,

Το ήξερα ότι θα ξαναρθείς

Καθόταν στο πεζοδρόμιο και την παρατηρούσε με προσοχή. Ανέλυε στο μυαλό του κάθε της κίνηση. Έπρεπε να ξέρει. Ούτε κι ο ίδιος δεν καταλάβαινε γιατί επέμενε τόσο πολύ. Ίσως γιατί δεν είχε ξεχάσει ακόμη αυτό που του συνέβη όταν ήταν μικρός και δεν επρόκειτο να το ξεχάσει ποτέ. Σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και σκοτείνιαζε νωρίς πλέον. Ο καιρός προμήνυε βροχή. Έστρεψε και πάλι την προσοχή του πάνω της.

Η γάτα έγλειφε το πονεμένο της πόδι. Το κατάμαυρο τρίχωμα, σε συνδυασμό με τα πράσινα μάτια, την έκανε να μοιάζει τρομακτική. Ο μικρός Μπεν συνέχιζε να την κοιτάει καθώς εκείνη πλησίαζε κουτσαίνοντας το κουπάκι με το φαγητό.

Εδώ και μερικές εβδομάδες, η Μαυρούλα, όπως τη φώναζαν, είχε εμφανιστεί στη γειτονιά. Το δεξί μπροστινό πόδι, το πατούσε με δυσκολία. Αυτό είχε προκαλέσει την λύπηση και το ενδιαφέρον των κατοίκων, που της έδιναν φαγητό και γάλα. Εκείνη το δεχόταν ευχάριστα, έμενε μέχρι τη δύση του ηλίου και εξαφανιζόταν μόλις έπεφτε το σκοτάδι. Το επόμενο πρωί, ήταν πάλι εκεί, στη συνηθισμένη της θέση.

«Όλες οι γάτες είναι κακές και πονηρές…», μουρμούρισε ο Μπεν. «Σίγουρα το πόδι της είναι μια χαρά!».

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας γάτος και την πλησίασε απειλητικά. Η Μαυρούλα έβγαλε τα κοφτερά της νύχια κι επιτέθηκε στον εισβολέα. Λίγο έλειψε να τον αφήσει τυφλό.

Ο Μπεν πετάχτηκε όρθιος. Ήταν σίγουρος. Το πόδι με το οποίο γρατζούνισε το γάτο ήταν αυτό που υποτίθεται ότι ήταν χτυπημένο. Το είχε δει καθαρά. Έκανε να πλησιάσει, αλλά μια γειτόνισσα έτρεξε φουριόζα για να την προστατεύσει. Η στρουμπουλή κυρία Μαίρη με το στραβό κότσο, ήταν εκείνη που την τάιζε περισσότερο. Δεν ήθελε λοιπόν να πάει χαμένη η τροφή που της έδινε.

«Φύγε από εδώ! Ξουτ!», φώναξε στον γάτο. «Έλα εδώ Μαυρούλα μου», της είπε με στοργή. «Σαν δεν ντρέπεται ο παλιόγατος. Πρέπει να τρόμαξες πολύ… Θα σου δώσω λίγο ακόμα φαγητό».

Η γάτα τρίφτηκε πάνω της κι έγλειψε το «πονεμένο» της πόδι. Ο Μπεν ήταν έξαλλος. Μόλις σκοτείνιασε, κρύφτηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο και περίμενε. Όταν άδειασε η γειτονιά, η Μαυρούλα σηκώθηκε με αργές κινήσεις κι άρχισε να σπρώχνει το κουπάκι με την μουσούδα της. Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά, τέντωσε ολόκληρο το σώμα, άρπαξε τα κουπάκι με τα δόντια κι άρχισε να τρέχει. Ο Μπεν την ακολούθησε. Είχαν διασχίσει μερικά τετράγωνα, όταν εκείνη έστριψε σε μια γωνιά. Χοντρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. Έστριψε κι εκείνος, αλλά η γάτα ήταν άφαντη. Η βροχή δυνάμωσε και τότε το αγόρι γλίστρησε κι έπεσε στο έδαφος χτυπώντας το κεφάλι του. Το τελευταίο που θυμόταν πριν λιποθυμήσει, ήταν δύο πράσινα μάτια να τον κοιτούν.

Ξύπνησε απότομα, ακούγοντας συγκεχυμένες ομιλίες δίπλα του. Έκανε να σηκωθεί, αλλά δυο χέρια τον έσπρωξαν προς τα πίσω.

«Ήρεμα μικρέ…», του είπε ένας άντρας που έμοιαζε με γέρο ζητιάνο.

Τα πυκνά μαλλιά και γένια του μπλέκονταν μεταξύ τους. Τα μάτια του όμως, εξέπεμπαν μια περίεργη ζεστασιά. Έβλεπε κάτι οικείο μέσα τους.

«Ήρεμα», του ξαναείπε. «Σιγά – σιγά θα σηκωθείς. Είχες γερό χτύπημα».

Ο Μπεν ανασηκώθηκε πιο προσεκτικά και κοίταξε γύρω του. Βρίσκονταν μέσα σε μια μικρή καλύβα, στη μια άκρη της οποίας έκαιγε μια μεγάλη, πορτοκαλί φωτιά. Ο άντρας καθόταν δίπλα του, κρατώντας ένα πιάτο ζεστή σούπα. Δίπλα στη φωτιά, βρίσκονταν δύο ζώα. Μισόκλεισε τα μάτια του για να διακρίνει καλύτερα. Το ένα ήταν σίγουρα η γάτα, που έπινε λαίμαργα γάλα. Και το άλλο, ήταν ένα σκυλάκι﮲ ένα ταλαιπωρημένο γέρικο σκυλάκι με το δέρμα του γεμάτο πληγές που έτρωγε με δυσκολία. Έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στον άντρα. Εκείνος του χαμογελούσε πλατιά.

«Χαριτωμένα ε;», ρώτησε. «Ο Νέστορ και η Μαυρούλα. Έτσι δεν την φωνάζετε στη γειτονιά σου;»

Η γάτα πλησίασε τον γέρο. Τρίφτηκε πάνω του χουρχουρίζοντας, και κούρνιασε. Ο Μπεν δεν μιλούσε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο πόδι της, που ήταν μια χαρά. Ο άντρας το πρόσεξε. Στη συνέχεια τον κοίταξε στα μάτια.

«Πότε το έπαθες;», τον ρώτησε.

Το αγόρι ξαφνιάστηκε.

«Πώς;», ψέλλισε.

«Πώς το ξέρω;», συμπλήρωσε την φράση του ο ζητιάνος. «Έχω κι εγώ ένα», είπε χαμογελώντας στραβά κι έδειξε το αριστερό του μάτι.

Ο Μπεν πλησίασε το βλέμμα του. Φορούσε γυάλινο μάτι. Όπως κι εκείνος…

«Πριν πέντε χρόνια, όταν ήμουν εφτά χρονών, η μητέρα μου έφερε στο σπίτι μια αδέσποτη γάτα. Εγώ ήθελα να παίξω μαζί της. Εκείνη όμως μου κάρφωσε τα νύχια στο πρόσωπο…», κατέληξε με τη φωνή του να σβήνει. «Έχουν δίκιο που λένε ότι οι γάτες είναι κακές», είπε έντονα ρίχνοντας ένα μοχθηρό βλέμμα στη Μαυρούλα.

«Εδώ νεαρέ μου, θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω», αντέτεινε ο ζητιάνος. «Όλες οι γάτες δεν είναι κακές. Πονηρές ίσως, αλλά όχι κακές. Υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι και υπάρχουν καλές και κακές γάτες. Όλα έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα κάποιου και με όσα έχει ζήσει. Η γάτα δεν έπρεπε να σου επιτεθεί. Το έκανε γιατί σε έβλεπε σαν εχθρό της. Έτσι είχε μάθει όμως, να αμύνεται και να μην εμπιστεύεται».

Τη στιγμή που ο Μπεν σκεφτόταν ότι αυτός ο άνθρωπος μιλούσε πολύ καλά για ζητιάνος, ακούστηκε ένα πονεμένο γρύλισμα από τη μεριά του σκύλου.

«Έρχομαι καλέ μου», είπε τότε ο άντρας.

«Υπάρχουν γάτες, που είναι πονόψυχες, περισσότερο από ότι οι άνθρωποι. Πάρε για παράδειγμα τη Μαυρούλα», συνέχισε και την κοίταξε στοργικά. «Κάθε μέρα, έρχεται στη γειτονιά σου και παριστάνει ότι είναι κουτσή, για να της δίνουν φαγητό και να το φέρνει στο Νέστορ. Βλέπεις οι άνθρωποι, θα δώσουν πιο εύκολα φαγητό σε ένα ζώο που είναι τραυματισμένο, παρά σε κάποιο που είναι καλά. Πολλοί επίσης, όχι όλοι, θα δώσουν πιο εύκολα φαγητό σε ζώο, παρά σε άνθρωπο. Όταν βρήκα το Νέστορ, ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Πήγα σε μια φιλοζωική εταιρεία, αλλά δεν μπορούσαν να τον αναλάβουν. Δεν είχαν πόρους μου είπαν κι έπρεπε να καλύψω την φροντίδα του εγώ. Εδώ τους είπα δεν μπορώ να καλύψω τα δικά μου έξοδα, θα καλύψω του σκύλου; Έτσι έμαθα στη Μαυρούλα να φέρνει φαγητό και γάλα για τον Νέστορ».

Η γάτα πλησίασε το σκυλάκι, κάθισε δίπλα του κι άρχισε να το ζεσταίνει με τη γούνα της.

«Βλέπεις;», τον ρώτησε ο άντρας. «Ακόμα κι η έχθρα ανάμεσα στον σκύλο και τη γάτα, ακόμα κι αυτό μύθος είναι. Όταν μάθεις να νοιάζεσαι και να ζεις μαζί με κάποιον δεν μπορεί να σας χωρίσει τίποτα».

Όταν αργότερα ο Μπεν έπεφτε στην αγκαλιά της ταραγμένης μητέρας του, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα των τριών πλασμάτων που είχε συναντήσει. Μέσα σε εκείνη την καλύβα ήταν όλοι ίσοι. Δεν υπήρχαν άνθρωποι και ζώα. Θυμόταν τα λόγια που του είπε ο ζητιάνος λίγο πριν φύγει: «Η Μαυρούλα σε βρήκε. Πριν 5 χρόνια, μια γάτα κόντεψε να σου πάρει τη ζωή. Και τώρα μία γάτα σου την έσωσε…».

Το επόμενο πρωί έτρεξε στην καλύβα φέρνοντας μαζί του φαγητό και γάλα. Μόλις όμως μπήκε μέσα διαπίστωσε ότι οι ένοικοί της είχαν φύγει﮲ και δεν θα ξαναγυρνούσαν. Ξαφνικά άκουσε ένα μικρό εξασθενημένο ήχο. Προχώρησε προς μια πολυθρόνα και είδε κουρνιασμένο ένα μικρό, μαύρο γατάκι. Μάλλον κοιμόταν το προηγούμενο βράδυ και δεν είχε εμφανιστεί. Στο λαιμό του κρεμόταν ένα κορδόνι με ένα χαρτί. Το ξεδίπλωσε και διάβασε τη φράση:

«Το ήξερα ότι θα ξανάρθεις»

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Φωτογραφία από bella67 από το Pixabay

2 απαντήσεις στο “Το ήξερα ότι θα ξαναρθείς”

Απάντηση σε Ερωδίτη ΠαπαποστόλουΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading