Νοέμβριος, 2015
Το ξημέρωμα της Κυριακής έφερνε πάντα μία έντονη πνοή χαράς και ξενοιασιάς στην Ναταλία, σαν το αεράκι που φυσάει στην αρχή απαλά και ευχάριστα και κάθεσαι χαλαρά να το απολαύσεις κάτω από ένα δέντρο. Συνήθως έκανε ξεχωριστά πράγματα που την χαροποιούσαν, χουζούρι και πρωινός καφές στο κρεβάτι, μεσημεριανό με τους γονείς στην ταβέρνα και το βραδάκι παρέα με την κολλητή της να βλέπει ταινία χωμένες κάτω από τα σκεπάσματα.
Εκείνο το κυριακάτικο βράδυ την βρήκε χωμένη στην εκρού πολυθρόνα του σαλονιού, κρατώντας ένα ποτήρι κονιάκ. Αν και αργά, είχε τραβήξει τις βαμβακερές εκρού κουρτίνες για να ατενίζει την θάλασσα που άλλαζε χρώμα ανάλογα τις εποχές, πότε βαθύ μπλε, πότε γαλανό, πότε κόκκινο όταν ο ήλιος έκανε την βουτιά του παίζοντας κρυφτό μαζί της. Η αγορά αυτού του διαμερίσματος στο Καβούρι, αποδείχτηκε τελικά καλή επένδυση. Σε μία εποχή που η καριέρα της της είχε δώσει τόσα δώρα, εκείνη όμως ήθελε να αποσυρθεί σταδιακά.
Πόσο την ηρεμούσε η θάλασσα… Μα πώς θα μπορούσε να ζήσει μακριά της; Ήταν για αυτήν πηγή έμπνευσης, πολλές φορές οι γεύσεις που επικρατούσαν στα φαγητά, της θύμιζαν Αιγαίο. Η μουσική από το cd του Αντρέα Μποτσέλι “Sentimentos” στους ήχους του “En Aranjuez con tu amor”, τι θα είναι για μένα ένας ονειρεμένος τόπος χωρίς την αγάπη σου; Πόσο την άγγιζε αυτό το τραγούδι… με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της στο άκουσμά του. Πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος μακριά από το πρόσωπο που αγαπά και τον κάνει ευτυχισμένο;
Ο ήχος από το τηλέφωνο ήρθε να διακόψει το ταξίδι των σκέψεών της, σκούπισε τα μάτια της με την παλάμη της και έριξε μια ματιά στο άγνωστο νούμερο, αφήνοντάς το να χτυπάει. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Με τρεμάμενο χέρι έφερε το ποτήρι με το κονιάκ στα χείλια της και αναστενάζοντας βαθιά, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, εστιάζοντας στην φλόγα που ανέβαινε από τα καμένα ξύλα στο μαρμάρινο τζάκι. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κόρη της, η Φωτεινή, με το χαμόγελο να φωτίζει το ολοστρόγγυλο πρόσωπό της. Τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία και με χέρια που κουνιόντουσαν σαν τα φτερά του αετού όταν πετάει ψηλά στα βουνά, της είπε με δυνατή φωνή:
-Τα κατάφερα! Τα κατάφερα! Την πήρα την υποτροφία μαμά μου! Φεύγω για την Βιέννη σε δύο εβδομάδες!
Πώς τα συναισθήματα εναλλάσσονται σε τόσο λίγο χρόνο, ακόμη δεν το είχε καταλάβει. Από την κόλαση στον παράδεισο βρέθηκε. Αυτομάτως σηκώθηκε, έχοντας ξεχάσει λύπες και δάκρυα. Έτρεξε προς το μέρος της ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
-Έλα, πες τα μου όλα! Πότε πήρες τα καλά νέα; Μίλησες με τον πατέρα σου; Τι χαρτιά χρειάζονται; Θα μείνεις μέσα στην εστία; Τι πρέπει να έχεις μαζί σου;
-Σιγά βρε μανούλα, μία μία τις ερωτήσεις. Καταρχήν με δέχτηκαν στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, ξέρεις είναι το καλύτερο στο είδος του στην Αυστρία και ναι, κέρδισα την υποτροφία για έναν χρόνο! Θα μείνω στην εστία, αλλά δεν ξέρω ακόμη αν θα έχω συγκάτοικο. Έχω ραντεβού αύριο με τον καθηγητή μου στο ωδείο να με καθοδηγήσει για τα διαδικαστικά και όταν θα είναι όλα έτοιμα θα φύγω αμέσως, γιατί τα μαθήματα ξεκινούν μετά τον καινούριο χρόνο. Φυσικά έχω μιλήσει με τον μπαμπά, συγνώμη μαμά μου που δεν στο είπα πρώτη, αλλά επειδή θα έφευγε αύριο για Παρίσι, δεν ήθελα να τον ενοχλήσω την ημέρα του ταξιδιού του.
-Πόσες μέρες θα σε απολαύσω ακόμη; Τι απόλαυση δηλαδή αφού θα έχεις τρεχάματα… Τρείς, τέσσερις;
Πανικός την έπιασε, αλλά προσπάθησε να μην την ταράξει και την αγχώσει. Στην στιγμή της ήρθε η εικόνα της μικρής που την κρατούσε από το χέρι και πήγανε στο ωδείο για να ξεκινήσει μαθήματα βιολιού. Αν και η Ναταλία ήταν αντίθετη με τα μαθήματα μουσικής, δεν μπόρεσε να μεταπείσει την δεκάχρονη, το πεπρωμένο τελικά δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς, μερικά πράγματα είναι γραμμένα στο DNA του καθενός.
Έπειτα, γυρνώντας το κεφάλι προς την θάλασσα, πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το παράθυρο να μπει ο φρέσκος αέρας και βγήκε έξω να απολαύσει τα αστέρια. Ακούμπησε τα χέρια στα κάγκελα και άφησε τις σκέψεις να την παρασύρουν σε ένα ταξίδι στο παρελθόν με τις ποικίλες αναμνήσεις τις γλυκές, τις θλιβερές, τις πικρές.
Ιούνιος, 1995
Η Ναταλία έφτασε στην σχολή της από πολύ νωρίς, περιμένοντας τα αποτελέσματα για τις υποτροφίες της χρονιάς. Από μικρή ονειρευόταν να γίνει σεφ, όλες οι φίλες της είχαν τραβήξει πανεπιστημιακούς δρόμους, εκείνη όμως είχε άλλες προσδοκίες και όνειρα. Από τα παιδικά της χρόνια παρακολουθούσε την μητέρα της να μαγειρεύει, ανέβαινε στο ξύλινο καρεκλάκι της δίπλα της και κοιτούσε με τα μάτια προσηλωμένα στις κατσαρόλες, πότε έβαζε το αλάτι, την κανέλλα, τα μπαχαρικά και οι μυρωδιές από τα φαγητά ή τα γλυκά την ζάλιζαν και την έλκυαν εσωτερικά στον κόσμο των αισθήσεων.
Ποτέ της δεν θα ξεχάσει εκείνη την ημέρα που ήταν η αρχή για το εισιτήριο μίας καριέρας ξεχωριστής στο εξωτερικό, στο Παρίσι, στην πατρίδα της γαστρονομίας. Όταν τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν στον πίνακα, τα συναισθήματα έφτασαν στα ύψη. Χαρά, αγαλλίαση, δικαίωση. Σε λίγους μήνες έφευγε για την πόλη του φωτός, με τις βαλίτσες της γεμάτες όρεξη για γνώση και πολύ δουλειά. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα, οι καθηγητές της και οι συμμαθητές της την αγκάλιασαν και την συνεχάρηκαν για την επιτυχία της. Είχε βγάλει φτερά για να πετάξει στα πιο ψηλά βουνά, γνωρίζοντας ότι με δυσκολία και θυσίες κατακτούνται οι επιτυχίες.
Ο καιρός κύλησε γρήγορα, η Ναταλία είχε καταφέρει μέσα σε λίγο καιρό να τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες με την βοήθεια του καθηγητή της, του Δημήτρη Ρούπα, που δίδασκε μαγειρική και ήταν ένας από τους καλύτερους στο ειδικότητά του, αλλά πρώτα απ’ όλα ήταν αγαπητός και προσιτός . Οι μαθητές του τον αγαπούσαν πολύ, γιατί τούς έδειχνε απλόχερα τις γνώσεις του και μετέδιδε τις εμπειρίες του. Το σπουδαίο ήταν ότι κατάφερε να κλέψει λίγο χρόνο και να περάσει λίγες μέρες στην Κέρκυρα μαζί με τις φίλες της. Αυτό που θυμάται από το νησί, εκτός της ομορφιάς που το διακρίνει, το πράσινο, τα καταγάλανα νερά, ήταν και η αγάπη του ντόπιου πληθυσμού για την μουσική. Τόσες φιλαρμονικές δεν υπάρχουν σε άλλα μέρη, γι’ αυτό την Κέρκυρα την ονομάζουν “νησί της μουσικής”. Η 11η Αυγούστου, μία μέρα αφιερωμένη στον προστάτη της, τον Άγιο Σπυρίδωνα, εκατοντάδες μουσικοί με τις στολές τους, άλλες κόκκινες, άλλες λευκές, άλλες μπλε, με τα ασορτί καπέλα και τα όργανά τους, συνόδεψαν το σεπτό σκήνωμα του Αγίου, παίζοντας τα εμβατήριά τους. Η Ναταλία βρέθηκε στην πλατεία χωμένη στο πλήθος και όταν τελείωσε η λιτανεία, μικρές ομάδες από μουσικούς στέκονταν στους δρόμους σχολιάζοντας τα μουσικά δρώμενα. Εκείνη στεκόταν δίπλα σε τρείς από αυτούς και τότε η Ελένη της είπε στο αυτί:
-Κοίτα έναν ωραίο άντρα!
Η Ναταλία γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του και συμφώνησε με την φίλη της λέγοντάς της
-Ναι, έχεις δίκιο, ωραίος είναι. και συνέχισε την κουβέντα της με τις κοπέλες. Σε δευτερόλεπτα ξαναγύρισε το κεφάλι και κοιτάζοντάς τον προσεκτικά, ξαναείπε
-Δεν είναι μόνο ωραίος, κούκλος είναι! και έβαλε τα γέλια.
Δεν άργησε η Ελένη να δράσει, εξάλλου ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την φίλη της να δηλώνει ενδιαφέρον για ένα αρσενικό και τι άντρα! Τράβηξε από το χέρι την Ναταλία και την έσπρωξε προς το μέρος του.
-Νεαρέ, καλησπέρα. Θα ήθελες να βγάλεις μία φωτογραφία με την κοπέλα;
-Ναι, γιατί όχι; και έκανε στο πλάι για να στηθεί καλύτερα .
Εκείνος κουρασμένος, ιδρωμένος, η Ναταλία όμορφη και δροσερή, με τα καστανά μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους, κάθισε δίπλα στον νεαρό με την λευκή στολή και τα μπλε σιρίτια χαμογελαστή, ακουμπώντας ελαφρά το κεφάλι της στους ώμους του.
-Ένα, δύο, τρία και έτοιμοι! φώναξε η Ελένη, κλείνοντας το μάτι στην φίλη της. Θα ήθελες να βρεθούμε αύριο στο ίδιο σημείο να σου δώσουμε την φωτογραφία; ρώτησε εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο
-Ναι, φυσικά. Αύριο εδώ κατά τις 9; απάντησε ο νεαρός. Του είχε κάνει εντύπωση αυτή η κοπέλα, το γλυκό πρόσωπό της και το χαμόγελό της.
Εκείνο το βράδυ ο ουρανός και τα αστέρια της έκαναν παρέα. Για ύπνο ούτε λόγος, αγωνιούσε για την επόμενη μέρα, πώς θα κυλούσαν οι ώρες μέχρι τις 9;
Νοέμβριος,1995
Τα μαθήματα είχαν ήδη ξεκινήσει και η Ναταλία το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν δουλειά και διάβασμα μέχρι τελικής πτώσης για να ξεχάσει τα πιο όμορφα χείλη του κόσμου, που ήξεραν να φιλούν άλλες φορές γλυκά και άλλες παθιασμένα. Ο Γιώργος ήταν ένας υποσχόμενος μουσικός κοντά στην ηλικία της, με καταγωγή από την Κέρκυρα. Έπαιζε κορνέτο, αλλά το αγαπημένο του όργανο ήταν το βιολί. Είχε πολλές φιλοδοξίες να αφοσιωθεί στην μουσική του και στο βιολί του και να κυνηγήσει μία καριέρα στο εξωτερικό. Είχαν περάσει έναν μήνα μαζί στο νησί του, οι φίλες της έφυγαν πιο νωρίς και εκείνη έμεινε πίσω να χαρεί τον έρωτά της με αυτόν τον νεαρό, με τα πιο απαλά χέρια που είχε αγγίξει ποτέ. Είχε χάσει το μυαλό της και αν δεν ήταν ο καθηγητής της και οι φίλες της να της υπενθυμίζουν τον σκοπό της, δεν ήξερε μέχρι πού θα έφτανε για χάρη του. Ο χωρισμός τους ήρθε όσο πιο ομαλά γίνεται, με τους δύο να ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους γεμάτες όνειρα και φιλοδοξίες.
Ευτυχώς υπήρχαν και οι Κυριακές, που της έδιναν τον χρόνο να κάνει τις βόλτες της στο quartier latin γύρω από την Notre Dame ή στην λευκή εκκλησία της Sacre Coeur. Της άρεσε να αγοράζει κάρτες, να γράφει δυο λόγια και να τις στέλνει στους αγαπημένους της και στον δάσκαλό της, που δεν έπαψε να την εμψυχώνει και να της δίνει θάρρος. Εκείνος από την μεριά του, της τηλεφωνούσε δύο φορές την εβδομάδα να μάθει νέα της και ενημερωνόταν για την πρόοδό της από τους συναδέλφους του. Σε μία από τις συνομιλίες τους, κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Η Ναταλία μιλούσε διαφορετικά και μέσα από τα μισόλογά της, του εξομολογήθηκε το πρόβλημά της, ήταν έγκυος και βρισκόταν σε απελπισία. Του διηγήθηκε την περιπέτειά της και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρεί με τον Γιώργο, γιατί εκείνος είχε άλλες προτεραιότητες στην ζωή του.
Ο Δημήτρης την παρηγόρησε όσο περισσότερο μπορούσε, πήρε το αεροπλάνο να την βρει και να της κάνει την πρότασή του από κοντά. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά ποτέ δεν είχε σκεφτεί να κάνει κάποια κίνηση, να της μιλήσει για τα συναισθήματά του ανοιχτά. Τώρα όμως δεν έχασε την ευκαιρία και η πρόταση γάμου ήρθε σαν την σωτηρία του ναυαγού, όταν βρίσκει μία σανίδα για να πιαστεί. Ο γάμος έγινε στον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, με ελάχιστους καλεσμένους. Η Ναταλία συνέχισε τα μαθήματά της, αλλά άλλαξε τμήμα για πιο χαλαρούς ρυθμούς, ο Δημήτρης μετακόμισε στο Παρίσι, βρίσκοντας μία θέση καθηγητή σε μία αξιόλογη σχολή και όλα κυλούσαν ομαλά. Δεν ήταν ο έρωτας της ζωής της, όμως εκείνος της προσέφερε την σιγουριά, την τρυφερότητα και την αγάπη του απλόχερα. Η γέννηση της κόρης της, που της έδωσε το όνομα “Φωτεινή” γιατί έφερε φως στην ζωή της και ελπίδα, ήταν το καλύτερο δώρο και για τους δύο. Η Ναταλία εξελίχτηκε σε μία καλή σύζυγο, τέλεια μητέρα και ταλαντούχα σεφ. Με τη βοήθεια και την συμπαράσταση του άντρα της, είχε βρει τις ισορροπίες της και τα κατάφερνε όλα.
Νοέμβριος, 2015
Στα είκοσί της, η Φωτεινή δήλωσε πως ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Της άρεσε αυτή η χώρα με την ζεστασιά της, τον ήλιο που κυριαρχεί τις περισσότερες μέρες, την αγκαλιά των ανθρώπων. Την είχε κουράσει ο μουντός καιρός του Παρισιού. Σε λιγότερο από έξι μήνες, βρέθηκαν στο Καβούρι και όλα κυλούσαν ομαλά και ωραία, εξάλλου ωδεία υπήρχαν και εδώ. Είχε βάλει τα δυνατά της να ξεχωρίσει, οι καθηγητές της την εμψύχωναν και με την υποστήριξή τους είχε εξελιχθεί σε μία καλή βιολίστρια.
Η Φωτεινή παρακολουθούσε τα μουσικά δρώμενα κυρίως γύρω από το όργανό της και διάβαζε όλες τις εφημερίδες, περιοδικά. Σε ένα από αυτά, ξεχώρισε μία συνέντευξη ενός από τους πιο σπουδαίους και ταλαντούχους βιολιστές του κόσμου, του Γιώργου Ράκου.
“Η μουσική καταλαβαίνει όταν την αγαπάς, ιδιαίτερα η κλασσική, που είναι ένα σύνθετο πολιτισμικό φαινόμενο, συνδυάζοντας όλες τις τέχνες, την φιλοσοφία, την ιστορία, διατηρώντας ζωντανή την ανθρώπινη ψυχή”.
Θα έβαζε τα δυνατά της να μοιάσει σε αυτόν το βιολιστή με την παγκόσμια φήμη, που ήταν Έλληνας, είχε τα ίδια μάτια με εκείνη και του έφερνε στην φυσιογνωμία.
Μια Παρασκευή απόγευμα, η Φωτεινή μπήκε στο σπίτι κρατώντας 2 εισιτήρια για το Μέγαρο Μουσικής, για την επόμενη μέρα. Η Ναταλία δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι της κόρης της και δέχτηκε να την συνοδέψει. Επιμελήθηκε το ντύσιμό της, φορώντας ένα μαύρο σανέλ φόρεμα, τα μαλλιά της τα έπιασε σε έναν χαλαρό κότσο, τονίζοντας μόνο τα χείλια της και ανέβηκε τα σκαλιά του Μεγάρου, κρατώντας την κόρη της από το χέρι.
Όταν έφτασε στο φουαγιέ, σήκωσε ελαφρά κεφάλι της και τότε τα μάτια της διασταυρώθηκαν με εκείνα που την ζάλιζαν πριν είκοσι χρόνια. Ο Γιώργος όταν την είδε τα έχασε, δεν περίμενε ότι θα την ξαναέβλεπε, πολλές φορές την είχε σκεφτεί, αλλά δεν ήθελε να ταράξει την ζωή του.
Εκείνη τον πλησίασε διστακτικά, του άπλωσε το χέρι και με τρεμάμενη φωνή του ευχήθηκε καλή επιτυχία. Η Φωτεινή δεν περίμενε η μητέρα της να έχει τέτοιες γνωριμίες και με τον αυθορμητισμό της ηλικίας της, πήρε τον λόγο και συστήθηκε στον φημισμένο μουσικό.
-Χαίρομαι τόσο πολύ που σας γνωρίζω από κοντά! Είμαι η Φωτεινή, η κόρη της Ναταλίας.
Όταν το χέρι της ακούμπησε το δικό του, ηλεκτρίστηκε αμέσως και ο Γιώργος ένιωσε εξίσου περίεργα. Η Ναταλία δεν πίστευε στα μάτια της, είχε ονειρευτεί κάποιες φορές αυτήν την στιγμή, αλλά ήταν σίγουρη ότι δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Κι όμως μπροστά της παιζόταν το παιχνίδι της μοίρας, από το οποίο δεν ξεφεύγει ποτέ κανείς.
-Να χαρείτε την συναυλία κυρίες μου… απάντησε ο Γιώργος και αφού τις χαιρέτησε προβληματισμένος, έφυγε για τα παρασκήνια.
Σε όλη την διάρκεια της παράστασης, προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Η εμπειρία του τον βοήθησε να τα φέρει τέλεια εις πέρας. Το κοινό στο τέλος χειροκροτούσε ένθερμα και στην σκέψη ότι κάτω βρισκόταν εκείνη, του έφερε περισσότερη αναστάτωση. Είχε αφοσιωθεί τόσα χρόνια στην καριέρα του, παραμελώντας την προσωπική του ζωή. Αυτή η κοπέλα όμως ήταν διαφορετική, έδειχνε κατανόηση στις ανησυχίες του, εξάλλου της το είχε εξηγήσει ότι όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες τραβούν το δρόμο για την επιτυχία μόνοι. Και είναι και αυτή η μικρή… Τι όμορφη που ήταν! Του θύμιζε τον εαυτό του στην αντίστοιχη ηλικία.
Την επομένη έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο το τηλέφωνο της Ναταλίας. Ήθελε τόσο να βρεθεί κοντά της, να μιλήσουν για τα παλιά. Με δισταγμό σχημάτισε το νούμερο. Ένας, δύο, τρείς, τέσσερις χτύποι. Καμία απάντηση. Από το cd player ακούγονταν η φωνή του Andrea Bocceli στο αγαπημένο του κομμάτι από το cd με τον τίτλο “Sentimentos”, “En Aranjuez con tu amor”. Έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι, τράβηξε τις κουρτίνες του δωματίου του κοιτάζοντας την θάλασσα. Τελικά δεν μπορεί κανείς να ζήσει μακριά από την αγάπη του!
Δήμητρα Καμπόλη