Επ! Τι τίτλος είναι αυτός; Ντροπή! Μας διαβάζουν και σοβαροί άνθρωποι, παιδιά, ηλικιωμένοι. Είμαστε η παρέα τους το βράδυ ή στο λεωφορείο, θ’ ανοίξει κάποιος να διαβάσει ένα κείμενο με τέτοιο τίτλο;;;
Και η αρχισυνταξία; Θα το ανοίξει; Θα το διαβάσει; Γιατί αν το διαβάσει θα το εγκρίνει, αλλά ο τίτλος είναι κάπως βρε παιδί μου.
Το ξέρω. Αλλά να σας πω ένα μυστικό; Δεν έβρισκα καλύτερο, πιστέψτε με. Κι όταν κι εσείς το διαβάσετε, νομίζω (εύχομαι δηλαδή) να συμφωνήσετε μαζί μου.
Όλοι έχουμε την προσωπική μας αργκό, σωστά; Λέξεις που μόνο εμείς χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, που συνήθως οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν το νόημα που εμείς τους δίνουμε. Στο προσωπικό μου λεξιλόγιο λοιπόν ανήκει αυτή η έκφραση «τα κωλαράκια» και φυσικά δεν αναφέρομαι κυριολεκτικά σ’ αυτό το σημείο της ανθρώπινης ανατομίας. Μου καρφώθηκε η λέξη στο μυαλό μια φορά περιμένοντας στην στάση του λεωφορείου. Ήμουν όρθια και στο παγκάκι κάθονταν τρεις ηλικιωμένες κυρίες, που μάλλον ήταν παρέα μεταξύ τους. Σε λίγο, ήρθε άλλη μία σαφώς νεότερη φορτωμένη με τσάντες κοίταξε στο παγκάκι, δεν χωρούσε σίγουρα, παρ’ όλα αυτά, άφησε τις τσάντες δίπλα κι έκανε να καθίσει στην ακρούλα. Όχι, δεν χωρούσε, αλλά κάθισε, δήθεν ευγενικά και διακριτικά. Μαζεύτηκαν οι τρεις κυρίες όσο μπορούσαν κι όλο εκείνη καθόταν καλύτερα. Μέχρι να έρθει το λεωφορείο, η μία είχε ήδη σηκωθεί όρθια γιατί σιγά σιγά, ύπουλα την είχε εκτοπίσει από την θέση της. Και φυσικά, πλέον δεν καθόταν στην άκρη, αλλά αναπαυτικότατα σαν να ήταν εκείνη ήδη εκεί πριν την παρέα.
«Τσουπ» σκέφτηκα «το άπλωσε το κωλαράκι της»
Το ίδιο έκανε κι όταν ήρθε το λεωφορείο, στάθηκε όρθια πάνω από έναν δύσμοιρο κύριο, που τρεις στάσεις πριν τον προορισμό του σηκώθηκε και της παραχώρησε την θέση του, μια και πνιγόταν ο Χριστιανός από την παρουσία της. Τσουπ, ξανά το βόλεψε λοιπόν το κωλαράκι της.
Όπως θα το βόλευε συνήθως, δεν χωρούσε αμφιβολία. Έχω δει πολλά «κωλαράκια» από τότε.
Συνήθως συμπαθητικά, τραβηχτικά ίσως, πάντα πονηρά και πάντα με στόχο. Να απλώσουν το κωλαράκι τους εκεί που ήδη υπάρχει άλλος. Γιατί, να ξέρετε, οι άδειες θέσεις, οι κενές καρέκλες, ό,τι ευχαρίστως διατίθεται, δεν τα πολυνοιάζουν. Κι αν βρεθούν για λίγο εκεί, σίγουρα είναι μέχρι να βρουν κάτι που να μην είναι απλά δικό τους. Κάτι που το σταμπάρουν απλά και μόνο γιατί δεν τους ανήκει. Μόνιμα ή προσωρινά.
Είμαι σίγουρη λοιπόν πως τώρα κι εσύ που διαβάζεις έχεις στο μυαλό σου κάποιο «κωλαράκι». Την συνάδελφο που σου ‘φαγε τον πελάτη, την άδεια ή και την θέση τελευταία στιγμή, τον φίλο που γούσταρε την δική σου γυναίκα, μόνο και μόνο επειδή ήταν δική σου, τον γείτονα που ξεπαρκάρει για να παρκάρει στην δική σου θέση, την γλυκούλα ηλίθια που θέλει απλά να χωθεί στον δικό σου κύκλο, ζωή, συζήτηση. Θα σου φάει την σειρά στο σούπερ μάρκετ, θα σε προσπεράσει στον δρόμο, στην ζωή, στην δουλειά, στην παρέα, στην οικογένεια. Θα μιλάει κρυφά και παράλληλα με όλους, αλλά και με σένα, δήθεν ακούγοντάς σε προσεκτικά, μα ο μοναδικός σκοπός είναι να χωθεί όσο το δυνατόν πιο πολύ στην ζωή σου. Θα βγαίνει με τις παρέες του, μα θα χωθεί και στην δική σου.
Όλοι έχουμε τα «κωλαράκια» της ζωής μας κι είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή μας φέρνουν στα όριά μας. Κι αν έφαγαν και την «σφαλιάρα» τους, που στην τελική τους άξιζε κιόλας, τα «κωλαράκια» δεν πτοούνται. Ίσα ίσα που με μεγαλύτερο θράσος, απλώνονται. Φοράνε την μάσκα του ήρωα, του ταλαίπωρου, του άτυχου αυτής της ζωής της βρώμας, που δεν φείδεται σε δυστυχίες που τους μοιράζει και κλαψουρίζουν με κροκοδείλια δάκρυα μέχρι να τσιμπήσουν το πρώτο θύμα της κλάψας τους. Αδίστακτα και με περισσή μαεστρία ξαναχτίζουν τις συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να προχωρήσουν στην επόμενη κατάκτηση ξένου στόχου.
Όχι, δεν είναι μόνοι. Έχουν το κοινό τους, τους φίλους τους, την οικογένειά τους. Έχουν, μα τα ξένα είναι πιο γλυκά, σωστά;
Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Αν ναι, τότε, πάρτε μια απόφαση όπως πήρα κι εγώ! Φυτέψτε ολόδροσα και σκληρά αγγούρια στον δρόμο τους. Πυκνά πυκνά, για να είστε σίγουροι πως δεν θα ξεφύγουν. Αν είστε στην στάση και κάθεστε, όχι μην επιτρέψετε να καθίσει στην ακρούλα. Αντιθέτως, σπρώξτε αν χρειαστεί.
Σας φιλώ γλυκά.
Πάω να φυτέψω. Και στα δικά σας!
Μάτα Βισβίκη