,

Τα πινέλα του έρωτα

Ήταν η πρώτη φορά που χωρίζονταν. Δύο χρόνια η Κάτια και ο Στέφανος κοιτούσαν αγκαλιά τον ίδιο νυχτερινό ουρανό.

Αυτή τη φορά πήρε το βιβλίο της, ένα ποτήρι γλυκό κρασί, την ταμπακιέρα της, την καρδιά της κομμένη στα δύο και βγήκε μόνη στο μπαλκόνι. Μύρισε ο καπνός από το τσιγάρο της και ο καπνός από τα αναμμένα κεριά. Βανίλια και κέδρος. Τα αρώματα ταξίδεψαν και βρέθηκαν με άλλα που έφτασαν από μακριά για να συναντηθούν εκείνη τη μοναχική νύχτα.

Η Κάτια κοίταξε τον έναστρο ουρανό και ζήτησε απαντήσεις. Τον ρώτησε αν υπάρχει αληθινή αγάπη. Αν μπορεί να επιβιώσει ο έρωτας από τον εγωισμό. Πώς ξέρεις ποιο είναι το σωστό; Πώς ξέρεις ποιος είναι ο σωστός; Ποιο σκοτάδι να ήταν άραγε ποιο βαθύ, αυτό που απλωνόταν γύρω της ή αυτό που πάλευε μέσα της;

Η φασαρία της πόλης διέκοψε τις σκέψεις της. Έπιασε το βιβλίο της και το ξεφύλλισε ασυναίσθητα. Δεν ήταν λόγος αυτός να τσακωθούν για ένα βιβλίο. Δεν ήταν λόγος να τελειώσει ένας έρωτας. Ήταν όμως η αιτία να δαμάσουν το εγώ τους.

Αυτός ο κόσμος δεν της άρεσε αλλά δεν ήθελε να πιστέψει ότι οι άνθρωποι ήταν αυτό που έβλεπε, μαύρες φιγούρες. Γυρνούσαν στα μαγαζιά, φώναζαν, μιλούσαν, χάνονταν. Ίσως εκείνο το ζευγάρι που περνούσε το δρόμο να είχε βρει την πραγματική αγάπη. Της φάνηκε ότι κρατούσε ο ένας το χέρι του άλλου.

Γι’ αυτό της άρεσε η νύχτα. Είχε αυτά τα μαγικά πινέλα που έριχναν σε λήθαργο τη ζωή, αλλά κρατούσαν σε εγρήγορση τις αισθήσεις και οι σκέψεις αλώνιζαν ανεξέλεγκτες.

Το κλάμα του μωρού γατιού ίσα που ακουγόταν απόψε. Το κλάμα του μωρού παιδιού στην απέναντι πολυκατοικία το κάλυψε. Το γατάκι πρέπει να ήταν κοντά σε κάποιον από τους κάδους. Είχε προσπαθήσει να το πιάσει χωρίς αποτέλεσμα. Τί όνειρα να έβλεπε άραγε όταν αποκοιμιόταν πεινασμένο;

Το παιδικό δωμάτιο φωτίστηκε και η Κάτια παρατήρησε μια γυναικεία φιγούρα να μπαίνει και να παίρνει το μωρό αγκαλιά. Τί να έλεγε άραγε αν μπορούσε να μιλήσει για τον κόσμο που του ετοιμάσαμε; Η μαμά έμοιαζε σαν να χορεύει μαζί του πίσω από το φωτισμένο παράθυρο.

Κοίταξε ξανά τον ουρανό και αναρωτήθηκε τι να έκανε ο Θεός εκεί πάνω βλέποντάς μας. Πόσες προσευχές, αναστεναγμοί και λέξεις βουτηγμένες στον πόνο θα ταξίδευαν κοντά Του.

Το κινητό της χτύπησε και ο Φρανκ Σινάτρα ξεκίνησε να τραγουδά για την Νέα Υόρκη. Μπροστά της η μικρή της πόλη μεταμορφώθηκε σε λαμπερή μεγαλούπολη όπου αμέτρητοι άνθρωποι χόρευαν στο ρυθμό κάτω από εκτυφλωτικά φώτα.

Όταν χάθηκαν οι μελωδίες και οι εικόνες από το μυαλό της, είδε μια αντρική φιγούρα να περνάει τον δρόμο. Σταμάτησε στους κάδους, μάζεψε από κάτω ένα μικρό σκουπιδάκι, το πήρε αγκαλιά και με το βιβλίο του κάτω από τον ώμο περπάτησε προς το σπίτι της. Όταν έφτασε αρκετά κοντά της είδε καθαρά τα χαρακτηριστικά της αγάπης. Ο Στέφανος, ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε στεκόταν μπροστά της κρατώντας στα χέρια του ένα βιβλίο, ένα ορφανό γατάκι, μια συγγνώμη και μια καρδιά που της ανήκε.

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading