«Τα φαντάσματα υπάρχουν, Φάμπιαν. Έχω δει ένα από αυτά. Το έχω δει περισσότερες φορές απ’ όσες θα ήθελα. Δεν ήταν ποτέ μια οπτασία με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Αλλά ήταν εκεί, λίγα μέτρα από μένα. Μια φιγούρα από αγγλική ομίχλη. Το ήξερα ότι ήταν εκεί, γιατί κάθε φορά ένιωθα τη δόνηση του εδάφους και το τρέμουλο των φαναριών του σιδηροδρομικού σταθμού. Υπήρχε. Εκεί. Και μου έδειχνε προς τις γραμμές του τραίνου. Και μου έλεγε «Εκεί. Εκεί. Πρόσεχε!» Κι εγώ δεν ήξερα ποια πλευρά έδειχνε ή τι θα γινόταν ακριβώς και δεν πρόφταινα να ειδοποιήσω τους άλλους σηματωρούς, για να προλάβουμε το κακό. Είχαν γίνει πολλά δυστυχήματα, που θα μπορούσαμε να προλάβουμε, αν είχα ενεργήσει πιο έγκαιρα.
»Υπάρχουν, Φάμπιαν. Υπάρχουν, γιε μου. Μην κάνεις το ίδιο λάθος με εμένα. Μην αγνοήσεις τα σημάδια που αφήνουν τα φαντάσματα, Φάμπιαν. Σε ξορκίζω, μην τα αγνοήσεις. Με βλέπεις κάθε νύχτα. Με ακούς. Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιατί σκέφτομαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που θα μπορούσα να είχα βοηθήσει. Αλλά πέθαναν. Την ώρα που εγώ είχα την ευθύνη να φροντίσω για την ασφάλεια της αμαξοστοιχίας. Για εκείνους. Για γονείς. Για γιους και κόρες που πήγαιναν να δουν τα δικά τους παιδιά. Για εραστές που πήγαιναν ένα ταξίδι αναψυχής. Και δεν το έκανα. Κι εκείνοι πέθαναν, κι εγώ πρέπει να ζήσω με τα πρόσωπά τους να με στοιχειώνουν και τη σκέψη των δικών τους που δεν θα ξαναδούν τους συγγενείς τους.
»Τα φαντάσματα υπάρχουν.
»Άκουσε τα βήματά τους. Θυμήσου τα λόγια τους. Ερμήνευσε τις προθέσεις τους.
»Μην τα αγνοήσεις, Φάμπιαν».
«Εντάξει, μπαμπά. Το υπόσχομαι».