,

Ο κύκλος

«Δεν θέλω να τον βλέπω, δεν το καταλαβαίνεις;»

«Το ξέρω μα…»

«Δεν έχει μα! Μόνο ζημιά μας κάνει εδώ μέσα, με τα νεύρα του και τις φωνές του! Απορώ γιατί δεν τον χωρίζεις να βρούμε την ησυχία μας!!!».

Δεν απάντησε. Ήξερε ότι η κόρη της είχε δίκιο σε πολλά. Από πάντα υπήρχε μια ένταση ανάμεσα σε εκείνη και τον πατέρα της. Δεν είναι ότι δεν την αγαπούσε. Την λάτρευε την κόρη του. Αλλά, να, σαν να την ζήλευε κιόλας. Από μωρό ακόμα. Που του πήρε τα πρωτεία στην καρδιά της γυναίκας του.

Αναστέναξε και κοίταξε την κόρη της στα μάτια.
«Ένας χρόνος είναι ακόμα. Θα κάνεις υπομονή και εγώ θα σε βοηθήσω να σπουδάσεις όπου θέλεις. Μακριά από εδώ. Θα δεις ένας χρόνος είναι μόνο και θα περάσει σαν νεράκι…»

«Ένας χρόνος, μα τι χρόνος! Ο πιο σημαντικός. Ένας χρόνος προετοιμασίας. Όλοι οι γονείς αυτό τον χρόνο κάνουν υπομονή και δέχονται τα ξεσπάσματα των παιδιών τους γιατί ξέρουν πόση πίεση έχουν με τις πανελλήνιες. Αλλά ο δικός μου όχι! Πάλι τον εαυτό του βάζει μπροστά και με το παραμικρό πατάει τις φωνές και γίνεται καυγάς. Δεν αντέχω άλλο σου λέω! Δεν μπορώ εδώ μέσα! Πνίγομαι!»

Όταν πρωτοέμεινε μόνη της, στο φοιτητικό της σπίτι, κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα, δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη της. Τόση ηρεμία, τόση γαλήνη. Να θες να γυρίσεις σπίτι σου. Πρώτη φορά το ένιωθε αυτό. Μεσημέρι και να κάνει φασαρία; Στο πατρικό της δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση. Αυτός ήθελε πάντα να κοιμάται. Με το παραμικρό λάθος, την παραμικρή φωνή ή ήχο, γινόταν μες το σπίτι χαμός. «Δεν με σέβεστε που είμαι κουρασμένος! Πώς σε έκανε έτσι η μάνα σου, γαϊδούρι!” και άλλα πολλά κοσμητικά που προτιμούσε να μην τα θυμάται. Γιατί είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, όσο πιο πολύ θυμάσαι τόσο πιο πολύ μισείς. Αν αφήσεις λίγο τον εαυτό σου να ξεχάσεις, μπορεί και να συγχωρήσεις.

Εκείνα τα φοιτητικά χρόνια, αλλά και τα επόμενα χρόνια που αποστασιοποιήθηκε, κατάλαβε τι συνέβαινε στο σπίτι της. Λεκτική και συναισθηματική κακοποίηση. Ο πατέρας της, σωματικά και ψυχικά κακοποιημένος από τους δικούς του γονείς, έκανε αυτό που του είχαν μάθει. Βέβαια, επειδή δεν χτυπούσε, θεωρούσε πως ήταν καλύτερος από εκείνους, νόμιζε πως δεν αναπαρήγαγε τον κύκλο της κακοποίησης. Και όταν η κόρη του, ενήλικη πια του εξήγησε τι έκανε και τι δεν θα του επέτρεπε να ξανακάνει, της είπε πως αυτά που έκανε αυτός δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτά που του έκαναν οι γονείς του, συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να παραπονιέται. Καμία συγνώμη, καμία παραδοχή, καμία ελπίδα για αλλαγή.

Η μητέρα της υπέμενε. Έτσι είχε μάθει από την δική της οικογένεια. Αργότερα έμαθε πως όταν κάποια στιγμή θέλησε να φύγει και να το χωρίσει, η δική της μητέρα της το είχε απαγορεύσει. Δεν ήταν βλέπεις επιτρεπτό στην μικρή τους κοινωνία να είσαι ζωντοχήρα. Και έτσι έμεινε και υπέμεινε, βλέποντας την κόρη της μέρα με την μέρα να πιέζεται όλο και περισσότερο και γνωρίζοντας πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα σε έναν άνθρωπο που δεν είχε καμία θέληση για αλλαγή.

Έτσι επέλεξε να απομακρυνθεί. Διάλεξε ένα επάγγελμα που της επέτρεπε να αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής και επισκεπτόταν τους γονείς της τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο. Και κάθε φορά ένιωθε το ίδιο σφίξιμο. Την ίδια ένταση. Όσο έμενε εκεί δεν μπορούσε ούτε το φαγητό της να φάει με ησυχία. Δεν άντεχε να ζει σε τόση ένταση και αρνητισμό. Με τους ελάχιστους ανθρώπους που είχε συζητήσει αυτή την κατάσταση, συνειδητοποίησε πως σχεδόν όλες οι οικογένειες έχουν λίγο πολύ τα χαρακτηριστικά της δικής της. Πάνω κάτω, κάθε οικογένεια που μέλος του είχε ζήσει σε τέτοιο περιβάλλον, έκανε τα ίδια, ίσως με ελαφρώς μικρότερη ένταση. Αλλά τον κύκλο δεν τον έσπαγε κανείς. Μια φίλη της, που είχε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, κάποτε της είχε πει «Κάποια στιγμή θα πρέπει να τον συγχωρήσεις, όχι για εκείνον, αλλά για σένα. Δεν σου κάνει καλό να ζεις με τόσο μένος».

Και πέρασε ο καιρός και τον συγχώρησε. Όχι τόσο εύκολα όσο αυτή η πρόταση γράφτηκε. Με πολύ προσπάθεια και με πολύ πόνο. Προσπάθησε να καταλάβει, να τον καταλάβει. Να αποδεχτεί την δύσκολη παιδική ηλικία που είχε, τα κόμπλεξ που του δημιουργήθηκαν, την ένταση και την νευρικότητα που είχε κληρονομήσει από εκείνον. Και τον εκτίμησε, για κάποια σωστά που έκανε, τον εκτίμησε. Αλλά ταυτόχρονα φοβόταν. Μην γίνει σαν και αυτόν. Αυτός ο φόβος δεν την άφηνε σε ησυχία.

«Σου είπα να μαζέψεις τα παιχνίδια σου. Εδώ και μισή ώρα περιμένω στο σαλόνι να μαζέψεις τα παιχνίδια σου και εσύ κάθεσαι και παίζεις με τα αυτοκινητάκια!» φώναξε στον γιό της.

Ο μικρός καθόταν ζαρωμένος μπροστά της και ούτε μιλούσε ούτε κουνιόταν. Είχε πάθει σοκ. Πρώτη φορά στα τρία του χρόνια έβλεπε την μαμά του έτσι. Ενώ ήταν έτοιμη να του σούρει και άλλα, τυχαία το μάτι της έπεσε στον καθρέφτη που έχουν στο χολ. Και τότε είδε. Τότε τον είδε. Είδε τον πατέρα της με τα χέρια στον αέρα να ωρύεται και να φωνάζει, κόκκινος από την ένταση. Όμως αντί για τα χαρακτηριστικά του πατέρα της, η αντανάκλαση είχε τα δικά της.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα και έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Ζαλιζόταν από την ένταση και ταυτόχρονα ήθελε ο χρόνος να σταματήσει, να πάψει να βλέπει και να νιώθει την ντροπή που ένιωθε. Σαν αστραπή, της ήρθαν στο νου διάσπαρτες στιγμές με τον πατέρα της να φωνάζει. Θυμήθηκε ακριβώς πώς ένιωθε, φόβο σαν παιδί, νεύρα σαν έφηβη, απέχθεια σαν ενήλικη. Όχι, όχι, δεν γινόταν να κάνει τα ίδια. Δεν ήθελε να νιώσει έτσι ο γιος της.
Ένα χεράκι απαλά, της χάιδεψε το κεφάλι. Σήκωσε τα δακρυσμένα της μάτια και τον κοίταξε.
«Δεν πειράζει μαμά, θα πάω τώρα να τα μαζέψω, μην κλαις. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω μαμά.»

Πήρε το μικρό χεράκι και το φίλησε.
Σκέφτηκε πόσο εύκολο της ήταν να αναπαράγει αυτό που είχε ζήσει. Πόσο εύκολο είναι να γίνεις αυτό που απεχθάνεσαι, μέρος του κύκλου της κακοποίησης. Όμως δεν μπορούσε να το αφήσει να συμβεί. Όχι στον γιό της.

«Πειράζει. Πειράζει που σου φώναξα. Συγνώμη μωρό μου. Πάμε να μαζέψουμε μαζί τα παιχνίδια σου και σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι μπορώ για να μην ξαναγίνει.»
Έπρεπε να σπάσει τον κύκλο. Για χάρη του.
Την επόμενη, έκλεισε ραντεβού σε ψυχοθεραπευτή.

Άρτεμις Γ.Κ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: