Ο Βασίλης και η Χρύσα, εκ του Χρυσοβαλάντω, ήταν μάχιμοι δικηγόροι. Γνωρίστηκαν ως αντίδικοι σε μία αρκετά πολύκροτη υπόθεση που είχε απασχολήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Συμπτωματικά, τα γραφεία τους στεγάζονταν στο ίδιο κτήριο. Έβγαιναν μαζί ως ζευγάρι για πάνω από ένα χρόνο.
Η κυρία Νίτσα, η μητέρα του Βασίλη, είχε βαλθεί να γνωρίσει τη σχέση του. Ο γιος της όμως, ήταν ανένδοτος. Η μάνα του ήταν δύσκολη γυναίκα και ανακατώστρα. Είχε κάνει τη ζωή του αδελφού του και της νύφης του πατίνι, παρεμβαίνοντας συνέχεια στο γάμο τους και πιέζοντάς τους να κάνουν παιδί.
Ένα βραδάκι μετά τη δουλειά, καθώς ο Βασίλης και η Χρύσα κατευθύνονταν σ’ ένα elegant εστιατόριο για φαγητό, o Βασίλης έκανε μία σύντομη στάση στο σπίτι του, εκεί που έμενε με τους γονείς του.
«Αγάπη, πρέπει οπωσδήποτε να παραδώσω τη δικογραφία στο συνεργάτη μου. Πετάγομαι ένα λεπτό επάνω να την πάρω και έφτασα. Εξάλλου στο δρόμο μας είναι το γραφείο του.»
«Ok, μωρό μου, σε περιμένω εδώ.»
Η κυρία Νίτσα άκουσε ένα αμάξι να παρκάρει. Όπως κοίταξε ανέμελα έξω από το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στο δρόμο, το τσακίρικο μάτι της εντόπισε το γιο της να βγαίνει από την πόρτα του συνοδηγού και μια γυναικεία φιγούρα να είναι πίσω από το τιμόνι. Κι άλλες φορές είχε δει το αυτοκίνητο αυτό να φέρνει το γιο της. Ήξερε ότι η οδηγός ήταν η κοπέλα του.
«Εδώ είμαστε! Σε τσάκωσα πουλάκι μου! Τώρα δε μου γλιτώνεις!», σιγομουρμούρισε με ένα χαμόγελο θριάμβου ζωγραφισμένο στα αρκετά ζαρωμένα της χείλη.
Παίρνοντας ένα μισοκακόμοιρο ύφος και έτοιμη ν’ ανέβει σε μια καρέκλα της κουζίνας, υποδέχτηκε το Βασίλη.
«Αχ πάνω στην ώρα ήρθες λεβέντη μου! Ήμουν έτοιμη να κατεβάσω την κατσαρόλα από ψηλά για να μαγειρέψω για αύριο. Θέλω να πάω στην εκκλησία το πρωί»
«Είσαι καλά ρε μάνα; Πού πας ν’ ανέβεις; Θέλεις να τσακιστείς καμιά ώρα και να τρέχουμε; Έλα στα σύγκαλά σου! Καταρχήν δεν την φτάνεις με την καρέκλα. Θέλει το τρίσκαλο από την αποθήκη.»
«Άντε μια στιγμή τζιέρι μου να το φέρεις, γιατί μου ‘ρθε και μια ζαλάδα.»
«Ω, ρε μάνα ώρα που βρήκες και βιάζομαι!»
Τι να ‘κανε ο δόλιος ο Βασίλης, προκειμένου να έκανε η μάνα του ακροβατικά…
Όσο ο γιος της κατέβαζε την κατσαρόλα, η κυρά Νίτσα, σαν σίφουνας, είχε κατέβει στ’ αμάξι.
«Καλησπέρα κορίτσι μου! Είμαι η μητέρα του Βασίλη. Βγες γοργόνα μου να σε καμαρώσω. Μωρέ τι ελαφίνα είσαι εσύ! Φτου να μη σε ματιάσω!»
Πόσο δίκιο είχε! Η Χρύσα είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά, σχεδόν εξωτική. Ήταν μελαχρινή, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, χυτά μαύρα μαλλιά ως τους ώμους και κορμί λαμπάδα.
Ο Βασίλης άκουγε τα παινέματα της μάνας του, με την τσιριχτή φωνή της, μέχρι πάνω. Κρύος ιδρώτας τον έπιασε μόλις την άκουσε να μιλάει στη Χρύσα.
«Έλα κούκλα μου πάνω να σε κεράσω γλυκό βύσσινο. Το ‘φτιαξα με τα χεράκια μου.»
«Μάνα βιαζόμαστε!» φώναξε, μάταια, από το μπαλκόνι ο Βασίλης.
Η δε Χρύσα, χαμογελώντας, δέχτηκε με ευχαρίστηση και με μια ελαφριά αμηχανία να ακολουθήσει την κυρία Νίτσα.
«Θα καθίσετε και για φαγητό. Έχω κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες. Μόλις έγινε. Θα κόψω και μια σαλατούλα και τυράκι. Έτσι κορίτσι μου;»
«Μάνα έχουμε κλείσει σε εστιατόριο. Άλλη φορά. Εσύ εξάλλου δεν είπες να σου κατεβάσω την κατσαρόλα για να μαγειρέψεις; Α, τώρα κατάλαβα…»
Μόλις είχε συνειδητοποιήσει το κόλπο της μάνας του να τον απασχολήσει μερικά λεπτά, ώστε να έβρισκε η ίδια την ευκαιρία να κατέβαινε στη Χρύσα.
Η μάνα του ήταν πανούργα, τελικά!
«Δε σηκώνω αντίρρηση!», επέμεινε η κυρία Νίτσα. «Συγκρίνεται το σπιτικό φαγάκι με αυτές τις σαβούρες που τρώτε έξω; Κρατήστε και λίγο τα χέρια σας! Κάντε και λίγη οικονομία. Αύριο μεθαύριο θ’ ανοίξετε σπίτι! Έτσι δεν είναι κορίτσι μου;»
Από μία σύντομη πρώτη ανάκριση, έμαθε ότι και η Χρύσα ήταν δικηγόρος, με δικό της γραφείο, ότι της άρεσαν τα παιδιά και η οικογένεια και απ’ ότι φαινόταν από το παρουσιαστικό της και το αμάξι που οδηγούσε, είχε οικονομική άνεση. Δεν άντεξε η Νίτσα και ρώτησε τη Χρύσα αν τα εντυπωσιακά κοσμήματα που φορούσε ήταν χρυσά. Με τη θετική απάντηση, χαμογέλασε διάπλατα. Το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν η ευγένεια και η καλοσύνη που εξέπεμπε το πλάσμα αυτό.
«Αχ Παναγιά μου, Ευαγγελίστρα μου, κάμε το θαύμα σου να στρέξει και να παντρευτούν, να ιδώ κι εγώ ένα εγγόνι! Η κοπέλα αυτή, μάλιστα! Όμορφη, ευγενική, μορφωμένη, ευκατάστατη! Όχι σαν εκείνο το αμόρφωτο και ξεβράκωτο παρτσακλό που πήγε και παντρεύτηκε ο άλλος μου γιος ο αχαΐρευτος! Κοντεύουν δέκα χρόνια τώρα και ούτε παιδί ούτε τίποτα!», σταυροκοπιόταν την ώρα που έκοβε τη μαρουλοσαλάτα η κυρία Νίτσα.
Εκείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι και ο κυρ Σαράντης, ο πατέρας του Βασίλη. Μόλις είχε γυρίσει από το καφενείο. Η Νίτσα σκούπισε γρήγορα τα χέρια στην ποδιά της και έτρεξε να τον υποδεχτεί.
«Καλώς τον πασά μου, την κολώνα του σπιτιού μας! Κόπιασε άντρα μου να ξαποστάσεις!»
«Τι έπαθε η μάνα σου; Πυρετό έχει; Ποτές ξανά δεν μου έχει πει τέτοια γλυκόλογα!»
«Έλα με τα χωρατά σου! Έλα να γνωρίσεις τη Χρύσα μας, το κορίτσι του Βασίλη μας και μελλοντική μας νυφούλα! Έτσι δεν είναι παιδιά μου;»
Οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν με νόημα. Αγαπιόντουσαν και είχαν συζητήσει για γάμο και τη δημιουργία οικογένειας, μα τα εμπόδια θα ήταν ανυπέρβλητα και από τα δύο σόγια…
«Μωρέ τι ζαργάνα είσαι εσύ!», είπε εντυπωσιασμένος ο κυρ Σαράντης και φίλησε τη νεαρή γυναίκα σταυρωτά.
Τελικά ακύρωσαν την κράτηση στο εστιατόριο και πέρασε α συνεργάτης να πάρει τη δικογραφία από το σπίτι του Βασίλη. Πέρασε της κυρά Νίτσας τελικά και οι δύο νέοι άλλαξαν τα σχέδια και έμειναν εκεί για φαγητό.
Κάποια στιγμή πήρε παρακεί η Νίτσα το γιο της και του είπε με επιτακτικό ύφος :
«Κοίτα μπουνταλά μη σου ξεφύγει αυτό το κελεπούρι! Τι περιμένεις να το αποφασίσεις; Κοντεύεις τα σαράντα. Πότε θα κάμεις οικογένεια; Απόψε κιόλας να κάνεις στο κορίτσι πρόταση και να δώσουμε ‘λόγο’. Ακούς; Να πάρεις γυναίκα που αξίζει! Μην έχουμε τα χαΐρια του αδελφού σου!»
Σε κάποια φάση της συζήτησης περί ανέμων και υδάτων, ήρθε το θέμα στην οικογένεια της Χρύσας.
«Εμείς κορίτσι μου, με τον μπαμπά του Βασίλη, δεν είμαστε σπουδαγμένοι. Είμαστε απλοί άνθρωποι του λαού. Φροντίσαμε όμως να μορφώσουμε τα παιδιά μας και να τα μεγαλώσουμε πριγκιπόπουλα, μη τους λείψει τίποτα. Να ‘ναι καλά ο Σαράντης μου, δυο δουλειές έκανε να τα φέρουμε βόλτα. Είχαμε και κάτι ενοίκια από το προικώο το δικό μου και δόξα σοι ο Κύριος. Οι δικοί σου; Αν κρίνω από την ανατροφή και τους τρόπους σου, τις γνώσεις σου, τη φινέτσα σου, σίγουρα οι γονείς σου θα είναι μορφωμένοι ανθρώποι και ευκατάστατοι. Έτσι δεν είναι κορίτσι μου;», περίμενε την επιβεβαίωση των υποθέσεών της, γεμάτη σιγουριά η Νίτσα.
«Οι δικοί μου ασχολούνται με το γυρολογικό εμπόριο. Είμαι τσιγγάνα.», είπε με ένα matter of fact ύφος και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια η Χρύσα.
Η Νίτσα για μια στιγμή σάστισε. Γρήγορα όμως ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.
«Α, είσαι χωρατατζού σαν τον πεθερό σου!», αναφώνησε γελώντας.
«Δεν είναι αστείο μάνα. Είναι η αλήθεια», απάντησε ο Βασίλης.
Αλληλοκοιταχτήκανε με το Σαράντη, ο οποίος είχε μείνει σιωπηλός και μάλλον ψύχραιμος, σε πλήρη αντίθεση με τη γυναίκα του.
«Έλα μέσα να σου πω ΤΩΡΑ!!!», διέταξε το γιο της.
«Τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά Βασίλη; ΜΙΛΑ!!! Είναι ή δεν είναι δικηγόρος;»
«Είναι μάνα και μάλιστα πολύ καλή δικηγόρος. Ακόμα και η τηλεόραση την έχει δείξει.»
«Τι μας τσαμπουνάει τότε ότι είναι τσιγγάνα και αηδίες; Δε μ’ αρέσουν εμένα αυτά τα κακόγουστα αστεία. Νόμιζα ότι ήταν σοβαρή κοπέλα και μετρημένη.»
«Μάνα, η Χρύσα είναι όντως Ρομά. Έχει κάνει όμως έναν τεράστιο αγώνα να ξεφύγει από τη νομαδική ζωή, να μορφωθεί και να…»
«Βγάλε ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ αυτή τη γύφτισσα από το σπίτι μου!!! ΤΩΡΑ!!!»
«Πού πήγε μάνα η ‘ελαφίνα’, η ‘κούκλα’, η ‘ευγενική και φινετσάτη’, η ‘μορφωμένη’. Ε; Πού πήγε; Μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε ‘γύφτισσα’; Ντροπή σου μάνα! Αυτό έχω να σου πω! Ντροπή!!! Μετά απορείς γιατί την έκρυβα τόσο καιρό. Ξέρω τι ρατσίστρια και σκατόψυχη είσαι! Λίγα έχει ακούσει η γυναίκα του αδελφού μου τόσα χρόνια; Λυπάμαι. Φεύγω και αντίο. Ή αλλάζεις μυαλά ή με ξεγράφεις»
«Στα τσακίδια να πας! Που βάζεις το βρωμοθήλυκο πάνω από τη μάνα σου! Γύρευε τι μάγια σου ‘κανε να σε τυλίξει. Αλλά τέτοιος μαλάκας είσαι! Όρθιος κοιμάσαι! Εγώ να δεις πόσο ντρέπομαι για σένα! Εσύ ν’ αλλάξεις μυαλά ή αλλιώς εσύ να με ξεγράψεις! Και τώρα ξεκουμπίσου από μπροστά μου!»
Η Νίτσα ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Η πίεσή της χτύπησε κόκκινο. Ο Σαράντης έτρεξε να της φέρει τα χάπια της. Η γειτονιά τους ήταν ήσυχη. Με τις φωνές της οι γείτονες βγήκαν να δουν τι συνέβη. Κάποιος ειδοποίησε τον άλλον της γιο για τη φασαρία, ο οποίος έσπευσε να μάθει τι είχε γίνει.
Τα πράγματα θα ήταν εξίσου δύσκολα στο άλλο ‘στρατόπεδο’. Η μάνα της Χρύσας ήδη έκλαιγε νυχθημερόν που η κόρη της είχε μείνει γεροντοκόρη (στα τριάντα-ένα της). Θα μπορούσε να είχε εγγόνια ακόμα κι αυτή βολόδερνε στα πανεπιστήμια και στις δικαστικές αίθουσες. Το ίδιο στενοχωριόταν και ο πατέρας της. Γι΄αυτούς, για την κουλτούρα τους, η εξέλιξη αυτή, η μόρφωση και η επαγγελματική καταξίωση δεν ήταν το όνειρό τους για το κορίτσι τους. Τον πρώτο χρόνο μάλιστα που πήγε στο Γυμνάσιο, δεν ήξεραν καν ότι πήγαινε σχολείο. Η Χρύσα πήγαινε κρυφά. Έπαιρνε μαζί της τα μικρά της αδέλφια που πρόσεχε και τα άφηνε στο προαύλιο. Είχαν το νου τους οι καθηγητές που είχαν κενό και η διευθύντρια. Όλος ο σύλλογος στάθηκε δίπλα στο πανέξυπνο αυτό κορίτσι, που είχε τόση δίψα για μάθηση και τόσο δυνατό μυαλό. Ο πατέρας της δε δέχτηκε να τη γράψει στη δευτέρα Γυμνασίου. Η διευθύντρια τον έπιασε με το καλό, Όταν ήταν ανένδοτος, τον απείλησε με μήνυση. Το Γυμνάσιο ανήκε στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Κι αν ακόμα, έστω και την ύστατη στιγμή, έκανε γάμο η Χρύσα, ταμπλάς θα τους ερχόταν αν τους παρουσίαζε τον Βασίλη, έναν ‘μπαλαμό’ για υποψήφιο άντρα της. Το αντεπιχείρημά τους θα ήταν να έβρισκε έναν αντάξιό της από τη δική τους ‘φάρα’. Εξάλλου όλο και περισσότεροι άντρες τσιγγάνοι μορφώνονταν την σήμερον ημέρα.
Η Χρυσοβαλάντω ήταν διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια από το Συμβούλιο της Ευρώπης, για την κοινωνική ένταξη και την βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων Ρομά. Ήταν πτυχιούχος της Νομικής σχολής και πετυχημένη δικηγόρος της πρώτης γραμμής. Ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου και υποψήφια διδάκτωρ. Το θέμα της διατριβής της ήταν το τεράστιο διαχρονικό νομοθετικό κενό που αφορούσε τους sans papier τσιγγάνους, αυτούς ‘χωρίς χαρτιά’, τους ‘ανύπαρκτους’, που ενώ είχαν γεννηθεί και ζούσαν στην Ελλάδα, δεν μπορούσαν, λόγω νομικών κωλυμάτων, να εκδώσουν ταυτότητα, βιβλιάριο υγείας και πάμπολλα άλλα επίσημα έγγραφα.
Αν σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, η γυναίκα έκανε διπλάσια και τριπλάσια προσπάθεια να αποδείξει την αξία της, πόσο μάλλον στην περίπτωση που αυτή η γυναίκα ήταν τσιγγάνα.
Είχε υπερκεράσει τόσα εμπόδια, τόσους σκοπέλους στη ζωή της για να φτάσει να γίνει αυτό που ήταν. Δεν θα επέτρεπε σε καμία κυρία Νίτσα, ούτε καν στην ίδια της την οικογένεια να υποβαθμίσουν την προσπάθεια και τους κόπους της. Τον Βασίλη τον αγαπούσε. Αυτός με τη σειρά του τη λάτρευε, μα περισσότερο, ακόμα, τη θαύμαζε. Έκλεισαν τ’ αυτιά τους στις Σειρήνες και πορεύτηκαν μόνοι τους. Δεν έκαναν μεγάλο τσιγγάνικο γάμο όπως το ονειρεύονταν οι γονείς της Χρύσας και όπως ήταν το έθιμο. Παντρεύτηκαν στο Δημαρχείο, μόνοι τους, χωρίς την παρουσία της οικογένειάς τους. Εν καιρώ, οι γονείς της Χρύσας, αφού γέννησε και δύο παιδιά, αποδέχτηκαν τον Βασίλη. Η δε Νίτσα ήταν ανένδοτη. Χίλια κομμάτια έκανε τη φωτογραφία με τα μωρά που τους έστειλε ο Βασίλης. Δε μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι έτρεχε τσιγγάνικο αίμα στις φλέβες τους.
Ο άλλος της γιος και η νύφη της, τής ανακοίνωσαν ότι δεν σκόπευαν να κάνουν παιδί. Αντιθέτως υιοθέτησαν και έγιναν γονείς ενός χαριτωμένου… κουταβιού.
Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τη μοιραία αυτή νύχτα της συνάντησης Νίτσας και Χρύσας. Ο κυρ Σαράντης είχε πεθάνει. Η Νίτσα δε μιλούσε με το Βασίλη πια. Τον είχε αποπαιδίσει. Τον κατηγορούσε μάλιστα ανοιχτά για το θάνατο του πατέρα του.
«Από τον καημό του ‘έφυγε’ ο άντρας μου, από τα χαμπέρια του γιου του. Αυτοί τον πέθαναν!», έλεγε όπου βρισκόταν.
Ένα χρόνο σχεδόν μετά από το θάνατο του συζύγου της, η Νίτσα, ολομόναχη πια, αναμετρήθηκε με τον εαυτό της, με τα λάθη της, με τους δαίμονές της.
Σήκωσε το ακουστικό και πληκτρολόγησε το νούμερο του γιου της.
«Βασίλη μου…»
«Μάνα εσύ; Τι έχεις μάνα, γιατί κλαις, είσαι καλά;”
«Συγχώρα με παιδί μου…»
«Μην κλαις μάνα. Πες μου τι συμβαίνει. Είναι η υγεία σου; Μίλα μου μάνα!»
«Όχι αγόρι μου. Να, με όλα αυτά που γίνανε στενοχωριέμαι. Μ’ όλα αυτά που προκάλεσα δηλαδή…»
«Πάει περάσανε αυτά μάνα, μη κλαις. Έχεις και πίεση. Είσαι και μόνη σου. Σε παρακαλώ, ξέχασέ τα»
«Μεθαύριο είναι ο χρόνος του πατέρα σου. Ήταν καλός άνθρωπος ο πατέρας σου. Ήσυχος. Δεν τον ‘πέθανες’ εσύ αγόρι μου. Εγώ τον ‘έστειλα’ στον άλλο κόσμο με τα καμώματά μου»
«Έλα μάνα μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Ο μπαμπάς ήταν χρόνια άρρωστος. Μην το ‘χεις βάρος. Βλεπόμασταν κρυφά με το μπαμπά. Και τα παιδιά είχε γνωρίσει. Δεν έφυγε πικραμένος.»
«Το κατάλαβα ότι γινόταν αυτό. Έβλεπα που ήταν μέρες που έλαμπε ολόκληρος. Λέω γκόμενα αποκλείεται να ‘πιασε στην ηλικία του και με τα χάλια που είχε. Κάτι άλλο συμβαίνει».
«Α, ρε μάνα, γατόνι! Τίποτα δε σου ξεφεύγει!»
«Βασίλη μου, την Κυριακή που μας έρχεται είναι το μνημόσυνο του πατέρα σου».
«Το ξέρω μάνα. Αν το θέλεις κι εσύ, θα έρθω, αφού στην κηδεία δεν… μπόρεσα»
«Εννοείς αφού σου παρήγγειλα να μην τολμήσεις να πατήσεις! Τέλος πάντων. Άκουσέ με τώρα. Δε θέλω να έρθεις παιδί μου… μόνος, αλλά να φέρεις τη Χρύσα και τα εγγονάκια μου. Να καλέσεις και τους συμπεθέρους. Να τιμήσουμε όλοι μαζί τη μνήμη του πατέρα σου… σαν οικογένεια που είμαστε.»
«Εντάξει μάνα θα έρθουμε όλοι!».
——————————
Τελικά σ’ αυτό το αλλιώτικο ρομάντζο νίκησε η αγάπη. Η δυνατή αγάπη δύο νέων ανθρώπων που άκουσαν την καρδιά τους και όχι τα λόγια του κόσμου, που προστάτεψαν τη σχέση τους με νύχια και με δόντια και δεν επέτρεψαν την είσοδο σε κανέναν ‘εισβολέα’, που εναντιώθηκαν στα στερεότυπα, το ρατσισμό, τα κοινωνικά ταμπού και τις ταμπέλες.
Νίκησε όμως και η μητρική αγάπη. Η Νίτσα δεν μπόρεσε μακροπρόθεσμα να απαρνηθεί το σπλάχνο της και τα εγγόνια της. Το αίμα νερό δε γίνεται. Κι αν γίνεται… δεν πίνεται.
Αναστασία Λαζαράκη