,

Αγκάλιασε το Χάος σου

Μόλις κάθισα σ’ ένα μικρό καφέ εδώ στο χωριό. Ίσως το μόνο καλό πράγμα που έχει αυτό το κατσικοχώρι. Ένας μικρός παράδεισος των nerds, με μια τεράστια βιβλιοθήκη, γεμάτη κάθε λογής βιβλίο, για κάθε γούστο, ένα μεγάλο πάσο γεμάτο πρίζες κι υποδοχές για λάπτοπ, ιταλικός καφές και jazz μουσική. Καταλαβαίνεις γιατί το ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή αυτό το μαγαζί.
Όχι για τον καφέ του, πολύ δυνατός για τα γούστα μου. Αλλά για τα συναισθήματα που μου προκαλεί. Επειδή μέσα στη ρουτίνα μου έχω ένα μικρό καταφύγιο να κρυφτώ τις δύσκολες ώρες μου. Ν’ ακούσω μουσικές που με γυρίζουν πίσω, σε όμορφα χρόνια, με άλλους ανθρώπους, σε ξέγνοιαστες εποχές.

Η μυρωδιά του έντονου καφέ φτάνει στα ρουθούνια μου και μετατρέπεται σε γλυκόπικρη ανάμνηση. Όλο το μέρος μου δημιουργεί έντονες αναμνήσεις, χωρίς να ξέρω συγκεκριμένα γιατί. Ξέρεις, πολύ δύσκολες αυτές οι μέρες. Αναζητούσα την ηρεμία μου καιρό τώρα, μα τώρα που την έχω δεν την αντέχω. Για την ακρίβεια, δεν αντέχω εμένα.
Όλα βγαίνουν στη φόρα τώρα που υπάρχει περιθώριο και χρόνος με τον εαυτό μου. Όσο βρίσκεσαι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, πάντα κάπως «πιάνεσαι» από αυτούς, ασχολείσαι με χίλια δυο άλλα θέματα, πέρα από το ν’ αντιμετωπίσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι ακόμα κι όταν αποφασίζεις να το κάνεις, το κάνεις επιφανειακά. Όχι επειδή αυτό επιδιώκεις εσκεμμένα, αλλά γιατί ενδόμυχα φοβάσαι.
Φοβάσαι επειδή όσο πιο πολύ σε ανακαλύπτεις, τόσο πιο άσχημος σου φαίνεσαι. Νομίζεις πως όσο παριστάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, θα παραμένεις καλός στα μάτια σου. Ικανοποιητικός. Μα όσο σκάβεις στα λαγούμια του νου και της ψυχής σου, ανακαλύπτεις πράγματα που δεν περίμενες για σένα. Που δεν προσδοκούσες. (Κράτα το αυτό με την προσδοκία, μεγάλη κουβέντα, γι’ άλλη στιγμή όμως).

Έχεις συνειδητοποιήσει ποτέ γιατί συμπαθούμε ή αντιπαθούμε κάποιον; Με ποια κριτήρια επιλέγουμε ποιος μας κάνει και ποιος όχι; Κι αν ναι, έχεις σκεφτεί τους πραγματικούς λόγους;

Υπάρχουν άνθρωποι που μας ενθουσιάζουν, τους θαυμάζουμε για κάτι, θα θέλαμε μια μέρα να γίνουμε σαν αυτούς, τους έχουμε σαν πρότυπα ρε παιδί μου. Μ’ αυτούς τους ανθρώπους συνήθως κολλάμε ιδιαίτερα, γιατί εκείνοι κατάφεραν να κάνουν κάτι που εμείς δεν μπορέσαμε, ή δεν προσπαθήσαμε καν, θεωρώντας –ανόητα- πως δεν είναι για εμάς. Τους θαυμάζουμε γιατί έχουν ή κάνουν πράγματα που θα θέλαμε κι εμείς κι αυτό είναι κάτι που μας ελκύει σ’ εκείνους.

Στην αντίπερα όχθη, γνωρίζουμε άτομα που μας σπάνε τα νεύρα, μας τη βιδώνουν στο κεφάλι, θέλουμε να τους χώσουμε μπουνιές μέχρι να σταματήσουν να μιλάνε και να λένε ό,τι μαλακία τους κατέβει στο κεφάλι. Άτομα που μας βγάζουν έναν «κακό εαυτό» προς τα έξω. Που δεν μπορούμε ν’ ανεχτούμε την ατέρμονη ηλιθιότητά τους, την απέραντη στενομυαλιά τους, τον τρόπο συμπεριφοράς τους γενικά.

Έχεις σκεφτεί ποτέ πως όλα όσα σ’ ενοχλούν σε κάποιον, είναι όλα εκείνα που φοβάσαι μη γίνεις; Ή όλα εκείνα που προσπαθείς να φυλακίσεις μέσα σου για να μη μοιάζεις σαν εκείνους; Πως, στην ουσία, βλέπεις μια αντανάκλαση του εαυτού σου, εκείνου του κρυμμένου μέρους του όμως, που δεν αφήνεις κανέναν να δει;

Η ουσία μία είναι. Αν πρώτα απ’ όλα δεν ανακαλύψεις τον ίδιο σου τον εαυτό και δεν τον αποδεχτείς εξ’ ολοκλήρου, πρόσεξέ με, ΕΞ’ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ, με κάθε αρνητική και θετική του πλευρά, δε θα μπορέσεις ποτέ μα ποτέ να είσαι πραγματικά απελευθερωμένος.
Θα «διδάσκεις» καλοσύνη κι ηθική την ίδια στιγμή που εσύ θα βιαιοπραγείς στο ίδιο σου το «εγώ». Θα μαθαίνεις στους άλλους πώς ν’ αντιμετωπίζουν θετικά τα πράγματα που τους συμβαίνουν κι εσύ ο ίδιος δε θα μπορείς να διαχειριστείς εσένα.

Πώς είναι δυνατόν, φίλε μου, να κοντρολάρεις οτιδήποτε άλλο εκτός από εσένα; Τι θαρρείς; Ο κόσμος που βλέπεις μπροστά σου είναι μια καθαρή αντανάκλαση του εσωτερικού σου κόσμου. Της δικής σου πραγματικότητας. Γι’ αυτό κι ο καθένας έχει τη δική του οπτική γωνία. Γιατί για τον καθένα ο κόσμος είναι διαφορετικός.

Μην κοιτάς λοιπόν πώς να βελτιώσεις και να βοηθήσεις τους άλλους, όταν δεν μπορείς να βελτιώσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί έτσι μόνο κακό μπορείς να τους κάνεις. Θα προβάλλεις τις δικές σου προσδοκίες (ΜΠΟΥΜ) στους άλλους, χωρίς να θέλεις ουσιαστικά να τους κάνεις κακό, μα αυτό θα κάνεις.

Ασχολήσου μ’ εσένα. Εκείνες τις μαύρες ώρες που νιώθεις πως θέλεις να βουτήξεις μέσα στη μπανιέρα και να μην πάρεις ανάσα μέχρι να σκάσεις. Εκείνες τις ώρες που θέλεις να ξεσκίσεις τη σάρκα σου από τον πόνο που νιώθεις. Εκείνες, που δεν αντέχεις τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις. Όλες εκείνες τις στιγμές που νιώθεις πως δεν αντέχεις άλλο. Πως είσαι ό,τι χειρότερο υπάρχει στον πλανήτη, μα κατά βάθος γνωρίζεις πως δεν είναι έτσι.

Ψάξε να βρεις το καλό μέσα σου κι άσε αυτό που θεωρείς κακό ν’ απελευθερωθεί. Μόνο έτσι θα καταφέρεις να το δαμάσεις. Όσο το φυλακίζεις, το θυμώνεις περισσότερο κι όταν κάποια στιγμή καταφέρει να δραπετεύσει, θα τα ρημάξει όλα.

Μην εγκλωβίζεσαι μόνος σου. Άνοιξε το μυαλό σου, την καρδιά σου. Αγκάλιασε το είναι σου σαν μωρό και νουθέτησέ το, μεγάλωσέ το, δίδαξέ το από την αρχή, μέχρι να έχεις το «επιθυμητό» αποτέλεσμα.
Δώσε του χώρο να εκφραστεί κι ύστερα δείξε του το «σωστό» μονοπάτι. Και να έχεις υπομονή. Τόσα χρόνια συνήθειας δεν αλλάζουν μέσα σε λίγες ώρες.
Όλα θέλουν το χρόνο τους.

Δώρα Κουτσογιάννη

Απάντηση


%d