Όπως περνούσε δίπλα από την πλατεία, τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα πάνω της. Οι ηλικιωμένοι στο καφενείο, τα παιδιά που έπαιζαν κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο, οι γυναίκες που κάθονταν στο πεζούλι… όλοι κοιτούσαν με περιέργεια το κόκκινο αυτοκίνητο και την ξανθιά γυναίκα με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου που κρατούσε το τιμόνι. Εκείνη δεν γύρισε να κοιτάξει κανέναν τους, παρότι ένιωθε τα βλέμματά τους καρφωμένα πάνω της μέχρι που βγήκε στον μεγάλο χωματόδρομο. Δυνάμωσε τη μουσική και πάτησε λίγο παραπάνω το γκάζι. Συνέχισε να οδηγεί χωρίς να δίνει καμία σημασία γύρω της. Λίγο μετά έστριψε δεξιά, ελάττωσε ταχύτητα και συνέχισε την ευθεία διαδρομή της. Μόλις είδε το μικρό, παλιό, μισογκρεμισμένο σπίτι, πάτησε απαλά το φρένο και σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και βγήκε απ’ το αμάξι.
Έβγαλε με αργές κινήσεις τα γυαλιά της και στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάζει το σπίτι μπροστά της. Πήρε απ’ την τσάντα της ένα μπρελόκ με δύο κλειδιά και με αποφασιστικά, μεγάλα βήματα στάθηκε μπροστά στην πεσμένη από την πολυκαιρία και την κακοκαιρία καγκελόπορτα. Πέρασε από πάνω της προσεχτικά, μη και σκαλώσουν τα μαύρα, λεπτά και ψηλά τακούνια της και στάθηκε στη μέση της μικρής αυλής. Κοίταξε γύρω της κι ένιωσε το βλέμμα της να ραγίζει.
Τρεις σπασμένες γλάστρες μπροστά στην εξώπορτα, δίπλα στην βρύση. Στην άκρη πεταμένος ένας σιδερένιος κουβάς και το κοντάρι μιας σκούπας, διαβρωμένα απ’ τη βροχή που χρόνια έπεφτε πάνω τους. Κι εκεί που κάποτε φύτρωναν κολοκυθάκια και μελιτζάνες, στο μικρό σημείο που η μάνα της έλεγε «μπαξέ», τεράστια αγριόχορτα να συμπληρώνουν το θλιβερό τοπίο.
Άναψε ένα τσιγάρο και φύσηξε με δύναμη τον καπνό ψηλά. Τα μάτια της ήταν ήδη υγρά και με το βλέμμα της στον ουρανό, απαγόρευσε στα δάκρυά της να κυλήσουν. Αναστέναξε δυνατά και με θαρρετά βήματα στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Η μισή φτιαγμένη από τζάμι κι η άλλη μισή από λευκό ξύλο. Τα τζάμια έστεκαν σπασμένα μπροστά της, σαν ανοιχτά δαιμόνια στόματα που απειλούσαν να την καταπιούν. Το λευκό ξύλο είχε ξεφλουδίσει σχεδόν παντού. Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά κι έσπρωξε με δύναμη την πόρτα. Κομμάτια γυαλιού έπεσαν στο εσωτερικό του σπιτιού, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία, πάτησε πάνω τους και μπήκε μέσα. Ο ήχος του γυαλιού που έσπαγε, κάλυψε θαρρείς τον ήχο που έκανε η καρδιά της όταν κοίταξε γύρω της. Σαν κάτι να έσπασε μέσα της, μα αλήθεια, υπήρχε και κάτι άθικτο εκεί μέσα;
Τα ντουλάπια της κουζίνας έστεκαν εκεί, άδεια κι ανοιχτά κι οι πόρτες τους με δυσκολία παρέμεναν ακόμη πάνω στους παλιούς, σκουριασμένους μεντεσέδες. Ο παλιός, άλλοτε λευκός νεροχύτης, γεμάτος τσαλακωμένα χαρτιά, σπασμένα μπουκάλια μπύρας και φύλλα δέντρων. Δυο ξύλινες, σπασμένες καρέκλες, ξαπλωμένες θαρρείς στο πάτωμα ικετεύοντας για ένα έλεος που δεν ήρθε ποτέ. Πέταξε στο πάτωμα το σβησμένο από ώρα τσιγάρο της και το πάτησε με το τακούνι της. Δυο βήματα δίπλα και στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας του κυρ Διονύση και της κυρά Κούλας. Το παλιό στρώμα πεταμένο στην άκρη του δωματίου, σκονισμένο, βρώμικο, αηδιαστικό. Κούνησε το κεφάλι της δυνατά σαν να ήθελε να τινάξει από μέσα του κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση. Έκανε τρία βήματα προς τα δεξιά και κοίταξε το διπλανό δωμάτιο. Δύο παλιά ντιβάνια χωρίς καλύμματα, το ένα απέναντι απ’ το άλλο, να κοιτιούνται θαρρείς σαν δυο βουνά που όσο κι αν το θέλουν δεν μπορούν να αγγιχτούν…
Αιώνες ένιωθε σαν να είχε να βρεθεί εκεί μέσα. Αιώνες κι ας ήταν μόλις είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια κι όλα της έμοιαζαν τόσο ξένα, τόσο μακρινά… Κι όμως ο πόνος στην ψυχή της, αυτός που σαν μαύρο δίχτυ βρισκόταν πάνω της και την έπνιγε μη αφήνοντάς την ν’ αποδράσει, πόσο οικείος ήταν! Πόσο οικείος και πόσο ζωντανός!
Βγήκε απ’ το σπίτι, στάθηκε με την πλάτη στην εξώπορτα και κοίταξε τον ουρανό. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που είχε το θάρρος να σταθεί με την πλάτη στην εξώπορτα. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που είχε βρει τη δύναμη να νικήσει τον φόβο της. Ίσως γιατί οι δύο δαίμονες που την κυνηγούσαν πάντα, δεν ζούσαν πια κι αυτό ήταν ένας λόγος να πείσει τον εαυτό της πως θα μπορούσε πια να είναι ασφαλής.
Άναψε τσιγάρο και γύρισε προς το σπίτι. Κοίταξε μπροστά της. Εκείνα τα παλιά, διαλυμένα ντουλάπια, τα έτριβε για ώρες κλαίγοντας, όταν η κυρά Κούλα (γιατί τη λέξη μάνα αρνιόταν από χρόνια να την πει) πάθαινε εκείνες τις κρίσεις. Τότε που ούρλιαζε σαν τρελή και της πετούσε ό,τι έβρισκε μπροστά της, απειλώντας την ότι θα την σκοτώσει αν δεν τα κάνει να λαμποκοπάνε. Εκείνο το βρώμικο, αηδιαστικό στρώμα στην κρεβατοκάμαρα, που ο κυρ Διονύσης (γιατί την λέξη πατέρας αρνιόταν από χρόνια να την πει) όταν γυρνούσε απ’ το καφενείο λιώμα στο ποτό, την ξάπλωνε και την άγγιζε όπως δεν πρέπει σ’ ένα γονιό και την απειλούσε πως θα την σκοτώσει αν πει κουβέντα σε κανέναν. Εκείνα τα παλιά ντιβάνια, που στο ένα κοιμόταν εκείνη και στο άλλο τα δυο μικρότερα αδέρφια της, εκείνα τα ντιβάνια που κατάπιαν όλα τα καυτά δάκρυα που έτρεχαν από τρία παιδικά ζευγάρια μάτια. Τρία παιδιά τόσο κοντά, που όμως δεν κατάφεραν ποτέ να πιάσουν το ένα το χέρι του άλλου για να σωθούν. Και τα κατάπιε αυτό το παλιό, μικρό σπίτι, σαν αχόρταγος δαίμονας που ξεδιψά μόνο με αίμα. Κι έφυγε ο Κωστής, όταν έπεσε στο ποτάμι και κανείς δεν βρέθηκε να τον σώσει. Κι έφυγε κι ο Πετράκης όταν περπατώντας στο βουνό παραπάτησε κι έπεσε στο κενό και κανείς δεν βρέθηκε να τον βοηθήσει. Κι έφυγε κι αυτή, όταν 15 χρονών κατάφερε να αποδράσει απ’ το κολαστήριο που ζούσε, λέγοντας το «ναι» σ’ έναν άντρα που δεν συμπαθούσε καν, αλλά έμοιαζε στα μάτια της η μόνη σανίδα σωτηρίας, πριν βυθιστεί ολοσχερώς στο βάλτο που από τη γέννησή της είχε παγιδευτεί…
Τα σπασμένα τζάμια της εξώπορτας έστεκαν μπροστά της σαν δαιμόνια στόματα έτοιμα να την καταπιούν, μα δεν τα είχαν καταφέρει, είχε ξεφύγει κι ήταν όλες οι «αναπηρίες» που της άφησε αυτή η απόδραση, λεπτομέρειες μπροστά σ’ ό,τι θα είχε συμβεί αν δεν τα είχε καταφέρει. Μια ραγισμένη καρδιά, ένα μπερδεμένο μυαλό, ένα τσακισμένο κορμί… μισός άνθρωπος κι όμως τα είχε καταφέρει, ήταν ζωντανή!
Τα δέκα χρόνια που έμεινε με τον άντρα της, ήταν δύσκολα, θλιβερά, μα δεν μπορούσαν με τίποτα να συγκριθούν με το πυκνό σκοτάδι στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τουλάχιστον μ’ εκείνον κατάφερε να τελειώσει το σχολείο, να βρει μια δουλειά, ν’ αρχίζει να μοιάζει η ζωή της ανθρώπινη. Και οι φορές που σήκωνε το χέρι πάνω της, σαν χάδι έμοιαζαν συγκριτικά με το ξύλο που της έριχνε η μάνα της, συγκριτικά με τα βίαια αγγίγματα του πατέρα της. Μάνα… πατέρας… άγνωστες λέξεις τις έμοιαζαν κι όταν τις ξεστόμιζε, σαν ξένη γλώσσα που δεν έμαθε καλά της φαίνονταν. Κι ήταν αυτός ο λόγος που δεν έκανε ποτέ της δικά της παιδιά. Δεν ήξερε πώς είναι να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι, ήξερε όμως πως η ζωή που ζούσε δεν χωρούσε παιδικές ψυχές που να περνούσαν κάτι έστω απ’ αυτά που πέρασε κι εκείνη. Κι όταν κατάφερε να ξεφύγει κι απ’ τον άντρα της, αποφάσισε πως μόνη της θα ήταν καλύτερα να ζήσει. Η δική της ψυχή μόνο δαίμονες φαίνεται έλκυε και δεν είχε άλλο κουράγιο να τους σκοτώνει για να καταφέρνει να ζει.
Περπάτησε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το πορτ μπαγκάζ, έβγαλε ένα βαρύ μπιτόνι και περπάτησε με αποφασιστικά βήματα και πάλι στο σπίτι. Έριξε βενζίνη παντού, μέσα και έξω. Άναψε ένα σπίρτο και το έριξε πίσω της όπως περπατούσε πάλι προς το αυτοκίνητο. Μπήκε μέσα βιαστικά κι έβαλε μπροστά, παίρνοντας τον δρόμο της φυγής, αυτόν τον δρόμο που πάντα ήθελε. Έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι που είχε ήδη αρχίσει να καίγεται και το βλέμμα της κόλλησε για λίγα δευτερόλεπτα σ’ εκείνες τις τρεις σπασμένες γλάστρες μπροστά στην εξώπορτα. Τρία λουλούδια χωρίς χώμα, χωρίς ήλιο, χωρίς φροντίδα προσπάθησαν να μεγαλώσουν εκεί μέσα. Τόσο κοντά στη βρύση κι όμως δεν το μπόρεσαν να το φτάσουν, να δροσιστούν, να ξεδιψάσουν κι έμειναν εκεί να μαραίνονται αβοήθητα, πάνω στις σάπιες ρίζες τους. Τρία λουλούδια που χάθηκαν άδικα, όταν όλοι εκείνοι που έβλεπαν, όλοι εκείνοι που ήξεραν, όλοι εκείνοι που λίγο πριν στέκονταν και την κοιτούσαν μην μπορώντας να την γνωρίσουν, σώπαιναν. Ένοχη σιωπή που κατάπιε ψυχές…