Είχε βραδιάσει κι εκείνος προχωρούσε στη γιορτινή πόλη. Τα πολύχρωμα φωτάκια και τα στολίδια στους δρόμους θα μπορούσαν να του δημιουργήσουν χαρά και ευφορία, αφού τα Χριστούγεννα ήταν παλιά η αγαπημένη του γιορτή. Όχι πια. Όλα έμοιαζαν ανούσια στα μάτια του.

«Χο! Χο! Xο!», άκουσε μια φωνή.

Ένας «Άγιος Βασίλης» στεκόταν στη γωνιά του δρόμου και κουνούσε ένα καμπανάκι.

Απέστρεψε το βλέμμα του.

«Αν είσαι καλό παιδί…», αντήχησε μια φωνή στο μυαλό του, «ο Άγιος Βασίλης θα σου φέρει ότι επιθυμείς…»

Μια χριστουγεννιάτικη χορωδία πέρασε από δίπλα του. Σήκωσε τα χέρια κι έκλεισε σφιχτά τα αυτιά του. Τα πίεσε τόσο πολύ, που ένιωσε το κεφάλι του να πονάει. Δεν τον ένοιαζε. Ήθελε απλά να σωπάσουν οι φωνές. Ήθελε να σωπάσουν όλες οι φωνές﮲ ακόμα και αυτές που έρχονταν κάθε μέρα στο μυαλό του και ούρλιαζαν μέσα στο κεφάλι του∙ μόνο που αυτές, δεν σταματούσαν ποτέ. Κατέβασε τα χέρια και κοίταξε γύρω του. Η «χαρούμενη» χορωδία είχε απομακρυνθεί. Παρατήρησε όσους έβγαιναν γελαστοί μέσα από το ζαχαροπλαστείο και κούνησε το κεφάλι αηδιασμένος. Η μυρωδιά από φρεσκοψημένα γλυκά και τα τσουρέκια τον έκανε να αναγουλιάσει.

«Δεν θα τελειώσει ποτέ», μονολόγησε. «Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Ποιος θα πει σε αυτούς τους άχρηστους ότι δεν υπάρχει τίποτα από αυτά; Δεν υπάρχουν γιορτές, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Κανείς δεν πρόκειται να κατεβεί από την καμινάδα για να σου φέρει δώρο αν είσαι καλό παιδί!»

Σταμάτησε απότομα και κοίταξε γύρω του. Φαίνεται πως είχε φωνάξει τις τελευταίες λέξεις, γιατί οι περαστικοί είχαν σταματήσει και τον κοιτούσαν. Ένα παιδάκι έκλαιγε στην αγκαλιά της μητέρας του.

«Ναι!», συνέχισε να φωνάζει. «Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Δεν υπάρχει κανείς!», πρόσθεσε και πήγε προς το μέρος τους. Εκείνη βιάστηκε να απομακρύνει το παιδί της κι ένας άντρας τον έσπρωξε προς τα πίσω.

«Όπα φίλε!», του είπε εκείνος και σήκωσε τα χέρια ψηλά λες και τον απειλούσε με όπλο. «Φεύγω, εντάξει!»

Έκανε μεταβολή και πέρασε επίτηδες μέσα από το μαζεμένο πλήθος το οποίο παραμέρισε για να μην τον ακουμπήσει. Προσπέρασε τον «Άγιο Βασίλη» που συνέχιζε να κουνάει το καμπανάκι κι έστριψε σε ένα πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε σε αδιέξοδο.

«Κανείς δεν θα έρθει», μονολογούσε. «Ακόμα κι αν είσαι καλό παιδί. Γι’ αυτό φρόντισε να γίνεις κακό παιδί και να το χαρείς τουλάχιστον».

Μια μαυροντυμένη φιγούρα καθόταν στο τέλος του δρόμου. Το κεφάλι της ήταν χωμένο μέσα σε μια κουκούλα. Κάθισε αμίλητος δίπλα της και στύλωσε το βλέμμα του τον απέναντι τοίχο. Το κρύο έσφιξε απότομα. Η φιγούρα κουνήθηκε. Γύρισε προς το μέρος της και την είδε να απλώνει το χέρι της μπροστά. Ασημένια χρυσόσκονη ξεπήδησε από τα δάχτυλά της και διαλύθηκε στον αέρα.

«Βίκτωρ!», άκουσε μια φωνή και γύρισε το κεφάλι.

Ένα μικρό αγόρι πέρασε από μπροστά του και χώθηκε στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Η σκηνή πάγωσε με τους δυο αγκαλιασμένους και άρχισε σιγά σιγά να ξεθωριάζει.

«Τι σημαίνει αυτό;», ρώτησε θυμωμένος. «Ποιος είσαι; Πώς ξέρεις ποιος είμαι;»

Η φιγούρα δεν μίλησε. Ασημένια χρυσόσκονη γέμισε και πάλι την ατμόσφαιρα.

Τρία παιδιά εμφανίστηκαν παραπέρα. Τα δύο μιλούσαν μεταξύ τους, ενώ το τρίτο καθόταν μόνο του και τα κοιτούσε λυπημένο.

«Εμένα μου έφερε ένα ποδήλατο ο Άγιος Βασίλης, εσένα τι σου έφερε

Η σκηνή πάγωσε και ξεθώριασε και πάλι. Πέρασε τα χέρια μέσα από τα πυκνά, μπερδεμένα μαλλιά του. Ήξερε τι θα ακολουθούσε. Το ήξερε πολύ καλά, αλλά δεν ήθελε να το δει. Σηκώθηκε απότομα κι έκανε να φύγει, αλλά η φιγούρα εμφανίστηκε μπροστά του. Έκανε να την παραμερίσει, αλλά ένιωσε το σώμα του να παραλύει. Εκείνη έριξε και πάλι τη μαγική της σκόνη.

Ένα ζευγάρι εμφανίστηκε. Η μητέρα που φώναξε το μικρό αγόρι στην πρώτη σκηνή κι ένας άντρας.

«Μέχρι τώρα δεν είχαμε καταφέρει να του πάρουμε δώρο», έλεγε ο άντρας ψιθυριστά. «Τώρα που έχω μια καλή δουλειά, είναι ευκαιρία να τον αποζημιώσουμε»

Η σκηνή ξεθώριασε.

«Όχι σε παρακαλώ…», κλαψούρισε εκείνος τη στιγμή που η φιγούρα έριχνε χρυσόσκονη για ακόμα μια φορά.

Ήταν το βράδυ των Χριστουγέννων και η μητέρα με τον Βίκτωρ, κάθονταν μπροστά από το τζάκι. Το αγόρι ήταν κατσουφιασμένο, η μητέρα όμως είχε μια έκφραση προσμονής. Ακούστηκε ένας δυνατός ήχος που τους έκανε να αναπηδήσουν. Το πρόσωπο του Βίκτωρ γέμισε ενθουσιασμό και της μητέρας ανησυχία. Η ώρα περνούσε, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Τότε η μητέρα βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Η κραυγή της αντήχησε σε όλη τη γειτονιά. Πάνω στα κεραμίδια, ο άντρας της, ντυμένος Άγιος Βασίλης, ήταν νεκρός. Σχεδίαζε να κατέβει από την καμινάδα για να κάνει έκπληξη στο γιο του. Παραπάτησε όμως και χτύπησε το κεφάλι του.

Η σκηνή ξεθώριασε κι εκείνος έμεινε ακίνητος στη θέση του. Η ασημένια σκόνη ξεπήδησε και πάλι από τα δάχτυλά της.

Μια άλλη σκηνή ζωντάνεψε. Η κηδεία του πατέρα του είχε τελειώσει και ο μικρός Βίκτωρ κρατούσε σφιχτά το χέρι της μητέρας του μπροστά στο μνήμα. Τότε εκείνη, το άφησε απότομα κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Έβγαλε ένα περίστροφο από την τσάντα της κι αυτοκτόνησε. Το αίμα που έτρεξε από το κεφάλι της, πότισε το φρέσκο χώμα. Ο κόσμος προσπερνούσε το παιδί κι έσπευδε μήπως μπορούσε να τη βοηθήσει﮲ κι εκείνο στεκόταν ακίνητο με βλέμμα κενό.

Η σκηνή ξεθώριασε. Εκείνος στεκόταν παραιτημένος στη μέση του δρόμου. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Η μαυροντυμένη φιγούρα  εξαφανίστηκε.

Δεν χρειαζόταν άλλη χρυσόσκονη. Οι σκηνές ζωντάνεψαν μπροστά του. Μετά το θάνατο των γονιών του, τον είχαν οδηγήσει στο ορφανοτροφείο. Κλείστηκε στον εαυτό του κι ήταν συνεχώς απομονωμένος. Δεν πλησίαζε και δεν τον πλησίαζε κανένα παιδί. Στην ηλικία των 17, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας με αποτέλεσμα να τον κλείσουν προσωρινά σε νευρολογική κλινική, από όπου έφυγε κρυφά. Από τότε, εδώ και πέντε χρόνια, ζούσε σαν άστεγος και περιφερόταν στους δρόμους της πόλης.

«Χο! Χο! Χο!», άκουσε μια φωνή.

Γύρισε απότομα και είδε τον Άγιο Βασίλη με το καμπανάκι να στέκεται στο τέρμα του δρόμου και να τον κοιτάζει.

Χτένισε και πάλι τα μαλλιά του με χέρια που έτρεμαν.

«Χο! Χο! Χο!», ακούστηκε πιο δυνατά.

Πάγωσε στη θέση του. Ο «Άγιος» πήγε κοντά του.

«Ποιος είσαι;», έκανε εκείνος και οπισθοχώρησε.

Η πλάτη του ακούμπησε στον τοίχο.

«Τι θέλεις από μένα;», ψέλλισε.

«Ήρθα να σου δώσω το δώρο σου», του είπε ήρεμα εκείνος. «Ήσουν πολύ καλό παιδί όλα αυτά τα χρόνια Βίκτωρ. Ήρθε η ώρα να ανταμειφθείς γι’ αυτό. Πες μου λοιπόν, τι είναι αυτό που θέλεις;», τον ρώτησε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του, τόσο πολύ, που σχεδόν αγγίζονταν.

«Ποιος είσαι;», επανέλαβε

«Είμαι ο Άγιος Βασίλης».

«Δεν υπάρχεις!», έκανε εκείνος κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.

Όταν τα ξανάνοιξε, ο άντρας στεκόταν ακόμα εκεί και τον κοιτούσε ανασηκώνοντας τα φρύδια.

«Λοιπόν», είπε, «Θα μου πεις τι είναι αυτό που επιθυμείς πιο πολύ;»

Εκείνος κοντοστάθηκε.

«Θέλω να τελειώσει όλο αυτό», είπε τελικά. «Θέλω να σταματήσει. Θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω και να γίνω και πάλι παιδί…», είπε με φωνή που έσβηνε.

Ο Άγιος Βασίλης κούνησε το κουδουνάκι και ασημένια χρυσόσκονη γέμισε την ατμόσφαιρα. Άρχισε να οπισθοχωρεί και να απομακρύνεται ενώ ο Βίκτωρ καθόταν στο έδαφος. Νύσταζε, νύσταζε τόσο πολύ. Αλλά δεν κρύωνε πλέον…

«Χο! Χο! Χο!», φώναξε ο Άγιος Βασίλης καθώς χανόταν πίσω από τη γωνία.

Όταν αργότερα μαζεύτηκε κόσμος γύρω από το πτώμα του άστεγου άντρα, μια μαυροφορεμένη φιγούρα στεκόταν στις σκιές και τους παρακολουθούσε. Ο Άγιος Βασίλης εμφανίστηκε δίπλα της. Στράφηκε προς το μέρος του, κατέβασε την κουκούλα και το πρόσωπο της μητέρας του Βίκτωρ αποκαλύφθηκε.

Εκείνη τη στιγμή κι ενώ ο κλοιός γύρω από το νεκρό άντρα στένευε, η διάφανη φιγούρα ενός μικρού αγοριού ξεπρόβαλε από εκείνο το σημείο κι έτρεξε προς το μέρος τους.

«Μαμά!», φώναξε ο μικρός Βίκτωρ.

Όσο τους πλησίαζε, η μορφή του γινόταν όλο και πιο συμπαγής. Έπεσε στην αγκαλιά της κι εκείνη τον έσφιξε, ενώ τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.

«Μαμά; Τι συνέβη;», ρώτησε το μικρό αγόρι κοιτώντας την απορημένο.

«Τίποτα αγόρι μου», είπε εκείνη και το αγκάλιασε και πάλι. «Έλα», πρόσθεσε και το έπιασε από το χέρι. «Ο μπαμπάς μας περιμένει».

Ένευσε στον Άγιο Βασίλη και κατευθύνθηκαν προς την άκρη του δρόμου. Οι σιλουέτες τους έγιναν διάφανες, μέχρι που ξεθώριασαν τελείως.

Εκείνη τη στιγμή, ο αστυνομικός που κατευθυνόταν προς το σημείο όπου βρισκόταν νεκρός ο άντρας, πάγωσε στη θέση του. Ο ήχος από ένα καμπανάκι ήχησε πάνω από το κεφάλι του.

«Χο! Χο! Χο!», ακούστηκε από κάπου ψηλά.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading