,

Η άλλη πλευρά

Επιτέλους Σαββατοκύριακο. Η Αλεξία σκούπιζε τα χέρια της στην πετσέτα όταν μπήκε μέσα ο Μάνος. Του έριξε ένα λοξό βλέμμα και συνέχισε να φυλάει τα πιάτα, όσο εκείνος έβαζε τα φρούτα στο ψυγείο.
«Πάλι πήγε στο μπακάλικο, ε βέβαια εκεί δουλεύει η λεγάμενη και πήγε να την δει. Δεν ντρέπεται, έχει και μούτρα να με κοιτάει!», μουρμούρισε από μέσα της.

Ο Μάνος πέρασε από δίπλα της και στάθηκε για να της μιλήσει. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της νεκρά πάνω του. «Αναρωτιέμαι τι ου βρήκα!», σκέφτηκε και σαν να την άκουσε ο Μάνος κατέβασε το κεφάλι του. «Νομίζει ότι δεν έχω δει πως χαζοχαμογελάει με την γειτόνισσα. Έχει καιρό που βάζει ένα νέο άρωμα, το πουλάκι μου», βρόντηξε το ντουλάπι της κουζίνας. «Χάρισμά της τέτοιο κελεπούρι!», ούρλιαζε μέσα της.

«Μαμάαααα, ο μπαμπάς θα με πάει στο γηπεδάκι να παίξουμε μπάλα!», έτρεξε ο μικρός ενθουσιασμένος από το δωμάτιό του.
«Θανάση, αν ο μπαμπάς ασχολιόταν με το σπίτι, θα ήξερε ότι τα μεσημέρια έχεις διάβασμα», πήρε μια βαθιά ανάσα και έκρυψε υποτίθεται τον εκνευρισμό της από το παιδί.
«Μα…», απογοητεύτηκε ο μικρός.
«Δεν γίνεται να τα κάνει το απόγευμα;» εμφανίστηκε ο Μάνος με την οδοντόβουρτσα στο χέρι.
«Σε αυτό το σπίτι έχουμε πρόγραμμα. Εσύ θες να κάνεις ό,τι θες χωρίς να ρωτάς κανέναν», έβαλε τα χέρια της στην μέση.
«Τόσο κακό είναι να διαβάσει το απόγευμα;» ρώτησε παρόλο που ήξερε ήδη την απάντηση. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι και έφυγε.

Άλλη μια μικρή νίκη! Δεν θα του περάσει, άκου εκεί να μου πει να χωρίσουμε! Ποιος; Ο Μάνος! Που με πήρε μπουμπούκι με έτοιμη καριέρα, που δουλεύω σαν το σκυλί και στο γραφείο και στο σπίτι, ενώ αυτός πάει από το ένα μεροκάματο στο άλλο. Από δουλειές του σπιτιού, αφήστε το καλύτερα, μαντάρα τα κάνει πάντα, ένα πράγμα σωστά δεν ξέρει να κάνει. Εδώ δεν ξέρει το πρόγραμμα του παιδιού, όποτε του κατεβαίνει να το πάει βόλτα, να το κάνει μπάνιο, να του δώσει παγωτό. Όλα λάθος και σαν να μην έφταναν αυτά θέλει και να με χωρίσει για να έχει το πεδίο ελεύθερο! μειδίασε στην σκέψη ότι μπορεί να φιλήσει άλλη. Εκείνη ούτε που θυμόταν πώς είναι το φιλί του πλέον.

«Όλοι οι άντρες τα ίδια, κοριτσάκι μου! Χρυσό τον κάνω τον μπαμπά σου να κάνει μια δουλειά και μετά το μετανιώνω», ξεφύσηξε στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου η μητέρα της. «Μην του δίνεις σημασία, μην ασχολείσαι καθόλου μαζί του, έτσι κάνουμε και στα παιδιά όταν είναι άτακτα. Αδιαφορία, η καλύτερη τακτική», έδωσε την πολύτιμη συμβουλή της.
«Αχ βρε μαμά, πόσο δίκιο έχεις!».
«Και να θυμάσαι, μην συζητάς τα οικογενειακά σου με άλλους. Άλλο εγώ!», γέλασαν και έκλεισαν το τηλέφωνο.

Στο βραδινό φαγητό, η Αλεξία έβαλε επίτηδες πολύ αλάτι στο φαγητό. «Θα το πει, πού θα πάει!», μετρούσε τις μπουκιές του. Ο Μάνος έγλειψε το πιάτο, έκανε το σταυρό του και σηκώθηκε από το τραπέζι. Της έκανε ένα κομπλιμέντο που εκείνη το εξέλαβε ως ειρωνεία, έβαλε το πιάτο του στον νεροχύτη και το υπόλοιπο ψωμί στην ψωμιέρα.

Αργά το βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα ίδια ρούχα που φορούσε όλη μέρα, την ρόμπα της και ήλπιζε αυτή τη φορά να την ακούσει ο Μάνος.
«Πίστευες ότι δεν θα το καταλάβω ότι είσαι τσιμπημένος με την διπλανή; Για πόσο χαζή με περνάς;»
«Αλεξία, δεν την έχω αγγίξει την κοπέλα, στο ορκίζομαι, το σέβομαι το στεφάνι μου, δεν σε έχω απατήσει ποτέ και δεν θα το κάνω όσο είμαστε μέσα σε γάμο».
«Εγώ έπρεπε να έχω βρει γκόμενο και να σου ζητάω να χωρίσουμε. Μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου;»
«Τι θες χρυσή μου γυναίκα και απόψε; Κάθε βράδυ τα ίδια και σηκώνομαι πρωί κάθε μέρα, αν θες να με μειώσεις, άσε με καλύτερα σε παρακαλώ να κοιμηθώ».
«Ναι, μη χάσεις τη μεγάλη καριέρα».
«Συγγνώμη που δεν δουλεύω στο δημόσιο και εγώ να έχω σταθερή δουλειά! Αυτό δεν το ήξερες πριν με παντρευτείς;»
«Ήλπιζα να αλλάξεις».
«Αυτή είναι η διαφορά μας Αλεξία μου, εγώ σε παντρεύτηκα για ν’ αγιάσω», είπε και γύρισε πλευρό κλείνοντας το φωτιστικό.

Το επόμενο πρωί περίμενε τις φίλες της να πιούνε καφέ στον κήπο.
«Έχει άλλη!» ωρυόταν στην κουμπάρα της το επόμενο πρωί.
«Ποιος καλέ, ο Μάνος; Ε, αυτό δεν το περίμενα, θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά για την ηθική του. Μα πώς, γιατί; Δεν είχα καταλάβει ότι έχετε προβλήματα στο γάμο σας».
«Άστα, Κική μου, αδιάφορος εντελώς, λες και μιλάω στον τοίχο. Δέκα χρόνια γάμου και τα πέντε μόνη μου κρατώ το σπίτι. Έλεγα κάτσε να μεγαλώσει το παιδί, αλλά ο κύριος βιάζεται να ζήσει τον έρωτά του και θέλει να χωρίσουμε».
«Καλώς την Καιτούλα», χαιρέτισε η Κική.
«Τι έγινε βρε κορίτσια, με ξύπνησαν τα τηλέφωνά σας. Κάνε βρε Αλεξία, έναν ελληνικό βαρύ γλυκό, να ανοίξει το μάτι μου, σε παρακαλώ. Γιατί είσαι ακόμα με τη ρόμπα καλέ, δεύτερο δέρμα την έχεις κάνει πια», της είπε και έβγαλε αμέσως το πακέτο με τα τσιγάρα. Κατάλαβε ότι θα είναι μεγάλο το πρωινό εκείνο.

Ήρθε ο καφές και έκατσαν πάλι όλες μαζί.
«Άντε λέγετε», βιαζόταν η Καίτη να μάθει και ρούφηξε μια καυτή γουλιά από την κούπα. Ένα τσιγάρο άναβε, ένα έσβηνε.
«Ο Μάνος δεν φτάνει που αδιαφορεί εντελώς για εμένα και για το παιδί, δεν φτάνει που δεν μου μιλάει καν, τώρα θέλει να χωρίσουμε γιατί έχει άλλη», το ξεφούρνισε απότομα η Αλεξία.

Η Καίτη γούρλωσε τα μάτια και λύθηκε στα γέλια. Γελούσε και ταυτόχρονα σκουντούσε την Κική που καθόταν δίπλα της, η οποία πήγαινε πέρα δώθε στην καρέκλα.
«Σε καλό σας, βρε κορίτσια, μπήκε ο Απρίλης και δεν το κατάλαβα».
«Καλέ Καιτούλα, σύνελθε, σοβαρά το λέει», δαγκώθηκε Κική.
«Τι λες καλέ, θα είχαν τόσο σοβαρά προβλήματα στο γάμο τους και δεν θα το ήξερα εγώ, η κολλητή της; Μήπως είναι κάτι άλλο και δεν μας το λες;»
«Κι όμως!», κούνησε το κεφάλι η Αλεξία και πήρε ένα από τα τσιγάρα.
«Ένα λεπτό γιατί θα με τρελάνεις! Μου φαίνεται ότι μπαίνετε σε γάμο και δεν ξέρετε γιατί μπαίνετε. Και με το παιδί τον βλέπω ότι ασχολείται, με σένα είναι ευγενικός, πάντα με τα αστεία του, κοινωνικός με όλη την παρέα και κάθε φορά περνάμε όλοι καλά.! Τι στο καλό έχει γίνει;»
«Ξέρω ‘γώ;»
«Αν δεν ξέρεις εσύ, ποιος ξέρει καρδιά μου;» ανακάθισε η Καίτη. «Σίγουρα δεν μας λες τα πράγματα μόνο από την δική σου μεριά;»
«Άσε μας βρε Καίτη, όλοι ίδιοι είναι, μπαίνουν σε έναν γάμο και δένουν τον γάιδαρο και τα περιμένουν όλα στο χέρι, όπως τους έκανε η μάνα τους».
«Τι λες, βρε Κική, στο ίδιο τσουβάλι όλοι».
«Έφυγες χτες!»
«Είναι σοβαρή κουβέντα τώρα αυτή;» επέμενε η Καίτη. «Μήπως να ακούσουμε και την άλλη πλευρά;»
«Κατά φωνή», μόρφασε η Αλεξία.

«Καλημέρα κορίτσια. Καλημέρα αγάπη μου».
«Τον υποκριτή, με λέει αγάπη μου επειδή είστε μπροστά», δεν κρατήθηκε η Αλεξία και τον πήρε από πίσω. «Είσαι δειλός ρε, το παίζεις άγιος μπροστά στις φίλες μου! Γιατί δεν λες την αλήθεια;»
«Μα τω Θεώ Αλεξία! Μη φωνάζεις!» έκλεισε βιαστικά την πόρτα του σπιτιού. «Τι θες να τους πω; Τα προβλήματά μας; Επειδή εσύ τα λες όλα στη μάνα σου, νομίζεις ότι είναι σωστό να το κάνω και εγώ; Να πάω να τους πω ότι η φίλη τους έχει κοντά ένα χρόνο να με πλησιάσει στο κρεβάτι γιατί την μια είναι κουρασμένη, την άλλη έχει πονοκέφαλο ή μου λέει ένα τεράστιο δεν σε θέλω μέσα στα μούτρα μου και με απαξιώνει εντελώς σαν σύζυγο και άνθρωπο; Να τους πω ότι δεν με φιλάς, δεν με ακουμπάς, ότι με αποπαίρνεις και με διώχνεις; Να τους πω πως ό,τι κάνω είναι στραβό και λάθος; Δεν τους το έχεις πει ήδη εσύ; Να τους πω ότι παρόλα αυτά, το ιερό μυστήριο του γάμου το τίμησα και με το παραπάνω και ποτέ δεν σε απάτησα, όχι να πάω με άλλη, ούτε να κοιτάξω άλλη! Μπαίνω στο σπίτι μου και με υποδέχεσαι με το πιο ψυχρό σου βλέμμα. Ποιος άντρας δεν θέλει να γυρνάει στην φωλιά του και να τον καλοδέχεται η γυναίκα του με μια ζεστή αγκαλιά και ένα γλυκό χαμόγελο; Ξέρεις γιατί; Το χαμόγελό της γυναίκας σημαίνει ότι είναι ευτυχισμένη! Νομίζω ότι και ο αέρας που αναπνέω σε πνίγει. Προσπαθώ, μα κάθε προσπάθεια πέφτει στο κενό. Προσπαθώ να φροντίζω τον εαυτό μου για να σου αρέσω, προσπαθώ να σε ελκύσω, αλλά ούτε το νέο μου άρωμα παρατήρησες. Πέρασαν τα χρόνια Αλεξία μου, πόση υπομονή και προσπάθεια να κάνω; Ας χωρίσουμε να ησυχάσεις! Ο γάμος, κορίτσι μου, δεν θέλει κατηγορίες, γκρίνια και αρνητική σκέψη για τον άλλον. Εσύ μόνο κακές σκέψεις έχεις για μένα. Ο γάμος θέλει δουλειά και μπορεί να είμαι του μεροκάματου, μα ξέρω να δουλεύω σκληρά και το έχω αποδείξει!».

Η Αλεξία γύρισε κουρέλι στο τραπέζι.
«Τι έπαθες καλέ, φάντασμα είδες και είσαι κατάχλωμη;» την ρώτησαν.
«Ναι, και μάλλον ήταν το δικό μου», έβαλε τα κλάματα.

Η Αλεξία συνήλθε απότομα εκείνο το πρωί και συνειδητοποίησε ότι κατηγορούσε άδικα τον Μάνο. Πήγε καταντροπιασμένη και ζήτησε συγγνώμη από την γειτόνισσα για όσα της έσυρε το προηγούμενο βράδυ που την πέτυχε στον δρόμο ενώ έβγαζε βόλτα το σκυλάκι της. Θυμήθηκε πως η κοπέλα πρόλαβε και χαμογέλασε όταν την είδε, πριν η Αλεξία ανοίξει το στόμα της και αρχίσει να την βρίζει. Ένα χαμόγελο. Τόσο απλό και τόσο σημαντικό. Εκείνο το χαμόγελο έμεινε στην μνήμη της χαραγμένο μέχρι να μπορέσει να βρει ξανά το δικό της.

Όταν έχεις ένα σπίτι και σταματήσεις να το φροντίζεις και να το ζεσταίνεις, τότε το σπίτι θα παγώσει και θα μαραζώσει. Πόσο μάλλον όταν δεν μιλάμε για ντουβάρια, αλλά για την οικογενειακή εστία. Έτσι άρχισε να το βλέπει. Μετά πολλών βασάνων κατάφεραν και έχτισαν το σπίτι τους από την αρχή και το διατήρησαν με πολλή περισσότερη υπομονή και κατανόηση μεταξύ τους. Μέχρι σήμερα είναι ακόμα μαζί και δουλεύουν αμοιβαία την συζυγική τους σχέση.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: