, ,

Η Πύλη του Σολέτ – Μέρος Δεύτερο – Κεφάλαια 2 και 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

Θυμόταν από μικρός αυτή την απόκρημνη πλαγιά του μεγάλου βουνού, αν και ποτέ δεν είχε πάει εκεί πέρα.  Έβλεπε όνειρα με γενναίους που ξεκινούσαν για να το κατακτήσουν, φτάνοντας μέχρι τις άκρες από τα κοφτερά βράχια στην κορυφή, την οποία κανένας ποτέ δεν είχε δει γιατί ήταν πάντα στεφανωμένη με πυκνή ομίχλη και μετά χάνονταν και ποτέ δεν ξαναγύριζαν.  Άκουγε τους γεροντότερους που έλεγαν ιστορίες γύρω από τη φωτιά.  Για ένα μεγάλο υπέρλαμπρο φως, για ένα πρόσωπο ασύλληπτης ομορφιάς, για μια πεδιάδα με αραβουργήματα όπου όποιος κατάφερνε να φτάσει αποκτούσε αμύθητα πλούτη και ευτυχία.  Όποιος κατάφερνε να ξεπεράσει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και τους κινδύνους που ελλόχευαν στις πλαγιές του και έφτανε στην μυστηριώδη Πύλη του Σολέτ, αρκούσε να πει δυνατά τις ιερές λέξεις.  Όλα τα καλά θα έρχονταν τότε γι’ αυτόν και τους απογόνους του.  

«Η Δημιουργός μας καταράστηκε» έλεγαν όμως τώρα περίλυποι και ήταν πολλά χρόνια που κανείς δεν είχε πάει κατά την μεριά του βουνού, που έστεκε βλοσυρό με το στεφάνι από σύννεφα στην κρυμμένη του κορυφή, σαν ένα μεγάλο παράξενο μανιτάρι που σκίαζε δυσοίωνα την πεδιάδα της Αλέβυον γύρω του.  Πόσο θα ήθελε όμως τώρα να κατάφερνε αυτός να ανέβει εκεί, να φωνάξει τις ιερές λέξεις στην Πύλη του Σολέτ, όπως έλεγαν οι προφητείες και να γεμίσει το σπίτι του όλα τα καλά, να στολίσει την αγαπημένη του Σέρεϊ με τα πιο όμορφα κοσμήματα και ρούχα, να ταΐσει τα πιο νόστιμα φαγητά την μικρή του Νητ-Ήρχα τόσο που να λάμπει ολόγιομη σαν μικρός λαμπερός ήλιος μέσα στο σπίτι τους.  Να μη χρειάζεται ο δόλιος ο Νανακέ να περιφέρεται με κίνδυνο της ζωής του σε ένα μέρος γεμάτο απελπισμένους που θα ήθελαν να τον σκοτώσουν για να μην πεθάνουν της πείνας.

Ονειρευόταν ότι το βουνό ήταν μια γυναίκα από πέτρα, μια γυναίκα που πάλευε παγιδευμένη στον σκληρό βράχο.  Χωρίς να λέει ούτε μια λέξη.  Βλοσυρή και απελπισμένη ταυτόχρονα.  Την είχε δει και τη νύχτα πριν χάσει τον όμορφο γιο του, που του έμοιαζε τόσο πολύ με τα ολόμαυρα μαλλάκια του και το λευκό του πρόσωπο.  Θυμήθηκε εκείνο το απαίσιο όνειρο και προσπάθησε να το αγνοήσει.  Αλλά η μνήμη του ήταν αμείλικτα διαυγής και η αυλαία άνοιξε χωρίς συμπόνια στο ζοφερό θέαμα.

Κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο, ώριμο καρπούζι.  Το αισθανόταν βαρύ και ζεστό στα χέρια του, να τρίζει με το βάρος του και να του αφήνει τη σκόνη από το γόνιμο κόκκινο χώμα στα δάχτυλα.

Τότε είχε σηκώσει τα μάτια του και την είχε δει.  Ψηλή και αγέρωχη, με κλειστά μάτια κι έχοντας ένα ασημένιο, μακρύ ραβδί στο χέρι που το έτεινε προς το φρούτο που κρατούσε εκείνος.

Δεν έχει καρδιά, του είπε με μια αφύσικα βαθιά φωνή, σαν να έβγαινε μέσα από κάποια χθόνια σπηλιά.  Και εκείνος είχε κοιτάξει παραξενεμένος τα χέρια του.  Είδε φαγωμένες φλούδες που σάπιζαν ζαρωμένες καθώς μυριάδες σκουλήκια τις κατέτρωγαν.  Τίναξε γεμάτος φρίκη τα χέρια του από το ασπρουλιάρικο, παλλόμενο σωρό, που κατρακύλησε στο έδαφος και σκόρπισε ως πέρα.

Έλα σε μένα, την άκουσε τότε να λέει.

Και όταν η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της, ο Σιεξέλ ένιωσε σαν να τον διαπερνούσε το κρανίο μια φλεγόμενη σπάθα.  Είχε ολόασπρα μάτια που σπίθιζαν παγερά, καθώς του έλεγε, κλάψε αυτό που έχασες τώρα και θα μείνεις μονάχα με τις στάχτες.  Μα αν κοιτάξεις μπροστά και έρθεις σε μένα θ’ αποκτήσεις ολόκληρο περιβόλι.

Ο τρόμος που τον τύλιξε στον απόηχο της απόκοσμης φωνής της, όταν εκείνη έσβησε σαν τον καπνό λατρευτικής θυσίας, ήταν τέτοιος που ξύπνησε για μοναδική φορά ουρλιάζοντας κυριευμένος από τον εφιάλτη.  Κι όταν είχε ακολουθήσει την επόμενη μέρα η τραγωδία κι είχε κρατήσει το άκαμπτο, μικροσκοπικό κορμάκι του γιου του στα τρεμάμενα χέρια του, είχε θυμηθεί μεμιάς τα λόγια του εφιάλτη του, κλάψε αυτό που έχασες τώρα και θα μείνεις μονάχα με τις στάχτες.  Η απόγνωσή του ήταν τέτοια που ένιωθε να ουρλιάζει κι αυτός μαζί με την συντετριμμένη Σέρεϊ που χτυπιόταν πλάι του, παρακαλώντας τη θεά να λυπηθεί τον μικρό τους γιο.

«Είσαι καλά, Σιεξέλ;» διέκοψε τις σκέψεις του η γυναίκα του, που άγγιξε το χέρι του ανήσυχη, καθώς περπατούσαν τον κακοτράχαλο δρόμο προς το γκρίζο πέτρινο όγκο του βουνού στο βάθος.  Εκείνος χαμογέλασε βεβιασμένα για να τη καθησυχάσει, αλλά έστρεψε γρήγορα αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει η Σέρεϊ τη θλίψη του που είχε γεννήσει η ανάμνηση του γιου τους.  Ναι, δεν είναι το μοναδικό παιδί, του είχε πει ο ιερέας Ινάλεμ αργότερα, πολύ αργότερα, όταν ο αβάσταχτος πόνος είχε γίνει ένα βουβό κουβάρι που παρίστανε ότι κοιμάται μέσα στα σωθικά του.  Αφανιζόμαστε Σιεξέλ και δεν υπάρχει τίποτα που να μας σώσει.

Κι όταν ο Σιεξέλ, συγκλονισμένος από το μέγεθος της απώλειας που είχε πλήξει το χωριό τους, είχε διηγηθεί διστακτικά στον ιερέα το τρομακτικό όνειρό του εκείνος είχε γουρλώσει τα γέρικα μάτια του σε μια έκφραση υπέρτατης κατάπληξης.  Ώστε εκείνη σου μίλησε; ψιθύρισε με δέος που έκαμνε την βραχνή φωνή του να γίνεται ακόμα πιο τραχιά.  Κανένας στα τόσα χρόνια που ζω δεν το έχει καταφέρει αυτό.  Απορημένος ο Σιεξέλ τον είχε ρωτήσει τι εννοούσε.  Μα ότι είσαι ο πρώτος και ο μόνος που είχε όραμα από εκείνη!  Τη θεά Σαέφαργγυς, τη Δημιουργό μας! 

Η θεά του είχε μιλήσει;  Μα γιατί σ’ εμένα;  Υπάρχουν τόσοι άγιοι άνθρωποι που μονάζουν χρόνια στους βράχους της Σηνχέτ, πολύ πιο άξιοι από μένα!  Εγώ τη μίσησα, το ομολογώ μπροστά σου ιερέα, που μου πήρε τόσο άσπλαχνα τον μονάκριβο γιο μου!  Μα ο Ινάλεμ απλώς ανασήκωσε τους ώμους του.  Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τις βουλές της Δημιουργού, Σιεξέλ, ούτε το απύθμενο βάθος της σοφίας της.  Δεν μπορούμε εμείς να κρίνουμε γιατί κάνει ό,τι κάνει.  Αλλά το σίγουρο είναι πως είναι ξεκάθαρη σ’ αυτό που θέλει:  Να πας κοντά της.

Να πήγαινε κοντά της;  Στο Βουνό της Σήρεϊ-Σησενέγ;  Ναι, του είχε πει απλά ο ιερέας.  Αλλά δεν το είχε κάνει τότε, κυριευμένος ακόμα από την απώλεια του γιου του, βασανισμένος από το γεμάτο συντριβή πρόσωπο της Σέρεϊ που κοίταζε τη μικρή, μεταλλική τεφροδόχο και τη χάιδευε με πνιχτά δάκρυα.

«Κοίτα Σιεξέλ!» άκουσε τότε τη φωνή της που έδιωξαν τις ζοφερές του σκέψεις «ένας ερημωμένος ναός!»  Κοίταξε εκεί που του έδειχνε και πραγματικά, στον ορίζοντα με τα ξερά κόκκινα βράχια που στέκονταν σε παράξενα σχήματα, σαν δημιουργήματα αφηρημένης τέχνης, έστεκαν ξασπρισμένα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου ιερού της θεάς.  Φαντάσου μέχρι κι οι ιερείς δεν έχουν ελπίδα! σκέφτηκε θλιμμένος, καθώς περιεργαζόταν τις μισογκρεμισμένες πέτρες που απέμεναν θλιβερές, σαν καύκαλα κάποιου μυστηριώδους πλάσματος κάτω από τον καυτό ήλιο.

Ο Νανακέ που προπορευόταν, τίναξε το μαύρο κορμί του και γουρλώνοντας τα πράσινα μάτια του άρχισε να τρέχει ξαφνικά και χάθηκε μέσα στους πεσμένους κίονες.  «Κάτι βρήκε» είπε ανήσυχα η Σέρεϊ και τύλιξε προστατευτικά τα χέρια της γύρω από την Νητ-Ήχρα.  «Μείνε εδώ» της είπε σιγανά ο άντρας της και προχώρησε προσεκτικά μέσα σε ένα σημείο του ναού που δεν είχε γκρεμιστεί, ενώ τα μάτια του τυφλώθηκαν στο έντονο μισοσκόταδο μετά τον εκτυφλωτικό ήλιο που τα πύρωνε τόση ώρα.  Απέμεινε μερικές στιγμές μέχρι να προσαρμοστεί το βλέμμα του και τότε άρχισε να διακρίνει το γυμνό πέτρινο πάτωμα, με τις τεράστιες, σκονισμένες πλάκες σχιστόλιθου, το ελαφρό μισόφωτο που γλιστρούσε πίσω από τις σιδερένιες περίτεχνες γρίλιες, τα λατρευτικά σύμβολα αφημένα, με τάξη ωστόσο, χωρίς να υπάρχει κανένα σημάδι βίας ή καπήλευσης.  Πάνω στον βωμό, εκεί όπου υπήρχε το λατρευτικό σύμβολο της θεάς, ένας κύκλος με ένα μυτερό ραβδί διαγώνια πάνω του, στεκόταν ο Νανακέ ακίνητος σαν ένα ακόμα άγαλμα.  Δίπλα του, μεγάλοι δίσκοι ήταν ξέχειλοι με φαγητό, που φαινόταν να έχει αφεθεί μόλις πριν λίγες στιγμές.  Η εγκατάλειψη μηνών φαινόταν ολοκάθαρη, γιατί πάνω στο σκονισμένο δάπεδο υπήρχαν μόνο τα ίχνη από τις μικρές πατούσες του γατιού του.  Κι ωστόσο το φαγητό φαινόταν ν’ αχνίζει ακόμη, σαν κάποιο αόρατο πνεύμα να τα είχε αφήσει εκεί.

«Νανακέ;» απέμεινε εκστατικός ο άντρας καθώς στράφηκε ξανά προς την άκαμπτη, καθιστή φιγούρα του ζώου, πιστεύοντας για μια τρομερή στιγμή ότι ο γάτος ήταν η ενσάρκωση κάποιου θεϊκού στοιχείου.  Και μετά ο Νανακέ κινήθηκε, πηδώντας προς το μέρος του, με την ουρά να τεντώνεται σαν θαυμαστικό, καθώς τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια του με τα μάτια του μισόκλειστα και  νιαούριζε βραχνά.  Είδες τι σου βρήκα;  Είμαι καλός, δεν είναι έτσι;  Δεν θα πεινάσουμε τώρα.

Η καρδιά του Σιεξέλ έκανε ένα τίναγμα καθώς ένιωσε να ξεχειλίζει από αδιανόητη περηφάνια για το μικρό ζωάκι, που ενώ θα μπορούσε να είχε πέσει με τα μούτρα, περίμενε υπομονετικά τον ερχομό του.  Για μια ακόμη τρομερή στιγμή, ο Νανακέ του θύμισε τον γιο που είχε χάσει, σαν να γλίστρησε λίγο πνεύμα από τον Σαΐρητως μέσα σ’ αυτό το εξαίσιο πλάσμα, παρότι δεν είχε καν την ευκαιρία να ζήσει ούτε μια στιγμή σ’ αυτόν τον κόσμο, σκέφτηκε μ’ έναν κόμπο στον λαιμό και σήκωσε στα χέρια του το ζώο που τον κοίταζε πειθήνια.

«Είσαι το καλύτερο γατί του κόσμου, φιλαράκο» του είπε και φίλησε το μαύρο κεφαλάκι του κι εκείνο μισόκλεισε, γουργουρίζοντας ευχαριστημένο, τα λοξά του μάτια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

«Είναι τόσο απόκρημνο!» ξεφύσησε αποκαρδιωμένη η Σέρεϊ, όταν έφτασαν μετά από αρκετό καιρό στους πρόποδες του τεράστιου βουνού.  Η κούραση είχε αρχίσει να την καταβάλει όσο συνέχιζαν την πορεία τους και το βάρος της μικρής, χορτασμένης Νητ-Ήχρα στην πλάτη της δεν βοηθούσε κι ιδιαίτερα.

«Κουράγιο, αγάπη μου, θα τα καταφέρουμε.  Ένα βήμα τη φορά και θα έχουμε φτάσει εκεί πάνω πριν να το καταλάβεις» την ενθάρρυνε ο Σιεξέλ, προσπαθώντας να μην δείξει την ανησυχία του.  Ακόμα και οι πιο πεπειραμένοι ορειβάτες, θα χρειάζονταν μήνες, χρόνια ίσως κι αυτό με πολύ λιγότερο αντίξοες συνθήκες για να καταφέρουν να σκαρφαλώσουν όλο αυτό τον ατέλειωτο πέτρινο όγκο που εκτεινόταν σχεδόν κάθετα πάνω τους και χανόταν στην αιώνια, πυκνή συννεφιά.  Το μέγεθός του ήταν τέτοιο που δικαίωνε το όνομά του:  δεν λεγόταν άδικα Μεγάλο Βουνό, το βουνό της Σήρεϊ-Σησενέγ.  Περισσότερο έμοιαζε σαν να είχαν φτάσει σε ένα ατέρμονο πέτρινο τείχος που υψωνόταν για χιλιόμετρα μέχρι τα ουράνια κι εκείνοι σαν μικρά μυρμήγκια που πάλευαν να σκαρφαλώσουν πάνω σε ελέφαντα.  Πού πήγαμε και μπλέξαμε;  σκέφτηκε με απόγνωση αποφεύγοντας να κοιτάξει την γυναίκα του, που καθόταν εξαντλημένη σε μια ξερή πέτρα και τάιζε με μηχανικές κινήσεις λίγα μπισκότα το πεινασμένο κοριτσάκι τους.  Έμεινε να τις κοιτάζει, η Νητ-Ήχρα μετά από εκείνα τα φαγητά που είχαν βρει σε εκείνον τον ναό είχε πάρει τα πάνω της και χαρούμενη μασουλούσε λαίμαργα ένα μουλιασμένο μπισκότο.

Ο Σιεξέλ πήρε μια βαθιά ανάσα.  Δεν θα τα παρατούσαν τώρα.  Όσο χρόνο κι αν τους έπαιρνε, από τη στιγμή που πρόσεχαν ο ένας τον άλλον, που έβρισκαν τροφή για να συντηρηθούν, κάποια στιγμή θα τα κατάφερναν.  Αν χρειαζόταν να σκαρφαλώσουν θα το έκαμναν, αλλά δεν θα τα παρατούσαν μέχρι να φτάσουν στην Πύλη του Σολέτ.

Ο Νανακέ εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή νιαουρίζοντας σιγανά και ακούμπησε με το ποδαράκι του την Σέρεϊ.  Εκείνη στράφηκε παραξενεμένη προς τον γάτο, μιλώντας του σαν να ήταν άνθρωπος: «Τι είναι, Νανακέ;  Βρήκες κάτι, καλέ μου;»  Το ζώο μισόκλεισε τα μάτια του, απολαμβάνοντας την τρυφερότητα στη φωνή της και έστρεψε προς τα πίσω το κεφαλάκι του, με το μαύρο τρίχωμα να λαμπυρίζει σαν μετάξι.  Η γυναίκα κοίταξε προς τα εκεί και στην αρχή σαν να μην ήταν σίγουρη.  Η Νητ-Ήχρα ψέλλισε κάτι μωρουδίστικα λόγια και της απόσπασε την προσοχή για λίγο, αλλά μετά η Σέρεϊ έστρεψε ξανά το βλέμμα προς την κατεύθυνση που κοίταζε ο γάτος.

«Σιεξέλ» είπε δυνατά για να τραβήξει τη δική του προσοχή, καθώς εκείνος φαινόταν βυθισμένος σε δυστυχισμένες σκέψεις αποφεύγοντας να την κοιτάζει για να μην προδοθεί.  Ήξερε πολύ καλά τον άντρα της για να καταλαβαίνει την αμφιβολία που τον άδραχνε με τα ύπουλα νύχια της καταβάλλοντάς τον.  «Σιεξέλ, κοίτα εκεί» ξανάπε πιο δυνατά και εκείνος ευτυχώς στράφηκε με ερωτηματικό βλέμμα.  Έγνεψε με το πηγούνι της προς το μέρος της πλαγιάς, που ήταν το ίδιο κακοτράχαλο, ξερό και θρυμματισμένο όπως οπουδήποτε αλλού.  «Ο Νανακέ είδε κάτι.  Δέντρο δεν είναι αυτό;»

Ο άντρας έστρεψε με ανανεωμένη περιέργεια το βλέμμα του εκεί που του έδειχνε η Σέρεϊ.  Πράγματι, στο ανύποπτο μάτι, η γεμάτη αιχμηρές προεξοχές, πλαγιά του κόκκινου βράχου, όπου φυτοζωούσαν κάτι καχεκτικά χόρτα, φαινόταν να εκτείνεται ευθεία και συμπαγής.  Όμως αν κοίταζες πιο προσεκτικά, τα ξερά κλαδιά ενός καχετικού θάμνου περισσότερο παρά δέντρου, έσπαζαν την υποτιθέμενη ευθεία και αποκάλυπταν…

«…ένας δρόμος!» φώναξε γεμάτη έξαψη για πρώτη φορά η Σέρεϊ, καθώς πετάχτηκε όρθια με το πρόσωπό της να λάμπει.  Ο Σιεξέλ έγνεψε με ολοένα και μεγαλύτερη σιγουριά το κεφάλι του.  «Περίμενε λίγο» της είπε και άρχισε να τρέχει προς το σημείο εκείνο με τον Νανακέ να τον ακολουθεί κατά πόδας σαν σκιά του.  «Έχει μονοπάτι, Σέρεϊ!» τον άκουσε να φωνάζει από το βάθος και μετά τον είδε να επιστρέφει το ίδιο γρήγορα και να σταματά μπροστά της με ένα χαμόγελο θριάμβου, «δεν θα χρειαστεί να σκαρφαλώσουμε, μπορούμε να περπατήσουμε ως εκεί!»

Η γυναίκα έσφιξε χαρούμενη την κόρη της και γέλασε όταν είδε το έκπληκτο μουτράκι του παιδιού που είχε απομείνει με την μπουκιά στο στόμα.  Η Νητ-Ήχρα, γοητευμένη από τη χαρά στο πρόσωπο της μητέρας της, αποκάλυψε το γεμάτο ψίχουλα μπισκότου χαμόγελό της και πάτησε μια τσιρίδα ενθουσιασμού.  «Ναι, αγάπη μου!  Η μαμά είναι χαρούμενη!  Βρήκαμε τρόπο για να σωθούμε!  Πάμε κι εμείς με τον μπαμπά, ε;» της είπε με εκφραστικές γκριμάτσες η Σέρεϊ και ακολούθησαν όλοι μαζί τον Σιεξέλ σαν μια χαρούμενη ομάδα σε εκδρομή περιπέτειας.

Και προχώρησαν σ’ αυτό που αποδείχτηκε ένα μικρό, στενό και φιδογυριστό μονοπάτι, σκαμμένο κυριολεκτικά στην πλαγιά του βουνού και κρυμμένο στην αρχή του από το τείχος της ίδιας της πλαγιάς στην οποία είχε σκαφτεί. Αν δεν προεξείχαν πάνω από το τείχος τα λεπτά, καμπουριαστά κλαδιά του σκελετωμένου δέντρου, κανένας δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι υπήρχε.  Αυτό που πρόσεξαν αργότερα ήταν πως όσο περπατούσαν στο μονοπάτι αυτό, ίσως επειδή ήταν σαν σήραγγα χωρίς στέγη, φυσούσε εκεί ένας άνεμος που σφύριζε όλη μέρα αλύπητα, σαν να ήθελε να τους ξεκολλήσει τα μαλλιά από το κρανίο.  Τύλιξαν τα κεφάλια τους με πανιά κι ο γάτος προπορευόταν με χαμηλωμένα αυτιά και μισόκλειστα μάτια.  Από καιρό σε καιρό, σκόνη παρασυρμένη από τον αέρα γλιστρούσε σαν γυαλόχαρτο και ξύριζε ό,τι έπεφτε στον δρόμο της, τυφλώνοντάς τους σχεδόν και γεμίζοντας με χώμα το κατάξερο στόμα τους.  Το δειλινό τους βρήκε να περιφέρονται σε ένα κόκκινο τοπίο με σκοτεινές σκιές χωρίς τελειωμό.  Και ήδη ήταν πολύ εξαντλημένοι όταν ο Νανακέ έπεσε πάνω στο φίδι.

Το τεράστιο και μακρύ ερπετό κρυβόταν ντυμένο στα χρώματα των βράχων και ενοχλημένο από την παρουσία τους, ορθώθηκε σφυρίζοντας απειλητικά προς το κοκαλωμένο ζώο που το κοίταζε με διεσταλμένα, τα πράσινά του μάτια.  Όλοι απέμειναν μετέωροι, ακόμα και το κοριτσάκι λούφαξε με τα μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο.  Το φίδι ήταν ένα σησυχγύς, το πιο δολοφονικό από όλα τα ερπετά της χώρας τους, που αρκούσε να δαγκώσει το θύμα του, για να πεθάνει αργά και βασανιστικά από το γεμάτο σαπίλα, τοξικό του δηλητήριο.

Ο Σιεξέλ έπνιξε την κραυγή πριν γλιστρήσει από τα χείλη του, μια κίνηση και μόνο και ο Νανακέ θα ήταν νεκρός από το εκνευρισμένο φίδι που συστρεφόταν με το κεφάλι του να αιωρείται λίγο πιο πάνω από το μαύρο σώμα του γάτου.  Ο άντρας έσφιξε τα δόντια του, όχι δεν θα έχανε τον αγαπημένο γάτο τώρα, ύστερα από όλα αυτά.  Με τα χέρια πίσω από την πλάτη του, έβγαλε αργά το σισραθάκ, το κοντό του τσεκούρι, στο οποίο ήταν γνωστός για την επιδεξιότητά του σ’ όλο το Αΐροτσι.  Παραμένοντας ακίνητος και ξέροντας ότι το φίδι δεν μπορούσε να τον ακούσει αλλά ο γάτος ναι, φώναξε χωρίς να κινεί τα χείλη του.  Το πώς θα τον καταλάβαινε βέβαια ήταν άλλο θέμα, αλλά δεν είχε χρόνο για κάτι περισσότερο.  «Νανακέ, τρέξε

Αμέσως, σαν να ήταν εκπαιδευμένο, το ευκίνητο ζώο έκανε ένα αστραπιαίο άλμα προς το πλάι και σαν βολίδα έτρεξε προς το μέρος του με τα αυτιά του κολλημένα και τα μάτια του ολόμαυρα από την ένταση.  Ταυτόχρονα, ενώ το φίδι τίναζε το κεφάλι του μ’ ολάνοιχτο το στόμα σε θανάσιμο δάγκωμα ένας σφυριχτός ήχος ακούστηκε και μια σκιά έκανε αστραπιαία κύκλους στον αέρα, αποκεφαλίζοντας πέρα για πέρα το έκπληκτο φίδι που έμεινε να σφαδάζει ακέφαλο για αρκετή ώρα.  Στην ησυχία που ακολούθησε, τότε μόνο συνειδητοποίησαν όλοι ότι ο άνεμος είχε σταματήσει.  Ο ήλιος που έδυε ολόλαμπρος εκείνη την ώρα, βύθιζε στο άλικο κάθε επιφάνεια, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι όλο το βουνό ήταν χάλκινο.

«Νανακέ!» έσπασε την σιωπή η Σέρεϊ και έπεσε στα γόνατα αγκαλιάζοντας το γατί που έτρεμε ακόμα από το σοκ της θανάσιμης συνάντησης.  Η γυναίκα πήρε κι έχωσε αγκαλιά της το μαύρο κορμάκι δίπλα στην κόρη τους, με τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της και το καθησύχαζε με παρηγορητικά χάδια σαν να ήταν μωρό «πάει πέρασε, ησύχασε τώρα αγόρι μου, ο μπαμπάς τα κατάφερε».   Κι η Νητ-Ήχρα, που ένιωσε θαρρείς την αγωνία του γατιού, έγειρε και τύλιξε το χεράκι της γύρω του, ψιθυρίζοντας στον ίδιο τόνο «νάνα, νάνα».

Ο Σιεξέλ, συγκλονισμένος καθώς έστεκε λίγο πιο πέρα από το αποκομμένο κεφάλι του φιδιού που σπαρταρούσε με αντανακλαστικές δαγκωνιές στον αέρα, συνειδητοποίησε τότε ότι η γυναίκα του είχε την ίδια σκέψη με εκείνον.  Πιστεύει ότι είναι ο γιος τους.  Δάκρυα θόλωσαν και τα δικά του μάτια που τα έκρυψε βιαστικά και πήγε προς το μέρος τους αγκαλιάζοντας το παράξενο σύμπλεγμα γυναίκας, γάτου και παιδιού.

Αυτή είναι η οικογένειά μου, σκέφτηκε περήφανα.  Γι’ αυτούς θα κάνω τα πάντα.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading