,

Η τελευταία νύχτα

Ήταν ένα κρύο απόγευμα του Γενάρη. Ο Δημήτρης περπατούσε σκυφτός στους δρόμους του Πειραιά. Κάποιες φορές σήκωνε το βλέμμα, κοιτούσε γύρω την γειτονιά του. Όμως αυτό που αντίκριζε τον απογοήτευε, οπότε γυρνούσε ξανά στις σκέψεις του. Κάποιες φορές έκανε μερικούς μορφασμούς. Σαν να μην περνούσε καλά μαζί τους. Όπως όταν ένα αγκάθι σε ενοχλεί και ψάχνεις τρόπο να το βγάλεις έξω. Όμως αυτό είναι τόσο μικρό το άτιμο, που ξεγλιστράει και μπαίνει όλο και πιο βαθιά, οπότε οι κόποι σου είναι μάταιοι.

Έφτασε στο σπίτι του φανερά αναστατωμένος. Όσο και αν προσπαθούσε να κρυφτεί από την Αρετή, οι σπασμωδικές του κινήσεις φανέρωναν την ταραχή του. Πίστευε πως θα είχε περισσότερο χρόνο να προετοιμάσει την γυναίκα του για την απόφασή του. Ήξερε πως εκείνη είχε καταλάβει με το που πάτησε το πόδι του στο κατώφλι ότι κάτι τρέχει, τίποτα όμως δεν του είπε. Μόνο το βλέμμα του έψαχνε, αλλά εκείνος το απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι. Ένιωθε ξαφνικά σαν σχολιαρόπαιδο που είχε κάνει ζημιά και την έκρυβε φοβούμενο την τιμωρία. Όμως πλέον δεν είχε απέναντί του την μητέρα του ή τον δάσκαλο με την βίτσα, αλλά την αγαπημένη του. Όπου από 20 χρονών παιδιά στήριζαν ο ένας τον άλλον. Είχαν πάντα κοινά πιστεύω και ιδεολογίες και μαζί έχτισαν την ζωή που ήθελαν εκείνοι και όχι τα κοινωνικά πρέπει. Γι’ αυτό μαζί θα πάλευαν για αυτή την ζωή.

Έκατσαν να φάνε. Σιωπηλοί. Μόνο ο ήχος από τα πιρούνια τους ακουγόταν και οι ομιλίες των τελευταίων περαστικών που πήγαιναν σπίτια τους πριν την έναρξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Κάποια στιγμή πήρε την απόφαση να της μιλήσει.

«Βρήκα τον Νίκο στον δρόμο. Ήρθε από το βουνό για την κηδεία της μάνας του. Ήταν να φύγει την άλλη εβδομάδα αλλά τελικά θα φύγει αύριο το βράδυ» της είπε. Η Αρετή τον κοίταξε αινιγματικά. Ο Δημήτρης ήξερε πως η γυναίκα του θα καταλάβει και πως δεν είχε νόημα να της το έφερνε με τρόπο.

«Με τον καημό του έφυγε η γυναίκα. Εσύ γι’ αυτό είσαι έτσι; Επειδή θα φύγει πάλι ο Νίκος;»

«Όχι. Έχω πάρει μία απόφαση και χρειάζομαι την στήριξή σου…»

Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα. Τα μάτια της του κάρφωσαν τον νου σαν ξιφολόγχες. Αυτή η μικρή στιγμή ήταν αρκετή για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Ήξερε πως έρχεται μπόρα.

«Θα φύγεις πάλι; Όχι, όχι ξανά! Την τελευταία φορά κόντεψα να σε χάσω!»

Η Αρετή σηκώθηκε απότομα και με το χέρι της έριξε ό,τι είχε το τραπέζι. Ο Νίκος σηκώθηκε και προσπάθησε να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη απομακρύνθηκε συνεχίζοντας το παραλήρημα, λέγοντάς του πως δεν γίνεται να την αφήσει μόνη της, κυρίως τώρα που περιμένανε παιδί.

«Δεν γίνεται σε αυτούς τους καιρούς να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και το ξέρεις. Η πατρίδα και η ελευθερία μας χρειάζονται. Για το μέλλον του παιδιού μας πάω να παλέψω πρέπει να το καταλάβεις!».

«Το μέλλον του παιδιού μας είναι να μείνει ορφανό πριν ακόμα γεννηθεί; Το σχεδιάζεις καιρό έτσι; Γι’ αυτό ξαφνικά ήθελες να παντρευτούμε. Δεν ήθελες να με κάνεις γυναίκα σου, αλλά χήρα σου!»

«Ναι, σκέφτηκα ότι έπρεπε να σας εξασφαλίσω, αλλά σε παρακαλώ μην σκέφτεσαι έτσι…»

Η Αρετή στο άκουσμα αυτών των λέξεων εξαγριώθηκε περισσότερο. Πήρε ένα βάζο με μερικά κλαράκια λεβάντας που της είχε φέρει την προηγούμενη μέρα και το έριξε στον τοίχο.

«Θα έρθω και εγώ μαζί σου!» του είπε αποφασισμένη και στάθηκε μπροστά του.

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Στην κατάστασή σου! Εξάλλου αν φύγω εγώ και εσύ, ποιος θα συντονίζει την οργάνωση; Και τώρα που η εγκυμοσύνη σου είναι εμφανής, είσαι η τέλεια κάλυψη. Άκου με, είσαι πολύ πιο χρήσιμη εδώ»

«Δηλαδή εσύ θα γίνεις αντάρτης και εγώ θα κάθομαι απλά να γράφω προκηρύξεις; Εμείς δεν είμαστε έτσι. Και αν με πιάσουν τι θα γίνω χωρίς εσένα;»

«Κανείς δεν θα πειράξει μία γκαστρωμένη»

«Με κοροϊδεύεις; Ξέχασες τι έγινε στο Κομμένο πριν λίγους μήνες; Έσφαξαν τους πάντες! Ακόμη και μάνες με τα βυζανιάρικα αγκαλιά. Θα έρθω μαζί σου».

Ο Δημήτρης χτύπησε το χέρι στο τραπέζι τόσο δυνατά, που πίστεψε πως θα διαλυόταν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.

«Ξέχνα το! Δεν γίνεται και το ξέρεις! Στην τελική δεν υπάρχει χρόνος να κανονίσω και για σένα. Ξέρεις πολύ καλά πώς είναι τα πράγματα» της είπε και τα μάτια του έλαμψαν σαν να τα έσκιζαν κεραυνοί.

«Σε μισώ» ψέλλισε βουρκωμένη και κάθισε στην γωνιά του κρεβατιού τους.

«Εγώ όμως σε αγαπώ» της είπε και κάθισε δίπλα της. Αυτή η μικρή φράση που βγήκε από το στόμα της τόσο αδύναμα, τον πόνεσε περισσότερο και από δέκα σφαίρες. Παρόλο που ήξερε πως δεν την εννοούσε. Έμειναν εκεί ώρες, ακίνητοι και αμίλητοι. Τίποτα δεν ακουγόταν πια. Οι περαστικοί είχαν σωπάσει. Ο κόσμος όλος γύρω τους είχε σωπάσει. Σαν να φοβόταν ακόμα και η φύση να κουνήσει κάποιο φυλλαράκι μην τυχόν και τους ταράξει. Μόνο η φλόγα από την λάμπα σάλευε σε έναν καυτό χορό που θύμιζε το πάθος που κρυβόταν μέσα τους. Το πάθος για έρωτα, για ζωή, για ελευθερία. Το πάθος που είχε ο ένας για τον άλλον.

Το σπιτάκι όπου ζούσαν, με την μία κάμαρη, ήταν τόσο αποπνικτικό. Ενώ το ξύλινο κρεβάτι όπου καθόντουσαν δίπλα δίπλα αλλά χωριστά, ήταν σαν ωκεανός που πνίγονταν μέσα σε αυτόν και οι δύο, αλλά δεν κρατούσε ο ένας τον άλλον για να σωθεί. Μέχρι που κατάλαβαν πως ίσως αυτή να ήταν η τελευταία τους νύχτα. Αγκαλιασμένοι πλέον, στην αρχή σιωπηλοί και μετά σαν ταξιδευτές στον χρόνο αναπόλησαν όσα είχαν περάσει μαζί. Ήθελαν να ξανά ζήσουν την κάθε τους στιγμή, να μην ξεχάσουν τίποτα.

Την πρώτη φορά που ήρθε η Άρτεμη στην γειτονιά. Μία ορφανή που δούλευε στο ανθοπωλείο. Όλα τα αγόρια την θαύμαζαν, αλλά εκείνος είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του πως θα γεράσουν μαζί. Τα πρώτα τους φλερτ. Τις πολύωρες συζητήσεις για την ζωή. Τα πολλά όνειρα που είχαν αλλά τους έβαλε φρένο ο πόλεμος. Την επιστράτευσή του και την ένταξη της Αρετής στον Ερυθρό Σταυρό ως νοσοκόμα. Τον τραυματισμό του. Τότε που εκείνη τα παράτησε όλα για να είναι δίπλα του. Εκείνη με υπομονή και αγάπη τον έκανε ξανά καλά. Η εγκυμοσύνη της και ο απρόοπτος γάμος τους.

Μίλησαν και για το μέλλον. Ήταν αισιόδοξοι, σε λίγο όλα θα τελείωναν. Ο Δημήτρης θα γυρνούσε σώος, η Αρετή θα γεννούσε και θα έφευγαν για κάποιο χωριό να ασχοληθούν με την γη που αγαπούσαν και οι δύο. Εκεί κανείς δεν θα τους ήξερε οπότε όλα θα ήταν καλύτερα και κανένας δεν θα τους κοιτούσε με μισό μάτι όπως στον Πειραιά. Θα έκαναν και άλλα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια σίγουρα. Θα τα σπούδαζαν όλα ώστε να γίνουν χρήσιμα μέλη της κοινωνίας.

Είπαν λόγια αγάπης που δεν είχαν ξανά πει ο ένας στον άλλον. Έκαναν έρωτα όπως την πρώτη τους φορά. Το ξημέρωμα τους βρήκε στο κρεβάτι, με το κεφάλι του Δημήτρη στην κοιλιά της Αρετής να μιλάει στο παιδί του και να του δίνει υποσχέσεις για έναν καλύτερο κόσμο.

Η γαλήνη όμως διακόπηκε βίαια. Στην θέση των τρυφερών λέξεων ακούγονταν σειρήνες. Η Γη πλέον έτρεμε σαν να ήθελε να ξεκολλήσει. Δυνατοί κρότοι παντού και σκόνη. Δεν ήξεραν τι γινόταν και από πού έπεφταν βόμβες. Δεν έβλεπαν τίποτα, μόνο άκουγαν. Επίγεια κόλαση. Αυτό ήταν. Γιατί αν στην κόλαση υπάρχει κάποιος θόρυβος, αυτός θα είναι από βόμβες. Η Αρετή κράτησε την κοιλιά της και έσκυψε. Ο Δημήτρης έπεσε πάνω της ώστε να προστατέψει ό,τι πολυτιμότερο είχε. Για ό,τι πάλευε τόσα χρόνια.

Έτσι τους βρήκαν και κάποιες ώρες αργότερα. Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1944.

Χρυσοβαλάντου Σαρρή

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading