,

Ημουν νιός και γέρασα…

Κοιτάζω την σχεδόν πάλλευκη εικονική σελίδα, στην οθόνη του υπολογιστή και αμφιταλαντεύομαι. Το αποψινό κείμενο δεν θα έχει τεχνική, μήτε θα είναι μια ιστορία με συναισθήματα και εφέ. Δεν θα είναι ούτε άρθρο, ούτε κατάθεση ψυχής. Θα μπορούσα να πω πως προσπαθώ να ανοίξω έναν δίαυλο επικοινωνίας, όχι με τον μέσο αναγνώστη, μα μ’ εκείνον που έχει στείλει έστω και ένα κείμενο σαν guest, στο TheBluez. Εξ ού και το «σπάσιμο του τέταρτου τοίχου» που σας γράψω και στα mail. Είστε μεγάλο παρεάκι. Κοπιάστε. Βάλτε και μουσική. Εγώ έχω βάλει τούτο ‘δώ. Πάμε;

Κατ’ αρχάς θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Ήμουν νιός και γέρασα και ξέχασα πώς έκανα τα πρώτα βήματά μου και ξέχασα πότε έκανα εκείνα, τα πρώτα μου, βήματα. Δεν θα πω κάτι κλισέ, δεν έγραφα ανέκαθεν, δεν γεννήθηκε η ανάγκη όταν ήμουν στην μήτρα της μάνας μου. Σίγουρα όμως, γεννήθηκε, τα βράδια που ξερνούσα το κρασί μου γιατί δεν έβρισκα το γιατί.

Κάποιο βράδυ, τα φαντάσματα ξύπνησαν πολύ νωρίς κι εγώ, γύριζα μόνος μου, δίχως να μπορώ να ανταμώσω μια ψυχή για να πούμε μια κουβέντα. Τότε γεννήθηκε η ανάγκη και οι σκόρπιες λέξεις μου βρήκαν τον δρόμο τους στους αέναους και αχανείς διαδρόμους του διαδικτύου, σ’ ένα blog που φτιάχτηκε πριν φτιαχτούν τα σύγχρονα blogs. Σκόρπιες λέξεις. Αυτό ήταν. Τόσο σκόρπιες, όσο σκόρπιες είναι κι οι λέξεις που διαβάζω στα κείμενα που μου στέλνετε και με βαριά καρδιά, σας γυρίζω πίσω, λέγοντάς σας ότι το TheBluez δεν δημοσιεύει σκόρπιες σκέψεις. Αν και ο υποφαινόμενος, κάποτε, δημοσίευε σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις στην δική του, μικρή, γωνιά του κόσμου.

Πέρασαν τα χρόνια. Ήρθαν νέοι άνθρωποι και νέες εμπειρίες στη ζωή μου. Κάπου πέθανε η ανάγκη, κάπου σταμάτησα να γράφω, δεν έβρισκα ούτε το νόημα, μήτε και τις λέξεις. Μα ούτε τ’ άσχημα, ούτε τα όμορφα κρατάνε για πάντα. Κι η νηνεμία της ζωής μου, κάποια απρόσμενη στιγμή, εξαφανίστηκε κι έδωσε την σκυτάλη στον συρφετό. Εκείνο το βράδυ…

Εκείνο το βράδυ δεν έχω σκοπό να το ξεχάσω, για δύο λόγους. Για να μην ξεχάσω ποιος ήμουν και ποιος έγινα και γιατί ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για να φτάσω, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, εδώ ακριβώς που είμαι. Όντως ήμουν νιός και όντως γέρασα. Γιατί εκείνο το βράδυ έγραψα μια μικρή, παραληρηματική, ιστορία, η οποία έφερε τον τίτλο Διήγημα – ελλείψει καλύτερου τίτλου. Ήταν το πρώτο μου ασταθές βήμα, σ’ έναν τεράστιο και ολοκαίνουριο κόσμο – σ’ ετούτο της γραφής.

Δεν θα σου πω ψέματα: Δεν έγραψα καλύτερα από εσένα όταν ξεκίνησα. Παραληρηματικός λόγος. Προφορικός λόγος. Ανύπαρκτη σύνταξη. Γραμματική για τ’ ανάθεμα. Ό,τι μου κατέβαινε στην γκλάβα. Στείρος λόγος, άγουρος. Αυτός ήμουν κάποτε.

Η μια ιστορία γέννησε μια άλλη ιστορία – όχι τόσο σαν συνέχεια της πρώτης, μα επειδή υπήρχε η ανάγκη της δημιουργίας και της έκφρασης. Είχα την ανάγκη να ουρλιάξω, ματώνοντας το λαιμό μου, για όλα τα χαμένα βράδια μου. Είχα την ανάγκη να πιώ, να ξενυχτήσω, να ξημερώσω δίπλα σε ένα αναιμικό φωτιστικό και να γράψω, να πλάσω ήρωες, σκηνές, καταστάσεις συναισθήματα. Είχα την ανάγκη να μην πατάω πουθενά.

Εκείνο το διάστημα έγραφα μανιωδώς και μανιακά. Δοκίμαζα τα όριά μου, δοκιμάζοντας τα όρια των χαρακτήρων μου. Μπορούσα να χτυπάω χάρτινα ανδρείκελα στους σκουριασμένος, σιδερένιους τοίχους, της φαντασίας μου, μέχρι να ματώσουν, να πεθάνουν, ν’ αγαπηθούν και να μισήσουν. Κάποιες φορές, χαράματα, κατάφερνα και έβλεπα την οργισμένη, χειμωνιάτικη θάλασσα, να γδέρνει την παγωμένη ακτή και πλημύριζα χαρά. Ο κόσμος, είχα γράψει τότε, είναι μικρός κακός και ηλίθιος. Ο κόσμος είναι ρόδινος κι ακάνθινος ταυτόχρονα.  Αυτή ήταν η δική μου αλήθεια κι η δική μου πραγματικότητα.

Κατάφερα μέσα σε μερικούς μήνες να γράψω δύο – ούτε ο θεός δεν μπορεί να τα κάνει – βιβλία κι είχα το θράσος, να τα υποβάλλω για αξιολόγηση σε εκδοτικούς οίκους. Ποτέ δεν πήρα απάντηση – αν και, βαθιά μέσα μου, περίμενα ακόμη και την απόρριψη. Τότε ξεκίνησα να γράφω από ‘δω κι από ‘κει.

Περίμενα, πώς και πώς, περίμενα, να δημοσιευτούν οι ιστορίες μου. Κι όταν δημοσιευόντουσαν, και έπαιρνα κριτικές, χαιρόμουν και λυπόμουν, και έβαζα τα δυνατά μου για να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Τα τελευταία δέκα, περίπου, χρόνια, έχω γράψει πάνω από 120 short stories, κάποια έχουν δημοσιευτεί εδώ, κάποια άλλα, όχι. Κάποια, πλέον, δεν μπορώ να τα διαβάσω, τόσο γιατί ο άνθρωπος που τα έγραφε δεν είμαι πια εγώ, όσο και γιατί, με τα χρόνια και την τριβή, πέρα από καλύτερος άνθρωπος, έγινα και καλύτερος γραφιάς.

Περίμενα ακόμη κι όταν δεν ερχόταν η απάντηση, την στιγμή που θα λάμβανα ένα μήνυμα, ένα mail, ένα κάτι που θα μου έλεγε τι μαλακίες είναι τούτες ρε Κουτρούλη; Here’s a pencil, go home, write some shit, make it suspensefulΟύτ’ αυτό δεν ερχότανε. Κι όσο κι αν ήθελα να το παίξω σκληρός και να πω ‘νταξ’, δε γαμείς, δεν έγινε και τίποτα, με πονούσε. Ποτέ δεν με πόνεσε η απόρριψη, αλλά με πονούσε η αδιαφορία.

Η τέχνη είναι τέχνη, είναι για όλους, ανεξαρτήτως μορφωτικού, οικονομικού, κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου επιπέδου. Όταν κάνεις τέχνη, κάνεις τέχνη. Όταν πασαλείφεις τα κόπρανά σου σ’ έναν τοίχο και χοροπηδάς ως άλλος πρωτόγονος με το παρεάκι σου, μόνο τέχνη δεν κάνεις. Η τέχνη δεν γνωρίζει κλίκες, η τέχνη δεν γνωρίζει ανταλλάγματα. Κι ακόμη κι ετούτο εδώ, το μικρό, ακόμη και το μεσημεριανό σου post στο facebook, τέχνη είναι. Τέχνη, όμως, δεν είναι το απαύγασμα της μαλακίας που σκάρωσες λέγοντας ότι δήθεν και καλά κρύβει νοήματα πίσω του, βαθιά μέσα του, νοήματα που μόνο ο ανύπαρκτος λογισμός σου μπορεί να δει.

Όταν ανέλαβα αυτήν εδώ την θέση, όρκισα τον εαυτό μου να μην γίνει αυτό που κάποτε μισούσα. Γι’ αυτό και ξεκλέβω χρόνο από την ζωή μου, την γραφή μου, την γυναίκα μου, και τους ελάχιστους, εναπομείναντες, φίλους, για ν’ απαντήσω σ’ ένα mail και να πω αυτό που μου έστειλες δεν δημοσιεύεται για τους παρακάτω λόγους. Χρόνος. Ίσως το πιο πολύτιμο αγαθό που έχουμε στα χέρια μας. Τον χρόνο μου επέλεξα να επενδύσω, όχι μόνο στην αρχισυνταξία και στον μετασχηματισμό αυτού του σπιτιού, αλλά και στον κόσμο που επιλέγει να στεγάσει τα κείμενά του, κάτω από την φιλόξενη στέγη του TheBluez.

Τι δεν αντέχω; Τους δήθεν, τους γαμάτους, τους ανάλγητους και τους άκαμπτους. Πάντα υπάρχει κάποιος καλύτερος από εμάς. Άκουσέ με, έχω γράψει πολλά περισσότερα απ’ όσα εσύ, δεν έχεις να χάσεις κάτι. Κι αν δεν έχω γράψει περισσότερα και καλύτερα, θεωρώ πως έχω μια θέση σ’ αυτό τον χώρο και πως μπορώ να κριτικάρω εποικοδομητικά το πόνημά σου. Ακόμη κι αν δεν τους αντέχω, ακόμη κι αν τους έχω βαρεθεί, θα απαντήσω και σ’ αυτούς. Μπορεί να βγάλω μια άκρη, μπορεί να συνεννοηθώ, μπορεί να βοηθήσω και να βοηθηθώ. Μπορεί να μην βγει και τίποτα, στην οποία περίπτωση, απλώς σταματάω ν’ ασχολούμαι.

Σας γράφω ότι οι παραληρηματικέ σας σκέψεις δεν μπορούν να δημοσιευτούν στο TheBluez. Γιατί; Γιατί δεν σας διαβάζουν τα κολλητάρια σας ή ο εαυτός σας. Σας διαβάζει κόσμος που δεν σας ξέρει, που θα σας κρίνει, που δεν έχει ούτε κοινή λογική, ούτε συναίσθηση των γραφομένων του.

Σας γράφω ότι οι ιστορίες σας είναι ασύντακτες και δεν μπορώ να τις δημοσιεύσω. Δεν σας ζητάω, εν μία νυκτί, να γίνετε γκουρού της γλώσσας. Σας ζητάω να πάρετε μια ανάσα, να διαβάσετε δυνατά το κείμενό σας και να ρωτήσετε τον εαυτό σας, αν μπορεί να βγάλει μια άκρη μ’ ότι διάβασε.

Σας γράφω ότι οι ιστορίες σας χρήζουν ορθογραφικής επιμέλειας. Στην εποχή του internet δεν νοείται να λαμβάνω ανορθόγραφα και ατόνιστα κείμενα. Περάστε τα από έναν ορθογράφο και τα ψιλά, αυτά που όντως δεν ξέρετε πως γράφονται, θα τα διορθώσω εγώ, παρέα με κάποιο λεξικό.

Σας γράψω ότι οι ιστορίες σας είναι πολύ μικρές, πολύ μεγάλες, ότι δεν δημοσιεύουμε κείμενα σε συνέχειες δίχως να το έχουμε προσυνεννοηθεί, κι όλα αυτά γιατί δεν διαβάζετε τους όρους υποβολής κειμένων προς δημοσίευση, με τους οποίους συμφωνείτε ανεπιφύλακτα κιόλας!

Σας γράφω ότι κάνετε κατάχρηση των αποσιωπητικών, γιατί έχετε 439 αποσιωπητικά στο κείμενο, και μου ξαναστέλνετε το κείμενο με 421 αποσιωπητικά. Γιατί; Δεν ξέρετε πού και πώς χρησιμοποιούνται; Ρωτήστε, δεν είναι κακό – πριν μερικές μέρες σκεφτόμουν να γράψω ολόκληρο άρθρο για τα αποσιωπητικά.

Σας γράφω ότι μετά τα σημεία στίξης μπαίνει κενό, και μου επιστρέφετε ένα κείμενο το οποίο δεν διαβάζεται, γιατί όλα είναι κολλημένα μεταξύ τους.

Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Μήπως γιατί περίεργα την είδα;

Όχι. Τα γράφω γιατί είναι όλα όσα περίμενα να μου πουν κάποτε. Όλα όσα με κάνουν καλύτερο σ’ αυτό που κάνω. Όλα όσα κάνουν την διαφορά σ’ ένα κείμενο.

Συχνά – πυκνά θα λάβω ένα διαμαντάκι, άλλες φορές πετσοκομμένο κι άλλες εντελώς άκοπο. Αξίζει να φάω τον χρόνο μου για να καθίσω να κόψω το διαμάντι που θα έπρεπε να έχεις κόψει εσύ;

Αξίζει. Κι αυτό θα το καταλάβεις όταν μπορέσεις να πεις κι εσύ ήμουν νιός και γέρασα.

Το TheBluez είναι μια φιλόξενη στέγη, ένα ζεστό σπίτι, για τα έργα σας και τα περιμένει αδημονώντας. Αρκεί να είστε τόσο δεκτικοί με τα σχόλια και τις αλλαγές μας, όσο είμαστε εμείς με τα κείμενα που κατά καιρούς λαμβάνουμε.

Υ.Γ. Την επόμενη φορά που θα σκεφτώ ότι ήμουν νιός και γέρασα, θα σας ανεβάσω και την πρώτη μου ιστορία. Γιατί όλοι ξεκινήσαμε από κάπου κι όλοι παλέψαμε για να φτάσουμε όπου κι αν είμαστε.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading