Το άρωμα του γαλλικού καφέ με γεύση φουντούκι ξεχύθηκε στο χώρο, γεμίζοντας ελπίδα όλους ότι και σήμερα θα ήταν μια ακόμα φυσιολογική μέρα σαν όλες τις άλλες. Η κυρία Γουίλιαμς πήρε την κούπα από το δεύτερο ντουλάπι δίπλα στο ψυγείο και τη γέμισε. Ο καφές άχνιζε ακόμα και πήρε βαθιές ανάσες αφήνοντας την ευωδιά του να της χαϊδέψει τα ρουθούνια. Ο ήλιος έξω έπαιζε παιχνίδια με τα σύννεφα αυξάνοντας τη μουντή διάθεση εκείνου του απογεύματος. Η κυρία Γουίλιαμς βγήκε στην εξώπορτα να χαζέψει τη γειτονιά. Οι στολισμοί για τη σημερινή μέρα του Χαλογουίν είχαν ξεπεράσει κάθε φαντασία.
Κολοκύθες ποικίλων διαστάσεων, μάγισσες σε σκουπόξυλα καρφωμένες στα δέντρα, φαντάσματα σε στέγες, σκελετοί στις εισόδους των σπιτιών. Η μικρή και φιλήσυχη πόλη του Sweetcharity είχε μεταμορφωθεί σε μια γειτονιά βγαλμένη από παραμύθια τρόμου.
«Οι Ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου για άλλη μια φορά παρελαύνουν εναντίον της σημερινής μέρας του Χαλογουίν μπροστά από το Δημαρχείο. Θεωρούν τέτοιου είδους εορτές παγανιστικές που απομακρύνουν τους πιστούς από την πραγματική λατρεία του Θεού. Δίπλα μας ο Πάστορας Λουκ, που θεωρείται και ο αρχηγός του κινήματος θα μας εξηγήσει περισσότερα.
Πουθενά στα βιβλία των Γραφών δεν αναφέρεται η σημερινή μέρα ως μέρα Εορτασμού όπως τα Χριστούγεννα, δηλαδή η Γέννηση του Χριστού μας ή το Πάσχα. Αυτές είναι σατανιστικές εορτές που οδηγούν τη νέα γενιά σε λάθος μονοπάτια. Θέλουμε να τονίσουμε ότι αν συνεχιστεί αυτό, εμείς οι Ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου δε θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια, δε θ’ αφήσουμε τους νέους μας να εκφυλιστούν σε….»
Η κυρία Γουίλιαμς μπήκε στο σπίτι αγανακτισμένη.
«Μπορείς να κλείσεις την τηλεόραση σε παρακαλώ;» είπε στον άντρα της. «Αρκετά με αυτή την αίρεση, μας έχει ζαλίσει. Πάντα κάτι θα βρίσκουν!».
Ο άντρας της έκλεισε την τηλεόραση και αναστέναξε.
«Δεν ξέρω, λίγο με έχουν αναστατώσει. Τους είδα πολύ αποφασισμένους».
«Δε θέλω να τρομάξεις τον μικρό. Περιμένει πώς και πώς για σήμερα. Αποφάσισε να ντυθεί φάντασμα. Η στολή που αγοράσαμε είναι εξαιρετική».
Ο Λίο κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και μπήκε στην κουζίνα σα σίφουνας ντυμένος με την καινούρια ενδυμασία του.
«Πότε θα έρθουν οι φίλοι μου; Λες να είναι η καλύτερη στολή η δικιά μου;»
Ο κύριος και η κυρία Γουίλιαμς γέλασαν με το άγχος του μικρού, αλλά και την υπερένταση στην οποία βρισκόταν. Η μητέρα του χάιδεψε το κεφάλι στοργικά και τον φίλησε στο μάγουλο. Ήταν ο μονάκριβός της, ο μοναχογιός της, ένα θαύμα, αφού χρόνια ταλαιπωρούνταν με φάρμακα και εξωσωματικές. Δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι.
«Έχω την εντύπωση ότι κάπου πίσω από τον Αρχηγό της αίρεσης είδα και την κόρη των διπλανών. Την Ιζαμπέλ. Ευτυχώς οι άνθρωποι λείπουν για διακοπές».
Η κυρία Γουίλιαμς κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της το σύζυγό της. Πώς ήταν δυνατόν να μιλάει για τέτοια μπροστά στο παιδί; Ο Λίο όμως δεν έδειχνε ενδιαφέρον. Βιαζόταν να φάει το απογευματινό του και να ξεχυθεί στους δρόμους. Περίμενε τους φίλους του να περάσουν να τον πάρουν και να τρέξουν για ζαχαρωτά και καραμέλες.
«Τη συμπαθώ την Ιζαμπέλ. Πάντα μου μιλάει και μου δίνει καραμέλες».
Οι γονείς σάστισαν. Η κοπέλα είχε φύγει από το σπίτι εδώ και 3 μήνες και κανείς δεν την είχε ξαναδεί. Το κουδούνι της πόρτας τους ξύπνησε από τις σκέψεις. Ο Λίο φόρεσε τη μάσκα του, πήρε την τσάντα για τα γλυκά και έτρεξε στην πόρτα. Οι φίλοι του μαζί με την μαμά ενός παιδιού τον περίμεναν. Η κυρία Γουίλιαμς τους έδωσε τις απαραίτητες καραμέλες κι έφυγαν φωνάζοντας και γελώντας. Η σκέψη της όμως τριγυρνούσε σ’ αυτό που είπε ο μικρός. Πού είχε δει την Ιζαμπέλ και πώς;
Το βράδυ είχε πέσει για τα καλά. Ένας μαύρος μανδύας κάλυψε τον ουρανό, ύπουλος, θαρρείς και συνωμοτούσε με το κακό. Στις πίσω αυλές των σπιτιών περίμεναν εκείνοι υπομονετικά στο σκοτάδι, έτοιμοι να ξεχυθούν, φορώντας μάσκες κλόουν και μακριά λευκά νυχτικά. Στα χέρια τους μαχαίρια, ψαλίδια, τσεκούρια παρέλαυναν απειλητικά.
«Η ώρα έφτασε. Ας βάλουμε τέλος μια και καλή στους πιστούς του Σατανά. Ξέρετε τι θα κάνετε», είπε ο Αρχηγός και πάνω από πενήντα άτομα ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης του Sweetcharity.
Ο κόσμος δεν είχε μαζευτεί στα σπίτια τους ακόμα. Παιδιά και μεγάλοι γελούσαν και συζητούσαν ανέμελα μετρώντας ποιος πήρε τα περισσότερα γλυκά. Κανείς δεν ήθελε να τελειώσει η σημερινή μέρα, ένα ολοήμερο πάρτι γεμάτο χαρά και εκπλήξεις.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε έντονα. Ο κύριος Γουίλιαμς σηκώθηκε από την πολυθρόνα που διάβαζε το βιβλίο του.
«Νόμιζα ότι τελείωσαν οι επισκέψεις για σήμερα», χαχάνισε.
Πήρε στα χέρια του το γυάλινο μπολ με τις καραμέλες κι άνοιξε. Μπροστά του στέκονταν δύο φιγούρες, ξυπόλητες, με μακρύ λευκό νυχτικό, μάσκα κλόουν κι από ένα μαχαίρι να κρατά η καθεμία σφιχτά στο χέρι της.
«Δεν είστε λίγο μεγάλοι για…»
Το μαχαίρι καρφώθηκε στο λαιμό του κυρίου Γουίλιαμς με δύναμη και ο κρότος από το μπολ στο πάτωμα τρόμαξε τη γυναίκα του που έσπευσε να δει τι είχε συμβεί. Οι δύο φιγούρες μάζεψαν από ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί στο δεύτερο χέρι τους και πατώντας πάνω στο αιμόφυρτο σώμα του κυρίου Γουίλιαμς μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού κλείνοντας την πόρτα. Η κραυγή της γυναίκας αντικρίζοντας το σώμα του συζύγου να σπαρταράει στο πάτωμα και το αίμα να αναβλύζει από το λαιμό και το στόμα, δεν ήταν αρκετή για να πανικοβληθούν οι δύο φιγούρες, που με τα ματωμένα πλέον νυχτικά πλησίαζαν απειλητικά την κυρία Γουίλιαμς.
«Τι… τι… τι… συμβαίνει;» τραύλισε η άμοιρη γυναίκα.
«Πιστοί του Σατανά, σήμερα ήρθε η ώρα να πληρώσετε τις αμαρτίες σας!» φώναξε η μία και πρόταξε το μαχαίρι μπροστά. Η κυρία Γουίλιαμς οπισθοχώρησε, όμως η δεύτερη φιγούρα την κύκλωσε από πίσω κι έμπηξε το γυαλί και το μαχαίρι της στην πλάτη γρήγορα τρεις φορές. Κόκκινο ρυάκι έτρεξε και η γυναίκα βογκώντας γονάτισε. Η φιγούρα τράβηξε το κεφάλι της γυναίκας προς τα πίσω ξεγυμνώνοντας το λαιμό της, μετατρέποντάς τον σε εύκολη λεία για την πρώτη φιγούρα που πλησίαζε με σταθερά βήματα.
«Μην ανησυχείς, ο γιος σου είναι σε καλά χέρια» ψιθύρισε την ώρα που το γυαλί έσκισε τη σάρκα από τη μια πλευρά του λαιμού μέχρι την άλλη. Τα δακρυσμένα μάτια της άτυχης γυναίκας άνοιξαν διάπλατα, καθώς ο κόκκινος πίδακας του λαιμού της εκτόξευε αίμα παντού, λερώνοντας το πάτωμα, το τραπέζι αλλά και τα νυχτικά των φιγούρων, οι οποίες παράτησαν το άψυχο πλέον σώμα της κυρίας Γουίλιαμ να σωριαστεί με δύναμη. Ένα ανθρώπινο ματωμένο σακί.
Οι στριγκλιές των ανθρώπων από τα γύρω σπίτια έσκιζαν το μαύρο μανδύα της νύχτας, μιας νύχτας αφέγγαρης, ζοφερής θαρρείς και ο ίδιος ο Άρχοντας του Σκότους οργάνωσε αυτή την κολασμένη βραδιά. Πτώματα κατακρεουργημένα, ακρωτηριασμένα, διαμελισμένα στόλιζαν τους δρόμους, τις εισόδους των σπιτιών, τους κήπους. Οι δύο φιγούρες ετοιμάστηκαν να φύγουν από το σπίτι των Γουίλιαμς, όταν είδαν στην πόρτα τον μικρό Λίο να κοιτάζει έντρομος και με κλάματα στα μάτια τους νεκρούς γονείς του. Εκείνη τη στιγμή η μια φιγούρα έβγαλε τη μάσκα και ο Λίο αντίκρισε την Ιζαμπέλ. Η κοπέλα τον πλησίασε, μάζεψε μια ματωμένη καραμέλα από το πάτωμα και του την έδωσε.
«Μη φοβάσαι. Θα έρθεις μαζί μας, με τους Ακολούθους του Απόστολου Παύλου, εσύ και όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Μαζί μας θα μάθετε την πραγματική αξία της αγάπης του Χριστού και την αληθινή διδασκαλία του».
Έπιασε από το χέρι τον μικρό Λίο που φοβισμένος και σε κατάσταση σοκ δε μπορούσε να μιλήσει και συναντήθηκε με τους υπόλοιπους πιστούς στον κεντρικό δρόμο. Όλοι κρατούσαν είτε στην αγκαλιά τους είτε από το χέρι ένα παιδί και στην κορυφή ο Πάστορας Λουκ που τους οδηγούσε σιωπηλά στο δάσος πίσω από την πόλη, ψέλνοντας ύμνους υπέρ της μίας και μοναδικής αγάπης του Χριστού. Μια νεκρώσιμη τελετή δαιμόνων που επέστρεφε στις πύλες της Κολάσεως με τις σειρήνες των περιπολικών από μακριά να σιγοντάρουν στον επικήδειο της πόλης του Sweetcharity.
Elpida Petrova