, ,

Damon HellWay Saga: Οι Προτομές

Ο Μπάρναμπι πίεσε το τρύπιο παλτό στον λαιμό του και περιπλανήθηκε για λίγο στα στολισμένα σοκάκια της πόλης. Σε λίγο θα βράδιαζε. Άλλη μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς που θα την περνούσε στον δρόμο. Ξεφύσησε.
Ένα αυτοκίνητο στάθμευσε κοντά του. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα, μα πριν βγει έξω, άρχισε να ψαχουλεύει στο εσωτερικό του οχήματος.

«Ο Μάρκους Μπάστον» ακούστηκε από το ραδιόφωνο «ένοχος για το βιασμό τριών γυναικών, αναζητείται από τις αρχές καθώς εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Όλοι…»

Ο οδηγός έκλεισε την πόρτα και συνέχισε να ψάχνει.

Ο Μπάρναμπι απομακρύνθηκε. Τα βήματά του, τον οδήγησαν σε μια μικρή πλατεία με τέσσερις προτομές. Στάθηκε για λίγο και τις παρατήρησε. Δεν θυμόταν πότε τις είχαν κατασκευάσει. Τα πρόσωπά τους, ήταν φθαρμένα. Τα χαρακτηριστικά τους δεν ξεχώριζαν. Προσπάθησε να διαβάσει τις επιγραφές με τα ονόματά τους, μα ήταν κι εκείνες ξεθωριασμένες. Θα μπορούσε να ζητήσει καταφύγιο εκεί. Ένα ξαφνικό ρίγος όμως που διαπέρασε το κορμί του, τον ανάγκασε να αλλάξει αμέσως γνώμη.

Ώρες αργότερα, βρισκόταν κουλουριασμένος έξω από ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, τυλιγμένος με μια βρώμικη κουβέρτα. Ρολόι δεν είχε, μπορούσε όμως να καταλάβει από τις μακρινές φωνές που έφταναν στα αυτιά του και μετρούσαν αντίστροφα, πως σε λίγα δευτερόλεπτα η χρονιά θα άλλαζε. Πρώτα είδε τον σκοτεινό χώρο γύρω του να φωτίζεται κι έπειτα άκουσε τον δυνατό κρότο των βεγγαλικών που έσκαγαν πάνω από το κεφάλι του. Έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, έσφιξε την κουβέρτα πάνω του και λούφαξε στη γωνιά του.

Χαρούμενες φωνές, τραγούδια και γέλια, μπλέχτηκαν με ένα ακόμη συνονθύλευμα πυροτεχνημάτων. Ο άντρας ρουθούνισε εκνευρισμένος. Κάθε χρόνο τα ίδια.

«Γιορτάζουν οι ηλίθιοι…» γκρίνιαξε «που αλλάζει ο χρόνος. Που μεγαλώνουν. Που πλησιάζουν πιο κοντά στον θάνατο. Άνθρωποι σαν αυτούς που έχουν τα πάντα δεν θα έπρεπε να γιορτάζουν» συνέχισε τον μονόλογό του. «Μόνο άνθρωποι σαν εμάς που δεν έχουμε τίποτε. Για εμάς ο θάνατος είναι λύτρωση. Για…» σώπασε απότομα.

Ένιωσε κάποιον ή κάτι να περνά αστραπιαία ξυστά από δίπλα του και να τον σκουντά. Έψαξε τριγύρω με το βλέμμα, μα το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν μια χρυσή λάμψη που έσβησε μεμιάς.

Τα τρανταχτά γέλια μιας παρέας φανερά μεθυσμένων τον έκαναν να βλαστημήσει δυνατά. Θυμήθηκε την περασμένη πρωτοχρονιά που τον είχαν περιλούσει με κρύο νερό, έτσι για πλάκα. Στη θύμησή της και μόνο άρχισε να τρέμει από το κρύο. Σηκώθηκε γρήγορα, τύλιξε βιαστικά την κουβέρτα του σε έναν μπόγο κι ετοιμάστηκε να φύγει. Δεν πρόλαβε να κάνει παρά μόνο δυο βήματα, όταν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον ίδιο νεαρό που του είχε επιτεθεί ακριβώς ένα χρόνο νωρίτερα. Ο Μπάρναμπι δεν τον είχε ξεχάσει. Για την ακρίβεια, δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ.

«Ωπ!» αναφώνησε εκείνος. «Τι έχουμε εδώ; Παιδιά!» στράφηκε στους υπόλοιπους «Νομίζω ότι ο κύριος χρειάζεται επειγόντως κάτι να πιει. Μας έμεινε ουίσκι, έτσι δεν είναι;»

Ο Μπάρναμπι ξεροκατάπιε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, παράτησε την κουβέρτα κι άρχισε να τρέχει όσο του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του.

«Έι!» φώναξε ο νεαρός και τον ακολούθησε.

Ο άτυχος άντρας ένιωσε τα πλευρά του να καίνε και την αναπνοή του να κόβεται από την υπερπροσπάθεια. Έστριψε σε μια έρημη πλατεία, σταμάτησε, έσκυψε μπροστά και προσπάθησε να ξαναβρεί τη χαμένη του ανάσα. Μόλις όρθωσε το κορμί του, έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή, νομίζοντας πως τον είχαν περικυκλώσει τέσσερις άντρες. Συνήλθε όμως σχεδόν αμέσως, μόλις διαπίστωσε πως δεν ήταν άντρες, μα προτομές. Βρισκόταν στην πλατεία που είχε δει νωρίτερα. Μόνο που κάτι ήταν διαφορετικό. Τα πρόσωπα… οι επιγραφές…

Τα γρήγορα βήματα του διώκτη του που πλησίαζαν, έδιωξαν κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό του και την αντικατέστησαν με μια: της επιβίωσης. Έψαξε γρήγορα με το βλέμμα και μόλις εντόπισε την πιο σκοτεινή γωνιά, λούφαξε εκεί κι έγινε ένα με τις σκιές.

Ο νεαρός δεν άργησε να φανεί. Τάχυνε το βήμα του τρεκλίζοντας κι άρχισε να σφυρίζει εύθυμα.

«Έι! Κύριε!» φώναξε κι άρχισε να χασκογελά. «Βγες έξω! Θέλω να σου κάνω μια πρόταση!».

Ξεκίνησε να περπατά από άκρη σε άκρη σέρνοντας τα πόδια του.

Ο Μπάρναμπι ένιωθε την καρδιά του να βροντοχτυπά σαν ταμπούρλο. Ο νεαρός θα τον έβρισκε. Η περσινή ιστορία θα επαναλαμβανόταν. Κι ενώ τα βήματά του πλησίαζαν, κάτι τον έσπρωξε ξανά. Ο Μπάρναμπι, θα ορκιζόταν πως είδε ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι με μυτερά αυτιά και γαμψή μύτη που έμοιαζε με καλικάντζαρο. Το πλασματάκι χαμογελούσε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Έφερε το χέρι στα χείλη και του έκανε νόημα να σωπάσει. Έπειτα του έκλεισε το μάτι.

Αυτό που ακολούθησε, ο Μπάρναμπι θα το θυμόταν για όλη του τη ζωή.

Ο νεαρός φάνηκε να σκοντάφτει σε κάτι αόρατο. Σωριάστηκε απότομα στο έδαφος με το κεφάλι του να αιμορραγεί. Το ξαφνιασμένο βλέμμα του, συνάντησε εκείνο του άστεγου. Έπειτα, κάτι τον έσυρε απότομα προς τα πίσω. Ο Μπάρναμπι δεν είχε οπτική επαφή με όσα συνέβησαν αμέσως μετά, μα δεν ήθελε κιόλας. Απέστρεψε το βλέμμα του προς τον τοίχο, όπου μπορούσε να δει τη σκιά του νεαρού να παλεύει με αμέτρητα μικροσκοπικά πλάσματα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Τα κλαψουρίσματα και οι ικεσίες του, σκεπάστηκαν αμέσως από τη δυνατή μουσική ενός αυτοκινήτου που στάθμευσε στο φανάρι του δρόμου κι έπειτα από τα τραγούδια της παρέας του νεαρού που πέρασε ακριβώς έξω από την πλατεία, δίχως να γνωρίζουν πως ο φίλος τους βρισκόταν εκεί. Κάποια στιγμή, ο Μπάρναμπι ένιωσε κάποιον να του τραβά το μανίκι. Άνοιξε φοβισμένος τα μάτια και αντίκρισε το μικροσκοπικό πλασματάκι με τη χρυσή οδοντοστοιχία να χαμογελά. Σήκωσε τον δείκτη και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Ο Μπάρναμπι μουδιασμένος ακόμη, υπάκουσε. Αντίκρισε πάλι τις προτομές. Μόνο που αυτή τη φορά, ήταν πέντε και όχι τέσσερις. Και τα χαρακτηριστικά των προσώπων και οι επιγραφές φαίνονταν ξεκάθαρα.

«Τρέβορ Ουάτκινς» διάβασε την πρώτη «Δολοφόνος» έγραφε κάτω από τον όνομα.

Παρατήρησε το πρόσωπο. Φαινόταν ξεκάθαρα ένας άντρας με το στόμα ορθάνοιχτο και την έκφραση του τρόμου αποτυπωμένη. Ξεροκατάπιε.
Πλησίασε στη δεύτερη.

«Λέοναρντ Σπάικ. Τοκογλύφος».

Σίμωσε στην τρίτη.

«Σάμιουελ Λόγκαν. Έμπορος ναρκωτικών».

Κοίταξε την τέταρτη.

«Μάρκους Μπάστον. Βιαστής».

Θυμήθηκε τον εκφωνητή ραδιοφώνου που άκουσε λίγες ώρες νωρίτερα και είχε αναφερθεί στην εξαφάνιση του συγκεκριμένου άντρα.

Και τέλος, στάθηκε μπροστά στην πέμπτη που μόλις είχε προστεθεί.

«Άρτσιμπαλντ Γκρέιντζερ. Βασανιστής ανθρώπων και ζώων».

Την περιεργάστηκε. Στο πρόσωπο του νεαρού που τον καταδίωκε πριν λίγες ώρες, τώρα ήταν αποτυπωμένη η ίδια έκφραση τρόμου που είχαν και οι υπόλοιπες προτομές.

Ένας μεταλλικός ήχος, τον έκανε να αναπηδήσει. Στράφηκε απότομα προς τα δεξιά του. Το μικροσκοπικό ανθρωπάκι με την ολόχρυση οδοντοστοιχία, στεκόταν στην άκρη της πλατείας και χτυπούσε με το νύχι του ένα δαχτυλίδι που φορούσε. Του έκανε ξανά νόημα να τον ακολουθήσει, όπως και νωρίτερα. Ο Μπάρναμπι υπάκουσε. Τη στιγμή που απομακρυνόταν, ένιωσε κάτι να βαραίνει την τσέπη του.

***

Το επόμενο μεσημέρι, βρισκόταν στην ίδια πλατεία, με την κουβέρτα του αγκαλιά και παρατηρούσε τις προτομές. Η διαφορά όμως ήταν πως οι επιγραφές των ονομάτων τους, ήταν πάλι τόσο ξεθωριασμένες που δεν γινόταν κατανοητό αυτό που έγραφαν. Το ίδιο και τα πρόσωπά τους. Έμοιαζαν ξανά φθαρμένα και τα χαρακτηριστικά τους δεν ξεχώριζαν.

«Ίσως ζωντανεύουν μόνο την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, για να ετοιμάσουν την επόμενη προτομή» ξεπήδησε απότομα μια σκέψη στο μυαλό του.

«Ίσως» μονολόγησε κι αυτός.

Έχωσε το χέρι στην τσέπη και ψηλάφισε ασυναίσθητα ένα αντικείμενο. Έπειτα κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τμήμα.

Στο γραφείο στο οποίο τον κατηύθυναν, ήρθε αντιμέτωπος με έναν βαριεστημένο αστυνομικό που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κατευνάσει έναν θυμωμένο καλοντυμένο άντρα. Το όργανο του νόμου, στράφηκε προς το μέρος του. Κοίταξε υποτιμητικά τα σκισμένα του ρούχα και την ξεφτισμένη κουβέρτα που κουβαλούσε στην αγκαλιά του.

«Τι θες εσύ εδώ;» τον ρώτησε θυμωμένος. «Δίνε του! Εδώ δεν είναι μέρος να κοιμηθείς!»

Ο Μπάρναμπι θύμωσε. Έχωσε το χέρι νευρικά στην τσέπη κι έσφιξε το αντικείμενο. Αυτός ο κόσμος δεν θα άλλαζε ποτέ. Γιατί να έκανε εκείνος τη διαφορά; Έκανε μεταβολή κι ετοιμάστηκε να φύγει. Στην ανάμνηση όμως της αναπάντεχης σωτηρίας της ζωής του, το μετάνιωσε. Γύρισε ξανά απότομα, έβγαλε από την τσέπη του ένα δερμάτινο πορτοφόλι και το κοπάνησε πάνω στο γραφείο. Ο αστυνομικός, έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένος. Ο καλοντυμένος, κάρφωσε το βλέμμα στο αντικείμενο.

Ο Μπάρναμπι απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας.

«Μισό λεπτό!»

Ο άστεγος στράφηκε προς τα πίσω και είδε τον καλοντυμένο άντρα να πλησιάζει. Τον κοίταξε με προσμονή.

«Βρήκες το πορτοφόλι μου».

«Δικό σου ήταν;»

Ο άντρας ένευσε. «Σε ευχαριστώ».

Ο Μπάρναμπι ανασήκωσε τους ώμους.

«Μπορώ να κάνω κάτι για σένα;» συνέχισε εκείνος.

Ο άστεγος κοίταξε τα σκισμένα του ρούχα και την ξεφτισμένη κουβέρτα.
«Ρούχα που να μην έχουν τρύπες και μια πιο ζεστή κουβέρτα θα βοηθούσαν. Έχει πολύ κρύο αυτές τις μέρες».

Ο άντρας ένευσε.
«Τι θα έλεγες για δουλειά και στέγη; Μπορώ να σου τα προσφέρω».

«Τι μπορώ να κάνω εγώ από δουλειά;»

«Κάτι θα βρούμε. Έλα» τον παρότρυνε και του έτεινε το χέρι. «Είμαι ο Λορέντζο Γκάρβιν. Εσύ;»

Ο Μπάρναμπι έδωσε δειλά το δικό του.

Αρκετά μέτρα πιο πέρα, ο Damon HellWay παρακολουθούσε τους δυο άντρες να απομακρύνονται παρέα. Την ίδια στιγμή, το μικροσκοπικό ανθρωπάκι με την ολόχρυση οδοντοστοιχία εμφανίστηκε δίπλα του. Ο άντρας άνοιξε την παλάμη κι εκείνο πήδηξε πάνω της. Το έχωσε στην τσέπη του. Έπειτα η μορφή του άρχισε να ξεθωριάζει, μέχρι που δεν έμεινε ίχνος του.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading