, ,

Κύκλοι και Ελλείψεις – 9

Προηγούμενο

Όταν έφτασε η Ναυσικά στη Σμύρνη, σύσσωμη η οικογένεια του Αγησίλαου ήταν στο λιμάνι να την καλωσορίσει. Η υποδοχή που της έκαναν, ήταν ισάξια επίσημου προσώπου, μόνο οι τυμπανοκρουσίες έλειπαν. Ο Αγησίλαος κανόνισε για τις αποσκευές της να μεταφερθούν στο σπίτι και όλοι μαζί ανέβηκαν περπατώντας την μικρή ανηφόρα. Η Ναυσικά μετά τις χαιρετούρες και τους ασπασμούς δεν μιλούσε και πολύ, μετά βίας απαντούσε στις ερωτήσεις των θείων της. Απ’ τη δύσκολη θέση την έβγαλε η Μαντούλα, λέγοντας αυστηρά στον Αγησίλαο:
«Σταμάτα πιά! Το τρέλανες το κορίτσι ακόμα δεν ήρθε! Άστηνε να ησυχάσει λίγο, είναι ακόμη ζαλισμένη απ’ το ταξίδι, δεν το βλέπεις; Έχεις όλο τον καιρό να τη ρωτήσεις ό,τι θέλεις»
Η Ναυσικά την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και είπε με τη σειρά της στον θείο της:
«Ναι θείε μου, κάνε λίγο υπομονή και σου υπόσχομαι να σου πω όλα τα νέα»

«Τα μάτια της μου έκαναν εντύπωση και τα σφιγμένα χείλη. Έτσι όπως κατέβηκε απ’ το πλοίο αλύγιστη, συγκρατημένη, με άδειο βλέμμα και αυστηρό στόμα, τρόμαξα. Μόνο κάποιες τούφες που ξέφευγαν απ’ τη σφιχτοπλεγμένη κοτσίδα διασάλευαν αυτή τη τόσο τέλεια πειθαρχημένη φιγούρα. Ήταν σαν να έκρυβε κάτι αβάσταχτο μέσα της. Τι μπορεί να της συνέβη; Είναι ευγενική, δεν λέω, έχει τρόπους, αλλά είναι κοπέλα 23 χρονών αυτή; Πού είναι η δροσιά της, πού είναι το γέλιο της, ο αυθορμητισμός της; Είναι κατόρθωμα του αδελφού μου αυτό; Ω, έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε εγώ κι η Μαντούλα. Άσε να ξεκουραστεί λίγο, να συνηθίσει και θα σου πω εγώ»

Το δωμάτιο που της έδωσαν, ήταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο βαμμένο με φωτεινά χρώματα και με δικό του μπαλκονάκι. Ήταν ακριβώς δίπλα απ’ τις ξαδέλφες της. Η πρώτη της εντύπωση ήταν καλή, καλύτερη απ’ ότι περίμενε. Η πόλη, όσο είχε προλάβει να δει, ήταν πανέμορφη και το σημαντικότερο ήταν πάνω στη θάλασσα. Δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τη θάλασσα. Οι μυρωδιές ήταν αλλιώτικες, πιο βαριές ίσως και οι ήχοι πιο αργοί, μακρόσυρτοι. Όσο πρόλαβε να δει, ο κόσμος ήταν πολύ καλοντυμένος, σαν να ήταν κάθε μέρα γιορτή και ειδικά οι γυναίκες που φορούσαν διπλές και τριπλές σειρές τις χρυσές αλυσίδες και τα μαργαριτάρια στο λαιμό τους και τα χέρια τους κουδούνιζαν σε κάθε κίνηση από τα πολλά βραχιόλια. Η ίδια είχε μάθει αλλιώς.

Τα φαγητά τους ήταν κι αυτά διαφορετικά και προπάντων τα γλυκά τους, που παραήταν μελωμένα. Τελικά η Σμύρνη είχε άρωμα και γεύση. Μύριζε κανέλλα και γαρύφαλλο και είχε γεύση μπακλαβά. Θα μπορούσε να συνηθίσει, δεν θα μπορούσε;

Ιδιαίτερη εντύπωση της έκαναν οι γυναίκες της Σμύρνης. Πέρα απ’ την πληθωρική εμφάνισή τους, είδε γυναίκες χαρούμενες, φιλικές, κοινωνικές, καμία σχέση με τις αυστηρές νησιώτισσες. Συνήθισε γρήγορα την τραγουδιστή ομιλία τους, που ήταν διανθισμένη με γαλλικές και τούρκικες λέξεις και σύντομα άρχισε να την υιοθετεί χωρίς να το καταλαβαίνει. Οι ξαδέλφες της, αν και μικρότερές της, την βοηθούσαν να καταλαβαίνει τις άγνωστες τούρκικες εκφράσεις και η αλήθεια είναι ότι τη βοήθησαν πολύ να πρoσαρμοστεί. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας τους, η χαρούμενη φύση τους και το γεγονός ότι έκαναν τις πλέον φιλότιμες προσπάθειες να την εντάξουν στη ζωή τους, τις έκαναν ιδιαίτερα συμπαθητικές στα μάτια της Ναυσικάς και πραγματικά χαιρόταν την παρέα τους. Έτσι κι αλλιώς σπάνια την άφηναν μόνη κι έτσι η Ναυσικά δεν είχε τον χρόνο ούτε την ευκαιρία να βυθιστεί στην αυτολύπηση κι έτσι σιγά-σιγά όσο περνούσε ο καιρός, ο πόνος άρχισε να υποχωρεί και να ξεθωριάζει, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Τελείως; Όχι τελείως, ποτέ τελείως, έφτανε μια κουβέντα, μια ανάμνηση, ένα γράμμα απ’ τους δικούς της και το αγκάθι την τσιμπούσε πάλι. Μόνο που δεν μάτωνε όπως πριν, λίγες σταγόνες μόνο.

Ο νεαρός Θωμάς είχε εξάψει για τα καλά την περιέργεια της Ναυσικάς. Κι αυτό γιατί τον έβλεπε σπάνια και φευγαλέα. Σαν μαγική εικόνα ήταν η παρουσία του. Εκεί που τον έβλεπε, εκεί τον έχανε. Το παιδί το είχαν δασκαλέψει να μην την ενοχλεί κι αυτό είχε παραπάρει σοβαρά την υπόδειξη, αλλά η Ναυσικά που της είχαν εξηγήσει την ύπαρξή του, ήθελε να το πλησιάσει, να μην τη φοβάται. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να μην εξαφανίζεται όταν την έβλεπε, κατά τ’ άλλα, τα γαλάζια του μάτια σπάνια διασταυρωνόταν με τα δικά της. Αυτό που σίγουρα εκτίμησε, πέρα απ’ τη συστολή του, ήταν η φυσική ομορφιά του. «Θα μπορούσε να κάψει πολλές καρδιές” σκεφτόταν, “μακάρι να μην τον πληγώσει ποτέ κανένας…». Αν της δινόταν η ευκαιρία, θα μπορούσε να κάνει θαύματα μαζί του, τόσο που η ατέλειά του θα γινόταν αμελητέα. Αν μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του; Πού να φανταζόταν τότε, ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα ήταν αυτή η ίδια η πρώτη που θα τον πρόδιδε….

Αυτό που δυσκολεύτηκε να συνηθίσει, ήταν η κοινωνική ζωή της Σμύρνης, που ήταν τόσο διαφορετική απ’ αυτή στο νησί. Αν και η οικογένειά της ήταν στην ανώτερη κοινωνική στάθμη του νησιού, η κοινωνική τους ζωή περιοριζόταν σε κάποια δείπνα ή χορούς που δίνονταν σποραδικά για κάποια πολύ συγκεκριμένη αιτία, που μπορεί να ήταν αρραβώνες ή γάμος ή βάφτιση ή ακόμα και μια επιστροφή κάποιου ξενιτεμένου. Στη Σμύρνη, τα σουαρέ και οι χοροεσπερίδες ήταν σχεδόν κάθε βράδυ κι αν δεν υπήρχαν προσκλήσεις γι’ αυτά, υπήρχε πάντα το θέατρο και η όπερα. Την Ναυσικά την κούραζε όλο αυτό το πανηγύρι, αλλά όσο κι αν καμιά φορά προσπαθούσε να το αποφύγει, οι θείοι της την κοίταζαν με τόση έκπληξη, που νόμιζαν ότι είχε κάτι με την υγεία της. Έτσι η Ναυσικά προκειμένου να μην τους ανησυχεί άδικα, παραδιδόταν αμαχητί. Έτσι κι αλλιώς, το σπίτι του θείου Αγησίλαου είτε πρωί, είτε μεσημέρι, είτε απόγευμα, όλο και κάποιον επισκέπτη ή επισκέπτες θα είχε. Και τότε να τα ούζα και τα τσίπουρα, να οι μεζέδες, να οι μουσικές και τα τραγούδια. Η φιλοξενία για τον θείο Αγησίλαο περνούσε κυρίως απ’ το στομάχι και η ακούραστη Φεριντέ, που είχε εκπαιδευτεί ανάλογα, γέμιζε τα τραπέζια με λογιών-λογιών καλούδια. Πότε προλάβαινε η γυναίκα;

Και περνούσαν οι μέρες και η Ναυσικά όλο και συνήθιζε τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και γέμιζε τις σελίδες των επιστολών που έστελνε στους δικούς της με όλα τα καινούργια που βίωνε και όσες εντυπώσεις μπορούσε να χωρέσει. Τους έγραφε και για τους Τούρκους, που δεν τους ενοχλούσαν καθόλου, ίσα-ίσα ήταν μάλλον δουλοπρεπείς και όλο κοίταζαν να τους εξυπηρετούν, γιατί πάντα αποκόμιζαν κάποιες λίρες παραπάνω. Είχε αρχίσει να μαθαίνει και κάποιες τούρκικες φράσεις για να μπορεί να συνεννοείται στην αγορά και με τους αμαξάδες και όπου αλλού τύχαινε. Ιδιαίτερη εντύπωση της έκανε το χαμάμ την πρώτη φορά που την πήγαν η θεία και οι ξαδέλφες της. Για πρώτη της φορά άφησε άλλους να περιποιηθούν το σώμα και το πρόσωπό της και για πρώτη φορά και ίσως τελευταία γύρισε στο σπίτι με βαμμένα νύχια και στα χέρια και στα πόδια. Μάταια προσπαθούσαν να την πείσουν οι ξαδέλφες της να το ξανακάνει και τι ωραία που της πήγαιναν, για την ίδια αυτά ήταν καμώματα των θεατρίνων. Ούτε για να ανοίξει ή να σκουρύνει το χρώμα των μαλλιών της συζητούσε, όσο κι αν την παρότρυναν οι νεότερες αδελφές Βελλίνη. «Μια χαρά είναι τα μαλλιά μου», τους έλεγε «αν είναι να κάνω μια αλλαγή, θα είναι για να τα κόψω κοντά, σαν τις Παριζιάνες». Αμ έπος αμ έργον, λοιπόν. Την επόμενη φορά που πήγαν στο χαμάμ, η Ναυσικά επέστρεψε με νέο κεφάλι. Τώρα απαλές σκούρες μπούκλες στόλιζαν το μέτωπο, τα μάγουλα και τον αυχένα της κι έκαναν το λευκό δέρμα της να φαίνεται ακόμα πιο λευκό και λαμπερό. Το νέο της κούρεμα άλλαξε όλη την έκφραση του προσώπου της, την έκανε πιο ανέμελη και παιχνιδιάρικη και τα μάτια της λες και μαλάκωσαν κάπως. Δεν άλλαξε όμως τον χαρακτήρα της, παρέμενε πάντα συγκρατημένη, λιγόλογη και λίγο αυστηρή.

Ένα απόγευμα γύριζαν από μια βόλτα στη παραλία με τις ξαδέλφες της, που χάζευαν τα συμμαχικά πλοία, αλλά και τους λίγους, Άγγλους κυρίως, νεαρούς αξιωματικούς που είχαν αποβιβαστεί για προμήθειες και μπαίνοντας στο σπίτι δεν ξαφνιάστηκαν όταν είδαν ότι είχαν επισκέψεις. Μόνο που αυτή την φορά ο επισκέπτης τους ήταν ο Κωνσταντής. Οι ξαδέλφες της έτρεξαν και τον αγκάλιασαν με χαρά και τον ρωτούσαν με γέλια τι τους έφερε αυτή τη φορά. Υπήρξε ένα μικρό πανδαιμόνιο για λίγο, μέχρι που ο Αγησίλαος επέβαλε την τάξη.
«Σωπάστε καλέ! Σαν γαλιάντρες κάνετε. Και πού είναι οι τρόποι σας; Παρατήσατε την Ναυσικά να στέκει παράμερα, αντί να την συστήσετε όπως θα έπρεπε!» τις ψευτομάλωσε.
Έτρεξαν τότε κι οι δυο και την έπιασαν η μια απ’ τη μια μεριά και η άλλη απ’ την άλλη και σύστησαν την Ναυσικά Βελλίνη, την ξαδέλφη τους απ’ την Ελλάδα, στον Κωνσταντή Αγγέλογλου, εκλεκτό φίλο της οικογένειας και αδελφό του Θωμά.

Η Ναυσικά εντυπωσιάστηκε απ’τον Κωνσταντή, της έκαναν εντύπωση τα ανοιχτά χρώματά του, ασυνήθιστα για Έλληνα και μάλιστα Ανατολίτη, τα ξανθά μαλλιά, τα γαλανά μάτια, η ρόδινη επιδερμίδα, τα λεπτά χαρακτηριστικά, σαν των Άγγλων αξιωματικών που χάζευε λίγο πιο πριν. Κάτι της θύμιζε το πρόσωπό του και σούφρωσε το μετωπό της να θυμηθεί. Σύντομα ξαστέρωσε, γιατί θυμήθηκε την μικρή μαρμάρινη προτομή του λόρδου Βύρωνα που είχαν στη βιβλιοθήκη στο πατρικό της στο νησί. Να τι της θύμιζε ο Κωνσταντής, σκέφτηκε και χαμογέλασε, αλλά εκείνη την στιγμή μπήκε στο σαλόνι η Φεριντέ, φέρνοντας τα ούζα και τους μεζέδες και ήρθε η γνωστή πια αναστάτωση μέχρι να καθίσουν όλοι στο τραπέζι και να τακτοποιηθούν.

Η κουβέντα περιστρεφόταν κυρίως απ’ το τελευταίο ταξίδι του Κωνσταντή, όταν η Μαντούλα έβαλε τέλος στην κουβέντα για τις δουλειές, υπενθυμίζοντάς τους ότι υπήρχαν και γυναίκες στο τραπέζι και δεν θα επιθυμούσαν να τις κάνουν να βαρεθούν, έτσι δεν είναι; Και κάπως έτσι βρήκε την ευκαιρία ο Κωνσταντής να γνωρίσει λίγο καλύτερα την Ναυσικά, γιατί απ’ την πρώτη ματιά που της έριξε, τον εντυπωσίασε πολύ.

Τις επόμενες μέρες συναντήθηκαν αρκετές φορές ο Κωνσταντής με την Ναυσικά και όσο την γνώριζε καλύτερα, τόσο πιο πολύ του άρεσε. Του άρεσαν τα τολμηρά μαλλιά της, που έρχονταν σε αντίθεση με την σοβαρή προσωπικότητά της, του άρεσαν οι τρόποι της, του άρεσε το πνεύμα της και επιπλέον τον τραβούσε σαν γυναίκα. Άρχισε να σκαρφίζεται δικαιολογίες για να την βλέπει, να της μιλά, άρχισε να του λείπει όταν δεν ήταν μαζί, άρχισε να την σκέφτεται τις νύχτες, άρχισε να την ερωτεύεται. Όμως δεν έβλεπε ανταπόκριση απ’ την Ναυσικά, ήταν ευγενική μαζί του, φιλική, αντιδρούσε με πληγωμένη αξιοπρέπεια στα πειράγματά του, αλλά μέχρι εκεί, τίποτα παραπάνω. Και όμως, αυτή της η συμπεριφορά αντί να τον αποθαρρύνει, τον πείσμωσε περισσότερο και ίσως στο βάθος να την εκτίμησε κιόλας. Η Ναυσικά δεν ήταν απ’ τις γυναίκες που ήταν συνηθισμένος. Δεν ήταν σαν τις ανατολίτισσες που χρησιμοποιούσαν τα θέλγητρά τους για να πιάσουν τα ανύποπτα αρσενικά στα δίχτυα τους. Δεν ήταν σαν τις σουρλουλούδες που χαριεντίζονταν και χασκογελούσαν συνέχεια. Μα κι ο ίδιος δεν ήθελε τέτοια γυναίκα. Όταν το συνειδητοποίησε αυτό, δεν δίστασε, πήγε και μίλησε με τον Αγησίλαο και του είπε πώς σκέφτεται για την Ναυσικά και ότι, αν συμφωνούσε και ο ίδιος, θα ήθελε να την παντρευτεί.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο Αγησίλαος
«Εντελώς! Κοίτα Αγησίλαε, κοντεύω τα τριάντα, λεφτά έχω δόξα τω Θεώ, η δουλειά μου είναι στη καλύτερη της φάση και νιώθω πανέτοιμος να κάνω οικογένεια. Η Ναυσικά μ’ αρέσει πολύ, δεν είναι καμιά χαζοχαρούμενη κοπελίτσα, φαίνεται σοβαρό και σταθερό κορίτσι, ό,τι πρέπει για οικογένεια».
Δεν μπορούσε να πει στον φίλο του ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ντρεπότανε. Δεν μπορούσε να του πει ότι ξαγρυπνούσε τις νύχτες απ’ τον καημό του, ντρεπότανε.

Ο Αγησίλαος σκέφτηκε να τον δοκιμάσει λίγο.

«Μιλάς για την πρωτοκόρη των Βελλίνηδων. Για την πριγκίπισσα των Βελλίνηδων…»
«Κι εγώ θα την κάνω βασίλισσα!» τον έκοψε ανυπόμονα ο Κωνσταντής κι έγινε κατακόκκινος.
«Μόνο να….» προσπάθησε πάλι ο Κωνσταντής και δίστασε, προσπάθησε πάλι:
«Μόνο να… θέλω να το θέλει κι εκείνη, θέλω να της το πεις, να τη ρωτήσεις. Μόνο αν και εκείνη το θέλει… μόνο τότε»
«Λες και θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με τη Ναυσικά» μουρμούρισε ο Αγησίλαος και μετά λίγο πιο δυνατά:
«Θα μιλήσω με την Ναυσικά να δούμε τι λέει κι εκείνη κι αμέσως μετά θα στείλω γράμμα στον αδελφό μου».
«Αν πάνε όλα καλά, θα φύγω για την Άνδρο το συντομότερο για να την ζητήσω κι επίσημα απ’ τον πατέρα της»

Πράγματι, με την πρώτη ευκαιρία, ο Αγησίλαος μίλησε με την Ναυσικά, η οποία στην αρχή έδειξε να εκπλήσσεται.
«Μα καλά δεν έχεις καταλάβει τίποτα; Εσείς οι γυναίκες τα πιάνετε αυτά στο αέρα!’
«Ίσως… δεν ξέρω θείε μου… μια προτίμηση, ναι, μου την δείχνει, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου…»
«Και τι σκέφτεσαι τώρα;»
«Δεν… δεν ξέρω… με ξαφνιάσατε».
«Σώπα καημένη που σε ξάφνιασα… Άλλο θέλω να μου πεις, σ’ αρέσει;»
«Πάντως εγώ δεν έδωσα κάποιο δικαίωμα…»
«Ναυσικά, η ερώτηση ήταν απλή: Σ’ αρέσει ο Κωνσταντής ή όχι;»
«Είναι ωραίος άνδρας, δεν μπορώ να πω… ναι, μάλλον μ’ αρέσει αλλά… να το σκεφτώ λίγο;»
«Ναι, σκέψου το… σκέψου το καλά και να σκεφτείς ακόμα ότι κοντεύεις τα 24, ότι η αδελφή σου αν και μικρότερη παντρεύτηκε και είναι ήδη έγκυος, σε λίγο θα έχουμε γεννητούρια. Σε λίγο θα παντρολογιούνται κι οι δικές μου, που είναι πιο μικρές ακόμα. Πότε θα φτιάξεις εσύ την δική σου οικογένεια;»
«Αφήστε θείε μου να το σκεφτώ λίγο και σας υπόσχομαι ότι σύντομα θα έχετε την απάντησή μου. Πολύ σύντομα…»

Η Ναυσικά δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Σκέψεις και εικόνες τριβέλιζαν το μυαλό της. Σκεφτόταν τον εαυτό της σε λίγα χρόνια από τώρα μαραμένο, άκληρο κι απομονωμένο, σκεφτόταν τον όμορφο Κωνσταντή που όμως δεν την έκανε να καρδιοχτυπήσει όπως… Τι είναι αυτά; μάλωσε τον εαυτό της. Αλλά πάλι, της άρεσε η παρέα του Κωνσταντή, μιλούσε κι έλεγε τόσο ενδιαφέροντα πράγματα απ’ τα ταξίδια του, δεν την έκανε να βαριέται και ήταν σοβαρός και μετρημένος, αλλά να… κάπου-κάπου πεταγόταν και κάποιο αγιόκλημα στη σκέψη της, που την αποσυντόνιζε τελείως. Όλη τη νύχτα την πέρασε πηγαίνοντας απ’ το κρεβάτι στο μπαλκονάκι και πάλι πίσω. Μόνο κατά τα ξημερώματα κατάφερε να κλείσει τα μάτια της για λίγο. Το πρωί σηκώθηκε απ’ τους πρώτους και περίμενε τον θείο της, είχε την απάντηση που του είχε υποσχεθεί και συντομότερα απ’ ότι ίσως περίμενε.

Ο Αγησίλαος έστειλε αμέσως επιστολή στον αδελφό του, εξαίροντας τον Κωνσταντή και διαβεβαιώνοντάς τον ότι επρόκειτο για ένα εξαιρετικό ταίριασμα τόσο από οικονομικής πλευράς, όσο κι από πλευράς χαρακτήρων. Του έγραψε επίσης ότι σύντομα θα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το γαμπρό κατ’ ιδίαν μιάς που σκόπευε να τον επισκεφθεί στο νησί και ήταν σίγουρος ότι θα είχε και ο ίδιος τις καλύτερες εντυπώσεις.

Το ταξίδι του Κωνσταντή στην Άνδρο καθυστέρησε περίπου ένα μήνα και έτσι είχε την ευκαιρία σ’ αυτό το διάστημα να φλερτάρει επίσημα την Ναυσικά και πανευτυχής έβλεπε ότι η Ναυσικά, χωρίς να είναι ιδιαίτερα διαχυτική, του έδειχνε με τον τρόπο της ότι τον νοιαζόταν και ότι τον ήθελε. Μπορεί να μην τον αγαπούσε ακόμα, αλλά πίστευε ότι θα την έκανε να τον αγαπήσει μια μέρα. Για ένα ήταν βέβαιος, ότι η Ναυσικά μιας και το αποφάσισε, θα ήταν δίπλα του για πάντα, δεν θα τον πρόδιδε ποτέ.

Ο γάμος θα γινόταν το συντομότερο, απόφαση της Ναυσικάς, το νυφικό δεν ήταν εισαγωγής, αλλά ραμμένο απ’ την ράφτρα της Μαντούλας, απόφαση της Ναυσικάς. Ο γάμος τελέστηκε στη Σμύρνη, στην Αγία Φωτεινή, απόφαση της Ναυσικάς. Αγοράστηκε νέο, μεγαλύτερο σπίτι, απόφαση της Ναυσικάς, ο μόνιμα προδομένος Θωμάς δεν θα τους ακολουθούσε στη νέα τους ζωή, απόφαση της Ναυσικάς, προσλάβανε οικιακή βοηθό, μια ανηψιά της Φεριντέ, απόφαση της Ναυσικάς, επομένως η Ναυσικά έδειξε απ’ την αρχή ποιος θα έκανε κουμάντο σ’ αυτό τον γάμο. Τον Κωνσταντή δεν τον ενόχλησε, μπορεί και να του άρεσε κιόλας λίγο που η σύζυγός του ήταν τόσο δυναμική και ικανή. Δεν ήταν και λίγο που είχε μια ισότιμη και ισάξια γυναίκα που μπορούσε να παίρνει αποφάσεις και για την ίδια, αλλά και για τους δυο τους. Την εμπιστευόταν τόσο πολύ, που εύκολα της άφησε τα ηνία, κάτι που τον ίδιο τον ηρεμούσε και τον καθησύχαζε. Μόνο η επιμονή της να μην έχουν και τον Θωμά μαζί τους τον πλήγωνε λίγο, αλλά και πάλι ίσως και να είχε ένα δίκιο, σε λίγο θα έρχονταν μωρά, θα υπήρχαν φούριες, ίσως ο Θωμάς να ήταν καλύτερα στου Αγησίλαου που είχε προσαρμοστεί τόσο καλά. Εξάλλου τα σπίτια τους ήταν κοντά και ο Θωμάς θα ερχόταν στο σπίτι τους όποτε ήθελε, αλλά και οι ίδιοι θα πήγαιναν στου Αγησίλαου συχνά. Έτσι ο Κωνσταντής έφυγε για το νησί, αφήνοντας τις γυναίκες να κάνουν τις ετοιμασίες όπως αυτές επιθυμούσαν.

Είναι καλοκαίρι του 1920 και μόλις έχει υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, φέρνοντας πολύ κοντά το όραμα του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πραγματικότητα. Η Ελλάδα μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και το μίσος των φιλοβασιλικών με τους φιλοβενιζελικούς, βάφοντας με αίμα μερικές αράδες στα βιβλία της Ιστορίας. Με το ίδιο ελληνικό αίμα, τα ταλαιπωρημένα στρατεύματα συνεχίζουν να ποτίζουν την τουρκική γη. Πόσο αίμα πια; Η Σμύρνη είναι χαλαρή και ήρεμη επιφανειακά, αλλά κάτω απ’ την εύθραυστη επιφάνεια υπάρχει μεγάλος αναβρασμός και αναταραχή και είναι απρόβλεπτο πότε και πώς θα εκτονωθεί. Και τα γεγονότα, αψηφώντας έρωτες, πάθη και προδοσίες, τρέχουν να μας επαναπροσδιορίσουν. Μετά την Συνθήκη των Σεβρών, ο Μουσταφά Κεμάλ βρίσκει την ευκαιρία να κηρύξει ιερό πόλεμο για να ξεκαθαρίσει την Τουρκία απ’ τους ξένους. Στόχος του πλέον δεν είναι μόνο ο Σουλτάνος, που αποδέχθηκε την συνθήκη, αλλά να φτιάξει μια Τουρκία για τους Τούρκους. Σε λίγους μήνες, περίπου συγχρόνως με την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της Ναυσικάς, ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επανέρχεται από την εξορία και οι Γάλλοι με τους Ιταλούς, δυσαρεστημένοι με την επάνοδο του βασιλιά, αθετούν τα συμφωνημένα στη συνθήκη και παγώνουν τα δάνεια προς την Ελλάδα. Ο Ελληνικός στρατός συνεχίζει να προελαύνει με στόχο την Άγκυρα, με τις διαταγές της νέας κυβέρνησης, αλλά και με τις ευλογίες της Βρετανίας. Κι από κει και πέρα, μέρα με τη μέρα, λεπτό με το λεπτό, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση…

Κλειώ Μαυρουδή

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Μία απάντηση στο “Κύκλοι και Ελλείψεις – 9”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading