,

Μικρές και μεγάλες ιστορίες αγάπης – Μαρία

«Εγώ θα σε είχα βασίλισσα!» της έλεγε, «Δεν θα σε άφηνα να τρυπάς τα χέρια σου με τη βελόνα, θα είχες ό,τι ήθελες!». Αυτά και άλλα πολλά της έλεγε της Μαρίας ο Γιώργος.

Καθώς έραβε στη ραπτομηχανή της, δίπλα στο παράθυρο του προσφυγικού πατρικού της στην Καισαριανή, εκείνος της κτυπούσε το παντζούρι και αν ήταν μόνη του άνοιγε λίγο.

Η Μαρία ήταν πολύ ντροπαλή. Ένα φοβισμένο πλάσμα χωρίς πολύ αυτοπεποίθηση. Θες ο διωγμός από τη Σμύρνη, θες η Κατοχή, οι κακουχίες είχαν αφήσει τα σημάδια τους και στην ψυχολογία της. Η αδερφή της Ελευθερία δεν ήταν έτσι. Εξωστρεφής, γελαστή, πετούσε τη σκούφια της για μια βόλτα, ένα σινεμά με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια τους. Έχει παντρευτεί και έχει δική της οικογένεια.

Τα αδέρφια της Μαρίας δουλεύουν σκληρά για να φροντίζουν την ίδια και την μητέρα τους, αλλά δεν έχουν πάντα δουλειά. Γι’ αυτό η Μαρία προσπαθεί να προσθέσει στο εισόδημά τους με την μοδιστρική της. Ξέρει ότι πρέπει να παντρευτεί κάποια στιγμή, είναι ήδη μεγάλη για τα δεδομένα. Να εμπιστευτεί εκείνον; Της μιλάει τόσο όμορφα! Της είπε ότι θα έρθει να τη ζητήσει από τους δικούς της με τα αδέρφια του. Της υπόσχεται τα πάντα και αποφασίζει να τον εμπιστευτεί!

Μέσα δεκαετίας ’50.

Η Μαρία ακούει τα βήματά του να πλησιάζουν στην αυλή και χλομιάζει! Πώς θα γύρισε πάλι σήμερα; Πόσο οργισμένος;

Το μαρτύριό της άρχισε από το τέλος του μυστηρίου του γάμου τους. Παθολογική ζήλια! Από την στιγμή που χαιρετούσαν φίλους και συγγενείς στην εκκλησία. Έσκυβε στο αυτί και της έλεγε «Και αυτόν τον είχες εραστή;». Εκείνη τα έχασε, αλλά από εκείνη τη στιγμή, η βία και ο τρόμος έγιναν καθημερινοί σύντροφοί της. Βέβαια η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα, αλλά δεν ήταν από την αρχή όλες οι στιγμές τους κακές. Υπήρχαν και καλές μέρες.

Άλλωστε όποτε ήταν βίαιος, κάθε φορά της ζητούσε γονατιστός συγνώμη και υποσχόταν ότι θα ήταν η τελευταία… Κι εκείνη τον πίστευε ή το ήλπιζε. Τώρα οι περισσότερες μέρες τους ήταν άσχημες, ελάχιστες ήταν καλές. Στα αδέρφια της δεν τολμούσε να το πει. Μα τους ζήλευε και αυτούς. Γι’ αυτό την πήρε να μείνουν μακριά, σε άλλη γειτονιά. Προσπαθούσε όσο μπορούσε να μην τον εξοργίζει, για το παιδί που περίμενε. Ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και φοβόταν, πάντα φοβόταν.

Τα βήματα πλησίαζαν, άνοιξε η πόρτα και μπήκε εκείνος μέσα. «Τι συμβαίνει, γιατί είσαι χλομή; Φοβάσαι; Κρύβεις κανέναν;». Άρχισε να ψάχνει το δωμάτιο και να σπάει πράγματα. Η Μαρία έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά της, ήξερε τι θα ακολουθούσε!

Τα αδέρφια της Μαρίας κοίταζαν τον αστυνόμο μπροστά τους αγριεμένοι! Ήταν αποφασισμένοι.

«Κάντε ό,τι θέλετε κύριε Αστυνόμε, αλλάζουμε γνώμη, το βλέπετε θα τη σκοτώσει! Ξέραμε ότι ζήλευε παθολογικά, το μάθαμε δυστυχώς από τους συγγενείς του όταν ήταν αργά, μετά το γάμο» ο Γιώργος συνέχισε αγανακτισμένος. «Προσπαθήσαμε να την πάρουμε από κοντά του πολλές φορές, αλλά έλεγε τον αγαπώ, είναι άνδρας μου και επέμενε. Αλλά κύριε Αστυνόμε, όταν μας βρήκε η γειτόνισσά τους και μας παρακάλεσε να την πάρουμε απ’ αυτόν γιατί θα την σκοτώσει, το ποτήρι ξεχείλισε! Η γυναίκα έχει δυο γιους στο Γυμνάσιο και φοβόταν, μήπως τα παλικάρια της δεν αντέξουν καμιά φορά και πηδήξουν την μάντρα της αυλής να επέμβουν και γίνει κανένα κακό και βρουν μπελά».

Ο Μιχάλης πρόσθεσε «Δεν τα ξέραμε όλα βλέπετε. Εκείνη δεν θέλει διαζύγιο, δεν θέλει τίποτα. Δεν πρόκειται να ξαναπαντρευτεί, δεν θέλει, έχει πεισθεί ότι τον αγαπάει ακόμα. Δεν ξέρω και εγώ τι σκέφτεται, αυτός όμως δεν αλλάζει. Μόνο να μην περάσει ούτε από το άλλο τετράγωνο κοντά από το σπίτι! Είναι ενήμεροι όλοι στη γειτονιά, τα ξαδέρφια μας όλοι οι φίλοι και συγγενείς!»

«Καταλαβαίνω!» είπε ο Αστυνόμος «Θα φροντίσουμε να μην ξαναπλησιάσει. Πώς είναι τώρα η αδερφή σας;»

«Βγαίνει από το νοσοκομείο σήμερα. Είχε πρόωρο τοκετό. Το κοριτσάκι της δεν τα κατάφερε, δυστυχώς. Μάθαμε από τις νοσοκόμες ότι προσπάθησε να την δει! Γι’ αυτό λέω, αν τον δούμε κοντά της…»

Γύρισαν τον κοίταξαν όλοι, κάτι πήγε να πει θυμωμένος, μα τελικά έσκυψε το κεφάλι. «Έχετε δίκιο, δεν θα την ξαναενοχλήσω…» Και έφυγε για πάντα από τη ζωή τους.

Για χρόνια η Μαρία, μέχρι το θάνατό του, φοβόταν μην τον συναντήσει στο δρόμο της. Μόνο στα γεράματά της, έχοντας άνοια, γύριζε σε εκείνα τα χρόνια του ’50 μπερδεμένη και έλεγε πόσο την αγαπούσε ο άνδρας της και πώς τα αδέρφια της, με κάποιο ψέμα, την πήραν από κοντά του.

Σαράφογλου Σοφία

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading