Από το σημείο εκκίνησης μέχρι τον τερματισμό, ήταν πέντε χιλιόμετρα. Το βουνό δεν ήταν για πολλά-πολλά, το έδαφος απότομο, συχνά λασπώδες. Και από κάτω ένας γκρεμός, γεμάτος αναρριχητικά φυτά, που οδηγούσε στο χάος. Αν έπεφτες. Μέχρι τώρα, είχαν πέσει δύο άτομα. Όχι πολλοί, θα μπορούσε να πει κάποιος, δεδομένου πως οι συγκεκριμένοι αγώνες με μηχανές συμπλήρωναν φέτος τα τριάντα χρόνια. Ήταν συναρπαστικό και συνάμα επικίνδυνο. Πολλοί λύγιζαν πολύ πριν φτάσουν στον τερματισμό. Άλλοι προτού καν αρχίσουν οι αγώνες: απλά έβλεπαν το κενό από κάτω, και τα κιγκλιδώματα που, όταν φυσούσε αέρας, τραντάζονταν σαν τα σπιτάκια που έριξε ο κακός λύκος στο παραμύθι με τα γουρουνάκια, ή άκουγαν τις φήμες από τους ντόπιους, που έλεγαν ότι το συγκεκριμένο βουνό ήταν καταραμένο.
Μαλακίες, σκεφτόταν ο Γιάννης Πέτρου όταν του το ανέφεραν για πρώτη φορά. Ήταν ένας εικοσιοχτάρης με κοντά μελαχρινά μαλλιά, που του άρεσε να κάνει φιγούρες και να ρίχνει γκόμενες. Βρισκόταν σε ένα χωριό κοντά στην πίστα ένα βράδυ, μια εβδομάδα πριν τους αγώνες. Η αποστολή του αποτελούνταν από είκοσι άτομα, περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν, κατά τη γνώμη του. Βασικά, μόνο αυτός απαραίτητος που οδηγούσε τη μηχανή. Οι άλλοι ήταν για τεχνικά ζητήματα. Και μερικοί μπράβοι, φυσικά: ο ιδιοκτήτης της εταιρείας εμπλεκόταν συχνά σε απατεωνιές εκατομμυρίων. Γι’ αυτό και τον είχε προτιμήσει, άλλωστε. Ο Πέτρου δεν ήταν ποτέ των κανόνων.
Όταν, λοιπόν, ένας παππούς τού είπε πως το βουνό το είχε καταραστεί ο Θεός, γέλασε με την ψυχή του. Ήταν μεθυσμένος, όπως κι ο Πέτρου, ο οποίος τον δούλευε, παρίστανε ότι τον ενδιέφεραν τα όσα έλεγε. Στην πραγματικότητα, τον είχε γραμμένο. Η ανιψιά του ενδιέφερε τον Πέτρου. Σέρβιρε τα ποτά και του χαμογελούσε. Πήγαινε γυρεύοντας κι ο Πέτρου δεν είχε κανένα πρόβλημα –κι αν είχε, πιο πίσω έστεκαν τρεις κύριοι με αρκετά όπλα για να «καθαρίσουν».
Ο γέρος είπε κάτι ότι κάθε δέκα χρόνια σκοτώνονταν άνθρωποι στο βουνό. Απλά δεν τους έβλεπε ποτέ ξανά κανείς. «Α-χα», έκανε ο Πέτρου στον γέρο, αλλά ουσιαστικά παρακολουθούσε την πιτσιρίκα. Χωριάτισσα που έψαχνε για καλό σεξ, σκέφτηκε, με κάποιον διάσημο. Για καλή της τύχη, όπως το συλλογιζόταν ο Πέτρου, εκείνο το βράδυ της τα έδωσε και τα δύο. Όχι ότι εκείνη ήταν κακή στο πήδημα, αλλά ήταν πιο παχιά απ’ ό,τι προτιμούσε ο Πέτρου. Ωστόσο, κατέληξε, εκεί μες στην ερημιά, δεν είχε και πολλές επιλογές.
Κάποια στιγμή, ο γέρος σκούντηξε τον Πέτρου και τον τράβηξε κοντά του. Βρομούσε τσίπουρο και ιδρώτα και άλλα πράγματα, που δεν ήθελε καν να τα σκέφτεται, και είπε: «Έχουν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά. Μην πας, νεαρέ. Φέτος είναι ξανά η χρονιά του».
Ναι, ναι. Ό,τι ήθελε. Ο Πέτρου ήθελε την ανιψιά του και την είχε λίγο αργότερα.
Όταν είδε το βουνό, κατάλαβε γιατί πολλοί δείλιαζαν. Ήταν όντως κακό μέρος για να στηθούν αγώνες ταχύτητας. Το είχαν φράξει, φυσικά, οι γκρεμοί είχαν καλυφθεί με το παραπάνω, αλλά η σκέψη ότι θα έτρεχες εκεί… Δεν είναι για όλους, σκέφτηκε ο Πέτρου. Μόνο άντρες σαν κι εμένα είχαν τα αρχίδια για να τρέξουν εδώ.
Από όλη τη διαδρομή, μόνο ένα σημείο δεν είχε καλυφθεί. Το Μικρό Άλμα, έτσι το έλεγαν. Ένα κενό που είχε δημιουργηθεί και είχε χωρίσει το βουνό σε εκείνο το σημείο, το οποίο και έπρεπε να περάσεις για να πλησιάσεις κι άλλο στον τερματισμό. Τίποτα το ιδιαίτερο, και με ποδήλατο το έκανες.
Τώρα βρισκόταν στα δύο χιλιόμετρα. Δύο προπορεύονταν και οι υπόλοιποι είχαν μείνει πολύ πίσω. Δεν ανησυχούσε. Η ομάδα του δεν έχανε εύκολα.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, γαλάζιος, και ο κρύος αέρας τσουχτερός. Έξω από την πίστα έβλεπες παντού φυτά και λουλούδια. Ο Πέτρου αναρωτήθηκε μια δυο φορές ποιο καταραμένο μέρος θα είχε τόσα χρώματα.
Η μηχανή τρανταζόταν εύκολα και τσαλαβουτούσε στις λάσπες. Ήταν εκνευριστικό, αλλά δεν τον πείραζε πολύ. Είχε βρεθεί και σε χειρότερες πίστες. Οι στροφές ήταν απότομες σε ορισμένα σημεία. Αρκετά επικίνδυνες, αλλά τις περνούσες άνετα αν ήσουν καλός.
Ο Πέτρου ήταν.
Είδε τον ένα που τον είχε προσπεράσει. Είχε καλή μηχανή, του το αναγνώριζε. Όμως, δεν θα τον άφηνε να κερδίσει. Άρχισε να τον πλησιάζει. Στο επόμενο χιλιόμετρο, έπρεπε να είναι δεύτερος και να φτάνει τον πρώτο. Πριν το Μικρό Άλμα, αλλιώς θα έχανε. Για τον Πέτρου, υπήρχε μόνο η πρώτη θέση. Οι άλλες, έλεγε, ήταν για τους losers. Τις λίγες φορές που βρέθηκε στη δεύτερη ή στην τρίτη θέση, δεν το πήρε καλά.
Ο τύπος δεν άφηνε τον Πέτρου να τον προσπεράσει. Τον εμπόδιζε, χρησιμοποιώντας τον μικρό διάδρομο που είχαν φτιάξει για να τρέχουν οι διαγωνιζόμενοι. Κοιτούσε πίσω του και πήγαινε όπου έκανε ο Πέτρου να κατευθυνθεί.
Ο Πέτρου χαμογέλασε. Ο άλλος νόμιζε πως είχε το πάνω χέρι.
Έφτανε στην προτελευταία στροφή, πριν από αυτή που έβγαζε στο Μικρό Άλμα. Έπρεπε να κάνει την κίνησή του.
Έτσι, έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε. Το αφεντικό του το είχε προτείνει και ο Πέτρου είχε συμφωνήσει: κανείς δεν τους νικάει, χρησιμοποιούν κάθε μέσο. Είναι πολύ απλό.
Και στη συγκεκριμένη πίστα ήταν ακόμα ευκολότερο. Εδώ δεν υπήρχε κόσμος, ούτε κάμερες. Όχι σε κάθε σημείο. Ο Πέτρου είχε ενημερωθεί πού θα είχε την ευκαιρία του, τα είχε συζητήσει με τους μπράβους, που είχαν ελέγξει κάθε σπιθαμή της πίστας.
Τρεις σφαίρες έριξε, που ίσα που ακούστηκαν, χάρη στους σιγαστήρες. Ο τύπος μπροστά του έπεσε φαρδύς πλατύς στο έδαφος και η μηχανή του χτύπησε στα πλάγια κιγκλιδώματα. Ο Πέτρου έκοψε ταχύτητα, την πέρασε και συνέχισε.
Όταν βρέθηκε κοντά στο Μικρό Άλμα, σταμάτησε. Είδε τον διαγωνιζόμενο που προπορευόταν όλων τους να έχει σταματήσει, με τη μηχανή του αναμμένη. Κοιτούσε το Μικρό Άλμα. Φαινόταν αβέβαιος.
Κανονικά, ο Πέτρου θα τον προσπερνούσε, χωρίς δεύτερη σκέψη. Αλλά ήθελε να σπάσει και λίγη πλάκα. Άλλωστε, οι άλλοι (πλην του ενός που τον σκότωσε) ήταν πολύ πιο πίσω.
Πήγε δίπλα του. «Τι έγινε;» ρώτησε.
Ο άλλος τον κοίταξε. «Δεν ξέρω. Κάτι δεν μ’ αρέσει». Έδειξε προς το άνοιγμα με τα μεγάλα φυτά του ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πιο πέρα η πίστα συνεχιζόταν για ενάμιση χιλιόμετρο, περίπου.
«Φοβάσαι;» ρώτησε ο Πέτρου.
Δεν απάντησε.
Φοβόταν. Πολύ.
Ο Πέτρου γκάζωσε.
«Μην πας», είπε ο άλλος.
Ο Πέτρου γέλασε. Loser, σκέφτηκε. Έκανε λίγο πίσω, πήρε φόρα και τα έδωσε όλα. Πήδηξε πάνω από το κενό.
Τότε, κάτι είδε με την άκρη του ματιού του. Κάτι κινήθηκε εκεί, ανάμεσα στους βράχους.
Μετά ούρλιαξε.
Άρχισε να πέφτει, καθώς δύο μακριά πράσινα κλαριά σαν πλοκάμια άρπαξαν τη μηχανή και την τράβηξαν στο κενό του Μικρού Άλματος. Ο Πέτρου γραπώθηκε από τις λαβές της μηχανής. Δύο άλλα πλοκάμια εκτοξεύτηκαν και του έπιασαν τα χέρια σαν βόες που τυλίγονται γύρω από το θήραμά τους. Ο Πέτρου είδε το χείλος του βράχου στον οποίο έπρεπε να προσγειωθεί να απομακρύνεται από πάνω του. Του φάνηκε πως άκουσε και τον άλλο οδηγό να φωνάζει κάπου μακριά.
Ο Πέτρου ούρλιαξε κι άλλο.
Όμως, ένα πέμπτο πλοκάμι τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του και η φωνή του χάθηκε. Άλλα δύο άρπαξαν τα πόδια του. Η δύναμη που ασκούνταν στο σώμα του ήταν αδιανόητη. Τα πνευμόνια του άδειαζαν από αέρα και το πρόσωπό του κοκκίνιζε.
Έπειτα άκουσε απανωτά κρακ και πόνος απλώθηκε στο κορμί του, καθώς τα τέσσερα άκρα του διαλύθηκαν. Η μηχανή έφυγε κάτω από το σώμα του, που σφάδαζε.
Ήταν στον έλεγχο των πλοκαμιών.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.
Αλλά όταν στράφηκε και είδε ένα μεγάλο στρογγυλό στόμα με κοφτερά δόντια κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει. Είχε πέσει στο Μικρό Άλμα.