Ξύπνησες ένα ωραίο πρωινό κι αναρωτήθηκες που πατάς και που βρίσκεσαι. Πως διαγράφεται το μέλλον σου και γενικότερα τι θα κάνεις σ’ αυτή τη ρημάδα τη ζωή που ήρθες.
Και το βρήκες! Παιδαγωγικά.
Καλά ε, εκπληκτική επιλογή. Πόση ώρα το σκεφτόσουν; Εμένα μου πήρε μερικά χρονάκια, κάποιες λανθασμένες επιλογές και δυο αλλαγές πόλεων για να καταλήξω εκεί. (Εμ! Δεν έδωσα σημασία στο ταξίδι. Ο προορισμός με ένοιαζε! Αν είχα δώσει λίγη σημασία πιθανόν θα καθόμουν στα αυγά μου!).
Παιδαγωγικά. Παιδάκια λες θα έχει, πόσο δύσκολο να ναι; Εγώ θα σου πω! Εγώ. Εγώ! Δώδεκα δίχρονα κι εγώ σε μία τάξη.
Θα μπορούσε να είναι ανετότατα τίτλος για θρίλερ. Ανετότατα! Όσοι έχετε παιδάκια, κάντε εικόνα το δικό σας, στα δυο του έτη, μαζί με άλλα έντεκα…Εκπληκτικό, ε; Το ουίσκι είναι στο πάνω πάνω ράφι.
Κι η μέρα ξεκινάει κάπως έτσι…
Η κυρία σηκώνεται στις 07.00. Ετοιμάζεται σε απόλυτη ηρεμία και φεύγει, ήρεμη, απ’ το σπίτι. Στο δρόμο κάνει μια στάση για καφέ. Σκέτο. Σε μέγεθος μικρής λεκανίτσας.
Φτάνει στη δουλειά. Ακούει τις τσιρίδες από κάτω και προς στιγμήν, η μεταβολή και το σπριντ φαίνονται αμιγώς ελκυστικά. Όχι όμως! Ιδέα της θα είναι. Μπαίνει μέσα κι ανεβαίνει στην τάξη της.
Δεν είναι ιδέα της.
Τσιρίδες, κλάματα, παιχνίδια, τσάντες, μπουφάν και παιδιά παντού!
Κι άντε να διαχωρίσεις τους μαθητές σου, να μαζέψεις τσάντες, να ετοιμάσεις τετραδιάκια. Αυτά παλεύονται! Τα ζουζούνια όμως από τις 09.00 το πρωί, όχι! Όχι!
Στις 09.15 καταφέρνεις να πιείς μια γουλιά καφέ. Μια γουλιά κυριολεκτικά γιατί πρέπει να έχεις το νου σου μην τυχόν κι εκσφενδονιστεί κάποιο παιχνίδι (για τυραννόσαυρους κι όχι για 2χρονα) σε κανένα κεφαλάκι.
Αφού φάνε οι μικροί Ντοθράκι, έρχονται οι πάνες. Είπαμε, 2χρονα! Εντάξει το πρωινό, παλεύεται. Μετά τη φασολάδα όμως το μεσημέρι, αρχίζεις να εκτιμάς τον θάλαμο αερίων. Too much info, I know!
Και τώρα πάμε στις δραστηριότητες. Εγώ θα δίνω τίτλους κι εσείς κάνετε εικόνες… Το ‘χουμε;
2χρονα και τέμπερα
2χρονα και μαρκαδόρους
2χρονα και κόλλα
2χρονα και πλαστελίνη
Μια μικρή λεπτομέρεια. Για τα 2χρονα όλα τρώγονται! Επομένως, δε φταίω εγώ για τα μπορντοροδοκοραλλοκανελλι δόντια! Παράπονα στην Carioca.
Α, κι ο καφές άθικτος. Ο καφές!
Κι αφού περάσουμε στιγμές εξπρές μεσονυχτίου για να επαναφέρουμε τις εργοστασιακές ρυθμίσεις στα παιδιά, ώστε να δείχνουν παιδιά, έρχεται αυτή η ευλογημένη ώρα του ύπνου! Και μαζί η ώρα του καφέ! Ναι!
Αυτή τη στιγμή έχω πάνω μου λίγη πράσινη τέμπερα, μαύρα δάχτυλα από μαρκαδόρους, λίγη φασολάδα στο αριστερό μπατζάκι, κόλλα στον δείκτη και τον μέσο, ένα μικρό κόψιμο από ψαλίδι (παιδικό!), μύξες στα παπούτσια από φτάρνισμα που ξέφυγε απ’ το χεράκι, ίσα με μισό εκατομμύριο μικρόβια, έχω μαστουρώσει απ ‘το αντισηπτικό, έχει κλείσει η φωνή μου απ’ τα τρίγωνα κάλαντα και μπορεί να κυκλοφορεί πάνω μου και καμιά ψείρα! (Ούτε για αστείο δεν τα λέμε αυτά, Παναγία μου! Δόξα και τιμή στο άγιο αντιψειρικό!).
«Έλα! Δεν είναι τόσο δραματικά!», είπε κλαίγοντας σε εμβρυακή στάση.
Ναι, είναι τόσο δραματικά όσο διαβάζεις κι ίσως και λίγο παραπάνω. Δεν είμαστε, φιλαράκι, μόνο τραγουδάκια. Αν ήταν έτσι θα πηγαίναμε στο voice, όχι σε παιδικό.
Έχουμε ευθύνη για δώδεκα ζευγάρια ματάκια που κάθε πρωί που μας βλέπουν λάμπουν από χαρά. Έχουμε να μεγαλώσουμε δώδεκα ανθρώπους. Να τους μάθουμε τι σημαίνει χαρά, αγάπη. Να τους δείξουμε τον κόσμο που τώρα ανακαλύπτουν. Έχουμε να μοιράζουμε αγκαλιές και φιλιά. Να σταθούμε φρουροί στα πρώτα τους βήματα και στηρίγματα στις πρώτες τους λέξεις. Να πονάμε όταν κλαίνε και να κάνουμε σαν χαζοχαρούμενες όταν ετοιμάζονται να μεγαλουργήσουν.
Πρέπει να είμαστε δασκάλες, κλόουν, τραγουδίστριες, ηθοποιοί, νοσοκόμες, μαγείρισσες, ζωγράφοι, συγγραφείς, μαμάδες.
Κι όταν ακούμε αυτό το περιβόητο «Κυρία σ’ αγαπάω πολύ», καμία πάνα και καμία μύξα δεν έχουν σημασία!