,

The Cameraman Never Dies

[*Ο τίτλος χρησιμοποιείται συχνά σα (χιουμοριστικό) σχόλιο σε video στο Youtube -πιθανώς και αλλού-, όπου βλέπουμε «ακραίες»/δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις (πχ επίθεση άγριου ζώου, σεισμός, πόλεμος κλπ), αλλά το video συνεχίζεται (κυρίως) κανονικά (ήτοι δεν παθαίνει κάτι η κάμερα, δε σβήνει, ο φακός δε φεύγει εύκολα από το συμβάν κλπ), άρα (γράφουν στα σχόλια ότι) το άτομο που μαγνητοσκοπεί ΠΟΤΕ δεν πεθαίνει.]

Η Τζένη κοίταξε την ώρα στο κινητό της: έντεκα παρά δέκα. Αναστέναξε, καθώς μασουλούσε την τσίχλα της και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Όδευαν με τον Μπεν προς την έξοδο της νυχτερινής Νιου Κίνγκσλαντ του Μέιν, μιας πόλης περίπου είκοσι χιλιόμετρα μακριά από το Πόρτλαντ, με τα τελευταία σπίτια της μιας εκ των δύο μεγάλων λεωφόρων να χάνονται γρήγορα από δεξιά και αριστερά. Αν και ήταν ένα όμορφο έναστρο δειλινό Νοεμβρίου, με τη θερμοκρασία να μένει κοντά στους 38 F (3° C), ελάχιστα άτομα και οχήματα περιφέρονταν. Από την πρώτη στιγμή που εισήλθαν στην πόλη, με τα τέσσερα μέλη της οικογένειας της ταμπέλας «Καλωσορίσατε στην Νιου Κίνγκσλαντ! Ντόπιος πληθυσμός: 15.300» να τους υποδέχονται προσφέροντάς τους ποτήρια με αχνιστό τσάι, δεν είχαν δει σχεδόν κανέναν. Στις αυλές των σπιτιών, στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, πίσω από δέντρα και ψηλούς φράχτες, κάτω από τα φώτα των δρόμων και στον αέρα που περιέβαλλε την πόλη, δεν ακουγόταν, ούτε γενικά φαινόταν να κυκλοφορεί καμιά από τις δεκαπέντε χιλιάδες ψυχές που υποτίθεται ότι κατοικούσαν εδώ. Σποραδικά μόνο, είχε δει η Τζένη κάποιον ή κάποια να περπατάει εκτός των τοίχων της κατοικίας του/της, αλλά και πάλι αυτό το άτομο έσπευδε να κρυφτεί εκεί που έμενε.

Γενικά, από την στιγμή που έστριψαν στον Αυτοκινητόδρομο 22, πριν φτάσουν στην έξοδο για το Γκόρχαμ, όπου ως εκεί υπήρχε η αναμενόμενη κίνηση, ήταν σαν να έχασαν τα ίχνη της ανθρωπότητας του 21ου αιώνα. Υπήρχαν μόνο πανύψηλα φυλλοβόλα δέντρα, δάση, σκοτάδι, δρόμοι με λακκούβες, κάνα αρσενικό ελάφι που περνούσε τροχάδην από την μια άκρη του οδοστρώματος ως την άλλη, για να μοστράρει στα θηλυκά τα περίπλοκα σχέδια που έκαναν τα κέρατά του… Ως εκεί.

Εκείνη χαμογέλασε και χαμήλωσε λίγο τον μοναδικό σταθμό που έπιανε σε τούτη την πόλη, τον WNKSL, ο οποίος έπαιζε κάντρι –Τζόνι Κας, Τάμι Γουάινετ, Γκαρθ Μπρουκς… «Η ταμπέλα έπρεπε να γράφει “Καλωσορίσατε στην Ζώνη του Λυκόφωτος του Μέιν! Ντόπιος πληθυσμός: Μάλλον υπάρχει, αλλά μη ρωτάτε περισσότερα!”» είπε. Χαμογελούσε, μα μέσα της λυπόταν κιόλας, γιατί είχε χάσει μικρή τους γονείς και ζούσε με τη μια και την άλλη ανάδοχη οικογένεια, ώσπου κατάφερε να δραπετεύσει. Μη ρωτάς περισσότερα τής έλεγαν όλοι από τότε, όταν αναφερόταν στους γονείς της και ποιοι τους σκότωσαν.

Ο αδύνατος, μαυρομάλλης Μπεν, ο καμεραμάν του μικρού τηλεοπτικού δικτύου The Portland TV με τον οποίο συνεργαζόταν η Τζένη στη βραδινή κουτσομπολίστικη/ενημερωτική εκπομπή της City’s Best, γύρισε για μια στιγμή προς το μέρος της. Χαμογέλασε και αυτός, αγναντεύοντας την πανέμορφη ξανθιά γυναίκα δίπλα του. «Πριν ξεκινήσουμε, σου είπα τρία πράγματα, κυρία μου: ότι είναι έκπληξη, ότι έχω μιλήσει με τον υπεύθυνο και πως στο Νιου Κίνγκσλαντ θα βρούμε ένα από τα καλύτερα υπόγεια κλαμπ για πάρτι, όχι ότι θα βρούμε μια ολόκληρη πόλη να παρελαύνει» της είπε με το γνώριμο, δήθεν παραπονεμένο ύφος του. «Αυτό δεν θέλεις για την εκπομπή; Να λες στον κόσμο πού να πηγαίνει να διασκεδάζει;»
«Ναι, σίγουρα, σίγουρα» ένευσε εκείνη. Η σχέση που είχαν με τον Μπεν ήταν από τις πιο δυνατές που είχε συνάψει. Δεν ήταν ερωτική, τουλάχιστον δεν είχε γίνει ακόμα, αλλά μαζί έβγαιναν (για σινεμά, σε κλαμπ κλπ) ή βρίσκονταν στο διαμέρισμα ενός εκ των δύο, συζητούσαν πίνοντας κρασί ή καφέ (η Τζένη, δηλαδή) για τις συνεντεύξεις ή τα πλάνα που θα γύριζαν ή για τους καλεσμένους που έρχονταν στον σταθμό. Σπάνια διαφωνούσαν. Η Τζένη, ούσα δημοσιογράφος εδώ και μια εικοσαετία, είχε γνωρίσει πολύ κόσμο που δούλευε στο χώρο της ενημέρωσης και είχε σχετιστεί με διάφορους τύπους/συναδέλφους, αλλά ανέκαθεν δεν υπήρχε τίποτα παραπάνω από περιστασιακό σεξ μετά τη δουλειά ή στα διαλείμματα. Δεν ήθελε κάτι άλλο από τους άντρες που είχε γνωρίσει. Με τον Μπεν δεν είχε αποφασίσει αν θα προχωρούσαν τη σχέση τους, όμως ήταν αναμφίβολα από τους πιο καλούς συνεργάτες. Και από τους πιο θαρραλέους: σε δύο περιπτώσεις χρειάστηκε να σπεύσει για να βοηθήσει την Τζένη που καλεσμένοι της είχαν επιτεθεί μέσα στο στούντιο, την ώρα του γυρίσματος, επειδή είχε ρωτήσει κάτι που δεν τους άρεσε, ενώ μία άλλη φορά, καθώς έκαναν ρεπορτάζ στο Σάντερλαντ, μια ομάδα αστέγων όρμησε προς αυτούς και ο Μπεν στάθηκε απέναντί τους, ρίχνοντας κάτω τους δύο πιο μεγαλόσωμους, με τους άλλους να φεύγουν τελικά τρομαγμένοι. Σε άλλη περίπτωση, καθώς έκαναν εξωτερικό ρεπορτάζ στο Μπάνγκορ, έπεσαν πάνω σε ληστές που μόλις ξάφριζαν ένα κοσμηματοπωλείο. Ο Μπεν, χωρίς καν να το σκεφτεί, άφησε κάτω την κάμερα και τους σταμάτησε, ενώ η Τζένη καλούσε την αστυνομία. Και φυσικά, ήταν τα άλλα δύο περιστατικά, ένα όπου του επιτέθηκε γορίλας που είχε δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο του Πόρτλαντ και ένα όπου έγινε δυνατός σεισμός, κατά τα οποία ο Μπεν έδειξε φοβερή τόλμη. Μια συνάδελφος, μια από τις πολλές που είχαν ερωτευτεί τον Μπεν, έλεγε ότι αυτός ήταν σαν τον αυτόκλητο τιμωρό για τον οποίο μιλούσε όλη χώρα, τον Night Inquisitor, που τις νύχτες εξαφάνιζε επικίνδυνους τύπους (για τους οποίους υπήρχαν μαρτυρίες πως εξασκούσαν μαύρη μαγεία ή πως επικαλούνταν τέρατα της Κόλασης) και κατέστρεφε τα στέκια τους.

«Πρέπει να δεις τι γίνεται εδώ την 4η Ιουλίου ή το Χάλογουιν» είπε ο Μπεν, που, κρίνοντας από την εμφάνιση και από τις συναδέλφους της, η Τζένη υπέθετε πως πρέπει να είχε πολλές υποψήφιες ερωμένες. Τι κρίμα, όμως, που αφενός εκείνος δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτές… Άραγε, για αυτό να είχαν φύγει από τη δουλειά, λόγω ερωτικής απογοήτευσης; Και για αυτό δεν είχαν κρατήσει επαφή με κανέναν και καμιά από το The Portland TV; Ποιος ξέρει…

Η Τζένη είπε «Ε, τι να γίνεται τότε; Ό,τι γίνεται σε κάθε πόλη που έχει μικρά παιδιά και αμερικάνικες σημαίες, υποθέτω». Έχοντας γυρίσει τις πιο πολλές Πολιτείες, ψάχνοντας εργασία σε κάποιο μικρό και όχι τόσο άσημο δίκτυο, είχε ζήσει τον παλμό στον οποίο συντονίζονταν οι άνθρωποι της Αμερικής όταν συνέβαινε κάποιο μεγάλο γεγονός ή όταν υπήρχε κάποια εθνική επέτειος.
«Πολύ αστείο».

Η Τζένη ανασήκωσε τους ώμους της. Έσκυψε και έψαξε στην τσάντα της για τα τσιγάρα της. Τα περιποιημένα, βαμμένα μαύρα νύχια της ακούμπησαν το πακέτο και τον αναπτήρα, τα έβγαλαν και άναψε ένα. Ήταν συνήθειό της πριν από κάθε επίσκεψη για ρεπορτάζ να καπνίζει και να μασουλάει τσίχλα. Έτσι, όταν θα έπρεπε να ξεφορτωθεί το τσιγάρο, θα διασφάλιζε ότι η μυρωδιά του δεν θα χανόταν τελείως, αλλά θα συνέχιζε να τη γεύεται. Ρώτησε τον Μπεν «Θες;»
«Αφού ξέρεις ότι δεν καπνίζω».
«Δεν καπνίζεις, δεν πίνεις, ώρες-ώρες δεν τρως». Άνοιξε μια πιθαμή το παράθυρο και φύσηξε τον καπνό. «Μερικές φορές, Μπεν, αναρωτιέμαι πώς ζεις». Σταμάτησε, μόρφασε και κοίταξε τον διπλανό της. «Τώρα που το σκέφτομαι, δεν σε έχω δει ποτέ να πηγαίνεις στην τουαλέτα».

Ο Μπεν ξεφύσησε. «Έχει τόση σημασία πότε πηγαίνω στην τουαλέτα;»
«Συγνώμη, να σε διορθώσω: Όχι πότε πας, αλλά αν πας στην τουαλέτα».
«Χα. Χα. Χα» έκανε ο Μπεν. Είπε «Κοίτα μην πετάξεις το τσιγάρο από το παράθυρο. Δε βγάζεις άκρη με τους μπάτσους εδώ, στην εξοχή. Μην κοιτάς που δεν συναντήσαμε άλλους. Σε τούτες τις πόλεις πάντα υπάρχει ένας κρυμμένος μπάτσος που περιμένει να περάσει κάποιος ξένος, για να τον τσακώσει».
«Πιο πιθανό να δω μια τίγρη να πετάγεται ως το σούπερ μάρκετ να πάρει μπέικον για το σάντουιτς του κουρασμένου συζύγου, παρά να φανεί κάποιος μπάτσος».

Ο Μπεν σήκωσε το χέρι και είπε «Τα παρατάω».
«Όχι ακόμα, αγάπη» του χαμογέλασε. «Η νύχτα είναι μεγάλη και εμείς έχουμε δουλειά. Φτάνουμε στο περιβόητο κλαμπ ή θα χρειαστεί να διασχίσουμε όλη την κομητεία Κάμπερλαντ;»
«Ναι, θα στρίψω στον επόμενο κάθετο δρόμο, στην Τρίτη Οδό. Από εκεί, θα χρειαστούμε λιγότερο από δύο λεπτά».
«Μάλιστα. Πάντως, μπράβο που θυμάσαι ακριβώς πού είναι και πώς θα φτάσουμε. Δε χρειαστήκαμε καθόλου το GPS. Εγώ θα είχα χαθεί, χωρίς αυτό. Και μιας και το ανέφερα…» Άπλωσε το γαντοφορεμένο δεξί της χέρι προς το ταμπλό του αμαξιού και πήρε το κινητό της. Ενεργοποίησε την οθόνη και έβαλε τον κωδικό. Έλεγξε τις ειδοποιήσεις. Διαφημίσεις για ρούχα, καφέδες, προφυλακτικά, ταινίες με υπερήρωες… Το FBI είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το συμβάν που είχε λάβει χώρα στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ πριν τρία βράδια ήταν άλλη μια υποτιθέμενη εμφάνιση του Night Inquisitor. «Τίποτα το συγκλονιστικό» είπε. «Αλλά έχω σήμα. Ουάου! Κάτι είναι κι αυτό, ε; Ο πολιτισμός είναι ακόμα εδώ, μαζί μας».
Ο Μπεν δεν καταδέχτηκε να της απαντήσει.

Πάρκαρε το μικρό αμάξι του The Portland TV ανάμεσα από ένα κατάμαυρο αγροτικό και ένα κατάλευκο οικογενειακό στέισον βάγκον. Ο Μπεν περισσότερο δυσκολεύτηκε να βρει ένα σχετικά κοντινό σημείο, παρά στο ίδιο το παρκάρισμα.
«Μια χαρά τα πήγες» του είπε η Τζένη, καθώς έβγαζε την ζώνη της. «Είμαι πολύ περήφανη για εσένα». Έβγαλε το πακέτο και το έτεινε προς αυτόν, χαμογελώντας σα μοντέλο που ποζάρει σε διαφήμιση οδοντόκρεμας. «Τσιγαράκι; Για τον κόπο σου;»

Ο Μπεν έσβησε τη μηχανή. Κοίταξε κατάματα την Τζένη, με αγανακτισμένο ύφος. «Θα σοβαρευτείς ποτέ;»
«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε με το ίδιο ψεύτικο χαμόγελο.
«Τζένη!»

Εκείνη έγειρε το κεφάλι και προσπάθησε να μιμηθεί τη φωνή του Τζόκερ στον Σκοτεινό Ιππότη: «“Why so serious?”»
Ο Μπεν ρώτησε «Πάμε;»

Η Τζένη έκλεισε τα μάτια για δύο δευτερόλεπτα και, όταν τα άνοιξε ξανά, άλλαξε και το ύφος της. «Χαμογελάς ποτέ, Μπεν;» είπε, ενώ έκλεινε το παράθυρο και άνοιγε την πόρτα. «Στ’ αλήθεια, εννοώ».
«Όταν θέλω» της απάντησε, όταν βγήκε κι αυτός. Κούμπωσε το μπουφάν του, καλύπτοντας την μπλε μπλούζα με το αγαπημένο του σύνθημα The Cameraman NEVER dies, B!TCH! Άνοιξε την πίσω πόρτα, παραμέρισε τον σάκο της κοπέλας και έβγαλε την κάμερα.
«Ναι, είμαι σίγουρη». Η Τζένη κούμπωσε μέχρι τον λαιμό το μαύρο δερμάτινο μπουφάν της. Σκέφτηκε ότι είχε κάνει καλή επιλογή, γιατί το συγκεκριμένο είχε και γούνα για το σβέρκο. Από μέσα φορούσε μαύρο πουκάμισο και βαρύ μαύρο πουλόβερ, ενώ το μαύρο τζιν παντελόνι και οι μπότες της ολοκλήρωναν την αμφίεσή της –μια αμφίεση που είχε κάνει τον Μπεν να απορήσει, αλλά δίχως να τη ρωτήσει περαιτέρω. Ο αέρας ήταν δυνατός και τα φύλλα στα δέντρα έφευγαν για να ταξιδέψουν ή απλά για να καμουφλάρουν τα παρακείμενα οχήματα.

Κοίταξε τριγύρω. Είχαν φτάσει στο τέλος του δρόμου. Η Νιου Κίνγκσλαντ σταματούσε καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα από εκεί όπου είχαν παρκάρει και έπειτα αναλάμβανε να καλύψει την υπόλοιπη έκταση το δάσος.

Όπως το περίμενε, τα περισσότερα κτίσματα ήταν ιδιόκτητα σπίτια με μεγάλες αυλές και δικό τους πάρκινγκ. Κάποια είχαν συμμετρία με μια ισορροπημένη διάταξη μέσα και έξω. Απότομη οροφή με μια μικρή προεξοχή και ενσωματωμένους κοιτώνες. Αυτή η απότομη γραμμή οροφής παρέχει αρκετό χώρο στη σοφίτα για καθιστικό ή υπνοδωμάτιο στον επάνω όροφο. Άλλα ήταν αποικιακού στιλ, συμμετρικά και τετράγωνα, με την εξώπορτα να βρίσκεται στο κέντρο, με παράθυρα εκατέρωθεν. Είχαν δύο πλήρεις ορόφους, με το ισόγειο να περιλαμβάνει τους κοινόχρηστους χώρους, όπως κουζίνα, σαλόνι, γραφείο ή μισό μπάνιο. Τα υπνοδωμάτια και τα άλλα μπάνια θα πρέπει να ήταν στο δεύτερο όροφο. Οι όροφοι λογικά συνδέονταν με μια μεγάλη σειρά από σκάλες. Και αυτά είχαν τη δική τους εξωτερική έκταση. Κάπου στο βάθος, από εκεί όπου είχαν έρθει, διέκρινε μια εκκλησία και ένα πιο ψηλό (από τα υπόλοιπα) κτίσμα, ένα ξενοδοχείο.

Και υπήρχε το μέρος για το οποίο ήταν σίγουρη ότι είχαν έρθει σε τούτη την πόλη. Ένα μέρος όπου δεν θύμιζε μπαρ, κλαμπ ή οτιδήποτε σχετικό, αλλά, δεδομένων των άλλων κτισμάτων που υπήρχαν σε εκείνο το κομμάτι της Τρίτης Οδού της Νιου Κίνγκσλαντ, δεν θα μπορούσε να μην είναι αυτό. Ήταν ένα βικτωριανό σπίτι, μόνο του, παράμερα από τα άλλα. Η απότομη, δίρριχτη στέγη του, οι πυργίσκοι του… Το ταβάνι που θα ήταν ψηλό… Θα είχε σοφίτα και υπόγειο… Η απουσία φωτισμού εντός ή γύρω του –ούτε καν λάμπα δρόμου δεν υπήρχε έξω από αυτό… Αν δεν περιβαλλόταν από αμάξια και μηχανές και αν δεν τριγύριζαν τύποι και γυναίκες με σύγχρονα ρούχα, θα μπορούσε να έχει βγει από πίνακα ζωγραφικής. Αλλά όχι από οποιονδήποτε πίνακα ζωγραφικής, σκέφτηκε η Τζένη. Συγκεκριμένα, από πίνακα ζωγραφικής που θα κοσμούσε γοτθικό βιβλίο. Είχε διαβάσει μερικά αντίστοιχα μυθιστορήματα όταν ήταν νεώτερη –δεν της άρεσαν ιδιαίτερα.

Κάτι που επίσης δεν γινόταν να μην προσέξει, ήταν το πόσο παραμελημένο φαινόταν αυτό το σπίτι. Είχε σκουπίδια σχεδόν σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο και γκράφιτι με διάφορες πράξεις συνουσίας ή κρανία με κόκκινα μάτια στους τοίχους. Προφανώς, η ντόπια κοινότητα δεν ενδιαφερόταν για αυτό το απομεινάρι του παρελθόντος, οπότε είχε μείνει στο έλεος όποιων είχαν όρεξη για να βανδαλίσουν κάτι πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπές –ή για να κάνουν πάρτι.

Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, το εν λόγω παλαιού ρυθμού κτίσμα παρέμενε το μοναδικό που φαινόταν να σφύζει από ζωή, από ανθρώπους που δεν ήθελαν όλοι να χαθούν στα έγκατά του.

Ο Μπεν ήρθε κοντά της και είπε «Το ξέρω, φαίνεται σαν να το έχτισε κάποιος γέρος φαν παλιών ταινιών τρόμου, αλλά πίστεψέ με αξίζει να μπεις εκεί». Ακουγόταν ενθουσιασμένος. Σπάνιο φαινόμενο και αυτό για τον Μπεν.
«Κατάλαβα».

Ο Μπεν έδειξε προς το αμάξι. «Δεν θες τίποτα από τον σάκο που κουβαλάς; Τα έχεις όλα στην τσάντα σου;»
Η Τζένη τον χτύπησε στο μπράτσο. «Αφού σου είπα, στον σάκο έβαλα πράγματα σε περίπτωση που μείνουμε εδώ».
«Καλά, ό,τι πεις. Πάμε;»
«Πάμε».

Ξεκίνησαν να περπατάνε.
Ο Μπεν είπε «Το αποκαλούν Αρχοντικό των Λέβετ. Λέγεται πως εδώ έμεινε τον δέκατο έβδομο αιώνα ο Άγγλος ναυτικός Κρίστοφερ Λέβετ. Στην προσπάθειά του να μάθει και να αναδείξει το Μέιν, γύρισε όσο από αυτό μπορούσε. Φυσικά, τότε το μέρος δεν είχε κανένα σπίτι, σε σκηνές έμειναν ο Λέβετ και οι σύντροφοί του, όμως αργότερα, τον δέκατο όγδοο αιώνα κάποιος απόγονός του ονόματι Φρέντερικ Λέβετ επέστρεψε και αποφάσισε να μείνει εδώ και μαζί με άλλους αποίκους να χτίσουν το Νιου Κίνγκσλαντ».

Η Τζένη δεν μίλησε. Απλά, έβαλε στο αθόρυβο το κινητό της και έλεγξε αν είχε το μικρόφωνο στην τσάντα της.

Ο Μπεν συνέχισε «Ξέρεις ποια είναι η πιο… Χμμ, η πιο ενδιαφέρουσα ιστορική πληροφορία; Ή μάλλον, δεν ξέρω αν θα την έλεγες ιστορική ή παραφιλολογία, αλλά τέλος πάντων». Σταμάτησε και άπλωσε το χέρι για να σταματήσει και την Τζένη, ενώ κάποιοι από αυτούς που στέκονταν στον περιβάλλοντα χώρο του Αρχοντικού τους κοιτούσαν.
Η Τζένη γύρισε προς τον Μπεν. «Λοιπόν;»

Ο Μπεν ψιθύρισε «Λέγεται ότι ο Φρέντερικ Λέβετ, πριν έρθει σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, είχε ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη. Σε όλη, Τζένη. Παντού. Αλλά εκεί που έμεινε περισσότερο καιρό ήταν στην Ουγγαρία και ακόμα πιο πολύ στην Τρανσυλβανία. Στην Τρανσυλβανία, Τζένη». Ο Μπεν χαμογέλασε, και δεν υπήρχε κανένα ίχνος υποκρισίας στο ύφος του. «Καταλαβαίνεις πού το πάω;»

Η Τζένη αγνάντεψε τα καφετιά μάτια του Μπεν. «Κάτι περνάει από το μυαλό μου» είπε.

Ο Μπεν είπε «Λένε ότι ο Φρέντερικ ήταν βρικόλακας. Βρικόλακας! Το διανοείσαι; Και δεν είναι ότι το λέγανε τότε, οι αγράμματοι άνθρωποι. Αλλά ακόμα υπάρχει αυτή η φήμη. Πως υποτίθεται ότι υπάρχουν σε άλλες χώρες λυκάνθρωποι ή ζωντανές μούμιες ή νεράιδες ή… Ξέρεις, διάφορα τέτοια πλάσματα. Ε, για το Αρχοντικό των Λέβετ λέγεται μέχρι σήμερα ότι κατοικούνταν από βρικόλακες, από τον Φρέντερικ Λέβετ και όσους δικούς του ήρθαν μαζί του από την Αγγλία. Και ότι μπορεί να κατοικείται ακόμα. Για αυτό και οι κάτοικοι δε βγαίνουν τα βράδια, Τζένη. Μένουν μέσα, κλεισμένοι και οπλισμένοι, μην τυχόν και τους χτυπήσει την πόρτα κάποιος βρικόλακας».

Η Τζένη έβγαλε ένα αγκομαχητό και έβαλε το δεξί της χέρι στην τσάντα, καθώς ένα αγόρι και ένα κορίτσι -οριακά, 16 ετών και τα δύο-, πέρασαν πίσω της φωνάζοντας, ενώ ταυτόχρονα ο αέρας έγινε δυνατότερος. Έπειτα, ηρεμώντας λίγο, στράφηκε πάλι προς τον Μπεν και κατένευσε. «Ωραία ιστορία. Θα την έχω κατά νου. Σε ευχαριστώ, Μπεν».

Ο Μπεν παραξενεύτηκε. «Δε δείχνεις και πολύ χαρούμενη. Πιστεύω ότι μια τέτοια ιστορία θα αρέσει στο κοινό μας. Πάρτι στο υπόγειο ενός στοιχειωμένου σπιτιού της Νέας Αγγλίας…»
«Ναι, θα αρέσει. Συμφωνώ. Αλλά ξέρεις, θέλω πρώτα να δω τι γίνεται εκεί κάτω και έπειτα θα αποφασίσω αν όντως αξίζει όλος αυτός ο κόπος». Πριν της μιλήσει, άπλωσε το δεξί χέρι της, που το είχε ελευθερώσει ξανά και τον χτύπησε απαλά στο αριστερό μπράτσο. «Μην ανησυχείς, Μπεν, είμαι σίγουρη ότι καλά κάναμε και ήρθαμε. Απλώς, θέλω να βεβαιωθώ 100%, αυτό είναι όλο».

Ο Μπεν δεν πείστηκε. Παρέμενε κατσουφιασμένος.

Εκείνη τον ξαναχτύπησε, λίγο πιο δυνατά. Ήρθε πιο κοντά του, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και του ψιθύρισε «Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε ίσως χρειαστώ να με σώσεις ξανά. Γιατί είσαι ο Night Inquisitor, μην ξεχνιόμαστε».
«Τι τον θυμήθηκες αυτόν τώρα;» φώναξε ο Μπεν.

Η Τζένη έκανε πίσω. «Γιατί; Έτσι σε αποκαλεί η Μαίρη. Επειδή με είχες σώσει τότε, στο στούντιο, ενώ όλοι οι άλλοι μαλάκες είχαν παγώσει».

Ο Μπεν αναστέναξε. «Εντάξει, εντάξει. Συγνώμη. Απλά… Τέλος πάντων. Πάμε;»
«Ναι, πάμε».

Πέρασαν από τις παρέες των ατόμων που κάθονταν στα σκαλιά και ο Μπεν άνοιξε την πόρτα του ισογείου.
«Δεν πληρώνουμε είσοδο;» ρώτησε η Τζένη.
«Το έχω φροντίσει».

Στο μισοσκόταδο, η Τζένη διέκρινε μια μεγάλη τραπεζαρία με ένα γυάλινο βάζο στο κέντρο, τον πολυέλαιο με τα λίγα αναμμένα κεριά στο ταβάνι, μια στριφογυριστή σκάλα στο βάθος που οδηγούσε στον πάνω όροφο, άλλη μία για το υπόγειο, πίνακες ζωγραφικής και άλλα κηροπήγια με κεριά στους τοίχους… Άτομα να περιφέρονται ή να χαμουρεύονται στο πάτωμα… Αλλά αυτό που επικρατούσε, και το οποίο είχε ήδη διαπιστώσει απέξω, ήταν η μουσική. Η εκκωφαντική μουσική που δονούσε το δάπεδο. Η Τζένη ένιωθε σαν να έκανε σεισμό.
«Πρέπει να περνάνε πολύ καλά εκεί κάτω» σχολίασε.
«Δε φαντάζεσαι. Έλα».
«Άρχισε να τραβάς βίντεο» φώναξε η Τζένη στον Μπεν.

Εκείνος έβγαλε την μικρή, αλλά ακριβή επαγγελματική κάμερα και την ενεργοποίησε. Την έστρεφε με αργές, σταθερές κινήσεις προς πάσα κατεύθυνση.
Κατέβηκαν τα περίπου είκοσι σκαλιά. Μερικά κεριά, φώτιζαν το χώρο και εδώ, ενώ σε κάποια σκαλοπάτια, υπήρχαν νέοι και νέες που διασκέδαζαν χορεύοντας ή ανταλλάσσοντας φιλιά και χάδια. Η μουσική ολοένα και δυνάμωνε, ενώ, όπως διαπίστωνε η Τζένη ο χώρος δε θερμαινόταν καθόλου. Είχε πολλή παγωνιά. Και μια μυρωδιά, που γινόταν εντονότερη… Ένα συνδυασμό αλκοόλ, κολόνιας και δέρματος. Περισσότερο δυσάρεστη οσμή, παρά αναπόφευκτη για ένα πάρτι νέων.

Η Τζένη σταμάτησε ξαφνικά, κοντά σε ένα ζευγάρι ανδρών, που ο ένας είχε κολλήσει το σώμα του πάνω στου άλλου. Έγειρε το κεφάλι της, για να δει καλύτερα.
«Τι έγινε;» φώναξε ο Μπεν, χωρίς να αφήσει την κάμερα.
«Μου φάνηκε…» ξεκίνησε να πει η Τζένη, αλλά τότε ο τύπος που ακουμπούσε στον τοίχο την είδε και της έκανε νόημα να φύγει. Εκείνη έμεινε για μια στιγμή στην θέση της, αλλά έπειτα χαμογέλασε, έκανε ένα αόριστο νεύμα και γύρισε προς τον Μπεν.
«Λοιπόν;» της είπε εκείνος.
«Νόμιζα πως είδα αίμα. Αλλά ήταν η ιδέα μου».
«Α, οκέι».

Κατέβηκαν τα υπόλοιπα σκαλιά.
Έφτασαν στον κεντρικό χώρο του υπογείου, όπου πλέον ακουγόταν μόνο η μουσική και που η παράξενη, άσχημη μυρωδιά έγινε ανυπόφορη. Η Τζένη κάλυψε την μύτη της με το δεξί της χέρι. Κοίταξε τριγύρω. Φιγούρες τρεμόπαιζαν υπό το φως των αναμφίβολα πολλών κεριών που έκαιγαν. Παντού άνθρωποι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι, εικοσάχρονα, δεκάχρονα, άνθρωποι ψηλοί ή κοντοί, με λίγα μαλλιά ή με πολλά και βαμμένα, με παλιομοδίτικα ρούχα ή με σέξι στολές, άνθρωποι με μάσκες ή χωρίς, άνθρωποι που οριακά συγκρατούνταν από το να πηδηχτούν, όλοι, όλες, όλα, κουνιούνταν στους ρυθμούς μιας μουσικής που δεν είχε καμιά σχέση με την κάντρι που έπαιζε το ντόπιο ραδιόφωνο, αλλά που μάλλον σχετιζόταν με τα χιτάκια που ακούγονταν σε ταινίες όπως το Μάτριξ. Κάποιοι έπιναν ένα πηχτό υγρό, μάλλον κόκκινο, από γυάλινα ποτήρια, τα οποία στη συνέχεια έσπαγαν στο πάτωμα. Κουνούσαν τα χέρια και χοροπηδούσαν, έβγαζαν τη γλώσσα, ρουφούσαν την ψυχή του άλλου ατόμου που χόρευε πιο κοντά τους, άρπαζαν κάποιον ή κάποια και τον/την περιέφεραν γύρω από το σώμα τους ή πάνω στο σώμα τους.

Αποκλείεται όλοι αυτοί να είναι ντόπιοι, σκέφτηκε η Τζένη, αναλογιζόμενη την εικόνα της νυχτερινής Νιου Κίνγκσλαντ. Σκούντηξε τον Μπεν και αυτός έσκυψε προς το μέρος της. «Εδώ δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσουμε με κάποιον» του φώναξε. «Πρέπει να βρούμε αυτόν με τον οποίο κανόνισες την συνέντευξη και να πάμε κάπου παράμερα, χωρίς τόσο δυνατό ήχο και…»

Ο Μπεν κούνησε το κεφάλι. «Ω όχι, όχι. Όχι τώρα. Τώρα θα χορέψουμε και εμείς, Τζένη».
«Τι; Δεν σε άκουσα, τι είπες;»

Ο Μπεν της έκανε νόημα να περιμένει. Απομακρύνθηκε από κοντά της και μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα της άφησε την κάμερα πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο έπιπλο που δεν είχε προσέξει νωρίτερα. Όπως… δεν είχε δει και… τα καρφιά στους τοίχους. Πολλά, σαν κάννες από όπλα που στοχεύουν το κοινό… Και στην μία πλευρά και στην άλλη, σαν δύο στρατοί που έχουν παραταχθεί και ετοιμάζονται να πυροβολήσουν. Κάποια από τα άτομα που χόρευαν ακουμπούσαν στις αιχμές. Κάποια… κάποια επέλεγαν να τριφτούν ή να τρυπηθούν… Και άλλα έσπευδαν να γλείψουν το αίμα που έβγαινε από τις πληγές.

Η Τζένη έκανε να δείξει στον Μπεν τι έκαναν, αλλά εκείνος την έπιασε από την μέση και την τράβηξε κοντά του και την παρέσυρε σε ένα χορό που συμπεριλάμβανε ροκ, ρέιβ και τέκνο κομμάτια, μιξαρισμένα μεταξύ τους. «Καλώς όρισες στο Αρχοντικό των Λέβετ, Τζένη!» ούρλιαξε.

Αναμείχθηκαν μαζί με τους άλλους. Εκείνος χαμογελούσε και εκείνη του φώναξε πέντε φορές, πριν παρατήσει την προσπάθεια να τον πείσει να βρουν τον υπεύθυνο, για την συνέντευξη, ή έστω να ξεκινούσαν το ρεπορτάζ κι ας μιλούσαν μετά με τον τύπο. Χόρευαν και κινούνταν όπως όλοι και όλες σε τούτο το υπόγειο του υποτιθέμενου στοιχειωμένου σπιτιού. Η Τζένη είχε να χορέψει με τέτοια κομμάτια πάνω από δέκα χρόνια, αλλά ακόμα τα κατάφερνε, ενώ ο Μπεν τα πήγαινε πολύ καλύτερα, σαν να το έκανε από γεννησιμιού του και να μην είχε σταματήσει ποτέ.

Υπήρξαν στιγμές που συγκρούστηκαν με άλλα άτομα, αλλά δεν υπήρξε πρόβλημα. Κανείς δεν παρεξηγήθηκε. Ίσα-ίσα, μια κοπέλα, που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα είκοσι, άρπαξε την Τζένη και τη φίλησε στο στόμα, ενώ μια άλλη έκανε κεφαλοκλείδωμα στον Μπεν, φέρνοντάς τον απέναντι από τα εκτεθειμένα στήθη της. Ένας δίμετρος τύπος, καυλωμένος, παραλίγο να γυμνώσει την Τζένη από το τζιν της, όμως εκείνη τον εμπόδισε και με τη βοήθεια του Μπεν, ο οποίος μίλησε στον άλλο φιλικά.

Κάποτε, και ενώ στροβιλίζονταν, έφτασαν κοντά στον έναν από τους τοίχους με τα καρφιά. Η Τζένη ένιωσε να σκοντάφτει σε ένα πόδι, αλλά κατάφερε να κρατηθεί από τα δυνατά χέρια του Μπεν. Όμως, μπόρεσε να δει καλύτερα τι ήταν αυτά τα καρφιά: σιδερένιες πρόκες, μπηγμένες στον τοίχο και λερωμένες από καφετιά ή κόκκινα σημάδια. Είχαν απόσταση μόλις λίγα χιλιοστά το ένα από το άλλο. Η Τζένη σταμάτησε το χορό, όταν είδε σε απόσταση αναπνοής μια κοπέλα να πλησιάζει τον τοίχο και να βάζει το ένα ρουθούνι της σε μια πρόκα, αρκετά βαθιά για να στάξει αίμα. Τότε γύρισε προς τον σύντροφό της και αυτός έσπευσε να γλείψει λαίμαργα το αίμα, ενώ στο τέλος φίλησε την κοπέλα στο στόμα.

Εκείνη τη στιγμή ήταν που η Τζένη πάγωσε στην θέση της. Γιατί, πέραν από όλο αυτό το θέαμα, είχε προλάβει να δει και κάτι ακόμα: στα μπροστινά δόντια του τύπου υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα που προεξείχαν υπερβολικά πολύ, σαν να μην ήταν δόντια ανθρώπου, αλλά… δόντια…
«Έι, Τζένη!» άκουσε τον Μπεν να της φωνάζει εκστασιασμένος.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε.
«Τώρα αρχίζει το καλό» της είπε.

Εκείνη δεν του απάντησε.
Γιατί αμέσως μετά η μουσική σταμάτησε και το πλήθος αλάλαξε, καθώς δέκα ημίγυμνες και άλλοι τόσοι τσίτσιδοι βγήκαν από κάποια κουρτίνα στο βάθος του υπογείου, κρατώντας μεγάλους κουβάδες, από τους οποίους έσταζε ένα πορφυρό υγρό, το οποίο άδειαζαν πάνω στο κοινό, σαν να ήθελαν να κάνουν ένα γρήγορο μπάνιο τους παρευρισκόμενους, που ούρλιαζαν ακόμα περισσότερο, σαν να πετύχαινε απανωτούς πόντους η ομάδα τους.

Η Τζένη είδε να μπουγελώνουν και τον Μπεν, αλλά, με το που μια κοκκινομάλλα με μεγάλα στήθη χωρίς ρώγες ήταν έτοιμη να κάνει το ίδιο και στην ίδια, άφησε την τσάντα της και έπιασε τα χέρια της άλλης πριν κατέβουν. «Όχι εμένα» είπε στην άγνωστη. «Δεν θα γίνω Carrie εγώ» είπε σχεδόν σαν να τσίριζε, αναφερόμενη στην πρωταγωνίστρια του ομώνυμου μυθιστορήματος του Κινγκ.

Αντάλλαξαν μια ματιά: η Τζένη σοβαρή και η άλλη πρώτα απορημένη που την σταμάτησαν, αλλά έπειτα άλλαξε σε ένα τεράστιο χαμόγελο. Έδειξε τα αιχμηρά, σκυλίσια δόντια της στην Τζένη.
«Είσαι ένα πρόβατο» είπε η κοκκινομάλλα, περνώντας την γλώσσα πάνω από τα δόντια της. «Ωραία, ωραία!»

Η Τζένη άκουσε τον Μπεν και μετά αισθάνθηκε το άγγιγμά του στον ώμο της. «Ω, Τζένη, Τζένη…» είπε εκείνος, με ένα ελαφρύ ψεύδισμα, το ίδιο που είχε και η κοκκινομάλλα. «Πόσο τυχερή είσαι που θα γίνεις μία από εμάς. Ή τόσο ηλίθια που θα σε ξεσκίσουμε σαν ζώο. Καλώς μας ήρθες, Τζένη. Καλώς ήρθες στη δική μας Ζώνη του Λυκόφωτος».

Ακούστηκαν γέλια, ενώ ολοένα και περισσότερα από τα όντα που στέκονταν γύρω της στρέφονταν προς το μέρος της, με το αδηφάγο βλέμμα τους.
«Ξέρεις, Τζένη» συνέχισε ο Μπεν, ενώ η κοκκινομάλλα απομακρυνόταν με τον κουβά παραμάσχαλα, «είσαι κι εσύ μία από τις πολλές και τους πολλούς που φέρνουμε εδώ και σε κάθε άλλο μέρος που χρησιμοποιούμε. Μαζεύουμε θηράματα, πρόβατα, αφού πρώτα τα ελέγξουμε χάρη στην υπέροχη εμφάνισή μας. Ή με τη δυνατή ευφυΐα που διαθέτουμε. Χρησιμοποιούμε όλα τα κόλπα που μας έμαθε ο πρώτος από εμάς, ο Φρειδερίκος Λέβετ. Ο πρώτος βρικόλακας που πάτησε στην Νέα Γη, και συγκεκριμένα στην Νέα Αγγλία».

Η Τζένη δεν μίλησε, αλλά παρέμενε περικυκλωμένη από δεκάδες βαμπίρ.
«Είστε πολύ εύπιστα ζώα, Τζένη. Κι εμείς ήμαστε κάποτε, όταν ανήκαμε ακόμα στο δικό σας είδος. Αλλά όχι πια, όχι από την στιγμή που επιλέγουμε την αιώνια ζωή». Σταμάτησε για λίγο. Έπειτα: «Τώρα, Τζένη, είναι η ώρα να διαλέξεις. Θα γίνεις μία από εμάς ή θα πεθάνεις, όπως οι ηλίθιες που δουλεύατε μαζί;»

Η Τζένη παρέμεινε αμίλητη.
«Όλο αυτό το αίμα με το οποίο μας έλουσαν» είπε ο Μπεν «όλο αυτό που έπιναν από τα ποτήρια, είναι από τα θηράματα που έχουμε σκοτώσει και που κρατάμε εκεί». Έδειξε προς το βάθος, το σημείο απ’ όπου είχαν βγει οι γυμνοί άντρες και οι γυναίκες με τους κουβάδες. «Θες και εσύ, Τζένη, να καταλήξεις σαν και αυτά; Να είσαι χρήσιμη μόνο για το αίμα σου και έπειτα να σε πετάξουμε στους λύκους;»

Για μια στιγμή, δεν συνέβη τίποτα.
Τότε ένας παχουλός βρικόλακας χωρίς μπλούζα, που στεκόταν στα δεξιά της, προς την μεριά του τοίχου, άπλωσε το χέρι του, λέγοντας σαν να έπασχε από άσθμα «Η μανταμίτσα διάλεξε τον θάνατο». Έπιασε τον καρπό της κοπέλας και την τράβηξε προς το μέρος του.

Προτού το καταλάβει και εκείνος, μα και οι άλλοι σαν αυτόν, η Τζένη βρέθηκε από πίσω του, τον κάρφωσε με ένα μαχαίρι που εμφάνισε από την τσέπη του μπουφάν της και τον πέταξε πάνω στις πρόκες, όπου και καρφώθηκε. Ο τύπος ούρλιαξε από τον πόνο και έγινε σκόνη το επόμενο δευτερόλεπτο.

Οι άλλοι βρικόλακες έμειναν στην θέση τους και κοιτούσαν με απορία ο ένας τον άλλο, ενώ η Τζένη καθάριζε το μαχαίρι και έβγαζε από την άλλη τσέπη ένα πιστόλι.

Πριν επιτεθεί, άκουσε μία μεσήλικη που είπε «Είναι… είναι αυτός… ο… Night Inquisitor. Δεν ήταν ποτέ άντρας. Ήταν γυναίκα. Αυτή σκότωσε τα αδέρφια μας».
«Πολύ σωστά» είπε η Τζένη, χαμογελώντας. «Κάποτε τέρατα σαν εσάς αφαίμαξαν τους γονείς μου. Για χρόνια, προσπαθούσα να μάθω τι συνέβη, αλλά κανείς δε φαινόταν να ξέρει. Έπρεπε να βρω μόνη μου την άκρη. Έπρεπε να μάθω, να εκπαιδευτώ, μα ταυτόχρονα έπρεπε να έχω μια μάσκα, για να μπορώ να περιφέρομαι ελεύθερα και να έχω τις πληροφορίες που χρειάζομαι». Βρήκε την τσάντα της και πήρε από μέσα μερικά ακόμα από τα όπλα της. Συνέχισε «Η δημοσιογράφος που αλλάζει τη μια δουλειά μετά την άλλη, κάνοντας κουτσομπολίστικες, ψυχαγωγικές ή ενημερωτικές εκπομπές, η οποία, τι κρίμα, πρέπει να φεύγει από το ένα δίκτυο για το επόμενο και από την μια Πολιτεία για την άλλη… Θα έλεγα ότι ήταν μια καλή μάσκα. Δεν καταλάβατε τίποτα». Άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα, για να χωνέψουν τι τους είχε πει και τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια. Με ικανοποίηση, διαπίστωσε ότι τα βαμπίρ απομακρύνονταν από κοντά της με αργά βήματα. «Αλλά» ανασήκωσε τους ώμους της «τέρμα τα λόγια. Τρέξτε, τέρατα. Τρέξτε!» είπε η Τζένη και επιτέθηκε.
«Σκύλα» ψέλλισε ο Μπεν, ο οποίος είδε μπροστά στα μάτια του την κοπέλα που είχε για σίγουρο θύμα να σφάζει και να πυροβολεί τους ομοίους και τις όμοιες του, σκοτώνοντας όλους και όλες. Αμέσως γύρισε και, όπως πολλοί και πολλές, έσπευσε προς τις σκάλες, προς την έξοδο, ενώ η Τζένη πυροβολούσε και μαχαίρωνε, διέλυε κάθε βρικόλακα που έβρισκε στο διάβα της. Κάποια στιγμή, καθώς έψαχνε και στις τουαλέτες, ήρθε αντιμέτωπη με την κοκκινομάλλα και την άλλη τύπισσα που την είχε φιλήσει -τις έσφαξε αμφότερες, δίχως να δείξει έλεος-, ενώ πίσω από την κουρτίνα απ’ όπου είχαν βγει οι «κουβαλητές» βρήκε (και αποτελείωσε) έξι βρικόλακες να κρύβονται πίσω από τέσσερα ανθρώπινα πτώματα που κρέμονταν από γάντζους σαν γουρούνια.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες, έβρισκε άλλα ανόητα βαμπίρ, που δεν είχαν κάνει τον κόπο να τρέξουν μακριά ή που ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο κάποιου δικού τους εδώ ή στο Πρόβιντενς ή σε όποια άλλη περιοχή είχαν στρατοπεδεύσει.

Έφτασε τον Μπεν πριν αυτός προλάβει να βγει έξω από το σπίτι. Άλλοι που έβγαιναν τον εμπόδισαν κι έτσι έμεινε πίσω για περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε. Η Τζένη έτρεξε και τον γράπωσε από την μέση, καρφώνοντας δύο από τα μαχαίρια της και χαράζοντάς τον μέσα και έξω, διαλύοντάς του και το μπουφάν. Ο Μπεν άρχισε να χάνει αίμα, αλλά έκανε και αυτός επιθέσεις με τα χέρια του: προσπάθησε να την χτυπήσει, να την γδάρει και να την πιάσει, αλλά οι κινήσεις του ήταν αργές, λόγω της απώλειας αίματος που είχε. Σταδιακά, ενώ γινόταν όλο και πιο αδύναμος, γονάτισε και έμεινε να εκεί, στην είσοδο, με την Τζένη να στέκεται από πάνω του.
«Why so serious? Δεν είσαι πια τόσο σπουδαίος, έτσι;» του είπε. «Φρόντισες για την είσοδο, αλλά όχι για την έξοδό σου, μαλάκα».

Ο Μπεν είδε τους άλλους βρικόλακες που είχαν προλάβει να φύγουν. Οι περισσότεροι δεν μπήκαν στα αμάξια τους, παρά έτρεχαν πανικόβλητοι στους δρόμους του Νιου Κίνγκσλαντ.

Η Τζένη σήκωσε το πιγούνι του Μπεν με την μύτη της μπότας της. Έδειξε την μπλούζα του. «The cameraman never dies?» τον ρώτησε. «Guess what, bitch! Τώρα αρχίζει το καλό. Τώρα θα δεις ποιος ήταν εύπιστος και ηλίθιος όλον αυτόν τον καιρό και ποιος θα γίνει πρόβατο για σφαγή. Spoiler alert: εσύ ήσουν και είσαι αυτός. Και τώρα θα σε χορέψω εγώ».
Ο Μπεν την είδε να σκύβει και να τον καρφώνει με το μαχαίρι της, ενώ με το άλλο του έκοβε τον λαιμό. Πριν τον αποτελειώσει, πήρε από την τσέπη του τα κλειδιά του.

Ύστερα, πήγε στο αυτοκίνητο, άνοιξε τον σάκο, πήρε ό,τι χρειαζόταν και επέστρεψε στο σπίτι. Το γύρισε όλο και έβαλε βόμβες σε κομβικά σημεία, ενώ παράλληλα πήρε μαζί της στην τσάντα της την κάμερα του The Portland TV, έχοντας κατά νου να αντιγράψει σε δικό της δίσκο όσα είχαν καταγραφεί και έπειτα να τα σβήσει από την μνήμη.

Στο τέλος, βγήκε από το Αρχοντικό των Λέβετ. Εισέπνευσε τον καθαρό αέρα. Απόλαυσε την (ως επί το πλείστον) ησυχία που επικρατούσε. Ωστόσο, άκουγε ακόμα τις κραυγές των βαμπίρ που έτρεχαν να της ξεφύγουν. Το ίδιο είχε γίνει και στο Πρόβιντενς και σε όλες τις άλλες περιοχές που είχε επισκεφθεί τα προηγούμενα χρόνια. Και ποιος ξέρει πόσες θα έπρεπε να επισκεφθεί τα επόμενα.

Συλλογίστηκε ότι ο μαλάκας που σκότωσε λίγο πριν είχε δίκιο σε ένα πράγμα. Αυτή η ιστορία θα άρεσε στο κοινό, σε ένα μεγάλο μέρος του δηλαδή. Βρικόλακες σε μια μικρή πόλη του Μέιν; Που έκαναν πάρτι σε ένα στοιχειωμένο βικτωριανό σπίτι; Είναι πιασάρικο! Για λίγο καιρό, για μια δυο βδομάδες, ίσως περισσότερο, θα πουλούσε, θα ήταν στις πρώτες ειδήσεις, πριν χαθεί το ενδιαφέρον και πέσει στα τελευταία κατάστιχα. Και, όπως είχε μάθει από όλα αυτά τα χρόνια, ήταν σημαντικό να υπάρχει μια σταθερά πιασάρικη είδηση, ακόμα και μια εξωφρενική όπως αυτή –βασικά, το ότι ήταν εξωφρενική θα την έκανε πολύ περισσότερο πιασάρικη από αυτές που ακούγονταν καθημερινά όπως οι πόλεμοι, τα ναρκωτικά κλπ. Θα είχαν ένα σίγουρο θέμα για σχεδόν κάθε εκπομπή, κι ας το εξαντλούσαν μέσα σε μια βδομάδα.
Αλλά, υπενθύμισε στον εαυτό της, αν όλα πάνε καλά, δεν θα μάθουν τίποτα, ούτε τα μίντια, ούτε οι Αρχές, ούτε ο κόσμος. Άλλωστε για αυτό θα διέγραφε από την μνήμη της κάμερας τα πλάνα από το «κλαμπ». Γιατί αμφέβαλλε για το πώς θα το έπαιρναν, τι θα έκαναν κλπ.

Κοίταξε την ώρα στο κινητό της: δώδεκα και μισή τα μεσάνυχτα. Αναστέναξε. Η νύχτα είναι μεγάλη και εγώ έχω δουλειά, είπε μέσα της. Πρόσεξε ότι τα ρούχα της είχαν λερωθεί και πως οι άκρες των νυχιών της είχαν φθαρεί, ενώ τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί. Δεν της έκαναν εντύπωση, είχε πάθει και χειρότερα από παλιότερες υποθέσεις. Αλλά σίγουρα θα έπρεπε να περιποιηθεί λίγο τον εαυτό της. Τι εικόνα θα έδινε αύριο στο κανάλι ή τώρα, σε όποιο άτομο τύχαινε να συναντήσει;

Σαν να ήθελαν να επιβεβαιώσουν την τελευταία της σκέψη, καθώς έβγαζε από την τσάντα και φορούσε την μαύρη μάσκα της, κατέβαινε τα σκαλοπάτια προς τον πολιτισμό και περπατούσε στην Τρίτη Οδό, άκουσε σειρήνες να σφυρίζουν σε κάποιον κάθετο δρόμο. Να που οι μπάτσοι κυκλοφορούν τελικά, σκέφτηκε, λίγο πριν ενεργοποιήσει τις βόμβες.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο προέρχεται από ανάθεση της Κικής Γιοβανοπούλου. Μπορείτε να βρείτε κείμενά της εδώ: https://thebluez.gr/category/kikig/.
Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr.
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/.
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: