Ο άντρας με το μαύρο δερμάτινο παλτό λεγόταν Σεντρίκ Ζερμέν και ήταν τριακοσίων ετών. Άνοιξε την πόρτα του μπαρ Persona Ficta* και μπήκε. Έκανε ζέστη, ενώ έξω το χιόνι έπεφτε νιφάδα τη νιφάδα, σαν να έριχνε ο Θεός ζάχαρη στο γλυκό Του. Το μπαρ ήταν μισοσκότεινο και με λίγους πελάτες. Η ατμόσφαιρα διακατεχόταν από μια μίξη τοπικών ποτών και παλιάς μουσικής ροκ. Στους τοίχους υπήρχαν πίνακες ζωγραφικής κάθε ιστορικής περιόδου, με αναπαραστάσεις τεράτων. Το τζάκι έφεγγε κοντά στο παράθυρο, με ένα τεράστιο καζάνι να γουργουρίζει και μια παρέα τριών πρασινόμορφων εργατών να κάθεται συνωμοτικά γύρω από ένα τραπέζι.
Πήγε στη μπάρα και κατέλαβε ένα σκαμπό. Η μπαργούμαν, μια κοκκινομάλλα γυναίκα με αγέλαστο πρόσωπο, γεμάτο ρυτίδες, άφησε το βιβλίο που διάβαζε και πλησίασε τον άντρα. Δεν του μίλησε, παρά περίμενε απαθής.
«3 Monts», είπε αυτός με την γαλλική προφορά του.
Η μπαργούμαν απομακρύνθηκε.
Ο Σεντρίκ έσαξε τα ξανθά μαλλιά του. Έριξε μερικές ματιές γύρω του. Είχε εντοπίσει το πρόσωπο που έψαχνε από την πρώτη στιγμή. Τον είχε δει και τον είχε οσμιστεί. Καθόταν σε ένα τραπέζι στο βάθος του μπαρ, σε ένα χώρο που δεν φωτιζόταν παρά αχνά, με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Ήταν κοντός και αδύνατος και φορούσε μια μακριά καπαρντίνα. Στο κεφάλι είχε περασμένη την κουκούλα του.
Η μπαργούμαν άφησε μπροστά στον Σεντρίκ το ποτήρι με τη μπίρα του.
Ο Σεντρίκ την πλήρωσε και την ρώτησε κάτι.
«Έξω. Όχι στο μπαρ μου», του είπε εκείνη. Έφυγε, πριν της πει τίποτα άλλο.
Δεν τον απογοήτευσε. Είχε ακούσει πως η εν λόγω κυρία, η μάγισσα Ραφαέλα Έλινγουντ διατηρούσε αυτό το μπαρ «καθαρό», μακριά από μπλεξίματα. Εδώ μαζεύονταν τα τέρατα όλου του κόσμου. Δεν επιτρέπονταν μάχες εντός του μπαρ. Ήταν χώρος ιερός. Καταφύγιο, κατά μία έννοια. Ένα καταφύγιο χαμένο στα βουνά.
Για κάποιους, όμως, δεν θα έπρεπε να είναι.
Ο Σεντρίκ αναζητούσε τον άντρα με την καπαρντίνα δύο μήνες τώρα. Είχε λάβει την κλήση από την Αγέλη, που βρισκόταν στο Παρίσι, ενώ ο ίδιος ήταν σε διακοπές με τα παιδιά και την γυναίκα του. Οι άλλοι δεν είχαν καταφέρει να τον πιάσουν, οπότε επιστρατεύτηκε ο Σεντρίκ. Αρχικά, ακολούθησε την πεπατημένη: έψαξε όπου πίστευε ότι θα πήγαινε ο ύποπτος –άδικος κόπος.
Μετά ακολούθησε άλλη διαδρομή: πήγε όπου λογικά δεν θα πήγαινε ο ύποπτος. Και τον βρήκε.
Απόλαυσε τη μπίρα του. Δε βιαζόταν. Ήθελε και ο άλλος να απολαύσει τις τελευταίες του στιγμές έξω από τον τάφο, όπου θα έπρεπε να έχει μείνει κλεισμένος.
Οι άλλοι θαμώνες δεν έδωσαν σημασία ούτε στον ένα ούτε στον άλλο. Σταδιακά, άρχισαν να φεύγουν, καληνυχτίζοντας την Ραφαέλα, η οποία διάβαζε το βιβλίο της και έτρωγε τη σούπα της από το καζάνι που έβραζε.
Ο Σεντρίκ πήρε το ποτό του και σηκώθηκε. Πλησίασε τον ύποπτο και κάθισε απέναντί του.
Ο άλλος σήκωσε το κεφάλι. Είχε φορέσει ένα καφετί κασκόλ στο πρόσωπο και έμοιαζε με ληστή της Άγριας Δύσης. Μόνο που ο Ρέλεκ δεν ήταν από την Αμερική, αλλά από την αρχαία Αίγυπτο. Κάτω από τα ρούχα που είχε κλέψει υπήρχε ένα σώμα με ελάχιστο, μαυρισμένο δέρμα, καλυμμένο με επιδέσμους. Ο Ρέλεκ είχε μουμιοποιηθεί κάπου το 2ο π.Χ. αιώνα και τον είχαν κλείσει στη σαρκοφάγο του, μέσα σε μια πυραμίδα. Αλλά κάτι ηλίθιοι τυμβωρύχοι τον ξύπνησαν πριν τρεις μήνες και έκτοτε περιφερόταν σαν χαμένος εξερευνητής.
Κανονικά, η Αγέλη θα τον άφηνε στην ησυχία του. Όμως, ο Ρέλεκ δεν καθόταν άπραγος στα ταξίδια του. Σκότωνε. Βασάνιζε. Όπως όταν ζούσε σαν άνθρωπος, σαν φαραώ, που έκανε βαρβαρότητες σε δύστυχους δούλους. Μόνο που τώρα ήταν νεκροζώντανος και αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Την ψυχή του την είχαν καταραστεί οι ομόθρησκοί του καθώς τον έθαβαν.
Κοίταξε τον Σεντρίκ με τις άδειες κόγχες του.
Ο Σεντρίκ σήκωσε το ποτήρι και τσούγκρισε αυτό του Ρέλεκ. Και ήπιε. «Ρέλεκ, ήρθα για σένα», του είπε. «Δεν ανήκεις σε αυτό τον κόσμο».
Ο Ρέλεκ παρέμεινε αμίλητος.
«Έκανες μεγάλο κακό, Ρέλεκ. Σκότωσες πολλούς αθώους». Ο Σεντρίκ θυμήθηκε στιγμιαία όσα του είπαν πως είχαν κάνει παλαιότερα οι δικοί του πρόγονοι. Οι λυκάνθρωποι. Τότε που ακόμα δεν είχαν καταφέρει να κατασιγάσουν τις ορέξεις τους. Πριν αποφασίσουν να δημιουργήσουν την Αγέλη και να προστατεύουν τον κόσμο από τα άλλα τέρατα. Αυτός δεν πρόλαβε την Εποχή του Κυνηγιού, όπως είχαν ονομάσει το δικό τους Μεσαίωνα. Και ούτε ήθελε. Είχε δει αρκετό κακό να συμβαίνει και σκόπευε να σταματήσει όσο περισσότερους υπερφυσικούς φονιάδες μπορούσε.
Ο Ρέλεκ ήταν ένας από αυτούς.
«Η δουλειά μπορεί να γίνει με τον εύκολο ή με το δύσκολο τρόπο, Ρέλεκ», συνέχισε ο Σεντρίκ. «Εσύ θα αποφασίσεις πώς θα γίνει».
Η μούμια ήταν αμέτοχη.
Ο Σεντρίκ ήπιε την υπόλοιπη μπίρα του. «Ας τελειώνουμε με αυτό». Σηκώθηκε και ήρθε δίπλα στον Ρέλεκ. «Έλα».
Ο Ρέλεκ δεν κουνήθηκε.
«Διάλεξες το δύσκολο τρόπο, ε; Κρίμα». Ο Σεντρίκ άρπαξε την καπαρντίνα και τον τράβηξε με δύναμη. Περίμενε πως θα έφερνε αντίσταση, αλλά ο Ρέλεκ αφέθηκε και έπεσε πάνω στον Σεντρίκ και μετά και οι δύο βρέθηκαν στο βρόμικο πάτωμα.
Ο Ρέλεκ ήρθε πάνω από τον Σεντρίκ και κατέβασε το δεξί χέρι του. Βρήκε το λυκάνθρωπο στο σαγόνι. Ο Σεντρίκ ένιωσε ελάχιστο πόνο, μα ο Ρέλεκ βόγκηξε. Είχε μείνει πολύ καιρό εκτός παιχνιδιού και είχε χάσει αρκετή από τη δύναμή του, υπέθεσε ο Σεντρίκ.
Ο Σεντρίκ γεύτηκε το αίμα του και τα μάτια του έγιναν μαύρα. Το σώμα του διογκώθηκε και τα ρούχα του σκίστηκαν. Κατάφερε να φέρει τον Ρέλεκ μπρούμυτα στο πάτωμα. Του γύρισε τα χέρια στην πλάτη, με τα ταλαιπωρημένα κόκαλα να τρίζουν. Ο Ρέλεκ κουνιόταν βίαια, εμποδίζοντας τον Σεντρίκ να τον δέσει. «Κάτσε ακίνητος», είπε ο λυκάνθρωπος, χωρίς να εισακουστεί.
Τότε ένιωσε κάτι να τον σταματάει. Όπως και τον Ρέλεκ. Ήταν κάτι άυλο που πάγωνε τα άκρα τους. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να κουνηθεί.
«Σας είπα», ακούστηκε η Ραφαέλα λίγο παραπίσω, «ότι στο μπαρ μου δε γίνονται μάχες».
Την επόμενη στιγμή, η μούμια και ο λυκάνθρωπος εκτοξεύτηκαν προς το παράθυρο. Δεν το έσπασαν, δεν το χτύπησαν καν, παρά πέρασαν από μέσα του και βρέθηκαν στο χειμωνιάτικο, βραδινό τοπίο. Προσγειώθηκαν στο χιόνι, με τα πανωφόρια τους να κυματίζουν.
Ο Σεντρίκ σηκώθηκε πρώτος. Είδε τον Ρέλεκ να έχει μείνει ακίνητος στο έδαφος. Περπάτησε προς αυτόν. «Μην αντισταθείς, Ρέλεκ», φώναξε. Ήρθε πάνω από τη μούμια, που έτρεμε σπασμωδικά. «Καιρός να γυρίσεις στον τάφο σου».
Γονάτισε, βγάζοντας τα δεσμά από την τσέπη του.
Έκανε να πιάσει το δεξί χέρι του Ρέλεκ, αλλά πρόσεξε πως κάτι συνέβαινε. Η μούμια άρχισε να βογκάει, ενώ το σώμα της έμοιαζε να χάνει τη δύναμή του.
Το κρύο, σκέφτηκε ο Σεντρίκ. Δεν το αντέχει.
Τον λυπήθηκε λίγο.
Αλλά το μετάνιωσε.
Ο Ρέλεκ σήκωσε τα χέρια με απίστευτη ταχύτητα και έπιασε τον Σεντρίκ από το λαιμό. Ο λυκάνθρωπος προσπάθησε να απελευθερωθεί, όμως ο Ρέλεκ δεν είχε τελειώσει: βγάζοντας ένα στερνό ουρλιαχτό, οι επίδεσμοι ξετυλίχτηκαν από το κορμί του και κάλυψαν το σώμα του Σεντρίκ σαν χλωμά φίδια, ενώ τα κόκαλα από κάτω έγιναν σκόνη. Παράλληλα, ένα μπλε σύννεφο αναδύθηκε από τις κόγχες του Ρέλεκ και εισήλθε στον οργανισμό του Σεντρίκ.
Το πράγμα που σηκώθηκε έξω από το Persona Ficta δεν ήταν πια ο Σεντρίκ Ζερμέν. Αλλά είχε τις αναμνήσεις του λυκάνθρωπου, όπως και τη δύναμή του.
Έψαξε νοερά στις γνώσεις του Σεντρίκ και βρήκε τα της Αγέλης. Έπρεπε να την καταστρέψει.
Έτσι, πήρε το κασκόλ, το φόρεσε, έσαξε τα ρούχα και κίνησε για το Παρίσι.
* Persona Ficta (λατ.): φανταστικό/μυθιστορηματικό πρόσωπο