,

Ανέλπιστες σκιές και μια προφητεία

«Αγάπη, γύρισα!». Η φωνή του αντήχησε στους τοίχους και του γύρισε πίσω τρυπώντας του το στήθος. Τα λόγια βγήκαν ακούσια, σχεδόν αυτόματα. Δεν πρόλαβε να τα σιγήσει πριν ο αντίλαλός τους γεμίσει το σπίτι.

Απάντηση δεν πήρε.
Θα ήταν παράδοξο να έπαιρνε μετά τα όσα είχαν συμβεί. Ακόμα και ο ίδιος το αναγνώριζε αυτό.
Πίστευε ότι με το να φύγει, να αλλάξει παραστάσεις, παρέες, προορισμούς, θα τα έσβηνε από το μυαλό του, θα τα διέγραφε όλα σαν να μην είχαν γίνει ποτέ, σαν να μην είχε περάσει ποτέ εκείνη από τη ζωή του.
Μα πόσο λάθος έκανε! Είχε χαράξει την παρουσία της ανεξίτηλα στην ψυχή του. Του το είχε πει άλλωστε, μα εκείνος τότε γελούσε γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε δίκιο.

Εισήλθε στο σπίτι με ένα προσποιητό μειδίαμα ανανέωσης στα χείλη του. Ούτε ο ίδιος δεν κατάφερνε να ξεγελάσει τον εαυτό του. Μάταια προσπαθούσε να πείσει το είναι του ότι όλα ήταν καλά και ότι πήρε τις σωστές – και απαραίτητες, όπως έλεγε – αποφάσεις. Κι ας τα θρύψαλα της καρδιάς του που τον πίεζαν στο στήθος να δήλωναν διαφορετικά. Κι ας τα τόσα ψυχοσωματικά που του εκδηλώθηκαν να του τα έλεγαν αλλιώς. Τα μπλόκαρε όλα όπως τόσο εύκολα ήξερε να κάνει, γιατί ό,τι αρνείσαι ότι υπάρχει, δε σε απασχολεί και δεν σε ενοχλεί κιόλας.
Τουλάχιστον έτσι πιστεύεις, ζώντας στην άγνοιά σου.

Μάζεψε τα ρούχα των διακοπών να βάλει ένα πλυντήριο και ένιωσε την μορφή της να στέκεται στο διάδρομο και να τον κοιτάει χαμογελώντας. Ήθελε να της πει δυο αστεία περιστατικά, να τα μοιραστεί μαζί της και να του τα σχολιάσει, να γελάσουν μαζί όπως μόνο οι δυο τους ήξεραν. Ήθελε, ήθελε, μα καταπίεζε ακόμα κι αυτό.

Άκουσε μια κίνηση στο υπνοδωμάτιο και η καρδιά του σκίρτησε. Με ανεβασμένους παλμούς τα παράτησε όλα και έτρεξε προς τα εκεί. Την είδε στον ολόσωμο καθρέφτη που της είχε πάρει, η φιγούρα της στεκόταν εκεί ολοκάθαρη να αντανακλά το φως. «Λυδία;» ξεστόμισε, γνωρίζοντας πόσο χαζή ήταν η ερώτησή του.
Οραματίστηκε τις φωτογραφίες τους να κρέμονται στις άδειες πλέον κορνίζες. Την ένιωθε στο πλάι του καθώς ίσιωνε τα κάδρα που διάλεξαν μαζί. Την αισθανόταν τόσο έντονα στο δωμάτιο που μύριζε ακόμα και το άρωμά της. Η ίδια της η ύπαρξη τον στοίχειωνε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι να διώξει την ζάλη που τον είχε κυριεύσει. Την φαντάστηκε δίπλα του να κουρνιάζει κοντά του και να μπλέκει τα πόδια της μέσα στα δικά του.
Κατέπνιξε ένα δάκρυ που ανέβλυζε από τα μάτια του.

Άκουσε το κινητό που είχε αφήσει στο κομοδίνο να τον ειδοποιεί ότι ήθελε φόρτιση και άνοιξε το συρτάρι να βρει τον φορτιστή. Εκεί το είδε. Ένα γράμμα αγάπης που του είχε γράψει μετά από ένα τσακωμό. «Το για πάντα αποτελείται από μικρές τωρινές στιγμές», έγραφε, «κρίμα είναι να χάνουμε το τώρα για μικροπράγματα». Δεν καταλάβαινε, έτσι του έλεγε. Μάλλον εκείνη ένιωθε ότι εκείνος δεν προσπαθούσε καν, ότι δεν έβλεπε τι είχε κοντά του. Θα το καταλάβαινε όταν έπαυε να είναι εκεί, όταν θα την έψαχνε τελικά εκείνος, μα εκείνη δεν θα ήταν πια εκεί. Και να που ήρθε αυτή η ώρα.

Είχε δίκιο. Αλλά ούτε αυτό θα το παραδεχόταν εκείνος ποτέ. Πείσμωνε στις αποφάσεις του και γινόταν αδίστακτος στα λόγια του ακόμα κι αν αυτά πλήγωναν και τον ίδιο επίσης. Ήταν πολύ περήφανος για να αλλάξει γνώμη και να πάρει οτιδήποτε πίσω. Ο καθένας ζει με τις επιλογές του και τις συνέπειες αυτών. Κι ας εκτιμάς κάτι μόνο όταν το έχεις αφήσει να σου ξεγλιστρήσει από τα χέρια και να το δεις να φεύγει και να χάνεται.

Η Λυδία ήταν μια γυναίκα που ήρθε να του αναταράξει την καλοσχεδιασμένη του ζωή.
«Δε θέλω να σε τρομάξω», του είχε πει στις πρώτες τους συναντήσεις όταν της κρατούσε γλυκά το χέρι και ατένιζε τα μάτια της. «Αλλά θα σε τρελάνω», αστειεύτηκε. «Θα με ερωτευτείς περισσότερο από ότι φαντάζεσαι». Ακουγόταν σαν προφητεία και αυτός την κορόιδευε για αυτό.
«Ναι, ε; Και εσύ πώς το ξέρεις;»
«Το βλέπω στα μάτια σου. Το νιώθω στους χτύπους της καρδιάς σου. Το αισθάνομαι όταν με κοιτάς».
Εκείνος δεν έδινε σημασία. Θεωρούσε πως ήταν γυναικείες υπερβολές όλα αυτά. Κι απλά το αγνόησε. Όπως και τόσα άλλα αργότερα που του έλεγε, που ήταν προειδοποιητικά σημάδια ότι εκείνη έσπαγε σιγά σιγά και δεν άντεχε άλλο. Μα εκείνος δεν τα λάμβανε υπόψη. Γιατί πίστευε ότι δεν θα έφευγε.

Ώσπου εκείνη έφυγε.
Κι εκείνος ξέσπασε σε ένα κύμα ανεπαίσθητης, καταπιεσμένης οργής που σήκωσε τα πάντα στο πέρασμά της. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Ούτε εκείνος της είχε συμπεριφερθεί ποτέ έτσι, αν και τα ξεσπάσματα εκνευρισμού του γινόντουσαν ολοένα και πιο συχνά. Δεν καλυπτόντουσαν με την καλοσύνη που προσπαθούσε τόσο να του δείξει. Ούτε καταπνίγηκαν στη δικιά της σιωπή όταν προτίμησε να μην μιλάει παρά να τσακώνονται. Εκείνος δεν τα έβλεπε και εκείνη έπαψε απλά να τα υποδεικνύει.

Γύρισε μια μέρα να την βρει να πακετάρει να φύγει.
«Πού πας;» τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένα.
«Δεν πάει άλλο. Συγγνώμη, το προσπάθησα πολύ. Σου το λέω εδώ και καιρό μα δεν με ακούς. Σαν να μη θες να αλλάξεις τίποτα. Νιώθω ότι δε με βλέπεις καν, πόσο μάλλον να με λάβεις υπόψη».
«Με δουλεύεις; Τόσα πράγματα κάνω για σένα. Συνέχεια δίπλα σου είμαι, τι άλλο θες;» πυροβόλησε εκείνος.
«Τόσο πολύ, που δεν έχεις καν καταλάβει ότι εδώ κι ένα μήνα έχω αλλάξει δουλειά;» τον ρώτησε πυροδοτώντας την έκπληξή του.

Του το είχε πει τουλάχιστον τρεις φορές. Αλλά κάθε φορά εκείνος πλοηγούσε την κουβέντα σε κάτι δικό του, υποβαθμίζοντας ό,τι είχε να του πει εκείνη σαν κάτι υποδεέστερο.
«Δεν μου το είπες», ισχυρίστηκε.
«Καλά», ξεστόμισε εξοργισμένη και έκλεισε την τσάντα, παίρνοντας την στο χέρι.

Έκανε να βγει από την πόρτα, μα της έφραξε το δρόμο με το σώμα του.
«Άσε με σε παρακαλώ. Δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω».
«Δε θα πας πουθενά αν δεν μιλήσουμε».
«Τι άλλο να πούμε; Αφού μόνο τα δικά σου λες. Λυπάμαι που μου πήρε τόσο χρόνο να καταλάβω πόσο εγωκεντρικός είσαι. Μόνο ο εαυτός σου σε νοιάζει, να περνάει το δικό σου και να είσαι εσύ καλά. Μόνο εσύ».
Τα λόγια της ήχησαν σαν σφαλιάρα πάνω του. Έσπαγε η φωνή της καθώς του τα έλεγε και το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τα μάτια του να αστράφτουν από οργή καθώς ένιωσε το χαστούκι του να πέφτει πάνω στο μάγουλό της σαν τσουνάμι δέκα μέτρων. Έσκασε στο πάτωμα, χτυπώντας το κεφάλι στον τοίχο πίσω και όλα έσβησαν.

Εκείνος πάγωσε, ανήμπορος να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Τι είχε μόλις κάνει. Αυτό που διαλαλούσε πως δεν θα έκανε ποτέ – πως δεν ανεχόταν καν – μόλις το είχε βιώσει. Από δικό του χέρι πλήγωσε ανεπανόρθωτα έναν άνθρωπο που θα έκανε τα πάντα για εκείνον. Μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Η Λυδία ξύπνησε σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου με ορό στο χέρι να της εξηγούν οι γιατροί ότι πρέπει να παραμείνει ήρεμη. Οι δυο καλύτεροι της φίλοι της εξηγούσαν συνοπτικά τι τους είχε πει εκείνος ότι συνέβη, μα είχαν βγάλει τα δικά τους συμπεράσματα, ενώνοντας τις τελείες μεταξύ όσων άκουγαν από την ίδια τόσο καιρό και της εικόνας που είχαν μπροστά τους εκείνη τη στιγμή.

Εκείνος εμφανίστηκε στο δωμάτιο με ένα μπουκέτο λουλούδια, αλλά οι παλμοί της αυξήθηκαν σε τόσο ανησυχητικό επίπεδο μόλις τον είδε, που οι νοσοκόμες αναγκάστηκαν να τον διώξουν.
Δεν ήθελε να του μιλήσει καν.
«Δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε μετά από αυτό», είπε στους φίλους της και αυτό του μετέφεραν.

Εκείνος μάζεψε τον λαβωμένο του εγωισμό και έφυγε, γνωρίζοντας ότι δεν θα την ξαναπλησίαζε ποτέ. Του είχε κόψει κάθε δίοδο επικοινωνίας όπως κόβεις τα σχοινιά από τις μαριονέτες και τις παρατάς να κείτονται άψυχες σε κάποιο κουτί.
Έτσι ένιωθε εκείνος.
Και τότε επιτέλους κατάλαβε.

Κατάλαβε όσες φορές εκείνη ζητούσε απλά την παρουσία του κοντά της χωρίς πολλά λόγια. Ήθελε απλά να νιώθει ότι το μαζί ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή λέξη. Ότι ήταν συνοδοιπόροι και όχι παράλληλες οντότητες στο ίδιο σπίτι.

Κατάλαβε πως η ύπαρξή της θα τον στοίχειωνε για πάντα, γιατί δεν έδωσε σημασία στην μεγαλύτερη αλήθεια που του είπε εξ αρχής, ότι θα την ερωτευόταν και θα τον τρέλαινε, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Και απλά την άφησε να φύγει.
Κι εκείνη έφυγε.

Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη

Απάντηση


%d