,

Ο παππούς

Τα παιδιά τρέχανε στην στολισμένη, με κορδέλες και στεφάνια, αυλή. Οι γονείς τους, λίγο παραπέρα, απολάμβαναν τις παγωμένες μπύρες και τις συζητήσεις με τους φίλους τους. Περιμέναμε αρκετό κόσμο ακόμα και οι ψησταριές γεμίζανε με κρέατα και αδειάζανε πάλι, τις τελευταίες τρεις ώρες. Η δική μου δουλειά ήταν να σερβίρω τα ποτά στους καλεσμένους μας και να φροντίζω να είναι ευχαριστημένοι και να περνάνε καλά.

Ο παππούς δεν είχε έρθει ακόμη. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο πριν κάνα δυο μέρες, μου είχε πει πως θα ερχόταν, ο κόσμος να χαλούσε.

«Καλή μου, μπορώ να έχω λίγο νεράκι ακόμα;» διέκοψε τις σκέψεις μου μια φίλη της μαμάς.

«Βεβαίως κυρία Μαρία μου, αμέσως!».

Μπαίνοντας ξανά στο σπίτι, έπεσα πάνω στον αδερφό μου. Κρατούσε τη μικρή του στην αγκαλιά του κι έδειχνε ανήσυχος. Βαθιά μέσα μου ήξερα ακριβώς τον λόγο, όμως ήθελα για μια φορά στη ζωή μου, να είμαι λάθος. Πρέπει να κάναμε τις ίδιες σκέψεις, να δημιουργούσαμε τα ίδια εκατό διαφορετικά σενάρια για το πώς η μέρα θα πήγαινε κατά διαόλου. Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, προφανώς ήθελε να συζητήσουμε το “πρόβλημα”. Το γνωστό, σε όλη την οικογένεια, “πρόβλημα”. Αποφάσισα να μην του δώσω σημασία, ούτε καν τη μικρή δε χαιρέτησα. Δεν είχα ούτε τον χρόνο, ούτε το μυαλό.

Το σπίτι που νοικιάσαμε για το σαββατοκύριακο ήταν τεράστιο. Περπατούσα και περπατούσα, άνοιγα κι έκλεινα πόρτες, μα η κουζίνα ήταν άφαντη. Από ένα σημείο και μετά, οι σκέψεις μου μπερδεύτηκαν, έγιναν μια τεράστια μάζα, όλοι οι τοίχοι έμοιαζαν ίδιοι, όλα τα δωμάτια ήταν το ίδιο μικρά και αποπνικτικά, η φασαρία όλο και δυνάμωνε, γινόταν εκκωφαντική και η κουζίνα… Μα πού στο διάολο είναι αυτή η κουζίνα!

Ήταν η δεύτερη φορά εκείνη την εβδομάδα, που με έπιανε κρίση πανικού. Όλο το άγχος, η στεναχώρια και η ανησυχία, έκαναν ένα θορυβώδες μπαμ. Βρήκα ένα δωμάτιο και χώθηκα μέσα. Κοπάνησα την πλάτη μου στην κλειστή πια πόρτα κι έπεσα κάτω. Τα δάκρυά μου από ρυάκια έγιναν ποτάμια και το σώμα μου τιναζόταν ολόκληρο. Άφησα τον εαυτό μου να νιώσει την βαρύτητα της κατάστασης για λίγο. Όσο λίγο χρειαζόταν για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Το κουβάρι των σκέψεών μου ξεκίνησε να ξετυλίγεται. Μέχρι να σηκώσω το κορμί μου από το πάτωμα και να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, μόνο μια σκέψη είχε μείνει. Μια απορία, που πλανάτο στην ατμόσφαιρα του σπιτιού, κάθε φορά που συναντιόντουσαν τα βλέμματα των μελών της οικογενείας. Γιατί;

Τελικά η πόρτα που πέρασα, οδηγούσε στην κουζίνα. Την είχα βρει επιτέλους. Έπιασα ένα ποτήρι από το ντουλάπι και το γέμισα με νερό. Αυτή η κυρά Μαρία θα ‘χει κορακιάσει τόση ώρα, σκέφτηκα. Βγήκα σιγά – σιγά προς τα έξω, για να ανακαλύψω πως η γη δεν είχε σταματήσει να γυρίζει, όλοι συνέχιζαν να περνάνε καλά, ίσως και πιο καλά από την τελευταία φορά που τους είχα δει. Γύρισα στα καθήκοντά μου και χαμογέλασα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα.

«Ορίστε κυρία Μαρία μου, συγγνώμη για την καθυστέρηση».

«Να ‘σαι καλά κοπέλα μου, τη δροσιά του να ‘χεις!»

Απομακρύνθηκα από την οικογενειακή φίλη με το μπουκωμένο κρακεράκια στόμα, ψάχνοντας με το βλέμμα μου να βρω τη μαμά. Είχε καθίσει δίπλα από την πισίνα, αγκαλιά με ένα πιτσιρίκι. Δίπλα της καθόταν ο αδερφός μου, μουτρωμένος σαν παιδάκι που μόλις το είχαν μαλώσει. Ήξερα πως θα το μετάνιωνα, αλλά κατευθύνθηκα προς το μέρος τους.

«Τι λέει; Πώς περνάτε;», ρώτησα προσπαθώντας να μη βαρύνω περισσότερο το κλίμα.

«Καλά περνούσαμε, μέχρι να έρθει ο μουντρούχος ο αδερφός σου. Δες τον πώς κάθεται, ούτε ένα χαμόγελο δεν έχει σκάσει απ’ όταν ήρθε» απάντησε η μάνα μου, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.

«Απλώς… πιστεύω ότι θα έπρεπε να ανησυχούμε» είπε ο αδερφός μου χαμηλόφωνα.

Δεν είχα καμία όρεξη για αυτό που θα ακολουθούσε, όμως ήταν πολύ αργά για να το αποφύγω.

«Να ανησυχούμε… Πόσο περισσότερο, ε; Για πόσο ακόμα; Θέλεις να κάθεσαι στην πόρτα να βαράς σκοπιά, μήπως θυμηθεί και έρθει ο παππούς σου; Άμα θέλεις, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα! Ξέρεις πόσες φορές το έχω κάνει αυτό; Ξέρεις; Πόσες φορές τον περίμενα να έρθει; Σε γιορτές, σε παραστάσεις, σε γενέθλια; Στην κηδεία της ίδιας μου της μάνας; Δεν πρόκειται να χαραμίσω ακόμη μια μέρα, τα γενέθλια της εγγονής μου, για να περιμένω και να ανησυχώ για τον χαραμοφάη τον πατέρα μου. Τέλος. Δεν ακούω κουβέντα!».

Δεν τόλμησα να ανοίξω το στόμα μου. Δεν τόλμησα ούτε το βλέμμα μου να σηκώσω. Όχι γιατί είχε δίκιο, ακριβώς το αντίθετο. Επειδή ήξερα πως αν άνοιγα το στόμα μου, θα μας άκουγαν όλοι. Δεν ήταν χαραμοφάης ο παππούς, άρρωστος ήταν. Και τη μάνα μου δεν την πείραζε τόσο η αρρώστια, αλλά η σύντροφός του, το βλέπαμε όλοι. Μάλλον δεν περίμενε πως ο πατέρας της θα έβρισκε άλλη σύντροφο μετά τη γιαγιά. Αλλά εδώ δεν περιμέναμε πως θα αρρώσταινε έτσι στα γεράματα. Χρειαζόταν μια σύντροφο που θα ήταν το ίδιο άρρωστη με εκείνον. Που θα καταλάβαινε. Δεν υπήρχε νόημα να συνεχιστεί αυτή συζήτηση, την είχαμε κάνει ήδη πολλές φορές, τα τελευταία δύο χρόνια. Πάντα καταλήγαμε στο ότι ο αδερφός μου είναι λυπησιάρης και αφελής, η μάνα μου παντογνώστης και αδικημένη, κι εγώ… διευκολυντής.

Κάποιο παιδάκι ήρθε τρέχοντας και μου είπε πως ένας περίεργος κύριος είναι στην πόρτα της αυλής.

«Φωνάζει, κυρία Αλεξάνδρα, αλλά δεν ξέρω τι λέει. Τα άλλα παιδιά φοβήθηκαν και έφυγαν, αλλά εμένα η μαμά μου μού είπε άμα γίνει τίποτα εσένα να βρω».

Πήρα μια βαθιά ανάσα, έριξα ένα βλέμμα στη μάνα μου, που ήξερε πως αν σηκωνόταν από την καρέκλα της θα την έβαζα να ξανακάτσει με το ζόρι και πήρα το πλακόστρωτο μονοπάτι για την αυλόπορτα.

«Κοπέλα μου; Κοπέλα μου! Έλα μωρό μου, έλα να μας ανοίξεις!».

Ήταν ο παππούς, με την σύντροφό του. Τόσες ώρες σκεφτόμουν αν και πότε θα εμφανιζόταν. Μου είχε λείψει. Είχαμε τουλάχιστον ενάμιση μήνα να τον δούμε. Δεν ξέραμε πού ήταν. Να μου πεις, ποτέ δεν ξέρουμε. Νόμιζα πως θα χαιρόμουν αν ερχόταν, όμως όσο τους κοιτούσα, άλλαζα γνώμη. Διστακτικά γύρισα το κλειδί, διστακτικά τους καλωσόρισα. Μακάρι να είναι αλλιώς αυτή τη φορά, σκέφτηκα.

Η όψη τους δεν ήταν καλή. Είχαν αδυνατίσει αρκετά, από την τελευταία φορά που είχαμε ειδωθεί. Τα μαλλιά της Κλαίρης είχαν αραιώσει κι άλλο, του παππού μου είχαν πέσει εδώ και καιρό. Τα ρούχα τους ήταν βρώμικα, όμως όχι όσο συνήθως. Τουλάχιστον μύριζαν σαν να έχουν κάνει μπάνιο κάποια στιγμή την τελευταία εβδομάδα, βελτίωση. Φαίνονταν ήρεμοι, ξεκούραστοι. Τους οδήγησα μέσα στο σπίτι, για αρχή. Μπορεί να θύμιζαν τους παλιούς τους εαυτούς, αλλά τα φαινόμενα απατούν. Κάτσαμε σε μία στρογγυλή τραπεζαρία, δίπλα από τα δωμάτιά μας.

«Τι έγινε παππού; Πώς και ήρθατε;» ρώτησα σε μια προσπάθεια να καταλάβω αν και πόσο νηφάλιος είναι.

«Ε, να… Αφού… Είπαμε θα ‘ρθούμε, δεν…» απάντησε ξύνοντας το καλάμι του.

Η Κλαίρη δίπλα του δεν έβγαζε άχνα. Αμφιβάλλω αν ανέπνεε κιόλας. Είχε φέρει μαζί της μια τεράστια ορειβατική τσάντα πλάτης. Δε φαινόταν γεμάτη. Δεν νομίζω να είχε κάτι μέσα, πέρα από αυτά που χρειάζονταν για να βγάλουν τη μέρα. Με κοιτούσε στα μάτια, περιέργως.

«Θα πείτε χρόνια πολλά στη μικρή; Έξω είναι, με τον Τάκη και τη μαμά».

«Δεν… Δεν νομίζω. Εσένα ήρθαμε να δούμε, να… Να σου πω, κάνα γλυκάκι έχει;» απάντησε ο παππούς με χαμηλωμένο βλέμμα.

Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου έφτασε στα πόδια μου. Σηκώθηκα μηχανικά από την καρέκλα, τους είπα να περιμένουν και πετάχτηκα μέχρι την κουζίνα. Στο ψυγείο είχαν αφήσει την τούρτα. Δεν την είχαμε κόψει ακόμη, ούτε καν κεράκια δεν είχε σβήσει η μικρή. Ήμουν έτοιμη να κόψω ένα κομμάτι – σιγά, δεν θα γινόταν κάτι. Απλά θα έλειπε μια γωνίτσα, μωρό ήταν ακόμα, δε θα στεναχωριόταν για την τούρτα. Ας αρκεστούν στα μπισκότα, σκέφτηκα και έβαλα την τούρτα πίσω στο ψυγείο.

Όταν γύρισα, η Κλαίρη έλειπε.

«Μην ανησυχείς, στην τουαλέτα πετάχτηκε», είπε ο παππούς, σηκώνοντας επιτέλους το βλέμμα του.

Παρατήρησα τα μάτια του. Με το που το κατάλαβε, γύρισε το κεφάλι. Η τσάντα έλειπε, μάλλον ήθελε κι αυτή να κατουρήσει.

«Ωραίος… ωραίος πίνακας. Εσύ τον έφτιαξες;» ρώτησε δείχνοντας τον τοίχο απέναντί μας, που στολιζόταν από έναν πίνακα του Βερμέερ.

«Όχι, το σπίτι είναι νοικιασμένο» του απάντησα.

Δεν είχα πει στην Κλαίρη πού ήταν η τουαλέτα. Την άκουσα να πλησιάζει, περνώντας ακριβώς μπροστά από τα δωμάτιά μας. Έκατσε και πάλι στο τραπέζι, ακουμπώντας την τσάντα στο πάτωμα. Μια τσάντα, που ήταν πλέον πιο φουσκωμένη από πριν. Δεν είχα το κουράγιο να μιλήσω άλλο. Δεν είχα το κουράγιο να μαλώσω, να ικετέψω, να πω πόσο τον αγαπάω, πόσο μου λείπει, πόσο με πληγώνει. Πόσο μας πληγώνει όλους. Ίσως γιατί ήξερα πως ο δικός του πόνος ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον δικό μας. Τόσο μεγάλος, που δηλητηρίαζε το σώμα του καθημερινά, σε μια αργή και επίπονη προσπάθεια  να τον σκοτώσει.

«Παππού, είναι παιδιά εδώ».

«Ναι… ναι, το ξέρω. Θα φύγουμε».

Το μόνο που μπορούσα να απαντήσω ήταν ένα σιγανό «ναι».

Όσο σηκώνονταν από την τραπεζαρία, πετάχτηκα στο δωμάτιό μου κι έπιασα ένα ζευγάρι κάλτσες από τον σάκο μου. Τους έβγαλα μέχρι την πίσω αυλόπορτα, δεν ήθελα να τους δει η μάνα μου. Ξεκλείδωσα και στάθηκα για λίγο.

«Ορίστε Κλαίρη. Δεν φοράς κάλτσες», της είπα και άπλωσα το χέρι μου.

«Ευχαριστώ. Μόνο εσύ μας καταλαβαίνεις» απάντησε και τα λόγια της ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά.

Γύρισαν και έφυγαν, χωρίς να με αποχαιρετήσουν.

«Τα λέμε σε ενάμιση μήνα πάλι. Ελπίζω…» μουρμούρησα πριν πάρω το δρόμο για τον μπροστά κήπο…

The BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading