Ήσουν όρθια όλο εκείνο το βράδυ. Τριγυρνούσες, στεκόσουν, κοιτούσες λυπημένη το αφράτο σου κρεβάτι, μα παρέμενες όρθια. Με κοιτούσες.
«Τι είναι κοπέλα μου; Ξάπλωσε να κοιμηθείς λίγο».
Ήρθες κοντά μου αργά, κουτσάινοντας. Έβαλες το κεφάλι σου στην ποδιά μου, σε χάιδεψα.
«Πονάς;» σε ρώτησα.
Σήκωσες τα μάτια σου και με κοίταξες. Σε χάιδευα.
«Δεν έφαγες κοπέλα μου, δεν έχεις πιει ούτε νερό σήμερα» είπα κι έκανα να σηκωθώ.
Όμως εσύ δεν πήρες το κεφάλι σου από τα πόδια μου, σαν να μου έλεγες «μείνε, θέλω το χάδι σου, δεν θέλω να φάω, δεν διψάω».
Και μείναμε εκεί, εγώ να σε χαϊδεύω κι εσύ να με κοιτάς.

Άραγε από τι είναι φτιαγμένο το βλέμμα του σκύλου; Τι έβαλε ο Θεός σ’ αυτό το βλέμμα, ε; Το χέρι μου σε χάιδευε στο κεφάλι, στο σβέρκο, στην πλάτη κι εσύ με κοίταγες. Τι με κοιτάς, ε; Τι με κοιτάς; Ένα δράμα ήσουν όταν ήρθες σπίτι μας, θυμάσαι; Στα χαρτιά ροτβάιλερ, στην πραγματικότητα σκιά από ροτβάιλερ. Μόλις 22 κιλά, τρίχωμα θαμπό, τσίμπλες, όλα πάνω σου μαρτυρούσαν μια κακή ζωή. Κι ήσουν τόσο φοβισμένη, θυμάσαι; Άραγε πόσο ξύλο να ‘χες φάει για να γίνεις άγρια, να γίνεις ροτβάιλερ ρε συ, άγρια, killer, θεριό;

Πολύ. Τόσο πολύ, που όταν ήρθες σπίτι μας φοβόσουν κάθε κίνηση των χεριών μου. Σ’ αγκάλιαζα, σε χάιδευα και πέρασε πολύς καιρός για ν’ απολαμβάνεις τα χάδια και ν’ ακούω τον αναστεναγμό σου, θυμάσαι;

Με τον άλλο σκύλο ήσουν υπομονετική, ήσουν ανεκτική, ήσουν ευγενική. Δεν σε ήθελε και στο έδειχνε, μα ήσουν τόσο πολύ καλή και ήσυχη, που τελικά και αυτός σε αποδέχθηκε και σ’ αγάπησε, θυμάσαι;

Και πέρασε ο καιρός και πάχυνες και γυάλισες και έγινες μια κούκλα στην όψη κι απολάμβανες θαλπωρή κι αγάπη κι ήσουν ευγνώμων λες κι εσύ μας χρωστούσες. Όχι, δεν μας χρωστούσες. Μας έδωσες, μας έδειξες, μας έμαθες.

Η νύχτα προχωράει, εσύ λαγοκοιμάσαι έτσι όρθια. Μπα δεν κοιμάσαι, τα χείλη σου είναι τραβηγμένα από τον πόνο, αχ να το \ξερα πως απόψε είναι η τελευταία σου νύχτα, να σ’ έπαιρνα μια μεγάλη βόλτα, να σε πάω στην θάλασσα που τόσο σε εξίταρε και την φοβόσουν και σε δρόσιζε και σου άρεσε.
«Πώς να σε βοηθήσω κοπέλα μου;». Τα αυτοκόλλητα που μας είχε δώσει ο γιατρός δεν βοηθούσαν πια, ήταν φανερό- πώς να σε βοηθήσω, πώς;

Με τον καιρό οι φόβοι σου μίκρυναν τόσο πολύ, που σχεδόν εξαφανίστηκαν. Τώρα ήξερες πως εδώ έχει αγάπη, έχει ασφάλεια, δεν έχει αλυσίδες, το λουρί σημαίνει βόλτα, το «πάμε» σημαίνει παιχνίδι ατελείωτο, πως δεν χρειάζεται να κρύβεις το φαγητό σου, έχει πάντα φαί, πως το χέρι σημαίνει μόνο χάδι, πως το άγγιγμα είναι αγάπη, πως η ανθρώπινη φωνή, ακόμη κι όταν δυναμώνει, δεν σημαίνει τίποτε κακό, είναι απλά όριο. Το «μη» ήταν σκέτο «μη», δεν ακολουθούσε ξύλο, τιμωρία.

Πως είμαι εκεί, είμαι για σένα, πως θα κάναμε αγκαλιές χωρίς λόγο, πως θα ζητούσες χάδι και θα το είχες, πως θα ζητούσες παιχνίδι και θα το είχες, πως η βόλτα ήταν απόλαυση. Πως είχες το μαξιλάρι σου το μαλακό, εκεί που κοιμόσουν κι έβλεπες όνειρα, άραγε τι όνειρα να έβλεπες; Καμιά φορά γαύγιζες σιγανά σ’ αυτά τα όνειρα, άραγε μήπως έβλεπες πως σ’ έπαιρναν από εδώ και σε ξαναπήγαιναν πίσω; Όχι. Ήξερες, το ξέρω, ήξερες πως τίποτε κακό δεν θα συνέβαινε, ήξερες, εμπιστεύτηκες. Κι ενώ εσύ ήσουν ευγνώμων, εγώ μάθαινα από σένα τόσα πολλά…

Ξημέρωσε. Ιούνιος είναι, ξημερώνει από τις έξι… Σταμάτησα να σε χαϊδεύω. Άνοιξες με κόπο τα μάτια και με κοίταξες. Με σκούντηξες ελαφρά.
«Τι θέλεις αγάπη μου; Κι άλλο; Σ ανακουφίζει;»
Συνέχισα το χάδι… Σου μιλούσα απαλά, ήθελα κι η φωνή μου να είναι σαν χάδι.

Ροτβάιλερ λοιπόν κι όλοι είχαν αντιρρήσεις για να σε φέρω μέσα στο σπίτι.
Τα παιδιά; Δεν σκέφτεσαι τα παιδιά; Αυτά είναι κακά σκυλιά, τα βάζουν με τα παιδιά, θα σκοτώσει κανένα παιδί, είσαι τρελή; Έχεις κι άλλο σκύλο κι όχι ό,τι να ‘ναι, Λυκόσκυλο αρσενικό κι αστείρωτο, θα μακελευτούν εδώ μέσα, θέλεις να φάει το ένα το άλλο;
Πόσα άκουσα, πόσα είπαν. Εντάξει, εδώ που τα λέμε κι εμένα μ’ επηρέασαν. Μέχρι τελευταία στιγμή ήμουν διστακτική, έλεγα να το ακυρώσω κιόλας. Κι όλα αυτά βέβαια, μέχρι που σε είδα, να μπαίνεις στην αυλή, τοίχο τοίχο, φοβισμένη κι είπα «ώπα, εδώ θα το παλέψουμε». Και το παλέψαμε, έτσι δεν είναι; Κι ο Μάγκας σε δέχτηκε, αφού ήξερες και του έδειχνες πως δεν σε νοιάζει ν’ ακολουθείς, αρκεί να παίρνεις αγάπη. Τα βρήκατε οι δυο σας και βγαίναμε βόλτα μ’ ένα λουρί, δίπλα δίπλα, αυτός κατάξανθος κι εσύ ολόμαυρη και γυαλιστερή. Σε μια τέτοια βόλτα παρατήρησα πως κούτσαινες. Σου ‘χε φάει όλο το κόκαλο ο καρκίνος.
«Πονάει;»
«Πολύ» είπε ο γιατρός, «μα θα την βοηθήσουμε»

Σε βοήθησα;

Σηκώθηκα. Σαν να το ήξερες (πάντα ήξερες εσύ) αυτήν την φορά δεν με εμπόδισες. Ντύθηκα. Μ’ ακολούθησες με το βλέμμα, τα πόδια δεν σε βοηθούσαν. Τόσες ώρες όρθια, είχαν μουδιάσει; Δεν ξέρω. Πονούσες, το έβλεπα. Σε βοήθησα; Σου απάλυνα λίγο τον πόνο; Τίμησα έστω και για λίγο αυτό που είμαι; Άνθρωπος; Σε πήρα αγκαλιά για να σε βάλω στο αυτοκίνητο. Όρθια κι εκεί. Σ’ έβλεπα από τον καθρέφτη. Κάνω το σωστό; Ε; Μίλα μου γαμώτο! Τόσες χαρές πήρα από σένα, γλύκανέ μου λίγο αυτήν την πίκρα, κάνω το σωστό; Ακούμπησες το κεφάλι σου στον ώμο μου. Αχ…..
Φτάσαμε στον γιατρό. Αγκαλιά σε πήγα. Με κοίταγες στα μάτια. Από τι φτιάχνεται το βλέμμα του σκύλου, μάθαμε ποτέ;

Σε έβαλα στο μεταλλικό τραπέζι.
«Σ’ αγαπώ, ε κοπέλα μου; Το ξέρεις, έτσι;»
Σιγά σιγά τα πόδια σου λύγισαν. Έγειρες στην αγκαλιά μου.
«Κοιμήσου ψυχή μου, κοιμήσου. Ένα θαύμα ήσουν, πόσο να κρατήσεις;»
Γύρισες ξανά για τελευταία φορά και με κοίταξες πριν κλείσεις τα μάτια σου.

Από τι φτιάχνεται το βλέμμα του σκύλου;

Έχουν περάσει εφτά χρόνια από εκείνο το πρωινό του Ιουνίου. Πήρα τηλέφωνο το γιατρό.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Θέλω να μάθω κάτι. Εκείνα τα τελευταία της δευτερόλεπτα κι όσο είχε ακόμη συνείδηση, ξεπόνεσε; Ένιωσε έστω και για λίγο πως την βοήθησα;»

Σε βοήθησα γαμώτο;

Μάτα Βισβίκη

4 απαντήσεις στο “Ήρα”

  1. όποιος δεν έχει σκύλο δεν μπορεί να καταλάβει τι έχει μέσα της η τελευταία του ματιά… <3

Απάντηση σε ΚωνσταντίναΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading