,

Μνήμες από τον διωγμό

Σκόρπιες αναμνήσεις από τη ζωή μιας γυναίκας που έφυγε λίγο πριν συμπληρώσει έναν ολόκληρο αιώνα ζωής… Μια γυναίκα που έζησε κάποιες από τις πιο σημαντικές σελίδες της ιστορίας μας. Μια γυναίκα που ανάθρεψε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Μια εξαιρετική συνομιλήτρια, με ταχύτατα προσαρμοζόμενο στην εποχή μυαλό, με μοντέρνες απόψεις, ένας άνθρωπος γεμάτος γλύκα. Μια γυναίκα που παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τον πόνο που έζησε, στάθηκε γενναία και μόνο καλοσύνη είχε να δώσει.
Και τα διηγείται όλα τόσο γλυκά και ήρεμα, με την αθωότητα της παιδικής ηλικίας που τα έζησε…

«Γεννήθηκα στα Αλάτσατα το δεκατέσσερω, πρωταπριλιά.
Φύγαμε από τα Αλάτσατα όταν έγινε ο πόλεμος, ο διωγμός. Κατεβαίνανε από τη Σμύρνη, από τα Βουρλά ο στρατός, οι Τούρκοι. Φωνάζανε να φύγουμε για να μη μας πιάσουν αιχμάλωτους. Φεύγανε από τη Σμύρνη και περνούσανε από τα χωριά που είχε ντόπιους Τούρκους.
Το σπίτι μας ήταν κοντά στον κεντρικό δρόμο σε ένα στενό και περνούσε ο στρατός. Η μητέρα μου ήξερε ότι θα έρθουνε οι Τούρκοι γιατί από μέρες κατέβαινε ο δικός μας ο στρατός και έλεγαν ότι θα κατέβουνε οι Τούρκοι και θα κάνουνε ζημιές γιατί κι εμείς τους έχουμε αυτά κι αυτά καμωμένα, φώναζε ο στρατός. Οι δικοί μας οι Έλληνες στρατιώτες στις Τουρκάλες τους κόβανε τις ρώγες από τα στήθη τους και τις κάνανε κομπολόι!

Η μανά μου η συχωρεμένη κι άλλοι άνθρωποι κατεβαίνανε στο δρόμο και κόβανε καρπούζια, ότι μπορούσανε, νερά, και δίνανε στο δικό μας στρατό που περνούσανε και φωνάζανε: «Προς θεού να φύγετε!»
Ήτανε Αύγουστος και είχανε πουλήσει τη σταφίδα. Η μητέρα μου μας ήβαλε τέσσερα ρομπάκια ένα της καθεμιανής και ήκανε και τσέπες να πούμε, κι ήβαλε τα λεφτά μέσα για να φύγομε. Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου δεν ήθελε, του φώναζε η μητέρα μου, να φύγομε θα ‘ρθουνε οι Τούρκοι θα μας καταστρέψουνε τα παιδιά, δεν ξέρω τι, ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει. Εν τω μεταξύ κατέβαινε ο στρατός και φώναζε να πούμε, να φύγετε, έτσι κι έτσι. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγουμε να πάρουμε και τα λεφτά να πάρουμε και ότι ρουχαλάκια είχενε ετοιμάσει.

Τέλος πάντων όταν πέρασε ο δικός μας στρατός, να τσοι οι Τουρκαλάδες! Μόλις έφυγε ο στρατός! Αλλά είχαμε ντόπιοι Τούρκοι εκεί πέρα, όπως είναι εδώ τα Δερμιτζίδικα, έτσι ήτανε κι αυτοί εκεί πέρα, δε ξέρω τι δουλειά κάνανε. Κι αυτοί τώρα οι Τούρκοι μας φυλάξανε, οι παλιοί Τούρκοι, μας πήρανε στα σπίτια τους να πούμε και μας υποστηρίξανε και μας προστατέψανε. Οι παλιοί Τούρκοι μας πήρανε στα σπίτια τους και δε μπορούσανε οι άλλοι Τούρκοι να μπούνε να μας κάμουνε ζημιές.

Εν τω μεταξύ δεν ξέρω τι γίνηκε, κάτι γίνηκε και φύγαμε και πήγαμε στην εξοχή στα βουνά, πως είναι τώρα μερικοί που ‘χουνε σπίτια, που ‘χουνε μετόχια και αυτά, και πήγαμε κι εμείς εκεί κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου κι η μάνα κι οι αδερφές μου, κι άλλες οικογένειες. Κι ήρθανε κι οι άλλοι Τούρκοι εκεί, οι ντόπιοι, και μας πήρανε να μας προστατέψουνε να μας πάνε στην εκκλησία. Παναγία ήτανε, μεγάλη εκκλησία, μεγάλη αυλή, πως είναι τώρα η Αγία Βαρβάρα που έχει μεγάλη αυλή, έτσι. Μας πήγαν εκεί πέρα. Ήτανε κι ο πατέρας μου εκεί. Ύστερα ήρθανε οι Τούρκοι και του παίξανε μια με το ξύλο και τονε κουτσάνανε, δεν μπορούσε να περπατήσει, και τονε πήρανε. Από τότε τον πατέρα μου δεν τονε ξανάδαμε. Τονε σκοτώσανε, τι τονε κάμανε, ούτε και ημάθαμε τίποτα από κει.

Η αδερφή μου η μεγάλη, Θεός σχωρέστη, ήτανε δώδεκα χρονώ και φοβούμαστε μην τηνε πάρουνε οι Τούρκοι. Εμείς τώρα οι άλλες ήμαστε πιο μικρές. Εγώ ήμουνα έξι ή οχτώ χρονώ, δε θυμάμαι πότε ήτανε, εμείς φύγαμε με τον πρώτο ή με τον δεύτερο διωγμό, ή το ’20 ή το ’22, δε θυμάμαι. Ήμασταν 4 αδερφές, εγώ ήμουνε η τρίτη.
Την αδερφή μου τη μεγάλη, όπως είχανε πάρει κάτι, ένα πάπλωμα δεν ξέρω τι, η μητέρα μου το ‘βαλε σε μια άκρια και την είχε τυλίξει μέσα και μας ήβαλε εμάς και κάναμε πως εκαθούμαστε πάνω, κι είχε το κεφάλι της λίγο να παίρνει αέρα, και δεν την εβρίκανε. Άλλες τσοι παίρνανε και τσοι πηγαίνανε στην Αγία Τράπεζα πάνω και τσοι… αυτό οι τούρκοι… τσοι διακορεύανε! Σκέψου τώρα να δεις τι γινότανε!

Μέχρι που ήρθε η διαταγή να φύγομε. Ήρθε η διαταγή να πούμε, δεν ξέρω τώρα από πού, και ηφύγαμε και πήραμε με τα πόδια να πάμε στον Τσεσμέ. Ο Τσεσμές τώρα από ‘κει είναι θάλασσα, είχαν έρθει καράβια να μας πάρουνε. Ήτανε διαταγή τέτοια να πούμε. Ότι σκοτώσανε σκοτώσανε αυτοί.

Είχαμε σπίτι δικό μας στα Αλάτσατα, τα αφήσαμε όλα, το σπίτι, όλα εκεί και φύγαμε γι’ αυτό μας αποζημιώσανε τώρα εδώ πέρα και πήρε σπίτι η μητέρα μου, αυτά δεν τα ξέρω. Και φύγαμε με τα πόδια, τέσσερα παιδιά, και πήγαμε στη μητρόπολη στον Τσεσμέ στην εκκλησία, κι ηβρήκε η μητέρα μου ένα σταμνί κρασί και βούτανε το χέρι της και μας ήβρεχε τα χείλη μας. Η αδερφή μου η μικρή φοβούντανε κι έκλεγε και είπανε οι άλλοι που ήτανε εκεί της μάνας μου, να το πετάξει το παιδί για να μη μας προδώσει το κλάμα και μας βρούνε. Σκέψου!

Άλλοι σκοτώνανε άλλοι αφήνανε, άλλοι… Στο πηγάιδι ήτανε πεσμένες κοπέλες μέσα για να σκοτωθούνε και να γλιτώσουνε από τα χέρια τους! Και πήγαμε στη μητρόπολη εκεί μέσα και ύστερα μας κατεβάσανε, όπως είναι εδώ το λιμάνι και η πλατεία, έτσι ήτανε κι εκεί, και περιμέναμε τώρα σειρά να φύγομε.

Και φύγαμε τώρα από ‘κει και λέει η μητέρα μου να πάμε στη Μυτιλήνη, φαίνεται είχε η μάνα μου συγγενείς εκεί, δε θυμάμαι τώρα καλά, και πήγαμε εκεί πέρα και δε μας καλοδεχτήκανε, μας κάμανε μούτρα. Αντί να μας δεχτούνε να πούμε, που φύγαμε από το διωγμό που μας κυνηγούσανε οι Τούρκοι. Και καθίζομε λέει ένα βράδυ. Τώρα εγώ αυτά δεν τα θυμούμαι. Όλα τα θυμούμαι, το διωγμό, στο δρόμο τι τραβήξαμε, αλλά αυτό δεν το θυμούμαι καλά. Από ‘κει τώρα που πήγαμε στη Μυτιλήνη και δε μας καλοδεχτηκανε, τα μαζεύει η μάνα μου και μας πήρε και ήρθαμε κάτω στην Κρήτη. Ήκουε την Κρήτη φαίνεται, ποιος ξέρει, κι ήρθαμε εδώ πέρα.

Τότε κάμανε μαγειρείο, στο οικονομικό συσσίτιο που λέγανε, και πηγαίναμε οι πρόσφυγοι και παίρναμε φαί και τρώγαμε. Ήμαστε χιλιάδες κόσμος, άλλος εδώ άλλος εκεί. Άμα ήρθε που λες εδώ η μάνα μου, Θεός σχωρέστη, να, είχανε αυτό το οικονομικό συσσίτιο καμωμένο κι είχανε κάτι καζάνια σαν το τραπέζι μεγάλα και μαγειρεύανε κι ηπήγαινε κι η μάνα μου και βοήθουνε. Τους ήπλενε τα τσικάλια, τους καθάριζε πως ήθελε να μαγειρέψουνε και την εκρατήξανε για μαγείρισσα. Τη μάνα μου τη λέγανε η Κυριακούλα η μαγείρισσα! Κι έκατσε η μητέρα μου εκεί πέρα και μαγείρευε και τση δίνανε κάθε μέρα ένα τσικάλι φαί μεγάλο και το ‘φερνε. Εμάς μας ήβαζε να φάμε το κανονικό, όχι να φάμε να χορτάσουμε. Σου λέει, να χορτάσεις εσύ κι ο άλλος να πεινά; Και το μοίραζε το φαί στους ανθρώπους και την αγαπούσανε όλοι και την περιμένανε πως και πως κάθε μέρα!

Είχε βρει ένα σπιτάκι εκεί στην εκκλησία που μας πήγανε στην Αγία Αικατερίνη στον Αγιο Μηνά και μείναμε μέρες. Εκεί πέρα ήτανε της αδερφής μου της μεγάλης η πεθερά της με τα παιδιά της, δε καλοθυμούμαι. Η πεθερά τώρα της αδερφής μου -πριν γίνει πεθερά της- είδε πως ήτανε η μητέρα μου με τέσσερα κορίτσια και την καλόπιασε τη μάνα μου. Αυτή είχε τέσσερις γιους και μια κόρη. Και πήγανε και βρήκανε σπίτια αυτοί που ήτανε άντρες, και πιάσαν εκεί στην Αγία Τριάδα ένα σπίτι κι είχε μπροστά ένα δωμάτιο μικρό, ένα πιο μεγάλο κι ένα πιο μεγάλο μέσα. Άμα βρήκανε τα σπίτια έρχονται και παίρνουνε και τη μητέρα μου μαζί. Σου λέει η μάνα μου ήτανε με τέσσερα θηλυκά, και τση δωσανε ένα δωματιάκι, το μπροστινό δωμάτιο και μας ήβαλε μέσα. Η μητέρα μου άμα ήκατσε μέρες, καιρό, δε ξέρω τώρα, δεν τση καλορχότανε. Σου λέει εδώ λάκον έχει η φάβα, κάτι μαγειρεύανε. Και σηκώνεται και πήγε η μάνα μου -ήτανε πολύ έξυπνη γυναίκα- πήγε στσοι παράγκες εδώ πάνω στο μπεντένι, στη Χανιόπορτα από πάνω και βρίσκει μια παράγκα και σηκώνεται νύχτα νύχτα και μας παίρνει και φεύγει απ’ το καμεράκι, γιατί δεν τση ‘ρχοτανε τση μάνας μου, σου λέει κάτι γίνεται εδώ πέρα -για την πιο μεγάλη τώρα, δεκατριω χρονώ ήτανε, δώδεκα ήτανε, δε θυμάμαι- και σου λέει κάτι μαγειρευουνε εδώ πέρα, κάτι θα γίνει -με τον πιο μικρό- όπως πράγματι ήτανε! Σηκώνεται που λες η μάνα μου και μας παίρνει και φεύγομε και μας πάει στην παράγκα.
Η μάνα μου ηδούλευε στο συσσίτιο αυτό που σου λέω. Λέει τση αδερφής μου, «αν έρθει κανείς να μην πας, να μη βγεις εσύ από την παράγκα όξω», λέει αυτή «Εντάξει». Ε η μάνα μου ήτανε ήσυχη στη δουλειά της.

Ηπήγε λοιπόν η πεθερά τώρα της αδερφης μου, που είχε μάθει ότι πήγαμε στις παράγκες, και τση λέει από μακριά «έλα παιδί μου να σε δω», λέει «όχι, μου’ πε η μάνα μου να μη βγω έξω», λέει αυτή «έλα που κάμαμε μαζί πόσο καιρό, που σ’ αγαπώ» ήκλεγε, δεν ξέρω τι, σιγά σιγά την ήψησε και πήγε. Και την αρπά ο κουνιάδος ο συχωρεμένος, και την αρπούνε και την πάνε στο σπίτι… την κλέψανε! Αφού την κλέψανε βέβαια, η μητέρα μου τι ‘θελε να κάμει, να την πάρει; Αν και δεν την είχανε βέβαια… καταστέσει. Την παντρέψαμε, πάει η πρώτη.

Ύστερα η μάνα μου από πείσμα ήφερε τον αδελφό της απ’ τη Χίο και την αδερφή της και τη μάνα της και τον πατέρα της. Από πείσμα τσοί ‘φερε για να μην είναι μοναχή. Ύστερα παντρεύτηκε και η δεύτερη. Της Κυριακούλας της μαγείρισσας οι κόρες ήτανε, και μας μοσχοπάντρεψε όλες!

Ήτανε η θεία μου στον Κατσαμπά παντρεμένη και είχε αρρωστήσει, και πήγα εγώ να κάνω μερικές μέρες να την κοιτάξω που δε μπορούσε και ήτανε μοναχιά της. Κι ήτανε οι βρύσες τότε στο δρόμο που παίρνανε νερό, και φορούσα ένα κεντητό φορεματάκι, είχα πάει στη βρύση να πάρω νερό. Του αντρούς μου του κανανε πολλές προξενιές, κορίτσα που είχανε περιουσίες, αλλά δεν του ‘ρχοτανε, δεν του αρέσανε. Και πήγα στη βρύση, και πάει να ποτίσει το γαϊδουράκι στη βρύση κι είχα εγώ σειρά να πάρω νερό. Λέω «ποτίστε εσείς το ζωντανό κι εγώ θα πάρω μετά». Αλλά αυτός μ’ έβαλε στο μάτι! Ήμουνα δεκαοχτώ -δεκαεννιά χρονώ, καλά δε θυμούμαι. Και πάει στο σπίτι και λέει, «Μάνα είδα μια στη βρύση, μια ωραία κοπέλα, αλλά αυτή δεν είναι κατσαμπαδιανή», τση λέει γιατί αυτός τσοι ‘ξερε εκει στη γειτονιά, «είναι της γειτόνισσας ανηψιά, θα πας να τη γυρέψεις». Του λέει «Είσαι με τα καλά σου; Αυτή ήρθε να κοιτάξει τη θεια της που ήτανε άρρωστη!». Ήτανε στση θειας μου τώρα απέναντι μια συγγενιά τους, λέει «Θα πας εκει να τη γυρέψεις!». Τι να κάνει η συχωρεμένη η πεθερά μου, ηπήγε. Της λένε «Εγώ δεν ξέρω, αυτή είχε έρθει να κοιτάξει την θεια της που ήτανε άρρωστη, θα ειδοποιήσω τη μάνα της.». Ειδοποιήσανε τη μάνα μου και πήγε.

Ήτανε ξακουστοί οι γαμπροί! Δυο αδέρφια αγόρια ήτανε κι είχανε και δυο κόρες, η μια ήτανε παντρεμένη, η μικρή ήτανε μικρή. Και κάνουν τα προξενιά και κάνουν τα αυτά και τα τελειώσανε… Ο Κατσαμπάς βέβαια ελύσσαξε! Σου λέει τόσες νύφες εδώ, και να πάει να πάρει από το Ηράκλειο νύφη; Τσοι ‘χανε στο μάτι τσοι γαμπροί, είχανε τσουβάλια τ’ αλεύρια στο σπίτι ντως μέσα! Ήτανε καλός γαμπρός! Και πάει που λες η κουνιάδα μου η μικρή στα Μυρσινέικα, ήτανε οι μπακάληδες τότε, να ψωνίσει και το βάζουνε το κοριτσάκι μπροστά! Λέει «Τόσες νύφες στον Κατσαμπα και πήρετε από το Ηράκλειο νύφη;» Κι έρχεται το κοριτσάκι και τα λέει μπροστά μου -που να καταλάβει αυτή το νόημα- λέει «Μου ‘πανε εκείνο, εκείνο…».

Μόλις ένα μήνα είχα μπει στα εικοσιέξι μου χρόνια όταν πέθανε ο άντρας μου. Τα παιδιά μου ήταν μικρά όταν σκοτώθηκε. Ήτανε στρατιώτης τότε που ήτανε οι Γερμανοί, το ’40. Όταν τονε σκοτώσανε ένας ξαδερφος μου τον είδε και τον έβαλε στην άκρια -γιατί τους βάζανε μαζεμένους- τον έβαλε στην άκρια για να τον βάλουνε πάνω πάνω να πάμε να τονε… Ήτανε βουβός αυτός ο ξάδερφος. Τον εκαταλάβανε και του παίξανε μια και κοντέψανε να τονε σκοτώσουνε.

Δε σου ‘πα, στο συσσίτιο το οικονομικό, εκεί πέρα που μαγείρευε η μάνα μου, ήτανε ένα σπίτι εκεί, ένα ανδρόγυνο, Θεός σχωρέστηνε, και δεν είχενε παιδιά, ήκανε τρία τέσσερα και της πεθαίνανε. Δικαστικός ήτανε αυτός. Και ήτυχε να της έχει πεθάνει εκείνες τις μέρες ένα παιδί, ήτανε στο κρεβάτι ακόμα αυτή, και λένε τση μητέρας μου, παιδάκι ήμουνα, να πάω να τση κάνω συντροφιά. Είχε μια σπιταρόνα, αυλή, και με πήγανε για λίγες μέρες κι ήκανα πολλά χρόνια, δεν ήθελε να φύγω. Ήτανε ανδρόγυνο και καθόμαστε μαζί να τρώμε, να φέρει εκείνος σοκολατάκια, καραμέλες, με είχανε σαν παιδί τους. Τη μέρα που με πήγε η μάνα μου φορούσα μια αλατζαδένια ρομπίτσα, μια ροζ αλατζά, κι όταν βγήκε η μάνα μου πάνω κι ήκατσα εγώ κάτω στην τραπεζαρία, βρήκα μια καρφίτσα και το ‘καμα όλο αζουράκια, ήβγαζα τσοι κλωστές! Και κατεβαίνει η μάνα μου και τι να δει! Αλλά δε μπορούσε εκει πέρα να μου τσοι παίξει!
Ύστερα μ’ έφησε εκεί να τση κάνω παρέα. Ήκατσα εγώ, ήκατσα, από εκεί και πέρα δεν ξέρω ποσό καιρό ήκατσα. Έμεινα πολλά χρόνια. Περνούσα καλά, ήτρωγα ήπινα, μου δίνανε. Ύστερα άμα ήρθε η ηλικία και η μάνα μου είχε τη μικρή που τση τη γυρεύανε κι ήθελε να την παντρέψει -είχε τσοι δυο παντρεμένες- κι ήπρεπε πρώτα εγώ να παντρευτώ για να παντρέψει τη μικρή. Κι αυτοί παιδιά δεν ειχανε και θέλανε να μ’ αποκαταστήσουνε. Είχανε δυο σπίτια, ένα στον Άγιο Ματθαίο κι ένα εδώ στο συσσίτιο αυτό που μαγειρεύανε. Αυτοί θελανε να με υποστηρίξουνε, αλλά η μάνα μου ήθελε να με παντρέψει που βρέθηκε ο γαμπρός, για να παντρέψει και τη μικρή που της τη γυρεύανε. Βιαζότανε να με αποκαταστήσει, να με βάλει σ’ αντρούς πλάτες, και με παίρνει. Αυτονώς τως ήρθε θάνατος τότε που με πήρε η μάνα μου από ‘κει, αυτοί με ‘χανε σαν το παιδί τους.

Και παντρεύομαι και πέφτει ο περονόσπορος, μια αρρώστια στα αμπέλια, καταστροφή, θαρρείς πως μπήκα στο σπίτι και ντως ήβαλα φωτιά! Γίνηκε αυτή η αρρώστια στ’ αμπέλια και καταστραφήκανε, πέθανε κι η πεθερά μου.

Όταν πέθανε η πεθερά μου, το κοριτσάκι το μικρό το πήρε η νύφη, ήτανε παντρεμένος ο κουνιάδος. Και δεν εκαλοπέρνα το κοριτσάκι με τη νύφη της και το πήρα εγώ μαζί μου. Εγώ την είχα. Δεν είχα τον άντρα μου, είχα την κουνιάδα μου. Ύστερα παντρεύτηκε κι αυτή, ο άντρας της είναι τώρα σκοτωμένος.

Μετά που πέθανε ο άντρας μου φορούσα μαντήλι στο κεφάλι. Τότε καθούμαστε στην Αγία Τριάδα, είχαμε νοικιάσει ένα δωμάτιο και είχα βγει στην αγορά, κάπου είχα δουλειά. Άμα ήρθα βγάζω το μαντήλι και το πετώ στο κρεβάτι πάνω. Η κάμερα ήτανε η πόρτα κατευθείαν στο δρόμο αλλά είχε και μια πόρτα από μέσα και βγαίναμε στην αυλή. Στην αυλή είχε η σπιτονοικοκυρά μια πυθάρα μεγάλη με τα πολλά χερούλια, κι ήμπαινε ο παππούς σου κι ήκανε μπάνιο. Κι έρχεται η σπιτονοικοκυρά από την αυλή και μου λέει «Η μάνα σου σε γυρεύει και είπε άμα έρθεις να πας». Όπως είχα εγώ βγάλει το μαντήλι (χρόνια το φορούσα), από την αυτή μου να δω τι με ήθελε, δεν ήβαλα μαντήλι και πήγα χωρίς μαντήλι. Ήτανε κοντά, η απόσταση λίγη αλλά όπως περνούσα ήτανε μια πλατεΐτσα και είχε ένα καφενείο. Πήγα λοιπόν εγώ χωρίς μαντήλι και μόλις πάτησα το πόδι μου στο κατώφλι με κοιτάζει και μου λέει «Μωρή άντρα θες κι ήβγαλες το μαντήλι;» ακριβώς με τέτοιο τρόπο. Και τση λέω «Εγώ άντρα δε θέλω αλλά άμα με δεις και το ξαναβάλω να μου κόψεις το λαιμό!» και δεν το ξανάβαλα! Θεός σχωρέστη τη μάνα μου! Εννενηντατριώ χρονώ πέθανε…

Πριν μερικά χρόνια, μια εξαδέρφη μου είχε ένα εγγονό, πρώτη μου εξαδέρφη, του πατέρα μου του αδερφού κόρη. Λοιπόν, το παιδί αυτό ηδούλευε εδώ στο αεροδρόμιο και γνώρισε μια ξένη, τουρκάλα θαρρώ. Και τον πήρε και πήγανε στα Αλάτσατα εκδρομή στο σπίτι της. Και κάνει έτσι και βλέπει τον πατέρα μου φωτογραφία!! Αυτή τη φωτογραφία την είχενε και η γιαγιά του στο σπίτι. Αυτός άμα την είδε βέβαια δαγκώθηκε! Ρώτηξε και του είπανε ότι ήτανε παππούς γινομένος. Τότε είχε πεθάνει, αλλά μετά που τονε χάσαμε αυτός έζησε και παντρεύτηκε. Πού να μας ξανάβρισκε βέβαια εμάς! Η κοπελίτσα αυτή είπε πως ήτανε παππούς της. Τον εκρατήξανε οι τούρκοι και τον επαντρέψανε. Ήτανε όμως ωραίος άντρας!»

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading