,

Η μυστική κρύπτη του παραδείσου

Έβγαλε τα σκουλαρίκια της κάπως απότομα, τα έσυρε αργά προς τους καρπούς της και μερικές σταγόνες αίμα κύλησαν στην μπανιέρα. Ήταν δύο πολύχρωμες μπρούτζινες λιβελούλες που της είχε δωρίσει εκείνος, τότε που πίστευαν ακόμη σε παραμύθια. Βυθίστηκε κάτω απ’ το νερό και παρατήρησε μάλλον αδιάφορα, τα σκουλαρίκια που έπλεαν.

———

Η ανάβαση ήταν κοπιαστική και επώδυνη, μυτερά βράχια ξεφύτρωναν από παντού, ακανθώδεις θάμνοι κάθε τόσο δοκίμαζαν την ελαστικότητα της σάρκας που περνούσε δίπλα τους, ένας μικρός άλικος φόρος κατατίθετο χωρίς διαμαρτυρία, τα μικρά φυσικά ξυραφάκια έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους και στο αμάθητο ημίγυμνο κορμί της ιδανικά αποτυπώνονταν όλες οι πορφυρές αποχρώσεις που θα μπορούσε να σχεδιάσει ένα ζαβολιάρικο ξωτικό του δάσους που δέχεται έναν απρόσκλητο επισκέπτη στο σπίτι του.

Ωστόσο, ήταν πεισματάρικο κορίτσι και δε θα τα παρατούσε εύκολα. Είχε ακούσει πολλά γι’ αυτό το επιβλητικό βουνό, για τα αβυσσαλέα φαράγγια του, τους ορμητικούς ποταμούς που το διέσχιζαν, την πυκνή βλάστηση που το έζωνε, τα άγρια ζώα που καραδοκούσαν και φυσικά, διηγήσεις άφθονες για ανθρώπους που όταν θέλησαν να εξερευνήσουν το μέρος δε γύρισαν ποτέ πίσω. Υπήρχε παρ’ όλα αυτά ένας σοβαρός λόγος που της έδινε ώθηση να συνεχίσει και να παραμερίσει τις όποιες δικαιολογημένες φοβίες προέκυπταν.

Ήταν η Μυστική Κρύπτη του Παραδείσου!

Για να κατορθώσει να προσεγγίσει κανείς αυτό το σημείο, έπρεπε πρωτίστως να το επιχειρήσει μόνος του. Οι ντόπιοι μάλιστα έλεγαν, ότι μόνο γυμνός μπορεί κάποιος να το ανακαλύψει και μονάχα την πρώτη πανσέληνο του Αυγούστου είναι δυνατόν να φανερωθεί. Η Μυστική Κρύπτη του Παραδείσου ήταν -σύμφωνα με τους θρύλους- η  Πύλη που οδηγούσε σ’ έναν φυσικό εξαγνισμό, σε μια πνευματική ανάταση τόσο υψηλή που δε χωρούσε νους ανθρώπου.

Ύστερα από τρεις ώρες συνεχούς βαδίσματος, σταμάτησε. Πήρε βαθιές ανάσες και έσκυψε να πιει νερό στο ρυάκι που έτρεχε δίπλα της. Έβρεξε το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, την πλάτη της, αφαίρεσε με δυσκολία το μικρό άσπρο φόρεμά της και ένιωσε γλυκιά ανακούφιση όταν το κρύο αεράκι που φύσηξε ξαφνικά, δρόσισε το γυμνό σώμα της που έκαιγε. Κοίταξε κάτω, τον μικρό οικισμό απ’ όπου ξεκίνησε, είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ, ίσα που διακρίνονταν. Μπροστά της, το βουνό αγέρωχα ορθώνονταν. Άρχισε ν’ αφουγκράζεται τους ήχους. Τζιτζίκια, τριζόνια, αέρας, νερό. Έμεινε για αρκετή ώρα εκεί σαν κάτι να την είχε αιχμαλωτίσει, έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε.

Όταν ύστερα από λίγο επανήλθε στην πραγματικότητα, αισθάνθηκε μια ανεξήγητη ζαλάδα κι έναν παράξενο φόβο, καθώς διαπίστωσε ότι δεν ακουγόταν τίποτα πλέον. Ο αέρας είχε κοπάσει, τα τζιτζίκια και τα τριζόνια είχαν σωπάσει, το νερό εξακολουθούσε να ρέει αθόρυβα! Πανικός την κυρίευσε και άρχισε να ουρλιάζει υστερικά αλλά τί περίεργο (!) ενώ φώναζε δεν άκουγε κανένα ήχο. Παρατήρησε το αμίλητο νερό που κυλούσε στα πόδια της και ξεκίνησε, πλέκοντας ζοφερά σενάρια στο μυαλό της, να προχωρά αντίθετα στη ροή του.

Το εγχείρημα φάνταζε θαρραλέο, το να πας αντίθετα στη ροή του ποταμού θέλει αναμφίβολα τόλμη αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί, η σιωπή συνεχίζονταν, ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς της να δονούν το κορμί της, κλαδιά με πλατύφυλλες καταλήξεις της μαστίγωναν το σαστισμένο πρόσωπο, τα πέλματά της είχαν ματώσει, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, σκόνταφτε, έπεφτε και ξανασηκωνόταν, είχε τώρα διεισδύσει βαθιά μέσα στο δάσος.

Και τότε, έτσι αναπάντεχα, επέστρεψαν οι ήχοι, οι συμφωνίες των τζιτζικιών, οι διαφωνίες των τριζονιών, νερά ορμητικά ακούγονταν να χύνονται. Επιτάχυνε το βηματισμό της και βρέθηκε αποσβολωμένη να παρακολουθεί ένα ασύγκριτο ακρόαμα. Ένας τεράστιος καταρράχτης, έπεφτε οργασμικά σε μια κοίλα σμαραγδένια επιφάνεια, δεξιά κι αριστερά σκουρόχρωμα βράχια αγκάλιαζαν τον υγρό χείμαρρο και ολόγυρα αμέτρητες παρατεταγμένες λιβελούλες έκλειναν μαγευτικά αυτό τον εξαίσιο φυσικό κήπο με τρόπο μοναδικό.

Βούτηξε αμέσως στο νερό και κατευθύνθηκε προς τον καταρράχτη, διαισθανόταν ότι πίσω απ’ αυτόν βρίσκονταν η πολυπόθητη Μυστική Κρύπτη του Παραδείσου. Πλησίαζε πιο κοντά, το νερό της σφυροκοπούσε τους ώμους και το κεφάλι, γλιστρούσε, ήταν εξαιρετικά δύσκολο ν’ ανέβει και να μπει μέσα στον καταρράχτη. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια, ένα μεγάλο βήμα αλλά… δεν άντεξε την ορμή, έπεσε άτσαλα στο νερό, το κεφάλι της χτύπησε σ’ ένα μικρό βράχο και καθώς έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις της, διέκρινε μέσα στο νερό ένα μικρό πέρασμα κι ένα αχνό φως που έρχονταν από μακριά.

Ω, ναι, αυτό ήταν! Κολύμπησε ανάλαφρα προς τα ‘κει, μπήκε μέσα στο τούνελ, υπέροχα ανέμιζαν τα μαλλιά της, το φως άρχισε να γίνεται πιο έντονο, γυμνά χέρια άρχισαν να την τραβούν, δεν πρόβαλε καμία αντίσταση, είχε βρει επιτέλους το μέρος που έψαχνε.

———

Πίσω, στη φυσική πισίνα, οι λιβελούλες έδειχναν απορημένες με το κόκκινο νερό μπροστά τους, σύντομα όμως το συνήθισαν και συγχρονισμένα πέταξαν πάνω στο υγρό σεντόνι, αρχίζοντας να δημιουργούν ρυθμικές ερωτικές χορογραφίες κάπου ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Ορφέας Αγγελικός

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading