,

Λουλούδι μαραμένο

Ο Αυγουστιάτικος ήλιος καίει και μερικές αχτίδες του χαϊδεύουν σχεδόν ικετικά το παράθυρό σου, μήπως και μπορέσουν να σου χαρίσουν λίγο φως. Μα δεν τον αφήνεις, έχεις σφραγίσει τα παντζούρια καλά και με πρόσωπο χλωμό, γράφεις στίχους μελαγχολικούς μες στο σκοτάδι. Στο άνθος της νιότης σου είπαν πως είσαι, μα εσύ νιώθεις πως η μόνη συσχέτιση με τα άνθη, είναι ένα λουλούδι μαραμένο με αγκάθια γεμάτο, που όμηρο κρατάς μες στην ψυχή σου. Ένα λουλούδι που σου μολύνει τα σωθικά και παράλληλα την καρδιά σου ματώνει, τρυπώντας τα τοιχώματά της με τα αιχμηρά του αγκάθια κάθε φορά που πασχίζεις να προχωρήσεις μπροστά…

Θέλεις όσο τίποτα να ζήσεις, να γελάσεις, να ερωτευτείς, να αγαπήσεις, να δεις ξανά τα χρώματα του δειλινού, να ακούσεις τους παφλασμούς τον κυμάτων, μα… Μοιάζει τόσο δύσβατο να κάνεις ακόμα και δύο βήματα μακριά από το σκοτεινό δωμάτιο. Σφίγγεις τα δόντια, μάχεσαι να αντλήσεις δύναμη, αλλά στο πρώτο τρύπημα επιστρέφεις και πάλι στη θέση σου. Δεν πονάς, αλλά βαριανασαίνεις, υποφέροντας από δαύτη τη μόλυνση που επικρατεί εντός σου… Νιώθεις άρρωστη, μα το έχεις συνηθίσει. Κατασκευάζεις το δικό σου χωρόχρονο και νομίζεις πως και ο πραγματικός χρόνος έχει “παγώσει” μαζί σου, ενώ ειρωνικά σε προσπερνά. Το μυαλό σου είναι καρφωμένο σε εκείνον, ή μάλλον σε μία παράκρουση, μεταξύ της πραγματικότητας και όλων αυτών που ονειρευόσουν. Πώς θα συνεχίσεις μετά από αυτό;

Από την πρώτη στιγμή που τον είδες, ήταν το όνειρό σου… Το χαμόγελό του, τράβηξε την ψυχή σου προς το μέρος του σαν μαγνήτης και από τότε ήταν στα χέρια του. Επιλογή του εάν θα την ζεστάνει, θα την παγώσει, θα την μαλακώσει, θα την σκληρύνει, θα τη γεμίσει ή… θα τη σπάσει σε χίλια κομμάτια. Το μόνο σίγουρο ήταν πως άθικτη δε θα την άφηνε… Δεν είχες ιδέα αν σε έβλεπε με την ίδια οπτική. Δεν πίστευες πολύ στον εαυτό σου, οπότε σίγουρα δε θα το προσπαθούσες, ας σε διεκδικούσε ο ίδιος! Δουλεύατε μαζί, – ευχή και κατάρα- μιας και μπορούσες να βλέπεις τα μάτια του καθημερινά, μα όχι να τον αγγίξεις πέρα από την τυπική χειραψία, σε εταιρικές συμφωνίες και σε εορταστικές ευχές. Μόνο σημάδι ενδιαφέροντος ήταν εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που εστίαζε στα μάτια σου για ώρες κάθε φορά που συζητούσατε. Αλλά μπορεί να ήταν και τυχαίο, μπορεί να το έβλεπες σημάδι επειδή αυτό επιθυμούσες τόσο βαθιά, που σου αλλοίωνε το αισθητήριο τις σκέψης και δε μπορούσες να δεις καθαρά.

Ώσπου… Ένα Σαββατιάτικο πρωινό απρόσμενα έλαβες στο σπίτι σου λουλούδια από κάποιον αποστολέα, ανώνυμο… Πόσο ήθελες να είναι εκείνος! Φάνταζε όμως πολύ ονειρικό για να συμβαίνει στ’ αλήθεια. Προσπάθησες έτσι να μην καλλιεργείς υψηλές προσδοκίες στο μυαλό σου. Το σημείωμα έλεγε “Τηλεφώνησε σε όποιον επιθυμείς να είναι ο αποστολέας και αν αυτός είμαι εγώ, αμέσως θα σου το αποκαλύψω, δίχως να ρωτήσεις.” Πληκτρολόγησες δειλά τον αριθμό… Το δάκτυλό σου έτρεμε και ταλαντωνόταν μέχρι να πραγματοποιήσεις την κλήση, ώσπου τα κατάφερες. Ανταποκρίθηκε με το πρώτο «τουτ», σου είπε ενθουσιασμένος πως τα λουλούδια τα έστειλε εκείνος, πως ήταν ερωτευμένος μαζί σου από την πρώτη στιγμή, αλλά δεν εκδηλώθηκε γιατί φοβόταν την απόρριψη.

Πέντε λεπτά μετά σου χτύπησε το κουδούνι, σου είπε πως ήταν ήδη στο παρκάκι κοντά στο σπίτι του, ώστε να είναι έτοιμος για το ενδεχόμενο τηλεφώνημά σου και να σου κάνει έκπληξη. Δεν ήθελε να χάσει λεπτό μακριά σου, πια! Και τότε μπήκατε στο αυτοκίνητό του και σε πήγε στην πιο ερημική παραλία. Μιλήσατε ώρες ατελείωτες για τις ζωές σας, για σημαντικά και ασήμαντα πράγματα, για κρυφά νοήματα. Ώσπου βράδιασε, γίνατε ένα… Άρχισε να γεμίζει το σώμα σου με φιλιά και κάνατε έρωτα. Στο τέλος έβγαλε μερικά στρωσίδια από το πορτπαγκάζ του αυτοκινήτου και κοιμηθήκατε αγκαλιά. Θύμιζε ταινία αυτό που ζούσες. Από εκείνες τις ρομαντικές που πάντα υποτιμούσες, γιατί τις θεωρούσες υπερβολικές, ασύμβατες από την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να νιώθεις μια κρυφή ζήλια για τους πρωταγωνιστές κάθε φορά που τύγχανε να τις παρακολουθήσεις. Σε πήρε ο ύπνος ενώ ονειρευόσουν όλες εκείνες τις μαγικές εμπειρίες που θα ζήσετε έπειτα…

Μέχρι που ξημέρωσε… Άνοιξες τα μάτια και κοίταξες αμέσως δίπλα σου κι έπειτα γύρω σου, μα εκείνος δεν ήταν πουθενά. Το κινητό σου είχε μείνει από μπαταρία και δεν γνώριζες απ’ έξω τον αριθμό του. Δεν ήξερες τι να κάνεις. Πήρες τα πράγματά σου, εγκαταλείποντας εκεί τα στρωσίδια κι έφυγες, ώστε να βρεις το κοντινότερο σημείο με κόσμο, να μπορέσεις να καλέσεις κάποιον στο τηλέφωνο. Μετά από μισή ώρα περίπου, βρέθηκες στην πλατεία του κοντινού χωριού. Πήγες στο μίνι μάρκετ και ζήτησες να καλέσεις ταξί, δεν μπορούσες να πάρεις κάποιον δικό σου, δεν ήθελες να μάθει κανένας τι είχε συμβεί. Μετά από μία ώρα που φάνηκε αιώνας, έφτασες σπίτι. Έβαλες το κινητό σου να φορτίζει και την ίδια στιγμή το άνοιξες. Δεν υπήρχε κανένα μήνυμα από εκείνον, μήτε κλήση. Τον πήρες τηλέφωνο και δεν το σήκωνε, μα συνέχιζες να τον καλείς για ώρες και να στέλνεις απανωτά μηνύματα. Ώσπου σου απάντησε την ώρα που πήγαινες μια βόλτα μόνη σου, ώστε να πάρεις αέρα, ν’ αντέξεις την τόση αναμονή…
«Ήταν μόνο για μια φορά, μη με ξαναενοχλήσεις!»

Έφτασες σε κατάσταση σοκ… Σχεδόν γονάτισες στην άκρη του πεζοδρομίου. Κρατούσες την κοιλιά σου κι έπαιρνες γρήγορες ανάσες. Από μακριά έμοιαζε να είχες πάθει κράμπα στο στομάχι, μα σαν σε πλησίαζε κανείς θα έβλεπε τα κόκκινα πρησμένα σου μάτια και τα αστέρευτα δάκρυα. Αισθανόσουν μόνη και αβοήθητη, τα χέρια σου έτρεμαν, αδυνατούσες να σχηματίσεις κάποιον αριθμό τηλεφώνου να καλέσεις βοήθεια. Οι περαστικοί σε προσπερνούσαν, άλλοι αδιάφορα, άλλοι με ύφος καχύποπτο και μερικά πιτσιρίκια χλευαστικά γελώντας.
Μετά από λίγη ώρα συνήλθες και μάζεψες δύναμη να επιστρέψεις σπίτι. Αυτό που αναρωτιόσουν όμως είναι πώς θα σε αντικρίσει στη δουλειά, αναγκαστικά θα έπρεπε να μιλήσετε, πώς θα σε αντιμετώπιζε;

Την επόμενη μέρα όμως, από τη στιγμή που μπήκες στην εταιρεία λύθηκαν οι απορίες σου. Είχε παραιτηθεί βρίσκοντας μια καλύτερη δουλειά στο εξωτερικό και μάλιστα εκείνη την μέρα θα ταξίδευε…

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading