,

Ο Κόσμος της Λυγερής

Μόλις μπήκε μέσα, η πόρτα βρόντηξε πίσω της με θόρυβο. Η τσάντα που κρατούσε στα χέρια της κατέληξε στο πάτωμα, το οποίο γέμισε λογιών – λογιών καλούδια. Αγανακτισμένη, μα πάνω απ’ όλα βαθιά απογοητευμένη, σήκωσε μια σακούλα με πικάντικα πατατάκια και άρχισε να τα καταβροχθίζει αποφασιστικά. Μετά από κάμποσες γενναίες μπουκιές, με το στόμα της μουδιασμένο από το υπερβολικό αλάτι, μπουκωμένη και πληγωμένη, έβαλε τα κλάματα. Γιατί, μα γιατί να είναι αυτή που είναι και έτσι όπως είναι;

Σηκώθηκε παραιτημένη και έριξε μια ματιά στον ολόσωμο καθρέφτη στην είσοδο του διαμερίσματός της. Στα τόσα χρόνια που κοσμούσε το χώρο, δε της έκανε ούτε μια φορά τη χάρη να την κάνει να χαμογελάσει. Σαν αλλοτινή μάγισσα του παραμυθιού ψιθύριζε από μέσα της «Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη απ’ όλες στον κόσμο;», αλλά η απάντηση ήταν προφανής και την έβλεπε μπροστά της. Κοίταξε την αντανάκλασή της αποκαρδιωμένη και για άλλη μια φορά βούτηξε στον καναπέ και στην απελπισία της.

Η Λυγερή δεν άφηνε εύκολα τη στενοχώρια να την καταβάλλει. Η κατάστασή της ήταν ίδια από τότε που θυμόταν τον εαυτό της και ελάχιστα κατάφερε να την αλλάξει όσο και αν προσπάθησε. Ακόμα και το όνομά της ήταν καθαρή πρόκληση εδώ που τα λέμε. Λυγερή. Μα τι στο καλό σκέφτονταν οι γονείς της όταν την ονόμασαν έτσι; Όποτε εξέφραζε το ίδιο παράπονο στη μητέρα της, αυτή αναστέναζε θεατρικά κι έλεγε: «Ήταν άλλες εποχές τότε καλή μου, άλλες!». Έτσι λοιπόν, σαν τραγική ηρωίδα έσερνε αυτό το όνομα στις πλάτες της να ξύνει πληγές και να προκαλεί χαχανίσματα σε όποιον το άκουγε, αφού τη σκάναραν με το βλέμμα τους από τη κορφή έως τα νύχια και να σου πάλι τα χαχανητά, δίχως ίχνος διακριτικότητας. Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά. Δυο τρία ροδαλά και όμορφα κορίτσια την κοιτούσαν αναίσχυντα στην ουρά του ταμείου και χασκογελούσαν, καρφώνοντάς τη με βλέμμα προκλητικό και κάνοντας ολοφάνερο το γεγονός ότι τη σχολίαζαν. Κάποια στιγμή μάλιστα έπιασε το αυτί της τη μία από αυτές να μουρμουρίζει: «Μα καλά, δε ντρέπεται να κυκλοφορεί έτσι;».

Στη θύμηση αυτής της κουβέντας, της ξέφυγε άλλος ένας λυγμός. Τότε πήρε μια απόφαση που δειλά της είχε περάσει από το μυαλό πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν είχε πάρει στα σοβαρά: Θα έκανε πλαστική επέμβαση! Ναι, αυτό θα έκανε! Σήκωσε τη φαρδιά μακό μπλούζα που είχε επιλέξει να φορέσει και κοίταξε τη κοιλιά της με απογοήτευση: Λίπος… μηδέν! Εκεί που έξω έβλεπες κορίτσια με αφράτες κοιλίτσες και γεμάτα κορμιά, η δική της ήταν επίπεδη σε ενοχλητικό βαθμό, με το λεπτό της δέρμα να προδίδει την παντελή έλλειψη λίπους. «Δε φταίω εγώ που έχω κακό μεταβολισμόοοοοο!» κλαψούρισε πάλι. Τα πλούσια δάκρυά της κύλησαν στο λεπτό της πρόσωπο, βρίσκοντας καταφύγιο στο λακουβάκι που σχημάτιζε ο λαιμός της. Χαμήλωσε το βλέμμα στις παλάμες της και κοίταξε τα λεπτά και μακριά της δάχτυλα. Το χρυσό δαχτυλίδι που της χάρισε η μητέρα της στα εικοστά της γενέθλια, στεκόταν έτοιμο να γλιστρήσει με την ίδια να το κρατά επίμονα στη θέση του. Θυμήθηκε τη μητέρα της να της απολογείται που δε βρήκε μικρότερο μέγεθος και της υποσχέθηκε να το στενέψουν.

Έπιασε τα ρούχα της -τα φαρδουλά της ρούχα- μέσα στα οποία κολυμπούσε. Ούτε ρούχα μπορούσε να βρει στα μέτρα της. Ούτε καν στα παιδικά. Άσε που δεν ήθελε κιόλας, γιατί αν φορούσε ρούχα που να ήταν στο μέγεθός της, θα έκανε τη κατάστασή της ακόμα πιο εμφανή. Προσπάθησε να το κρύψει με κάποιο τρόπο, ντρεπόταν να το ομολογήσει, αλλά ήταν αλήθεια. Τόσα προϊόντα κυκλοφορούσαν εκεί έξω γι’ αυτό το σκοπό. Πρόσθετα μαξιλαράκια για τη περιοχή της κοιλιάς, για το μπούστο και τους γοφούς. Αλλά με τα πόδια και τα μπράτσα τι να έκανε; Κάθε φορά που τα χρησιμοποιούσε, έβλεπε τα αδύνατα άκρα της να ξεπροβάλλουν παράταιρα από το κορμό της, κάνοντάς την να μοιάζει με κούκλα που της κόλλησαν ξένα μέλη. Υπήρχαν βέβαια και για τους πολύ αποφασιστικούς ολόσωμες στολές, ναι, αυτές ήταν καλύτερες, αλλά δε τολμούσε να τις φορέσει, γιατί αισθανόταν ότι δε μπορούσε να αναπνεύσει μέσα τους. Αποφάσισε ότι αν ήταν να πάψει να αναπνέει, υπήρχαν και άλλες καλύτερες μέθοδοι. Αλλά και πάλι, η ζωή είναι γλυκιά λένε.

Και αυτό ήταν το μόνο που έβρισκε γλυκό η Λυγερή. Γιατί τα γλυκά που τόσοι πολλοί απολάμβαναν να τρώνε, αυτήν όχι μόνο την άφηναν παγερά αδιάφορη, αλλά της έφερναν και αναγούλα, καθιστώντας αδύνατη κάθε προσπάθειά της να τα καταναλώσει προς χάριν της ομορφιάς. Προσπάθησε πολλές φορές να κάνει υπομονή, να εξαναγκάσει τον εαυτό της να τα καταναλώσει για κάποιο χρονικό διάστημα και για λίγο τα κατάφερε, αλλά μόνο για λίγο. Δε μπορούσε να συνεχίζει να καταπιέζεται για περισσότερο και έτσι ξαναγύριζε στο μηδέν. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο γεμάτο με ψώνια πάτωμα. Τα μήλα και τα σαλατικά είχαν σκορπίσει παντού σχηματίζοντας ένα μοτίβο με πολλά χρώματα και σχέδια. Τι να έκανε; Αυτά της άρεσαν. Δεν ήταν έγκλημα. Έβλεπε τα επικριτικά βλέμματα των άλλων όταν πήγαινε στον πάγκο της μαναβικής, τους ανθρώπους που κοιτούσαν μια το καλάθι της και μια την ίδια και το κούνημα του κεφαλιού τους, σαν να έλεγαν «Ε βέβαια, έτσι που είναι…».

Έτσι λοιπόν κατέληξε στην απόφαση να κάνει πλαστική επέμβαση. Προσθετική λίπους έκαναν πολλοί και ας μη το ομολογούσαν. «Καθαρή διατροφή» έλεγαν αποφεύγοντας το βλέμμα των γύρω τους, αλλά δε τρώει κουτόχορτο ο κόσμος. Ούτε καν χόρτα δεν τρώνε και είναι τόσο νόστιμα τα άτιμα! Θα την έκανε λοιπόν να ησυχάσει! Όμως φοβόταν… Σφιγγόταν η καρδιά της στη σκέψη και έτρεμε σαν το πουλί.

Ξαφνικά το βλέμμα της άστραψε και τα χείλη της έσφιξαν σε μια αποφασιστική κίνηση. «Σε έπιασε το πείσμα σου πάλι;» της έλεγε η μάνα της μόλις έβλεπε την ίδια έκφραση στο πρόσωπο. Ε ναι λοιπόν, την έπιασε το πείσμα της! Όλη νύχτα τη πέρασε πάνω από τη ραπτομηχανή της η Λυγερή. Ξήλωνε και έραβε, μέχρι που την πήρε το ξημέρωμα. Το πρωί λοιπόν πήρε το δρόμο για τη δουλειά φορώντας ρούχα στα μέτρα της και αισθανόταν για πρώτη –ίσως- φορά στη ζωή της ότι μπορούσε να αναπνεύσει!

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading