,

Το κλάμα

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το ρολόι: 7.15
«Πω πω! Παρακοιμήθηκα, τελείωσε το νυχτερινό, πώς θα βάλω πλυντήρια τώρα;» σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Στραβό ήταν το χαμόγελό της: η πρώτη σκέψη πρωί πρωί Κυριακάτικα τα πλυντήρια; Κατάντησες καημένη μου…

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στο μπάνιο.
Το πλυντήριο με ορθάνοιχτη την πόρτα σαν χαμόγελο που χάσκει. Πλύθηκε, πήγε ξανά στην κρεβατοκάμαρα, ντύθηκε, άνοιξε παντζούρια σε όλα τα δωμάτια «κάπου κρύωσα μάλλον, πονάει το κορμί μου όλο» και πήγε στην κουζίνα.
Καφές κι άνοιγμα του λάπτοπ για έλεγχο της δουλειάς.
Νέκρα.

Χάζευε την κίνηση, διάβασε τα νέα, μηχανικά όμως.
Κάτι την πλάκωνε, έξω ήταν όμορφος καιρός, είχε μπει για τα καλά η Άνοιξη, μα εκείνη κάτι την πλάκωνε.
Απάντησε σε σχόλια, καλημέρισε τους φρεντς (φρεντς,μην τα μπερδεύουμε), απάντησε σε μηνύματα, ξανασέρφαρε.
Το μυαλό κολλημένο, η ψυχή πλακωμένη.
Το πρώτο δάκρυ κύλησε απλά, χωρίς λυγμό.

Σκεφτόταν πώς να καταστρώσει τη μέρα της και τσουπ εκεί ανακατεμένα άγχη, πίκρες, στεναχώριες, η ζωή η ίδια δηλαδή.
Το πρώτο δάκρυ έγινε κλάμα.
Κοίταξε γύρω της, άδειο το σπίτι.
Κοίταξε την οθόνη του λάπτοπ.
Εικοσι τρία μηνύματα.
Να μιλάς σ’ όλη τη γη και φωνή να μην ακούς,ε;
Τεχνολογία σου λέει.

Έκλαιγε πια με λυγμούς.
Κοιτούσε την οθόνη, έτσι ανοιχτή σε πολλά παράθυρα.
«Εδώ, μήπως μίλησα απότομα; Εκεί, μήπως δεν έπρεπε να το πω αυτό; Εκεί, μήπως εννοούσε κάτι άλλο κι εγώ το παρεξήγησα; Δεν θα τα καταφέρεις, δεν τα βγάζεις πέρα πια, πώς ν’ αντέξεις τόσο όγκο δουλειάς και βάρος ευθυνών μόνη σου, ε;»
Όλα χόρευαν μπροστά της, όλα ήρθαν και γέμισαν το μυαλό.
Έκλαιγε γοερά πια.

Κοίταξε πάλι γύρω της.
Άδειο το σπίτι, μπορούσε να κλάψει ελεύθερα ρε, μπορούσε να πλαντάξει, κανείς δεν θα την άκουγε.
Ένιωσε πια το στήθος της να τραντάζεται από λυγμούς, δεν την ένοιαζε.
Οι προδοσίες κι οι αναποδιές κι η νοσταλγία ήταν δυνατότερες από τους λυγμούς.
Κοίταξε τα χέρια της.
Λένε πως αν κοιτάς τα χέρια σου, κάποιος δικός σου νεκρός σε ψάχνει.
Α ρε μάνα αν ήσουν εδώ.

Ένα δυνατό φρενάρισμα κι ένα κορνάρισμα ακούστηκαν και πετάχτηκε.
Πήγε στο παράθυρο να δει.
Στο ραφάκι του καλοριφέρ η φωτογραφία της μάνας της.
Τα μάτια της θολά από τα δάκρυα, μα δεν χρειαζόταν, την ήξερε καλά αυτήν την φωτογραφία. Φορούσε εκείνο το μαντήλι που της είχε κάνει δώρο μια χρονιά σαν σήμερα, στην γιορτή της Μητέρας, μα τελικά της άρεσε κι εκείνης κι όλο της το «δανειζόταν» μέχρι που της είπε «πάρ’ το, μ’ έσκασες!».

Α ρε μάνα…
χαμογέλασε
Αν ήσουν εδώ….

Κοίταξε πίσω απ’ την κουρτίνα, βέβαια έτσι όπως ήταν πρησμένη από το κλάμα, δεν ήταν να την δει άνθρωπος.
Βιαστικοί οδηγοί τίποτε σπουδαίο, καθημερινό φαινόμενο, άλλωστε το σπίτι της σε σταυροδρόμι ήταν.
Κοίταξε απέναντι.
Πότε λουλούδιασε το μπαλκόνι του γείτονα, ε; Ήταν έτσι χθες;
Θα ήταν, απλά εκείνη δεν το παρατήρησε.
Σκούπισε τα μάτια της. Όμορφα γεράνια κι αυτή η μωβ τριανταφυλλιά, τι όμορφη που ήταν αλήθεια!

Είδε κάποιον να περνάει με τον σκύλο του.
Έπρεπε να βγάλει και τον δικό της βόλτα, φόρεσε τα παπούτσια της.
Η ματιά της ξαναέπεσε στην φωτογραφία.
«Βγάλε μια βόλτα τον σκύλο, να ξεσκάσεις κι εσύ, άντε γιατί πολλά μας τα πες πάλι!» θυμήθηκε να της λέει.
Χαμογέλασε…
Θα πήγαινε μεγάλη βόλτα, το είχε ανάγκη.

Ο σκύλος, σαν να κατάλαβε πως ήρθε η ώρα, άρχισε τις χαρές.
Και κούνημα ουράς και μικρά χαρούμενα γαβγίσματα και βλέμμα όλο ανυπομονησία.
«Αργείς πολύ» σαν να της έλεγε «ο φίλος μου μόλις πέρασε»
Χαμογέλασε.

Ναι, θα πήγαιναν μεγάλη βόλτα.
Θα πήγαιναν στο μεγάλο πάρκο, ή καλύτερα στο βουνό;
Στο βουνό, να έκοβε και λουλούδια. Έχει πλάκα ο σκύλος όταν σταματάει για να κόψει λουλούδια. Την κοιτάει και κάθεται αναστενάζοντας, ποτέ δεν θα καταλάβει γιατί σταματάμε.

Θα έκοβε πολλά λουλούδια, θα γέμιζε τα βάζα.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του χωλ.
«Πώς θα βγεις έτσι καημένη μου,ε;»
Φόρεσε τα πιο μεγάλα γυαλιά ηλίου που είχε
«Καλύτερα τώρα»

Ξανακοιτάχτηκε.
«Πάμε λοιπόν» είπε στον σκύλο.
«Πάμε να περπατήσουμε, να δούμε ήλιο, φύση και τους φίλους σου»

Την κοίταξε κουνώντας την ουρά –νόμιζες πως θα ξεκολλήσει.
«Μισό λεπτό» του λέει και ξαναβγάζει τα γυαλιά.
Πήγε στο λάπτοπ.

«Τι σκέφτεσαι;» την ρώτησε ο Μαρκ.
Άρχισε να πληκτρολογεί γρήγορα:
«Μάνες όλου του κόσμου. Είστε πάντα εδώ, όπου κι αν είστε!»

«Πάμε τώρα!»είπε στον σκύλο
«Πάμε να φέρουμε την ομορφιά στο σπίτι”.

Μάτα Βισβίκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: