Αγαπητέ Μαξ,
Ελπίζω αυτό το γράμμα να σε βρίσκει στην καλύτερη στιγμή της ζωής σου.
Ονομάζομαι Φάμπιαν Άσπελ. Είμαι Αυστριακός, αλλά τα τελευταία χρόνια ζω μαζί με την γυναίκα και την κόρη μου στη Βουδαπέστη, της Ουγγαρίας. Στην Ευρώπη. Δεν με ξέρεις και εγώ σε ξέρω μόνο από κάποια -λίγα- γράμματα που αντάλλαξε ο πατέρας μου με τους γονείς σου. Σε αυτά, μεταξύ άλλων λεγομένων, αναφερόταν και στον μικρό γιο τους. Σε εσένα. Έδειχνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ρωτούσε για το πώς ζείτε και αν μπορούν οι γονείς σου να σου προσφέρουν ό,τι χρειάζεσαι. Είχε στείλει χρήματα στους γονείς σου, γιατί υπήρχε μια περίοδος που δεν είχαν δουλειά και εισόδημα, ενώ και από την τοπική εκκλησία δεν είχαν μεγάλη στήριξη.
Οι γονείς σου μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για εσένα. Πόσο ωραία χαμογελάς και πόσο πολύ τρως. Πόσο ήρεμος είσαι όταν πάτε βόλτα. Η μητέρα σου έγραφε ότι την κάνεις ευτυχισμένη. Ότι με εσένα μπορεί να ξεπεράσει όλα τα προβλήματα. Ο πατέρας σου έλεγε πως σίγουρα θα τους έκανες υπερήφανους όταν θα μεγάλωνες.
Ήταν πολύ συγκινητικά τα λόγια τους, σε διαβεβαιώνω.
Όμως, υπάρχει μια αλήθεια που ίσως δεν ξέρεις.
Σε ένα από τα γράμματα που έστειλε ο δικός μου πατέρας, έλεγε ότι «κάποια στιγμή πρέπει να γνωριστούν. Είναι αδέρφια». Συνέχιζε, λέγοντας πως η μητέρα μου μερικές νύχτες κλαίει, γιατί ήθελε να έχει και τον δεύτερο γιο της κοντά της. «Καταλαβαίνει γιατί σας δώσαμε τον μικρό» έγραφε «ωστόσο, της λείπει. Και, ειλικρινά, θα ήθελε να τον δει κι εκείνη. Κι εγώ. Έστω για μια φορά».
Δεν έλαβε ποτέ απάντηση.
Δεν έχω άλλα αδέρφια, Μαξ. Υποθέτω, ούτε εσύ.
Όμως, αντίθετα με εμένα, εσύ τώρα ξέρεις ότι έχεις. Υπάρχω εγώ.
Είμαστε αδέρφια.
Μπορεί οι γονείς μου, ο Αλεξάντερ και η Ίζαμπελ, αλλά και οι δικοί σου να μην μπόρεσαν να σε δουν ως ενήλικα, όμως εγώ μπορώ. Και ελπίζω να θέλεις και εσύ να συναντηθούμε.
Αν ναι, τότε έλα στην Ευρώπη. Δυστυχώς, εγώ δεν μπορώ να φύγω, λόγω της φύσης της δουλειάς μου. Αλλά εσύ μπορείς. Αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, τότε ξέρω ότι μπορείς.
Δεν θέλω να σε πιέσω. Είναι δική σου απόφαση και θα τη σεβαστώ.
Αν δεν το επιθυμείς, στείλε μου ένα γράμμα.
Αν, όμως, θέλεις να συναντηθούμε, τότε έλα στην Βουδαπέστη. Μένω στην οδό Ρόζα, στο Ερζιβετβάρος. Θα χαρώ πάρα πολύ να συναντηθούμε και να απαντήσω σε όποια ερώτηση έχεις.
Θα περιμένω νέα σου, Μαξ.
Ειλικρινά δικός σου
Φάμπιαν Άσπελ
*
Κάστρο του Μπραν
Ξημερώματα 3ης Μαρτίου 1897
Ο Νικολάι, ο Βασίλι και η Έλενα επέστρεψαν πετώντας, ενώ οι τρεις κατώτεροι που είχαν προστεθεί στην ομάδα τους εισήλθαν από την κεντρική πύλη, όπου, αφού την έκλεισαν, ανέβηκαν μπόλικα σκαλοπάτια, μέχρι να φτάσουν στην σκοτεινή τραπεζαρία που συγκεντρώνονταν όλοι.
«Πού είναι αυτές;» ρώτησε ο Βασίλι, εννοώντας τη Ρεβέκκα και τη Ροζάλια, οι οποίες είχαν πει ότι θα τους περίμεναν εδώ.
Τότε οι δύο βρικόλακες εμφανίστηκαν, παραμερίζοντας τους κατώτερους που στέκονταν κοντά στην πόρτα. Μπροστά η Ρεβέκκα και πίσω η Ροζάλια. Η μεν είχε πολύ σοβαρή έκφραση, ενώ η άλλη, κρίνοντας από το χαμόγελο στο χλομό πρόσωπό της, έδειχνε πολύ χαρούμενη.
«Τι μας φέρατε;» ρώτησε η Ρεβέκκα, που πήγε στην πέρα άκρη της τραπεζαρίας και έκατσε στην θέση που κάποτε αναπαυόταν η Κόμισσα, όταν ήθελε να τους πει κάτι. Η Ροζάλια ήρθε και στάθηκε δίπλα της, σαν πιστή ακόλουθός της.
«Αυτούς» απάντησε ο Βασίλι, δείχνοντας τους δύο άντρες και την μία γυναίκα. «Ήταν τέσσερις. Μας ξέφυγε ένας».
«Πώς τα κατάφερε;» Η Ρεβέκκα επιθεώρησε τις νέες αφίξεις. Οι άντρες ήταν μελαχρινοί, ψηλοί και με φαρδιές πλάτες. Γεροδεμένοι. Με φτωχικά ρούχα, που είχαν σκιστεί σε διάφορα σημεία. Όπως πολλοί ντόπιοι αγρότες. Χρήσιμοι, ακόμα και μετά θάνατον. Αλλά η γυναίκα… Αυτή είχε μαλλιά στο χρώμα του ασημιού και ήταν κοντακιανή, με τη σπονδυλική της στήλη να έχει πάρει μια καμπουριαστή στάση. Ήταν ηλικιωμένη.
«Συναντήσαμε αντίσταση. Οπλισμένους στρατιώτες» απάντησε ο Νικολάι. «Έχουν στήσει ένα οδόφραγμα έξω από το Πουάνα Μπρασώφ».
Τότε η Ρεβέκκα πρόσεξε τις πέντε αιμορροούσες πληγές του Νικολάι. Τρεις στο κεφάλι και δύο στο στήθος. Αλλά καμία στην καρδιά.
Η Έλενα, η αδερφή του Βασίλι, κοιτούσε το αίμα που λέρωνε τα ρούχα του Νικολάι με λαιμαργία, με τα σάλια της να τρέχουν.
«Μας έχουν καταλάβει» είπε ο Βασίλι, με συγκρατημένο θυμό, που είχε κάτσει στα δεξιά από την Ρεβέκκα. «Πρέπει να κινηθούμε πιο γρήγορα απ’ ότι υπολογίζαμε. Συνασπίζονται. Τα θηράματα προετοιμάζονται».
«Είναι αλήθεια, Ρεβέκκα» συμφώνησε ο Νικολάι, που καθόταν στα αριστερά της. «Πόσο θα τους αφήσουμε; Ρισκάρουμε. Είναι πολύ πιθανό να έχουν πει και σε άλλες χώρες τι συμβαίνει. Σκέψου τι θα γίνει αν αποφασίσουν να μας στείλουν πολλούς στρατιώτες, για να μας σκοτώσουν».
«Αυτό ακριβώς. Μάλιστα, εκπλήσσομαι που δεν μας έχουν στείλει ήδη εκατοντάδες από δαύτους» συμφώνησε ο Βασίλι. Είδε πώς κοιτούσε η αδερφή του τον Νικολάι και της έπιασε το χέρι. Την έφερε κοντά του και την ανάγκασε να σκύψει, για να της πει να σταματήσει. Η Έλενα υπάκουσε με τον δικό της τρόπο, δηλαδή στρέφοντας την προσοχή της σε άλλα σημεία του βρόμικου χώρου, αλλά συνεχίζοντας να κοιτάει ενίοτε το αίμα. Ο Βασίλι την καταλάβαινε. Και ο ίδιος ερεθιζόταν από την οσμή, όμως μπορούσε να συγκρατηθεί και να μη δίνει στόχο.
Η Ρεβέκκα κοίταξε τους δύο βρικόλακες με αυστηρό ύφος. «Φοβάστε» είπε. «Φοβάστε τα θηράματα».
Ο Νικολάι είπε «Μας ανησυχεί το γεγονός πως μαζεύουν στρατό. Έχουμε δυνάμεις, αλλά πόσους θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε;»
«Εγώ δεν ανησυχώ» είπε η Ροζάλια, που χάιδευε τα μαύρα μαλλιά της αφέντρας της.
Ο Βασίλι μόρφασε.
«Ρεβέκκα;» ρώτησε ο Νικολάι. «Τι θα κάνουμε;»
«Θα περιμένουμε. Αλλά θα παρακολουθούμε κιόλας» απάντησε εκείνη. «Δεν θα κυνηγήσουμε ανθρώπινα θηράματα για λίγο».
«Τι; Γιατί; Γιατί να μην κινηθούμε αμέσως;»
«Και τι να κάνουμε, Βασίλι; Να τους επιτεθούμε; Μου είπατε ότι έχουν στήσει οδόφραγμα με στρατιώτες να το φυλάνε».
«Μπορούμε να πάμε πετώντας και οι κατώτεροι από το δάσος. Κατευθείαν στο Μπρασώφ».
«Και εκεί έχουν στρατό».
Ο Νικολάι είπε «Θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Δεν θα το περιμένουν».
Η Ρεβέκκα αναστέναξε. Όχι όπως έκανε νωρίτερα, την ώρα που μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι με την Ροζάλια. Τότε έπληττε, γιατί, δυστυχώς, η νέα της σύντροφος δεν ήταν το ίδιο καλή με την Μαγκνταλένα -από τον γάμο της με τον Νάντρου, προφανώς είχε χάσει την ικανότητα να προσφέρει θεσπέσιο έρωτα. Τώρα η Ρεβέκκα πείναγε. Είχε μικροκαμωμένο κορμί, αλλά έπρεπε να το θρέφει. Και εκείνοι δεν της είχαν φέρει αίμα. «Βασίλι, πήγαινε με την Έλενα και φέρτε μου ένα θήραμα» είπε.
«Μόνο για εσένα;» ρώτησε ο Νικολάι.
«Ναι. Θα έπρεπε να φέρετε θηράματα για όλους. Αντ’ αυτού, εσείς αλλάξατε τους νεοφερμένους, πριν τους δώσετε και στους υπόλοιπους. Θα έπρεπε να σας σκοτώσω, Νικολάι, που δεν μας σκεφτήκατε».
Ο Νικολάι δεν μίλησε.
«Έχουμε ένα πρόβλημα εδώ, Ρεβέκκα» είπε ο Βασίλι.
«Πηγαίνετε». Κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του, βλέποντάς τον να υποχωρεί. «Τώρα».
Ο Βασίλι σύριξε, περιμένοντας να τον υποστηρίξει ο Νικολάι. Αλλά ο άλλος του ένευσε να φύγει. Έτσι, έπιασε τα χέρια της αδερφής του και βγήκαν από την τραπεζαρία.
«Νικολάι, φέρε τον εκλεκτό προσκεκλημένο μας» είπε η Ρεβέκκα, αναφερόμενη σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που είχε προστεθεί στην ομάδα τους.
«Αυτόν; Ακόμα πιστεύω ότι δεν πρέπει να τον εμπιστευτούμε».
«Σαν άντρας που παραμένεις να είσαι, συνεχίζεις να μην ξέρεις τι σου γίνεται, Νικολάι. Πήγαινε. Του έχω μια αποστολή».
«Έχεις για εκείνον και όχι για εμάς, που είμαστε πολύ πιο ισχυροί;»
«Για την συγκεκριμένη αποστολή, χρειαζόμαστε μια διαφορετική δύναμη από τη δική μας, αγαπητέ μου. Πήγαινε».
Ο Νικολάι έσπρωξε πίσω την καρέκλα και έφυγε.
*
Βουδαπέστη, Ουγγαρία
Ο Φάμπιαν ξύπνησε στις έξι παρά τέταρτο, σύμφωνα με το ρολόι του. Έπρεπε σε δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, το πολύ, να είναι έτοιμος, δηλαδή να έχει πλυθεί, να έχει ντυθεί, να έχει πάρει τα πράγματά του και να έχει κατέβει στο δρόμο. Στη μισή ώρα, ήτοι έξι και τέταρτο, θα είχε βρει μια άμαξα για να τον μεταφέρει ως τα περίχωρα της πόλης, στο στρατόπεδο των ορειβατών τυφεκιοφόρων, μια διαδρομή που δεν θα ήταν δύσκολη αυτή την ώρα, μιας και οι πολίτες δεν είχαν ξεχυθεί ακόμα. Πάνω κάτω, είκοσι λεπτά θα χρειαζόταν για να φτάσει. Κάπου στις επτά παρά είκοσι πέντε, δηλαδή. Όλα αυτά, συν πλην δέκα λεπτά, υπολόγιζε. Από εκεί και έπειτα, θα είχε μια σύντομη κουβέντα με τον διοικητή του στρατοπέδου και μια ακόμα πιο σύντομη με τους αξιωματικούς του αποσπάσματος και μια ακόμα μικρότερη με τους λοιπούς φαντάρους. Δεν θα χρειάζονταν πολλά λόγια με όσους θα τον ακολουθούσαν. Θα είχαν αρκετές ώρες στη διάθεσή τους, μέχρι να φτάσουν στο Μπρασώφ. Όποιος ήθελε να ρωτήσει κάτι εγκαίρως, θα είχε την ευκαιρία του.
Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Φόρεσε τα πασούμια του, πήρε μια πετσέτα και τα ρούχα του, άνοιξε τα παράθυρα του διαμερίσματος και έφυγε τάχιστα για το κοινόχρηστο μπάνιο, όπου πλύθηκε για τρία λεπτά και ντύθηκε σε δύο: πρώτα το εσώρουχο, μετά οι κάλτσες και το πουκάμισο, έπειτα το παντελόνι και τα άρβυλα.
Έξι παρά δέκα.
Επέστρεψε στο διαμέρισμα. Έφαγε το υπόλοιπο tafelspitz και ήπιε λίγο νερό. Θα προτιμούσε να είχε καφέ, βέβαια, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Πέρασαν πέντε λεπτά. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και έφερε τα πράγματά του κοντά στην πόρτα. Φόρεσε το σακάκι του. Έβαλε τις θήκες με τα πιστόλια στη ζώνη του, όπως και τη θήκη του σπαθιού του. Έλεγξε τις τσέπες του, για να σιγουρευτεί ότι όλα ήταν εκεί που ήθελε και ήσιαξε το καπέλο στο κεφάλι του. Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά.
Έξι παρά πέντε.
Έκλεισε τα παράθυρα και βγήκε από το διαμέρισμα. Κουβαλώντας το μικρό μπόγο που θα έπαιρνε μαζί του, βγήκε στη Ρόζα και από εκεί στη Ντοχάνι. Όπως είχε προβλέψει, δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος αυτή την ώρα. Κυρίως όσοι δούλευαν σε πόστα που απαιτούσαν ξύπνημα από νωρίς. Ή όσοι έφευγαν από νυχτερινές δουλειές. Κάποιοι μαγαζάτορες, μερικοί μπεκρήδες, γυναίκες που φορούσαν μακριά πανωφόρια για να κρύψουν το πόσο λίγα ρούχα φορούσαν από κάτω. Εστιάτορες και ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι καφενείων. Αστυνομικοί. Και αμαξάδες.
Ένας εξ αυτών, γύρω στα εξήντα με εβδομήντα, ο οποίος κρατούσε συνέχεια με το αριστερό του χέρι τα χαλινάρια των αλόγων, έχοντας μόνιμα λυγισμένο τον καρπό, σταμάτησε και ο Φάμπιαν ανέβηκε στο κάρο. Έδωσε οδηγίες στον αμαξά, τονίζοντάς του ότι βιαζόταν, και άναψε τσιγάρο. Κάθισε αναπαυτικά και κούμπωσε μέχρι το λαιμό το στρατιωτικό πανωφόρι του. Δεν έβρεχε, όμως φυσούσε κρύο αέρα, που μαστίγωνε το πρόσωπο και κάθε άλλο ακάλυπτο σημείο του σώματος. Ο Φάμπιαν έριξε μια ματιά στα δύο μαύρα άλογα που οδηγούσαν την άμαξα και θυμήθηκε που ως μικρό παιδί είχε ρωτήσει μια φορά τον πατέρα του γιατί οι άνθρωποι φοράνε βαριά ρούχα, ενώ τα ζώα όχι. Είχαν πάει τότε μια βόλτα στην πόλη, μία από τις λίγες που έκαναν πατέρας και υιός Άσπελ, και είδε τα άλογα και τις γάτες και τα σκυλιά που κυκλοφορούσαν χωρίς κανένα ένδυμα, ενώ ο χειμώνας κυριαρχούσε σε ολάκερη την Αυστρία, αναγκάζοντας μικρούς και μεγάλους να ντύνονται όσο πιο βαριά μπορούσαν. Ο Αλεξάντερ Άσπελ, νηφάλιος τότε, χωρίς τις υπερφυσικές του έγνοιες κατά νου, είχε χαμογελάσει και είχε σπεύσει να διαβεβαιώσει τον γιο του πως τα ζώα δεν είχαν ανάγκη κι άλλα ρούχα. «Φοράνε ήδη την γούνα με την οποία τα ντύνει ο Θεός, Φάμπιαν» εξήγησε. «Τους είναι αρκετή».
«Πάντα, μπαμπά; Ακόμα και όταν χιονίζει;» Ο μικρός Φάμπιαν είχε στο μυαλό του τα χωριά της χώρας, εκείνα ειδικά που βρίσκονταν κοντά στις Ανατολικές Άλπεις, όπου όσες φορές είχαν πάει εκείνος αρρώστησε, χαλώντας τις διακοπές της οικογένειας, αλλά δίχως να ακούσει ποτέ κάποιο παράπονο που κρατούσε τους γονείς του κλεισμένους σε ένα πανδοχείο.
«Ναι. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι τα αφήνεις έξω, στην παγωνιά. Όχι, αν έχει πολύ, πολύ κρύο και έχεις τη δυνατότητα να τους προσφέρεις μια ζεστή γωνιά, δηλαδή αν έχεις στάβλο ή κάποιον άλλο αποθηκευτικό χώρο. Τότε εννοείται ότι θα τα πας εκεί, για να προστατευθούν και να μη σου αρρωστήσουν». Ο Αλεξάντερ είχε κατεβάσει το χέρι του και χάιδεψε με παιχνιδιάρικη διάθεση το καπέλο που φορούσε ο γιος του. «Όπως αρρωσταίνεις και εσύ, Φάμπιαν, έτσι και μείνεις για πολλή ώρα εκτός σπιτιού ενώ χιονίζει».
«Έλα, ρε μπαμπά, μην το κάνεις αυτό» είχε διαμαρτυρηθεί ο μικρός, αλλά σήμερα θα έδινε τα πάντα για να ξανα-έχει τέτοιες στιγμές με τον πατέρα του. Όπως είχε συμβεί και με τον θάνατο της μητέρας του της Ίζαμπελ, έτσι και όταν πέθανε ο Αλεξάντερ ο Φάμπιαν χρειάστηκε σχεδόν ένα χρόνο για να καταφέρει να ισορροπήσει την θλίψη του με την ανάγκη να συνεχίσει την ζωή του.
Έξι και πέντε.
Η άμαξα έκανε παράκαμψη και από το Ερζιβετβάρος πέρασε για τρία λεπτά από την περιοχή Τεριζβάρος, όπου διέσχισε την τεράστια οδό Οντράσι, με τα μαγαζιά, τα καφενεία, τα εστιατόρια και τα θέατρά της να παραμένουν ακόμα κλειστά. Για μόλις λίγα δευτερόλεπτα, ο Φάμπιαν χάζεψε το κτίριο της Κρατικής Όπερας, στην οποία είχαν πάει μερικές φορές με την Έμιλυ. Του θύμιζε λίγο την όπερα της Βιέννης, την οποία επίσης είχαν επισκεφτεί παλιότερα με την κυρά του. Στο εσωτερικό του, υπήρχαν πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά διάσημων καλλιτεχνών της χώρας. Οι κολόνες είναι από μάρμαρο. Οι χώροι φωτίζονται από τεράστιους χρυσοποίκιλτους πολυελαίους -με εξαίρεση την κύρια αίθουσα, που έχει χάλκινο πολυέλαιο-, ενώ σε πολλούς τοίχους υπάρχουν εικόνες με ανθρώπους και αγγέλους, που σχετίζονταν με γνωστά λογοτεχνικά έργα. Απ’ ό,τι του είχε πει η γυναίκα του, το κτίριο είχε φτιαχτεί σε νέο-αναγεννησιακό στιλ, περισσότερο ιταλικό, παρά ελληνικό ή ρωμαϊκό, αλλά και με στοιχεία μπαρόκ. Η Έμιλυ τού είχε εξηγήσει τι σήμαιναν αυτοί οι όροι, αλλά ο Φάμπιαν δεν είχε συγκρατήσει λεπτομέρειες. Αυτό που θυμόταν ήταν τα ομολογουμένως ωραία σχέδια, οι άνετοι χώροι και ο πολύς κόσμος που περιφερόταν εκεί μέσα. Επίσης, είχε παρατηρήσει πως τα καθίσματα, με έναν πρόχειρο υπολογισμό, πρέπει να αντιστοιχούσαν σε ένα σύνταγμα πεζικού, γύρω στα χίλια άτομα δηλαδή. Και, αν λάβαινε κανείς υπ’ όψιν του τη σκηνή που υψωνόταν πάνω από τους καθήμενους, τότε άνετα μπορούσε να γίνει μια συγκέντρωση στρατιωτικών για ενημέρωση προσωπικού. Αντί για παχουλούς ιππότες και τύπισσες με φαρδιά φορέματα που τραγουδούσαν και ημίγυμνους άντρες που έκαναν επικίνδυνα άλματα με σχοινιά για να τους συγκρατούν, θα στρογγυλοκάθονταν σε τρεις καρέκλες, γύρω από ένα τραπέζι, ένας στρατηγός, ο συνταγματάρχης και ο ταγματάρχης του τοπικού στρατοπέδου, με κανάτα γεμάτη νερό και γυάλινα ποτήρια για τον καθένα, φωτισμένοι καταλλήλως για να τονίζεται η σημαντικότητα των λεγομένων τους, με τον λοχαγό να έχει αράξει στην πρώτη σειρά και τους λοχίες να περιφέρονται ανάμεσα στους στρατιώτες, για να διατηρείται η ησυχία, όσο θα αγορεύουν οι ανώτεροι. Ο Φάμπιαν τα σκεφτόταν όλα αυτά μια βραδιά που είχαν πάει με την γυναίκα του στην όπερα. Όσο εκτυλισσόταν εμπρός του ιδίου και των υπόλοιπων θεατών το Φάλσταφ, έργο κάποιου Ιταλού που λεγόταν Τζουζέπε Βέρντι, και το οποίο αφορούσε έναν χοντρό τύπο, τον Τζον Φάλσταφ, που ζει σε ένα πανδοχείο, λέει ψέματα, πίνει και τρώει ασύστολα, ο οποίος ερωτεύεται ταυτόχρονα δύο γυναίκες. Πολύ σοβαρό λάθος, αναμφίβολα, είχε σκεφτεί ο Φάμπιαν το λίγο που παρακολούθησε. Ποτέ δεν μένει κρυφό κάτι τέτοιο και οι συνέπειες θα πέσουν σαν κανονιά σε όποιον υποπέσει σε αυτό το σφάλμα. Και όντως, έτσι είχε γίνει και με τον Φάλσταφ, μόνο που, απ’ ό,τι κατάλαβε ο Φάμπιαν, στο έργο τα αντιμετώπισαν όλα αυτά σαν κωμωδία. Τραγουδούσαν και πηγαινοέρχονταν στη σκηνή και έκαναν γκριμάτσες λες και ήταν γελωτοποιοί, που προκαλούσαν γέλιο στο κοινό. Και, υπέθετε ο ταγματάρχης, όποιος ήταν εκτός του παιχνιδιού θα μπορούσε όντως να γελάει με τις βλακείες ενός ερωτύλου, που θέλει όποια γυναίκα του αρέσει, και τις «κατραπακιές» που αναπόφευκτα θα του έρθουν στη μούρη –αν και δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι έγινε στο τέλος του Φάλσταφ, καθότι έπαψε να παρακολουθεί από ένα σημείο και μετά.
Ο Φάμπιαν δεν είχε πει τότε (ούτε ποτέ άλλοτε) στην Έμιλυ τι σκεφτόταν όσον αφορά την στρατιωτική χρησιμότητα της εν λόγω αίθουσας. Ήξερε ότι η γυναίκα του θα τον κατσάδιαζε που, αντί να εκτιμήσει τη δουλειά των καλλιτεχνών που έδιναν το είναι τους στη σκηνή, εκείνος δεν έλεγε να ξεχάσει για λίγο τα του στρατού.
Αλλά οι βασικότεροι λόγοι που δεν της είχε πει τίποτα για τις σκέψεις του ήταν άλλοι. Πρώτον, το γεγονός ότι τον είχε εκπλήξει η επιλογή του έργου. Με βάση τα όσα της άρεσε να διαβάζει και να γράφει, δηλαδή ιστορίες φρίκης, ο Φάμπιαν περίμενε ότι θα τον πήγαινε να δει κάτι παρεμφερές. Μια ιστορία με ανθρώπους που ανασταίνονται σα δαίμονες και κυνηγάνε αθώες κοπέλες, για παράδειγμα. Ή μια άλλη για ένα στοιχειωμένο σπίτι, όπου το έχουν καταλάβει φαντάσματα. Τέτοια διηγήματα τής άρεσαν. Οπότε πώς της είχε έρθει να δουν έναν παχουλό τύπο που σαγηνεύτηκε από δύο νεαρές; Και μάλιστα, σε μια ιστορία που ήταν σκέτη κωμωδία και όχι τρόμου; Ναι, είχε ξανασυμβεί, παλιότερα. Στη Βιέννη. Πριν αποκτήσουν την Ορέλια. Είχαν δει περί τις δέκα παραστάσεις. Και μετά που ήρθαν στη Βουδαπέστη, βέβαια, αν και σαφώς λιγότερες. Καμία δε σχετιζόταν με τον τρόμο που υπήρχε στις τωρινές ιστορίες που κατέκλυζαν το σπιτικό τους, αλλά ήταν περισσότερο δραματικές ή κωμικές. Και ναι, εκείνες οι παραστάσεις τής είχαν αρέσει. Αλλά πήγαιναν χρόνια από τότε. Όχι απλά που είχαν δει μια τέτοια παράσταση, αλλά που να κάνει έστω και μια αναφορά η Έμιλυ για όπερα. Σαν να την είχε ξεχάσει παντελώς. Είχε αφοσιωθεί στα γραπτά της. Και στα διαβάσματά της. Στον τρόμο. Ήταν λες και είχαν εξαφανιστεί όλα τα άλλα είδη λογοτεχνίας και Τεχνών γενικά, για εκείνη. Γιατί συνέβη αυτό, ο Φάμπιαν δεν ήξερε. Δεν καταλάβαινε τι έβρισκε η γυναίκα του σε αυτές τις διηγήσεις. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ολοένα και πιο πολύ «χανόταν» σε αυτές τις τρομακτικές περιπέτειες.
Πώς γινόταν να της αρέσουν και τα μεν και τα δε;
Ο Φάμπιαν δεν γνώριζε να πει. Αυτό που μπορούσε να πει ήταν πως δεν θα την καταλάβαινε την Έμιλυ. Ίσως έπρεπε να το πάρει απόφαση κάποια στιγμή.
Ο άλλος λόγος είχε να κάνει με το γεγονός πως το όλο κόνσεπτ με τους στρατιωτικούς που έδιναν τη δική τους παράσταση επί της σκηνής δεν τον ενέπνεε, επειδή, αν εμπλεκόταν και ο ίδιος, θα έπρεπε να καθίσει δίπλα από τον στρατηγό και τον συνταγματάρχη και να ακούει και ενίοτε να μιλούσε -αν του έδιναν το λόγο οι ανώτεροί του, φυσικά. Δεν είχε όρεξη για τέτοιες διαλέξεις. Ήταν βαρετές. Γεμάτες φανφάρες και βαρύγδουπες δηλώσεις περί πατρίδος και των ένδοξων Ενόπλων Δυνάμεων της και των κακιασμένων εχθρών της, που θα έβρισκαν το μπελά τους στο πεδίο της μάχης, κλπ, κλπ. Επευφημίες από το κοινό –κυρίως, γιατί, αν οι φαντάροι έμεναν απαθείς, θα τους έβαζαν να τρέχουν ολημερίς και ολονυχτίς, λες και ήταν λαγοί που έψαχναν τρύπα να κρυφτούν από τους θηρευτές τους. Ο Φάμπιαν τα είχε ακούσει τόσες και τόσες φορές. Του προκαλούσαν περισσότερη πλήξη και από τον παχουλό ερωτομανή τύπο. Έτσι και το έλεγε αυτό στην Έμιλυ, ότι από τη μια σκεφτόταν στρατιωτικούς που χρησιμοποιούσαν την σκηνή και από την άλλη το πόσο δεν ήθελε ο ίδιος να βρίσκεται ανάμεσά τους… Ω ναι, θα αντιδρούσε. Όχι τόσο με φωνές, όσο με ειρωνεία.
Έξι και μισή.
Άφησαν πίσω τους την Οντράσι και το Τεριζβάρος και εισήλθαν στο Φαροσλίγκετ, όπου έκαναν έναν μικρό κύκλο γύρω από τη δασώδη έκταση του πάρκου, για να βγουν στην Ουγγάρια ουτ και από εκεί κατευθείαν στο στρατόπεδο των ορειβατών τυφεκιοφόρων. Ο Φάμπιαν είδε την κλειστή πύλη και το πλέγμα που είχαν απλώσει, για να οριοθετεί το χώρο και να εμποδίζει τους επίδοξους εισβολείς –ή τους παράτολμους φαντάρους που θα ήθελαν να το σκάσουν κάποιο βράδυ, για να πάνε στην ερωμένη ή στην γυναίκα τους ή σε κάποιο από τα πορνεία που υπήρχαν εκεί κοντά. Από την μέσα μεριά, φαίνονταν η περίπολος, δύο πεζοί στρατιώτες και ένας έφιππος υπαξιωματικός, καθώς και οι στάσιμοι στρατιώτες στο μικρό κουβούκλιο που χρησιμοποιούσαν σα φυλάκιο. Όλοι αρματωμένοι, με τα τυφέκια στον ώμο, και σκεπασμένοι με πανωφόρι. Πίσω τους, διακρίνονταν δέντρα και κτίρια. Σε διάφορα σημεία του στρατοπέδου, αλλά και στη σκεπή κάποιων κτισμάτων διακρινόταν η σημαία της Ουγγαρίας που ανέμιζε πλάι σε αυτή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Από πιο μέσα στο στρατόπεδο, έρχονταν στα αυτιά του Φάμπιαν φωνές, λογικά κάποιου αγουροξυπνημένου υπολοχαγού, στον οποίο είχαν φορτώσει την αγγαρεία να σηκωθεί πρώτος απ’ όλους τους ανώτερους βαθμοφόρους, που θα ανακοίνωνε ότι ήταν ώρα για πρωινό γεύμα, μετά επιθεώρηση των διμοιριών και αρχή των πρωινών ασκήσεων. Σε κάθε σταμάτημα του λόγου του –ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ;-, ακούγονταν απαντήσεις από δεκάδες άλλους –ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ.
«Πω, πω, πάντα έτσι κάνουν;» ρώτησε ο αμαξάς.
Ο Φάμπιαν χαμογέλασε. «Ναι. Πρέπει να είναι σε εγρήγορση». Είπε στον τύπο να σταματήσει γύρω στα δέκα μέτρα από την πύλη.
«Κι έχουν όρεξη πρωινιάτικα να φωνάζουν τόσο πολύ;»
«Ειδικά, το πρωί».
«Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ. Δεν θα είχα ποτέ την όρεξη». Ο αμαξάς ξεφύσησε και έφτυσε στο έδαφος, από την άλλη μεριά από εκεί που στεκόταν ο Φάμπιαν.
«Ούτε αυτοί έχουν όρεξη».
«Ε; Δεν έχουν; Τότε γιατί το κάνουν;»
«Γιατί έτσι τους έχουν μάθει οι παλιοί. Και σε αυτούς οι παλαιότεροι. Και σε εκείνους οι ακόμα πιο παλιοί. Και πάει λέγοντας, μέχρι… τα αρχαία χρόνια, υποθέτω. Κάποιες συνήθειες δεν αλλάζουν. Ειδικά στον στρατό». Ο Φάμπιαν πλήρωσε τον αμαξά. Τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα. Το πρόσωπο του τύπου ήταν γεμάτο ρυτίδες, αλλά το βλέμμα του ήταν σταθερό και απέπνεε μια κάποια σιγουριά. «Συγχωρέστε με για την περιέργεια, αλλά πώς και δεν έχετε υπηρετήσει; Θέλω να πω, πολλοί Ούγγροι κατατάσσονται, αν και δεν είναι υποχρεωτικό. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές μάχες. Ελπίζω να μην γίνομαι αδιάκριτος, κύριε;…»
«Κρίστοφερ Ντέακ, στις υπηρεσίες σας».
«Παπ Μπαλάζ» έδωσε το ψεύτικο όνομα που χρησιμοποιούσε ο Φάμπιαν. «Χάρηκα για την γνωριμία».
«Κι εγώ, κύριε Μπαλάζ. Ο πατέρας μου, που λέτε, ήθελε να μπω στον στρατό. Αλλά δεν γινόταν». Ένευσε προς το αριστερό του χέρι, που το είχε ακόμα κλειστό σε γροθιά. Έπιασε με το δεξί το μανίκι του παλτού του και το τράβηξε προς τα πάνω. Ο καρπός είχε ένα παράταιρο εξόγκωμα. Το κόκαλο είχε βγει από τη θέση του. «Δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως» εξήγησε ο άντρας. «Η μαία που ξεγέννησε την μάνα μου έκανε λάθος, με τράβηξε απότομα. Πολλές φορές, απ’ ό,τι μου είπε ο πατέρας μου. Το αριστερό χέρι μου κάπου πρέπει να είχε φρακάρει. Και τότε κάτι ακούστηκε, και δεν αναφέρομαι στο κλάμα της μάνας μου που ούρλιαζε από πόνο. Εννοώ, ακούστηκε κάτι από μένα, από το χέρι μου». Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Εκείνο το βράδυ, πάρθηκαν δύο αποφάσεις. Από τον Θεό, όπως λέει ο πατέρας μου. Η μία ήταν να χάσω το αριστερό μου χέρι. Η άλλη ήταν να πεθάνει η μάνα μου».
Ο Φάμπιαν είχε ήδη μετανιώσει που ρώτησε τον άντρα. Τώρα ένιωθε ακόμα χειρότερα. «Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σας υπενθυμίσω…»
«Δεν είναι ανάγκη να απολογείστε, κύριε. Δε φταίτε εσείς. Η μαία έκανε βλακεία». Ο άντρας αναστέναξε και κάλυψε ξανά το χέρι του. «Οπότε, για να ολοκληρώσω την ιστορία μου, αφού δεν γινόταν να πάω στον στρατό και μιας και δεν είχα άλλες επιλογές, ο πατέρας μου είχε δύο άλογα και σκέφτηκα να αγοράσουμε ένα κάρο και να γίνω αμαξάς. Δεν άρεσε στον πατέρα μου, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μου τα έλεγε όταν μεθούσε. Αλλά, εντέλει, το δέχτηκε. Όταν, δε, του έφερα την κυρά μου, που τότε ήμασταν νέοι και ερωτευμένοι, το πήρε απόφαση. Μετά τον γάμο και ειδικά με το πρώτο εγγόνι του… Απλά έκλαιγε από χαρά για μέρες. Δεν περίμενε πως θα με θέλει καμία γυναίκα, καταλάβατε; Νόμιζε ότι θα πέθαινα μόνος». Ο άντρας χαμογέλασε. «Πώς τα φέρνει η ζωή, ε;»
«Ναι. Χαίρομαι που βρήκατε το δρόμο σας. Κυριολεκτικά και μεταφορικά».
Ο αμαξάς γέλασε πιο πολύ. «Ωραία τα λέτε! Έχετε κυρά και παιδιά, κύριε;»
«Έχω. Μια όμορφη σύζυγο και ένα κοριτσάκι».
«Να τις φροντίζετε, κύριε. Μην δίνετε στο στρατό ό,τι έχετε. Συγνώμη, αλλά είναι φανερό ότι είστε και εσείς στρατιωτικός. Πρώτα η οικογένεια. Ελπίζω να μη τους φωνάζετε και εσείς, όπως κάνουν αυτοί εκεί». Έδειξε προς το στρατόπεδο.
Ο Φάμπιαν ξερόβηξε και έσβησε το τσιγάρο του. «Όχι. Δεν το κάνω αυτό». Εγώ μόνο τις αφήνω για τον στρατό, σκέφτηκε. Αλλά δεν το είπε. «Και πάλι, χάρηκα για την γνωριμία, κύριε Ντέακ!»
«Κι εγώ, κύριε Μπαλάζ. Κι όπως είπαμε, πρώτα η οικογένεια».
Ο Φάμπιαν κατένευσε και τον αποχαιρέτισε.
Κοίταξε το ρολόι του. Επτά παρά είκοσι. Είχε χρειαστεί πέντε λεπτά παραπάνω απ’ όσα θα «έπρεπε» να κάνει, κι αυτά λόγω της κουβέντας που έπιασε με τον Ντέακ. Την οποία συζήτηση τη χρειαζόταν. Ήταν μια σχετικά χαλαρή στιγμή, πριν ξεκινήσει για τα καλά μια επανάληψη της «καθαρά» στρατιωτικής του ζωής. Αφού δεν μπορούσε να τα πει με την γυναίκα ή και την κόρη του, τουλάχιστον είχε μιλήσει με έναν άλλο άνθρωπο, που δεν θα τον έβλεπε και δεν θα τον αντιμετώπιζε γενικά σαν ταγματάρχη.
Αλλά έπρεπε να προχωρήσει.
Ο Φάμπιαν γύρισε προς το στρατόπεδο και περπάτησε ως την πύλη.
Οι δύο σκοποί βγήκαν από τα φυλάκια, κρατώντας το λουρί του τυφεκίου τους, το οποίο, όμως, δεν το πήραν ανά χείρας. Φορούσαν την κλασική γαλάζια στολή τους, με το πανωφόρι να καλύπτει σχεδόν όλο τους το σώμα. Ήταν κοντύτεροι του Φάμπιαν, αλλά και νεώτεροι του –μπορεί και να μην είχαν συμπληρώσει καν τα είκοσι πέντε.
«Αλτ, τις ει;» ρώτησε δυνατά ο ένας, αυτός που στεκόταν στα αριστερά.
«Ταγματάρχης Φάμπιαν Άσπελ, στρατιώτη» απάντησε ο Φάμπιαν στον ίδιο τόνο και έβγαλε την ταυτότητά του, για να τη δουν οι φρουροί. Εξαιρώντας το βαθμό του ιδίου και του φαντάρου που τον είχε ρωτήσει, αλλά και το γεγονός πως πλέον δεν είχε άγχος, ένιωθε λες και ήταν ξανά δεκαοχτώ χρονών και στεκόταν έξω από το στρατόπεδο εκπαίδευσης της Βασιλικής Χωροφυλακής της Βιέννης, αν και εκείνο το περιφραγμένο συγκρότημα κτιρίων και προαύλιων χώρων ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό εδώ. Δεν ήταν στην εξοχή, αλλά μέσα στην πόλη. Δεν είχε τόσα δέντρα εντός του, ενώ η περίφραξη ήταν ένας ατέλειωτος τοίχος με κάγκελα και όχι συρματόπλεγμα. Εκεί εκπαιδεύονταν για να δρουν εντός της πόλης, κυρίως. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι όλα τα άλλα πεδία έβγαιναν από την ύλη. Όχι, επί δύο μήνες επισκέπτονταν βουνά και πεδιάδες, με πλήρη εξάρτυση μάχης. Ο σκοπός ήταν αφενός να ξέρουν όλοι έστω και λίγο κάθε πιθανή εμπόλεμη περίσταση και αφετέρου να προετοιμάσουν για την μετεκπαίδευση όσους θα επέλεγαν τη φρούρηση άλλων περιοχών της χώρας και όχι μόνο της πρωτεύουσας.
Οι σκοποί εξέτασαν το χαρτί και χαιρέτισαν στρατιωτικά τον Φάμπιαν. Εκείνος, ένεκα που δεν φορούσε καπέλο με το εθνόσημο, για να τους χαιρετίσει αντίστοιχα, τους είπε μόνο «Συνεχίστε» και περίμενε να ανοίξουν την ξύλινη πύλη. Πέρασε μέσα, με τους δύο νεαρούς να ξαναπαίρνουν την ίδια στάση: πόδια ενωμένα, αριστερό χέρι κολλημένο στο πόδι και σφιγμένο σε γροθιά. Τα δάχτυλα του δεξιού χεριού κολλητά και οι άκρες τους να ακουμπούν στο πλάι του κεφαλιού. Βλέμμα ψηλά και συνοδευόμενο από σοβαρή έκφραση.
Από τα αριστερά του, καθώς μπήκε, ο Φάμπιαν άκουσε κάποιον να προστάζει κάτι και ένα άλογο να πλησιάζει. Είδε την περίπολο να γυρίζει προς το μέρος του. Τρεις άντρες. Δύο νεαροί φαντάροι και ο έφιππος υπαξιωματικός. Ήρθαν και στάθηκαν κοντά στον Φάμπιαν.
«Ποιος είστε, κύριε;» ρώτησε ο υπαξιωματικός.
«Ταγματάρχης Φάμπιαν Άσπελ» απάντησε ο Φάμπιαν και έβγαλε ξανά την ταυτότητά του. «Έχω έρθει να συναντήσω τον λοχαγό Ίμρε Σούκε, για την αποστολή στο Μπραν της Τρανσυλβανίας».
Ο υπαξιωματικός κάτι ψέλλισε και έσπευσε να κατέβει από το άλογό του. «Άντρες, προσοχή!» διέταξε και χαιρέτισε στρατιωτικά τον Φάμπιαν. «Αξιωματικός εν όψει».
Οι φαντάροι υπάκουσαν. Ακόμα και οι σκοποί. Μόνο που έμειναν σε στάση προσοχής, μιας και ήταν παρών άλλος ανώτερός τους για να υποδεχθεί τον ταγματάρχη.
Ο Φάμπιαν είπε ξανά «Συνεχίστε». Κάποιες συνήθειες δεν αλλάζουν. Ειδικά στον στρατό.
«Επιλοχίας Νάγκι, κύριε ταγματάρχη. Θα σας συνοδεύσω εγώ» είπε ο υπαξιωματικός. «Σας περιμένουν και ο κύριος διοικητής και ο λοχαγός Σούκε».
«Χάρηκα για τη γνωριμία, επιλοχία. Αλλά δεν είναι ανάγκη να αφήσεις το πόστο σου. Απλά πες μου πού θα τους βρω».
«Με όλο το σεβασμό, κύριε ταγματάρχη, έχω εντολές να σας συνοδεύσω ως το διοικητήριο».
Ο Φάμπιαν αναστέναξε και άναψε τσιγάρο. Κοίταξε τον Νάγκι. Ο άντρας πρέπει να κόντευε τα τριάντα πέντε και έδειχνε γερό σκαρί. Επίσης, φαινόταν πως θα υπάκουε πρώτα τον διοικητή του και μετά έναν επισκέπτη, ό,τι βαθμό κι αν είχε ο τελευταίος. Ο Φάμπιαν υπέθεσε πως ο Νάγκι φοβόταν τις συνέπειες του να μην παρουσιαστεί μαζί του. «Καλώς, επιλοχία».
«Ευχαριστώ, κύριε ταγματάρχη. Μήπως θα θέλατε να χρησιμοποιήσετε το άλογο; Είναι μακρινή η απόσταση ως το διοικητήριο».
«Όχι, ευχαριστώ. Δεν είμαι τόσο γέρος».
Ο επιλοχίας γούρλωσε τα μάτια. «Ω, όχι, κύριε ταγματάρχη, δεν εννοούσα…»
«Ηρέμησε. Αστειεύομαι».
Ο Νάγκι πήρε ανάσα.
«Ηρέμησε, επιλοχία» επανέλαβε ο Φάμπιαν. Κοίταξε τους φαντάρους. «Δώσε τους ημιανάπαυση και ανάπαυση. Κρίμα είναι να στέκονται έτσι».
«Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη». Ο Νάγκι έδωσε το παράγγελμα και τόνισε στην περίπολο να περιμένει, μέχρι να επιστρέψει.
Έπειτα, έφυγαν με τον Φάμπιαν για το διοικητήριο. Διέσχισαν ένα τεράστιο μονοπάτι από χωματόδρομο, πλησιάζοντας σε ένα μικρό δάσος. Σε διάφορα σημεία γύρω τους, υπήρχαν ξύλινα εμπόδια και υπερυψωμένα τείχη με άμμο στην μία πλευρά και σχοινιά αφημένα στην άλλη. Πράσινοι θάμνοι βοηθούσαν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος γεμάτου πιθανές κρυψώνες. Ο στάβλος με τα άλογα ήταν το πρώτο κτίσμα που έβλεπε κανείς στα δεξιά του, μετά από τρία λεπτά ποδαρόδρομου. Μια χαμηλοτάβανη αποθήκη, με μεγάλη πόρτα, που σφράγιζε με ένα δοκάρι. Μετά, ήταν το ιατρείο, μια μεγάλη σκηνή που απέξω είχε έναν κύκλο και έναν κόκκινο σταυρό στο κέντρο του. Αργότερα, στα επτά λεπτά, ξεκινούσαν οι στρατώνες, στα αριστερά, που κάλυπταν μια απόσταση ογδόντα μέτρων περίπου. Έξω από αυτούς, υπήρχε η πίστα ασκήσεων, που έπρεπε πάντα να είναι καθαρή. Μετέπειτα, είδαν τα μαγειρεία, κάτι που γινόταν κατανοητό από τον καπνό που έβγαινε από την καμινάδα και από τους άντρες που περιφέρονταν κρατώντας ένα κομμάτι ψωμί και ένα τσίγκινο ποτήρι με κάτι που άχνιζε –πιθανώς, τσάι.
«Εκεί είναι το διοικητήριο, κύριε ταγματάρχη» είπε ο Νάγκι.
Δε χρειαζόταν να το δείξει, ήταν οφθαλμοφανές. Το πιο μικρό, αλλά ταυτόχρονα το πιο πολυτελές κτίσμα του στρατοπέδου. Φτιαγμένο από τούβλα, με λευκούς τοίχους σαν να βάφτηκαν μόλις χθες, τις σημαίες να κυματίζουν δεξιά και αριστερά της κύριας εισόδου και δύο στρατιώτες να στέκονται σε ημιανάπαυση. Η αυλή που περιέβαλε το διοικητήριο ήταν από τσιμέντο. Καθαρό ακόμα και από μικρά χαλίκια.
«Νάγκι» είπε ο Φάμπιαν «τι μπορείς να μου πεις για τον διοικητή και τον λοχαγό;» Δεν σταμάτησε να περπατάει, για να μη δώσει στους φαντάρους την εντύπωση ότι συζητούσε κάτι μυστικό με τον επιλοχία. Που, πρακτικά, δεν έλεγαν.
«Κύριε;»
«Θέλω να ξέρω ένα δυο πράγματα. Για να τους συμπεριφερθώ σωστά».
Ο Νάγκι το σκέφτηκε. «Είναι πολύ καλοί στη δουλειά τους» είπε.
Ο Φάμπιαν χαμογέλασε. «Εντάξει. Τι άλλο;» Είχε μάθει με τον καιρό πως, όσο πιο χαμηλά στην ιεραρχία ήταν ο στρατιωτικός τόσο καλύτερες πληροφορίες μπορούσε να σου δώσει για τους ανωτέρους του, ενώ σπάνια συνέβαινε το αντίθετο, μιας και όσο πλησίαζαν τον βαθμό του στρατηγού οι βαθμοφόροι τόσο λιγότερα ήξεραν (και ακόμα λιγότερο νοιάζονταν) για τους κατώτερούς τους.
«Δεν ξέρω τι άλλο θέλετε να μάθετε, κύριε ταγματάρχη. Επίσης, δεν μου επιτρέπεται να εκφέρω άποψη για τους αξιωματικούς μου». Ο Νάγκι έριξε μια γρήγορη ματιά στον Φάμπιαν. «Με όλο το σεβασμό, αλλά θα έπρεπε να το ξέρετε αυτό».
«Το ξέρω. Όπως και εσύ ξέρεις πως ποτέ δεν συμβαίνει αυτό. Δεν γίνεται να μην έχεις άποψη για τους άλλους. Ζεις χρόνια μαζί τους. Μιλάτε. Όταν σε αφήνουν, δηλαδή. Όλο και κάτι θα έχεις να πεις για αυτούς. Και τώρα, είμαστε μόνο εσύ κι εγώ. Δεν μας ακούει κανείς άλλος. Δεν έχεις να ανησυχείς για κάτι».
Ο Νάγκι δεν μίλησε.
«Είναι εμπιστευτική η συζήτηση, Νάγκι. Απλά, θέλω να ξέρω με τι άτομα θα συνεργαστώ. Αυτό είναι όλο». Δεν ήταν. Όχι μόνο αυτό. Αλλά ο Φάμπιαν δεν ήθελε να τον αναστατώσει. «Πώς λέγεται ο διοικητής;»
Ο Νάγκι είπε «Ζόμπορ Φάρκας. Συνταγματάρχης. Αλλά πρέπει να χαιρετίσετε τον κύριο διοικητή σαν να είναι ακόμα πιο ψηλά στην ιεραρχία. Εννοώ, από ό,τι είναι τώρα. Θέλει να τον βλέπουμε ως υπουργό».
«Που έχει αναλάβει ποιο υπουργείο; Το Αυτοκρατορικό και Βασιλικό Υπουργείο Πολέμου ή το Βασιλικό Υπουργείο Άμυνας της Ουγγαρίας;»
Ο Νάγκι καθάρισε τον λαιμό του. «Το Βασιλικό Υπουργείο Άμυνας της Ουγγαρίας, κύριε ταγματάρχη».
«Κατάλαβα». Ο Φάμπιαν σκέφτηκε Είναι φιλόδοξος. Αλλά χωρίς να έχει βλέψεις για ολάκερη την Αυτοκρατορία. Διαφωνούσε, γιατί θεωρούσε πως, αν κάποιος ήθελε να μεροληπτήσει με επιτυχία προς τη μία από τις δύο χώρες, τότε θα φρόντιζε να αναλάβει μια εξέχουσα θέση σε πόστο που συμπεριελάμβανε και την Αυστρία και την Ουγγαρία, ούτως ώστε να ελέγχει καλύτερα τι κερδίζει αυτή που τον ενδιαφέρει. Αλλά, υπέθετε, ο Φάρκας σκεπτόταν όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του: μακριά από τον Αυτοκράτορα. «Και ο λοχαγός;» ρώτησε. Αυτός ένοιαζε περισσότερο τον Φάμπιαν. Γιατί με αυτόν και την μονάδα του θα πήγαιναν στο Μπραν.
«Δεν του αρέσουν τα ψέματα, κύριε ταγματάρχη. Καθόλου. Ό,τι είναι να γίνει θέλει να το ξέρει όπως πρόκειται να γίνει» απάντησε ο Νάγκι, λίγο πριν φτάσουν στην είσοδο του διοικητηρίου. Οι φαντάροι στάθηκαν σε στάση προσοχής, ενώ άνοιξαν τη δίφυλλη γυάλινη πόρτα, μετά από εντολή του επιλοχία. Ο ένας εξ αυτών πήρε τα γκέμια του αλόγου, για να το προσέχει. Ο επιλοχίας και ο Φάμπιαν μπήκαν στο κτίριο, πέρασαν όλες τις άλλες πόρτες και έφτασαν έξω από αυτή που είχε το ταμπελάκι με την ένδειξη ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ. Ο Νάγκι χτύπησε την πόρτα και, όταν πήρε άδεια, μπήκε αναγγέλλοντας την άφιξη του Φάμπιαν.
«Πες στον κύριο ταγματάρχη να περάσει, επιλοχία. Εσύ μπορείς να γυρίσεις στα καθήκοντά σου» είπε κάποιος, μάλλον ο Ζόμπορ.
«Μάλιστα, κύριε διοικητά». Ο Νάγκι οπισθοχώρησε και είπε «Κύριε ταγματάρχη, ο κύριος διοικητής θα σας δεχθεί τώρα. Μαζί του είναι και ο κύριος λοχαγός».
Τόσοι πολλοί κύριοι σε ένα γραφείο; Φοβερό! «Ευχαριστώ, επιλοχία» είπε ο Φάμπιαν. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η ώρα ήταν επτά παρά πέντε. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Μπήκε στο γραφείο.
Ο Φάμπιαν δεν είχε μπει σε πολλά γραφεία πολιτικών, οπότε δεν είχε μεγάλη πείρα από αυτά. Όμως, είχε επισκεφτεί πολλά γραφεία στρατιωτικών. Αυτοί, συνήθως, επέλεγαν την πιο λιτή διακόσμηση, ήτοι τα απαραίτητα έπιπλα (γραφείο, καρέκλες, καλόγερο για τα πανωφόρια), γραφική ύλη και εικόνες αγίων. Όπως επίσης και μια μικρή σημαία της χώρας και φωτογραφίες των ανωτέρων τους στρατιωτικών, της πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας της χώρας τους. Μερικοί επέλεγαν να έχουν και μια δυο φωτογραφίες της οικογένειάς τους. Δεν τους ένοιαζαν τα μεγαλεία σε αυτό το επίπεδο. Άλλωστε, σκέφτονταν πως το γραφείο αποτελεί δημόσια περιουσία. Δεν ήταν δικό τους. Ανά πάσα ώρα και στιγμή, μπορεί να τους έδιωχναν και να έφερναν αντικαταστάτη. Άρα, δεν θα ήθελαν να του αφήσουν ως δώρο κάτι σπουδαίο, μεγάλης αξίας, ούτε είχαν όρεξη να κουβαλάνε μπόγους καθώς έφευγαν –αυτό το τελευταίο, βέβαια, μπορούσαν να βάλουν φαντάρους να το κάνουν, αλλά οι περισσότεροι καταλάβαιναν πως η εξουσία πρέπει να έχει κάποια όρια και οι φαντάροι θα πρέπει να συνδράμουν σε πιο σημαντικά πόστα από το να μεταφέρουν τα προσωπικά πράγματα του κάθε αξιωματικού.
Όμως, ο χώρος στον οποίο εισήλθε ο ταγματάρχης ήταν φανερό πως ανήκε στον συνταγματάρχη Ζόμπορ Φάρκας. Υπήρχαν όλα αυτά που ο Φάμπιαν περίμενε να δει, αλλά ήταν κι άλλα εκεί μέσα, που πρόδιδαν πως αυτό το μέρος δεν θα άλλαζε διοίκηση, ίσως ακόμα και μετά τον θάνατο του Φάρκας. Υπήρχαν πίνακες ζωγραφικής, τρία πορτραίτα στους τοίχους δεξιά, αριστερά και δίπλα στην πόρτα, τα οποία αναδείκνυαν τον συνταγματάρχη σε τρεις διαφορετικές περιόδους της ζωής του: μία με το που είχε ορκιστεί ως αξιωματικός, μία ανάμεσα στα τριάντα και σαράντα και μία πιο πρόσφατη. Αντίθετα από τον κεντρικό διάδρομο του διοικητηρίου, που ήταν όσο απλός χρειαζόταν, εδώ υπήρχε ένα χαλί κάτω από τα πόδια του Φάμπιαν, με περίτεχνα, κιτρινωπά σχήματα, κύκλους και τετράγωνα και κλαδιά και κάποια πτηνά, όλα αυτά σε ένα βαθύ κόκκινο φόντο. Στην αριστερή πλευρά, είχε τοποθετηθεί ένας μαύρος δερμάτινος καναπές, που φαινόταν αναπαυτικότατος ακόμα και για έναν ψηλό τύπο σαν τον Φάμπιαν. Πάνω στο επιμελώς τακτοποιημένο γραφείο, ο Φάρκας είχε επιλέξει να έχει μια χρυσή πένα για να γράφει, ενώ οι φωτογραφίες, αν και δεν τις έβλεπε ο Φάμπιαν, ήταν πέντε και σε ασημί κάδρο. Επίσης, στην γωνία από την μεριά των επισκεπτών, υπήρχε ένας άσπρος δίσκος με δύο πιατάκια που περιείχαν γλυκά αρτοσκευάσματα. Πίσω από τον συνταγματάρχη, ήταν το παράθυρο και δύο κορνιζαρισμένα φύλλα χαρτιού: το ένα ήταν ο όρκος του στρατού της Ουγγαρίας και το άλλο ένα απόσπασμα από το σύνταγμα της χώρας. Αλλά τίποτα άλλο που να παρέπεμπε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Θέλει να τον βλέπουμε ως υπουργό, θυμήθηκε ο Φάμπιαν και έκλεισε την πόρτα. Όμως, μόνο του Βασιλικού Υπουργείου Άμυνας της Ουγγαρίας.
Ο Φάρκας και ο διπλανός του, που πρέπει να ήταν ο λοχαγός Σούκε, σηκώθηκαν και στάθηκαν στητοί. Ο Φάρκας χαμογελούσε, ενώ ο άλλος όχι.
Ο Φάμπιαν χαιρέτισε.
Ο συνταγματάρχης και ο άλλος απάντησαν αντίστοιχα.
«Ταγματάρχη Άσπελ» είπε ο Φάρκας. Όπως και ο διπλανός του, ήταν ψηλός με φαρδιούς ώμους, φρεσκοξυρισμένος και με κοντά μαύρα μαλλιά. Αντίθετα από τον κατώτερό του, όμως, ο Φάρκας είχε παχύνει, με την κοιλιά του να μοιάζει σαν μικρό βαρέλι μπίρας, ενώ τα μάτια του είχαν σκούρα απόχρωση. Ο συνταγματάρχης παραμέρισε τον διπλανό του και ήρθε και αντάλλαξε χειραψία με τον Φάμπιαν. «Είμαι ο συνταγματάρχης Ζόμπορ Φάρκας, διοικητής αυτού του στρατοπέδου. Από εδώ» έδειξε στα πίσω του «να σας συστήσω τον λοχαγό Ίμρε Σούκε, ο οποίος θα σας συνοδεύσει με ένα απόσπασμα ορειβατών τυφεκιοφόρων στην αποστολή στο Μπραν των Εδαφών του Στέμματος του Σαιντ Στεφάν. Χαιρόμαστε για την γνωριμία».
«Κι εγώ, κύριε συνταγματάρχη» είπε ο Φάμπιαν. «Λοχαγέ» είπε προς τον Σούκε.
«Χάρηκα, κύριε ταγματάρχη» είπε ο Σούκε, πιο συγκρατημένα από τον διοικητή του.
«Ας καθίσουμε» είπε ο Φάρκας, σπρώχνοντας ελαφρώς τον Φάμπιαν προς μια από τις καρέκλες των επισκεπτών, ενώ εκείνος μετά πήγε στη δική του. «Ταγματάρχη, έχετε πιει καφέ; Ή τσάι;» Πριν μιλήσει ο Φάμπιαν, ο Φάρκας ρώτησε κάτι άλλο «Πρώτα απ’ όλα, προτείνω να μιλάμε χωρίς να αναφέρουμε ο καθένας το βαθμό του άλλου. Είναι υπερβολή μεταξύ ανώτερων αξιωματικών. Τι λέτε, κύριε Άσπελ;»
«Ναι, δεν έχω πρόβλημα» απάντησε ο Φάμπιαν, αφήνοντας τον μπόγο του δίπλα στην καρέκλα.
«Υπέροχα! Ήπιατε καφέ ή τσάι;»
Ο Φάμπιαν είχε δει και τις κούπες που είχαν εμπρός τους οι δύο άντρες και τον είχε πιάσει μια δόση ζήλιας. «Όχι. Η αλήθεια είναι πως έφυγα εσπευσμένα. Δεν ήθελα να χαραμίσω κανενός τον χρόνο, οπότε καταλαβαίνετε».
«Ας σας παραγγείλουμε, λοιπόν».
«Κύριε Φάρκας, παρακαλώ, δεν είναι ανάγκη. Άλλωστε, βιαζόμαστε».
«Ω, ελάτε τώρα. Το Μπραν δεν θα πάει πουθενά. Και δύο μέρες μετά να φεύγατε, πάλι εκεί θα το βρίσκατε».
«Ναι, αλλά…»
«Επιμένω. Είμαστε στρατιωτικοί. Δεν πάμε πουθενά δίχως να βάλουμε μια γουλιά από το αγαπημένο μας ποτό στο στόμα μας, παρεκτός αν έχουμε πόλεμο. Που δεν έχουμε. Οπότε καφέ ή τσάι;»
Δεν έχουμε; Ο Φάμπιαν αναστέναξε. «Καφέ, μέτριο. Ευχαριστώ!»
«Ωραία! Την καλύτερη επιλογή κάνατε. Ίμρε, πήγαινε να δώσεις την παραγγελία του κυρίου Άσπελ και έλα πάλι πίσω».
«Εντάξει». Ο Σούκε σηκώθηκε και βγήκε για λίγο από το γραφείο.
Ο Φάρκας ρώτησε «Λοιπόν, πώς είναι τα πράγματα στο αγαπητό Evidenzbureau;»
Αγαπητό; Ο Φάμπιαν αμφέβαλλε αν ο Φάρκας συμπαθούσε έστω και ελάχιστα το Evidenzbureau. Ή μήπως προσέβλεπε στο να δημιουργήσει καλές σχέσεις με έναν αξιωματικό του, σε περίπτωση που ανέβει κι άλλο στην ιεραρχία, για να έχει δικό του άνθρωπο μέσα σε αυτό; Δεν θα του φαινόταν περίεργο του Φάμπιαν. «Το παλεύουμε» είπε. «Προσπαθούμε να κάνουμε όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Και γι’ αυτό είμαστε εδώ σήμερα».
«Καταλαβαίνω». Έδειξε το δίσκο με τα πιατάκια. «Παρακαλώ, σερβιριστείτε ελεύθερα, κύριε Άσπελ». Έπιασε και το σταχτοδοχείο και το έφερε ανάμεσα στον ίδιο και τον Φάμπιαν. «Καπνίζετε;»
«Ναι. Ευχαριστώ! Και πάλι».
«Χαρά μου να βοηθάω αξιότιμους επισκέπτες, και δη βαθμοφόρους της Αυτοκρατορίας μας!» απάντησε ο Φάρκας.
Όταν επέστρεψε ο Σούκε, ο συνταγματάρχης είπε στον Φάμπιαν «Ελπίζω να σας συμπεριφέρθηκαν σωστά στο στρατόπεδο. Δεν είχατε κάποιο πρόβλημα, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα, κύριε Φάρκας. Όλοι μου συμπεριφέρθηκαν άψογα».
«Τέλεια! Εντάξει, Ίμρε, τους τόνισες να είναι μέτριος ο καφές;»
«Ναι, εννοείται» απάντησε ο λοχαγός, ανασηκώνοντας τους ώμους.
Ο Φάμπιαν πρόσεξε πόσο είχε ενοχληθεί ο λοχαγός. Ούτε του ίδιου θα του άρεσε να κάνει αυτή την αγγαρεία. Αλλά είναι η μοίρα των κατώτερων στρατιωτικών να κάνουν τα θελήματα των ανωτέρων τους. Από παλιά, έτσι γινόταν. Κάποιες συνήθειες δεν αλλάζουν. Ειδικά στον στρατό.
«Πολύ καλά. Κύριε Άσπελ, έχετε οικογένεια;»
«Ναι. Εγώ και η γυναίκα μου έχουμε ένα κοριτσάκι».
«Α, να σας ζήσει! Ό,τι καλύτερο εύχομαι».
«Σας ευχαριστώ! Εσείς;»
«Έχω δύο γιους. Και σε αυτούς και στην γυναίκα τους έχω επιβάλλει αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία». Ο Φάρκας γέλασε, αλλά, όταν είδε πως ο Φάμπιαν δεν συμμεριζόταν το χιούμορ του, έσπευσε να πει «Φυσικά, αστειεύομαι. Είναι πολίτες. Δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε τέτοιες καταστάσεις».
«Όμως, να υποθέσω πως οι γιοι σας θα ενταχθούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, σωστά;»
«Θα το δούμε, όταν έρθει η ώρα. Η σύζυγός μου δεν το θέλει. Έχει αποφασίσει πως θα γίνουν γιατροί ή δικηγόροι».
«Οι ίδιοι τι λένε για αυτό;»
Ο Φάρκας ανασήκωσε τους ώμους. «Οι ίδιοι, κύριε Άσπελ, δεν λένε τίποτα για αυτό, γιατί είναι στην ηλικία που ψάχνουν ομορφονιές και το μυαλό τους πάει περίπατο, όταν τους πιάνεις την κουβέντα για σοβαρά θέματα».
Εδώ ο Φάμπιαν χαμογέλασε, αλλά συγκρατημένα. «Καταλαβαίνω». Σκέφτηκε την Ορέλια και σοβάρεψε. Θα είχε άραγε ποτέ την ευκαιρία να δει την κόρη του να έχει σχέση με κάποιον νεαρό; Θα την έβλεπε ποτέ ευτυχισμένη;
«Κύριε Άσπελ; Είστε καλά;» ρώτησε ο Φάρκας.
«Ναι, ναι. Συγνώμη». Ο Φάμπιαν καθάρισε τον λαιμό του. «Εσείς, κύριε Σούκε, έχετε οικογένεια;»
«Ναι. Έχω δύο κόρες, πολύ μικρές ακόμα για να ενδιαφέρονται για άντρες».
«Α, θα έρθει και αυτών η ώρα, Ίμρε, μην ανησυχείς» είπε ο Φάρκας. «Όμως, τώρα μήπως θα ήθελες να ρωτήσεις κάτι τον κύριο Άσπελ;»
Ο Σούκε έβγαλε τσιγάρο και το άναψε. Μετά, κοίταξε τον Φάμπιαν με μισόκλειστα μάτια. «Θέλω να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για την υπόθεση. Τι μπορείτε να μας πείτε με βεβαιότητα, κύριε Άσπελ;»
«Ευχαρίστως, κύριε Σούκε». Ο Φάμπιαν παρουσίασε ένα χρονικό των πληροφοριών που είχαν μαθευτεί για το Μπραν. Δεν ανέφερε καθόλου τα περί βρικολάκων και δαιμόνισσας που είχαν ανακαλύψει μέσα από μαρτυρίες και παλιά έγγραφα. Θυμόταν τι του είχε πει ο Νάγκι για τον Σούκε, ότι δεν του άρεσαν τα ψέματα. Αλλά, ειλικρινά, τι ήταν πιο πιθανό, να τσαντιστεί που οι μόνοι ύποπτοι που είχαν αναφερθεί από τους κατοίκους ήταν βρικόλακες ή το ότι ο Φάμπιαν του απέκρυπτε αυτή την πληροφορία; «Αυτό που μας ανησυχεί» τόνισε, αφού είχε πει όσα έμαθε εκείνος και το Evidenzbureau, «είναι η συμπεριφορά των… όποιων δρουν εκεί. Άφησαν κάποιους να φύγουν, αλλά όχι όλους. Σκότωσαν ανθρώπους, βρέθηκαν ίχνη νεκρών, αλλά και μερικά πτώματα. Δυστυχώς, κάποιοι ήταν πολιτοφύλακες, μέρος μιας αποστολής που είχε πάει εκεί για έρευνα και ανάκριση. Το οποίο ενισχύει το συμπέρασμά μας ότι όποιοι κι αν είναι αυτοί που έχουν κάνει όλα αυτά είναι πολύ επικίνδυνοι. Οπλισμένοι, σίγουρα. Ίσως ξέρουν ή πλέον έχουν μάθει το έδαφος του Μπραν, μπορεί και ενός μεγαλύτερου μέρους της Τρανσυλβανίας. Δεν ξέρουμε πόσο έχουν αναπτυχθεί οι δυνάμεις τους εκεί πέρα. Πού έχουν φτάσει κλπ. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουμε ποιους γυρεύουμε και για ποιο λόγο αυτοί κάνουν ό,τι κάνουν. Δεν έχουν δώσει καμιά επίσημη ανακοίνωση. Το οποίο φέρνει εμάς σε κάπως μειονεκτική θέση». Όπως έγινε και με την μονάδα των πολιτοφυλάκων, που σφαγιάστηκε, σκέφτηκε. Αλλά δεν το είπε. «Με τους συναδέλφους μου, πάντως, θεωρούμε ότι δεν πρόκειται για Βλάχους ή Μολδαβούς. Ακόμα και για αυτούς, τέτοια αλλόκοτη και απάνθρωπη συμπεριφορά είναι το λιγότερο υπερβολική».
«Εκτός αν έχουν βάλει άλλους να κάνουν τη βρομοδουλειά τους» πρότεινε ο Φάρκας. «Μισθοφόρους, ας πούμε. Τίποτα καθάρματα που δεν έχουν ανθρωπιά μέσα τους».
«Ίσως. Αλλά και πάλι, γιατί να κάνουν όλα αυτά κατ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί;»
Κανείς δεν είχε απάντηση.
«Πολύ περίεργη η υπόθεση, κύριε Άσπελ» είπε τελικά ο Σούκε. «Δηλαδή, ουσιαστικά, δεν ξέρουμε τίποτα άλλο, πέραν από το ότι θα συναντήσουμε κάποιους άγνωστους εχθρούς. Σωστά;»
«Λίγο πολύ, ναι. Όμως, δεν είμαι σίγουρος αν θα συναπαντηθούμε με δαύτους. Αλλά θα μιλήσουμε και με τους χωρικούς που έφυγαν από το Μπραν, να δούμε τι έχουν να πουν κι αυτοί». Που θα έλεγαν πάλι για βρικόλακες. Αυτό περίμενε ο Φάμπιαν. Κάτι που τον έκανε να αμφιβάλλει αν έπραττε ορθώς που δεν έλεγε από τώρα για αυτούς στον Σούκε. Αλλά έπειτα, ίσως να ήταν προτιμότερο να το ακούσει από τους χωρικούς. Γιατί τότε θα ήταν αργά. Θα είχαν ήδη φτάσει στο Μπρασώφ. Μια ανάσα από το Μπραν. Ό,τι επρόκειτο να γίνει θα γινόταν. Δεν θα υπήρχε χρόνος για οπισθοχώρηση ή οποιαδήποτε άλλη σκέψη πέραν της επίσκεψης για έρευνα και εξόντωση του εχθρού.
Αλλά, σκέφτηκε ο Φάμπιαν, πόσους να ρωτήσουμε; Αν, πχ, οι πρώτοι δέκα πουν την ίδια ιστορία, αναφέροντας τους ίδιους πιθανούς ενόχους, έχει νόημα να απευθυνθούμε και σε άλλους; Πίστευε πως όχι. Γιατί θα πήγαινε χαμένος κι άλλος χρόνος. Και θα αυξανόταν το ρίσκο να χαθούν κι άλλες ζωές.
Όμως, από την άλλη, αν έστω και ένας πει διαφορετική ιστορία; Τι κάνουμε τότε; Συνεχίζουμε και με τους υπόλοιπους;
Δεν ήξερε. Αλλά έπρεπε να το σκεφτεί αυτό ο Φάμπιαν. Όταν θα έφταναν και θα άρχιζαν τις ερωτήσεις και θα λάβαιναν τις πρώτες απαντήσεις. Τότε θα είχε σαφώς καλύτερη ιδέα για το πώς να προχωρήσουν.
«Δεν νομίζω ότι είναι τόσο φοβερά τα πράγματα» πετάχτηκε ο Φάρκας. Χαμογέλασε, αν και χωρίς πάθος. «Είμαι σίγουρος πως όποιοι κι αν είναι αυτοί οι εχθροί, με το που θα καταλάβουν ότι ήρθαν στο Μπραν Ούγγροι ορειβάτες τυφεκιοφόροι, θα φοβηθούν. Μπορεί και να παραδοθούν αμαχητί».
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πώς θα αντιδράσουν, κύριε Φάρκας» είπε ο Φάμπιαν. «Με ανησυχεί που φέρθηκαν με τόση απανθρωπιά σε αθώους χωρικούς. Όμως, με ανησυχεί ακόμα περισσότερο το ότι κάποιοι κάτοικοι του Μπραν αγνοούνται, όπως σας είπα και πιο πριν. Αν τους κρατάνε οι εχθροί… Δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσουμε να εμπλακούμε, δίχως να υπάρξουν παράπλευρες απώλειες. Και είναι πολλές οι απώλειες που ήδη έχουμε ως Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Όπως καταλαβαίνετε, δεν αρέσει καθόλου στην κεντρική διοίκηση, πολιτική και στρατιωτική, η εικόνα που παρουσιάζουμε προς τα έξω. Προς τους πιθανούς εχθρούς μας, αυτούς που ξέρουμε στα σίγουρα ότι θέλουν το κακό μας. Οι οποίοι ψάχνουν αφορμή για να μας μειώσουν και να εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε αστάθεια και αστοχία μας».
«Εγώ δεν ανησυχώ» είπε ο Φάρκας. «Η μονάδα μου αποτελείται από ικανότατους άντρες. Είμαι σίγουρος πως και, υπό τη δική σας καθοδήγηση, κύριε Άσπελ, όλη η αποστολή θα στεφθεί με την μέγιστη δυνατή επιτυχία».
Ο Φάμπιαν δεν μίλησε. Ούτε ο Σούκε.
Τότε κάποιος χτύπησε την πόρτα. Αφού πήρε άδεια, ο φαντάρος μπήκε μέσα και άφησε το φλιτζάνι με τον καφέ του Φάμπιαν μπροστά του. Έπειτα, χαιρέτισε στρατιωτικά και αποχώρισε.
«Κύριε Άσπελ» πήγε να πει ο Σούκε, αλλά ο Φάρκας σήκωσε το χέρι του και είπε «Ίμρε, άσε τον επισκέπτη μας να απολαύσει τον καφέ του. Δεν θέλω να είμαστε άξεστοι εδώ». Και προς τον Φάμπιαν «Κύριε Άσπελ, σας παρακαλώ, συγχωρείστε τον Ίμρε. Είναι άνθρωπος της δράσης. Προτιμάει να είναι εκεί έξω, μαζί με τους φαντάρους, παρά να κάθεται. Καταλαβαίνετε, πιστεύω».
«Σαφώς. Δεν παρεξηγήθηκα. Ίσα-ίσα, μου αρέσει να γνωρίζω όσο το δυνατόν καλύτερα τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαστώ» είπε ο Φάμπιαν. Αυτό που του άρεσε περισσότερο, όμως, είναι που είχε τουλάχιστον ένα κοινό χαρακτηριστικό με τον Σούκε. Και οι δύο προτιμούσαν τη δράση από συζητήσεις σαν αυτή. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Πήρε το φλιτζάνι και ευχήθηκε «Εις υγείαν», με τους δύο Ούγγρους να κάνουν το ίδιο με τις κούπες τους. «Υπέροχος ο καφές!» σχολίασε ο Φάμπιαν, πριν προλάβει να ρωτήσει ο Φάρκας. Και η αλήθεια ήταν πως είχε εντυπωσιαστεί. Το ρόφημα ήταν όσο ζεστό έπρεπε και όσο γλυκό το ήθελε. Δεν συνέβαινε συχνά να κάνουν τέτοια δουλειά στα μαγειρεία του στρατού. «Να δώσετε τα συγχαρητήρια μου στον φαντάρο».
Ο Φάρκας κατένευσε. «Θα του τα μεταφέρω» είπε. «Πάντως, κύριε Άσπελ, δεν έχετε να ανησυχείτε. Το απόσπασμα της μονάδας μου που θα σας συνοδεύσει είναι ακριβώς όπως το ζητήσατε. Και όλοι ετοιμοπόλεμοι, να το ξέρετε. Έχουν τσαντιστεί πολύ με την κτηνωδία που έγινε στο Μπραν. Και τα δύο σκυλιά, παρέλειψα να το αναφέρω, είναι ικανότατοι ανιχνευτές. Τα επέλεξα ο ίδιος, ειδικά για αυτή την αποστολή».
«Χαίρομαι που το μαθαίνω, κύριε Φάρκας». Ο Φάμπιαν, καθώς έπινε άλλη μια γουλιά, έριξε μια ματιά στον Σούκε. Ο λοχαγός έμοιαζε προβληματισμένος. Ήταν λόγω της αποστολής ή και επειδή θα είχε έναν Αυστριακό να διοικεί τον ίδιο και τους φαντάρους του; Πιθανώς, και τα δύο.
Η συζήτηση δεν κράτησε πολύ ακόμα. Γύρω στις επτά και μισή, ο Φάρκας, αφού σιγουρεύτηκε πως ο Φάμπιαν είχε πιει όλο τον καφέ του, πρότεινε να ξεκινήσουν εκείνος και ο Σούκε, να βρουν το απόσπασμα και να φύγουν για το Μπρασώφ. «Συγχωρέστε με, αλλά δεν θα σας ακολουθήσω» απολογήθηκε, ενώ αντάλλασσε χειραψία με τον Φάμπιαν, «καθότι έχω κάποιες εκκρεμότητες να τακτοποιήσω, κύριε Άσπελ».
«Κανένα πρόβλημα, κύριε Φάρκας».
«Ωραία, ωραία». Ο Φάρκας κοίταξε με νόημα τον Σούκε. «Ίμρε, δικαιολόγησε με στους τυφεκιοφόρους μας. Εντάξει;»
«Μάλιστα».
«Καλό κατευόδιο, κύριοι. Να έρθετε πίσω νικητές».
Όταν βγήκαν από το γραφείο και από το διοικητήριο γενικά, ο Φάμπιαν έριξε μια ματιά γύρω του. Υπήρχε κόσμος που κατά βάση δούλευε σε διάφορες αγγαρείες. Όσοι τους έβλεπαν, σταματούσαν και είτε χαιρετούσαν, είτε στέκονταν προσοχή, μέχρι να τους δώσει άδεια ο Σούκε, για να συνεχίσουν. Από διάφορα σημεία του στρατοπέδου, ακούγονταν κοφτές διαταγές και αντίστοιχες απαντήσεις.
Ο Φάμπιαν σχολίασε «Άλλη ζωή εδώ μέσα, ε; Από ό,τι εκεί στην πόλη».
«Καλύτερη ζωή» απάντησε ο Σούκε. «Πιο σίγουρη από κάθε άποψη».
«Έτσι λέτε;»
«Ναι».
Περπάτησαν μερικά μέτρα ακόμα.
«Εντάξει» είπε ο Φάμπιαν και σταμάτησε. Όταν είδε πως ο Σούκε έκανε το ίδιο, του είπε «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κύριε Σούκε;»
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα.
Μετά, ο λοχαγός πλησίασε και, κοιτάζοντας κατάματα τον Φάμπιαν, είπε «Αυτό θα φανεί στη συνέχεια, ταγματάρχη».
«Προτιμώ να λύσουμε τώρα τα όποια θέματα, λοχαγέ. Μετά, θα πρέπει να ασχοληθούμε εξ ολοκλήρου με την αποστολή. Δεν θα έχουμε χρόνο για οτιδήποτε άλλο. Αν θέλεις να πεις κάτι, πες το τώρα». Αφού ο Σούκε είχε προτιμήσει να χτίσει ξανά το τείχος που είχε γκρεμίσει ο Φάρκας, ο Φάμπιαν θα συμπεριφερόταν αναλόγως.
Ο Σούκε κοίταξε γύρω του. Εστίασε την προσοχή του προς το διοικητήριο, πίσω από τον Φάμπιαν, που αχνοφαινόταν.
«Έι, εδώ» είπε ο Φάμπιαν. «Εδώ είμαι, λοχαγέ».
Ο Σούκε τον ξανακοίταξε. «Θέλεις την αλήθεια, ταγματάρχη;» ρώτησε.
«Ναι. Εδώ. Τώρα».
«Καλώς. Μάθε, λοιπόν, ότι δεν ήθελα να έχω για αρχηγό της αποστολής έναν Αυστριακό. Μπορώ και μόνος μου να κουμαντάρω τους άντρες μου. Αυτό κάνω εδώ και χρόνια. Δε χρειαζόμασταν έναν…»
«Έναν τι, λοχαγέ;»
Ο Σούκε δεν μίλησε.
«Έναν τι, λοχαγέ;» επανέλαβε ο Φάμπιαν. «Απάντησε στην ερώτηση».
«Έναν Αυστριακό χαρτογιακά».
«Αυτό νομίζεις ότι είμαι;»
«Δεν το νομίζω. Είσαι».
Ο Φάμπιαν δεν μίλησε.
Ο Σούκε συνέχισε «Και, μη ξεχνάμε, πως εσύ τα σκάτωσες με την υπόθεση. Εξαιτίας σου πέθαναν τόσοι άνθρωποι. Εξαιτίας της ανικανότητας σου, θα πάμε σε ένα γαμημένο χωριό της Τρανσυλβανίας και θα ψάχνουμε ένας θεός ξέρει ποιους. Και θα ελπίζουμε ότι δεν θα κάνεις κι άλλες μαλακίες, μπας και γυρίσουμε πίσω σώοι. Ταγματάρχη».
«Πολύ καλά». Ο Φάμπιαν παραμέρισε. «Θες να φύγεις; Φύγε. Γύρισε στον διοικητή σου και ζήτα να μου στείλει άλλον λοχαγό».
Ο Σούκε δεν απάντησε.
«Αυτό δεν θες; Να σωθείς; Και να μην έχεις έναν Αυστριακό χαρτογιακά για αρχηγό σου; Έλα, τι περιμένεις; Φύγε».
Ο Σούκε δεν μίλησε.
«Όχι; Εντάξει» Ο Φάμπιαν αναστέναξε. «Άκουσέ με καλά, λοχαγέ. Πάμε να ερευνήσουμε και να βρούμε τους υπαίτιους που προκάλεσαν τόσο κακό σε αθώους. Και να τους τιμωρήσουμε. Παραδειγματικά. Οπότε θα πρέπει να συνεργαστούμε. Είτε μας αρέσει, είτε όχι». Ο Φάμπιαν έδειξε τον Σούκε. «Κι αν νομίζεις πως είσαι ο μόνος που δεν θέλει να φύγει από τη Βουδαπέστη, κάνεις λάθος. Ούτε εγώ θέλω. Γιατί έχω την κόρη μου στο νοσοκομείο. Έχω πολύ σοβαρό λόγο για να μείνω. Αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Επέλεξα να είμαι στρατιωτικός. Κι αυτή η ζωή, που λες ότι είναι πιο σίγουρη; Έχει απαιτήσεις. Τις οποίες θα πρέπει να εκπληρώσουμε. Κατάλληλα. Με υπομονή και επιμονή. Είτε μας αρέσει, είτε όχι».
Ο Σούκε κατέβασε το κεφάλι και έσφιξε τα χείλη του. «Δεν ήξερα» ψέλλισε.
«Όχι» είπε ο Φάμπιαν. «Όχι, λοχαγέ. Δεν θέλω την λύπησή σου. Τ’ ακούς; Δεν θέλω την λύπησή σου. Θέλω να καταλάβεις. Αυτές οι μαλακίες με τις διαφορές των χωρών μας δεν θα μας βοηθήσουν. Δεν είναι σύμμαχοί μας. Εσύ και εγώ, όμως, είμαστε. Ή, μάλλον, πρέπει να είμαστε σύμμαχοι. Αν δεν τα πάμε καλά εμείς οι δύο, ως επικεφαλείς της αποστολής, είμαστε χαμένοι. Όλοι. Και οι εξήντα δύο».
«Εξήντα δύο;»
«Φυσικά. Συμπεριλαμβάνω και τα άλογα και τα σκυλιά. Είναι κι αυτά στρατιώτες».
«Μάλιστα».
«Τι “μάλιστα”, λοχαγέ;»
Ο Σούκε τον κοίταξε, αλλά με διαφορετικό ύφος αυτή τη φορά. Υπήρχε εμπιστοσύνη στο βλέμμα του. «Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη».
«Ωραία. Ωραία. Είμαστε εντάξει, λοιπόν;»
«Ναι. Απλά…» Ο Σούκε έριξε ξανά τη ματιά του προς το έδαφος.
«Τι; Πες το».
Ο Σούκε θυμήθηκε όσα είχε συζητήσει με τον Τζούρτζου και τον Ορμπάν την προηγούμενη βραδιά. Από τη στιγμή που ξύπνησε σήμερα, αυτά είχε στο μυαλό του. Όλους εκείνους τους υπαινιγμούς ότι ο Φάμπιαν Άσπελ μπορεί να ήταν προδότης και να ήξερε επακριβώς τι συνέβαινε στο Μπραν και να φρόντιζε επί τούτου να σκατώνει τις έρευνες και τις αποφάσεις που έπαιρναν οι Αρχές της Αυτοκρατορίας. Δεν είχε πει το παραμικρό στον Φάρκας ή σε οποιονδήποτε άλλο, όμως εκείνος τα είχε κατά νου, γιατί ήθελε το καλύτερο για την μονάδα του και τη χώρα του. Δεν ήθελε να πάνε στο Μπραν και να μη γυρίσουν ζωντανοί. Επίσης, δεν ήθελε βοηθήσει έναν προδότη και να τον αφήνει να διατάζει τον ίδιο και τους άντρες του, ενώ παράλληλα μηχανορραφούσε πίσω από την πλάτη όλων.
Όμως, ο Άσπελ δεν έδειχνε ότι είναι τέτοιος άνθρωπος. Δε φαινόταν να κοροϊδεύει. Θα μπορούσε να είναι τόσο δεινός υποκριτής; Σύμφωνα με τους δύο τύπους που είχε συναντήσει χθες, ναι, θα μπορούσε. Γιατί ο Άσπελ ήταν κατάσκοπος, στην υπηρεσία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Και ο Ορμπάν, τον οποίο ήξερε αρκετά καλά ο Σούκε, κατ’ ουσίαν συμφωνούσε με τον Τζούρτζου, ότι ο Άσπελ ήταν πολύ πιθανό να είναι διεφθαρμένος.
Αλλά… ήταν; Ήταν διπλός κατάσκοπος; Είχε επιλέξει να στραφεί εναντίον της Αυτοκρατορίας;
«Λοχαγέ».
Ο Σούκε στράφηκε προς τον Φάμπιαν.
«Μη σταματάς τώρα. Μίλα».
«Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη». Ο Σούκε το σκέφτηκε. Και είπε «Απλά ελπίζω να τα καταφέρουμε. Δεν μου αρέσει ό,τι γίνεται εκεί πέρα, στο Μπραν. Θέλω να τελειώσει, με δική μας επιτυχία».
«Κι εγώ αυτό θέλω, λοχαγέ. Δεν μπορώ να έχω άλλους θανάτους στην συνείδησή μου. Ούτε να μην ξέρω τι απέγιναν μερικοί χωρικοί, που δε φταίνε σε τίποτα, για να αξίζουν τέτοια μοίρα». Ο Φάμπιαν άπλωσε τα χέρια και έπιασε τον Σούκε από τους ώμους. «Μην αμφιβάλλεις για τις προθέσεις μου, λοχαγέ. Ναι, είχες δίκιο ότι τα σκάτωσα. Αλλά προτίθεμαι να διορθώσω τα λάθη μου. Είμαι εδώ για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Και χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Τη δική σου, των λοιπών αντρών που θα μας συνοδεύσουν και των σκυλιών και των αλόγων που θα συνδράμουν. Χωρίς εσάς, δεν θα καταφέρω τίποτα. Καταλαβαίνεις;»
«Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη».
«Καλώς. Πάμε;»
Ο Σούκε ένευσε. Γύρισε και προπορεύτηκε. Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του πως, στο παραμικρό παραστράτημα του Άσπελ, ο ίδιος θα τον έβγαζε εκτός. Η υπόσχεση που είχε δώσει στον Ορμπάν και τον Τζούρτζου ίσχυε. Αν ο Αυστριακός αποδείκνυε ότι είναι προδότης, με οποιονδήποτε τρόπο, θα πέθαινε.
Έφτασαν στην πέρα άκρη του στρατοπέδου, κοντά στους στρατώνες. Εκεί είκοσι οκτώ άντρες, τριάντα άλογα και δύο σκυλιά τούς περίμεναν. Οι είκοσι έξι φαντάροι ήταν παρατεταγμένοι, με τον καθένα να κρατά τα χαλινάρια του αλόγου του, ενώ στη μπροστινή σειρά, οι δύο δεκανείς κρατούσαν στο άλλο χέρι το λουρί του κάθε σκυλιού. Μπροστά από τη διμοιρία, ο υπολοχαγός και ο λοχίας, εκτός από το δικό τους άλογο, κρατούσαν και τα χαλινάρια των αλόγων του λοχαγού τους και του ταγματάρχη.
«ΔΙΜΟΙΡΙΑ, ΠΡΟΣΟΧΗ!» διέταξε ο λοχίας και οι άντρες υπάκουσαν.
«Καλημέρα, κύριοι» είπε ο Σούκε, όταν έφτασαν κοντά.
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ!» απάντησε το απόσπασμα.
«Ο κύριος διοικητής δεν ήρθε, γιατί έχει επείγουσες υποχρεώσεις. Ανέθεσε σε εμένα να τον αντικαταστήσω. Σας συστήνω τον ταγματάρχη Φάμπιαν Άσπελ, ο οποίος θα είναι ο αρχηγός της αποστολής, όπως σας είπαμε και χθες».
«Καλημέρα» είπε ο Φάμπιαν. Τους κοίταξε έναν προς έναν. Όλοι είχαν σοβαρή έκφραση, στολή τακτοποιημένη και αποφασιστικό βλέμμα. Ήταν νέοι, οι πιο πολλοί σίγουρα κάτω από τα τριάντα. Στέκονταν σαν αγάλματα, αλλά ο Φάμπιαν ήταν σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα άρπαζαν τα όπλα τους και θα αντιμετώπιζαν κάθε απειλή.
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ! ΔΙΑΤΑΞΤΕ» του απάντησαν.
«Ημιανάπαυση».
Οι στρατιώτες υπάκουσαν.
«Για αρχή» ξεκίνησε ο Φάμπιαν «θέλω να σας πω ότι χαίρομαι που θα είστε μαζί μου. Η αποστολή μας είναι δύσκολη, κύριοι. Δυστυχώς, έχουν πεθάνει άνθρωποι εκεί, στο Μπραν. Μερικοί ήταν Ούγγροι πολιτοφύλακες».
Οι στρατιώτες δεν αποκρίθηκαν.
«Όμως, εμείς έχουμε καλύτερη προετοιμασία απ’ ό,τι είχαν οι πολιτοφύλακες. Δεν το λέω αυτό ως κομπλιμέντο ή οτιδήποτε τέτοιο. Δεν λέω ότι είμαστε καλύτεροι από εκείνους. Λέω ότι εμείς είμαστε περισσότεροι και ξέρουμε κάτι παραπάνω από εκείνους. Τα οποία εύχομαι να τα κατείχαν και οι πολιτοφύλακες, για να γλίτωναν τον θάνατο. Αυτό που θέλω να πω, κύριοι, είναι πως δεν πρέπει να αγνοούμε ότι υπάρχει ένας εχθρός εκεί πέρα. Κάποια στρατιωτική μονάδα, ίσως. Μικρή ή μεγάλη, δεν είναι γνωστό αυτό. Αλλά υπάρχει. Και πρέπει να βρούμε αυτόν τον εχθρό και να τον διώξουμε, να τον συλλάβουμε ή να τον εξοντώσουμε μια για πάντα. Μπορούμε, κύριοι. Όλοι εδώ έχουμε εκπαιδευτεί για τέτοιες καταστάσεις». Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Ήθελε να δει τι αντίκρισμα είχαν τα λόγια του –όλοι τον κοιτούσαν. Αλλά, κυρίως, για να προετοιμάσει τα επόμενα. «Κύριοι. ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΕΧΤΟΥΜΕ ΚΑΜΙΑ ΕΧΘΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΕ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΔΑΦΟΣ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ;»
Οι στρατιώτες πέρασαν σε προσοχή και απάντησαν «ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!»
«ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΑΙΤΙΟΥΣ».
«ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!»
«ΤΟ ΜΠΡΑΝ ΘΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ».
«ΤΟ ΜΠΡΑΝ ΘΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!»
«ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥΜΕ».
«ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥΜΕ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!»
«ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΡΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ! ΓΙΑ ΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΙΝΤ ΣΤΕΦΑΝ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΡΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ! ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΕΜΑΣ! ΕΠΑΝΑΛΑΒΕΤΕ ΤΟ!»
«ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΡΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ! ΓΙΑ ΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΙΝΤ ΣΤΕΦΑΝ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΡΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ! ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΕΜΑΣ!»
«Τέλεια» σχολίασε ο Φάμπιαν. Αναρωτήθηκε στιγμιαία τι θα έλεγε ο αμαξάς αν ήταν παρών. Μάλλον τίποτα. Ή ίσως να κουνούσε απογοητευμένος το κεφάλι του. Ή μπορεί να έκρινε πως δεν ήταν όλες οι φωνασκίες αδικαιολόγητες και υπερβολικές, αναλογιζόμενος πως σε κάποιες περιπτώσεις ήταν απαραίτητο να φέρεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όχι γιατί ήθελες να βασανίζεις άλλους, αλλά γιατί έπρεπε να τους προετοιμάσεις για μια επικίνδυνη αποστολή. Ίσως, μάλιστα, ο Κρίστοφερ Ντέακ να άλλαζε γνώμη για κάποιες από τις συνήθειες του στρατού. Ίσως.
Ο Φάμπιαν είπε «Όμως, κύριοι, θέλω να ξέρετε κάτι ακόμα. Κάτι πολύ, πολύ σημαντικό. Δεν θα συμπεριφερθούμε σε κανέναν πολίτη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, άντρα ή γυναίκα, ηλικιωμένο ή παιδί, με εχθρικό τρόπο. Θα συναντήσουμε και θα μιλήσουμε με κάποιους. Θα τους φερθούμε πολιτισμένα. Μέχρι να μάθουμε ποιος έχει αναμειχθεί και πώς, θα θεωρούμε ότι κανένας εξ αυτών δεν έχει βοηθήσει τους εχθρούς μας. Για εμάς, είναι αθώοι. Αν, όμως, διαπιστώσουμε κάτι άλλο, τότε θα συμπεριφερθούμε αναλόγως. ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ;»
«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!»
«ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ;»
«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!»
«Χαίρομαι». Γύρισε προς τον Σούκε. «Λοχαγέ, είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση».
Καθώς έδινε τις διαταγές ο Σούκε, ο Φάμπιαν κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν οκτώ.
*
Σάλτζμπουργκ, Αυστρία
Ο Μαξ Κάρτερ καθόταν στο εσωτερικό ενός βαγονιού της τρίτης κατά σειρά αμαξοστοιχίας που χρησιμοποιούσε και η οποία πήγαινε από το Μόναχο ως το Γκραζ, όπου θα έβρισκε άλλο τρένο, για την Ουγγαρία. Ήταν ένας πολύ ψηλός, αλλά λεπτός τύπος. Τα μαλλιά του ήταν κοντά και ξανθά, ενώ τα μάτια του καστανά. Το πρόσωπό του είχε γένια μιας ημέρας.
Έτριψε το δερμάτινο πανωφόρι του, το οποίο από το βράδυ είχε στεγνώσει από τη βροχή που το μούλιασε τις λίγες ώρες που ήταν στη Γερμανία. Το είχε ρίξει στα πόδια του και φύσηξε τον καπνό από το τσιγάρο του. Δεν έκανε κρύο στο βαγόνι, το αντίθετο, αλλά πλέον δεν είχε και πού αλλού να ακουμπήσει έστω και αυτό το φθαρμένο ρούχο του, γιατί όλες οι θέσεις ήταν καταλειφθεί από ταξιδιώτες. Αν δεν είχε χρειαστεί να αγοράσει ένα ακόμα πουκάμισο στο Κουξχάφεν, γιατί το δικό του είχε γίνει μούσκεμα, δεν θα κουβαλούσε άλλα πράγματα. Κατ’ ουσίαν, ήταν ο μοναδικός επιβάτης που δεν είχε (πολλές) αποσκευές. Φορούσε ήδη τη στολή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ («Μοναχικοί πιστολέρο στην υπηρεσία των πολιτών»), ήτοι καφέ πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, πράσινο μαντήλι, τζιν παντελόνι και μπότες, γιατί η γκαρνταρόμπα του δεν περιελάμβανε άλλα ρούχα, πέραν αυτών που τους είχαν δώσει στην Ακαδημία –μιας και ο Κάρτερ, όταν το έσκασε από το σπίτι του για να υπηρετήσει δεν πήρε μαζί του κανένα ρούχο, εκτός από αυτά που φορούσε, ενώ αργότερα δεν ασχολήθηκε να αγοράσει, αφού του έφταναν αυτά που τους είχαν δώσει όταν ήταν νεοσύλλεκτοι. Είχε μαζί του τον καπνό και το παγούρι του. Το πλατύγυρο καπέλο του, που τον προστάτευε από τον αδυσώπητο ήλιο και από τη βροχή, το είχε πάνω στο πανωφόρι του. Τα δολάρια που κουβαλούσε είχαν μειωθεί πολύ και πια τα ξόδευε πολύ επιλεκτικά –η υπηρεσία, αν και κραταιά στην Αμερική όσον αφορά τον προϋπολογισμό της, δεν παρείχε μεγάλα ποσά στους εργαζόμενους της, για «ιδεολογικούς λόγους». Οι θήκες με τα πιστόλια του καλύπτονταν επαρκώς, για να μην τρομάξουν τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Τα είχε μαζί του για ασφάλεια, καθότι πήγαινε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Θα περνούσε από άγνωστα του μέρη. Δεν είχε σκοπό να τα χρησιμοποιήσει, παρά μόνο αν δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ωστόσο, φανταζόταν ότι οι άλλοι, αν τα έβλεπαν, θα ανησυχούσαν. Δεν τον ήξεραν και ούτε εκείνος τους γνώριζε, αλλά υπέθετε πως, ό,τι ίσχυε για τα όπλα στην Αμερική, θα ίσχυε και εδώ. Οι άνθρωποι που δεν ήταν εξοικειωμένοι με αυτά θα τα φοβούνταν. Μάλλον. Ο Κάρτερ, πάντως, είχε αποφασίσει να μην τους δώσει δικαίωμα να τον στραβοκοιτάνε περισσότερο απ’ ό,τι το έκαναν ήδη, κυρίως λόγω της αμφίεσής του, που ήταν πολύ παράταιρη με τις δικές τους προτιμήσεις. Αυτός, όμως, δεν είχε πάρει άλλη φορεσιά κοντά του. Γιατί δε χρειαζόταν κάτι άλλο. Έτσι σκεφτόταν, αν και πίστευε ότι ο λόγος ήταν άλλος. Πολύ απλά, δεν είχε συνηθίσει να είναι εκτός υπηρεσίας. Να μην είναι έτοιμος για επικίνδυνα προβλήματα. Η καθημερινή του ζωή ήταν το καθήκον του και εδώ και καιρό είχε βγει εκτός ρουτίνας, κι αυτό ήταν κάτι που, εξ αρχής, δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί.
Κοίταξε τους διπλανούς του, δύο πολύ κοντύτερούς του άντρες με κοστούμι, που συνομιλούσαν σε μια διάλεχτο την οποία ο Κάρτερ δεν καταλάβαινε, αλλά που του θύμιζε αυτή που είχε ακούσει στη Γερμανία. Εκείνοι μια χαρά τα έλεγαν, και χαμογελούσαν και διαφωνούσαν και ώρες-ώρες έμοιαζαν απηυδισμένοι με ό,τι έλεγαν. Έπιναν και το ποτό τους, κάποιο μείγμα κόκκινου κρασιού με κάτι που ο Κάρτερ δεν ήξερε τι είναι, και γι’ αυτό το είχε απορρίψει με το που το δοκίμασε και πλέον μπροστά στο τραπέζι δεν είχε ένα ψηλόλιγνο γυάλινο ποτήρι, αλλά ένα φλιτζάνι με μαύρο καφέ. Προηγουμένως, με το φαγητό, που αποτελούνταν από μπέικον, ομελέτα και πατάτες, είχε προτιμήσει να πιει μπίρα και χάρηκε που είχαν σε τούτο το τρένο. Κι αυτό το γεγονός ήταν που του έδινε ελπίδα ότι θα άντεχε το ταξίδι. Ευτυχώς, ο καφές και η μπίρα ευδοκιμούσαν και στην Ευρώπη. Το ίδιο και τα αυγά και το χοιρινό. Το τσιγάρο. Πάλι καλά, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα ένιωθε πολύ πιο αποξενωμένος, σχεδόν «φυλακισμένος». Ήθελε να υπάρχει κάτι που να το ξέρει και να του θυμίζει την πατρίδα.
Οι κύριοι συνέχιζαν να λένε τα δικά τους, ενώ πλέον ο Κάρτερ άκουγε κουβέντες και από άλλους συνεπιβάτες του, πιο μπροστά ή πιο πίσω από εκεί που καθόταν αυτός. Κάποια παιδιά, που προφανώς είχαν αποφασίσει ότι δεν θα κοιμούνταν, φώναζαν αναμεταξύ τους, με τους γονείς τους να προσπαθούν να τους επιβληθούν, κάνοντας χειρονομίες και δίνοντας κοφτές διαταγές. Μια παρέα γυναικών, που είχαν προτιμήσει φαρδιά ανοιχτόχρωμα φορέματα και μεγάλα καπέλα, τα οποία δεν είχαν βγάλει καθόλου. Πέντε γηραιές κυρίες, που, μαζί με τις αποσκευές τους (μπόγους ολόκληρους, σαν σακιά για τροφή κοπαδιού προβάτων), είχαν πιάσει τα κιτρινωπά καθίσματα και στις δύο μεριές ενός τραπεζιού στην απέναντι πλευρά απ’ όπου καθόταν ο Κάρτερ, ασχολιόντουσαν με πλεχτά υφάσματα και έλεγαν τα δικά τους. Οι σερβιτόροι, με τα κομψά ασπρόμαυρα ρούχα τους, το κοντοκουρεμένο και περιποιημένο μαλλί, αλλά και το πλατύ χαμόγελο πηγαινοέρχονταν με φούρια, λες και δεν ήταν απίκο όλη τη νύχτα. Τώρα η ώρα ήταν οκτώ το πρωί, σύμφωνα με το ρολόι χειρός που φορούσε ένας από τους κυρίους δίπλα από τον Κάρτερ. Ευτυχώς, οι τρεις μουσικοί με τα λερωμένα ρούχα και την φάλτσα φωνή, που έπαιζαν από την προηγούμενη μέρα (με λίγα διαλείμματα, για ξεκούραση), είχαν αφεθεί εδώ και τρεις ώρες σε βαθύ και μεθυσμένο ύπνο.
Ο Κάρτερ αναστέναξε. Είχε προσπαθήσει να κοιμηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού με το συγκεκριμένο τρένο, αλλά, από τη μια οι φωνές των άλλων επιβατών, πολλές από τις οποίες δεν καταλάβαινε καν και που δεν έλεγαν να ησυχάσουν ακόμα και τα ξημερώματα, και από την άλλη η αγωνία που πλησίαζε ολοένα και περισσότερο στον προορισμό του, δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι, καθόλου ή έστω για αρκετή ώρα, ώστε να είναι ξεκούραστος όταν θα έφτανε. Υπήρχαν, φυσικά, και η σειρήνα του τρένου, που σφύριζε πότε-πότε, όπως και ο φωτισμός στο βαγόνι, τον οποίο δεν είχαν χαμηλώσει επαρκώς τη νύχτα, αλλά αυτά δεν τον ενοχλούσαν σχεδόν καθόλου. Ούτε οι συνομιλίες θα τον αποσπούσαν, αν δεν ένιωθε άβολα που βρισκόταν τόσο μακριά από τις ΗΠΑ. Ήταν κυριολεκτικά σε μια άλλη ήπειρο. Και, παρότι ο ίδιος είχε αντιμετωπίσει πολλές φορές εχθρούς, ανθρώπινους, ζωώδεις ή χειρότερους, το είχε κάνει σε οικείο του έδαφος, όπου ήξερε πώς να κινηθεί. Η Αμερική, απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν η χώρα του. Εκεί είχε μεγαλώσει, εκεί είχε εκπαιδευτεί στην τέχνη του πολέμου και τους κατοίκους που ζούσαν σε εκείνα τα εδάφη είχε ορκιστεί να υπερασπίζεται. Δεν τους ήξερε, αλλά τους είχε μάθει. Και συνέχιζε να τους μαθαίνει. Μπορεί, αν υπήρχε τρόπος να ζήσει εκατοντάδες χρόνια, να τους μάθαινε όλους. Γιατί ο Κάρτερ κυκλοφορούσε σε όλη τη χώρα. Ουσιαστικά, ανήκε σε όλη τη χώρα. Αυτή ήταν η αποστολή του στην ζωή του. Η ασφάλεια των κατοίκων των ΗΠΑ.
Ενώ εδώ… Ήταν αβέβαιος για πολλά πράγματα. Πού να πάει, πώς να συνεννοηθεί με τους άλλους. Τι να φάει. Βέβαια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχε καταφέρει να βρει λύσεις για όλες τις μέχρι τώρα δυσκολίες του μακροσκελούς ταξιδιού του, όμως οι αμφιβολίες τον τυραννούσαν. Ίσως να έφταιγε και που του έλειπε η δράση. Η αναζήτηση και ο αφανισμός κινδύνων για τους αθώους. Το να πηγαίνει από το ένα μέρος της χώρας στο άλλο και στο ενδιάμεσο να σταματάει, για να παρέμβει σε μια έκρυθμη κατάσταση, που είχε βάλει σε μπελάδες κάποια οικογένεια ή ένα καραβάνι. Το να σταματάει ληστείες ή βιασμούς ή δολοφονίες ήταν η ειδικότητά του. Ή, αν έφτανε αργά για αυτά -γεγονός που συνέβαινε πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι θα ήθελε-, τότε αναλάμβανε να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι.
Ο Κάρτερ έσβησε το αποτσίγαρο και ήπιε μια γουλιά καφέ. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μέσα στο γκρίζο και μισοφώτεινο τοπίο, διέκρινε δέντρα και σπίτια και άμαξες και ανθρώπους που περπατούσαν και σκυλιά ή γάτες που ακολουθούσαν τα αφεντικά τους ή έπαιζαν μεταξύ τους ή με παιδιά. Θυμήθηκε που τα ίδια έβλεπε και στα λίγα ανάλογα ταξίδια με τρένο που είχε κάνει στην Αμερική και σκέφτηκε ότι τώρα ήταν καλά. Μέχρι πριν δύο μέρες, όμως, είχε βρεθεί σε μια άλλη κατάσταση, τελείως άγνωστή του. Τότε ήταν σε ένα πλοίο, στο υπερωκεάνιο Νέα Ελπίδα, που οι τοίχοι στο εσωτερικό του είχαν καφέ απόχρωση και οι πολυέλαιοι που κρέμονταν στο ταβάνι περιελάμβαναν αμέτρητες λάμπες, και, φυσικά, κάπνιζε, προσπαθώντας να σκεφτεί το μέλλον. Αλλά και το παρόν, μιας που τότε, για πάνω από ένα μήνα, ζούσε σε ένα τεράστιο κάρο, το οποίο δε διέσχιζε μεγαλουπόλεις ή ερήμους ή βουνοπλαγιές που τόσο καλά ήξερε ο Κάρτερ, αλλά ένα διάφανο, γαλάζιο μονοπάτι, που έμοιαζε ατέλειωτο. Εκείνος δεν είχε μπει ποτέ ξανά σε πλοίο και ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, από την αρχή (με όλη εκείνη την ανακατωσούρα που ένιωθε στο στομάχι του σε κάθε βήμα του πλοίου) ως το τέλος (που είχε σηματοδοτήσει μια νέα αρχή). Είχε δει πλοία, φυσικά, αλλά μόνο από μακριά, και ήταν πολύ πιο μικρά από τούτο το θηρίο. Ήταν ποταμόπλοια που διέσχιζαν ποταμούς όπως ο Μισισιπής, κατασκευασμένα για σύντομες διαδρομές, όπου η στεριά δε χανόταν, αλλά την είχες συνέχεια δίπλα σου, ξέροντας ότι, αν συνέβαινε κάτι στο καράβι, θα μπορούσες να σωθείς σχετικά εύκολα. Ο Κάρτερ δεν είχε επιβιβαστεί σε κανένα, γιατί δεν είχε χρειαστεί. Η δουλειά του εντοπιζόταν κυρίως στη στεριά. Για την θάλασσα και τα ποτάμια, υπήρχαν άλλες παρεμφερείς υπηρεσίες. Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα κάτι. Θα μπορούσε να πληρώσει ένα εισιτήριο και να πάει μια βόλτα ή να γλιτώσει το άλογό του και τον ίδιο από τον κόπο μιας δύσκολης διαδρομής σε απόκρημνες περιοχές, επιλέγοντας μια διαφορετική διαδρομή με κάποιο πλοίο. Αλλά απλά εκείνος δεν είχε επιδιώξει να ανέβει σε πλοίο. Και, όπως το έβλεπε τις μέρες και τις νύχτες εκείνες που δεν είχε παρουσιαστεί κανένας λόγος για να ταξιδέψει μέσω θαλάσσης, μπορεί και να μη διάλεγε ποτέ αυτή τη λύση.
Όμως, να που είχε πέσει έξω στις προβλέψεις του. Και όχι μόνο είχε επιβιβαστεί σε καράβι, αλλά είχε επιλέξει ένα που ξεκίνησε από την Νέα Υόρκη για το λιμάνι του Κουξχάφεν, στη Γερμανία, από την οποία, κάποια στιγμή, θα έφτανε στην Ουγγαρία και στην πρωτεύουσά της, τη Βουδαπέστη. Για να γνωρίσει επιτέλους τον μοναδικό άνθρωπο που διατεινόταν ότι είναι συγγενής του.
Τότε, εκείνο τον μήνα που ένιωθε το στομάχι του να διαμαρτύρεται από τα ταρακουνήματα της θάλασσας, ατένιζε τον ορίζοντα, ακούγοντας τον αέρα που μαστίγωνε το πλοίου, ο οποίος ανακατευόταν με τις καρβουνιασμένες ανάσες των φουγάρων. Θυμόταν πως στο υποφωτισμένο εξωτερικό μέρος του καταστρώματος, περιφέρονταν άνθρωποι που επίσης δεν είχαν ύπνο, με τα τακούνια των παπουτσιών τους να ακούγονται σαν να χόρευαν κάποιο βαρετό τραγούδι, ενώ παιδιά και γυναίκες (κυρίως) είχαν βρει άδειες θέσεις και κοιμούνταν. Και τότε κάποιοι μουσικοί έπαιζαν τα τραγούδια τους, αν και εκείνοι, σε αντίθεση με αυτούς στο τρένο, είχαν καλή φωνή. Και πάλι ο Κάρτερ δεν καταλάβαινε τους στίχους που έλεγαν, όμως ευχαριστιόταν να τους ακούει και λυπόταν που δεν είχε αρκετά δολάρια για να τους δώσει, όπως έκανε με τους πιανίστες που προσέφεραν διασκέδαση στους θαμώνες των σαλούν του Κάνσας και του Γουαϊόμινγκ. Κάτι φορές, ενώ στεκόταν στα άσπρα κάγκελα και κοιτούσε την θάλασσα, είχε δει κάτι μυτερά αντικείμενα να ξεπροβάλλουν και να χάνονται στα βάθη του ωκεανού, και μετά να επανεμφανίζονται. Δεν άργησε να καταλάβει ότι επρόκειτο για ζωντανά πλάσματα, μερικά από τα οποία, όπως του είπαν κάποιοι επιβάτες όταν ρώτησε, ήταν δελφίνια ή καρχαρίες και πως αυτά τα μυτερά πράγματα που ξεπρόβαλλαν ήταν τα πτερύγια τους. Ένας νεαρός, μάλιστα, τόνισε οι καρχαρίες ήταν επικίνδυνοι, ενώ τα δελφίνια παιχνιδιάρικα. Ο Κάρτερ τα διαπίστωσε αμφότερα, αφού, μετά από μέρες, σε ένα σημείο της θάλασσας, που είχε κοκκινίσει από ένα μεγάλο νεκρό πλάσμα, είδε δυο καρχαρίες με περίεργα κεφάλια σαν σφυριά να βγάζουν το κεφάλι τους και να κομματιάζουν ένα τμήμα του όντος, ενώ άλλη μέρα είδε δελφίνια να κάνουν άλματα έξω από το νερό και να βγάζουν κάτι αστείους ήχους, προκαλώντας γέλια σε πολλά παιδιά, μα και στον ίδιο.
Ο Κάρτερ, όσο έμεινε στο πλοίο -μια ζωή, του είχε φανεί-, κοιμόταν σε κάποια καρέκλα στο μπαρ ή έστρωνε το πανωφόρι του για μαξιλάρι και ξάπλωνε στο δάπεδο, μαζί με άλλους ανθρώπους που, από οικονομικής απόψεως, ήταν σε παρόμοια μοίρα με τον ίδιο. Όταν ξυπνούσε, ήταν πιασμένος σε όλο του το σώμα, όμως με λίγο περπάτημα, κατάφερνε να ξεπεράσει τους πόνους. Αυτό που δυσκολευόταν να δεχτεί ήταν τα κοιτάγματα από τους πιο εύπορους επιβάτες, οι οποίοι ήταν φανερό ότι δεν ήθελαν συναπαντήματα με άτομα σαν αυτόν. Όχι ότι στην Αμερική δεν είχε τέτοια προβλήματα, αλλά εκεί δεν ένιωθε την ανασφάλεια του να βρίσκεται σε άγνωστο τόπο, ενώ, αν χρειαζόταν, θα είχε και την υποστήριξη της υπηρεσίας του ή άλλων υπηρεσιών σαν τη δική του. Όμως, από τη στιγμή που είχαν αφήσει πίσω τους την Νέα Υόρκη και έπλεαν προς την Ευρώπη, η πλάστιγγα είχε γείρει. Σχεδόν όσο έγερνε και το πλοίο τις λίγες φορές που είχαν πέσει σε θαλασσοταραχή. Μπορεί να μην καταλάβαινε όσα έλεγαν μερικοί πλούσιοι, αλλά δε χρειαζόταν. Ήταν ηλίου φαεινότερο τι ήθελαν. Και όταν μια φορά κάποιοι εργαζόμενοι του πλοίου ζήτησαν με επιτακτικό τόνο σε εκείνον και άλλους να φύγουν προς τα κατώτερα καταστρώματα, ο Κάρτερ είχε την παρόρμηση να υπακούσει, όμως δεν το έκανε. Γιατί τότε είχε αισθανθεί την αδικία να εξαπλώνεται, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί και εκείνη η παλιά, γνώριμη διάθεση του για περιπέτεια, αναζωογονώντας τον. Αισθάνθηκε υπεύθυνος για άλλους ανθρώπους, που αδικούνταν, και μάλιστα ενώ εκείνος ήταν παρών. Και μπορούσε να παρέμβει. Ήταν και πάλι ο εαυτός του. Στάθηκε απέναντι σε εκείνους που απειλούσαν την αξιοπρέπεια άλλων, ένας πύργος που έπρεπε να σηκώσουν το κεφάλι για να τον αντικρίσουν όλο, και είπε όχι. Γιατί τι θα έκαναν, σκέφτηκε. Θα τον πετούσαν από το πλοίο; Θα τον χτυπούσαν; Μπορούσαν να το δοκιμάσουν, αν ήθελαν.
Ο βασικότερος λόγος, όμως, που είχε μπει στη μέση ήταν ένα κοριτσάκι που κρυβόταν ανάμεσα στους γονείς του, οι οποίοι, αν και είχαν πολλά παιδιά, ήταν εμφανές πως δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα για να τα μεγαλώσουν όπως θα έπρεπε. Η μικρή είχε κόκκινα ατημέλητα μαλλιά και φορούσε ένα ταλαιπωρημένο φουστάνι. Είχε θυμίσει στον άντρα μια νεαρή δεσποινίδα που πριν από καιρό είχε κληθεί να μεταφέρει από μια μεγάλη πόλη στη δική της, που ήταν πολύ μικρότερη. Λεγόταν Λία Ο’ Κόνορ. Είχαν περάσει πολλές μέρες και νύχτες ταξιδεύοντας με τα άλογα τους, ενώ στη διαδρομή είχαν συναπαντήσει και μερικούς κινδύνους. Ο Κάρτερ είχε προσπαθήσει να μείνει μακριά η μικρή από τις απειλές, αλλά δεν τα είχε καταφέρει εντελώς. Γιατί στην πόλη καταγωγής του κοριτσιού ήρθαν αντιμέτωποι με υπερφυσικά τέρατα που δεν είχαν καμία θέση στην Γη, αλλά που είχαν κληθεί από διεφθαρμένους ανθρώπους που δεν είχαν δεχτεί την ήττα των Νοτίων και επιζητούσαν να ξαναχωριστούν οι ΗΠΑ. Εκείνη τη βραδιά, παραλίγο να πεθάνει και η Λία και η μητέρα της, η Βικτώρια, και ο Κάρτερ. Ευτυχώς, όμως, δεν ήταν αυτή η κατάληξη. Αντίθετα, μητέρα και κόρη είχαν φύγει σώες και αβλαβείς, ενώ ο Κάρτερ παρέμεινε για λίγες μέρες, μέχρι να έρθει ο στρατός και να αποκατασταθεί η τάξη.
Ο Κάρτερ θα έλεγε ψέματα, αν δεν παραδεχόταν πως του έλειπε η Λία. Αυτή η ευθύνη του να την πάει στην Βικτώρια χωρίς να πάθει το παραμικρό, ενώ παράλληλα έπρεπε να της παρέχει τροφή, νερό και ζέστη όταν είχε κρύο, αν και τεράστια για κάποιον που δεν είχε παιδιά, τον είχε βάλει σε σκέψεις που δεν περίμενε πως θα είχε ποτέ του. Αφενός, τον έκανε να αναρωτηθεί αν θα γινόταν ποτέ γονιός ο ίδιος, αν ήταν εφικτό να γίνει, αφού η υπηρεσία του απαιτούσε από τους υπαλλήλους της να πηγαίνουν σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ, για να συνδράμουν στην ασφάλεια των πολιτών. Ουσιαστικά, οι μοναχικοί πιστολέρο δεν είχαν μόνιμη κατοικία. Ήταν σαν ναυτικοί που κάνουν υπερατλαντικά ταξίδια. Δύσκολο να μείνουν για πολύ σε μια περιοχή. Όμως, ο Κάρτερ ήξερε ότι αυτό το θέμα μπορούσε να επιλυθεί. Θα μπορούσε να γίνει αστυνομικός σε μια συγκεκριμένη πόλη. Θα έμενε εκεί. Συνέχεια. Σε ένα σπίτι ή σε διαμέρισμα. Θα πήγαινε στη δουλειά και μετά θα επέστρεφε στην γυναίκα και το παιδί του –ή τα παιδιά του. Και πάλι, θα έκανε το ίδιο καθήκον που είχε αναλάβει εξ αρχής, απλά σε ένα κομμάτι της χώρας και όχι σε όλη. Υπήρχε λύση για αυτό το θέμα.
Το άλλο που είχε σκεφτεί, ενόσω ταξίδευαν με την μικρή, ήταν πως η Λία δεν είχε πατέρα. Γιατί αυτός είχε πεθάνει. Και ήταν και αστυνομικός. Ο σερίφης της πόλης. Ο Τζον Ο’ Κόνορ. Άρα… από το μυαλό του άντρα δεν γινόταν να μην περάσει η πιθανότητα να… ναι, να γινόταν ο ίδιος πατέρας της μικρής. Ίσως… Κάπως. Όχι απαραίτητα με το να παντρευτεί την μητέρα της μικρής. Μπορεί απλά να αποφάσιζε να μείνει για πάντα σε εκείνη τη γωνιά του Τέξας και να συνέβαλε στην ανατροφή του κοριτσιού. Θα έμενε σε άλλο σπίτι, αλλά θα πήγαινε να τη βλέπει κάθε μέρα. Θα μπορούσε να πάρει αυτός τη θέση του σερίφη και να ξαναχτίσει το αστυνομικό τμήμα –μιας και οι διεφθαρμένοι κάτοικοι είχαν βοηθήσει ώστε να πεθάνουν οι αστυνομικοί. Ήταν εφικτό. Εκ των υστέρων, ήξερε πως κανένας δεν θα του έλεγε όχι. Τον είχαν συμπαθήσει εκεί πέρα. Γιατί τους είχε απαλλάξει από τα τέρατα.
Όμως, όταν είδε τον νεκρό σερίφη να επανέρχεται για λίγο στην ζωή και να μιλάει με τις γυναίκες της ζωής του, την γυναίκα και την κόρη του, ο Κάρτερ αποφάσισε ότι δεν θα αναμειγνυόταν στην ζωή τους. Όχι έτσι όπως είχε σκεφτεί πιο πριν. Ίσως να τις συναντούσε ενίοτε, ενώ θα διέσχιζε τη χώρα. Αλλά όχι μόνιμα. Δεν ήταν σωστό. Τουλάχιστον, όχι στο δικό του το μυαλό.
Οπότε, από τη στιγμή που ένα άλλο κορίτσι τού είχε θυμίσει την μικρή Λία Ο’ Κόνορ, ο Κάρτερ είχε ακόμα έναν λόγο, τον πιο ισχυρό, για να αναμειχθεί στο συμβάν και να πάρει το μέρος των ανθρώπων που αδικούνταν.
«Κύριε, σας παρακαλώ» είχε πει ένας από τους έξι υπαλλήλους που είχαν μαζευτεί κοντά στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, ένας νεαρός που έδειχνε να έχει συναίσθηση του πώς συνέφερε να μιλήσει σε έναν άλλο άνθρωπο, πολύ πιο δυνατό και αποφασιστικό από τον ίδιο. «Δεν θέλουμε προβλήματα».
«Αυτό πες το σε εκείνους». Ο Κάρτερ έδειξε τους δύο άντρες και τις τρεις γυναίκες με τα ακριβά ρούχα, που περίμεναν σε απόσταση να πραγματοποιηθεί το αίτημά τους. «Αυτοί προκαλούν προβλήματα, όχι εμείς». Και με το «εμείς» έδειξε τους λιγότερο εύπορους που στέκονταν πίσω του.
Ένας άλλος υπάλληλος, πιο σωματώδης και καμιά δεκαριά χρόνια πιο μεγάλος από τον ευγενικό νεαρό, που προφανώς είχε το γενικό πρόσταγμα όταν δεν ήταν παρόντες οι αξιωματικοί, είχε απλώσει το χέρι του προς τον Κάρτερ, πιάνοντάς του το αριστερό μπράτσο. «Κύριος, μπορείτε να πληρώσετε για να μείνετε εδώ, στα ανώτερα καταστρώματα;» Δεν περίμενε να απαντήσει ο Κάρτερ, αλλά συνέχισε «Κάτι μου λέει πως όχι. Δεν έχετε το απαραίτητο ποσό. Οπότε πρέπει να φύγετε».
Ο Κάρτερ είδε πως οι υπόλοιποι τέσσερις συνάδελφοι του τύπου χαμογέλασαν, ενώ ο πέμπτος, ο ευγενικός νεαρός, κατέβασε το κεφάλι. Ο Κάρτερ ξανακοίταξε τον υπάλληλο και είπε «Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά». Και, πριν προλάβει ο άλλος να πει κάτι, έπιασε το χέρι του και το έστριψε, απελευθερώνοντας τον εαυτό του από τη λαβή του υπαλλήλου και αναγκάζοντάς τον να βογκήξει. Μέτρησε νοερά μέχρι το δέκα, τραβώντας την προσοχή κι άλλων επιβατών που μαζεύονταν να δουν τι συνέβαινε, χωρίς όμως να δείχνουν ότι θα παρέμβουν, παρά τις φωνές του υπαλλήλου. Ο Κάρτερ περίμενε κάποια αντίδραση από τους ψευτοπαλικαράδες, αλλά δεν συνέβη τίποτα, μιας και εκείνοι τα είχαν χάσει. Διότι, όπως είχε μαντέψει, δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά. Φοβούνταν. Ο Κάρτερ διερωτήθηκε μήπως είχαν δει τα πιστόλια που είχε πάνω του, αλλά, ρίχνοντας μια ματιά στο κλειστό πανωφόρι του, αμφέβαλλε για αυτό. Πιο πιθανό ήταν να είχαν καταλάβει πως αυτός δεν αστειευόταν. Συν το ύψος του, που τις περισσότερες φορές αποθάρρυνε τους ενδεχόμενους αντιπάλους, οι οποίοι τύγχανε να είναι κοντύτεροι του πιστολέρο. Ο Κάρτερ είχε διαπιστώσει πως το ότι έπρεπε οι άλλοι να σηκώνουν το κεφάλι για να τον αντικρίσουν, τους προκαλούσε κάποιο πλήγμα στην θέλησή τους. Περίπου όπως θα συνέβαινε με χρυσοθήρες που ήθελαν να σκάψουν σε ένα σημείο θησαυρού και, κατά λάθος, ξυπνούσαν μια ενήλικη αρκούδα. Όπως και να το κάνεις, ό,τι όπλα και να κουβαλάς, το ξανασκέφτεσαι. Και, αν δεν θες περαιτέρω μπελάδες, αποτραβιέσαι στην γωνίτσα σου.
Μετά, κλότσησε τον υπάλληλο στον πισινό και τον έστειλε στην αγκαλιά των φίλων του, για να τον παρηγορήσουν.
«Κανείς δεν θα πάει πουθενά, αν δεν το θέλει» είπε. «Κι όποιος έχει πρόβλημα με αυτό, ας έρθει να το συζητήσει μαζί μου».
Μία από τις γυναίκες που ανήκε στην ομάδα των λίγων πλουσίων που ήθελαν να αποχωρήσουν ο Κάρτερ και οι άνθρωποι με τα λιγοστά υπάρχοντα κάτι σχολίασε, μιλώντας με στόμφο, αφού ύψωσε τη φωνή της σε κάτι που θύμιζε κρώξιμο. Ο Κάρτερ δεν κατάλαβε τα πάντα, μιας και η τύπισσα μιλούσε σε άλλη γλώσσα, αλλά αντιλήφθηκε ότι εκείνη ανέφερε τη λέξη capitano, η οποία έμοιαζε με το captain. Η κυρία ήθελε να επιληφθεί της κατάστασης ο καπετάνιος του πλοίου.
Οι συνδαιτυμόνες της δεν απάντησαν, ούτε οι υπάλληλοι του πλοίου.
«Αν θέλει, ας φέρει τον καπετάνιο» είπε ο Κάρτερ, αφού πήρε δυο βαθιές ρουφηξιές από το τσιγάρο του. «Θα χαρώ να τον γνωρίσω».
Τελικά, κανένας δεν είχε έρθει και κανένας δεν είχε φύγει από εκείνο το κατάστρωμα και το θαλασσινό ταξίδι συνεχίστηκε χωρίς άλλα προβλήματα -με εξαίρεση τα παιχνίδια που έκανε το πλοίο όταν ο καιρός θέριευε, φυσικά-, ενώ ο Κάρτερ είχε περάσει εκείνο το βράδυ μιλώντας με τους γονείς της μικρής.
Αργότερα εκείνη την νύχτα, λίγο πριν αποκοιμηθεί στο πάτωμα του καταστρώματος, καθώς έφτιαχνε τον μπόγο που του είχαν δώσει οι γονείς του κοριτσιού για να χρησιμοποιήσει ως μαξιλάρι, έπεσε από την τσέπη του πανωφοριού του το γράμμα του ανθρώπου που διατεινόταν ότι είναι ο αδερφός του. Το γράμμα στο οποίο ο Αυστριακός αυτός, ο Φάμπιαν Άσπελ, του έλεγε ότι δε χρειαζόταν να στείλει και ο Κάρτερ μια γραπτή απάντηση, αλλά, αν το επιθυμούσε, να ερχόταν κατευθείαν στη Βουδαπέστη, για να γνωριστούν. Ο Κάρτερ το σήκωσε στα χέρια του και ένιωσε ένα σκίρτημα μέσα του, ενθυμούμενος την ελπίδα που του αναπτέρωσαν οι γραμμές που είχε χαράξει ο Φάμπιαν σε αυτό το μικρό κομμάτι χαρτιού. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να βρει έναν ζώντα συγγενή του. Ο Κάρτερ είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με την οποία δεν είχε καμία σχέση, ούτε αίματος ούτε αγάπης. Τον είχε πετάξει η ντόπια εκκλησία εκείνης της περιοχής της Νέας Υόρκης στους Κάρτερ, οι οποίοι του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν δούλος τους. Παρίσταναν τους χριστιανούς, αλλά η πίστη τους ήταν τόση όση και η υλική περιουσία τους. Σχεδόν ανύπαρκτη. Και ό,τι είχαν ήταν σαθρό, έτοιμο να χαθεί. Αλλά προς τον μικρό Μαξ του έδιναν να καταλάβει πόσο πολύ δεν τον ήθελαν. Όλες τις βαριές δουλειές αυτός, μόνο τα αποφάγια για το γεύμα του. Φωνές εναντίον του. Η κόρη της οικογένειας τον είχε διατάξει πολλές φορές να κλέψει γλυκά, μιας και από οικονομικά δεν τα πήγαιναν καλά οι Κάρτερ. Ο Μαξ έβραζε μέσα του και κάποια στιγμή επαναστάτησε. Στην αρχή, έχασε από τον Τζέιμς Κάρτερ, ο οποίος τον ξυλοφόρτωσε, αλλά μετά από λίγα χρόνια πέτυχε αυτό που ήθελε. Τους ανταπέδωσε με τον δικό του τρόπο.
Όμως, το πρόβλημα παρέμενε. Δεν ήξερε από πού προερχόταν. Κανείς δεν του έλεγε. Ούτε καν ο ιερέας της ενορίας, που τον είχε δώσει στους Κάρτερ. Ήταν σαν να είχε εμφανιστεί στην πόρτα της εκκλησίας και από τότε να ξεκινούσε η ύπαρξή του. Κάτι που δεν ίσχυε, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Είχε γονείς. Αληθινούς γονείς, που νοιάζονταν γι’ αυτόν. Ίσως να είχε και αδέρφια. Κάπου στον κόσμο. Θα τους έβρισκε. Όσοι κι αν ήταν. Όπου κι αν ήταν.
Και παρότι περνούσαν τα χρόνια και ο σκοπός του αυτός έμοιαζε όλο και περισσότερο ένα άπιαστο όνειρο, αφού ο ελεύθερος χρόνος του μειώθηκε πάρα πολύ μετά την ένταξή του στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Λούκυ Λουκ, να που είχε εμφανιστεί μια αχτίδα φωτός στον ορίζοντα.
Καθώς ξαναδιάβαζε το μήνυμα, ο Κάρτερ έκανε μια ανησυχητική σύνδεση στο μυαλό του. Σκέφτηκε ότι το περιστατικό που είχε συμβεί μεταξύ του ιδίου, των ναυτών και των πλουσίων θα μπορούσε να του είχε στοιχίσει την αποστολή του. Αν ξέφευγαν τα πράγματα σε πιο ακραίες καταστάσεις, ποιος ξέρει πώς θα κατέληγαν; Μπορεί να έπεφταν πυροβολισμοί. Ή μπορεί να τον συλλάμβαναν. Δεν είχε δει αστυνομικούς στο πλοίο, αλλά αυτό δεν απέκλειε την πιθανότητα να υπήρχαν, αν όχι αστυνομικοί, τότε κάποιοι άλλοι φύλακες, που αρχικά θα τον μπαγλάρωναν σε κάποιο δωμάτιο ή κελί ή κάτι τέτοιο και μετέπειτα, με το που έπιανε λιμάνι το υπερωκεάνιο, θα τον παρέδιδαν στις τοπικές Αρχές της Γερμανίας. Κάτι που σήμαινε ότι ή που θα αργούσε ακόμα πιο πολύ να φτάσει στον προορισμό του ή που δεν θα έφτανε ποτέ.
Αυτή η σκέψη τον οδήγησε αναπόφευκτα και στην επόμενη. Η οποία ήταν θύμηση μιας σχετικά πρόσφατης συζήτησης που είχε με ανωτέρους του. Θα απέφευγε τους μπελάδες. Τουλάχιστον, μέχρι να φτάσει στη Βουδαπέστη και να συναντήσει τον Φάμπιαν. Ή και μέχρι να γυρίσει ξανά στις ΗΠΑ. Το είχε συλλογιστεί, βέβαια, αυτό και πριν ξεκινήσει το ταξίδι του. Επίσης, του το είχαν τονίσει και στα κεντρικά της υπηρεσίας του. Μην μπλέξεις. Μείνε μακριά από ό,τι δεν σε αφορά. Δεν θα είσαι στη χώρα σου. Δεν θα έχεις δικαιοδοσία. Άρα, δεν θα έχεις αιτιολογία για να παρέμβεις. Έτσι του είχαν πει. Υποσυνείδητα, του είχαν πει και κάτι ακόμα: Μην ατιμάσεις την υπηρεσία. Ο Κάρτερ, μην έχοντας σκεφτεί εντελώς τι σήμαινε το ταξίδι που θα έκανε, είχε συμφωνήσει και διαβεβαιώσει πως θα κρατούσε τις αποστάσεις του και δεν θα παρέκλινε από τον σκοπό του. Νέα Υόρκη, Γερμανία, Ουγγαρία. Και ξανά Νέα Υόρκη. Με λιγοστές ενδιάμεσες στάσεις, για να αλλάξει μεταφορικό μέσο, άντε και να κοιμηθεί σε κάποιο πανδοχείο. Δεν πας για τουρισμό. Έχουμε ήδη πολύ λιγότερα άτομα από όσα χρειαζόμαστε και δεν μπορούμε να δίνουμε άδειες για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο διοικητής της υπηρεσίας είχε δώσει την συγκατάθεσή του, καταλαβαίνοντας την ανάγκη του Κάρτερ για να γνωρίσει τον μοναδικό ζώντα συγγενή του. Ο Κάρτερ το ήξερε και δεν είχε κατά νου να απογοητεύσει ή να εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη του ανωτέρου του. Θα έπραττε τα ανάλογα. Ό,τι είχε υποσχεθεί. Τίποτα περισσότερο. Ίσως κάτι λιγότερο, αλλά σίγουρα όχι κάτι παραπάνω από τα δέοντα.
Άλλωστε, τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Δεν του πήγαινε καν ο νους τι θα συναντούσε και πού θα έμπλεκε.
Και, ακόμα και μετά το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού του, δεν περίμενε όσα θα καλούνταν να αντιμετωπίσει.
Τώρα, πάνω από δέκα μέρες μετά, ενώ η νύχτα είχε αλλάξει βάρδια με την ημέρα, ο Κάρτερ, που δεν θυμόταν ιδιαίτερα το περιστατικό στο πλοίο, χαμογέλασε, ενθυμούμενος ένα άλλο γεγονός, πιο πρόσφατο. Κάτι που είχε συμβεί πριν σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες. Θυμήθηκε πόσο πολύ είχε φτάσει κοντά στο να χάσει το αρχικό τρένο, από το Κουξχάφεν ως το Ανόβερο. Πλέον, του φαινόταν αστείο, αν και εκείνο το πρωινό είχε κοντέψει να πάει από καρδιά με το πόσο ζορίστηκε να βγάλει άκρη και εντέλει να βρει τη σωστή αμαξοστοιχία.
Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του για την Ευρώπη, είχε θεωρήσει πως θα έβρισκε το μπελά του με την αναζήτηση ενός καραβιού του οποίου να μπορούσε να πληρώσει το εισιτήριο. Αλλά, εντέλει, αυτό αποδείχτηκε πολύ πιο εύκολο, σε σύγκριση με την εύρεση του σωστού τρένου σε μια άλλη χώρα, αφού στην μεν Νέα Υόρκη έφταναν πολλά πλοία σε τακτά χρονικά διαστήματα και η υπηρεσία είχε φροντίσει να εξασφαλίσει μια θέση και για τον άντρα σε ένα από αυτά –και είχε προτιμήσει ένα από τα φθηνότερα, μιας και τα πιο πολυτελή υπερωκεάνια πήγαιναν σε λιμάνια της Αγγλίας. Όμως, στην Γερμανία ήταν μόνος του. Έπρεπε να βγάλει άκρη ο ίδιος. Και αυτό προσπάθησε. Με το που είχε κατεβεί από το καράβι, ακολουθώντας το απέραντο πλήθος προς την έξοδο, ένιωσε πρώτα τη βροχή και μετά το κρύο. Βρέθηκε σε ένα γκριζωπό περιβάλλον, γεμάτο με διάσπαρτα μικρά σπίτια με τριγωνική σκεπή, χωματόδρομους και πολύ κόσμο που αγνοούσε τον καιρό και περπατούσε στο λιμάνι, αγναντεύοντας τα πλοία. Ο Κάρτερ είχε φορέσει το πανωφόρι και το καπέλο του και έψαξε να βρει μια άμαξα, για να τον μεταφέρει ως το σιδηροδρομικό σταθμό. Καθώς προχωρούσε, άκουγε παιδιά που έπαιζαν να φωνάζουν και κάποια άλλα να κρατάνε όσο ψηλότερα μπορούσαν μια εφημερίδα, ενώ είχαν παραμάσχαλα μερικές ακόμα. Είδε τέσσερις αστυνομικούς με μπλε στολή και κράνος και τυφέκιο στον ώμο να περιπολούν. Αυτά που του τράβηξαν πιο πολύ την προσοχή, όμως, ήταν κάτι περίεργα οχήματα με μεγάλες ρόδες. Κάποια είχαν τρεις, άλλα δύο. Έμοιαζαν με αυτά που είχε δει στην Αμερική, τα ποδήλατα. Άλλα ήταν πιο χαμηλά από τα ποδήλατα και ο αναβάτης δε φαινόταν να κάνει πεντάλ, δίνοντας την αίσθηση ότι το όχημα πήγαινε μόνο του. Ο Κάρτερ τα παρατήρησε για ώρα, διερωτώμενος αν αυτά τα οχήματα είχαν κάποια σχέση με τα δημόσια λεωφορεία ή με κάποια μικρά ιδιωτικά αυτοκίνητα (όπως τα αποκαλούσαν) που υπήρχαν σε κάποιες Πολιτείες και λειτουργούσαν με ατμό. Ίσως δοκίμαζε κάποια στιγμή να επιβιβαστεί σε κάποιο από αυτά, αν και πάντα θα προτιμούσε τα άλογα σαν μεταφορικό μέσο.
Όμως, αν υπήρχε κάτι που δεν περίμενε να δει σε μια άλλη χώρα πέραν της Αμερικής, ήταν δύο μεγάλα ξύλινα πράγματα που έστεκαν κοντά στο σημείο που η θάλασσα συναντά τον ποταμό Έλβας. Βρίσκονταν γύρω στα εκατό μέτρα από το σημείο που είχε προσαράξει το υπερωκεάνιο. Τα αντικείμενα, πανομοιότυπα μεταξύ τους, πρέπει να έφταναν τα ογδόντα με εκατό πόδια ύψος και στηρίζονταν σε τέσσερα δοκάρια, τα οποία θύμιζαν στον Κάρτερ στρατιώτες του Μεσαίωνα που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν την πύλη κάποιου κάστρου που πολιορκούνταν. Πάνω στις δοκούς, είχαν τοποθετηθεί άλλα ξύλα σε δύο σειρές των δέκα περίπου, κάθετα η μία με την άλλη, σχηματίζοντας σταυρό. Το κεντρικό δοκάρι που στήριζε την κατασκευή συνεχιζόταν ως την κορυφή, σαν χέρι που υψώνεται θριαμβευτικά. Ο Κάρτερ δεν είχε ιδέα τι μπορεί να ήταν αυτά τα αντικείμενα και τι σκοπό να εξυπηρετούσε, οπότε ρώτησε έναν αξιωματικό του υπερωκεάνιου, που είχε κατέβει από το πλοίο. Αυτός είπε ότι ήταν το παλιό (στα αριστερά) και το νέο (στα δεξιά) Κούλγκεμπεϊκ, ναυτιλιακά βοηθήματα, σαν φάροι, στα οποία άναβαν φωτιά οι ντόπιοι, για να μπορούν να βρουν την ακτή τα καράβια. Ο αξιωματικός είπε ότι μέρες σαν κι αυτή, δηλαδή τις βροχερές μέρες, δεν άναβαν το Κούλγκεμπεϊκ, ούτε το παλιό ούτε το καινούριο, γεγονός που δυσκόλευε αφάνταστα τα διερχόμενα καράβια, οι καπετάνιοι των οποίων καλούνταν να διαχειριστούν επικίνδυνες καταστάσεις, αν λάβαινε κανείς υπ’ όψιν του και την ενδεχόμενη θαλασσοταραχή. Ο Κάρτερ είχε σχολιάσει μόνο ότι φαίνονταν γερές κατασκευές, αλλά είχε σκεφτεί ότι τα Κούλγκεμπεϊκ έμοιαζαν πολύ με τοτέμ που θα έφτιαχναν οι Ινδιάνοι, για να τιμήσουν τη φύση. Ίσως την θάλασσα. Ίσως για να βρουν άφθονα ψάρια και να μείνουν μακριά από την ακτή τους οι τρικυμίες. Θα μπορούσε να ήταν κάτι τέτοιο.
Από τους ανθρώπους γύρω του, κανένας δε φάνηκε να του δίνει ιδιαίτερη σημασία, αν και όφειλε να παραδεχτεί πως θα προτιμούσε να συμβεί το αντίθετο, μιας και χρειαζόταν βοήθεια. Δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Οι δρόμοι εμπρός του ήταν διπλής κατεύθυνσης, αφού υπήρχε κίνηση με αντίθετη ροή και από τη μια μεριά και από την άλλη. Αν και η περιοχή δεν πρέπει να ήταν πολύ πυκνοκατοικημένη, γιατί υπήρχαν πολλά κενά ανάμεσα στα σπίτια, ωστόσο ο Κάρτερ δεν έβλεπε κάποια ένδειξη για τον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό. Σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν μακριά. Ίσως έξω από την πόλη. Κάπου πίσω από τα σπίτια που έβλεπε. Ή ανάμεσα στα σπίτια που έβλεπε και σε αυτά που θα υπήρχαν βαθύτερα στην ενδοχώρα. Ίσως θα μπορούσε να καλύψει την απόσταση με τα πόδια. Πόσο να του έπαιρνε για να φτάσει ως το σταθμό; Μία ώρα; Δύο; Πολύ εύκολη υπόθεση για κάποιον που είχε συνηθίσει να περιδιαβαίνει όλες τις Πολιτείες της Αμερικής, χωρίς άλογο πολλές φορές και για μεγάλες αποστάσεις.
Μόνο που είχε δύο βασικά προβλήματα εκείνη την ημέρα. Έβρεχε και δεν ήξερε την ακριβή τοποθεσία του σταθμού των τρένων. Δηλαδή, θα μούλιαζαν τα ρούχα και το δέρμα του, ενώ παράλληλα θα περπατούσε στα τυφλά. Οπότε οι μια δυο ώρες μάλλον αυξάνονταν. Μπορεί να του έπαιρνε και μισή μέρα για να βρει τον σταθμό. Ή, αν τα κατάφερνε να κρυολογήσει κιόλας, μπορεί και να ξέμενε σε κάνα γερμανικό νοσοκομείο -αν ήταν τυχερός.
Δεν του άρεσαν αυτές οι πιθανές εκβάσεις του ταξιδιού του.
Ούτε, όμως, του άρεσε που έμενε ακίνητος και μουσκευόταν.
Έτσι, ο Κάρτερ άναψε τσιγάρο και στράφηκε προς το υπερωκεάνιο. Γύρεψε τον αξιωματικό που του είχε πει για τα Κούλγκεμπεϊκ. Δεν τον βρήκε, ενώ διαπίστωσε πως και οι υπόλοιποι από το προσωπικό είχαν εξαφανιστεί. Λογικά, είχαν επιστρέψει ο καθένας στο πόστο του. Μέσα στην ασφάλεια του πλοίου. Έξω, είχαν μείνει οι περαστικοί. Οι ντόπιοι. Και οι άλλοι συνταξιδιώτες του άντρα, που ήδη σκορπίζονταν στο Κουξχάφεν, σαν μυρμήγκια που βγαίνουν από το χώμα προς αναζήτηση τροφής.
Ο Κάρτερ αποφάσισε να κινητοποιηθεί. Θα ζητούσε βοήθεια. Κάποιος θα ήξερε αγγλικά και θα μπορούσε να τον κατευθύνει σωστά. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του πανωφοριού του και περπάτησε προς την έξοδο του λιμανιού. Προς το δρόμο. Τον οποίο διέσχισε παράλληλα, κινούμενος προς τα δεξιά, ακολουθώντας και προσπερνώντας μεγάλους και μικρούς Γερμανούς. Μερικούς τους σταματούσε και τους ρωτούσε αν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Οι απαντήσεις που του έδιναν, μακρόσυρτες και με βαριά προφορά, του ήταν ακαταλαβίστικες. Ωστόσο, ο Κάρτερ τους ευχαριστούσε στα γρήγορα, με ένα χαμόγελο, γιατί τουλάχιστον προσπαθούσαν και αλίμονο αν δεν το εκτιμούσε.
Πέρασε τα Κούλγκεμπεϊκ.
Συνέχισε να περιφέρεται. Και να ρωτάει.
Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι δεν είχαν πρόβλημα να του μιλήσουν, παρόλο που δεν ήξεραν ούτε τον ίδιο ούτε τη διάλεκτο του. Κάποιοι του μιλούσαν αργά, λες και εκείνος δεν άκουγε καλά. Άλλοι του έδειχναν προς διάφορες κατευθύνσεις της πόλης, σαν να ήταν αστυνομικός και προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν να βρει τον κλέφτη, αλλά δεν ήταν σίγουροι προς τα πού είχε πάει ο τελευταίος. Ένα από τα παιδιά που πουλούσαν εφημερίδες τού φώναζε και του προσέφερε μία εξ αυτών, η οποία είχε γίνει μούσκεμα και πιθανώς δεν θα διαβαζόταν πλέον, ενώ ο Κάρτερ αγωνιζόταν να του εξηγήσει πως το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει προς τα πού έπεφτε ο σιδηροδρομικός σταθμός. Δύο τύποι ύψωσαν τις γροθιές τους προς αυτόν, αλλά όταν είδαν ότι εκείνος δε φοβήθηκε, παρά στάθηκε απέναντί τους με τα χέρια να κρέμονται δήθεν χαλαρά στα πλευρά του, οπισθοχώρησαν και εξαφανίστηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια κυρία κοντά στα πενήντα νόμισε ότι ο Κάρτερ τη φλέρταρε και εκείνη ήθελε να μπει κι αυτός κάτω από τη ροζ ομπρέλα της, παρά το ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να τους χωρέσει -ένεκα της διαφοράς ύψους που είχαν-, αλλά αυτός έσπρωξε το χέρι της μαλακά, ευχαριστώντας την, ενισχύοντας όμως άθελά του την ιδέα της ότι την θέλει, οπότε, όταν αυτή προσπάθησε να κολλήσει το σώμα της στο δικό του, δίνοντάς του να καταλάβει τι είχε πιστέψει, προχώρησε πιο γρήγορα, ζητώντας της συγνώμη. Δύο άλλες, πολύ νεώτερες της, το πήγαν στο άλλο άκρο, πίστεψαν ότι ήθελε να τις κακοποιήσει, και άρχισαν να φωνάζουν polizei-polizei-polizei. Συνέχεια. Και στρέφοντας τις ομπρέλες τους καταπάνω του, για να τον απωθήσουν. Ο Κάρτερ συνειδητοποίησε τι μπορεί να σήμαινε η λέξη που επαναλάμβαναν οι γυναίκες -αφού έμοιαζε με το police– και, μη θέλοντας να μπλέξει με τις τοπικές Αρχές, έτρεξε, ευχαριστώντας τον Θεό που οι υπόλοιποι διαβάτες δεν τον σταμάτησαν.
Πλέον, έχοντας καπνίσει τέσσερα τσιγάρα και έχοντας λάβει διαφόρων ειδών απαντήσεις που δεν τον βοηθούσαν επ’ ουδενί στο σκοπό του, είχε φτάσει σε μια ανοικτή έκταση, γεμάτη δέντρα και χωράφια. Τα σπίτια είχαν μείνει πίσω του. Ο κόσμος εδώ είχε αραιώσει. Μόνο πεδιάδα υπήρχε, με πράσινο και λουλούδια και κοπάδια αιγοπροβάτων, με τους βοσκούς και τα σκυλιά τους να τα έχουν από κοντά.
Ο Κάρτερ αναθεμάτισε. Έπρεπε να γυρίσει προς την άλλη μεριά. Γιατί μπροστά του, όσο έφτανε η ματιά του, δε φαινόταν τίποτα που να έψαχνε. Κανένα στοιχείο ανθρώπινης παρουσίας.
Η Βουδαπέστη, ο προορισμός του, έμοιαζε να χάνεται. Κι ήθελε τόσο πολύ να φτάσει εκεί…
Τότε ήταν που από την απέναντι πλευρά του δρόμου «έπιασε» μία συζήτηση που γινόταν στα αγγλικά. Είδε δύο άντρες να μιλάνε. Ο ένας φορούσε σκουρόχρωμο κοστούμι και ο άλλος μια λερωμένη κάπα. Αμφότεροι, είχαν σκεπάσει το κεφάλι τους με φαρδύ καπέλο, ενώ τα μπαστούνια τους διέφεραν κι αυτά αισθητά: αυτός με το κοστούμι είχε ένα χαμηλό μπαστούνι με ασημένια λαβή σε σχήμα φιδιού ή κάτι παρόμοιο, ενώ ο άλλος ένα πιο μακρύ, που δεν είχε κανένα περίτεχνο σκάλισμα. Ο κοστουμάτος φαινόταν ξένος, ίσως να ήταν και στο ίδιο υπερωκεάνιο με τον Κάρτερ, ενώ ο άλλος ντόπιος αγρότης –αν έκρινε κανείς από το ότι κάθε τόσο κοιτούσε προς ένα από τα κοπάδια αιγοπροβάτων που έβοσκαν πιο πέρα.
Και συνέχιζαν να μιλούν στα αγγλικά. Βασικά, ο κοστουμάτος μιλούσε πιο πολύ. Ο αγρότης απαντούσε με λίγες λέξεις, σαν να μην ήθελε την παρέα του άλλου.
Ο Κάρτερ έριξε μια ματιά προς τις δύο μεριές του δρόμου και, αφού δεν είδε κανένα διερχόμενο όχημα, πέρασε απέναντι. «Καλή σας ημέρα, κύριοι!» είπε.
Τον χαιρέτισαν κι αυτοί.
«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω. Θα μπορούσα να σας ρωτήσω κάτι;» συνέχισε ο Κάρτερ. «Ονομάζομαι Μαξ Κάρτερ. Έφτασα σήμερα από την Αμερική».
Ο κοστουμάτος άπλωσε το χέρι του, με χαμόγελο. «Χαίρω πολύ, μεσιέ Κάρτερ» είπε με ένρινη γαλλική προφορά. «Ονομάζομαι Πιερ Λαμεστέ. Ήμουν στο ίδιο καράβι με εσάς, μεσιέ Κάρτερ. Είχαμε ένα ευχάριστο ταξίδι, έτσι δεν είναι;»
Ο Κάρτερ ανταπέδωσε το χαιρετισμό. «Ναι. Γενικά, ναι. Υποθέτω. Δεν έχω ξαναταξιδέψει με πλοίο, οπότε δεν ξέρω αν μπορώ να αποκαλέσω αυτό το ταξίδι ευχάριστο».
«Ω, ήταν, ήταν. Πιστέψτε με. Εγώ έχω πάει σε πολλές χώρες με πλοίο. Στη Μεσόγειο, όπου εκεί είναι πολύ πιο σύντομες οι διαδρομές και χωρίς τόσα… εμ, πώς τα λέτε εσείς… Ξέρετε, vagues». Έφερε τις παλάμες του τη μία απέναντι από την άλλη, με τα δάχτυλα ενωμένα. Έπειτα, τα γυρνούσε προς τη μια και προς την άλλη πλευρά, ούτως ώστε το ένα χέρι να είναι πάνω και το άλλο κάτω.
Ο Κάρτερ κατάλαβε τι εννοούσε ο Λαμεστέ. «Κύματα» είπε.
«Σωστά, κύματα. Εκεί στη Μεσόγειο δεν έχουν τόσα κύματα. Μεγάλα και επικίνδυνα. Είναι πιο ήρεμα εκεί. Όμως, δεν σας προτείνω να πάτε το χειμώνα προς την Ισλανδία ή προς τους πόλους, μεσιέ Κάρτερ. Θα νομίσετε πως το πλοίο σας προχωράει πάνω σε difficile βουνά. Όλο πάνω και κάτω και αριστερά και δεξιά. Και τα νερά γεμάτα requins και baleines. Ξέρετε, καρχαρίες και φάλαινες. Πιο μεγάλα και από αγελάδες. Και άγρια, σαν λιοντάρια». Ο Λαμεστέ ξεφύσησε και είπε κάτι στα γαλλικά, για να ολοκληρώσει τον λόγο του: «Έχω κάνει πολλά ταξίδια, μεσιέ Κάρτερ, είναι ένα από τα καλά που μου προσέφεραν οι γονείς μου, ma mère et mon père, και σας διαβεβαιώνω πως αυτό που κάναμε μέχρι σήμερα ήταν πολύ καλό».
Ο Κάρτερ ένευσε. «Αφού το λέτε εσείς, δεν θα διαφωνήσω». Κοίταξε τον αγρότη. «Εσείς, κύριε, πώς λέγεστε;»
«Γιόχαν Φινκ».
«Χάρηκα για τη γνωριμία, κύριε Φινκ».
«Κι εγώ» απάντησε ο Γερμανός, αν και δε φαινόταν να το εννοεί. Μάλλον, τυπικά το είπε.
«Δικά σας είναι τα ζώα;» Ο Κάρτερ έδειξε προς το κοπάδι.
«Ναι. Από αυτά ζω. Γάλα, κρέας».
«Ο μεσιέ Φινκ μου είπε ότι εδώ και τρεις αιώνες οι Φινκ τρέφουν ζωντανά στο Κουξχάφεν» είπε ο Λαμεστέ.
«Έτσι είναι» είπε ο Φινκ.
«Μάλιστα» είπε ο Κάρτερ. «Πάντως, φαίνονται καλοταϊσμένα. Τα προσέχετε».
«Ναι. Αλλιώς μαζί με αυτά θα πεθάνω κι εγώ και η γυναίκα και τα παιδιά μου. Από αυτά τα ζώα ζούμε».
Ο Κάρτερ ένευσε. «Κύριε Φινκ, μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε; Μιας και είστε από το Κουξχάφεν, εννοώ;»
«Σε τι;»
«Ναι, αλήθεια, μεσιέ Κάρτερ, δεν μας είπατε τι θέλετε» συμφώνησε ο Λαμεστέ.
«Σωστά. Παράλειψή μου. Ψάχνω τον σταθμό των τρένων. Έχετε τρένα εδώ, έτσι δεν είναι;»
«Όχι πολλά» είπε ο Φινκ. «Μικρή πόλη».
«Κατάλαβα. Μήπως μπορείτε να μου πείτε πού μπορώ να βρω ένα από αυτά τα τρένα;»
Ο Φινκ του έδειξε προς την μεριά του κοπαδιού του. «Πιο πέρα από δω. Μέσα στην πόλη». Του ανέφερε πώς θα πάει, καταλήγοντας «Ανάμεσα στην οδό Μαϊεστράσε και την Αμ Μπάνγουοφ. Υπάρχει ένα εστιατόριο, σε μικρή απόσταση από τον σταθμό. Αλλά πρέπει να γυρίσεις πίσω. Δε βγαίνει από δω».
«Είναι μακριά;»
«Όχι πολύ. Πας και με τα πόδια».
«Εγώ θα έλεγα να πάρετε άμαξα, μεσιέ Κάρτερ» πετάχτηκε ο Λαμεστέ. «Έτσι, δεν θα χαθείτε».
«Δε χρειάζεται άμαξα. Μικρή πόλη. Λίγοι δρόμοι».
«Ναι, αλλά δεν μπορεί να συνεννοηθεί με πολλούς από τους ντόπιους, μεσιέ Φινκ. Δε μιλάνε όλοι αγγλικά. Συμφωνείτε, δε συμφωνείτε;»
«Ναι. Αλλά δεν χάνεται. Κανείς δεν έχει χαθεί εδώ».
«Α, αυτό δεν το ξέρω».
«Το ξέρω εγώ. Κανείς δε χάνεται στο Κουξχάφεν».
«Εγώ παραλίγο να χαθώ» παραδέχτηκε ο Κάρτερ. «Κοιτάξτε πού έφτασα, ενώ αναζητούσα τον σταθμό των τρένων».
Ο Φινκ ανασήκωσε τους ώμους. «Βρήκατε εμάς. Εγώ σας είπα πού να πάτε. Τελικά, κανείς δε χάνεται».
Ο Κάρτερ συμφώνησε, αν και είχε αλλού το μυαλό του. «Πρέπει να φύγω. Ίσως προλάβω κάποιο τρένο. Εννοώ, τώρα, άμεσα».
«Πού πηγαίνετε, μεσιέ Κάρτερ;»
«Στη Βουδαπέστη».
«Α, στην Ουγγαρία».
«Έχετε πάει, μεσιέ Λαμεστέ;»
«Φυσικά. Όπως σας είπα, οι γονείς μου έχουν φροντίσει ώστε να έχω αυτό το προνόμιο».
«Τι μπορείτε να μου πείτε για τη Βουδαπέστη;»
«Είναι μια πόλη που χωρίζεται από έναν ποταμό, τον Δούναβη. Η μία πλευρά είναι η Βούδα και η άλλη η Πέστη. Αυτή την εποχή έχει πολύ κρύο και υγρασία. Ζει πολύς κόσμος, και στις δύο πλευρές. Πλούσιοι και φτωχοί. Έχει καλά εστιατόρια και πολλά μαγαζιά. Η Ουγγαρία γενικά, αν δεν το ξέρετε, ανήκει στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Απ’ ό,τι είχα ακούσει όσο ήμουν εκεί, δεν αρέσει σε πολύ κόσμο αυτή η ένωση των δύο χωρών. Αν πιάσετε κουβεντολόι με τους ντόπιους, θα σας το πούνε. Ειδικά, δε, αν έχουν πιει… Κουνάνε τα χέρια τους λες και ετοιμάζονται για αγώνα πυγμαχίας. Σαν να φταις εσύ για αυτή την ένωση». Ο Λαμεστέ έπιασε το μπαστούνι του ανάμεσα στο αριστερό του μπράτσο και τη μασχάλη. Έπειτα, σήκωσε τα χέρια και τα λύγισε στο στήθος του, το αριστερό μπροστά, το δεξί πίσω, τα δάχτυλα ενωμένα σε γροθιά. Παράστησε ότι είναι στο ρινγκ και πως ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του. Στην προκειμένη περίπτωση, κοιτούσε τον Φινκ. Ο οποίος στεκόταν στο μπαστούνι του και απλά κοιτούσε τον Λαμεστέ. Με απάθεια. Λες και έβλεπε ένα ξένο παιδάκι που έπαιζε, αλλά που αυτός δεν συγκινούνταν γιατί είχε τα δικά του να τον τρέχουν από δω κι από κει.
Ο Λαμεστέ συνειδητοποίησε ότι μάλλον φαινόταν αστείος έτσι όπως έκανε, γιατί κατέβασε τα χέρια του, ξαναπιάσε το μπαστούνι του και καθάρισε τη φωνή του. Απευθύνθηκε και πάλι στον Κάρτερ. «Τι άλλο θέλετε να μάθετε;»
Ο Κάρτερ, που είχε χαμογελάσει με το σόου του Γάλλου, επανήλθε κι αυτός στην πραγματικότητα, στη συζήτηση, και είπε «Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον στη Βουδαπέστη; Κάποιον που δεν έχεις ξαναδεί;»
«Όχι, δεν θα το έλεγα. Βασικά, όσο δύσκολο είναι να βρεις κάποιον οπουδήποτε, τόσο δύσκολο είναι να τον βρεις και στη Βουδαπέστη. Υποθέτω. Μόνο που δεν μιλάνε αγγλικά. Εννοώ, οι περισσότεροι. Αυτό ίσως σας δυσκολέψει λίγο. Κάτι άλλο δεν μπορώ να σκεφτώ, γιατί εγώ, όταν πήγα, δεν έψαχνα κάποιον. Ήθελα απλά να επισκεφτώ μια ακόμα χώρα. Έκανα ερωτήσεις, βέβαια, για να προσανατολιστώ, αλλά, από ένα σημείο και μετά, κατάλαβα ότι πρέπει να αναζητώ άτομα που είτε δουλεύουν σε εστιατόρια που τα κατέχουν ξένοι, Άγγλοι, Δανοί κλπ, είτε είναι αξιωματικοί της αστυνομίας, που κάτι σκαμπάζουν από αγγλικά. Έχετέ το αυτό κατά νου, αν θέλετε. Εστιατόρια με ξένες ονομασίες και αξιωματικοί της αστυνομίας. Παρεμπιπτόντως, εσείς ποιον αναζητάτε, μεσιέ Κάρτερ;» Ο Λαμεστέ χαμογέλασε. «Μήπως κάποια αγαπημένη κυρία;»
«Όχι. Έχω έρθει στην Ευρώπη για να βρω τον αδερφό μου. Ή κάποιον που μου έγραψε ότι είναι αδερφός μου. Μένει κάπου σε εκείνη την πόλη».
Ο Φινκ σήκωσε το βλέμμα προς τον Κάρτερ. «Κάνατε όλο αυτό το ταξίδι, και θα συνεχίσετε, για έναν άγνωστο που λέει ότι είναι αδερφός σας;»
«Ναι, κύριε Φινκ. Είναι ο μοναδικός εν ζωή συγγενής μου. Αν δεν μου λέει ψέματα, δηλαδή. Που δεν θα μου λέει. Δεν θα είχε κανένα νόημα να με κοροϊδέψει».
Ο Φινκ άπλωσε το χέρι του προς τον Κάρτερ. «Έχετε τις καλύτερες ευχές μου, κύριε Κάρτερ. Εύχομαι να βρείτε τον αδερφό σας και να είναι ο καλύτερος άνθρωπος που έχετε συναντήσει ποτέ».
Ο Κάρτερ χαμογέλασε και χαιρέτισε τον Φινκ. «Σας ευχαριστώ!»
Ο Λαμεστέ είπε «Σας το εύχομαι και εγώ, μεσιέ Κάρτερ. Είναι ευγενής ο σκοπός του ταξιδιού σας και σας αξίζει να τον εκπληρώσετε».
«Ευχαριστώ! Αγαπητοί μου κύριοι, θα με συγχωρέσετε, αλλά θα αποχωρήσω. Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας!»
«Καλό κατευόδιο, μεσιέ Κάρτερ!»
Ο Κάρτερ τους αποχαιρέτισε και γύρισε προς την πόλη. Για να πάει στον σταθμό των τρένων. Αλλά αφού πρώτα έκανε μια ενδιάμεση στάση, για μια αγορά που είχε κριθεί απαραίτητη λόγω καιρικών συνθηκών. Πέρασε ανάμεσα στα πρώτα κτίρια που είχε δει από το λιμάνι. Ένας δρόμος, ο Ναϊφέλντερ Στράσε, διέσχιζε εκείνη την μεριά του Κουξχάφεν. Μια στενή λωρίδα, γκρίζα σαν τον ουρανό, γεμάτη με οχήματα και διαβάτες. Άκουγε τους ανθρώπους που μιλούσαν αναμεταξύ τους στα γερμανικά. Είδε τις ματιές που του έριχναν, που ήταν πασπαλισμένες με μπόλικη περιέργεια για την αμφίεση του σε συνδυασμό με το ύψος του. Οι περισσότεροι κρατούσαν φαρδιές ομπρέλες, για να καλυφτούν από τη βροχή. Κι αυτός ήταν μάλλον ο μοναδικός τρόπος για να πας έναν περίπατο στο Κουξχάφεν και παράλληλα να γλιτώσεις τον εαυτό σου από το να γίνει μούσκεμα. Ή αυτό ή που θα έμπαινες σε κάποιο κτίριο, μέχρι να σταματήσει η κακοκαιρία. Ο Κάρτερ δεν είχε σκοπό να εισβάλλει σε καμιά γερμανική πολυκατοικία, οπότε συνέχισε, υπομένοντας το κρύο που ένιωθε στο σώμα του και αγνοώντας την απομακρυσμένη αντιμετώπιση των ντόπιων.
Όμως, δεν του φάνηκαν όλοι απόμακροι. Ιδιαίτερα οι μαγαζάτορες, που χαμογελούσαν και μιλούσαν σε διάφορες γλώσσες, προσκαλώντας τους περαστικούς. Ο Κάρτερ απάντησε σε έναν εξ αυτών, που είχε ό,τι χρειαζόταν. Ρούχα. Μπήκε στο χαμηλοτάβανο μαγαζί του, όπου αναγκάστηκε να περπατάει σκυφτός, ενώ ο παχουλός κύριος τού εξηγούσε σε σπαστά αγγλικά ότι πολλά ρούχα που θα ταίριαζαν με τις επιλογές που είχε κάνει ο Κάρτερ. «Είστε καουμπόης, σωστά;» τον ρώτησε ο τύπος. «Αμερικάνος καουμπόης. Έχουν ξανάρθει εδώ καουμπόηδες». Ο τύπος σήκωσε τα χέρια του, με υψωμένο το δείκτη και τον αντίχειρα και έκανε πως κρατούσε πιστόλια και πως πυροβολούσε με αυτά.
Ο Κάρτερ χαμογέλασε. «Όχι, δεν είμαι, κύριε. Δεν έχω γελάδια».
«Δεν είστε;» Ο άντρας έριξε τα χέρια του και έξυσε την στρουμπουλή κοιλιά του. «Μα φοράτε ρούχα καουμπόη».
«Λυπάμαι. Δεν είμαι καουμπόης». Ο Κάρτερ είδε την απογοήτευση του άλλου και σκέφτηκε να του πει κάτι, που μάλλον θα τον αναπτέρωνε. «Κρατάτε μυστικό;» ρώτησε.
Ο άντρας κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί μέσα. Μόνο αυτός, ο Κάρτερ και οι μπόγοι από παντελόνια, πουκάμισα, γραβάτες, καπέλα, κάλτσες και χίλια δυο άλλα πράγματα, όλα στοιβαγμένα όπως-όπως, έτσι ώστε να καλύπτουν κάθε γωνιά του μαγαζιού, με εξαίρεση τη στενή λωρίδα από την είσοδο ως το ταμείο. Ακόμα και από το ταβάνι κρέμονταν μερικά. Ο άντρας πήγε και έκλεισε την πόρτα, ξέροντας ότι, αν και με τζαμαρία, κανείς δεν θα τους άκουγε. Πλησίασε ξανά τον Κάρτερ. «Πείτε μου, κύριε» ψιθύρισε. «Δεν πω τίποτα σε κανέναν».
Ο Κάρτερ τότε εμφάνισε το ασημένιο σήμα του, που απεικόνιζε την προσωπογραφία ενός τύπου με καπέλο. «Αυτό είναι το σήμα της υπηρεσίας μου».
Ο μαγαζάτορας το κοίταξε σαν να ήταν από χρυσό. «Εσείς αστυνομικός;»
«Κάτι τέτοιο. Απλά εγώ πηγαίνω σε κάθε γωνιά της Αμερικής. Καταλάβατε; Δεν είμαι αστυνομικός σε μία μόνο πόλη. Πάω παντού, όπου με χρειάζονται».
«Ααα, σαν στρατιώτης; Μισθοφόρος;»
«Ας πούμε. Χωρίς όμως πολλά όπλα. Έχω μόνο όσα χρειάζομαι».
«Ωραία, ωραία». Ο άντρας έδειξε το σήμα. «Ποιος είναι αυτός; Αμερικάνος καουμπόης;»
«Αυτός είναι ο Λούκυ Λουκ. Είναι… είναι ένας μύθος της χώρας μου. Ένας θρυλικός πιστολέρο».
«Λούκυ Λουκ… Ζει;»
Ο Κάρτερ δεν απάντησε αμέσως. Γιατί θυμήθηκε τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στην πόλη της μικρής Λία Ο’ Κόνορ. «Κατά κάποιον τρόπο. Όσο υπάρχει η υπηρεσία μου… θα έλεγα πως ναι. Ζει».
Ο άντρας χαμογέλασε. «Ωραία, ωραία». Μετά, βιάστηκε να πει «Μην ανησυχείτε, κύριε. Δεν θα το πω πουθενά».
Ο Κάρτερ έβαλε ξανά το σήμα στην τσέπη του και είπε στον μαγαζάτορα ότι θα ήθελε να αγοράσει ένα πουκάμισο. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η είδηση έκανε ακόμα πιο χαρούμενο τον άντρα, που έσπευσε να βρει κάτι καλό.
«Θα μείνετε πολύ καιρό στο Κουξχάφεν;» ρώτησε ο μαγαζάτορας, καθώς έψαχνε.
«Όχι, θα φύγω. Θα πάω στην Ουγγαρία».
Ο άντρας σταμάτησε να ανακατεύει την πραμάτεια του και έξυσε την κοιλιά του. «Δε φέρατε πολλά πράγματα».
«Όχι».
«Θα χρειαστείτε πράγματα. Θα μείνετε καιρό;»
«Θα δείξει. Κάποιες μέρες σίγουρα».
«Θα χρειαστείτε πράγματα».
Ο Κάρτερ έβγαλε τα λίγα δολάρια που είχε. Τα μέτρησε. Θα μπορούσε να αγοράσει και άλλο ένα πουκάμισο. Ίσως και ένα δυο εσώρουχα. Αλλά τον ανησυχούσε περισσότερο μη χάσει το επόμενο τρένο. «Θα βρω μια άκρη» αρκέστηκε να πει.
Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του και ξαναγύρισε στην έρευνά του ανάμεσα στα υφάσματα.
Βγαίνοντας από το μαγαζί, έχοντας το λερωμένο πουκάμισό του σε ένα σακούλι, ο Κάρτερ συνέχισε την πορεία του, για τη Μαϊεστράσε. Σύντομα, ο δρόμος πλάτυνε. Βρόμικες σιδερένιες κολόνες με σβηστά φανάρια υπήρχαν σε διάφορα σημεία έξω από τα σπίτια και τις πολυκατοικίες. Χαμηλά ή και πιο ψηλά δέντρα και μικροί θάμνοι έδιναν χρώμα στην πόλη. Βρήκε την επόμενη οδό, την Αμ Μπάνγουοφ. Ο Φινκ του είχε πει ότι ο σταθμός ήταν ανάμεσα σε αυτή την οδό και την Μαϊεστράσε. Ανάμεσα. Χωρίς ενδιάμεσους δρόμους. Οι επιλογές που είχε ο Κάρτερ ήταν δύο. Ή που θα γύρευε άλλη οδό, με το να ξαναγυρίσει στην Ναϊφέλντερ Στράσε και να περάσει στην Αστσάιτε κι από κει, κάνοντας μια παρακείμενη του πύργου παροχής νερού του Κουξχάφεν παράκαμψη, ή που θα διέσχιζε αυλές από την Αμ Μπάνγουοφ ως τον σταθμό, τσαντίζοντας ίσως μερικούς ιδιοκτήτες σπιτιών.
Ο Κάρτερ είχε αποφασίσει να κάνει το δεύτερο. Για καλή του τύχη, μπόρεσε να περάσει καμιά δεκαριά σπίτια χωρίς να τον δουν. Δεν του άρεσε που τσαλαπάτησε το χορτάρι και τα λουλούδια σε μερικά εξ αυτών, αλλά ήταν ανάγκη να βιαστεί. Ο μαγαζάτορας του είχε πει ότι το επόμενο τρένο έφευγε όντως άμεσα. Εντός μισής ώρας.
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο.
Ο Κάρτερ δεν θα χρειαζόταν να δει το εστιατόριο που του είχε αναφέρει ο κύριος Φινκ πιο πριν, καθότι βρήκε τον σιδηροδρομικό σταθμό με το που πέρασε το τελευταίο σπίτι. Είδε τον καφετί τοίχο με τα ανοιχτά παντζούρια και την μεγάλη σκεπή. Αλλά αυτό που τράβηξε την προσοχή του ήταν η μακρόστενη αμαξοστοιχία από την άλλη πλευρά.
Όρμησε προς τα εκεί, χωρίς άλλο δισταγμό.
Άνθρωποι κυκλοφορούσαν στην πλατφόρμα ή κάθονταν στο δάπεδο ή σε παγκάκια. Ένα μεγάλο σκυλί με μαύρο τρίχωμα τούς πλησίαζε και αναζητούσε από αυτούς φαγητό. Σηματωροί με κομψό κοστούμι έλεγχαν το πλήθος, έχοντας υπ’ όψιν τους και το τρένο. Δύο αστυνομικοί περιπολούσαν με χαλαρό βηματισμό. Ένα στρογγυλό ρολόι με λατινικούς αριθμούς, που το είχαν καρφώσει στον τοίχο του σταθμού, ανακοίνωνε πως η ώρα ήταν εννιά παρά είκοσι.
Ο Κάρτερ μπήκε στο κτίριο και αγόρασε ένα εισιτήριο για το Ανόβερο (όπου θα έπαιρνε άλλο τρένο για Μόναχο), παίρνοντας πληροφορίες για το υπόλοιπο ταξίδι του ως τη Βουδαπέστη. Η νεαρή υπάλληλος, που μιλούσε πολύ καλά τα αγγλικά, τον βοήθησε με ευχαρίστηση και του ευχήθηκε στο τέλος να έχει ένα ασφαλές ταξίδι.
Ξανά στην πλατφόρμα. Περιμένοντας να πάει εννιά παρά δέκα, οπότε και θα έμπαινε στο τρένο. Το οποίο είχε μαύρο χρώμα απέξω. Από το φουγάρο του, ακόμα, δεν έβγαινε καπνός. Στο εσωτερικό των βαγονιών του, υπήρχαν πολύ λίγοι άνθρωποι, που πηγαινοέρχονταν.
Αγναντεύοντας για λίγο γύρω του, ο Κάρτερ είδε πως πέρα από τις γραμμές, υπήρχαν σπίτια και ένας μεγάλος δρόμος, που, σύμφωνα με τον Φινκ, ήταν η οδός Μαϊεστράσε. Κόσμος υπήρχε και εκεί, πολύχρωμες φιγούρες που χάνονταν και εμφανίζονταν πίσω από τα κτίρια.
Ο Κάρτερ κοίταξε προς τα δεξιά του. Όντας πιο ψηλός από τους υπόλοιπους επιβάτες, μπόρεσε να δει τι υπήρχε. Πιο πέρα από το σημείο που τέλειωνε η πλατφόρμα του σταθμού, διακρίνονταν διάσπαρτα δέντρα και ακόμα παραπέρα είδε ένα κτίσμα με μεγάλες τζαμαρίες. Υπέθεσε ότι αυτό θα ήταν το εστιατόριο.
Γύρισε από την άλλη. Προς τα αριστερά. Είδε μόνο τις γραμμές που απλώνονταν προς τον ορίζοντα, τον γκρίζο ουρανό και μεγάλη έκταση φύσης που ακόμα δεν είχε αντικατασταθεί από κατοικίες και μαγαζιά.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Είχε πάει παρά δέκα. Οπότε πλησίασε την ανοιχτή πόρτα ενός βαγονιού και μπήκε στην αμαξοστοιχία, σκύβοντας το κεφάλι για να χωρέσει από την πόρτα.
Ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό τρένο που θα χρησιμοποιούσε στο ταξίδι του, όπως σκεφτόταν τώρα ο Κάρτερ, καθώς καθόταν σε ένα κάθισμα του τρίτου κατά σειρά τρένου. Οι συζητήσεις συνεχίζονταν γύρω του, η ρουτίνα προχωρούσε όπως και η αμαξοστοιχία, με σταθερό τέμπο. Εκείνος χαμογελούσε, γιατί, παρά τα όσα είχαν γίνει στο πλοίο και στο Κουξχάφεν, παρά την αργοπορία του δεύτερου τρένου από το Ανόβερο ως το Μόναχο -είχε γίνει κάποιο μπέρδεμα στα δρομολόγια, όπως έμαθε-, σε λίγες ώρες θα έφτανε στο Γκραζ, αφού έκαναν δύο ενδιάμεσες στάσεις (μία στο Σλάντμινγκ και μία στο Κνίτελφεντ). Εκεί θα άλλαζε τρένο, για ένα άλλο που θα τον πήγαινε σε μια άλλη χώρα, την τρίτη και τελευταία που θα επισκεπτόταν. Την Ουγγαρία. Εκεί θα κατέλυε. Εκεί θα έβρισκε τον Φάμπιαν Άσπελ, τον αδερφό του, και την οικογένεια του τελευταίου. Πόσο θα έμενε στην Ουγγαρία, ο Κάρτερ αδυνατούσε να υπολογίσει. Δύο, τρεις μέρες; Δέκα; Κάπου τόσο. Αρκετά για να τους γνωρίσει όσο το δυνατόν καλύτερα και για να τους θυμάται για όλη την υπόλοιπη ζωή του –σε περίπτωση που δεν θα ξαναβρίσκονταν, αν και αυτό έμοιαζε απίθανο.
Αυτό που δεν περίμενε ήταν ότι θα έμενε για πολύ λίγο στην Ουγγαρία.
*
Μπρασώφ, Τρανσυλβανία
Ο αντισυνταγματάρχης Πωλ Κέρσεν κοίταξε το ρολόι του και είδε πως η ώρα ήταν εννέα και μισή. Ξεφύσησε και ήπιε άλλη μια γουλιά από τον καφέ που του είχαν φτιάξει. Τον δεύτερο κατά σειρά, από τη στιγμή που σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Είχε έρθει στο κτίριο της πολιτοφυλακής από τις επτά το πρωί και είχε φροντίσει, όχι και τόσο ηθελημένα, ώστε να καταλάβουν όλοι όσοι τον έβλεπαν πως δεν είχε καθόλου καλή διάθεση. Κινούνταν με νευρικότητα και δεν μιλούσε σε άλλους, ακόμα και όταν τον χαιρετούσαν -αλλά, κι όταν το έκανε, ήταν σαν να απειλούσε τον άτυχο ή την άτυχη που είχε βρει στο δρόμο του. Η πρώτη που διαπίστωσε το πόσο κακόκεφος ήταν ο Κέρσεν ήταν η γυναίκα του. Από χθες το βράδυ, όταν και επέστρεψε στο σπίτι. Ο Κέρσεν δεν την χαιρέτισε, παρά είχε πετάξει όπως-όπως τα ρούχα του, έφαγε και πήγε να κοιμηθεί. Ούτε για το παιδί δεν είχε ρωτήσει ή πει κάτι, γεγονός που δεν το συνήθιζε, μιας και αδημονούσε να μεγαλώσει ο γιος του και να γίνει στρατιωτικός όπως ο ίδιος. Αργότερα, δε, καθώς είχαν ξαπλώσει, η γυναίκα του προσπάθησε να τον φέρει κοντά της, αλλά ο Κέρσεν την απομάκρυνε με ένα μουγκρητό και πετώντας από πάνω του το χέρι της. Της είχε κακοφανεί, γιατί η ίδια πάντα είχε την αγωνία μήπως ο άντρας της σταματούσε ποτέ να την θέλει και μήπως ξενοκοιμόταν. Ήταν κάτι που είχαν συζητήσει πολλάκις, με τον Κέρσεν να τη διαβεβαιώνει συνέχεια πως δεν θέλει καμιά άλλη γυναίκα, αλλά εκείνη δεν πειθόταν, με αποτέλεσμα να τελειώνουν την κουβέντα με αυτόν να την κατσαδιάζει, αλλά μετά να της κάνει έρωτα, αφού σιγουρευόντουσαν και οι δύο πως ο γιος τους είχε αποκοιμηθεί.
Αλλά χθες δεν ήθελε μήτε να τον αγγίξει. Σήμερα, παρότι εκείνη είχε σηκωθεί νωρίς, για να του φτιάξει καφέ, διαπίστωσε πως ο άντρας της παρέμενε οργισμένος, οπότε τον άφησε στην ησυχία του.
Το ίδιο έκαναν και οι υφιστάμενοι του, είτε του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού, του Κοινού Στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, είτε της πολιτοφυλακής του Μπρασώφ. Τον έβλεπαν, στέκονταν προσοχή αν περνούσε από κοντά τους και περίμεναν μήπως τους δώσει άδεια να συνεχίσουν, όπως και γινόταν ανέκαθεν. Αφού δεν έκανε ούτε αυτό, τότε έπαιρναν οι ίδιοι την πρωτοβουλία, παρότι απαγορευόταν –αλλά και τι να έκαναν, να έμεναν επ’ αόριστον σε στάση προσοχής;
Η αλήθεια ήταν πως ειδικά οι πολιτοφύλακες τον φοβούνταν μια φορά πριν από τη σημερινή μέρα, αλλά, από τη στιγμή που μαθεύτηκε πως ο Κέρσεν δεν είχε όρεξη για πολλά-πολλά, ούτε καν για τη βασική στρατιωτική ρουτίνα, τότε άρχισαν να ανησυχούν ακόμα πιο πολύ. Τα νέα διαδόθηκαν σε όλους άμεσα, ήδη από τους σκοπούς στην κεντρική πύλη, από την οποία είχε μπει ο Κέρσεν -μόνος του, χωρίς συνοδεία δικών του στρατιωτών-, ο ένας εκ των οποίων έσπευσε να ενημερώσει το περίπολο, του οποίου ο υπαξιωματικός με τη σειρά του ανέλαβε να μεταφέρει την είδηση σε άλλους συναδέλφους του που βρίσκονταν στον περιβάλλοντα χώρο και δεν είχαν δει τον αντισυνταγματάρχη. Εκείνοι βρήκαν άλλους, που δούλευαν στην αποθήκη και στα μαγειρεία, αλλά και έναν που εργαζόταν στο γραφείο κινήσεως και μόλις είχε φτάσει, ο οποίος συνέχισε αυτό το άτυπο καθήκον με όσους πολιτοφύλακες συναντούσε.
Τους στρατιώτες του Δέκατου Πέμπτου που είχαν αναλάβει την αρμοδιότητα του ελέγχου του κτιρίου (και των υπαλλήλων του, φυσικά) δεν τους ενημέρωσε κανένας πολιτοφύλακας. Ούτε χρειάστηκε, γιατί κι εκείνοι -είτε όλοι, είτε μερικοί που μετέφεραν τα μαντάτα στους υπόλοιπους- είδαν τον ανώτερό τους και κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να τον ενοχλήσουν. Το μόνο που έμαθαν ήταν πως ο Κέρσεν ήθελε καφέ στο γραφείο του Ζαλάν. Άμεσα. Αυτό αρκούσε.
Ο αντιστράτηγος Ζαλάν και ο συνταγματάρχης Μίκλος ήταν οι τελευταίοι που έμαθαν για τον Κέρσεν, καθώς βρίσκονταν στο γραφείο του πρώτου κα τον περίμεναν. Τον είδαν να μπαίνει φουριόζος, χωρίς να χτυπήσει, λέγοντας μονάχα ένα «Γεια». Του απάντησαν αντίστοιχα. Δεν τον είχαν παρεξηγήσει, γιατί και οι ίδιοι είχαν παρόμοια διάθεση. Σήμερα θα ερχόταν το απόσπασμα από τη Βουδαπέστη. Με τον Αυστριακό κατάσκοπο. Για έρευνα και διάσωση. Και ανάκριση. Πρωτίστως, για ανάκριση.
Στο γραφείο, δεν υπήρχε άλλος. Έξω από αυτό, ναι, ήταν δύο φαντάροι και ο λοχαγός Ματέ του Δέκατου Πέμπτου. Αλλά μέσα όχι. Ο Κέρσεν είχε θεωρήσει πως δε χρειαζόταν πλέον να αντιμετωπίζει τους δύο άντρες που κάθονταν μαζί του ως αντιπάλους. Από χθες. Όταν ο Ζαλάν του είχε πει για το τι είχε κατά νου, πώς θα ξέφευγαν από όλη αυτή την κατάσταση. Και οι δύο. Ο Ζαλάν, βέβαια, θα περνούσε από δίκη, αυτό δύσκολα θα άλλαζε, όμως μπορεί και να γλίτωνε το κεφάλι του. Και τη σύνταξή του. Τουλάχιστον, δεν θα έβγαινε εντελώς χαμένος. Το ίδιο και η οικογένειά του. Του Κέρσεν του άρεσε το σχέδιο του Ζαλάν και είχε συμφωνήσει να ακολουθήσουν αυτή την τακτική. Θα έβγαιναν και οι δύο κερδισμένοι. Μπορούσε να ξεχάσει το δεύτερο γράμμα των Βλαντιμιρέσκου, αυτό που ο Ματέ είχε δώσει στον Ζαλάν, έπειτα από διαταγή του Κέρσεν όταν ακόμα όλοι τους νόμιζαν πως είχαν να κάνουν με μια τυπική αστυνομική υπόθεση. Το ίδιο εκείνο γράμμα που ουσιαστικά έκαιγε το Δέκατο Πέμπτο. Μπορούσαν να το αφήσουν στην άκρη δια παντός.
Αλλά, από τότε που είχε έρθει εκείνη η ειδοποίηση από το Evidenzbureau, και οι τρεις αξιωματικοί -ο Ζαλάν επέμενε να συμπεριλάβουν και τον Μίκλος στην μικρή τους ομάδα- ανησυχούσαν πολύ. Ξανά. Είχαν ελπίσει πως δεν θα έφταναν τα πράγματα εδώ. Ότι η κεντρική διοίκηση θα ήταν ευχαριστημένη με τις αυξημένες εξουσίες που είχε πάρει το Δέκατο Πέμπτο. Αλλά κάποιος είχε αποφασίσει πως θα έπρεπε να έρθουν άλλοι στρατιωτικοί για να ανακαλύψουν τι έχει συμβεί. Με αρχηγό του αποσπάσματος τον…
«Φάμπιαν Άσπελ» ψέλλισε τώρα ο Κέρσεν, τραβώντας την προσοχή των άλλων δύο. «Θα έχω την τιμή να ξαναδώ αυτό τον μαλάκα. Και όχι απλά να τον ξαναδώ, όχι. Αλλά να τον έχω ως υπεύθυνο αξιωματικό, με απευθείας ανάθεση από την κεντρική διοίκηση, παρακαλώ, να μπλεχτεί στα πόδια μου και να ψαχουλεύει, για οτιδήποτε μεμπτό. Και θα έχει τη δύναμη να με στήσει στον τοίχο και να με εκτελέσει». Ο Κέρσεν δεν κοιτούσε τους άλλους, αλλά το γραφείο εμπρός του. Χωρίς, όμως, να εστιάζει κάπου συγκεκριμένα. Απλά παραμιλούσε. «Από όλους τους άντρες της αντικατασκοπείας -που δεν είναι, βέβαια, πολλοί, αλλά σίγουρα πάνω από δύο, δηλαδή αρκετοί για να μπορεί να σταλεί ο οποιοσδήποτε- έπρεπε να επιλέξουν αυτόν. Που είχε τολμήσει να αμφισβητήσει εμένα και τους άντρες μου όταν κυνηγούσαμε εκείνον το δραπέτη, τον Ρούντολφ. Ο γαμημένος ο Φάμπιαν Άσπελ».
«Τι ξέρουμε για αυτόν;» ρώτησε ο Ζαλάν.
Ο Κέρσεν δεν του απάντησε, παρά συνέχισε να μονολογεί.
«Κέρσεν;»
Τίποτα.
Ο Ζαλάν κοίταξε τον Μίκλος, που ανασήκωσε τους ώμους του. Πρώτη φορά έβλεπαν σε τέτοια κατάσταση τον μέχρι πρότινος δυναμικό και αυταρχικό αντισυνταγματάρχη.
«Κέρσεν!»
Τότε ο αντισυνταγματάρχης κοίταξε τον Ζαλάν. Στο βλέμμα του, υπήρχε θυμός. Αλλά όχι μόνο. Όχι. Υπήρχε και κάτι άλλο. Φόβος, υποψιαζόταν ο Ζαλάν. Ώστε, υπήρχε κάποιος που προκαλούσε μεγάλη ανησυχία στον Κέρσεν. Αυτό, ομολογουμένως, ήταν ενδιαφέρον. Θα έπρεπε να το θυμάται ο Ζαλάν. Σε περίπτωση που ο άλλος τολμούσε να του τη φέρει. «Κέρσεν; Μπορείς να μου απαντήσεις;»
«Τι θέλεις;»
«Θέλω να μου πεις τι ξέρουμε για αυτόν τον Άσπελ. Πέραν από το ότι είναι Αυστριακός και δουλεύει στο Evidenzbureau».
«Είναι μπελάς».
Ο Ζαλάν ανασήκωσε τα φρύδια του.
Ο Κέρσεν ρώτησε «Τι; Δεν σου αρκεί;»
«Όχι. Τι άλλο ξέρεις για αυτόν; Έχει οικογένεια; Γυναίκα, παιδιά; Φίλους; Σκυλιά;»
Ο Κέρσεν έκανε να μιλήσει, αλλά σταμάτησε. Κούνησε τα χέρια του αόριστα, σαν να έπαιζε κάποιον απηυδισμένο χαρακτήρα σε θεατρικό έργο. «Πού στο διάολο θέλεις να ξέρω;» φώναξε. «Τι με νοιάζουν όλα αυτά; Τι σημασία έχουν για εμάς;»
Ο Ζαλάν προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, φέρνοντας την καρέκλα πιο κοντά στο γραφείο. «Πρέπει να ξέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για αυτόν. Όλοι μας. Γιατί είναι ο αρχηγός της αποστολής που θα μας έρθει. Αυτός θα κάνει κουμάντο. Εμείς θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί μαζί του. Κυρίως, μαζί του. Γιατί οι άλλοι που θα τον συνοδεύουν θα ακούσουν ό,τι τους πει. Σωστά;»
«Ναι. Και λοιπόν; Τι σχέση έχουν;…»
«Έχουν, Κέρσεν. Έχουν. Θέλω να ξέρω τι άτομο είναι αυτός ο Άσπελ». Είδε πως ο Κέρσεν έκανε να διαμαρτυρηθεί, οπότε συνέχισε «Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Πώς είναι εμφανισιακά ο Φάμπιαν Άσπελ;»
Ο Κέρσεν κατάλαβε πως ο Ζαλάν θα τον έπρηζε με τις παλαβές ερωτήσεις του. Θα μπορούσε να τον αναγκάσει να σταματήσει, αλλά κάτι του έλεγε ότι ο Ζαλάν είχε κατά νου κάποιο σχέδιο. Αν μη τι άλλο, ο αντιστράτηγος κινδύνευε πιο πολύ από όλους. Είχε πολύ σοβαρό λόγο για να θέλει να γλιτώσει. Οπότε, λογικά, θα έκανε τα πάντα για να τα καταφέρει. Ο Κέρσεν προσπάθησε να θυμηθεί, να φέρει στο νοητό οπτικό του πεδίο την εικόνα του Φάμπιαν. «Είναι ψηλός» είπε. «Με φαρδιούς ώμους. Σαν τον δικό μου, τον Ματέ, που είναι απέξω. Έχει ξανθά μαλλιά, νομίζω. Όχι, έχει καστανά μαλλιά. Σίγουρα, καστανά. Και λίγα. Όχι απλά κοντοκουρεμένα, απλά δεν του έχουν μείνει πολλά».
«Εντάξει».
«Φοράει πολιτικά ρούχα. Αλλά έχει στρατιωτικό πανωφόρι και άρβυλα. Οπλοφορεί, φυσικά. Έχει ένα Γκάσερ και σπαθί».
«Εντάξει».
«Αυτά θυμάμαι».
«Πριν το Evidenzbureau πού ήταν;»
«Σε μια μονάδα της Αυστρίας. Νομίζω, στη Βασιλική Χωροφυλακή της Βιέννης. Έμεινε εκεί μέχρι το βαθμό του λοχαγού. Αν θυμάμαι σωστά, έφυγε λίγο μετά το ’67, όταν αποφάσισαν από την κεντρική διοίκηση να επανδρώσουν την Αντικατασκοπεία».
«Καλώς. Τι άλλο θυμάσαι; Έχει οικογένεια;»
«Έχει γυναίκα και μια κόρη. Τις έχει μαντρωμένες στη Βουδαπέστη». Ο Κέρσεν δεν είχε μάθει αν όντως ο Φάμπιαν τις κρατούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο και γενικά πώς τους φερόταν. Αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας.
«Μάλιστα. Τι γνώμη έχει για την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία;»
Ο Κέρσεν ανασήκωσε τους ώμους του. «Μάλλον, συμφωνεί με την ένωση των χωρών μας. Δεν μου το είπε, αλλά, από τα σχόλια που έκανα τότε κατά την αποστολή, όπου είπα ότι εμένα δεν μου αρέσει, φάνηκε να ενοχλείται».
«Κατάλαβα».
«Είναι μπελάς, Ζαλάν. Αυτό κράτα. Και εσύ» έδειξε τον Μίκλος, που κατένευσε αμέσως. Ο Κέρσεν είπε «Τότε που κυνηγούσαμε τον Ρούντολφ είχαμε περάσει από το Μπραν. Ανακρίναμε τους ντόπιους. Ο Άσπελ προσπάθησε να μας σταματήσει. Επειδή φερθήκαμε πιο… πώς να το πω;… πιο…»
Ο Ζαλάν περίμενε.
Ο Μίκλος ήταν αυτός που απάντησε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του αντισυνταγματάρχη Νίμετ Σιλάρ, ο οποίος ήταν αυτός που είχε ενημερώσει τον Μίκλος ότι είχαν έρθει οι Βλαντιμιρέσκου στο Δέκατο Πέμπτο. «Φερθήκατε με υπερβάλλοντα ζήλο. Έτσι, κύριε διοικητά;»
Ο Κέρσεν ένευσε. «Σωστά, Μίκλος. Αλλά δεν θυμάμαι να σου έδωσα άδεια, για να μιλήσεις».
«Συγνώμη, κύριε διοικητά».
«Τέλος πάντων» είπε ο Ζαλάν. «Οπότε είχε ενοχληθεί και από αυτό ο Φάμπιαν Άσπελ». Ήξερε για την υπόθεση και για το πώς είχαν συμπεριφερθεί οι στρατιωτικοί προς τους χωριάτες, αλλά όχι ότι κάποιος είχε δυσαρεστηθεί με αυτό.
«Ναι, πολύ. Το θεώρησε άδικο. Τσακωθήκαμε, αλλά εντέλει ησύχασε. Άλλωστε, εγώ έκανα κουμάντο τότε, σε εκείνη την αποστολή».
«Σωστά, σωστά». Ο Ζαλάν απέφυγε να κοιτάξει τον Κέρσεν. Γιατί σκεφτόταν δύο πράγματα. Αφενός, όσα του έλεγε ο άλλος για τον ταγματάρχη του Evidenzbureau, πληροφορίες που οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ο Άσπελ θα μπορούσε να τους προκαλέσει προβλήματα ή να χειροτερέψει τα ήδη υπάρχοντα –με το να στείλει καμιά επιστολή στα κεντρικά, ας πούμε, ή με το να βάλει να συλλάβουν άμεσα τον Ζαλάν ή τον Κέρσεν. Αφετέρου, ο αντιστράτηγος της πολιτοφυλακής θυμόταν πως ο Άσπελ ήταν αυτός που στο γράμμα που είχε στείλει επικροτούσε την ιδέα του Ζαλάν για να καλυφτούν με στρατιωτικές δυνάμεις όλες οι κοντινές στο Μπραν περιοχές, αλλά και να ειδοποιηθούν τα σύνορα. Αυτό σήμαινε ότι ο Άσπελ είχε τουλάχιστον τα κότσια, αν και Αυστριακός, να παραδεχτεί ότι ένας Ούγγρος έπραξε έξυπνα σε μια σοβαρή περίσταση. Μάλλον, είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Κι αν λάβαινε κανείς υπ’ όψιν του ότι αντιτάχθηκε στον Κέρσεν, ενώ ο άλλος ήταν ανώτερός του -και γενικά, και σε εκείνη την υπόθεση με τον Ρούντολφ-, μπορούσε να συμπεράνει ότι δεν είχε πρόβλημα να πάει κόντρα στον οποιονδήποτε. Το ότι είχε υποχωρήσει δεν σήμαινε απαραίτητα κάτι. Άλλωστε, δεν πρέπει να είχαν μείνει πολύ εκεί. Αν κρατούσε κι άλλο η κατάσταση, ποιος ξέρει τι θα έκανε ο Άσπελ…
Ο Ζαλάν τώρα θυμήθηκε και μια άλλη λεπτομέρεια για εκείνη την υπόθεση. Ενώ του είχε κακοφανεί αρχικά που η πολιτοφυλακή έμεινε εκτός, όταν έμαθε πως είχε αναμειχθεί η Αντικατασκοπεία, χάρηκε. Δεν ήξερε τότε ότι υπάρχουν και καλοί Αυστριακοί. Ή ότι θα μπορούσε να εμπιστευτεί κάποιον εξ αυτών.
Αλλά μπορούσε να βασιστεί στον Φάμπιαν Άσπελ;
Δεν ήξερε. Αλλά ήλπιζε.
Εκείνη τη στιγμή, του ήρθε μια ιδέα. Αν ο Άσπελ και ο Κέρσεν δεν τα πήγαιναν καλά… Μήπως αυτό ήταν κάτι που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί; Ο Κέρσεν ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του. Είχε πει ναι στο σχέδιο του Ζαλάν για το πώς θα προσπαθούσαν να ξεφύγουν, όμως το είχε κάνει μονάχα γιατί έβγαινε και ο ίδιος κερδισμένος. Θα έφευγαν από πάνω του οι ευθύνες που θα του επέρριπταν. Το ίδιο περίπου θα γινόταν και με τον Ζαλάν, αν και στη δική του περίπτωση τα ελαφρυντικά δεν θα έφταναν για να μείνει στην υπηρεσία. Θα έφευγε, αυτό ήταν σίγουρο. Αυτό που είχε σημασία πλέον ήταν το αν θα έμενε ζωντανός μετά την απόταξή του.
Βιάζεσαι, σκέφτηκε. Δεν τον ξέρεις τον κατάσκοπο. Ξέρεις πολύ λίγα πράγματα. Σημαντικά, αλλά λίγα. Καλύτερα να περιμένεις να τον δεις από κοντά και μετά αποφασίζεις.
Κι αν ο Κέρσεν προσπαθήσει να μου τη φέρει με κάποιον τρόπο;
Ο Ζαλάν κάλυψε το στόμα του, για να μη φανεί το χαμόγελό του. Υπήρχε το γράμμα των Βλαντιμιρέσκου. Ο άσσος στο μανίκι του. Ας τολμούσε ο Κέρσεν να κάνει καμιά μαλακία. Ο Ζαλάν τον περίμενε στη γωνία, με το όπλο έτοιμο να βάλλει, ενώ άλλοι στόχευαν τον ίδιο.
Ο αντιστράτηγος πήγε να πει κάτι, αλλά τότε ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.
Ο Κέρσεν έδωσε άδεια και μέσα μπήκε ένας αρχιλοχίας.
Μετά τα τυπικά, ο υπαξιωματικός είπε «Λάβαμε μια έκτακτη ειδοποίηση από τη φρουρά του Πουάνα Μπρασώφ, κύριε διοικητά».
Ο Κέρσεν και ο Ζαλάν αντάλλαξαν μια ανησυχητική ματιά.
«Τι ανέφεραν, αρχιλοχία;» ρώτησε ο Αυστριακός.
«Ήρθαν αντιμέτωποι με εχθρούς, κύριε διοικητά. Χθες το βράδυ. Δεν τους είδαν καλά, μόνο κάτι σκιές, έτσι τους περιέγραψαν. Οι δικοί μας τους πυροβόλησαν και εκείνοι εξαφανίστηκαν. Αλλά έχουν έναν μάρτυρα που επέζησε και που τους είπε… εμ…» Ο αρχιλοχίας δάγκωσε ελαφρώς το κάτω χείλος του, φοβούμενος ότι αυτό που θα έλεγε στη συνέχεια μπορεί να τσάντιζε τους ανωτέρους του.
«Λέγε, τι τους είπε;» φώναξε ο Κέρσεν.
«Ότι επιτέθηκαν σε αυτόν και στην παρέα του βρικόλακες, κύριε διοικητά».
*
Συνεχίζεται…
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Στο κείμενο αξιοποιούνται ιστορικά στοιχεία και πραγματικές τοποθεσίες, αλλά αυτό γίνεται κατά τρόπο μυθιστορηματικό.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/