,

Ένα φοινικόδεντρο

Έφυγαν οι νοικοκυραίοι και ερήμωσε η αυλή. Όχι από αδιαφορία, ούτε από αμέλεια των απογόνων, αλλά από υπερβολική ευαισθησία… Τα βήματά τους ακόμα δεν δέχονται να τους φτάσουν ως εκεί. Κι εσένα δεν σου πάει η καρδιά ούτε απ’ έξω να περάσεις. Γιατί το σπίτι ολάκερο φωνάζει την απουσία…

Κι έρχεται η ώρα που τα καταφέρνεις και λες θα περάσω για να δω πώς είναι. Και φτάνεις έξω από την αυλή, δεν πρόκειται να μπεις μέσα στο σπίτι. Στέκεις στον δρόμο και τα μάτια σου βουρκώνουν.

Πρώτα η έκπληξη…
Περίμενες ότι θα βρεις ένα ρημάδι ερειπωμένο, μια αυλή πνιγμένη στα αγριόχορτα, βρώμικη και καταθλιπτική. Αντιθέτως η αυλή είναι καθαρή και περιποιημένη και όπως πάντα γεμάτη γάτες που λιάζονται σε κάθε γωνιά. Μια γειτόνισσα συνεχίζει να τις φροντίζει και πιθανότατα και τον κήπο. Αυτές τις γάτες που εκείνος τάιζε κάθε μέρα κι εκείνη γκρίνιαζε και τις έδιωχνε, αλλά κάθε βράδυ τους έριχνε σε μια γωνιά το φαγητό που περίσσευε.

Όμως αυτό που προκαλεί την μεγαλύτερη έκπληξη είναι αυτό το φοινικόδεντρο, εκεί στην άκρη. Λίγα χρόνια πριν είχες παρατηρήσει δυο μυτερά φύλλα που ξεπρόβαλαν μέσα από ένα ράγισμα στο τσιμέντο. Στο πουθενά. Πάντα είναι εντυπωσιακή η ζωή που γεννιέται από το τίποτα, με θράσος, με τσαμπουκά. Την τελευταία φορά που ήσουν εκεί ήταν σαν ένα μικρό θαμνάκι. Μα τώρα στέκει μπροστά σου ένα ολόκληρο φοινικόδεντρο! Χαμηλό ακόμα, μα δέντρο! Κι αναρωτιέσαι πόσος καιρός να ‘χει περάσει άραγε… Και γεμίζεις ενοχές για όσα δεν έχεις κάνει μέσα σ’ αυτόν τον καιρό. Γιατί τελικά δεν ξέρεις τι πονάει πιο πολύ, η απουσία που έχει φέρει ο θάνατος ή η απουσία που έχει φέρει η ζωή; Γιατί κι εσύ δεν είσαι εντάξει. Δεν έχει σημασία αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, δεν είναι παρηγοριά αυτό. Σημασία έχει ότι δεν είσαι εντάξει κι αυτό σου βαραίνει την ψυχή. Μα είχες μάθει πάντα την ψυχή σου να την έχεις ανάλαφρη και την συνείδηση σου καθαρή και τώρα είναι διπλό το βάρος.

Κι ύστερα η νοσταλγία…
Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και διώχνεις τον αέρα με δύναμη απ’ το στόμα. Στενεύουν λίγο τα μάτια και κάθε γωνιά πλημμυρίζει με αναμνήσεις. Βλέπεις δυο κορίτσια με κοτσίδες. Ακούς γέλια παιδικά, δυνατά γέλια. Βλέπεις σκανταλιές και ποδοβολητά. Βλέπεις κοριτσίστικα μυστικά εκεί στα σκαλιά και καλοκαιρινά μπουγέλα με το λάστιχο μες το καταμεσήμερο. Βλέπεις αυτοσχέδια παιχνίδια και μετά καβγάδες και φωνές και κλάματα κι ύστερα πάλι αγκαλιές και γέλια. Βλέπεις τις σαπουνάδες στο μηχανάκι για ένα έξτρα χαρτζιλίκι. Βλέπεις εκείνη τη γάτα που γέννησε το μωρό της μπροστά στα μάτια σου στη μέση της αυλής κι ύστερα το άρπαξε και χάθηκε. Βλέπεις μωρά γατάκια, να μεγαλώνουν, να φεύγουν, να γυρίζουν, να νιαουρίζουν, να τρέχουν παντού.

Μυρίζεις το κοκκινιστό και τις τηγανητές πατάτες κι εκείνη την μπριζόλα που πάντα της άρεσε να σου βάζει στο πιάτο και λίγο λαδάκι απ’ το τηγάνι για να βουτήξεις ψωμάκι. Και την ακούς σαν τώρα να σου λέει να φας απ’ όλα και να χορταίνει η ίδια διπλά σαν μάζευε το πιάτο αδειανό από το τραπέζι. Μυρίζεις τον ελληνικό καφέ μα και το κρασάκι που συνόδευε το φαγητό του. Βλέπεις την αλληλογραφία με τα μικρά χαρτάκια στο τραπέζι της κουζίνας και τις φακελόκολλες με τα παστέλ χρώματα κι ακούς τις τσιρίδες όταν δεν ήταν δίκαιη η ανταλλαγή. Βλέπεις τα χαχανητά τα μεσημέρια που πρέπει να κάνεις ησυχία, μα είναι αδύνατον να κρατηθείς και η μία παρασέρνει την άλλη κι έρχεται το νευρικό γέλιο που δεν σταματάει ως που αρχίζουν οι φωνές και το γέλιο προσπαθεί να γίνει βουβό.

Βλέπεις μια παρέλαση από μυρμήγκια που πάντα σου άρεσε να τα ακολουθείς για να βρεις την φωλιά τους και να τους ρίξεις λίγα ψίχουλα για να τα διευκολύνεις. Βλέπεις μια ροδιά φορτωμένη κόκκινα ρόδια. Μια ροδακινιά ανθισμένη κι από κάτω αυτή η λεμονιά με τα πιο ζουμερά λεμόνια κι ορκίζεσαι πως μυρίζεις τους λεμονανθούς. Και νιώθεις την κούραση στα χέρια σου προσπαθώντας να γεμίσεις την σακούλα με λεμόνια. Μουδιάζεις από την θύμηση του λεμονιού που σου άρεσε να τρως με πολύ αλάτι και γελούσες μ’ εκείνον που δεν μπορούσε ούτε να σε βλέπει! Νιώθεις την γεύση του παγωτού κοκτέιλ που έτρωγες πρώτα το λιωμένο γύρω γύρω από το κυπελλάκι κι ύστερα το ανακάτευες να λιώσει όλο κι εκείνη σε μάλωνε γιατί το ‘κανες σα γάλα. Και μυρίζεις το παγωμένο καρπούζι με την φέτα κι εκείνα τα μάτσα με τα φρέσκα ρεβίθια που τον περίμενες πώς και πώς να φέρει γυρνώντας από την δουλειά!

Νιώθεις την δροσιά στα ξυπόλυτα πόδια επάνω στο βρεγμένο χαλί καθώς έτριβες με τη βούρτσα αλλά βαριόσουν και τελικά μόνο πλατσούριζες και το χαλί έμενε με τις σαπουνάδες. Ακούς τα τζιτζίκια να τραγουδούν ακούραστα και νιώθεις τον ήλιο να σου ζεσταίνει τα κόκαλα. Αισθάνεσαι το χέρι της να σου χαϊδεύει την πλάτη καθώς έχεις ξαπλώσει στην ποδιά της και κάθε φορά που κουραζόταν της έλεγες “έλα, λίγο ακόμα!”. Μα πάνω απ’ όλα νιώθεις την αγάπη, την φροντίδα, την προστασία, την τρυφερότητα, που παρά το ταραγμένο της μυαλό, για σένα τα είχε πάντα σε αφθονία.

Μα τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια. Εκείνος έφυγε κι εκείνη δεν ζει πια εκεί. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Μόνο οι γάτες. Κι αυτό εκεί το φοινικόδεντρο να σου θυμίζει πως ο χρόνος τρέχει, φεύγει… Και τελικά σου μένει ένα χαμόγελο και μια γλυκιά νοσταλγία. Είναι ευλογία οι όμορφες αναμνήσεις κι ας φέρνουν δάκρυα πολλές φορές…

Μαργαρίτα Τσεντελιέρου

Μία απάντηση στο “Ένα φοινικόδεντρο”

  1. “Μα πάνω απ’ όλα νιώθεις την αγάπη, την φροντίδα, την προστασία, την τρυφερότητα, που παρά το ταραγμένο της μυαλό, για σένα τα είχε πάντα σε αφθονία.”

    Πάντα θα τα νιώθω… Μα τώρα ας αναπαυτει η ψυχούλα σου…

Απάντηση σε ΜαργαρίταΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading