,

Το αντίο στα μάτια σου

Ο Στάμος ήταν αμφιλεγόμενος. Από πολύ μικρός έμαθε να δουλεύει σκληρά για να αποκτά όσα επιθυμεί και να προγραμματίζει τα πάντα στη ζωή του. Ο παππούς του τον έμαθε να βασίζεται στον εαυτό του για οτιδήποτε θέλει να καταφέρει και να μην ζητάει ποτέ τη γνώμη τρίτων για τις δικές του αποφάσεις. Η γιαγιά του τον δίδαξε να είναι ταπεινός και ειλικρινής, να κάνουν θόρυβο οι πράξεις του και τα λόγια του ησυχία. Η παντελής απουσία των γονιών του – ένας πατέρας που δεν ήθελε ευθύνες και μια μητέρα που κυνήγησε τα απωθημένα της – του είχε προκαλέσει μια αόρατη πληγή βαθιά στο σημείο που λένε ότι βρίσκεται η καρδιά. Μια πληγή που με τα χρόνια τον έκαιγε όλο και περισσότερο κι έσβηνε, καμιά φορά, κάθε καλοσύνη μέσα του. Ο Στάμος άρεσε στα κορίτσια. Το γεροδεμένο παρουσιαστικό και το γλυκό του χαμόγελο σε συνδυασμό με τον σκληραγωγημένο χαρακτήρα του ήταν μια ακαταμάχητη συνταγή. Έχοντας απόλυτη επίγνωση της γοητείας του, λάτρευε να παίζει με κάθε κοπέλα που έδειχνε τσιμπημένη μαζί του. Δεν ντρεπόταν να τους δίνει ελπίδες και μετά να τις παίρνει πίσω ή να δίνει υποσχέσεις που δεν επρόκειτο να κρατήσει. Έτσι δεν δενόταν κι έβαζε όρια. Αυτό του είχε μάθει ο πιο αγαπημένος του άνθρωπος, ο θείος Νάσος. Ο Νάσος ήταν άτεκνος, ολομόναχος στο κόσμο κι ανεπιθύμητος ακόμη κι από τις πέτρες. Στα μάτια του μικρού είδε τον γιο που δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει και από τη γέννησή του έδωσε όρκο να τον κάνει ευτυχισμένο. Ο Στάμος στο πρόσωπο του θείου του είδε τον γονιό που του έλειπε. Τον λάτρευε και τον θαύμαζε σε σημείο που ήθελε να του μοιάσει, κι ας ήταν σε πολλά ανώτερος. Τον αγαπούσε περισσότερο από τον οποιονδήποτε και τον εμπιστευόταν τυφλά για τα πάντα. Κι ας είχε μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του. Κι ας ήταν αρκετά δυνατός και ικανός. Τον κρατούσε στο πλευρό του σαν φυλαχτό. Γιατί ήταν ο μπαμπάς του.

Ο Νάσος ήθελε να αναθρέψει τον μικρό ώστε να γίνει ένας άντρας με κοφτερό μυαλό, αρρενωπό παρουσιαστικό και γεμάτη τσέπη. Αυτό ήταν το πακέτο που έπρεπε να έχει για να είναι πετυχημένος. Για την εξυπνάδα χρειαζόταν εμπειρίες και σπουδές, για την ομορφιά διατροφή και γυμναστική και για την τσέπη να δουλεύει πολύ μέχρι να πιάσει τη καλή. Και λέγοντας καλή εννοούσε μια πλούσια νύφη που θα πλήρωνε τόσο όσο για να τον αποκτήσει. Δεν χρειαζόταν να την αγαπάει. Η αγάπη ήταν για τους αδύναμους. Σημασία είχε η μελλοντική νύφη να προερχόταν από καλό σπίτι, να είχε μυαλό και υπόβαθρο, καλή φήμη και λεφτά. Γιατί στη ζωή πρέπει να συμβιβάζεσαι και να εκμεταλλεύεσαι οτιδήποτε, κι οποιονδήποτε, εμφανίζεται στο δρόμο σου για να προχωράς και να εξελίσσεσαι. Χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς κολλήματα. Όσο ο Στάμος μεγάλωνε τόσο απομακρυνόταν από τους παππούδες του και κολλούσε στον θείο του. Κι όσο ρουφούσε σαν σφουγγάρι τα μαθήματα του νέου του μπαμπά τόσο μεταμορφωνόταν σε κάποιον, κάτι, που απείχε έτη φωτός από αυτό που ήταν πραγματικά. Ήταν τόσο προσκολλημένος σε εκείνον που δεν άκουγε τίποτε πέρα από το λόγο του και οποιοσδήποτε τον αμφισβητούσε γινόταν αυτομάτως εχθρός του. Μέχρι να βρεθεί τη χρυσή νύφη, ο Νάσος τον συμβούλευε να περνάει απλώς καλά με τα κορίτσια και πάντα να επιλέγει μόνο καλλονές. Γιατί αν ένα κορίτσι δεν είναι όμορφο καμία αξία δεν έχει…

Η Ματρώνα ξεπετάχτηκε από το πουθενά για να κάνει το Νάσο να πάθει δέκα εγκεφαλικά.

Ήταν  η ξαδέρφη της νέας σχέσης του κολλητού του Στάμου. Ήταν αντισυμβατικά όμορφη, αγαπούσε το σινεμά και τη μουσική και από τις τσέπες της έβγαιναν μονάχα αράχνες. Ο Στάμος την ερωτεύτηκε από τη πρώτη στιγμή που την είδε και όταν το κατάλαβε ο Νάσος, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να αποτρέψει το μοιραίο… ένα μοιραίο που έμελλε να σημαδέψει τις ζωές τους και να τους στοιχειώνει για πάντα.

Κάποτε, όλη η παρέα του Στάμου αποφάσισε να πάει σινεμά και καλεσμένος ήταν και ο απαγορευμένος καρπός. Κάθισαν στην εξέδρα με μια ντουζίνα ποπκόρν και coca cola, η Ματρώνα δίπλα δίπλα με τη ξαδέρφη της και ο Στάμος στην άλλη γωνία, μακριά της. Δίπλα του καθόταν μια low badget, καθημερινή απομίμηση της Irina Shayk, του μοντέλου με το οποίο ο Στάμος δήλωνε αιώνια ερωτευμένος κι έβγαινε μόνο με κορίτσια που τη θύμιζαν. Ωστόσο, εκείνος δεν κοιτούσε ούτε την καλλονή ούτε την ταινία, ούτε καν το ρολόι του. Παρατηρούσε τη Ματρώνα. Πόσο συνεπαρμένη ήταν από τη ταινία, τον τρόπο που τα συναισθήματα ακτινοβολούσαν σαν πυροτεχνήματα στο πρόσωπό της κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο χανόταν στα λαμπερά μάτια της. Όταν ο Νάσος είδε αυτό το χαζεμένο βλέμμα στα μάτια του κατάλαβε τα πάντα. «Μακριά από αυτήν. Δεν είναι για σένα. Δεν μπορεί να σταθεί δίπλα σου». Κι όντως, τον άκουσε και τα κατάφερε, γιατί χάθηκαν πριν καλά καλά βρεθούν. Ήταν εύκολο να την ξεχάσει για λίγο.

Δυο χρόνο αργότερα, τη συνάντησε κατά τύχη στο γυμναστήριο. Τράβηξαν ο ένας τον άλλον σαν μαγνήτες και πριν το καταλάβουν κανόνιζαν να βρίσκονται την ίδια μέρα κάθε μέρα και ανάμεσα στα διαλείμματα των προπονήσεων συζητούσαν για τα πάντα: ταινίες, συγκροτήματα και κάπου κάπου τις ανησυχίες τους. Ο Νάσος δεν άργησε να το πάρει χαμπάρι και ακολούθησε άλλη τακτική για να τους χωρίσει, μια πιο πανούργα. Του απαγόρευσε να την βλέπει οπουδήποτε αλλού εκτός από το γυμναστήριο και ο μικρός πάνω στην απελπισία του δέχτηκε. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός η κοπέλα προβληματιζόταν. Αναρωτιόταν γιατί δεν της ζητούσε να βγούνε εφόσον του άρεσε και ήταν ελεύθερος. Δεν τον ρώτησε ποτέ, ωστόσο, από φόβο μην τον χάσει. Της είχε γίνει απαραίτητος. Κάποτε, εντελώς απρόσμενα, της πρότεινε αυθόρμητα να πάνε σινεμά κι εκείνη δέχτηκε με μεγάλη της χαρά. Αλλά κάτι μέσα της την έτρωγε… και στον τρόπο που την είχε κοιτάξει όταν δέχτηκε είδε κάτι το αναξιόπιστο. Κι αφού την έτρωγε μερίμνησε για τα μελλούμενα. Δυο ώρες πριν την προβολή, ο Στάμος έφερε μαζί του τον κολλητό του για να πάνε οι τρεις τους σινεμά. Όταν τον είδε η Ματρώνα δεν σχολίασε τίποτα από διακριτικότητα. Κι ας την είχε πειράξει η απότομη αλλαγή της εξόδου. Κι ας την έκαιγε μέσα της η επιβεβαίωση πως εκείνος απέφευγε να κυκλοφορεί έξω μαζί της μόνος. Όμως ο φίλος του, που είχε δει την απογοήτευση στα μάτια της, αρνήθηκε να έρθει. Και τότε ξεκίνησε η τρέλα: ο Στάμος άρχισε να τον παρακαλάει μπροστά της για να έρθει μαζί τους. Κι όσο αρνιόταν ο άλλος τόσο απελπιζόταν εκείνος. Κι όσο απελπιζόταν τόσο τον παρακαλούσε. Κι όταν είδε πως δεν θα γίνονταν με τίποτα τρεις, της πέταξε κάτι χειρότερο.

«Πρέπει να το ακυρώσουμε γιατί έχει γενέθλια η κοπέλα μου και θα πάω να την δω».

Η Ματρώνα είχε έτοιμη την απάντησή της. «Έχω ήδη κανονίσει να βγω». Και ήταν αλήθεια. Κορίτσι πράγμα, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει μόνη της στο σπίτι Σάββατο βράδυ. Ούτε καν για χάρη του. Η ειρωνεία ήταν πως εκείνος θίχτηκε.

«Είχαμε κανονίσει και εσύ έκανες σχέδια με άλλους».

Του χαμογέλασε ειρωνικά.

«Ω ναι!».

Λίγα μέτρα παραπέρα, γελούσαν τα μουστάκια του Νάσου. Πλέον ήταν δεδομένο ότι θα κόψουν. Ήξερε πόσο θα στοίχιζε στο κορίτσι η ξεφτίλα του μικρού, η ακύρωση της τελευταίας στιγμής και η ύπαρξη μιας άλλης κοπέλας, έστω κι αν ήταν ψέμα. Και η ντροπή που θα ένιωθε ο μικρός αργότερα, όταν θα αναλογιζόταν τη διπλή μαλακία που είχε κάνει, ήταν αρκετή για να τον απομακρύνει από αυτήν. Γιατί, ενίοτε, ο άνθρωπος αποφεύγει εκείνους που γνωρίζουν τις αδυναμίες του. Και ο αγέρωχος Στάμος είχε δείξει μπόλικη στην πιτσιρίκα με τα τζιν και τα άρβυλα.

Η μοίρα τους έφερε κοντά δυο τρία αργότερα. Ήταν και οι δυο τους μεγαλύτεροι, πιο ώριμοι και πιο περπατημένοι. Ο Στάμος είχε βγάλει το στρατιωτικό του, σπούδαζε και μάζευε χρήματα για τα μεταπτυχιακά του ενώ η αναζήτηση της χρυσής νύφης αχνοφαινόταν ακόμη. Ο Νάσος ακόμη κυριαρχούσε στη ζωή του και την κατέστρεφε αργά και ύπουλα. Η Ματρώνα σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης και δούλευε για να μαζέψει χρήματα για ένα ταξίδι. Όταν είχε ελεύθερο χρόνο, της άρεσε να φοράει τα ακουστικά της και να κάνει μεγάλες βόλτες σε όλη την πόλη. Κι όταν ένα τραγούδι τελείωνε κι έκανε μερικά δεύτερα ησυχία πριν δώσει τη σειρά του στο επόμενο, σε αυτή τη σιωπή της μουσικής και της ψυχής που πρόσμενε, τολμούσε να θυμηθεί αυτά τα γατίσια, γλυκά μάτια και να παραδεχτεί ότι της έλειπαν.

Όταν την είδε ξανά έχασε το μυαλό του. Στα μάτια του φάνταζε το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου κι έπιασε τον εαυτό του να της μιλάει όπως παλιά. Κι εκείνη έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της μόλις τον είδε να την πλησιάζει. Όταν τα όμορφα μάτια του την κοίταξαν με το παλιό, παιδικό του βλέμμα ήξερε ότι της ήταν αδύνατο να του κρατήσει κακία. Εκείνο το καλοκαίρι την κάλεσε για ένα καφεδάκι στο beach bar που δούλευε. Στην αρχή, το κορίτσι δίστασε γιατί δεν είχε ξεχάσει τα προηγούμενα. Αλλά, υπέκυψε στα πόδια της που την οδηγούσαν δίχως λογική. Ήταν το αναγκαίο λάθος για να το πάρει απόφαση και να πάει παρακάτω στη ζωή της. Στην αρχή, ήταν ονειρικός. Ανάμεσα στις παραγγελίες και στο σέρβις τη φλέρταρε και της μιλούσε για τα πάντα. Περνούσε από την ξαπλώστρα της και της έριχνε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Πολλές φορές την είχε κεράσει το καφέ της και όταν δεν τον έβλεπε τη χάζευε να μαυρίζει. Μετά τον πρώτο μήνα, η σιγουριά της ότι όλα θα ήταν διαφορετικά εκείνη τη φορά εξανεμίστηκε. Δεν της ζητούσε να βγουν αλλά της έλεγε στην ψύχρα πως έβγαινε με άλλες. Όποτε δεν πήγαινε τη ρωτούσε γιατί δεν ήρθε να τον δει. Όταν πήγαινε και καθόταν λίγο της ζητούσε να κάτσει παραπάνω. Κάποιες φορές της μιλούσε και άλλες καθόλου. Τη μια στιγμή της ζήτησε να πάνε διακοπές μαζί και την επόμενη τον είδε να φλερτάρει με κάποια άλλη. Ζήλευε τους άντρες που την προσέγγιζαν και φρόντιζε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ήταν η γκόμενά του χωρίς να είναι η γκόμενά του. Κάποτε, ο Νάσος αποφάσισε να περάσει να του πει ένα γεια… κι όταν την είδε άσπρισε. Η Ματρώνα παρατήρησε πως, όσο βρισκόταν ο Νάσος κοντά του, ο Στάμος δεν της έριξε ούτε μισή ματιά, σαν να ήταν κάτι παραπάνω από ξένη και κάτι λιγότερο από γνωστή. Κι όταν ο θείος του έφυγε, έγινε ξανά ο εαυτός του κοντά της. Το χειρότερο όμως ήταν η απάντησή του αργότερα στο σπίτι, όταν ο θείος του τον ρώτησε τι δουλειά είχε αυτή εκεί:

«Είδε ότι δουλεύω εκεί και έρχεται για να με βλέπει γιατί είναι ακόμη καψούρα μαζί μου. Μην σε αγχώνει, άκακη είναι, δεν με ενοχλεί καθόλου».

Δεν ντράπηκε στιγμή να πει ψέματα. Δεν είχε ενδοιασμούς να ρίξει την εικόνα της κοπέλας. Αρκεί να γινόταν το δικό του. Αυτό που ήθελε ο Στάμος ήταν να κάνει το κέφι του θείου του, που αντιπαθούσε υπερβολικά πολύ το κορίτσι και αδυνατούσε να καταλάβει το λόγο, και συγχρόνως να είναι με τη Ματρώνα. Γιατί ήταν ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια. Γιατί τις νύχτες μετά το σχόλασμα, τη φώναζε να έρθει για να ζουν το όνειρο. Κολυμπούσαν, έπιναν να ουισκάκια τους ακούγοντας μουσική κι έκαναν παθιασμένο έρωτα μέχρι το ξημέρωμα. Όποτε επέστρεφε σπίτι του σαν τον κλέφτη και κρυβόταν στην κάμαρά του πίστευε ότι το λυκόσκυλο δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κι ο Νάσος γελούσε πονηρά καθώς μηχανευόταν σενάρια και σχέδια.

Προς το τέλος του Σεπτεμβρίου και της σεζόν, ο Στάμος είχε τα γενέθλιά του. Εκείνο το πρωί η Ματρώνα φόρεσε το φρεσκοαγορασμένο μαγιό της με μεγάλη ανυπομονησία. Πήρε το δρόμο για την παραλία κρατώντας το δωράκι που του είχε πάρει. Είχε σκοπό να του ευχηθεί και να του ζητήσει να κάνουν το επόμενο βήμα, δηλαδή να προχωρήσουν τη σχέση τους κι έξω από τη δουλειά του. Γιατί δεν υπήρχε λόγος να κρύβονται. Όμως ο Στάμος δεν ήταν εκεί. Κάθισε προβληματισμένη στη ξαπλώστρα της και μπήκε αυτόματα στα social media, κάτι της έλεγε να κοιτάξει εκεί… είδε ένα story που είχε ανέβει πριν λίγες ώρες. Ο Στάμος καμάρωνε στην κάμερα αγκαλιά με μια τουρίστρια κι ο κολλητός του έκανε τη φάση του μαζί με τις υπόλοιπες της παρέας. Έπιναν, έκαναν ναργιλέ και γελούσαν από έκσταση και μέθη. Τα δάκρυα κύλησαν αυτόματα από τα μάτια της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν τον άντεχε. Είχε βάλει τον εαυτό της τελευταίο, είχε συμβιβαστεί με τις κρυφές συναντήσεις και του είχε προσφέρει ολοκληρωτικά τον εαυτό της με την ελπίδα ότι… ότι….

Ο Νάσος εμφανίστηκε δίπλα της τόσο απότομα που κόντεψε να πέσει στην άμμο από την τρομάρα της. Γελούσε πονηρά και την κοιτούσε με ένα βλέμμα τόσο γλοιώδες που της ήρθε εμετός. Κοίταξε γύρω της για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν μόνο οι δυο τους στο beach bar.

«Άδικα τον ψάχνεις. Δεν πρόκειται να έρθει. Θα κοιμάται μέχρι αύριο» είπε καικάθισε δίπλα της, ανάβοντας τσιγάρο. «Κοντεύουμε δεκαετία… και δεν το παίρνεις ακόμη απόφαση;».

Η κοπέλα τον κοιτούσε σιωπηλή. Προτιμούσε να μην αντιδράσει αμέσως. Ο άντρας αυτός ήταν σιχαμένος κι επικίνδυνος. Ό,τι κι αν γινόταν κανείς δεν θα την άκουγε.

«Σε παραδέχομαι για το πείσμα σου. Δεν τα παρατάς εύκολα. Οποιαδήποτε άλλη, έπειτα από τόση ταπείνωση, θα τον είχε γράψει και θα συνέχιζε τη ζωή της» πέταξε λίγη στάχτη στην άμμο.  «Αλλά εσύ εκεί, να επιμένεις. Θα σου το πω στα ίσια, δεν σε θέλω για τον γιο μου. Είσαι λίγη, δεν μπορείς να σταθείς δίπλα του και είσαι ένα χαντάκωμα για αυτόν». Τα κοφτερά του μάτια κοιτούσαν τη στεναχώρια και την απογοήτευση που είχαν παραμορφώσει το πρόσωπό της. «Αλλά ούτε ο μικρός σε θέλει! Απλά παίζει μαζί σου μέχρι να του περάσει. Γιατί αν σε ήθελε τόσο πολύ, αν ήταν άντρας, θα μου πήγαινε κόντρα και θα σε διεκδικούσε. Με τον ωραίο τρόπο, το σωστό, όχι να σε κρύβει στις παραλίες και στα γυμναστήρια» είπε γελώντας ειρωνικά. «Εσύ δεν έχεις κανένα εγωισμό; Καμία υπερηφάνεια; Πώς περιμένεις να σε δει σοβαρά, να σε εκτιμήσει, να σε σεβαστεί, όταν δέχεσαι όλες τις μαλακίες του και του το δίνεις στο πιάτο;».

Όταν είδε τα νέα δάκρυα στα μάτια της κάτι μαλάκωσε μέσα του, μα, το ξέκοψε στον εαυτό του αμέσως.

«Αν σε ήθελε πραγματικά, εσύ θα ήσουν δίπλα του χθες, όχι η μοντέλα που έκανε ναργιλέ. Για αυτό αν έχεις έστω και λίγη αξιοπρέπεια, φύγε από εδώ. Ξεκουμπίσου και μην τον ενοχλήσεις ξανά. Είναι για μεγάλα πράγματα ο Στάμος. Δεν θα επιτρέψω να καταστραφεί με σένα».

Η Ματρώνα σηκώθηκε παραπατώντας κι έκανε να φύγει, μα, τα πόδια της δεν τη κράτησαν. Πριν το καταλάβει έπεφτε και ο Νάσος την κράτησε όρθια ξαφνιασμένος. Μόλις το συνειδητοποίησε τραβήχτηκε ουρλιάζοντας.

«Μην με αγγίζεις κάθαρμα! Φύγε από κοντά μου! Καθίκι!» φώναξε κι έφυγε τρέχοντας.

Όταν ο Στάμος επέστρεψε στη δουλειά του κακοφάνηκε απίστευτα που το κορίτσι του απουσίαζε. Στην αρχή καθησύχασε τον εαυτό του, ήταν σίγουρος ότι της είχε τύχει κάτι και θα ερχόταν. Αλλά δεν ήρθε ποτέ. Οι μέρες έγιναν βδομάδες και οι βδομάδες μήνας. Όταν τα μηνύματά του έμειναν αναπάντητα και οι κλήσεις του βουβές, απελπίστηκε. Κι όταν της χτύπησε τη πόρτα και του άνοιξε ενοχλημένη ήρθε αντιμέτωπος με μια ξένη. Τα μάτια της ήταν ψυχρά κι απόμακρα και τα χείλη της πιεσμένα, μια λεπτή ίσια γραμμή που έσταζε δηλητήριο. Καμία σχέση με το λαμπερό κορίτσι του σινεμά, τη γλυκά έφηβη του γυμναστηρίου και τη φλογερή γυναίκα της παραλίας. Του κόπηκε η μιλιά, δεν του έβγαινε να πει τίποτα.

«Αν δεν έχεις να πεις τίποτα σήκω και φύγε όπως ήρθες!» του μίλησε τόσο απότομα που κάτι σφίχτηκε στο στήθος του.

«Γιατί μου μιλάς έτσι άσχημα; Τι έκανα;».

Ή όντως δεν είχε αντίληψη των πράξεών του ή είχε πλήρη αντίληψη και τη κορόιδευε, δίλημμα που την έκανε έξαλλη.

Πήγε να του κλείσει τη πόρτα κι εκείνος την έσπρωξε για να μπει στο σπίτι.

«Δεν θα μου ξανακλείσεις τη πόρτα στα μούτρα εμένα, το άκουσες!» φώναξε γεμάτος νεύρα.

«Έτσι να φωνάξεις στις πατσαβούρες που βγάζεις για ναργιλέ, όχι σε μένα!» αντιγύρισε εκείνη αφήνοντάς τον να την κοιτάζει ξανά με το στόμα ανοιχτό. «Αρκετά τράβηξε αυτό. Κάναμε τη πλάκα μας, περάσαμε όμορφα αλλά έληξε η κολόνια. Είναι καιρός να τα σπάσουμε».

Καμία, ποτέ, δεν είχε τολμήσει να τον χωρίσει και να τον διώξει τόσο απότομα. Κάτι έσπασε μέσα του.

«Έχεις τρελαθεί;» φώναξε κοιτώντας τη σαν χαμένος. «Τι είναι αυτά που λες;»

«Δεν θέλω να σε ξαναδώ. Εκμεταλλεύτηκες την καψούρα που σου είχα και με ξεφτίλισες . Και να ξέρεις ένα πράγμα: ο θείος σου είναι μεγάλο καθίκι κι αν δεν του δώσεις το μπούλο θα σε καταστρέψει!»

Εκεί το μυαλό του γύρισε κι έγινε απειλητικός και νευρικός.

«Δεν θα ξαναμιλήσεις άσχημα για τον θείο μου, κατάλαβες;» ούρλιαξε μέσα στο πρόσωπό της. «Τον αγαπώ, είναι ο μπαμπάς μου και με προσέχει!».

«Δεν είναι πατέρας σου! Ένας μαλάκας που τον ξέρασε η ζωή είναι και ξεσπάει τα απωθημένα του πάνω σου!» ούρλιαξε κι εκείνη πιο δυνατά, ξεσηκώνοντας όλη τη πολυκατοικία. «Παράτα τον πριν να είναι αργά, θα το μετανιώσεις κάποτε!».

«Πάψε! Σκάσε!»

Τον έπιασε από το μπράτσο απελπισμένη.

«Δίπλα του γίνεσαι ο μεγαλύτερος μαλάκας του κόσμου! Φύγε από αυτόν! Θα γίνεις ένα τέρας δίπλα του! Σταμάτα να παίζεις με τα κορίτσια!Αν δεν αλλάξεις θα καταλήξεις ολομόναχος στο κόσμο να πηδάς από μπoυρδέλo σε μπoυρδέλo και…»

«ΣΚΑΣΕ!»

Το χέρι του έφυγε χωρίς να το καταλάβει. Τη χτύπησε τόσο δυνατά κι απότομα που την πέταξε στο τοίχο και έσκασε στο πάτωμα με κομμένη την ανάσα. Τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο και το σοκ. Πονούσε τόσο που δεν μπορούσε να σαλέψει. Κι εκείνος έμεινε να κοιτάει μια εκείνη και μια τη γροθιά του που έτρεμε. Έκανε να την πλησιάσει κι εκείνη έβαλε τις φωνές κλαίγοντας. Έφυγε σαν τον κλέφτη, χωρίς να την κοιτάξει, χωρίς να πει κουβέντα. Μόλις κλείστηκε στο ασανσέρ έπεσε στο πάτωμα κλαίγοντας.

 

 

Δέκα χρόνια αργότερα, η Ματρώνα κατάφερε να κάνει όχι μόνο το ταξίδι των ονείρων της αλλά πολλά όμορφα και σπουδαία πράγματα. Ένα βράδυ κοντά στα τέλη του Σεπτέμβρη, φόρεσε τα ακουστικά της κι έκανε το γύρω της πόλης. Άκουγε τα αγαπημένα της κομμάτια παρατηρώντας τις εναλλαγές της νυχτερινής αύρας πάνω στα κτήρια και στους ανθρώπους και αναρωτήθηκε πόσο ονειρικά φαντάζουν όλα μόλις δύει ο ήλιος. Όταν επέστρεφε αποφάσισε να περάσει από τα κλαμπάδικα. Παρατηρούσε τον κόσμο που περίμενε να μπει όταν ξεχώρισε μια φυσιογνωμία τρομερά γνωστή κι απίστευτα άγνωστη. Μόλις τον είδε μούδιασε ολόκληρη, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Όταν οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, η καρδιά του κομματιάστηκε.

Ο Στάμος δούλευε πόρτα. Σκιά του εαυτού του, πρησμένος και ταλαιπωρημένος. Έκοβε τον κόσμο ντυμένος στα μαύρα ενώ κάπνιζε με μανία το ηλεκτρονικό του τσιγάρο. Από χρόνια πάλευε να το κόψει αλλά ήταν βαριά αρρώστια, όπως, άλλωστε, όλη η πορεία της ζωής του. Ήταν ολομόναχος κι ένιωθε ολομόναχος. Η Ματρώνα του κούνησε το χέρι χωρίς διάθεση να τον πλησιάσει, ακόμη την πονούσε εκείνο το χαστούκι. «Χρόνια πολλά μωρό μου». Εκείνος της χαμογέλασε ψυχρά αλλά τα μάτια του την εκλιπαρούσαν να μην φύγει. Του έλειπε τόσο πολύ. Ήθελε να της φωνάξει να μείνει μαζί του, όπως τότε, αλλά ήταν πολλά τα λάθη για να βρει φωνή να μιλήσει.

Την άφησε να τον προσπεράσει και την έβλεπε να απομακρύνεται με εκείνο το παράξενο βήμα της που λάτρευε. Κι όταν η θωριά της έγινε σκιά κι έσβησε στη σιωπή της νύχτας συγκράτησε έναν λυγμό. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα περνούσε από εκεί. Κι εκείνος την περίμενε… για να δει εκείνη και το αντίο στα μάτια της.

Μάργκω

 

 

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading