,

Φθαρμένα παπούτσια

Ήταν μια καλοκαιρινή νύχτα κι έκανα έναν περίπατο στην παραλία, μήπως και το δροσερό αεράκι πάρει για λίγο τις σκέψεις μου μακριά, μα μάταια… Σε κάθε βήμα ένιωθα όλο και πιο βαριά την καρδιά μου, έτσι κάθισα λίγο σε κείνο το παγκάκι να ξαποστάσω…

Άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα να κυλούν για ώρα. Τα μάτια μου είχαν θολώσει από το κλάμα και ούσα παράλληλα απορροφημένη στις σκέψεις μου, δεν πρόσεξα ότι κάθισε δίπλα μου εκείνη. Η μυρωδιά του τσιγάρου ήταν που με έκανε να αντιληφθώ πως δεν ήμουν μόνη. Γύρισα και την κοίταξα. Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, που με ένα βλέμμα απλανές έπαιρνε τζούρες από το τσιγάρο της. Από τα μάτια της φαινόταν η θλίψη που την ταλάνιζε και το γεγονός πως ρίσκαρε να κάθεται μόνη της τόσο αργά, επιβεβαίωνε την απελπισία που αισθανόταν. Με τη γνωστή μου συγγραφική περιέργεια, αποπροσανατολίστηκα από τα δικά μου κι άρχισα να αναρωτιέμαι τι την οδήγησε εδώ. Ίσως είναι ένα πένθος, ίσως ένας χωρισμός, ίσως ένας μονόπλευρος έρωτας, μια εργασιακή αποτυχία ή ένα άγχος για το μέλλον και άλλα πολλά ίσως…

Έπειτα, δίχως να το θέλω, το βλέμμα μου πήγε στα παπούτσια της. Ήταν φθαρμένα, έμοιαζε να τη στενεύουν… Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, εκείνη τη στιγμή γύρισε προς το μέρος μου. «Απορείς κοριτσάκι πώς κατέληξα να κυκλοφορώ μ’ αυτά τα παπούτσια;» μου είπε κι εγώ της κούνησα καταφατικά, το κεφάλι. Άρχισε τότε να μου διηγείται την ιστορία της.

Μου εκμυστηρεύτηκε πως με δαύτα τα παπούτσια είχε χορέψει στις μεγαλύτερες πίστες τους πιο ξέφρενους χορούς, είχε τρέξει στην αγκαλιά αγαπημένων προσώπων, είχε περπατήσει χιλιόμετρα στην πόλη, στην παραλία στην ύπαιθρο. Κάποτε ήταν όμορφα και άνετα, μου ψιθύρισε ελαφρώς βουρκωμένη. Αναρωτιόμουν τι ήθελε να πει, γιατί αφού φθάρθηκαν από την χρήση δεν τα πετούσε, για να αγοράσει άλλα παπούτσια… «Ξέρεις γιατί κατάντησαν έτσι αυτά τα παπούτσια; Διότι επέτρεψα να με ποδοπατήσουν και να με κλωτσήσουν, άνθρωποι που το μόνο που ήθελαν ήταν να με κρατήσουν πίσω. Άνθρωποι που ήθελαν να με βλέπουν πεσμένη χάμω, με ματωμένα γόνατα να καταβάλλω υπερπροσπάθειες να σηκωθώ κι αν τα καταφέρω… ο πόνος που θα νιώθω στα πόδια να μου θυμίζει σε κάθε μου βήμα εκείνους. Πορευόμουν για καιρό σε δύσβατα μονοπάτια και κάπως έτσι τα πόδια μου πρήστηκαν και τα παπούτσια αυτά, στένεψαν. Πλέον δεν είναι τα κατάλληλα για μένα, το ξέρω… Δεν είναι αναπαυτικά, δεν υποβοηθούν τα βήματά μου, αντιθέτως τα εμποδίζουν, μα έχω λόγο που δεν τα αντικαθιστώ με καινούρια… Αυτά τα παπούτσια τα έχω παραλληλίσει με την ψυχή μου, όσο περνάνε τα χρόνια. Μέσα από τα άσχημα βιώματα, τα σκληρά λόγια, την συναναστροφή με νόθους ανθρώπους, άρχισε να φθείρεται και να βαραίνει. Πια, δεν μπορώ να υπομείνω καταστάσεις στον ίδιο βαθμό με παλιά, όπως δεν μπορώ να κάνω τον ίδιο αριθμό βημάτων με πριν, με τα φθαρμένα μου παπούτσια. Πολλές φορές ίσως να φέρομαι περίεργα, να χάνομαι από τις ζωές ανθρώπων κάπως απότομα, οι κουβέντες μου να είναι μετρημένες… Έχω περίεργη συμπεριφορά, σαν το παράξενο περπάτημά μου, με τα χιλιοφορεμένα μου παπούτσια. Με κρίνουν γι’ αυτό, μα η απάντησή μου πάντοτε είναι: «Δοκίμασε πρώτα να βαδίσεις με τα παπούτσια μου και μετά άσκησε κριτική…».

Καθώς τελείωσε το μονόλογό της η μαυροφορεμένη γυναίκα, έβγαλε τα παπούτσια της και χάθηκε στον ορίζοντα. Από τότε, κανείς δεν την είδε ξανά…

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading