“Κυρίες μου, επιτρέψτε μου να σας οδηγήσω στο τραπέζι σας. Σας παρακαλώ ακουμπήστε το χέρι σας η μια στον ώμο της άλλης…”, είπε με μελιστάλακτη φωνή ο νεαρός σερβιτόρος με τα σκούρα μαύρα γυαλιά, που τις υποδέχτηκε στον υποφωτισμένο προθάλαμο του καινούριου trendy εστιατορίου της πόλης.

Τα κορίτσια χαχάνισαν και υπάκουσαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όλες, εκτός από την Κίρα, που η Αλίθια έπιασε το χέρι της και το τοποθέτησε στον ώμο της χτυπώντας το δυο φορές καθησυχαστικά με την παλάμη της. Μια πόρτα άνοιξε κάνοντας ένα ανεπαίσθητο μεταλλικό ήχο. Οι κοπέλες προχώρησαν η μια πίσω από την άλλη μέσα στο στενό μισοσκότεινο διάδρομο ακολουθώντας το σερβιτόρο. Η πόρτα πίσω τους έκλεισε, κάνοντας ένα αδύναμο κλικ και το σκοτάδι τις αγκάλιασε. Η Κίρα ασυναίσθητα έμπηξε τα δάκτυλά της στον ώμο της Αλίθια. Η φευγαλέα αίσθηση ότι κάποιος πέρασε δίπλα της την έκανε ν’ ανατριχιάσει και η καρδιά της φτερούγισε ανήσυχη. Μεντεσέδες έτριξαν παραπονιάρικα και ο θόρυβος από χαμηλή lounge μουσική, ομιλίες, χαχανητά, ποτήρια που τσουγκρίζουν και μαχαιροπίρουνα που χτυπούν πάνω σε πιάτα πλημμύρισαν τον αέρα, μαζί με την αψιά μυρωδιά σάλτσα ντομάτας, τσίκνας, φρεσκοψημένων λαχανικών και αρωμάτων. 

Η Κίρα προσπαθώντας να δώσει εικόνα σ’ εκείνο το μέρος, προχωρούσε αφηρημένη και έπεσε πάνω στην Αλίθια, που με τη σειρά της έπεσε πάνω στην Κρίστα κι εκείνη στην Άντζι, που είχε σταθεί ακίνητη. Οι κοπέλες χαχάνισαν δυνατά, μα το γέλιο της Κίρα ήταν αμήχανο. Δεν της άρεσε καθόλου το σκοτάδι. Ένιωθε ότι είχε γουρλώσει τα μάτια της τόσο που πονούσαν προσπαθώντας να διακρίνει κάτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του εστιατορίου, ενώ η καρδιά της φτεροκοπούσε ανήσυχη. Δύο χέρια την έπιασαν από τους ώμους και τινάχτηκε τρομαγμένη. Σιχαίνεται να την ακουμπάνε. Μια ήρεμη καθησυχαστική φωνή ακούστηκε στ’ αριστερά της.

“Μην ανησυχείτε, θέλω μόνο να σας καθοδηγήσω για να καθίσετε”, ακούστηκε ήρεμη η φωνή μιας σερβιτόρας. Έπειτα ακούστηκε ο εκνευριστικός ήχος καρέκλας που γδέρνει το πάτωμα και αμέσως ένιωσε κάτι κρύο να την ακουμπά στο πίσω μέρος των γονάτων. Ακολουθώντας τις οδηγίες έκατσε ξεφυσώντας. Προσπάθησε να προσανατολιστεί και να φτιάξει μια εικόνα του τραπεζιού στο μυαλό της. Τα καθίσματα που την πλαισίωναν ήταν άδεια, μα η Αλίθια κάθονταν παραδίπλα, στ’ αριστερά της και η Άντζι στα δεξιά της, ενώ η Κρίστα απέναντί της. Θα ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια αν είχαν καθίσει δίπλα της.

“Λοιπόν, τι λέτε; Δεν ήταν τέλεια η ιδέα μου να έρθουμε;” τις ρώτησε μ’ έκδηλο ενθουσιασμό η Κρίστα. “Οι σερβιτόροι λέει, είναι τυφλοί! Απίστευτο;” πρόσθεσε χαμηλόφωνα μα όχι, όσο θα ήθελε. Η Κίρα ένιωσε πάλι αυτή τη φευγαλέα ανατριχιαστική αίσθηση, σα φτερούγισμα, κάποιου που κινούνταν πίσω της. Δεν μπορούσε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό της φίλης να επισκεφτούν αυτό το εστιατόριο, στο οποίο έτρωγες μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ψηλάφισε στην αρχή διστακτικά και έπειτα με περισσότερο θάρρος το στρογγυλό τραπέζι, το τραπεζομάντιλο με τα μικρά ανάγλυφα τετράγωνα, το πιάτο, τα μαχαιροπίρουνα το παγωμένο λείο ποτήρι που βρίσκονταν μπροστά της. Άνοιξε τα χέρια της και συνέχισε να ψηλαφεί όταν ακούμπησε κάτι παγωμένο στιλπνό και μαλακό, που το ένιωσε να τραβιέται από το άγγιγμά της. Έπνιξε με δυσκολία μια μικρή στριγκλιά, μα όταν ένιωσε κάτι να την ακουμπά από την άλλη πλευρά, δεν άντεξε και ξεφώνισε ξαφνιασμένη.

“Το χέρι μου είναι, χαλάρωσε!”, χαχάνισε δυνατά η Άντζι.

Η Κίρα προσπαθώντας να ηρεμήσει, μάζεψε τα χέρια της κοντά στο κορμί της. Οι ήχοι, που στην αρχή της φαίνονταν ένα κουβάρι, σιγά σιγά ξεκαθάριζαν όση ώρα περίμενε υπομονετικά μέχρι να τους σερβίρουν το νερό, το κρασί και τα ορεκτικά. Τώρα πια, πέρα από τους κλασσικούς ήχους ενός εστιατορίου, άκουγε το σούρσιμο από ρούχα πάνω στις καρέκλες, μπουκάλια ν’ ανοίγουν, υγρό να χύνεται, έναν ανεπαίσθητο οξύ ήχο και κάτι σα φτερουγίσματα πάνω από το κεφάλι της, όπως και κάποιους περίεργους ήχους που ακούγονταν πού και πού, σαν πνιγμένα βογγητά πόνου ανάμεικτων μ’ ευχαρίστησης. Οι φωνές των ανθρώπων γύρω της άρχισαν να παίρνουν μορφές, ένας ηλικιωμένος κύριος που έβηχε συχνά, μια τρομαγμένη μεσήλικη που μιλούσε υπερβολικά δυνατά, ένας νεαρός με μπάσα φωνή που κοπανούσε το ποτήρι του συνέχεια στο τραπέζι… 

Η φωνή του σερβιτόρου ακούστηκε πάλι ήπια, καθησυχαστική, τους εξήγησε πώς να καταλάβουν αν το ποτήρι τους γέμισε και έπειτα απέθεσε ένα πιάτο με μια ποικιλία ορεκτικών μπροστά από την κάθε μια. Η Κίρα έγειρε πάνω από το πιάτο της και έτρωγε αργά, τελετουργικά, μα άγαρμπα, τις μικρές μπουκιές κάνοντας υπερβολικό θόρυβο με το πιρούνι της. Η κάθε μπουκιά έμοιαζε και μύριζε τελείως διαφορετική από την προηγούμενη. Αλμυρό και ζουμερό, γλυκόξινο και κριτσανιστό, βελούδινη υφή και ζεστό, κρύο και τραγανό, κρεμώδες και γλυκό, ενώ ανάμεσα στις μπουκιές της έπινε ένα αψύ κρασί με έντονα φρουτώδη γεύση. 

Οι φίλες της είχαν ήδη χαλαρώσει. Η Άντζι με την τραχιά από το τσιγάρο φωνή της, διηγούνταν μια ιστορία, ενώ η Αλίθια με την ισπανόφωνη τραγουδιστή προφορά, την έκοβε κάθε τόσο, κάνοντας την Κρίστα να κακαρίζει δυνατά. Τι ήταν όμως αυτό που έκανε την Κίρα να νιώθει τόσο άβολα; Αυτές οι κενές καρέκλες δίπλα της, η διάχυτη ανάερη χάλκινη μυρωδιά αίματος, που λόγω της δουλειάς της την αναγνώριζε παντού, ή μήπως οι ήχοι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, μα της φαίνονταν ανησυχητικοί; “Το μυαλό μου μου παίζει παιχνίδια…” σκέφτηκε απογοητευμένη και προσπάθησε ν’ αποδιώξει τις σκέψεις. Ένας σερβιτόρος στάθηκε πλάι της κάνοντας την να τιναχτεί τρομαγμένη και τους ανήγγειλε ότι η σούπα τους ήταν έτοιμη. Ο διαδοχικός υπόκωφος ήχος από τέσσερα σερβίτσια που ακουμπούσαν πάνω σε πιάτα ακούστηκε. Αγνόησε την αίσθηση ενός ρεύματος, σαν κάποιος να κάθισε δίπλα της και ψηλάφισε διστακτικά το λείο πιάτο μπροστά της, που στη μέση του βρίσκονταν τώρα ένα ζεστό, λείο μπολ, το σήκωσε και το έφερε κάτω από τη μύτη της. Ο αχνός της χάιδεψε τα ρουθούνια. Η άγνωστη γλυκιά μυρωδιά λειτούργησε χαλαρωτικά. Το κορμί της ξεσφίχτηκε και τα χείλη της άνοιξαν αμυδρά για να γευτεί το παχύρευστο αλμυρό υγρό. 

Ώρες αργότερα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια που μύριζαν έντονα λεβάντα, προσπαθούσε ν’ αξιολογήσει αυτή την εμπειρία, στο σκοτεινό εστιατόριο, μα ένα περίεργο πράγμα, δε θυμόταν τίποτα πέρα από εκείνη την έντονη γεύση της παχύρευστης σούπας, ούτε καν πώς βρέθηκε στο κρεβάτι της. Όλα ήταν θολά και ένιωθε τρομερά κουρασμένη και ζαλισμένη. Το στομάχι της γουργούρισε παραπονεμένο. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. “Καλές οι γκουρμεδιές, μα τίποτα δε συγκρίνεται μ’ ένα καλοψημένο τοστ με καπνιστό τυρί και γαλοπούλα”, σκέφτηκε και χαμογέλασε απλώνοντας το χέρι της στο χερούλι του ψυγείου, μα καθώς άνοιγε την πόρτα, το βλέμμα της έπεσε σ’ ένα μικρό διάφανο επίθεμα στο μέσα μέρος του καρπού της. Πότε το έβαλε αυτό εκεί, αναρωτήθηκε μπερδεμένη. Κοίταξε το αυτοκολλητάκι εξεταστικά και το τράβηξε αργά. Δυο μικρές βούλες αίματος σε απόσταση περίπου δύο εκατοστά εμφανίστηκαν, η καρδιά της φτερούγισε τρομαγμένη…

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: