, ,

Πεταλούδα του Ουρανού- Μέρος Όγδοο

Το έκτο & έβδομο μέρος θα το βρείτε εδώ

8

Ο Ζεν δεν υπήρχε. Όλα ήταν μια φαντασία του μυαλού της.

Μέσα στο σιωπηλό δωμάτιο του νοσοκομείου, η Αταλάντη έκλαψε για άλλη μια φορά, καθώς και ο ύπνος της είχε κυριευτεί από την ίδια απελπισία με την πραγματικότητα που βίωνε. Για άλλη μια φορά, είχε βρεθεί εκεί στο τρεμάμενο, θολό κακέκτυπο του κόσμου όπου, όπως καταλάβαινε τώρα, είχε η ίδια δημιουργήσει, εξαιτίας ποιος ξέρει τίνος τραύματος στο κεφάλι της.

Ήταν η τελευταία της νύχτα στο νοσοκομείο. Ύστερα από μια ακόμη εβδομάδα όπου είχε περάσει από την εντατική σε κανονικό θάλαμο, το σώμα της είχε θεραπευτεί έχοντας μόνο σκόρπιες ουλές εδώ κι εκεί. Για την ψυχή της όμως, δεν είχε καμιά σημασία, όσες μέρες κι αν την κρατούσαν, μετρώντας θερμοκρασία και πίεση, ταΐζοντάς την άνοστα κι εύπεπτα γεύματα. Η ψυχή της ήταν θαμμένη στα έγκατα αυτού που είχε νομίσει για πραγματικότητα. Ο όμορφος, αγγελικός της Ζεν, με τα τρυφερά ακροδάχτυλα, με τα σαρκώδη χείλη που τη φιλούσαν σαν να έπαιρναν την τελευταία τους ανάσα, με τα μάτια που ήταν τόσο κοφτερά και απαλά μαζί σαν μετάξι… ήταν ένα όνειρο μονάχα. Ένα όνειρο. Πώς μπορούσε να είναι δυνατό αυτό;

Γι’ αυτό είχες εκείνο το συμπονετικό βλέμμα στην αρχή, έτσι δεν είναι; τον ρώτησε νοερά, μην αντέχοντας να διαγράψει την παρουσία του, έστω και σαν ένα όμορφο δημιούργημα του μυαλού της. Ένιωσε μέσα της την αόριστη μορφή του, που γλιστρούσε και φευγαλέα φαινόταν σαν να συμφωνούσε. Ή ήταν η ίδια που το έλεγε απλώς στον εαυτό της;
«Αταλάντη, αύριο βγαίνεις, γλίτωσες από του Χάρου τα δόντια κι όμως είσαι σαν να σε πάνε σε κηδεία. Γιατί παιδί μου, τι έχεις;» της είχε πει η μητέρα της ανήσυχη όταν την επισκέφθηκε για να της φέρει ρούχα να φορέσει. Μα η Αταλάντη δεν απάντησε. Δεν είχε τι να της πει. Και τι να της έλεγε αλήθεια; Ότι, ποιος ξέρει ποιο σημείο του κεφαλιού της είχε χτυπηθεί έτσι που να της δημιούργησε όλη αυτή την παραίσθηση με εκείνη την μυστήρια πολιτεία, την ίδια να περιπλανιέται στα ουράνια και τον Ζεν… τον μονάκριβό της Ζεν, με το αλλόκοτο όνομα; Έσκυψε απλώς το κεφάλι και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο που η μητέρα της κατάλαβε ως «δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω». Ήταν προς τιμήν της μητέρας της το γεγονός ότι δεν επέμεινε περισσότερο στις ερωτήσεις της.

Κι όταν έμεινε μόνη της η Τάλα, θέλοντας να κρατηθεί από κάπου για να μπορέσει να συνεχίσει, έβαλε τότε για πρώτη φορά το κινητό της να παίζει εκείνη την μελωδία. Έψαξε και βρήκε την ορχηστρική του έκδοση κι αφουγκραζόταν το τραγούδι που είχε ακούσει τόσες φορές τον Ζεν να το παίζει στο πιάνο. Και συνέχισε να το κάνει. Η Πεταλούδα την έθλιβε, αλλά και την παρηγορούσε ταυτόχρονα, σαν πληγή που την άνοιγε ξανά και ξανά για να νιώσει με τον πόνο ότι ήταν ζωντανή. Όπως τότε με το βλέμμα του Ζεν που την κοίταζε, αντί για τους άλλους που απλώς έβλεπαν το κενό, ένιωθε πως ήταν αληθινή. Σαν η πραγματικότητα να ήταν ένα όνειρο και το όνειρο η αληθινή πραγματικότητα που με κάποιον τρόπο είχε χάσει. Είχε παγιδευτεί σε κάποιο αλλόκοτο όνειρο ρεαλισμού ή έτσι τουλάχιστον έλεγε στον εαυτό της για να μη χαθεί εντελώς στην απόγνωση.

Ήταν, όπως της είχε πει και η Ευγενία, στο πρώτο στάδιο ακόμα. Της άρνησης. Παρά τα γεγονότα που συσσωρεύονταν, η Αταλάντη απλώς αρνούνταν να πιστέψει οτιδήποτε. Αμυνόταν παριστάνοντας την λογική που έχει αποδεχτεί τα τεκμήρια, αλλά μέσα της απλώς επαναστατούσε, προσπαθώντας να βρει κάποιο κενό, μια κερκόπορτα για να γλιστρήσει πίσω εκεί στον κόσμο της αιώνιας νύχτας εκείνης της άγνωστης χώρας. Για να γυρίσει πίσω στον Ζεν.

Τάλα, να με θυμάσαι.

Το ξημέρωμα της μέρας του εξιτηρίου ήταν και πάλι εκεί στο ονειρικό πυργίσκο. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αδειανό από οτιδήποτε υπήρχε εκεί μέσα. Ονειρευόταν και το ήξερε. Οίκτιρε τον εαυτό της, όμως συνέχισε να ψάχνει με πείσμα το δωμάτιο που όλο και μεγάλωνε, έλιωνε, γινόταν χάρτινο και ψεύτικο, προσπαθώντας να βρει την πόρτα που οδηγούσε στον Ζεν. Μονάχα που δεν υπήρχε καμιά πόρτα. Ένιωθε τα δάκρυα να κυλάνε στα μάτια της, καθώς ανακάλυπτε πόρτες και παράθυρα, περιπλανώμενη σε διαδρόμους σκοτεινούς και γεμάτους παράταιρα αντικείμενα. Ρωτούσε συνέχεια ανθρώπους περιγράφοντας τους τον Ζεν μα εκείνοι κουνούσαν το κεφάλι τους, δεν ήξεραν κανέναν, δεν γνώριζαν κανέναν τέτοιο άνθρωπο. Στο τέλος άνοιξε μια τελευταία πόρτα που έμοιαζε να ανήκει σε νάνο, σερνάμενη κυριολεκτικά μέχρι που βγήκε έξω. Σε ένα γυμνό τοπίο, με διάσπαρτους φανοστάτες εδώ κι εκεί να φωτίζουν μια έναστρη νύχτα.

Και τα δάκρυά της θόλωσαν τα μάτια της, όταν κατάλαβε ότι ποτέ δεν θα έβρισκε τον Ζεν. Γιατί ο Ζεν δεν ήταν εκεί, δεν ήταν πουθενά. Δεν υπήρχε. Κοίταξε τριγύρω της και τα θολωμένα μάτια της, γέμισαν από διάφανες, συμπονετικές σφαίρες φωτός, που ταλαντεύονταν μεγάλες και γαλήνιες.
Μη φοβάσαι, έμοιαζαν να της λένε με συμπόνια. Μα αυτή τη φορά δεν της έδωσαν καμιά παρηγοριά κι όταν ξύπνησε, ένιωσε τελείως αδειανή, χωρίς ζωή.

«Σ’ ευχαριστώ για όλα, Ευγενία» είπε το μεσημέρι προσπαθώντας να χαμογελάσει στη νοσηλεύτρια που την ξεπροβόδιζε, καθώς η μητέρα της αφού είχε τελειώσει με τα διαδικαστικά του εξιτηρίου, είχε πάει να φέρει το αμάξι για να την πάρει. Με τη Σχολή να έχει κλείσει για τις γιορτές έτσι κι αλλιώς, δεν είχε νόημα να μείνει στην Καβάλα, θα επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη να μείνει εκεί για τις γιορτές. Προσπαθώντας με την αλλαγή περιβάλλοντος να καταφέρει να ξεχάσει, όσο κι αν ήταν αδύνατο για κείνη. Η νοσηλεύτρια της ανταπόδωσε με συμπάθεια το χαμόγελο καθώς της έσφιξε ενθαρρυντικά το χέρι, προσπαθώντας να της μεταδώσει λίγο κουράγιο.

«Να σου πω, αν είναι να βρεθούμε καμιά φορά, αλλά εκτός νοσοκομείου εννοείται» της είπε, αν και δεν το πίστευε, έτσι θολό που φαινόταν το βλέμμα της Τάλα. Εκείνη της έγνεψε καταφατικά, πραγματικά, δεν έβρισκε το κουράγιο για να ξαναδεί αυτό το μέρος, όπου είχε γεννηθεί και πεθάνει το πιο όμορφο ψέμα της ζωής της.

«Λίλα! Μην τρέχεις, μωρό μου!»

Άκουσε ξαφνικά την γυναικεία φωνή και ταυτόχρονα αισθάνθηκε ένα μικρό βάρος να πέφτει στα πόδια της. Δυο χεράκια την έσφιξαν κι όταν η Αταλάντη έγειρε το βλέμμα της κάτω είδε ένα γελαστό, ξανθόμαλλο κοριτσάκι να τη κοιτάζει με τα μεγάλα του ολογάλαζα μάτια. Κι έμεινε εμβρόντητη να κοιτάζει το κοριτσάκι μέχρι που ήρθε κοντά του η μητέρα του «συγγνώμη, είναι τόσο ζωηρή» δικαιολογήθηκε αλλά στο γέλιο της, φαινόταν ότι την λάτρευε. «Τι είναι Λίλα μου, έλα πάμε από εδώ να σου δώσει ο καλός κύριος ένα γλειφιτζούρι που σου αρέσει, έλα, έλα αγάπη μου». Το κοριτσάκι στράφηκε προς το μέρος της Αταλάντης και τη χαιρέτησε ζωηρά με ένα πλατύ χαμόγελο κι εκείνη μηχανικά την αντιχαιρέτισε.

Λίλα. Αυτό το όνομα, πού το έχω…

Ξαφνικά ένιωσε ένα αλλόκοτο μυρμήγκιασμα στον σβέρκο της.

«Τι έπαθες, Αταλάντη;» της είπε η νοσηλεύτρια που είχε γίνει μάρτυρας του συναπαντήματος «είσαι λες κι είδες φάντασμα».

«Το… κοριτσάκι» τραύλισε εκείνη «γιατί έχει έρθει εδώ στο νοσοκομείο; Μήπως ξέρεις;»

«Η Λίλα; Την είχαν φέρει μετά από ατύχημα, είχε χτυπήσει στο κεφάλι πέφτοντας από την κούνια κι έμεινε σε κώμα. Πριν λίγες μέρες συνήλθε και τώρα είναι εντελώς καλά. Γιατί όμως;»

«Α, τίποτα, μου… μου έκανε εντύπωση τι γύρευε ένα υγιέστατο παιδί εδώ» δικαιολογήθηκε όπως όπως η Αταλάντη. Έστρεψε την κουβέντα αλλού, με δυσκολία και τελικά, αφού αποχαιρετίστηκαν με μια θερμή αγκαλιά, βγήκε από το νοσοκομείο με την καρδιά να ταλαντεύεται αφύσικα, σαν στραβωμένη ρόδα ποδηλάτου.

Αυτό το κοριτσάκι, η Λίλα, ήταν εκείνο που το είχα τρομάξει όταν ήμουν σ’ εκείνο το … σ’ εκείνη την ονειρική ψευδαίσθηση. Και τώρα, την βλέπω εδώ, με σάρκα και οστά. Κι έχει ξυπνήσει από κώμα. Κι όμως εγώ δεν την έχω ξαναδεί.
Πώς είναι δυνατό;

The Two Godmothers

Συνεχίζεται…

Μία απάντηση στο “Πεταλούδα του Ουρανού- Μέρος Όγδοο”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading