Φτωχογειτονιά του Πειραιά 1950
Παντού, όπου έπεφτε το μάτι σου αλάνες και μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα. Τρύπες στους τοίχους από τις πρόσφατες μάχες του φρικτού εμφυλίου που σιγά σιγά θα έκλειναν, τραύματα στις ψυχές που θα επουλωνόταν ίσως, αλλά θα μάτωναν στην πρώτη θύμηση και θα πονούσαν για πάντα. Η ζωή όμως έχει δύναμη, έχει ορμή και τα παιδιά ξεχνούν πιο εύκολα. Έτσι πρέπει έτσι ορίζει η φύση…
Μόλις είχε γυρίσει από την εκκλησία με τα καινούργια του παπούτσια! Καμάρωνε γιατί ήταν το πρώτο του ζευγάρι, μέχρι τότε φορούσε κάτι παμπάλαια του πατέρα του ή ήταν ξυπόλυτο όπως όλα σχεδόν τα παιδάκια της γειτονιάς. Του είπαν να τα προσέχει πολύ, αλλά είδε τους φίλους του να παίζουν στην αλάνα μ’ ένα μάτσο παλιόπανα για μπάλα και δεν άντεξε να μην χωθεί στο παιχνίδι. Τα άφησε δίπλα, στο σκαλάκι μιας πόρτας να μην τα λερώσει με τα χώματα και να μην τα χαλάσει με τις πέτρες. Το παιχνίδι κρατούσε καλά, όταν είδε τον πατέρα του να πλησιάζει με το παλτό ριγμένο στους ώμους. Βαρύς, σοβαρός κι αυστηρός, του είχε αδυναμία αλλά δεν χαριζόταν σε κανέναν ο πατέρας. Δεν καταλάβαινε τίποτα αν έκρινε ότι ο μικρός ή κάποιο από τα αδέλφια του είχε κάνει αταξία.
-Πού είναι τα παπούτσια σου; τον ρωτάει άγρια.
Κοιτάζει προς το σκαλάκι πουθενά τα παπούτσια του! Καπνός! Να ήταν κι άλλα!
Κατάλαβε…
-Μου τα έκλεψαν.
Το θυμωμένο βλέμμα του πατέρα δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολία! Έγκλημα και τιμωρία.
Το έπιασε από το αυτί και τον σήκωσε ψηλά. Στο μάγουλο του σχηματίστηκε ένα μικρό ρυάκι από αίμα.
—
Νεοκλασικό διώροφο Μέσα δεκαετίας 1950.
-Έλα Φωφώ μου, έλα να πιούμε καφεδάκι.
Σπάνια η μάνα της καλούσε φιλενάδες στο σπίτι. Όλο στην κουζίνα ήταν ή μαγείρευε ή έπλενε ή φρόντιζε τα πεθερικά της. Πού καιρός για καλέσματα και βεγγέρες. Αλλά έτυχε εκείνο τον μήνα να είχε στείλει ο πατέρας της δυο τενεκέδες από ένα μαγικό γλύκισμα! Γεμιστά μπισκότα! Έναν τενεκέ σοκολάτα κι ο άλλος κρέμα! Η μάνα της τα έκρυψε να κερνά, αλλά σιγά που δεν θα τα ανακάλυπτε εκείνη! Ήταν το αφεντικό στο σπίτι και το ήξερε! Η μάνα της άργησε να την κάνει κι ήταν τα πάντα της. Εκεί ανέτειλε κι έδυε ο Ήλιος! Όταν μεγάλωσε την κορόιδευε:
-Καλά, δεν γέννησες και τον Μωυσή!
-Για μένα ήσουν ο Μωυσής! της απαντούσε η μάνα.
Η πειθαρχία όμως πειθαρχία! Γι’ αυτό όταν η μάνα της κάλεσε την Φωφώ και είχε ανοίξει την σάλα που ήταν το δωμάτιο που άνοιγε μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, ήξερε και περίμενε. Περίμενε όμως τη γνωστή τιμωρία με τις ξυλιές στον κώλο. Το παράπτωμα όμως ήταν βαρύ κι η ντροπή μπροστά στην Φωφώ μεγάλη. Να σερβίρει το γεμιστό μπισκότο άδειο; Σαλιωμένο και γλιτσιασμένο; Γιατί είχε φάει με τα δοντάκια της σαν μικρό ποντικάκι όλη τη γέμιση σοκολάτα και τα είχε πάλι κλείσει σαν να μην έγινε τίποτα. Και θα την γλύτωνε πάλι, αν η φίλη της μάνας δεν την είχε κουρδίσει πως η συμπεριφορά της αύτη έχρηζε παραδειγματικής τιμωρίας. Έγκλημα και τιμωρία. Η βελόνα τρύπησε πολλές φορές το παχουλό της χεράκι που μάτωνε και μελάνιαζε και πολύ την πονούσε μέρες πολλές πολλές μετά. Ο γιατρός είπε πως αν μολυνόταν θα το έχανε.
—
Καπνιστήριο εμπορικού πλοίου μέσα δεκαετίας ’70
Ένα κοριτσάκι κοιτούσε με τα πελώρια μάτια του τρομαγμένα τον μπαμπά της που στεκόταν πάνω από το κεφαλάκι της και την ρωτούσε θυμωμένα:
-Δεν σου έχω πει να μην παίρνεις πράγματα από ανθρώπους που δεν γνωρίζεις;
-Μα, μα, μπαμπά, είσαστε μπροστά κι η μαμά κι εσύ κι έπειτα τον ξέρετε αυτόν τον κύριο, είναι ναύτης και μου έδωσε ένα καλαμπόκι και…και…
Το κλάμα της έπνιγε το λαιμό, ο θυμός του πατέρα δεν μαλάκωνε, ήξερε τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά δεν το χωρούσε το μυαλό της των έξι χρόνων πώς γίνεται. Αυτός ο ίδιος μπαμπάς που την λάτρευε, που την έβαζε πάνω στην κουπαστή και της τραγουδούσε τραγούδια και της μάθαινε πως κάθε φάρος έχει το δικό του τραγούδι και μιλάει με το φως του στα καράβια για να ξέρουν πού βρίσκονται έστω κι αν χαθούν, ο ίδιος μπαμπάς που της έφτιαξε το κρεβατάκι των ονείρων της μόνος του και της γαργαλούσε τα πόδια για να κοιμηθεί, ο ίδιος μπαμπάς που την σήκωνε ψηλά για να πάρει ανάσα όταν είχε κοκίτη, τώρα έβγαζε αργά την ζώνη από το παντελόνι του κι είχε κλειδώσει την μάνα της έξω από το δωμάτιο για να μην μπει ανάμεσά τους και της κερδίσει μερικές λουριδιές. Και την άκουγε να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει: «Άνοιξε, θα μου σκοτώσεις το παιδί!».
Έγκλημα και Τιμωρία…
Ασπασία Κουρέπη