,

Η Ανάσταση που προσμένεις

Πρόσφατα συνειδητοποίησες ότι σου είναι αδύνατον να θυμηθείς πώς ήσουν πριν. Αν γελούσες συχνότερα, αν ηρεμούσες με τα ίδια πράγματα, αν μιλούσες με το ίδιο ύφος. Ξέρεις πως η ζωή σου είναι πολύ διαφορετική, πολύ πιο δύσκολη. Ξέρεις πως οι φίλοι σου είναι λιγότεροι πια ή για να είσαι πιο ακριβής, έμειναν μόνοι οι αληθινοί. Οι άλλοι, αυτοί που δεν ήταν ποτέ, αποχώρησαν απ’ τη ζωή σου με συνοπτικές διαδικασίες. Ξέρεις πόσα έχουν αλλάξει, αλλά ξέρεις και πόσα έχουν μείνει ίδια από τότε, αλλά η γη συνεχίζει να γυρίζει, ο ήλιος συνεχίζει να ανατέλλει κάθε πρωί κι οι άνθρωποι συνεχίζουν να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Η ζωή συνεχίζεται λοιπόν…

Τον αγαπούσες! Ένας Θεός ξέρει πόσο τον αγαπούσες! Έκανες όνειρα για σας! Χαιρόσουν τις στιγμές σας, ακόμη και τις δύσκολες, γιατί περάσατε και τέτοιες. Γελούσατε και κλαίγατε. Πονούσατε και ηρεμούσατε. Κοπιάζατε και χαλαρώνατε. Μιλούσατε και σιωπούσατε. Όλα τα κάνατε και όλα μαζί. Χρόνια ολόκληρα, μια ζωή.

Μια ζωή, που κάποιος αποφάσισε να διακόψει την κοινή της πορεία. Θεός, διάβολος… ποιος ξέρει; Και τι σημασία έχει πια; Σημασία έχει πως εκείνος έπαψε πια να υπάρχει. Σε μια μόνο στιγμή, κάποιος άρπαξε ένα κοφτερό μαχαίρι κι έκοψε την κλωστή που σας έδενε μαζί. Εκείνος πέταξε μακριά κι εσένα σε άφησε πίσω. Μόνη. Μόνη να παλεύεις με θεούς και δαίμονες. Μόνη να παλεύεις με ανθρώπους κι αυτό ήταν το δυσκολότερο.

Είναι η τέταρτη, η πέμπτη ή η δέκατη Μεγάλη Εβδομάδα που περνάτε χώρια; Είναι η τέταρτη, η πέμπτη ή η δέκατη “Ανάσταση” που δεν σου κρατάει το χέρι; Δεν ξέρεις. Δεν θυμάσαι. Δεν θέλεις να θυμάσαι. Πόσες φορές όμως δεν ευχήθηκες να είναι η τελευταία; Πόσες φορές δεν φώναξε η σιωπή σου, πως φτάνει πια το “χώρια” σας; Πόσες φορές δεν ούρλιαξες με χείλη σφαλιστά, να έρθει επιτέλους η Ανάσταση που προσμένεις;

Έκλαψες, θύμωσες, απελπίστηκες. Απαρνήθηκες τα Θεία, αυτά στα οποία κάποτε πίστευες. Τους θύμωσες και τους γύρισες την πλάτη κι άρχισες να αντιμετωπίζεις αδιάφορα και με μια δόση ειρωνείας τα αναμμένα κεριά με το Άγιο Φως, εκείνα που προσδοκούν στην Ανάσταση. Έπαψες πια να κάνεις το σταυρό σου και να προσεύχεσαι. Έπαψες, γιατί όσες φορές κι αν το έκανες, εκείνος δεν γύρισε ποτέ κι αυτό ήταν το μόνο που ζητούσες. Το μόνο.

Δεν σ’ αρέσουν οι γιορτές. Είναι η τέταρτη, η πέμπτη ή η δέκατη φορά που σκέφτεσαι πόσο μισείς τις γιορτές; Δεν ξέρεις. Δεν θυμάσαι. Δεν θέλεις να θυμάσαι. Τα βλέπεις πια όλα τόσο υποκριτικά, τόσο ψευδή, τόσο αηδιαστικά! Παριστάνεις πως γιορτάζεις με όλους του άλλους, υποκρίνεσαι, κάνεις ότι χαμογελάς. Δεν το νιώθεις. Το μόνο που θέλεις είναι να περάσουν κι αυτές οι μέρες και να κρυφτείς πάλι μέσα στην ρουτίνα της καθημερινότητάς σου. Νιώθεις πιο ασφαλής εκεί. Η μέρα σου με τα παιδιά σας, είναι τόσο γεμάτη, τόσο ασφυχτικά γεμάτη, που πολλές φορές δεν σου δίνει καν χρόνο να φέρεις τη μορφή του στο νου σου. Είναι πιο εύκολο έτσι.

Τα βράδια είναι ακόμη μαρτύριο. Τα βράδια, η σιωπή στο σπίτι σας σε ξεκουφαίνει. Τόσα χρόνια κι ακόμη να τη συνηθίσεις αυτή τη σιωπή. Κουλουριάζεσαι στον καναπέ και προσπαθείς να καταλάβεις αυτό που έχει συμβεί. Προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις πως στα όσα χρόνια σου μένουν, εκείνος δεν θα επιστρέψει ποτέ. Η σκέψη της μονιμότητας, σε τρελαίνει. Σε τρελαίνει, αλλά σφίγγεις τα δόντια για τα δύο δώρα που σου άφησε πίσω, για τα δύο παιδιά σας. Γι’ αυτά ξυπνάς το πρωί, ντύνεσαι, πηγαίνεις στη δουλειά. Γι’ αυτά γελάς, κάνεις αστεία και συνεχίζεις να ζεις. Να ζεις ή να επιβιώνεις; Ποιος ξέρει;

Τις μισείς τις γιορτές, το Πάσχα όμως είναι η χειρότερή σου. Εκατομμύρια κόσμου γιορτάζουν την Ανάσταση, την ώρα που εκατομμύρια κόσμου την προσδοκούν και δεν έρχεται. “Οι ψυχές συνεχίζουν να ζουν κι είναι σε ένα καλύτερο μέρος” ακούς να λένε και σου έρχεται να ξεράσεις! Σε αηδιάζει αυτή η ηρεμία, στην οποία κάποιοι άλλοι έχουν βρει καταφύγιο, για να αντέξουν τον χαμό των δικών τους ανθρώπων. Βλέπεις πως αυτοί που το πιστεύουν αυτό, είναι καλύτερα από σένα, εσύ όμως αρνείσαι να το δεχτείς, αρνείσαι να συμβιβαστείς μ’ αυτή την ιδέα. Τι να σε ηρεμήσει άλλωστε; Πως εκείνος ζει κάπου αλλού; Κάπου αλλού, που είναι καλύτερα απ’ ότι ήταν μαζί σου; “Για ποιον παράδεισο μου μιλάνε;” σκέφτεσαι “Υπάρχει πιο φωτεινός παράδεισος απ’ τα μάτια των παιδιών μας;”.

Θυμώνεις. Θυμώνεις που κάποιος πήρε τον άνθρωπό σου από δίπλα σου και τον πήγε κάπου αλλού, μακριά. Θυμώνεις και νιώθεις αδικημένη και μόνη. Σαν να σε άρπαξε ένα αόρατο χέρι και να σε πέταξε σε μια έρημο και να σου είπε “Άντε γαμήσου τώρα!”. Σε μια έρημο γεμάτη με άγρια, πεινασμένα θηρία κι εσύ ήσουν γυμνή, μόνη και άοπλη. Το τέλειο θήραμα. Δεν το άξιζες. Δεν το άξιζε. Δεν το αξίζατε.

Σηκώθηκες. Προσπάθησες. Πόνεσες. Μάτωσες. Πάλεψες με δυνάμεις που δεν ήξερες ότι είχες μέσα σου. Πάλεψες πολύ και όλα δείχνουν πως τα καταφέρνεις. Όλα δείχνουν πως θα τα καταφέρεις. Τα θηρία που σου επιτέθηκαν, άρχισαν να λιγοστεύουν. Πολλά κατάλαβαν πως δεν ήσουν τόσο ανίσχυρη όσο νόμιζαν κι άλλα απομακρύνθηκαν για να ετοιμάσουν μια πιο δυνατή επίθεση. Έχουν σκοπό να επανέλθουν. Θα τα περιμένεις, έπαψες να τα φοβάσαι πια. Για εκείνα, για εκείνον, για σένα.

Δεν θυμάσαι πολλά. Τα μικρά ή μεγαλύτερα κενά μνήμης, είναι ένα απ’ τα πολλά κουσούρια που σου άφησε το φευγιό του. Θυμάσαι όμως καλά ότι δεν σου αρέσουν οι γιορτές. Βλέπεις στο ημερολόγιο τη μέρα της Ανάστασης να πλησιάζει και νιώθεις να σε σφάζουν χίλια μαχαίρια. Δεν θα σε σκοτώσουν. Κανείς δεν θα καταφέρει να σε σκοτώσει. Θα κρατήσεις πάλι την αναπνοή σου, μέχρι να τελειώσουν οι γιορτές. Μέχρι να επανέλθεις στην ρουτίνα της καθημερινότητας, είναι η μόνη που σε ηρεμεί κάπως.

Πρόσφατα συνειδητοποίησες ότι σου είναι αδύνατον να θυμηθείς πως ήσουν πριν. Αν γελούσες συχνότερα, αν ηρεμούσες με τα ίδια πράγματα, αν απαντούσες με το ίδιο ύφος. Έχεις ξεχάσει πολλά. Όμως εκείνον και το πώς σε έκανε να νιώθεις, δεν θα τον ξεχάσεις ποτέ. Θα συνεχίζεις να τον θυμάσαι και να περιμένεις να τελειώσει πια το “χώρια” σας. Θα συνεχίσεις να περιμένεις σιωπηλά μια Ανάσταση, στην οποία έπαψες χρόνια να ελπίζεις.

Γ.Κ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading