Ο Αλέξης ξύπνησε στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Ένιωθε το στομάχι του να ανακατεύεται. Ζαλιζόταν. Ήταν αδύναμος. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του, μα δεν μπορούσε να τα σκουπίσει. Ούτε να σηκωθεί να τρέξει μπορούσε. Ούτε να αμυνθεί. Γιατί τα τσιράκια του αρχιμαφιόζου, του Νίκου, είχαν κόψει και τα τέσσερα άκρα του Αλέξη.

Τον είχαν πιάσει, ενώ ήταν σε υπηρεσία. Δούλευε σε γραφείο εταιρείας σεκιούριτι. Χειριζόταν τους υπολογιστές, λάμβανε κλήσεις. Έστελνε τις μονάδες όπου απαιτούνταν επέμβαση. Ήταν πολύωρη, αλλά αρκετά εύκολη δουλειά.

Δυστυχώς όμως τα χρήματα ήταν λίγα και ο Αλέξης δεν μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα μόνο με το μισθό που του έδιναν. Χρειαζόταν κι άλλα. Όχι μόνο για τους λογαριασμούς και για καμιά βόλτα πού και πού, όχι. Ούτε για τα παιδιά του –δεν είχε σύντροφο, μήτε παιδιά.

Ο Αλέξης έπαιζε στο καζίνο. Είχε εθιστεί στο τζόγο από τα δεκαέξι του, πριν είκοσι χρόνια δηλαδή. Πρώτα με παιχνίδια που έπαιζε με τις παρέες του και έπειτα, όταν ενηλικιώθηκε, με το Blackjack. Κάθε Σαββατοκύριακο ή αν όχι τότε, όποιο άλλο βράδυ είχε ελεύθερο, πήγαινε στο καζίνο, καλησπέριζε τους γνωστούς μπράβους και άλλους εργαζόμενους και καθόταν στο τραπέζι, αδημονώντας να πάρει το πρώτο φύλλο.

Εξ αρχής φάνηκε ότι δεν ήταν καλός, ούτε τόσο τυχερός, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Του έγινε εμμονή, το σκεφτόταν όλη μέρα. Καταριόταν την γκαντεμιά του. Έβριζε τον εαυτό του όταν έκανε γκάφες. Μερικές φορές μίλαγε δυνατά, μην έχοντας καταλάβει ότι οι άλλοι συνάδελφοί του τον κοιτούσαν, γελούσαν και τον σχολίαζαν.

Αλλά συνέχιζε. Κάποιες φορές κέρδιζε και έπαιρνε τα πάνω του, νομίζοντας πως άλλαξε η τύχη του. Μια από αυτές τις στιγμές ήταν που αποφάσισε πως τα ψίχουλα που του έδιναν στην εταιρεία δεν ήταν αρκετά, οπότε άρχισε να δανείζεται.

Και από ένα σημείο και μετά, αν υποθέσουμε πως το παιχνίδι δεν είχε χαθεί από την πρώτη στιγμή, αδυνατούσε να ξεχρεώσει τους τοκογλύφους, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Νίκος, που σύχναζε στο συγκεκριμένο καζίνο και «ψάρευε» υποψήφια θύματα. Τον Αλέξη τον έβλεπε συχνά πυκνά, οπότε δεν άργησε να ρωτήσει και να μάθει για αυτόν. Μετά ήταν απλά τα πράγματα, τον έπιασε φιλικά, του μίλησε, εκμεταλλεύτηκε το πάθος του, τα συμφώνησαν και του έδωσε μερικά διόλου ευκαταφρόνητα ποσά για να παίξει. Και ο Αλέξης έπαιξε πολλές φορές και την πάτησε, μην γνωρίζοντας πόσο άσχημα τιμωρούσε ο Νίκος όσους του χρωστούσαν.

Κι έτσι έφτασε η μέρα που ο Νίκος, έχοντας χάσει την υπομονή του, έβαλε τους δύο γορίλες του να πιάσουν τον Αλέξη. Τον μετέφεραν σε μια παλιά αποθήκη έξω από την πόλη. Τον βασάνισαν, αργά στην αρχή, με μερικά κοψίματα, χαρακιές, τίποτα το πολύ σοβαρό. Όμως, μισή ώρα αργότερα, τα ουρλιαχτά του Αλέξη χρειάστηκαν δύο ηρεμιστικές ενέσεις για να σιγήσουν και να αποκοιμηθεί. Γιατί του έκοψαν με τσεκούρι τα χέρια και τα πόδια του. Το αίμα δεν έλεγε να σταματήσει, αλλά ο Νίκος είχε φροντίσει να είναι εκεί και ο γαμπρός του, γιατρός στο επάγγελμα. Κράτησε τον Αλέξη στη ζωή, μόνο και μόνο για να τον κλείσουν σε αυτό το δωμάτιο που βρισκόταν τώρα και όπου επρόκειτο να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο φόβο του –που δυστυχώς αποκάλυψε στον Νίκο, όντας μεθυσμένος εκείνο το βράδυ που τον γνώρισε.

Όταν κατάφερε να ελέγξει τους σφυγμούς της καρδιάς του και να ηρεμήσει, κατάλαβε σχεδόν ταυτόχρονα τρία πράγματα. Πρώτον, ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σε ένα κρεβάτι, γυμνός, με το στρώμα να είναι βρεγμένο από κάποιο πηχτό υγρό. Το δεύτερο είχε να κάνει με μια περίεργη μυρωδιά που πλανιόταν στον αέρα. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήταν, αλλά βρομούσε. Το τρίτο όμως, ήταν και αυτό που τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια του. Άκουγε παρατεταμένους συριγμούς που παρέπεμπαν μόνο σε μια κατηγορία ζώων που ήξερε -και έτρεμε.

«Θεέ μου!» ψιθύρισε «Κάνε να μην είναι φίδια! Κάνε να μην είναι φίδια, σε παρακαλώ, κάνε…».

Αλλά δεν εισακούστηκαν οι προσευχές του. Αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού του μια κίνηση στα αριστερά και στράφηκε. Ένα λεπτό σώμα σαν σωλήνας υψωνόταν σιγά-σιγά, ούτε μισό μέτρο μακριά του. Έπειτα άλλο ένα, πιο πέρα. Κι άλλο. Ένα ακόμα… Δεν ήξερε πόσα ήταν, αλλά στον ταραγμένο νου του φάνταζαν ατέλειωτα, ενώ έτσι όπως ήταν στοιχισμένα σε ευθεία γραμμή, το ένα δίπλα στο άλλο, έμοιαζαν σαν κάγκελα. Ο Αλέξης έβλεπε τις γλώσσες τους στιγμιαία, καθώς οσμίζονταν με το δικό τους τρόπο. Σίγουρα ήξεραν πως αυτός ήταν εκεί. Κάπου είχε διαβάσει πως γεύονταν το άγχος και το φόβο του υποψήφιου θύματός τους. Κάπου αλλού είχε ακούσει ότι δεν επιτίθονταν, παρά μόνο αν απειλούνταν, αν πήγαινες προς αυτά. Δεν τον βοηθούσαν όμως, αυτές οι σκέψεις. Τα είχε ακριβώς δίπλα του και δεν είχε πια τη δυνατότητα να προσπαθήσει να γλιτώσει.

Ο Αλέξης έτρεμε. Όσο κι αν προσπαθούσε να μείνει ακίνητος, τόσο πιο πολύ το σώμα του έκανε σπασμωδικές κινήσεις. Κατάλαβε πως πρέπει να είχε αρχίσει ξανά η αιμορραγία από τα κολοβώματα που του είχαν προκαλέσει οι γορίλες του αρχιμαφιόζου.

Τα φίδια σύριξαν πιο δυνατά.

Ένα επιπλέον έκανε την εμφάνισή του. Μεγάλο, παχύ, σαν μάνικα της πυροσβεστικής. Κι άλλο ένα. Βόες; Πύθωνες; Ο Αλέξης δεν ήξερε. Έπειτα, είδε και μια βασιλική κόμπρα –αυτή την αναγνώρισε αμέσως. Ευχήθηκε, αν και δεν το ήλπιζε, να του είχαν κάνει αναισθησία ή κάτι παρόμοιο.

Την επόμενη στιγμή, τα μάτια της κόμπρας έλαμψαν διαβολικά, όπως και των υπόλοιπων φιδιών, που σύρθηκαν πάνω στο κρεβάτι και στο σώμα του, τυλίγοντάς το, εξερευνώντας το.

Ο Αλέξης πρώτα αηδίασε και μετά έκλεισε τα μάτια του. Τα μικρότερα πλανήθηκαν στον κορμό του, ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, όπως και τα δύο μεγάλα. Το χειρότερο για τον Αλέξη ήταν η αίσθηση των ζεστών κορμιών τους στο δικό του, που είχε παγώσει από την ακινησία.

Μετά, αν και δεν έβλεπε, ένιωσε ένα ακόμα σώμα φιδιού να τυλίγεται γύρω από το λαιμό του…

*****

Ο Νίκος ξύπνησε όταν άκουσε το κουδούνι της βίλας του. Δε σηκώθηκε, παρά μόνο μόλις ακούστηκαν τα πρώτα ουρλιαχτά και οι πυροβολισμοί. Έπιασε το πιστόλι του και έκανε νόημα στη γυναίκα του να μη μιλήσει και να πάει στο μπάνιο να κρυφτεί. Εκείνη υπάκουσε και ο Νίκος όπλισε.

Άκουσε βήματα να τρέχουν στις σκάλες. Κράτησε γερά το πιστόλι και στάθηκε στον τοίχο, με λυγισμένα γόνατα.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε βίαια. Ήταν ο Προκόπης, ένας από τους άντρες του.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νίκος.

«Κύριε…»

Τότε ο Νίκος είδε κάτι μακρύ και λεπτό να απλώνεται από το διάδρομο και να χτυπάει τον Προκόπη στο σβέρκο. Εκείνος ούρλιαξε. Ύστερα και ένα δεύτερο πράγμα, παρόμοιο.

«Τι συμβαίνει;» ξαναρώτησε ο Νίκος.

Ο Προκόπης δεν πρόλαβε να απαντήσει. Έπεσε στο πάτωμα νεκρός.

Ο Νίκος είδε με τρόμο πως αυτά που τον χτύπησαν ήταν φίδια. Δηλητηριώδη, σαν… σαν αυτά που είχαν βάλει στο δωμάτιο του…

Αλλά πώς στέκονται στον αέρα; αναρωτήθηκε. Λες και τα… κρατάνε…

Μετά του λύθηκε η απορία. Είδε ένα ον που δεν θα το ξεχνούσε ποτέ του. Είδε έναν ανθρώπινο κορμό, καλυμμένο με κάποιο είδος λουριών να τον έχουν τυλίξει, να στέκεται πάνω σε δύο μεγάλα συσπώμενα πόδια, που έβγαιναν μέσα από το σώμα. Είδε τέσσερα μακριά και λεπτά και επίσης συσπώμενα χέρια. Τέλος, είδε ένα κεφάλι, ανθρώπινο, συγκλονισμένο, με ένα ακόμα μικρότερο, να έχει κουρνιάσει στα μαύρα μαλλιά του. Η κόμπρα ανασηκώθηκε και διαπλάτυνε το κεφάλι της, δημιουργώντας κάτι σαν ασπίδα.

Και μετά σύριξε, τα μάτια της έλαμψαν και το ον που κάποτε ήταν ο Αλέξης, επιτέθηκε στον Νίκο.

Η γυναίκα του, που είχε ανοίξει την πόρτα του μπάνιου μια χαραμάδα, είδε το ον και ούρλιαξε.

Εκείνος σήκωσε το χέρι του και πυροβόλησε. Αλλά δεν πέτυχε το ον, γιατί δεν το είχε σημαδέψει. Έριξε κι άλλες φορές, όμως και πάλι όχι προς το ον. Το μυαλό του είχε παραλύσει από την εικόνα του μισο-ανθρώπινου μισο-ερπετοειδούς πράγματος που ερχόταν κατά πάνω του.

Οι συριγμοί τώρα ακούγονταν σαν παράσιτα του ραδιοφώνου του αυτοκινήτου.

Το ον είχε φτάσει μόλις ένα βήμα απέναντι στον Νίκο.

Ό,τι ακολούθησε, η γυναίκα του Νίκου το είδε σαν να παρακολουθούσε ένα μακάβριο θέατρο σκιών, με το λιγοστό φως του μπάνιου να φωτίζει το αποτρόπαιο θέαμα.

Τα δύο νέα άκρα του τερατόμορφου όντος, που λειτουργούσαν σαν χέρια, απλώθηκαν και άδραξαν τον Νίκο από τα δικά του χέρια με τα αιχμηρά δόντια τους, ποτίζοντάς τον με δηλητήριο, αφοπλίζοντάς τον, ενώ ταυτόχρονα τον έφεραν πιο κοντά στο ον. Την επόμενη στιγμή, η κόμπρα ξετυλίχτηκε από το κεφάλι του Αλέξη και έγειρε μπροστά, δαγκώνοντας και αυτή τον Νίκο.

Άμεσα, οι θανατηφόρες ουσίες διέτρεξαν τις φλέβες και τις αρτηρίες του Νίκου, προκαλώντας του ολοένα και αυξανόμενο πόνο κι αυτός για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν έτσι ένιωθαν τα θύματά του όταν τα νάρκωναν οι μπράβοι του.

Όταν ο μαφιόζος έπεσε νεκρός, το ον γύρισε προς την σύζυγό του, η οποία έπαψε να ουρλιάζει και κλαψουρίζοντας, έτρεξε προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Δεν κατάλαβε ποτέ πώς το ον την άρπαξε. Δεν το είδε να γέρνει προς τα πίσω με τα φίδια που είχε για χέρια να μετατρέπονται σε πόδια, ενώ τα τεράστια ερπετά που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τα πόδια έγιναν χέρια, απλώθηκαν στον αέρα, το καθένα ανοίγοντας το στόμα του και το ένα έπιασε την γυναίκα από την μέση και το άλλο από το κεφάλι, τραβώντας την προς το ον και τυλίγοντας το σώμα τους στο δικό της.

Η σύζυγος έβγαλε ένα ακόμα ουρλιαχτό, προτού της σπάσουν το κρανίο και την μέση.

Το ον βγήκε από το πολυτελές σπίτι, μέσα στην νύχτα. Η βασιλική κόμπρα γεύτηκε τον αέρα. Σύριξε, δίνοντας εντολή στα μεγάλα φίδια να συρθούν προς το δρόμο, γυρεύοντας το σπίτι του ανθρώπου που είχε κρατήσει τον Αλέξη ζωντανό, μόνο και μόνο για να βασανιστεί κι άλλο από τους (πλέον νεκρούς) μπράβους. Έπρεπε να τιμωρηθεί και αυτός.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/ 
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading