέρω, δεκανέα. Αλλά δεν αλλάζω γνώμη» απάντησε ο Κάρτερ.

Ο Σέκερες δεν μίλησε. Συνέχισε να θαυμάζει τους στρατιώτες.

Ο Κάρτερ είδε τον Άπροντ να πλησιάζει, ακολουθούμενος από τρεις άντρες, που είχαν ξεπεζέψει. Οι δύο είχαν Μάνλιντσερ στον ώμο, αλλά ο τρίτος όχι. Όμως, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο διοικητής της μονάδας –αυτός προχωρούσε πιο μπροστά από όλους τους άλλους, όταν έφτασαν, και αυτόν είχε χαιρετήσει πρώτα ο Άπροντ.

Χαιρέτισε τους αξιωματικούς με τη βοήθεια του Άπροντ, καθώς δεν μιλούσαν αγγλικά. Ο ανθυπασπιστής ενημέρωσε τον Κάρτερ για τις διαταγές που είχε η μοίρα. Όπως και ο Σέκερες, έτσι και ο Άπροντ ήταν χαρούμενος που είχαν έρθει ενισχύσεις, και μάλιστα όσες είχε ζητήσει.

Ο Κάρτερ, παρατηρώντας τον μοίραρχο και τους δύο κατώτερους του, και όσα έλεγε, συμπέρανε ότι είχαν σκοπό να εκτελέσουν κατά γράμμα τις εντολές τους και δεν θα έκαναν πίσω, παρεκτός αν οι εχθροί αποδεικνύονταν πολύ πιο ισχυροί από αυτούς ή αν έρχονταν άλλες εντολές από τον Κέρσεν, μιας και θα διατηρούσαν καθημερινή επικοινωνία με το Μπρασώφ –ήταν κι αυτή μία διαταγή που είχαν. Ο μοίραρχος, ένας γεροδεμένος άντρας κοντά στην ηλικία του Κάρτερ, είχε δυνατή φωνή, ακόμα και εκείνη τη στιγμή που μιλούσαν πρόσωπο με πρόσωπο. Οι δύο κατώτεροί του έμειναν αμίλητοι, αλλά κρατώντας τα όπλα και κοιτώντας ενίοτε γύρω τους, σαν να περίμεναν κάποια επίθεση.

Αυτό που ένοιαζε πιο πολύ από όλα τον Κάρτερ ήταν το πώς οι νεοφερμένοι αξιωματικοί αντιμετώπιζαν τον ίδιο. Ο Άπροντ έτρεφε σεβασμό προς το πρόσωπό του και άκουγε τις συμβουλές του. Εκείνοι, όμως, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχαν τέτοια διάθεση. Όχι ότι τον έβλεπαν σαν πιθανό εχθρό -ως προς αυτό πρέπει να είχε συμβάλλει και το γράμμα του Άπροντ, συλλογιζόταν ο Κάρτερ-, αλλά σίγουρα θα τον κρατούσαν μακριά από την κυρίως δράση. Πρώτα, το είπε ο μοίραρχος, στα ουγγρικά, και έπειτα το μετέφρασε ο Άπροντ: «Κύριε καθηγητά, θα μείνετε στο Μπραν, όσο εμείς θα κάνουμε έρευνες στο δάσος. Δεν θα ανακατευθείτε περαιτέρω. Αυτές είναι οι διαταγές του αντισυνταγματάρχη Κέρσεν και θα τις εφαρμόσουμε κατά γράμμα. Σας ευχαριστούμε για ό,τι κάνατε, αλλά από δω και πέρα αναλαμβάνουμε εμείς. Μπορείτε, όμως, αν θέλετε, να βοηθήσετε στην οχύρωση του Μπραν».

Όπως έμαθε αργότερα ο Κάρτερ από τον Άπροντ, αυτός ο Κέρσεν δεν ήθελε ξένους να ανακατεύονται στα πόδια των δικών του αντρών και στη δική του επιχείρηση. «Ωστόσο» συνέχισε ο Άπροντ, ενώ περιφέρονταν στο Μπραν -καθότι ο ανθυπασπιστής και ο ουλαμός του θα ήταν μέρος της φρουράς του χωριού-, «επειδή ο ταγματάρχης Άσπελ ήταν αυτός που σας έδωσε εξ αρχής άδεια να έρθετε στο Μπραν, ο αντισυνταγματάρχης αποφάσισε να μην σας διώξει». «Καλοσύνη του» θα σχολίαζε ο Κάρτερ, εκνευρισμένος.

Φυσικά και θα ζητούσαν άτομα πρόθυμα για αγγαρεία. Ήταν γνωστό σε όλες τις στρατιωτικού τύπου μονάδες. Ωστόσο, ο Κάρτερ θα βοηθούσε. Από συνήθεια περισσότερο, παρά από οτιδήποτε άλλο. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, μέχρι να έρθει ο Μαρτίν. Αυτό που ήλπιζε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του από τη Βουδαπέστη να μη συμβεί, αλλά τελικά έγινε, ήταν ότι δεν συμπάθησε έναν αξιωματικό με μεγάλη εξουσία. Και τώρα, αντιπαθούσε δύο αξιωματικούς: τον Κέρσεν και αυτόν τον μοίραρχο. Τον Κέρσεν δεν τον είχε δει, αλλά οι διαταγές του αρκούσαν στον Κάρτερ για να σχηματίσει μια γνώμη για αυτόν. Ο μοίραρχος, από την άλλη, ήταν εδώ, μπροστά του. Τον έβλεπε και τον άκουγε. Ο Κάρτερ τού αναγνώριζε ότι έχει τσαγανό και πως είναι πιστός στρατιωτικός, και αυτά τα στοιχεία θα ήταν χρήσιμα στην υπόθεση του Μπραν -μακάρι να τα είχαν όλοι οι ένστολοι που είχαν έρθει εδώ-, αλλά το ότι ο μοίραρχος ήθελε να κρατήσει τον Κάρτερ εκτός, δεν του άρεσε καθόλου. Αυτό του το επιβεβαίωσε και ο Άπροντ στις μετέπειτα κουβέντες τους: δεν ήταν μόνο ο Κέρσεν που δεν θέλει ξένους, και σίγουρα όχι καθηγητές, μα και ο εν λόγω αξιωματικός που διοικούσε αυτή την μοίρα. «Για αυτόν τον λόγο και σας μίλησε με δυνατή φωνή, για να καταστήσει σαφές ότι δεν θα δεχόταν καμία αντίρρηση» θα εξηγούσε μετά ο Άπροντ.

«Uram, igen uram» απάντησε τώρα ο Κάρτερ στον μοίραρχο, όπως είχε ακούσει να λένε οι κατώτεροι όταν αναλάμβαναν τις εντολές των ανωτέρων. Κύριε, μάλιστα κύριε. Βέβαια, οι άλλοι το έλεγαν με σεβασμό και όχι ειρωνικά, όπως έκανε ο Κάρτερ.

Την επόμενη στιγμή, άρχισαν οι εργασίες οχύρωσης, καθώς και της περισυλλογής των νεκρών στις άμαξες –και όχι μόνο, αφού θα έστελναν στο Μπρασώφ και το κάρο με το μπαρούτι και τους δαυλούς. Θα ολοκληρώνονταν τρεις ώρες αργότερα, γύρω στις έξι παρά είκοσι. Στο μεταξύ, ένα τμήμα της μοίρας θα έκανε λίγη έρευνα, που όμως θα αποδεικνυόταν άκαρπη: ούτε ίχνη, ούτε στρατόπεδο, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο που να υποδεικνύει πού ήταν οι εχθροί ή έστω προς τα πού είχαν πάει. Η χιονόπτωση δεν θα σταματούσε καθόλου, ενώ η καταχνιά θα κατάπινε το τοπίο γύρω τους. Το σκοτάδι που αναπόφευκτα θα έπεφτε από νωρίς θα ανάγκαζε τους στρατιωτικούς να μείνουν στα στενά όρια του Μπραν.

Κι αυτό ήταν κάτι καλό, κατά τον Κάρτερ. Θα κέρδιζε χρόνο, μέχρι να έρθει ο Μαρτίν. Αν και, όπως έβλεπε τον μοίραρχο -ο οποίος είχε συγκλονιστεί και από το θέαμα των νεκρών αντρών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας-, πίστευε πως δεν θα ανέβαλλε για πολύ την αποστολή εύρεσης και εξόντωσης των εχθρών. Ίσως όχι σήμερα, αλλά αύριο το πρωί μπορεί και να έβγαιναν να ψάξουν κι άλλο, όπως είχαν κάνει και λίγο πριν, παρά τη χιονόπτωση. Και αναπόφευκτα, θα έβλεπαν το κάστρο. Και θα πήγαιναν σε αυτό. Και…

Ο Κάρτερ πραγματικά δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα συνέβαινε στους άτυχους στρατιωτικούς που θα έμπαιναν εκεί μέσα.

*

Βουδαπέστη

Καθώς η κλειστή άμαξα πλησίαζε στη συμβολή των οδών Ρόζα και Ντοχάνι, εν μέσω βροχής και με καθυστέρηση τουλάχιστον είκοσι λεπτών όπως συνηθιζόταν τις ημέρες με τέτοιο καιρό, με τις οπλές των αλόγων να συνοδεύουν τις ψιχάλες που έπεφταν στην οροφή, ο Βολφ, που σκεφτόταν τι θα λέγανε στις Άσπελ, είδε μια νέα γυναίκα να περπατάει ανάμεσα στο πλήθος, πηγαίνοντας αντίθετα από την κατεύθυνση των δύο κατασκόπων και της άμαξας. Κάτω από την κουκούλα του γκρίζου πανωφοριού της, ο Βολφ είδε ξανθές μπούκλες να κρύβονται. Η γυναίκα κρατούσε το φασκιωμένο μωρό της στην αγκαλιά της, με τρόπο ώστε να μη φύγει κανένα από τα ρουχαλάκια του από πάνω του, για να μη βραχεί. Ο Βολφ θυμήθηκε το περιστατικό που είχε συμβεί στο καφέ-μπαρ Τέλι Πόχαρ, τότε που μαζί με τον Ράινχελ βοήθησαν εκείνη τη σερβιτόρα, την οποία παρενοχλούσαν τέσσερις κοστουμάτοι. Αφού τους έδιωξαν, της είχαν υποσχεθεί ότι θα πήγαιναν ξανά, για να διορθώσουν (ή έστω να το προσπαθήσουν) την κατάσταση, «μιλώντας» με τον ιδιοκτήτη και τον μπράβο του καφέ-μπαρ.

Το είπε στον Ράινχελ, ο οποίος δυσανασχέτησε, κουνώντας το κεφάλι του. Στριφογυρνούσε το καπέλο του ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών του, σαν να ήταν μύλος πιστολιού κι αυτός προσπαθούσε να μαντέψει σε ποια θαλάμη ήταν η σφαίρα. «Δεν θα μπορέσουμε να πάμε» είπε. «Όχι σήμερα, ούτε αύριο. Ίσως δεν μπορέσουμε να πάμε πριν τις δέκα του μήνα».

Ο Βολφ συμφώνησε. «Ναι, δυστυχώς». Κοίταξε έξω από το παράθυρο ξανά. Είδε δεκάδες άλλους περαστικούς, από μικρά παιδιά έως γέροντες, αλλά όχι την κοπέλα. Όλοι τους βιάζονταν να φτάσουν στον προορισμό τους, πριν μουλιάσουν εντελώς οι φορεσιές τους. Κάποιοι στέκονταν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, άλλοι έμπαιναν σε εστιατόρια ή καφενεία. «Ίσως» συνέχισε ο Βολφ «δεν έχουμε ποτέ ξανά την ευκαιρία να πάμε στο Τέλι Πόχαρ. Έχουμε μπλέξει τόσο, που είναι πολύ πιθανό να μας συλλάβουν και να μας πετάξουν σε ένα κελί».

«Ίσως» είπε και ο Ράινχελ. «Πάντως, η αλήθεια είναι ότι είχα σκεφτεί κι εγώ εκείνη την κοπέλα. Εννοώ, πριν μου μιλήσεις για αυτή. Την είχα σκεφτεί χθες το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ. Το πόσο κουρασμένη ένιωθε από τη δουλειά της, πόσο παραιτημένη όταν της ρίχτηκαν εκείνοι οι μαλάκες… Πόσο πολύ ανακουφίστηκε που προλάβαμε τα χειρότερα. Θα ήθελα να τη βοηθήσουμε». Έστω αυτή, σκέφτηκε με πικρία.

Η άμαξα άρχισε να σταματάει.

Ο Βολφ αναστέναξε και κοίταξε τον πολύ ψηλότερο φίλο και συνάδελφό του. Έσφιξε τα χείλη, σε μια προσπάθεια να χαμογελάσει. «Λοιπόν, ίσως τα καταφέρουμε. Ίσως καταφέρουμε τα πάντα» είπε, αν και δεν το πίστευε, αλλά είχε ανάγκη να διατηρήσει ζωντανές τις ελπίδες του ίδιου και του Ράινχελ. Διαφορετικά, αν θεωρούσαν ότι δεν θα κατάφερναν τίποτα, τι νόημα είχε να τρέχουν για το οτιδήποτε;

Όταν κατέβηκαν επί της Ντοχάνι, ο Βολφ πλήρωσε τον οδηγό και έπειτα, καθώς η άμαξα απομακρυνόταν, γύρισε προς τον Ράινχελ. Πήγε να του πει, Τι κάθεσαι και κοιτάς; Έλα, βιαζόμαστε. Αλλά δεν μίλησε, όχι αμέσως. Γιατί είδε πώς κοιτούσε ο Ράινχελ στην απέναντι πλευρά της κάθετης οδού Ρόζα: παρίστανε ότι ψάχνει τα τσιγάρα του, μορφάζοντας εκνευρισμένος, ενώ πάντα ήξερε σε ποια τσέπη τα έχει, τη στιγμή που κάτω από το καπέλο του είχε μισόκλειστα τα μάτια. Ήταν ένα κόλπο που χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς όταν παρακολουθούσαν κάποιον και δεν είχαν πρόχειρη μια εφημερίδα (ώστε να παριστάνουν ότι διαβάζουν) ή όταν δεν υπήρχε κοντά τους κάποιο μαγαζί με τζαμαρία (για να βλέπουν τον ύποπτο στην αντανάκλαση) ή έστω ένας λουστραδόρος (που θα τους καθάριζε τα παπούτσια, όσο εκείνοι θα παρατηρούσαν το άτομο που τους ενδιέφερε). Η προσποίηση ήταν σημαντικό εργαλείο για έναν κατάσκοπο.

Ο Βολφ δεν ήξερε τι βλέπει ο Ράινχελ, καθώς έριξε μονάχα μια ματιά. Δεν πρόλαβε να δει πολλά, ούτε να εστιάσει κάπου συγκεκριμένα, όμως είχε μια ιδέα του τι είχε κινήσει το ενδιαφέρον του επιλοχία. Ωστόσο, ο ίδιος «βρήκε» τα δικά του τσιγάρα και σκούντηξε χαμογελαστός τον Ράινχελ, λέγοντάς του «Έλα, τυχερέ, θα σου δώσω εγώ». Το οποίο ήταν το σύνθημα ότι ο Ράινχελ δεν έπρεπε να κοιτάζει άλλο προς εκείνη την κατεύθυνση. Αν δεν ήθελαν να τους καταλάβει ο ύποπτος, δεν έπρεπε να παρακολουθούν για ώρα προς το μέρος του.

Ο Ράινχελ γύρισε, εξίσου χαμογελαστός, και πήρε το τσιγάρο και, προστατεύοντάς το με το ελεύθερο χέρι του, άφησε τον Βολφ να το ανάψει. «Ευχαριστώ» είπε και γύρισαν για να μπουν στην πολυκατοικία. Όταν βρέθηκαν μέσα στο κτίριο, ενημέρωσε τον Βολφ. «Με το που κοίταξα εκείνη τη σταματημένη άμαξα, αυτός που είναι μέσα έκλεισε τις κουρτίνες. Μετά, τις τράβηξε μια χαραμάδα και τις έκλεισε αμέσως».

Καθώς ανέβαιναν τα πρώτα σκαλιά στον υποφωτισμένο διάδρομο, ο Βολφ, που δεν είχε ανάψει ακόμα δικό του τσιγάρο, ρώτησε «Είσαι σίγουρος;»

«Ναι, είμαι σίγουρος».

«Τις τράβηξε ξανά;»

«Όχι όσο κοίταζα».

Ο Βολφ ένευσε. «Μπορεί να έφερε κάποιον που ήθελε να συναντήσει έναν γνωστό του που μένει εδώ κοντά. Άλλωστε, αν πρόσεξα καλά, ήταν ίδια με εκατοντάδες άλλες άμαξες που κυκλοφορούν στη Βουδαπέστη. Κλειστή, με μαύρο πλαίσιο…»

«Το ξέρω ότι είναι συνηθισμένη. Αλλά προς τι τόση μυστικοπάθεια από τον κύριο; Και γιατί να φερθεί έτσι όταν κοίταξα εγώ προς το μέρος του;»

«Θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιο εξέχον πρόσωπο, που δεν θέλει να το δουν εδώ, σε αυτή την περιοχή». Αυτή τη φορά, κατάφερε να χαμογελάσει. «Μπορεί κάποιος κύριος της υψηλής κοινωνίας της Βουδαπέστης να έρχεται συχνά πυκνά σε κάποια ερωμένη του. Εφόσον η άμαξα είναι “κοινή”, σαν πολλές άλλες…»

Ο Ράινχελ ανασήκωσε τους ώμους. «Θα μπορούσε, ναι» είπε, αλλά δεν το πίστευε.

Ο Βολφ σκέφτηκε Και αν αυτός ο κύριος εφαρμόζει την ίδια πρακτική που εφαρμόζουμε και εμείς όταν είναι να πάμε στον σταθμό του Evidenzbureau ή σε κάποιο μέρος που θέλουμε να παρακολουθήσουμε έναν ύποπτο; Δηλαδή, αν την παρκάρει σχετικά μακριά από εκεί όπου θέλει να πάει; Αλλά αυτή η ιδέα περισσότερο ενίσχυε την άποψη που είχε σχηματίσει ο Ράινχελ, παρά την αντέκρουε.

Το οποίο, όμως, σήμαινε… τι πράγμα;

«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε τον επιλοχία.

«Πολλά» απάντησε ο Ράινχελ, καθώς ανέβαιναν τα τελευταία δέκα σκαλοπάτια. «Και κανένα από αυτά δεν είναι ευχάριστο».

«Οπότε λες τελικά να προτείνουμε στις Άσπελ;…»

«Ναι, λοχαγέ. Αυτό λέω».

Έφτασαν έξω από το διαμέρισμα, στον τρίτο όροφο, και ο Ράινχελ χτύπησε την πόρτα. Λίγες στιγμές μετά, η Ορέλια άνοιξε. «Γεια σας, κύριε Θίοντορ και κύριε Τζόνας» είπε. Είχε τα μαλλιά της λυτά. Φορούσε το μακρύ νυχτικό της, αν και ήταν πολύ νωρίς για να κοιμάται ή για να προετοιμάζεται για ύπνο. Όμως, το ότι δεν έπρεπε να βγει μέχρι να γιάνει από την πνευμονία, την καθήλωνε μέσα στα στενά όρια του σπιτιού, οπότε γιατί να αλλάξει ρούχα; Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν έδειχνε να νυστάζει. Αντίθετα, κοιτούσε τους δύο συναδέλφους του πατέρα της σαν να ήταν οι φίλοι της που περίμενε να έρθουν, για να παίξουν.

«Γεια σου, Ορέλια» είπε ο Βολφ και ο Ράινχελ χαιρέτισε και αυτός. «Μπορούμε να περάσουμε; Είναι η μαμά σου εδώ;»

«Ναι, εδώ είναι». Γύρισε προς τα πίσω. «Μαμά, ήρθαν ο κύριος Θίοντορ και ο κύριος Τζόνας» είπε πιο δυνατά, καθώς άνοιγε κι άλλο την πόρτα.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ την ευχαρίστησαν και μπήκαν στο διαμέρισμα. Καθώς ο λοχαγός αντάλλασσε χειραψία με την Έμιλυ, ο Ράινχελ σταμάτησε και κοίταξε πίσω του, με τα χέρια αφημένα στα πλαϊνά του κορμιού του. Αλλά ήταν έτοιμος να τραβήξει το υπηρεσιακό του πιστόλι στη στιγμή. Όταν η Ορέλια έκλεισε την πόρτα, εκείνος χαλάρωσε λίγο και ακολούθησε τον ανώτερό του και την Έμιλυ στην κουζίνα. Όμως, η «ανεξήγητη» αίσθηση κινδύνου που του είχε δημιουργήσει εκείνη η άμαξα παρέμεινε έντονη μέσα του.

Αφού ετοίμασε και σέρβιρε λίγο καφέ στους δύο επισκέπτες, η Έμιλυ κάθισε απέναντί τους. Για τον εαυτό της, γέμισε ξανά το ποτήρι της με κρασί. Η Ορέλια ήρθε και κάθισε δίπλα στην μητέρα της, με ένα ποτήρι γάλα να αναπαύεται στη χούφτα της.

«Έχουμε νεώτερα από τον Φάμπιαν και τον Μαξ;» ρώτησε η Έμιλυ.

Οι δύο κατάσκοποι κοιτούσαν κυρίως την Ορέλια και προβληματίστηκαν. Πριν έρθουν, ο Βολφ και ο Ράινχελ είχαν πάει ως τον σιδηροδρομικό σταθμό και έκοψαν δύο εισιτήρια για Βερολίνο, όπου θα άλλαζαν αμαξοστοιχία για το Άμστερνταμ. Αλλά το τρένο θα έφευγε στις οκτώ το βράδυ και η ώρα ήταν τρεις. Οπότε είχαν καθίσει σε ένα εστιατόριο και γευμάτισαν. Ένα από τα κύρια θέματα που τους είχε απασχολήσει όσο έτρωγαν ήταν το τι θα έλεγαν όταν θα έφταναν στο διαμέρισμα των Άσπελ. Είχαν συμφωνήσει να πουν την αλήθεια, αλλά όχι με την μικρή παρούσα. Δεν ήθελαν να μάθει τι είχε συμβεί στον πατέρα της. Η Ορέλια βρισκόταν σε ανάρρωση από μια ασθένεια που την είχε ταλαιπωρήσει. Πίστευαν πως θα είναι καλύτερα αν δεν αναστατωνόταν ακόμα.

«Έμιλυ» πρότεινε ο Βολφ «μήπως θα μπορούσε η Ορέλια να μας αφήσει μόνους; Για λίγο;»

«Όχι, κύριε Θίοντορ» απάντησε η ίδια η Ορέλια και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Θέλω να ξέρω πώς είναι ο μπαμπάς μου και ο θείος μου».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ περίμεναν την Έμιλυ να πει αν συμφωνεί με αυτό ή όχι.

«Μπορείτε να συνεχίσετε» είπε εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Η Ορέλια είναι δυνατή κοπέλα. Πρέπει να ξέρει πώς είναι ο μπαμπάς της και ο θείος της».

Ο Βολφ, κρίνοντας από το πώς έδειχνε η Έμιλυ (φορούσε μια μακριά γκρίζα φούστα, λευκό πουκάμισο και έναν γκρι μανδύα, είχε αφήσει τα μαλλιά της απεριποίητα και τα μάτια της έμοιαζαν έτοιμα να κλείσουν το επόμενο δευτερόλεπτο), καταλάβαινε ότι είναι εξουθενωμένη, από την αγωνία της και από την έλλειψη ύπνου. Έτσι δεν θα έπρεπε να είναι και η Ορέλια; αναρωτήθηκε. Αν όχι στον ίδιο βαθμό, έστω να κάνει αργές κινήσεις, να χασμουριέται… Αλλά η μικρή, παρότι φορούσε νυχτικό, δε φαινόταν κουρασμένη σαν την μητέρα της. Τι είχε πει ο Ράινχελ για την προηγούμενη φορά που βρέθηκε εδώ και αποκάλυψαν μαζί με την Έμιλυ την αλήθεια στην Ορέλια; Ήθελε να ξέρει και έδειχνε σαν να κρέμεται η ζωή της από τα λόγια μας. Δεν έκλαψε, δεν έπεσε στην αγκαλιά της Έμιλυ, φωνάζοντας ότι ο πατέρας της κινδυνεύει. Απλά, έμεινε καθιστή και ζήτησε λίγο γάλα από την μητέρα της και δεν ξαναμίλησε για λίγο. Φάνηκε πιο δυνατή απ’ ό,τι περίμενα, Βολφ. Πιο δυνατή… πιο δυνατή ακόμα και από εμένα.

Κοίταξε τον Ράινχελ, που καθόταν δίπλα του. Του ένευσε και αυτός, ότι μπορούσαν να συνεχίσουν. Στράφηκε και πάλι προς τις Άσπελ. «Εντάξει» είπε. «Εντάξει, Ορέλια. Θα σας πούμε τι έχουμε μάθει». Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του και άφησε το λευκό φλιτζάνι στο τραπέζι. «Έγινε ξανά μάχη στο Μπραν. Το βράδυ που έφτασε το απόσπασμα, εννοώ. Σκληρή μάχη, θα έλεγα».

Η Έμιλυ έγειρε μπροστά, σαν να ήθελε να φιλήσει τον Βολφ. Αλλά το βλέμμα της, που τώρα δε φαινόταν τόσο κουρασμένο όσο πριν, ήταν προσηλωμένο στα λεγόμενά του.

Η Ορέλια άλλαξε στάση και αυτή: έφερε την καρέκλα της πιο κοντά στο τραπέζι και έπιασε το ποτήρι με το γάλα, αλλά δίχως να πιει. Παρατηρούσε, όμως, τον Βολφ με την ίδια σοβαρότητα με την μητέρα της.

Ο λοχαγός είπε «Οι περισσότεροι στρατιωτικοί της Αυστροουγγαρίας πέθαναν. Ο Μαξ, όμως, είναι καλά». Στην συζήτησή τους πριν έρθουν στις Άσπελ, είχαν μιλήσει για το ότι ο Κάρτερ ήταν ακόμα ζωντανός. Βάσει του τηλεγραφήματος, ήξεραν ότι είχε συμμετάσχει ενεργά στην μάχη, οπότε δεν είχε κρυφτεί, ούτε έφτασε αργά, ενώ είχε τελειώσει η σύγκρουση. Ήταν εκεί και είχε βοηθήσει τον στρατό τους. Το πώς κατάφερε να επιβιώσει ήταν κάτι που δεν αναφερόταν στο τηλεγράφημα, αλλά οι δύο συνάδελφοι του Φάμπιαν μόνο να το υποθέσουν μπορούσαν.

Η Έμιλυ ένευσε. Κοίταξε το ποτήρι της. Το έφερε στα χείλη της και ήπιε λίγο από το κρασί της. Κατάπιε. Έκλεισε τα μάτια της για λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα, τα άνοιξε ξανά, άφησε πάλι το ποτήρι και τους κοίταξε.

Η Ορέλια δεν είχε αγγίξει το γάλα της ακόμα. «Ο μπαμπάς;» ρώτησε.

Ο Βολφ μάζεψε το κουράγιο του και είπε «Σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαμε, ο Φάμπιαν δε βρίσκεται στο Μπραν. Αγνοείται». Είδε την Έμιλυ να κλείνει πάλι τα μάτια της και την Ορέλια να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα και τα μάτια γουρλωμένα. Έσπευσε να τονίσει «Αυτό πιθανώς είναι καλό. Θα μπορούσε να έχει σκοτωθεί μαζί με τους άλλους. Αλλά προφανώς τον έπιασαν αιχμάλωτο, για να μας πιέσουν. Μάλλον, σκέφτηκαν ότι, έχοντας τον διοικητή του αποσπάσματος μαζί τους, εμείς θα υποκύψουμε σε ό,τι θέλουν. Αλλά δεν θα το κάνουμε, αν μάθουμε ότι είναι νεκρός. Και το ξέρουν αυτό. Οπότε τον κρατάνε ζωντανό».

Τα λόγια του δεν είχαν τον αντίκτυπο που ήθελε ακριβώς. Η Έμιλυ έριξε το κεφάλι της και η Ορέλια κοιτούσε οπουδήποτε αλλού εκτός από τον Βολφ και τον Ράινχελ. Τις καταλάβαινε. Ήταν αναστατωμένες. Ανησυχούσαν για τον άνθρωπό τους. Και ο ίδιος φοβόταν για την τύχη του Φάμπιαν. Το είχαν συζητήσει και με τον Ράινχελ πρωτύτερα: μάλλον είναι ζωντανός, για να απαιτήσουν να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες τους. Αλλά, μέσα τους, είχε φωλιάσει η αγωνία και ένα τεράστιο Αν, όμως, κάνουμε λάθος; Ήξεραν ότι το πιο «λογικό» είναι να ζει ο Φάμπιαν, αλλά στο μυαλό τους γυρόφερνε συνέχεια η χειρότερη δυνατή εκδοχή. Γιατί υπήρχε και η αποστολή που είχαν αναλάβει: να βρουν αυτόν τον Χόουνεχ, που αναζητά τις αλήθειες αυτού του κόσμου. Κάτι που τους υπενθύμιζε την άποψη της Έμιλυ, ότι στο Μπραν υπήρχαν βρικόλακες. Νεκροζώντανα ανθρωπόμορφα όντα που βγαίνουν από τους τάφους τους, για να πιουν αίμα, τους είχε πει. Μόνο που δεν είναι φανταστικά, αλλά υπαρκτά. Ο Βολφ και ο Ράινχελ δεν την είχαν πιστέψει εξ αρχής, αλλά, όταν έμαθαν για την μάχη που είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα και ότι ο Φάμπιαν αγνοείται, δεν μπορούσε να φύγει από το πίσω μέρος του μυαλού τους η πιθανότητα να έχει δίκιο η Έμιλυ. Θα αλλάξετε γνώμη. Θα χρειαστεί να επανεξετάσετε τις απόψεις σας. Το μόνο που εύχομαι είναι να σταματήσετε έγκαιρα να αντιμετωπίζετε τα πράγματα μόνο με βάση την λογική και να καταλάβετε πως υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι εκεί έξω. Κάτι που τους τρόμαζε ακόμα περισσότερο, από οτιδήποτε άλλο, καθότι δεν ήξεραν τίποτα για αυτά τα τέρατα –και για όσα άλλα τυχόν υπήρχαν.

«Έμιλυ…» πήγε να πει ο Ράινχελ.

Αλλά εκείνη τον σταμάτησε. Άνοιξε τα μάτια της, σήκωσε το δεξί της χέρι, σαν να ετοιμαζόταν να ορκιστεί, και είπε «Απλά, πηγαίνετε να βρείτε τον Μαρτίν. Τώρα, Τζόνας. Τώρα, Θίοντορ. Απλά, φύγετε. Μην χάνετε άλλο χρόνο εδώ, γαμώτο!»

Οι δύο κατάσκοποι έμειναν άναυδοι. Όσα χρόνια την ήξεραν, δεν την είχαν ακούσει να βρίζει. Ούτε να μιλάει γενικώς με τέτοιο απότομο τρόπο. Απ’ όσο γνώριζαν, η Έμιλυ προερχόταν από οικογένεια της υψηλής κοινωνίας της Βιέννης. Σίγουρα, οι γονείς της δεν θα της είχαν μάθει να συμπεριφέρεται έτσι. Αλλά εκείνη το έκανε. Με το δίκιο της, φυσικά. Η ζωή του άντρα της απειλείτο. Ίσως και να ήταν ήδη νεκρός. Δεν υπήρχε χρόνος για καλούς τρόπους και ευγένειες.

Τους κοίταξε αποσβολωμένη, εκνευρισμένη. «Τι κάθεστε!» φώναξε και σηκώθηκε. Και τους έδειξε την πόρτα. «Φύγετε! Εμπρός, φύγετε. Πηγαίνετε να βρείτε τον Μαρτίν, που να πάρει!» Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της, αλλά δεν τους έδωσε σημασία. Η φωνή της έσπαγε. «Είπα…»

«Εντάξει, μαμά» μπήκε στην μέση η Ορέλια. Σηκώθηκε κι αυτή, έκανε πίσω την καρέκλα της και πήγε και αγκάλιασε την Έμιλυ. «Εντάξει, θα φύγουν. Θα φύγουν».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ, που είχαν σηκωθεί και οι ίδιοι, είδαν την Έμιλυ να σωριάζεται στην καρέκλα και να κλαίει. «Φάμπιαν, καλέ μου Φάμπιαν» την άκουσαν να λέει. «Φάμπιαν…»

«Πηγαίνετε» είπε η Ορέλια στους δύο συναδέλφους του πατέρα της. «Σας παρακαλώ».

«Θα φύγουμε, ναι» είπε ο Ράινχελ. Αντάλλαξε μια ματιά με τον Βολφ. Είχαν σκεφτεί και κάτι άλλο στην συζήτηση που έκαναν πριν έρθουν εδώ. «Αλλά θεωρούμε ότι θα ήταν καλή ιδέα αν πάτε να μείνετε αλλού. Κάπου που θα είστε πιο ασφαλείς».

Η Έμιλυ δεν απάντησε, παρά συνέχισε να καταδύεται στην αβυσσαλέα θλίψη της.

Όμως, η Ορέλια είπε «Εντάξει». Πήγε και ντύθηκε και βοήθησε στο να μαζέψουν λίγα πράγματα.

Βγήκαν από το διαμέρισμα και, μετά από πέντε λεπτά, από την πολυκατοικία. Ο Ράινχελ είδε την ίδια (ύποπτη) άμαξα να περιμένει στο ίδιο σημείο. Δεν μπόρεσε να διακρίνει αν οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, ούτε είδε κάποιον να στέκεται έξω από αυτήν, όμως είχε μια ιδέα. Για παν ενδεχόμενο, σκέφτηκε και είπε στον Βολφ τι θα έκαναν.

Οι μπράβοι του Τζούρτζου εμφανίστηκαν όταν ο ένας από αυτούς παραμέρισε λίγο την κουρτίνα και είδε δύο άμαξες να σταματάνε η μία πίσω από την άλλη, επί της Ντοχάνι, η οποία αργότερα, στο ύψος της Ροτενμπίλερ, μετονομαζόταν σε Ιστβάν. Δεν μπόρεσε να διακρίνει ποιοι επιβιβάστηκαν σε ποια, κυρίως λόγω της γαμημένης της βροχής, αλλά, όταν αυτές ξεκίνησαν, οι Άσπελ και οι μαλάκες που τις συνόδευαν δεν ήταν εκεί. Οπότε είπε στον άλλο που καθόταν μέσα να φύγουν, να τις ακολουθήσουν, με σκοπό αργότερα να πάει ο ένας να ενημερώσει το αφεντικό, τον Τζούρτζου, για το πού θα πήγαιναν. Δεν ήθελε κανένας από τους δύο, γιατί θα γίνονταν μούσκεμα, όμως πολύ περισσότερο δεν ήθελαν να μπλέξουν με τον Τζούρτζου. Έτσι, κάθισαν και οι δύο μπροστά, με τη βροχή να τους ραπίζει, ο ένας κράτησε τα γκέμια και έδινε εντολές στα άλογα και ο άλλος φρόντιζε να παρακολουθεί τις άμαξες.

Για δέκα λεπτά περίπου, ήταν στο κατόπι τους, με τους τροχούς να τσαλαβουτάνε στις λιμνούλες του λιθόστρωτου δρόμου. Άφησαν περιθώριο τρεις άμαξες, ούτως ώστε να μην τους καταλάβουν, όπως δεν τους είχαν καταλάβει νωρίτερα.

Όμως, κάποια στιγμή είδαν τις άμαξες να χωρίζονται, να στρίβει η μία σε έναν δρόμο και η άλλη να συνεχίζει ευθεία.

Τρόμαξαν. Τι θα έκαναν τώρα; Ποια έπρεπε να ακολουθήσουν;

Αποφάσισαν ότι θα ακολουθούσαν αυτή που πήγαινε ευθεία. Και να μην ήταν η «σωστή» -αυτή δηλαδή όπου είχαν πάρει οι Άσπελ-, θα έπιαναν όποιον επενέβαινε και θα τον ανέκριναν για να μάθουν πού πήγε η άλλη –και ίσως να τον σκότωναν.

Λίγο πριν το πάρκο Φαροσλίγκετ, η άμαξα έστριψε δεξιά στην Χέρναντ. Το ίδιο έκαναν και οι μπράβοι του Τζούρτζου, ένα λεπτό μετά. Η κίνηση εκεί ήταν ελάχιστη, τόσο στο δρόμο, όσο και στα πεζοδρόμια, αφού δεν κυκλοφορούσε ούτε ένα άλογο, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι χάνονταν στο εσωτερικό της εκάστοτε πολυκατοικίας ή της μονοκατοικίας τους. Οπότε είδαν ότι η άμαξα που τους ενδιέφερε συνέχιζε προς την Κόραϊ.

Όταν κατάλαβαν το λάθος τους, ήταν αργά.

Ξαφνικά, ένα χέρι εμφανίστηκε στα πλάγια του κάθε μπράβου, έπιασε το κεφάλι του και το χτύπησε με του άλλου. Τα καπέλα τους τα παρέσυρε ο αέρας και εκείνοι ζαλίστηκαν. Ο Ράινχελ, που είχε ξαπλώσει πρηνηδόν πάνω στην οροφή της άμαξας, επανέλαβε την κίνησή του άλλες δύο φορές. Ύστερα, καθώς τα άλογα άρχισαν να επιταχύνουν επικίνδυνα, αφού για λίγο δεν τα ήλεγχε κανείς, ο Ράινχελ κάθισε ανάμεσα στους δύο ημιαναίσθητους μπράβους και σταμάτησε την άμαξα στην άκρη του δρόμου.

Κοίταξε δεξιά και αριστερά, τους δύο τύπους. Κόντευαν να κοιμηθούν, ενώ μια γραμμή από αίμα έτρεχε από το πλάι του καθενός. Λογικά θα ζούσαν, σκέφτηκε, αλλά δεν θα περίμενε να το διαπιστώσει. Κοίταξε τριγύρω, βεβαιώθηκε ότι δεν τους έβλεπε κανείς, και έψαξε την τσέπη του ενός μπράβου. Βεβαιώθηκε ότι είχε δίκιο εξ αρχής. Ήταν από αυτούς που έσερνε παντού μαζί του ο Τζούρτζου.

Αναρωτήθηκε πόσο καιρό να παρακολουθούσαν το διαμέρισμα των Άσπελ. Άραγε, ο Φάμπιαν να ήξερε κάτι; Μάλλον, ναι. Απ’ όσο θυμόταν ο Ράινχελ, ο Φάμπιαν είχε βγάλει εκτός δύο Βλάχους του Τζούρτζου που τον είχαν από κοντά και τους είχε πάρει τα πιστόλια ΛεΜατ –τα οποία είχε μαζί του και στην αποστολή στο Μπραν. Βέβαια, είχε παρουσιάσει μια διαφορετική εκδοχή (Είναι δωράκια από τον Τζούρτζου. Είχε καιρό να με δει. Του έλειψα), αλλά ούτε ο Ράινχελ ούτε ο Βολφ την πίστεψαν. Και τώρα, ο επιλοχίας σιγουρεύτηκε ότι ο Τζούρτζου είχε δικούς του να κατασκοπεύουν τον Φάμπιαν.

Ίσως και να τον βοήθησε ο Ορμπάν ως προς αυτό, σκέφτηκε. Θα του έδωσε τη διεύθυνση του Φάμπιαν ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο χρειαζόταν. Ο μαλάκας!

Ο Ράινχελ πέταξε την ταυτότητα του τύπου πάνω του και είπε στους σχεδόν λιπόθυμους μπράβους «Αν τολμήσετε να πλησιάσετε ξανά την Έμιλυ και την Ορέλια, θα σας σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Πείτε το στον Τζούρτζου. Μακριά από τις Άσπελ. Δεν θα υπάρξει άλλη προειδοποίηση».

Την επόμενη στιγμή, κατέβηκε από την άμαξα, τίναξε το πανωφόρι του, που ήδη είχε μουσκέψει πολύ, και έφυγε προς την Ιστβάν. Εκεί θα έβρισκε μια άμαξα, για να τον πάει στο διαμέρισμα της οικογένειας του Βολφ, όπου θα έμεναν προσωρινά οι Άσπελ. Πριν αποχωρήσουν για το Βερολίνο, θα περνούσαν από το δικό του διαμέρισμα, για να χαιρετίσει την γυναίκα του και να αλλάξει ρούχα.

Στο μεταξύ, στον τοπικό σταθμό του Evidenzbureau, ήρθε ένα ακόμα τηλεγράφημα, αλλά όχι από το Μπρασώφ. Ο λοχαγός που, ως συνήθως, έπινε τον καφέ του και περίμενε να τελειώσει η βάρδιά του, το παρέλαβε και το μεταβίβασε αμέσως στον Ορμπάν. Εκείνος το διάβασε και αναθεμάτισε, πετώντας το χαρτί πάνω στο γραφείο του. Ο λοχαγός δεν τον ρώτησε τι του φταίει, γιατί το είχε διαβάσει πριν από τον ανώτερό του και ήξερε πως η κεντρική διοίκηση της Αντικατασκοπείας θα έστελνε τρεις αξιωματικούς, συνοδεία τεσσάρων υπαξιωματικών της Αυτοκρατορικής-Βασιλικής Χωροφυλακής της Βιέννης, οι οποίοι θα συνεργάζονταν με την Βασιλική Πολιτοφυλακή της Βουδαπέστης, ώστε να γίνουν οι ανακρίσεις και οι συλλήψεις των βαθμοφόρων που δεν έπρατταν τα δέοντα για την υπόθεση του Μπραν, με αποτέλεσμα να χάνονται ένστολοι άντρες της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και να διασαλεύεται η κυριαρχία και η ασφάλειά της. Η άφιξη των εν λόγω στρατιωτικών αναμενόταν στις οκτώ το πρωί της 7ης Μαρτίου 1897 –δηλαδή, αύριο.

Ο Ορμπάν συζήτησε για λίγο με τον λοχαγό, μιας και οι δύο είχαν εμπλακεί σε παράνομες ενέργειες κατά της Αυτοκρατορίας, ώσπου τον έδιωξε και έμεινε να ταλανίζεται, σκεπτόμενος ότι αργότερα θα έπρεπε να βρει τον Τζούρτζου. Αλλά η ώρα δεν περνούσε.

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Στο κείμενο αξιοποιούνται ιστορικά στοιχεία και πραγματικές τοποθεσίες, αλλά αυτό γίνεται κατά τρόπο μυθιστορηματικό.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: