,

Χίλια και κάτι χιλιόμετρα

Οι πρώτες νότες του πιάνου, έκαναν το μέχρι εκείνη τη στιγμή θορυβώδες πλήθος, να κατεβάσει λίγο τους τόνους. Τα βλέμματα όλων επικεντρώθηκαν στην πίστα, στο κέντρο της οποίας ένας νέος άντρας με σκούρο, αυστηρό κοστούμι και άσπρο πουκάμισο, αγκάλιασε απαλά την νεαρή, ξανθιά γυναίκα με το μακρύ, λευκό νυφικό. Το ένα χέρι του, άγγιξε σχεδόν ανεπαίσθητα τη λεπτή μέση της και το άλλο μπλέχτηκε στο λεπτεπίλεπτο δικό της. Το ακορντεόν, με τα ντραμς και το βιολί, αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να γεμίζουν την ατμόσφαιρα χρώματα και μυρωδιές. Νότα και ανάμνηση. Τόνος και στιγμή.

“Dance me to your beauty with a burning violin…” και το ζευγάρι, έκανε τα πρώτα κοινά βήματα ζωής, πατώντας μαλακά πάνω στις νότες που η αισθαντική φωνή του Leonard Cohen αγκάλιαζε μοναδικά. “Dance me through the panic till I’m gathered safely in…” και δυο υγρά ζευγάρια μάτια κολλημένα μεταξύ τους, απομόνωναν θαρρείς κάθε άλλο ήχο. “Lift me like an olive branch and be my homeward dove…” και μεταφέρθηκαν νοερά στο πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, τρία χρόνια πριν, σε μια μικρή παραλία στην Αντίπαρο. “Dance me to the end of love…”.

Τρία χρόνια πριν, δυο παρέες νεαρών, ενώθηκαν σε μια ήσυχη παραλία, κάποιο βράδυ αρχές Σεπτέμβρη. Μια φωτιά, μια κιθάρα κι ένα ψυγειάκι με κρύες μπύρες απ’ τη μια. Τρία χαμόγελα, δυο μπικίνι κι ένας αναπτήρας που δεν έλεγε να ανάψει απ’ την άλλη. Μικρά, απλά πράγματα κι οι δυο παρέες ήρθαν κοντά και λίγο αργότερα τραγουδούσαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι.

Κόντευε να ξημερώσει… Κάποιοι είχαν ήδη κοιμηθεί τυλιγμένοι με ζακέτες και υπνόσακους. Άλλοι είχαν πάει να βρουν καφέ. Εκείνος κι εκείνη, κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλον, καθισμένοι ακόμη μπροστά στη θάλασσα. Το νερό ήταν κρύο. Η άμμος υγρή. Όλα γύρω ήσυχα. Ο ήλιος, που είχε αρχίσει να αναδύεται μέσα απ’ τη θάλασσα, ακόμη δεν είχε προλάβει να ζεστάνει το όμορφο νησί των Κυκλάδων. Κι εκείνος ο νέος άντρας, με το λεπτό μπουφάν ριγμένο πρόχειρα στην πλάτη του, έσκυψε και φίλησε την μελαχρινή κοπέλα που έτρεμε σχεδόν, τυλιγμένη μ’ ένα μπλε υπνόσακο. Κι έτσι άρχισαν όλα. Μ’ ένα φιλί λίγο πριν την ανατολή, σε μια ήσυχη, όμορφη παραλία στην Αντίπαρο, τρία χρόνια πριν.

Οκτώ μέρες αντάλλασσαν φιλιά, αγκαλιές και υποσχέσεις. Οκτώ μέρες κατάφεραν να επιμηκύνουν τις πενταήμερες διακοπές για τις οποίες είχαν ξεκινήσει πριν συναντηθούν. Οι φίλοι τους δεν μπόρεσαν να μείνουν. Η παρέα με την κιθάρα μπροστά στη φωτιά, διαλύθηκε πέντε μέρες μετά κι ο καθένας ταξίδεψε πίσω στο σπίτι του. Νομό Λακωνίας οι άντρες, κάπου εκεί, κοντά στη Μονεμβασιά. Νομό Έβρου τα κορίτσια, λίγο πιο βόρεια απ’ το Σουφλί. Εκείνος κι εκείνη, έμειναν τρεις μέρες ακόμη. Μόνοι. Οι δυο τους. Τρεις μέρες που είπαν μεταξύ τους τα πιο βαθιά μυστικά τους, τις πιο δυνατές τους σκέψεις, τα πιο κρυφά όνειρά τους. Τρεις μέρες που γνώρισε ο ένας το σώμα και την ψυχή του άλλου, καλύτερα από ζευγάρια που ζουν μια ζωή μαζί. Τρεις μέρες κι ο αποχωρισμός τους στοίχισε περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Ταξίδεψε ο ένας χίλια και κάτι χιλιόμετρα μακριά απ’ τον άλλον κι όμως αυτά χιλιόμετρα δεν ήταν ικανά να τους χωρίσουν για έναν ολόκληρο χρόνο! Έναν χρόνο που συναντήθηκαν παραπάνω φορές απ’ όσο άντεχαν κι οι δυο, από άποψη χρόνου και χρήματος. Ένα χρόνο που πέρασαν κρεμασμένοι ώρες ολόκληρες πάνω από τηλέφωνα και μηνύματα. Κρεμασμένοι νοερά ο ένας επάνω στον άλλον, να μοιράζονται τις στιγμές τους, την καθημερινότητά τους και φωτογραφίες από τοπία και μέρη. Φωτογραφίες από το ύφος τους, τη διάθεσή τους, τη ζωή τους. Μπήκαν όλα ένα βήμα πίσω και μπροστά έβαλαν μόνο το “μαζί” τους. Ένα “μαζί” που τα χίλια και κάτι χιλιόμετρα που τους χώριζαν, κατάφεραν να το κάνουν “χώρια” ένα χρόνο μετά.

“Dance me to the wedding now, dance me on and on…” κι η ξανθιά γυναίκα έγειρε απαλά πάνω στον ώμο του νέου άντρα. “Dance me very tenderly and dance me very long…” και δυο υγρά ζευγάρια μάτια κολλημένα μεταξύ τους, απομόνωναν θαρρείς κάθε άλλο ήχο. “We’re both of us beneath our love, we’re both of us above…” και το ένα ζευγάρι μάτια λύγισε κι άρχισε να ψιχαλίζει πόνο. Πόνο δυνατό, που ακούστηκε σαν κραυγή στο δεύτερο ζευγάρι μάτια που λίγα λεπτά τώρα ήταν κολλημένο πάνω τους. Πόνο δυνατό μα και βουβό, απ’ αυτούς που μόνο οι καρδιές ακούν, απ’ αυτούς που μόνο οι ψυχές βλέπουν. Το θορυβώδες πλήθος δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν αντιλαμβανόταν τίποτα και το δεύτερο ζευγάρι μάτια σφάλισε ξαφνικά. Ο άντρας έσφιξε θαρρείς πάνω του την ξανθιά γυναίκα με το λευκό νυφικό. Την έσφιξε πάνω του και έκλεισε τα μάτια, μην αντέχοντας να ακούει τον πόνο των μαύρων ματιών που τον κοιτούσαν. Έκλεισε τα μάτια, μην αντέχοντας να βλέπει τα μαύρα εκείνα μάτια που έβρεχαν οδύνη, όνειρα και υποσχέσεις.

“Dance me to the children who are asking to be born…” και τα μαύρα μάτια σκουπίστηκαν βιαστικά, ένα σπασμένο ποτήρι κρύφτηκε διακριτικά, μαζί με τρία ματωμένα γυναικεία δάχτυλα. “Dance me through the curtains that our kisses have outworn…” και μια μελαχρινή γυναίκα σηκώθηκε και προχώρησε με αργά βήματα προς την έξοδο. Το βλέμμα του την ακολούθησε. Το σώμα του δεν έκανε βήμα.

Ένα τελευταίο βλέμμα μπροστά στην πόρτα. Μια στιγμή που τα μαύρα της μάτια, καρφώθηκαν στα μπλε δικά του. Μια τελευταία στιγμή. Μια στιγμή πριν τα μαύρα μάτια ξεκινήσουν για τελευταία φορά ένα ταξίδι χίλια και κάτι χιλιόμετρα μακριά. Μια στιγμή πριν τα μπλε μάτια, συνειδητοποιήσουν πως χίλια και κάτι χιλιόμετρα μακριά θα ταξιδεύουν πια μόνο νοερά. “Dance me to the end of love…”.

Κική Γιοβανοπούλου

Μία απάντηση στο “Χίλια και κάτι χιλιόμετρα”

Απάντηση σε ΕλένηΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading