Σημείωση του επιμελητή: Λόγω τεράστιας έκτασης – σχεδόν 13.000 λέξεις-, το κείμενο είναι χωρισμένο σε οχτώ σελίδες. Μπορείτε να μετακινηθείτε στις σελίδες από τους συνδέσμους που θα βρείτε μετά την βαθμολογία του άρθρου. Μην ξεχάσετε να μας αφήσετε τις σκέψεις σας και την βαθμολογία σας! Καλή ανάγνωση!
Κάστρο του Μπραν, Τρανσυλβανία
Φεβρουάριος 1897 μ.Χ.
Η Ρεβέκκα καθόταν στην θέση που κάποτε ανήκε μονάχα στην Κόμισσα. Μπροστά της είχε το τεράστιο ξύλινο γραφείο, πάνω στο οποίο αναπαυόταν ένα κηροπήγιο με σβησμένα λευκά κεριά, ένα βάζο με μαραμένα λουλούδια, η πένα με το άδειο μελανοδοχείο, αλλά και το χαρτί με τα πλαγιαστά γράμματα, στις γραμμές του οποίου είχε εναποθέσει την εντολή της η πάλαι ποτέ ψηλή και όμορφη πυργοδέσποινα. Στους τρεις τοίχους, υπήρχαν κι άλλα κηροπήγια που είχαν πάψει να λάμπουν εδώ και αιώνες, ενώ αράχνες είχαν πλέξει τους ιστούς τους στις γωνίες και περίμεναν υποψήφια θύματα, αλλά και έλπιζαν να μην γίνουν αντιληπτές από τους άλλους ενοίκους του κάστρου. Το παράθυρο πίσω από την Ρεβέκκα και κάτω από το πορτραίτο της Κόμισσας ήταν ορθάνοιχτο, όπως και κάθε άλλο, με τις σκισμένες κουρτίνες να κρέμονται παράμερα από το κουρτινόξυλο σαν φτερά νεκρού πτηνού.
Η Μαγκνταλένα στεκόταν στα δεξιά της Ρεβέκκα, ενώ στα αριστερά ήταν η Ροζάλια Μολντοβάνου. Στην άλλη μεριά του γραφείου, έστεκαν ο Βασίλι, ο Νικολάι, η Μαριάννα Μπενγκέσκου, ο Αρσένιε και ο Νάντρου Μολντοβάνου. Όσοι είχαν ακόμα τις νοητικές ικανότητες, κοιτάζονταν αναμεταξύ τους, σκεπτόμενοι τα όσα είχε ανακαλύψει η Μαγκνταλένα πριν λίγες ώρες. Τα θηράματα ήξεραν, αν όχι τα πάντα, τότε σίγουρα ένα μέρος της αλήθειας, και είχαν αρχίσει να παίρνουν τα μέτρα τους, για να προφυλαχθούν. Είχαν όπλα και κυκλοφορούσαν σε μικρές ομάδες το βράδυ. Στο μεγαλύτερο σπίτι που υπήρχε στο Μπραν, απ’ ό,τι είχε πει το κορίτσι των Τσομπάνου -οι οποίοι είχαν στρατιώτες να τους φυλάνε-, είχαν μαζευτεί μερικοί κάτοικοι. Η μικρή δεν ήξερε το γιατί, αλλά η Ρεβέκκα και οι δικοί της κατάλαβαν ότι οι χωριάτες νόμιζαν πως όσο περισσότεροι ήταν στο ίδιο μέρος, τόσο το καλύτερο για την μοίρα τους.
Ο Βασίλι ήταν ο πιο αναστατωμένος από τους βρικόλακες. Έξυνε το φαλακρό κεφάλι του, χωρίς να δίνει σημασία στις χαρακιές που προκαλούσαν τα νύχια του, σαν να ήθελε να φτιάξει έναν πρωτόγονο χάρτη στο ξηρό δέρμα. Έριχνε κλεφτές, θυμωμένες ματιές προς την Μαγκνταλένα, η οποία του ανταπέδιδε την πρόκληση με χαμόγελο. Ο Νικολάι, η Ρεβέκκα και η Ροζάλια σκέφτονταν τι θα μπορούσαν να κάνουν από δω και πέρα, ενώ οι υπόλοιποι, η λογική των οποίων είχε διαβρωθεί σαν σίδερο που βράχηκε και σκούριασε, παρέμεναν απαθείς, περιμένοντας να τους φέρουν φρέσκο αίμα ή να τους πουν να ορμήσουν σε κάποιο άτυχο θύμα.
Η ησυχία που επικρατούσε εντός του κάστρου διασαλευόταν μονάχα από τον αέρα που λυσσομανούσε έξω και από την αδιόρατη ένταση των σκέψεων που έκαναν τα πέντε από τα εννιά απέθαντα όντα που κατοικούσαν σε αυτό. Σε μια στιγμή, ένα ποντίκι φάνηκε από τη χαραμάδα ενός τοίχου. Το γκρίζο τρωκτικό στάθηκε στα δυο του πόδια και αναζήτησε με τα μάτια και την μύτη του κάποια λιχουδιά, όμως την επόμενη στιγμή χώθηκε ξανά στην κρυψώνα του, γιατί ένιωσε λιγωμένους θηρευτές να ενεδρεύουν γύρω του.
«Δεν έπρεπε να πας».
Όλοι κοίταξαν τον Βασίλι, τη στιγμή που αυτός, σαν αλλοπαρμένος εραστής, δεν σπαταλούσε το βλέμμα του για κανέναν άλλο, πέραν της Μαγκνταλένα.
«Τι εννοείς, Βασίλι;» ρώτησε η Ρεβέκκα.
Ο αδερφός της Έλενα δεν έδωσε σημασία. «Μαγκνταλένα, γιατί πήγες χωρίς να μας ρωτήσεις; Γιατί;»
«Βασίλι. Εμένα κοίτα».
Εκείνος έβρισε και στράφηκε προς την Ρεβέκκα.
«Εξήγησε τι εννοείς» του είπε.
«Τι εννοώ; Πήγε εκεί, χωρίς να μας το πει, και μας πρόδωσε. Τώρα ξέρουν όλοι για εμάς».
«Πρώτον, εγώ ήξερα ότι θα πήγαινε εκεί. Δεύτερον, μας έφερε σημαντικές πληροφορίες για τα θηράματα. Και, όσο για το ότι ξέρουν για εμάς, πολύ αμφιβάλλω» είπε η Ρεβέκκα. «Ξέρουν για την Μαγκνταλένα. Όχι για τους υπόλοιπους».
«Σίγουρα θα υποψιάζονται πως και η μάνα της είναι βαμπίρ» πετάχτηκε ο Νικολάι.
«Γιατί, για τους άλλους τι θα νομίζουν; Ότι έφυγαν έτσι ξαφνικά; Και μάλιστα, από τη στιγμή που τα παλιόσκυλα γάβγιζαν τόσο πολύ και τις δύο φορές που επιτεθήκαμε;» Ο Βασίλι κοίταξε ξανά την Μαγκνταλένα. «Και εκτός αυτού, τι κατάφερες δηλαδή; Απλά τρόμαξες ένα πορνίδιο».
Τότε το δωμάτιο σείστηκε από ένα δυνατό κρότο. Το δεξί χέρι της Ρεβέκκα παραλίγο να διαλύσει το γραφείο, ενώ τα σμιγμένα φρύδια και η εμφάνιση των δοντιών της έκαναν πρόδηλη την οργή της. «Πρόσεξε τι ξεστομίζεις, καταραμένε! Άλλη μια τέτοια κουβέντα για γυναίκα και θα ξεριζώσω τα μάτια και τη γλώσσα σου. Κατάλαβες;»
«Αυτό σε πείραξε εσένα; Εδώ…»
«Είπα, πρόσεξε τι λες» φώναξε η Ρεβέκκα και το κάστρο φάνηκε να δονείται.
Ο Βασίλι σύριξε εναντίον της Ρεβέκκα, με την Έλενα να τον υποστηρίζει αναλόγως. Οι άλλοι τρεις κατώτεροι βρικόλακες, που εν προκειμένω είχαν περισσότερη συγγένεια με τον Βασίλι και την αδερφή του (μιας και αυτοί οι δύο ήταν οι πρώτοι που τους πήραν την ανθρώπινη φύση) παρά με την Ρεβέκκα, την Ροζάλια και την Μαγκνταλένα, συσπειρώθηκαν κοντά στα αδέρφια.
«Αρκετά!» διέταξε ο Νικολάι. Ήταν ο πιο ψηλός απ’ όλους, αλλά το ίδιο αδύνατος και χλομός με τους άλλους. Τα μαύρα μαλλιά του τα είχε λυτά, όπως όταν ήταν νεαρός και οι κοπέλες της Κλουζ Ναπόκα τον κοιτούσαν στην αγορά και του χαμογελούσαν, ζητώντας του έμμεσα να διαλέξει μία από αυτές για ερωμένη του. «Δεν έχουμε καιρό για ηλίθιους τσακωμούς».
«Εγώ έχω» είπε η Ρεβέκκα. «Δεν επιτρέπω σε κανέναν άντρα να μιλάει έτσι για μια γυναίκα. Το ξέρω το είδος σας, Νικολάι. Ω ναι, το γνώρισα πολύ καλά. Είστε τα χειρότερα τέρατα. Όπως έχεις παραδεχτεί, και εσύ κάποτε, πριν γίνεις ένα ανώτερο ον, έφτασες κοντά στο να βλάψεις μια αθώα θυγατέρα». Ξεφύσησε και αναζήτησε τα χέρια των δύο γυναικών δίπλα της, για παρηγοριά. «Αν δεν ήταν η καλή μας η Κόμισσα να σε σταματήσει… Ποιος ξέρει πόσες φορές θα τη βίαζες».
«Κάνε μας τη χάρη» είπε ο Βασίλι, με αγανάκτηση. «Ξεπέρασέ το, επιτέλους».
Ο Νικολάι ένιωσε να θυμώνει, αλλά διατήρησε την ψυχραιμία του. Η Ρεβέκκα δεν θα πειθόταν ποτέ ότι εκείνος δεν είχε σκοπό να βλάψει κάποια κοπέλα. Δεν είχε ανταλλάξει κάτι περισσότερο από μερικά βλέμματα και ένα λουλούδι με εκείνο το κορίτσι. Μόνο μια φορά έφτασαν κοντά στο να φιληθούν, αλλά τότε ήταν που άκουσαν μια σκιά να τους μιλάει και μετά όλα σκοτείνιασαν για πάντα για τον Νικολάι. Όταν ξύπνησε, πολλές μέρες μετά, μόνος σε ένα άδειο και κρύο δωμάτιο αυτού του κάστρου, αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί και πού ήταν η Ιλίνκα. Όμως, συνειδητοποίησε πως, έχοντας στο μυαλό του την εικόνα της νεαρής με τα ξανθά μαλλιά και το χειροποίητο φόρεμα, δεν ένιωθε πια εκείνο τον πόθο που αγκαλιάζει την καρδιά ενός άντρα για μια γυναίκα, αλλά, αντίθετα, φαντάστηκε τον εαυτό του να ορμάει και να ξεσκίζει τον λαιμό της. Όταν είδε την Κόμισσα να μπαίνει στο δωμάτιο και να του χαμογελάει, με τα χέρια ενωμένα μπροστά από τον κοιλιά της, δε φοβήθηκε, ούτε θέλησε να της επιτεθεί. Αυτό που ήθελε ήταν να την προσκυνήσει, σαν να ήταν η Παναγία. Δεν καταλάβαινε γιατί, δεν την ήξερε καν, όμως αυτό ένιωσε και αυτό έκανε. Κι εκείνη του μίλησε με τη γαλήνια φωνή της και έσκισε τη φλέβα στον καρπό της. Κι εκείνος ήπιε, κάνοντας άλλο ένα βήμα στην νέα πορεία ζωής που είχε χαράξει η Κόμισσα για αυτόν.
«Να το ξεπεράσω;» έκανε η Ρεβέκκα και μόρφασε. «Ποτέ! Θέλω και πρέπει να θυμάμαι τι είστε, Βασίλι».
«Τι θα κάνουμε με τους χωριάτες;» παρενέβη ο Νικολάι. «Μετά τα όσα είπε η Μαγκνταλένα, πρέπει να αλλάξουμε τακτική».
Η Ρεβέκκα άφησε ασχολίαστο το ότι ο Νικολάι άλλαξε θέμα. «Όχι απαραίτητα» είπε.
«Δηλαδή;»
«Ξέρουν κάποια πράγματα που σχετίζονται με εμάς, αλλά δεν έφυγαν. Όπως το περιμέναμε, άλλωστε. Όσες φορές και να πάμε στο Μπραν, θα βρούμε τους χωριάτες εκεί, να τρέμουν από το φόβο τους». Η Ρεβέκκα σταμάτησε, γιατί ένιωσε τα δάχτυλα της Ροζάλια και της Μαγκνταλένα να χαϊδεύουν τις παλάμες της. Σκίρτησε. Αυτό ήταν πραγματικό ερωτικό άγγιγμα. Ένας άντρας δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει μια γυναίκα να νιώσει έτσι, να θέλει να είναι συνέχεια μαζί του. Εκείνη ήξερε από άντρες. Τους είχε δει πώς κοιτούσαν και πώς χτυπούσαν τις γυναίκες. Και το αποκαλούσαν έρωτα αυτό, οι αχρείοι. Η ίδια είχε βρεθεί στα χέρια μερικών. Κάποτε, όταν ακόμα δεν ήταν σε θέση να τους φέρει αντίσταση. Τότε που ζούσε στο Σιμπίου και μαράζωνε δίπλα στην μάνα και τις αδερφές της, κάνοντας δουλειές του σπιτιού. Πριν την έλευση της Κόμισσας, που την έσωσε από τρεις άθλιους μεθύστακες σε έναν σκοτεινό χωματόδρομο, προσφέροντάς της την αιωνιότητα και τη δύναμη να συνθλίψει κάθε εχθρό. Ευτυχώς, σκεφτόταν πλέον, είχε προλάβει πριν η Μαγκνταλένα γίνει άλλη μια γυναικούλα κάποιου άντρα. Δεν ίσχυε το ίδιο για την Ροζάλια, όμως και εκείνη είχε σωθεί, πριν γίνει γριά και άσχημη από το μαράζι που θα της προσέφερε ο Νάντρου. Κι αν όλα πήγαιναν όπως τα είχε σκεφτεί, τότε πολλές ακόμα γυναίκες θα είχαν την ευκαιρία να γλιτώσουν μια μίζερη ζωή.
Αν τους ήξερε τους άντρες; Μια χαρά τους ήξερε. Ήταν ίδιοι και απαράλλακτοι, είτε σαν άνθρωποι, είτε σαν ανώτερα όντα. Κι αυτό ήταν κάτι που είχε σκοπό να το συζητήσει με την Κόμισσα, όταν θα βρίσκονταν ξανά. Γιατί η Ρεβέκκα είχε σχέδια για τους άντρες.
Αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και χαμογέλασε με ειρωνεία. «Ας αποσυρθούμε. Θα μιλήσουμε αργότερα για το σύντομο μέλλον των κατοίκων του Μπραν, και όχι μόνο». Δεν είχε διάθεση να μιλήσει άλλο για τα θηράματα. Άλλωστε, δεν την ανησυχούσαν.
Πέρασε στην άλλη πλευρά του γραφείου, ακολουθούμενη από τις δύο ερωμένες της, χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Νικολάι τις ακολούθησε. Ο Βασίλι και η κουστωδία του πήγαν τελευταίοι, κρατώντας μια εύλογη απόσταση.
2 απαντήσεις στο “Η Εντολή της Κόμισσας – Πρώτο Μέρος – 3”
Με μεγάλο σεβασμό και αγάπη σε ένα συγγραφέα που εκτιμώ.
Το κείμενο είναι πολύ φλύαρο και η τρίτη σελίδα εντελώς άχρηστη.
Λυπάμαι πολύ αν είμαι απότομη.
Γεια σας! Σας ευχαριστώ που το διαβάσατε και που είπατε την άποψή σας. Το συγκεκριμένο απόσπασμα στην τρίτη σελίδα είναι απλά ένας τρόπος για να προετοιμάσω το “έδαφος” ότι η κατάσταση θα κορυφωθεί. Θεώρησα ότι θα ήταν μια διαφορετική και ίσως και ενδιαφέρουσα ‘πινελιά’ στο κείμενο. Για τα υπόλοιπα αποσπάσματα, πρέπει να σκεφτούμε ότι βλέπουμε την άποψη/συμπεριφορά κλπ πολλών χαρακτήρων, δίνοντας όμως βάση σε ορισμένους. Οπότε, θα βγει και το κείμενο πιο εκτενές, απ’ ό,τι αν εστίαζα μονάχα σε δυο τρεις, για παράδειγμα. Θα λάβω υπ’ όψιν, όμως, το σχόλιό σας, για τα επόμενα κεφάλαια.