,

Εκτυφλωτικό Φως – Φωτοοντότητα

“Μα, πού είναι; Δεν έχω άλλο χρόνο! Πρέπει να το βρω!” μουρμούρισε εκνευρισμένος. Όπου να ‘ναι θα τον επανέφεραν και άλλο ένα ακριβό και χρονοβόρο πείραμα θα είχε τελειώσει και μαζί μ’ αυτό θα τελείωνε και η καριέρα του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος του. Ο Σίμπον, ο Γενικός Διευθυντής, ήταν ανένδοτος, αν και αυτή τη φορά δεν κατάφερνε να το βρει, θα τερμάτιζε οριστικά το πρόγραμμα “Φως” και θα διέλυε όλο το τμήμα της “Παράλληλης συμπαντικής Φωτοοντότητας”.

Κοίταξε γύρω του αργά προσπαθώντας να εστιάσει σε οποιαδήποτε απειροελάχιστη αλλαγή φωτοέντασης στο χρωματικό διαπερατό παράλληλο σύμπαν. Γύρω του άλλαζαν συνεχώς μορφή και διαπερατότητες οι μενεξελιές αποχρώσεις, μα ‘κείνο που έψαχνε δε φαινόταν πουθενά! Έπρεπε να το βρει! Δεν είχε πια ούτε τα ηλικιακά περιθώρια, ούτε τα κονδύλια για να ξαναρχίσει από την αρχή τις έρευνές του. Η περιβόητη ψυχραιμία του τον είχε από ώρα εγκαταλείψει, μαζί με την τύχη του. Ένιωσε να κρυώνει. Το κορμί του ήταν κάθιδρο. 

“Πρέπει να το βρω! Πού είναι;” αναρωτήθηκε. Του φάνηκε ότι άκουσε τον ήχο της καρδιάς του. Χτυπούσε δυνατά, μα γρήγορα και βεβιασμένα. “Πρέπει να ηρεμήσω” πέρασε φευγαλέα η σκέψη και άρχισε πάλι την αναζήτησή του. Ξαφνικά χύθηκε μπροστά και διαπέρασε τις μενεξελιές αποχρώσεις σαν να ήταν σφαίρα. Εξίσου ξαφνικά σταμάτησε. Ένιωθε αποκαμωμένος και τρομερά αγχωμένος. Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί με λογική και να συγκεντρωθεί. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να ψάχνει. Δεν μπορούσε να εστιάσει γύρω του. Ένιωσε να λυγίζει. Εστίασε στο δυνατό, μα άρρυθμο χτύπο της καρδιάς του, που ακούγονταν πεντακάθαρα πια. “Ηρέμησε!” σκέφτηκε με τα τελευταία ψήγματα λογικής του.

Κοίταξε προς τα κάτω, στα πόδια του. Οι μενεξελιές αποχρώσεις του φάνηκαν περίεργα, επίπεδες… “Τι στο καλό;” αναρωτήθηκε. Έσκυψε να τις παρατηρήσει καλύτερα και ένιωσε την καρδιά του να φρενιάζει, μα ‘κείνος δεν της έδωσε σημασία. Ήταν σίγουρος ότι έβλεπε μια μικρή ίνα φωτός. Ξάφνου σαν ν’ άνοιξε ένα παραπέτασμα, το φως τον τύλιξε. Τα βλέφαρα του έκλεισαν αυτόματα, προσπαθώντας να προστατέψουν τα μάτια του, από το επώδυνο φως, μα τα χρώματα του ουράνιου τόξου παιχνίδισαν κάτω από αυτά. 

“Το φως! Το φως!” επαναλάμβανε συνεχώς κατενθουσιασμένος. Προσπάθησε ν’ ανοίξει μια σχισμή τα μάτια του, μα δεν μπορούσε, τα ένιωσε να καίγονται, ενώ μια ζέστη τον πλημμύρισε. Η καρδιά του χτυπούσε μανιασμένα χωρίς ρυθμό. Τα είχε καταφέρει! Πέτυχε! Βρήκε το φως! Αν μπορούσε να χοροπηδήσει σ’ αυτόν τον παράλληλο συμπαντικό κόσμο θα το έκανε. Τ’ όνομά του θα γραφόταν με χρυσά γράμματα στο Πάνθεων των μεγάλων ερευνητών. Βρήκε την Φωτοοντότητα!   

Προσπάθησε να ξανανοίξει μια χαραμάδα τα μάτια του, μα ήταν αδύνατο! Έπρεπε να στηριχτεί στις άλλες του αισθήσεις, μα χωρίς αυτή στην οποία στηρίζονταν ως τώρα, την όραση, ένιωθε ευάλωτος, γυμνός. Η αφή έτσι και αλλιώς σε αυτή την παραλληλότητα ήταν άχρηστη, όπως και η γεύση. Η όσφρηση από την αρχή αποδείχτηκε προβληματική εξαιτίας μιας έντονης υδροθειούχας μυρωδιάς που εξουδετέρωνε όλες τις άλλες, αν υπήρχαν άλλες. Όσον αφορά την ακοή, είχε μάθει πια να παραβλέπει ένα μόνιμο υπόκωφο βουητό.

Ασυναίσθητα όση ώρα σκέφτονταν αυτά και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί κινούνταν προς το φως. Περίεργο όσο πλησίαζε την οντότητα, τόσο φούσκωνε μέσα του η ανησυχία όπως και η αίσθηση ζέστης. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τι. Του φάνηκε ότι άκουσε και κάποιους αμυδρούς ήχους, που δεν είχε ξανακούσει. Στάθηκε ακίνητος προσπαθώντας να εκτιμήσει την κατάσταση. Μια περίεργη αίσθηση τον κατέκλυσε, σαν να μην είχε σταματήσει να κινείται, σαν κάτι να τον τραβούσε, προς τα πού; Η ανησυχία του εντάθηκε και έφθανε πια στα όρια του φόβου. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, μα όλη αυτή η εισβολή φωτός του το έκανε τόσο επώδυνο, που τα τελικά τα έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Τα έντονα χρώματα χόρευαν ζαλιστικά κάτω από τα βλέφαρά του σχηματίζοντας τρομακτικές αεικίνητες μαύρες γραμμές και κηλίδες που άλλαζαν συνεχώς μορφή. Ένιωθε να ζαλίζεται και ν’ αποπροσανατολίζεται και για πρώτη φορά ένιωσε τρόμο. 

Το αίσθημα ζέστης είχε μετατραπεί σε έντονο κάψιμο, μα προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει την λογική του επέμενε, μέσα στη ζάλη του, ότι είναι αδύνατον να αισθάνεται κάτι τέτοιο. Η εμετική μυρωδιά του υδροθείου εντείνονταν, σαν να βρίσκονταν μέσα σ’ ένα τεράστιο λάκκο με πτώματα σε σήψη, ενώ οι περίεργοι ήχοι, σαν ψίθυροι ολοένα και δυνάμωναν. Είχε βρει τη φωτοοντότητα και του ήταν αδύνατον να τη δει και να τη μελετήσει, μα αυτό δεν τον απασχολούσε στο ελάχιστο εκείνη την ώρα. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν πώς να φύγει από εκεί. 

Έπρεπε να γυρίσει πίσω. Πίσω πού; Γιατί οι συνάδελφοι του στην αίθουσα σύζευξης δεν τον επανέφεραν; Κόντευε να χάσει το μυαλό του. Τι του συνέβαινε; Προσπάθησε να εκτιμήσει την κατάσταση. Η επώδυνη αίσθηση καψίματος επιτέλους είχε σταματήσει. Η καρδιά του είχε πάψει ν’ ακούγεται. Τα εκνευριστικά ακατάληπτα ψιθυρίσματα που τον κύκλωναν, είχαν ενταθεί, μα δεν ένιωθε πια την εμετική μυρωδιά. Του ήταν όμως αδύνατον να προσανατολιστεί. Ενστικτωδώς άνοιξε μια φλοίδα τα μάτια του και περιέργως δε χρειάστηκε να τα ξανακλείσει. Σιγά σιγά με βλέφαρα που τρεμοπαίζαν, άνοιξε τα μάτια του. Το φως τον κύκλωνε, μα δεν τον έκαιγε πια, δεν τον τύφλωνε, του ήταν ανεκτό, όμως έμοιαζε σαν κάτι να πάλλονταν μέσα του. Προσπάθησε να δει καλύτερα και άνοιξε ορθάνοικτα τα μάτια του. Οι ψίθυροι κόντευαν να τον τρελάνουν, σαν να βρίσκονταν μέσα στον πύργο της Βαβέλ και άκουγε έναν αχταρμά από γλώσσες, ζωικούς ήχους και κάποιον να φωνάζει τ’ όνομά του. Κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Ναι, το έβλεπε πια καθαρά το φως πάλλονταν, κινούνταν και του φάνηκε σαν να έπαιρνε μορφές. Γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη. Έπαιρνε όντως μορφές, μορφές οικείες, ανθρώπινες και ζωικές…

“Λούσιους! Λόυσιους!” κραύγαζε η Χέλεν ταρακουνώντας το ακίνητο σώμα μέσα στη δεξαμενή σύζευξης.

“Ηρέμησε Χέλεν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια, είναι νεκρός…” ακούστηκε φανερά λυπημένη, μα συγκρατημένη, η φωνή του Σίμπον. “Πάμε”, της είπε μαλακά πιάνοντάς την από τους ώμους και οδηγώντας την έξω από το δωμάτιο. 

“Βρήκε το φως, Σίμπον, βρήκε το φως!” ψέλλισε ταραγμένη η Χέλεν. 

“Ναι, Χέλεν, βρήκε το φως”, έκανε συγκαταβατικά εκείνος κουνώντας θλιμμένος το κεφάλι του σκεπτόμενος πόσα εκατομμύρια είχαν χαθεί σ’ αυτή την έρευνα. Η Χέλεν κοντοστάθηκε.

“Δεν κατάλαβες Σίμπον! Βρήκε το φως!” είπε τονίζοντας τις λέξεις η Χέλεν. “Αυτό έλεγε ξανά και ξανά προτού…” η φωνή της λύγισε.

“Έλα, ηρέμησε, ηρέμησε… Δεν είναι ώρα αυτή να μιλήσουμε για τέτοια θέματα!” της είπε ήπια, μα αποφασιστικά και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: